Spelling suggestions: "subject:"αντίσταση"" "subject:"αντίστασης""
11 |
Η επίδραση της αντισυλληπτικής αγωγής στους γενετικούς, αγγειακούς, βιοχημικούς και ορμονικούς πρώιμους δείκτες αυξημένου κινδύνου σε νέες γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS)Μαρκαντές, Γεώργιος 26 July 2013 (has links)
Σκοπός: η μελέτη της επίδρασης εξάμηνης θεραπείας με από του στόματος αντισυλληπτικό δισκίο περιέχον 35μg αιθινυλ-οιστραδιόλης και 2mg οξικής κυπροτερόνης στη γλοιότητα πλάσματος νέων γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Σχεδίαση: Η γλοιότητα πλάσματος μετρήθηκε σε ασθενείς με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών πριν και 6 μήνες μετά από τη χορήγηση αντισυλληπτικού δισκίου περιέχοντος 35μg αιθινυλ-οιστραδιόλης και 2mg οξικής κυπροτερόνης. Η μέτρηση της γλοιότητας έγινε σε ιξωδόμετρο τύπου 53610/I SCHOTT-Instruments, Mainz στους 37ο C. Ασθενείς: Οι ασθενείς στρατολογήθηκαν από το τμήμα Αναπαραγωγικής Ενδοκρινολογίας της Μαιευτικής - Γυναικολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών Ελλάδας. Στη μελέτη περιλήφθηκαν 66 νέες γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Βασικοί προσδιορισμοί: Γλοιότητα πλάσματος Αποτελέσματα: Στις ασθενείς ως σύνολο, η γλοιότητα πλάσματος ήταν 1.249±0.049 mm2/s (n=66). Μετά από 6 μήνες θεραπείας με από του στόματος αντισυλληπτικό δισκίο περιέχον 35μg αιθινυλ-οιστραδιόλης και 2mg οξικής κυπροτερόνης, η γλοιότητα πλάσματος αυξήθηκε σε 1.268±0.065 mm2/s (p=0.038). Η διαφορά στη γλοιότητα πλάσματος πριν και 6 μήνες μετά τη θεραπεία (Δ Γλοιότητας) ήταν 0,01864±,071452 mm2/s. Η Δ Γλοιότητας σχετιζόταν με τη Δ Ινωδογόνου (r=0.270, p=0.046), τη Δ Αιματοκρίτη (r=0.514, p=0.09) και τη Δ Τριγλυκεριδίων (r=0.292, p=0.021). Συμπέρασμα: Νέες γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών εμφάνισαν αυξημένη γλοιότητα πλάσματος μετά από θεραπεία με από του στόματος αντισυλληπτικό, το οποίο θα πρέπει για το λόγο αυτό να χρησιμοποιείται με προσοχή στον εν λόγω πληθυσμό. / Objectives: To investigate the influence of 6 months of treatment with an oral contraceptive (OC) containing 35μg ethinyl estradiol and 2mg cyproterone acetate on plasma viscosity in young women with PCOS.
Design: PCOS patients were assessed for plasma viscosity before and after 6 months of treatment with an OC containing 35μg ethinyl estradiol and 2mg cyproterone acetate. Plasma viscosity was determined by a viscometer Type 53610/I SCHOTT-Instruments, Mainz at 37o C.
Settings: Subjects were recruited from the Department of Obstetrics and Gynaecology, Division of Reproductive Endocrinology at the University Hospital of Patras, Greece.
Patients: The study included 66 young PCOS women.
Main Outcome measures: Plasma viscosity.
Results: In PCOS women as a whole, plasma viscosity at baseline was 1.249±0.049 mm2/s (n=66). After 6 months of treatment with an oral contraceptive containing 35μg ethinyl estradiol and 2mg cyproterone acetate, plasma viscosity increased to 1.268±0.065 mm2/s (p=0.038).
The difference between plasma viscosity before and after 6 months of treatment with an oral contraceptive containing 35μg ethinyl estradiol and 2mg cyproterone acetate (Δviscosity) was 0,01864±,071452 mm2/s. Δviscosity was related to Δfibrinogen (r=0.270, p=0.046), to Δhaematocrit (r=0.514, p=0.09) and to Δtriglycerides (r=0.292, p=0.021).
Conclusion: Young PCOS women presented an increased plasma viscosity under OC treatment, which therefore should be used with caution.
|
12 |
Επίδραση της επιμήκους γαστρεκτομής με ή χωρίς εκτομή του επιπλόου στην ευαισθησία στην ινσουλίνη, στην έκκριση των ορμονών του γαστρεντερικού και στα επίπεδα των λιποκυτταροκινών σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού παχυσαρκίαΣδράλης, Ηλίας 15 September 2014 (has links)
Ο αυξημένος σπλαχνικός λιπώδης ιστός αποτελεί σημαντικό παράγοντα
κινδύνου για μεταβολικές επιπλοκές, που συσχετίζονται με την παχυσαρκία, και
προάγει μία ήπιου βαθμού χρόνια φλεγμονώδη διαδικασία. Το επίπλουν έχει από
καιρό εμπλακεί στη, σχετιζόμενη με την παχυσαρκία, μεταβολική δυσλειτουργία.
Αυτό βασίζεται στη σημαντική του λειτουργία, της έκκρισης αντιποκινών. Η ιδέα της
εκτομής του μείζονος επιπλόου, στον ίδιο χρόνο με μία βαριατρική επέμβαση, έχει
προταθεί για την βελτίωση των μεταβολικών μεταβολών και την μεγιστοποίηση της
απώλειας βάρους. Ο σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να προσδιορίσει εάν η
εκτομή του μείζονος επιπλόου, στον ίδιο χρόνο με τη λαπαροσκοπική επιμήκη
γαστρεκτομή, έχει κάποια επίδραση στο μεταβολικό προφίλ, την έκκριση των
αντιποκινών, το στάτους της φλεγμονής και την απώλεια βάρους, σε βραχύ ή μακρό
βάθος χρόνου.
ΜΕΘΟΔΟΙ: Τριάντα – ένας παχύσαρκοι ασθενείς (Δείκτης Μάζας Σώματος (ΒΜΙ):
42.49±2.03 Kg/m2 ) τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες, λαπαροσκοπικής επιμήκους
γαστρεκτομής, με ή χωρίς επιπλεκτομή. Αντιπονεκτίνη, Ομεντίνη, Ιντερλευκίνη-6
(IL-6), tumor necrosis factor-α ((TNF-α), C-αντιδρώσα πρωτεΐνη υψηλής
ευαισθησίας (hs-CRP), high-density lipoprotein (HDL) χοληστερόλη, γλυκόζη
νηστείας, ινσουλίνη και αντίσταση στην ινσουλίνη (εκτιμωμένη με εφαρμογή
-‐
106
-‐
Quickie Test) μετρήθηκαν και εκτιμήθηκαν προεγχειρητικά και 7 μέρες, 1, 3 και 12
μήνες μετεγχειρητικά.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Κατά τη μετεγχειρητική παρακολούθηση, στη διάρκεια του
πρώτου χρόνου, ο δείκτης μάζας σώματος μειώθηκε αξιοσημείωτα και συγκριτικά
και στις δύο ομάδες (Ρ<0.001). Τα επίπεδα της ινσουλίνης, IL-6 και hs-CRP,
μειώθηκαν σημαντικά σε σχέση με τις τιμές αναφοράς (προεγχειρητικά) (Ρ<0.05) και
στις δύο ομάδες, χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Τα επίπεδα
αντιπονεκτίνης και HDL αυξήθηκαν ομοίως και σημαντικά, συγκρινόμενα με τα
επίπεδα αναφοράς (Ρ<0.001) και στις δύο ομάδες. Τα επίπεδα της Ομεντίνης
αυξήθηκαν σημαντικά (Ρ<0.05) στην ομάδα ελέγχου (επιμήκης γαστρεκτομή, χωρίς
εκτομή του επιπλόου) και παρέμειναν χαμηλά στην ομάδα της επιπλεκτομής
(επιμήκης γαστρεκτομή + επιπλεκτομή), στο ένα έτος μετεγχειρητικά. Δεν υπήρξε
στατιστικά σημαντική διαφορά στη μεταβολή των επιπέδων TNF-α σε κάθε ομάδα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα, μέχρι τώρα, θεωρητικά πλεονεκτήματα της επιπλεκτομής,
όσον αφορά την απώλεια βάρους και το μεταβολικό σύνδρομο, δεν
αντικατοπτρίζονται στην προοπτική αυτή μελέτη. Επιπλέον, δοθέντος του
προστατευτικού ρόλου της ομεντίνης σε συνδυασμό με τη θετική συσχέτισηή της με
τα επίπεδα αντιπονεκτίνης πλάσματος και HDL, ήδη γνωστών
καρδιοπροστατευτικών πρωτεϊνών, ανακύπτουν ερωτήματα γύρω από την αρνητική
επίδραση της επιπλεκτομής και καρδιαγγειακής φυσιολογίας, σε βάθος χρόνου. / Increased visceral adipose tissue is a risk factor for the metabolic
complications associated with obesity and promotes a low-grade chronic
inflammatory process. Resection of the great omentum in patients submitted to a
bariatric procedure has been proposed for the amelioration of metabolic alterations
and the maximization of weight loss. The aim of the present study was to investigate
the impact of omentectomy performed in patients with morbid obesity undergoing
sleeve gastrectomy (SG) on metabolic profile, adipokine secretion, inflammatory
status and weight loss.
Methods: Thirty-one obese patients were randomized into two groups, SG alone or
with omentectomy. Adiponectin, omentin, interleukin-6 (IL-6), tumor necrosis factor
α (TNF-α), high sensitivity C-reactive protein (hs-CRP), blood lipids, fasting glucose,
insulin and insulin resistance were measured before surgery and at 7 days, and 1, 3
and 12 months after surgery.
Results: During the one year follow up BMI decreased markedly and comparably in
both groups (P<0.001). Insulin, IL-6 and hs-CRP levels decreased significantly
compared to baseline (P<0.05) in both groups with no significant difference between
groups. Adiponectin and high-density lipoprotein choresterol levels were
significantly and similarly increased compared to baseline (P<0.001) in both groups.
Omentin levels increased significantly (p<0.05) in the control group and decreased in
-‐
108
-‐
the omentectomy group one year postoperatively. There was no significant change in
TNF-α levels in either group.
Conclusions: The theoretical advantages of omentectomy in regard to weight loss and
obesity related abnormalities are not confirmed in this prospective study.
Furthermore, omentectomy does not induce important changes in the inflammatory
status in patients undergoing SG.
|
13 |
Πρόβλεψη μη γραμμικής συμπεριφοράς και διάδοσης ρωγμής σε συνθήκες θερμομηχανικής κόπωσης με τη μέθοδο των συνοριακών στοιχείωνΚέππας, Λουκάς 16 June 2011 (has links)
Τα δομικά στοιχεία των μηχανολογικών κατασκευών υπόκεινται σε επαναλαμβανόμενες κυκλικές καταπονήσεις, από τις οποίες δημιουργούνται και διαδίδονται ρωγμές. Οι καταπονήσεις αυτές, οι οποίες προκαλούν κόπωση στις κατασκευές, μπορεί να είναι είτε καθαρά μηχανικές είτε θερμικές ή να προκύπτουν σα συνδυασμός θερμικής και μηχανικής φόρτισης. Τυπικές περιπτώσεις θερμικών και θερμομηχανικών φορτίσεων εμφανίζονται σε κατασκευές, όπως σωλήνες κυκλωμάτων ψύξης, πιεστικά δοχεία, συνιστώσες ηλεκτρικών κυκλωμάτων, θάλαμοι μηχανών εσωτερικής καύσης και πτερύγια στροβιλοκινητήρων. Η κυκλική μεταβολή του θερμικού φορτίου στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, συνιστά συνθήκες θερμικής κόπωσης. Επίσης, λόγω της σχετικά υψηλής συχνότητας του φορτίου η θερμοκρασία παρουσιάζει έντονη μεταβολή στο χώρο και στο χρόνο.
Ο προσδιορισμός της διάρκειας ζωής ενός δομικού στοιχείου κατά τη φάση του σχεδιασμού μπορεί να γίνει με τη βοήθεια πειραματικών διαδικασιών. Τα πειράματα όμως κόπωσης είναι δαπανηρά και χρονοβόρα και προφανώς απαιτούνται περισσότερες από μια πειραματικές δοκιμές. Οπότε, είναι εύλογο να υπάρχουν υπολογιστικά εργαλεία που να δίνουν τη δυνατότητα στο μηχανικό να εκτιμήσει την διάρκεια ζωής ή τη σοβαρότητα της βλάβης ενός εξαρτήματος. Τα περισσότερα υπολογιστικά μοντέλα αναφέρονται σε καθαρά μηχανικές καταπονήσεις. Έτσι υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη υπολογιστικών εργαλείων για την ανάλυση προβλημάτων θερμικής και θερμομηχανικής κόπωσης. Τέτοιου είδους εργαλεία θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το κλείσιμο των ρωγμών, που συμβαίνει λόγω των θερμικών παραμορφώσεων, διότι είναι δυνατόν να επηρεάζεται τοπικά το θερμοκρασιακό πεδίο. Επομένως, χρειάζεται επαναληπτική διαδικασία για τον προσδιορισμό του θερμικού και τασικού πεδίου που αλληλεπιδρούν. Είναι προφανές ότι η ανάλυση της θερμικής κόπωσης εξελίσσεται σε συνθέτη διαδικασία, που θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τον υπολογισμό της κατανομής της θερμοκρασίας, την τοπική επίδραση του άκρου της ρωγμής στο τασικό πεδίο καθώς και την επαφή των επιφανειών της ρωγμής. Η μέθοδος των συνοριακών στοιχείων είναι ικανή να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους τοπικές επιδράσεις. Η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στην ανάπτυξη υπολογιστικού εργαλείου βασισμένου στα συνοριακά στοιχεία, για την πρόβλεψη της διάδοσης ρωγμών και την εκτίμηση της διάρκειας ζωής, εξαρτημάτων υπό θερμική και θερμομηχανική κόπωση. Έμφαση δίνεται σε περιπτώσεις που το θερμικό φορτίο προκαλεί κλείσιμο της ρωγμής και σε περιπτώσεις διεπιφανειακών ρωγμών, όπου το θερμοκρασιακό πεδίο επηρεάζεται από την θερμική αντίσταση ανάμεσα στις επιφάνειες της ρωγμής.
Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται βιβλιογραφική ανασκόπηση σε εργασίες που εστιάζουν σε φαινόμενα κόπωσης και διάδοσης ρωγμών, καθώς και στην ανάπτυξη υπολογιστικών μοντέλων για την πρόβλεψη της διάδοσης ρωγμών. Επιπλέον, προσδιορίζεται λεπτομερώς το αντικείμενο της παρούσας διατριβής και εξηγείται η συνεισφορά της και τα καινοτόμα σημεία της. Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφεται η ιδιόμορφη συμπεριφορά του άκρου της ρωγμής, δίνονται οι διατυπώσεις των μεγεθών θραύσης που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση της κόπωσης και αναφέρονται τρόποι με τους οποίους μελετάται η διάδοση ρωγμών. Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφονται λεπτομερώς οι ολοκληρωτικές συνοριακές διατυπώσεις για την επίλυση προβλημάτων θερμοελαστικότητας. Στο τέταρτο κεφάλαιο περιγράφονται οι υπολογιστικές διαδικασίες που ακολουθούνται στην παρούσα εργασία για τον προσδιορισμό του πεδίου θερμοκρασιών και μετατοπίσεων, καθώς και ο τρόπος που προσομοιώνεται η διάδοση ρωγμής. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρατίθενται τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τις αναλύσεις για διάφορες περιπτώσεις, ενώ στο έκτο κεφάλαιο εξάγονται συμπεράσματα και διατυπώνονται προτάσεις για μελλοντική έρευνα. / The prediction of fatigue life is essential for the integrity and reliability of a structure when designing engineering components that undergo cyclic loading. In most cases, the mechanical cyclic loads are taken into account in order to evaluate the life and damage tolerance of structures with existing cracks. However, there exists a category of structures that experience severe thermal cycling that acts alongside the mechanical loads. Such structures include cooling system pipes, pressure vessels, pistons and combustion chambers of internal combustion engines, gas turbine blades and components of electrical circuits.
Interfacial crack growth is of paramount importance when designing components that are protected by thermal barrier coatings in order to increase their endurance and efficiency. These types of structures are exposed to very intense thermo-mechanical cycling, which gradually causes delamination and eventually leads to spallation of the coating Numerical simulations, via the finite element method, are a common trend, when analysing the endurance of coated components. However, important aspects such as the heat exchange between the contacting faces and friction are not taken into account in fracture assessments of these components.
The boundary element method is very attractive for crack-growth analyses because only the boundary is meshed, rather than the whole domain of the problem. In the present thesis, the boundary integral equations of uncoupled, time-dependent thermo-elasticity are employed to account for the time-varying nature of the thermal load. Our study discusses the influence of crack closure on quasi-static, sub-critical crack extension in the presence of thermo-mechanical cyclic loading. Appropriate thermal and mechanical boundary conditions are imposed on the numerical model to account for the contact state. The validity of the code to compute the temperature distribution under thermal cycling is checked through analytical solutions. Afterwards, a pure mode-I and mixed mode fracture problems in homogeneous material are analysed and the results are compared to other boundary element solutions. The singularity resulting from tractions and heat flux around the crack tip is effectively captured by singular quarter-point elements, while the fracture magnitudes can be computed using appropriate traction formulas. In these problems, the fatigue life is evaluated in terms of load cycle when the crack closure is considered. The number of cycles required for an existing crack to grow a certain length can be empirically predicted using the Paris’ law. The crack extension angle is evaluated by means of the maximum circumferential stress. The results are discussed, clearly indicating the impact of crack closure on fatigue life evaluation. The main conclusion is that crack closure should be incorporated into the analysis whenever the contact effect is inevitable. Otherwise, the fatigue life may be underestimated, leading to a conservative design.
Finally, the sub-domain boundary element procedure is applied to interfacial cracks where the crack closure is more pronounced. Specifically, a case of a thermal barrier coating system is investigated. The thermal resistance between the contacting crack faces is incorporated into the procedure and it is assumed to be dependent on the contact pressure. If crack closure due to thermal distortion takes place, then the displacement and traction field may affect the heat flux between the crack faces, and the thermal and mechanical parts of the problem will need to be solved repeatedly until thermo-mechanical convergence is achieved. The results suggest that there are significant effects on the behaviour of stably growing cracks and the evaluation of failure capacity, emanating from crack closure, the amount of thermal resistance and the phase angle between the mechanical and thermal loads.
|
Page generated in 0.026 seconds