• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 5
  • Tagged with
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Μελέτης [sic] της αγγειογενετικής δράσης του νευρικού αυξητικού παράγοντα (NGF) σε μοντέλο ισχαιμίας οπίσθιων άκρων κονίκλων

Καρατζάς, Ανδρέας 15 September 2014 (has links)
Η περιφερική αρτηριοπάθεια αποτελεί μία νόσο με αυξημένη επίπτωση στις σύγχρονες χώρες. Οι τρόποι αντιμετώπισής της ποικίλουν, ωστόσο, ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις υπάρχουσες συμβατικές θεραπείες, είτε χειρουργικές, είτε συντηρητικές. Η αγγειογένεση αποτελεί έναν πολλά υποσχόμενο τρόπο αντιμετώπισης. Επιτελείται ευρεία έρευνα με χρησιμοποίηση μιας μεγάλης ποικιλίας ουσιών και κυττάρων με στόχο την επίτευξη θεραπευτικής αγγειογένεσης που θα βελτιώσει την κλινική εικόνα των ασθενών με περιφερική αρτηριοπάθεια. Ο νευρικός αυξητικός παράγοντας (NGF) υπάρχουν αναφορές ότι έχει σημαντικό ρόλο στη φυσιολογική και παθολογική αγγειογένεση. Βασισμένοι σε αυτές τις παρατηρήσεις, υποθέσαμε ότι ο NGF μπορεί να επάγει το σχηματισμό λειτουργικών αιμοφόρων αγγείων σε μοντέλο ισχαιμίας οπισθίων άκρων κονίκλου. Η ισχαιμία στα οπίσθια άκρα προκλήθηκε σε 34 κονίκλους με αμφοτερόπλευρο εμβολισμό της μηριαίας αρτηρίας. Την 7η, 14η και 20η ημέρα μετά τον εμβολισμό χορηγήθηκε NGF ενδομυϊκά σε ένα από τα δύο ισχαιμικά άκρα και εγχύθηκε μάρτυρας στο άλλο άκρο. Την 40η ημέρα, τα νεοσχηματισμένα παράπλευρα αγγεία διαμέτρου μεγαλύτερης των 500μm ποσοτικοποιήθηκαν με διαωτιαία ενδοαρτηριακή αφαιρετική αγγειογραφία. Πραγματοποιήθηκε, επίσης, in vivo δυναμική αξονική τομογραφία αιμάτωσης σε αμφότερα τα άκρα ώστε να διερευνηθεί η αιμοδυναμική ανάρρωση των ισχαιμικών ιστών. Η λειτουργική εκτίμηση της αιμάτωσης των άκρων έδειξε στατιστικά σημαντική αύξηση της αιματικής ροής και του όγκου αίματος στα άκρα που χορηγήθηκε NGF. Ωστόσο, η αύξηση των παράπλευρων αγγείων δεν ήταν ανιχνεύσιμη αγγειογραφικά, κάτι που υποδηλώνει ότι ο NGF ενίσχυσε τη δημιουργία τριχοειδικού δικτύου αλλά όχι την αρτηριογένεση. Ο συνδυασμός του NGF είτε με αναστολέα του TrkA είτε με αναστολέα του VEGFR-2, κατήργησε την αιμοδυναμική ανάρρωση που προκάλεσε ο NGF. Αυτό δείχνει εξάρτηση της αγγειογενετικής δράσης του NGF τόσο από το δικό του υποδοχέα άμεσα, όσο και από τον υποδοχέα του VEGF έμμεσα. Τα ανωτέρω ευρήματα προσφέρουν νέους ορίζοντες στην κατανόηση της δράσης του NGF στο σχηματισμό νέων αγγείων και στις πιθανές εφαρμογές του στη θεραπευτική αγγειογένεση. / Nerve growth factor (NGF) has been reported to play an important role in physiological and pathological angiogenesis. Based on these observations, we hypothesized that NGF may induce the formation of functional blood vessels in a hindlimb ischemic rabbit model. Hindlimb ischemia was induced in 34 rabbits bilaterally by endovascular embolization of femoral arteries. On the 7th, 14th, and 20th postembolization days, NGF was injected intramuscularly, in 1 ischemic limb, and vehicle was injected in the contralateral control limb. On the 40th day, newly developed collateral vessels (diameter .500 mm) were quantified by transauricular intraarterial subtraction angiography. Perfusion analysis of an in vivo dynamic computed tomography study was performed to the limbs to investigate the hemodynamic recovery of the distal ischemic tissues. Functional estimation of limb perfusion showed a statistically significant increase of blood flow and blood volume for NGF. However, the increase of the collateral vessels was not detectable angiographically, providing evidence for the existence of a NGF-stimulated capillary angiogenic network but not increase of arteriogenesis. The combination of NGF with either tropomyosin-related kinase type A or vascular endothelial growth factor receptor 2 antagonists abolished the NGF-induced hemodynamic recovery. These findings provide new insights into understanding the involvement of NGF in vascular formation and its applications in therapeutic angiogenesis.
2

Αποτελεσματικότητα αιμοποιητικών αυξητικών παραγόντων στην αντιμετώπιση της ουδετεροπενίας μετά από θεραπεία με κυτταροτοξικά χημειοθεραπευτικά φάρμακα

Κουρουφέξη, Άντρη 25 January 2012 (has links)
Η ουδετεροπενία που σχετίζεται με τη χημειοθεραπεία, είναι μια συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια της θεραπείας κατά του καρκίνου, η οποία κάνει τους ασθενείς πιο ευπαθείς σε λοιμώξεις απειλητικές για τη ζωή. Ο κίνδυνος για εμπύρετη ουδετεροπενία ποικίλει ανάλογα με το σχήμα της χημειοθεραπείας και διάφορα χαρακτηριστικά του ασθενούς, όπως η μεγάλη ηλικία ή σοβαρές συνοδές παθήσεις. Διάφορες κλινικές μελέτες έδειξαν ότι η χορήγηση αυξητικών παραγόντων των κοκκιοκυττάρων (G-CSFs) μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο για εμπύρετη ουδετεροπενία. Η μείωση κινδύνου που αναφέρεται σε κλινικές μελέτες, κυμαίνεται από 8% μέχρι 37%, και η διακύμανση του ποσοστού αυτού αντικατοπτρίζει διαφορές στον κίνδυνο εμπύρετης ουδετεροπενίας που σχετίζεται με το σχήμα της χημειοθεραπείας. Το πρόβλημα που περιορίζει τη χορήγησή τους είναι το μεγάλο κόστος που έχουν. Επομένως, η τελική απόφαση για τη χορήγηση αυτών των φαρμάκων βασίζεται στις μελέτες αποτελεσματικότητας του φαρμάκου. Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση του πραγματικού ποσοστού εμφάνισης εμπύρετης ουδετεροπενίας σε ασθενείς με διάφορους συμπαγείς όγκους συμπεριλαμβανομένων και των λεμφωμάτων στους οποίους χορηγήθηκε αυξητικός παράγοντας αποικιών κοκκιοκυττάρων. Επιπρόσθετα μελετήθηκε ο συσχετισμός του ποσοστού εμφάνισης εμπύρετης ουδετεροπενίας με διάφορους παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την εμφάνιση της. Τέλος, πραγματοποιήθηκε ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας της δευτερογενούς χορήγησης αυξητικού παράγοντα στο Κέντρο. Σε μια αναδρομική μελέτη μελετήθηκαν 482 ασθενείς οι οποίοι έλαβαν αυξητικό παράγοντα (λενογραστίμη) είτε ως πρωτογενή είτε ως δευτερογενή προφύλαξη. Η συλλογή των δεδομένων έγινε καταγράφοντας στοιχεία από τους φακέλους με το ιατρικό ιστορικό των ασθενών, από το λογισμικό πρόγραμμα Power Pro του φαρμακείου (ιστορικό φαρμάκων κάθε ασθενούς) και από το λογισμικό πρόγραμμα MOSAIQ του Κέντρου (αιματολογικές εξετάσεις των ασθενών). Μετά από πρωτογενή προφύλαξη με λενογραστίμη εμφανίστηκαν 38 εμπύρετα επεισόδια σε 30/367 (8,2%) ασθενείς, ενώ μετά από δευτερογενή προφύλαξη εμφανίστηκαν μόνο 5 εμπύρετα επεισόδια σε 5/115 (4,3%) ασθενείς. Από τη στατιστική ανάλυση δεδομένων προκύπτει ότι σημαντικοί προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνιση εμπύρετης ουδετεροπενίας ήταν το φύλο (p=0,015), η προηγούμενη ή ταυτόχρονη ακτινοθεραπεία (p=0,040) και ο αριθμός συνοδών παθήσεων (p=0,014). Με την αύξηση της διάρκειας χορήγησης λενογραστίμης μειώθηκε σημαντικά ο αριθμός επεισοδίων εμπύρετης ουδετεροπενίας ανά ασθενή (p=0,0067), η διάρκεια νοσηλείας στο νοσοκομείο (p=0,02), ενώ αντίθετα αυξήθηκαν οι ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες παρατηρήθηκαν σε 153/482 (31,7%) ασθενείς (p=0,029). Η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια που εμφανίστηκε ήταν ο πόνος στα οστά σε 148/482 (30,7%) ασθενείς, παρόλα αυτά σε 124/148 (83,8%) ασθενείς θεραπεύτηκε με χορήγηση παρακεταμόλης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης κόστους-αποτελεσματικότητας η χορήγηση χημειοθεραπείας με δευτερογενή προφύλαξη με λενογραστίμη σε ασθενείς «χαμηλού κινδύνου» παρουσιάζει υψηλότερη κλινική αποτελεσματικότητα από τη μη προφύλαξη, η οποία επέφερε τη μείωση του συνολικού κόστους ανά ασθενή που θεραπεύεται. Συμπερασματικά, φαίνεται ότι η λενογραστίμη αποτελεί υποψήφιο είδος G-CSF με ελκυστικά χαρακτηριστικά για χορήγηση σε ουδετεροπενικούς ασθενείς με πυρετό. Τα ποσοστά εμπύρετης ουδετεροπενίας που εμφανίστηκαν, αν και ήταν υψηλά, παραμένουν μικρότερα από αυτά που παρατηρήθηκαν την ίδια χρονική περίοδο σε πολλά κέντρα του εξωτερικού. Η δευτερογενής προφύλαξη με λενογραστίμη σε ασθενείς «χαμηλού κινδύνου» εκτιμάται ως η κυρίαρχη επιλογή τόσο από πλευράς κλινικής αποτελεσματικότητας όσο και από πλευράς κόστους-αποτελεσματικότητας. / Chemotherapy-induced febrile neutropenia (FN) is a serious side effect of cancer treatment, commonly occurring during the initial cycles of cytotoxic therapy and increasing in frequency with both the depth and duration of neutropenia. The risk of developing FN appears to depend on a variety of factors, including tumor type, chemotherapy regimen and patient-related risk factors. Myeloid growth factors have been shown to reduce the incidence, duration, and severity of neutropenic events across a broad range of malignancies and regimens, often enabling the delivery of full chemotherapy dose intensity. A major limitation of the use of G-CSFs is the ability to predict which patients are at risk of developing neutropenic complications as administration is costly. The purpose of this study was to: (1) evaluate the real-world incidence of FN in patients with solid tumors, including lymphoma, after receiving lenograstim, (2) analyse factors that predict the occurrence of chemotherapy-induced myelosuppression, and (3) evaluate the cost-effectiveness of secondary prophylaxis with lenograstim. The study conducted in Bank of Cyprus Oncology Center at Nicosia. A total of 482 patients who received G-CSF between February 2008 and January 2010 were identified and selected from the pharmacy records. Data were retrospectively obtained from the medical records and records with the blood cell accounts. Results were recorded and analyzed using a database system (SPSS). The incidence of FN after primary prophylaxis with lenograstim was 8,2% and after secondary prophylaxis was 4,3%. Analysis of the results showed that gender (p=0,015), prior or concurrent radiation (p=0,040) and comorbidities (p=0,014) were associated with the risk of severe and febrile neutropenia. The use of CSFs in patients with established FN reduces the amount of time spent in hospital (p=0,02), while side effects were increased (p=0,029). Bone pain was reported in 30,7% patients receiving lenograstim and was treated with paracetamol in 83,8% patients. Secondary prophylaxis with lenograstim improved health outcomes with a very limited cost. In this retrospective study lenograstim was shown to be effective in the prophylaxis of chemotherapy-induced neutropenia. Gender, prior or concurrent radiation and comorbidities were prognostic factors for neutropenia. Also, secondary prophylaxis in low risk patients was cost-effective at the current official price in Cyprus.
3

Διερεύνηση του ρόλου του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα και του Notch στο μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα

Κοτσιρίλου, Δήμητρα 11 October 2013 (has links)
Είναι ευρέως αποδεκτό και καλά τεκμηριωμένο ότι ο υποδοχέας του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (epidermal growth factor receptor, EGFR) ελέγχει σημαντικές λειτουργίες των καρκινικών κυττάρων, όπως τον πολλαπλασιασμό και την απόπτωση, αλλά και διαδικασίες όπου συμμετέχουν περισσότεροι του ενός τύποι κυττάρων, όπως τη διήθηση και την αγγειογένεση. Μεταξύ των τύπων καρκίνου, στην ανάπτυξη των οποίων συμμετέχει ο EGFR, είναι και ο μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα (ΜΜΚΠ). Πολύ πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι ένα άλλο μόριο που εμπλέκεται στην ανάπτυξη του καρκίνου του πνεύμονα είναι το Notch. Ο ρόλος του είναι περίπλοκος και διττός: Έχει προταθεί ότι το Notch επάγει την ανάπτυξη του ΜΜΚΠ και αναστέλλει την ανάπτυξη του μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα (ΜΚΠ). Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι το μονοπάτι μεταγωγής σήματος του Notch επηρεάζει, αλλά και επηρεάζεται από άλλα μόρια. Στην παρούσα μεταπτυχιακή εργασία διερευνήθηκε ο ρόλος του EGFR και του Notch στην ανάπτυξη κυττάρων ΜΜΚΠ χρησιμοποιώντας τον προσδέτη του EGFR, EGF και τον αναστολέα της γ-σεκρετάσης DAPT. Για τη διεξαγωγή των πειραμάτων χρησιμοποιήθηκαν οι ανθρώπινες καρκινικές κυτταρικές σειρές ΜΜΚΠ Η23, Α549, Η661 και ΗCC827. Οι κυτταρικές σειρές Η23, Α549 και Η661 εκφράζουν τον αγρίου τύπου (wild type, wt) EGFR και η κυτταρική σειρά HCC827 εκφράζει EGFR που φέρει τη μετάλλαξη (mutation) (DE746- A750). Αρχικά με ανάλυση κατά western μελετήθηκε το προφίλ των κυττάρων ως προς τα επίπεδα έκφρασης του ενδοκυττάριου τμήματος του Notch (Notch Intracellular Domain, NICD). Βρέθηκε ότι τα κύτταρα Η23 εκφράζουν τα υψηλότερα επίπεδα Notch ICD, τα κύτταρα Η661 και HCC827 μέτρια επίπεδα και τα κύτταρα Α549 τα χαμηλότερα. Στη συνέχεια με τη μέθοδο του ΜΤΤ έγινε έλεγχος του DAPT στον πολλαπλασιασμό των κυττάρων και βρέθηκε ότι τα κύτταρα Η661 είχαν τη μεγαλύτερη αναστολή, παρόμοια συμπεριφορά έδειξαν και τα Α549. Τα κύτταρα Η23 εμφάνισαν μικρότερη ανταπόκριση σε σχέση με τα Η661 ενώ τα κύτταρα HCC827 εμφανίστηκαν ανθεκτικά στο DAPT. Η ανασταλτική δράση του DAPT στα κύτταρα Η661 συνοδεύτηκε με επαγωγή της απόπτωσης η οποία προσδιορίστηκε με τη μέθοδο αννεξίνης V καθώς και με επαγωγή της αυτοφαγίας η οποία ανιχνεύτηκε κάνοντας ανάλυση κατά western για τα πρωτεϊνικά επίπεδα της beclin-1. Περαιτέρω τα κύτταρα ενεργοποιήθηκαν με EGF και εν συνεχεία προστέθηκε DAPT. Παρατηρήθηκε ότι στα κύτταρα Η23 η προσθήκη του EGF δεν επέτρεψε να δράσει ανασταλτικά το DAPT ενώ στα Η661 εν μέρει ο EGF αντέστρεψε την ανασταλτική δράση του DAPT. Επιλέγοντας τις κυτταρικές σειρές Η23 και Η661, μελετήθηκε η δράση του DAPT και του EGF στα επίπεδα του Notch ICD. Παρατηρήθηκε ότι στα κύτταρα Η23, το DAPT μείωσε με χρονοεξαρτώμενο τρόπο τα πρωτεϊνικά επίπεδα του Notch ICD μέχρι και 6 ώρες μετά την προσθήκη του στα κύτταρα ενώ 24 ώρες μετά το φαινόμενο αντιστράφηκε. Η προσθήκη του EGF δεν επηρέασε τα επίπεδα του Notch ICD σε καμία από τις χρονικές στιγμές που μελετήθηκαν. Στα Η661 κύτταρα το DAPT προκάλεσε χρονοεξαρτώμενη μείωση των επιπέδων Notch ICD η οποία διήρκησε μέχρι και 24 ώρες μετά τη προσθήκη του DAPT. Ο EGF όπως και προηγουμένως δεν επηρέασε τα επίπεδα του Notch ICD. Παρατηρώντας ότι στα Η661 το DAPT ασκεί δράση με μεγαλύτερη διάρκεια σε σχέση με τα κύτταρα Η23, τα κύτταρα Η661 ενεργοποιήθηκαν με EGF και στη συνέχεια προστέθηκε το DAPT προκειμένου να δούμε τη δράση του συνδυασμού στα επίπεδα του Notch ICD. Βρέθηκε ότι ο EGF αντέστρεψε την μείωση των Notch ICD επιπέδων που προκαλεί μόνο του το DAPT. Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν ότι τα μονοπάτια του EGFR και του Notch, συνηγορούν προς την ίδια κατεύθυνση για τη μείωση του όγκου και αυτό υποδηλώνει έναν ελκυστικό δρόμο συνδυαστικών προσεγγίσεων για τη θεραπεία του ΜΜΚΠ, που μπορεί να ενισχύσει τη δράση των ανασταλτικών παραγόντων του EGFR σε όγκους. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι στο ΜΜΚΠ: α) τα δύο μονοπάτια EGFR και Notch συνεπικουρούν για την ανάπτυξη του όγκου, β) η αναστολή του Notch είναι πιο αποτελεσματική σε κύτταρα με ενδιάμεσα επίπεδα ενεργού Notch 1, προκαλώντας τόσο απόπτωση όσο και αυτοφαγία, και γ) η μετάλλαξη του EGFR προσφέρει αντίσταση στη δράση αναστολέα της γ-σεκρετάσης. / It is widely accepted and well established that the epidermal growth factor receptor (EGFR) controls important processes of tumor cells, such as proliferation and apoptosis, but also processes involving more than one type of cells such as invasion and angiogenesis. It has been found that the EGFR has an important role in the development of several types of cancer including non-small cell lung cancer (NSCLC). Very recent data indicate that another molecule, which is involved in the development of lung cancer, is Notch. Its role is complicated and is under investigation. It is suspected that Notch has a growth promoting function in NSCLC, whereas exerts an inhibitory effect in small cell lung cancer (SCLC). Furthermore it has been found that the signaling pathway of Notch can affect/ can be affected by other molecules. This thesis investigated the role of EGFR and Notch in cell growth of NSCLC cells using the ligand of EGFR, EGF and gamma-secretase inhibitor, DAPT. To conduct the experiments the human NSCLC cell lines H23, A549, H661 and HCC827 were used. The cell lines H23, A549 and H661 express the wild type (wt) EGFR and the cell line HCC827 expresses EGFR bearing the mutation (mt) DE746-A750. Initially, we studied the profile of NSCLC cells regarding the protein levels of Notch intracellular domain (Notch ICD) using western blot analysis. It was found that H23 cells express the higher levels Notch ICD, H661 and HCC827 cells express intermediate levels and A549 cells express the lowest levels of Notch ICD. The next step was the evaluation of DAPT effect in cell proliferation using the MTT assay. We found that DAPT caused the greatest inhibition to H661 and A549 cells. DAPT was less effective to H23 cells while had no effect to HCC827 cells. The inhibitory effect of DAPT in H661 cells was in line with the induction of apoptosis and autophagy, as was detected using annexin V assay and western blot analysis for beclin-1, respectively. Furthermore, cells were stimulated with EGF and subsequently DAPT was added. We found that the stimulatory effect of EGF was not reversed by DAPT in H23 cells. However a partial reverse of EGF stimulation was observed in H661 cells. The next step was to study the effect of DAPT and EGF at Notch ICD protein levels, in H23 and H661 cells. We found that DAPT reduced the protein levels of Notch ICD in H23 cells, with a time-dependent manner, up to 6 hours after DAPT addition and this effect reversed 24 hour later. The addition of EGF did not affect the levels of Notch ICD at any time point tested. In H661 cells, DAPT caused a time-dependent reduction of Notch ICD protein levels up to 24 hours after DAPT addition to cells. EGF as previously, did not affect the levels of Notch ICD in these cells. Since DAPT was more effective to H661 cells, these cells stimulated with EGF and then DAPT was added in order to study the effect of the combination at the levels of Notch ICD. We found that EGF reversed the decrease of Notch ICD protein levels caused by DAPT alone. These results indicate that the pathways of EGFR and Notch might act with a synergistic fashion and this could be an attractive approach for the treatment of NSCLC. Summarizing our results, we might assume that in NSCLC: a) both pathways of EGFR and Notch exert a significant role in tumor growth, b) the inhibition of Notch is more effective in cells with intermediate levels of activated Notch 1, causing both apoptosis and autophagy, and c) the EGFR mutation confers resistance to the effect of γ- secretase inhibitor.
4

Επίδραση του TGF-β1και του MIF στην παραγωγή IL-6 από ινοβλάστες ρινικού πολύποδα και διερεύνηση της πιθανής συνέργειάς τους στην έκφρασή της

Γιάννου, Αναστάσιος 05 February 2015 (has links)
Ο ρινικός πολύποδας (ΡΠ) είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος του ρινικού βλεννογόνου, η οποία χαρακτηρίζεται από διήθηση φλεγμονωδών κυττάρων, όπως ηωσινόφιλα, λεμφοκύτταρα και πλασμοκύτταρα, τροποποιήσεις στη διαφοροποίηση του επιθηλίου και ανάπλαση ιστού, που περιλαμβάνει υπερπλασία της βασικής μεμβράνης, συσσώρευση εξωκυττάριου υλικού και οίδημα. Ο παράγοντας αναστολής της μετανάστευσης μακροφάγων (MIF) είναι μία μοναδική κυτταροκίνη με σημαντικό ρόλο στο σηπτικό σόκ και στις χρόνιες φλεγμονώδεις και αυτοάνοσες ασθένειες.Παράγεται από ενεργοποιημένα Τ-κύτταρα, μακροφάγα αλλά και από ποικιλία άλλων κυττάρων. Εκτός των άλλων, έχει βρεθεί ότι επάγει την έκφραση της IL-6 από διάφορα κύτταρα και ανταγωνίζεται την κατασταλτική επίδραση των γλυκοκορτικοειδών στην έκφρασή της. Απαντάται σε αυξημένα επίπεδα στο ρινικό πολύποδα. Ο αυξητικός παράγοντας μετασχηματισμού-β1 (TGF-β1) θεωρείται ένας αντιφλεγμονώδης παράγοντες, ο οποίος ανταγωνίζεται τη δράση της IL-1β και του TNF-α, στην έκφραση της ΜΜΡ-1 και ΜΜΡ-3. Διεγείρει επίσης την έκφραση του ΤΙΜΡ-1, του κολλαγόνου τύπου Ι και της IL-6 και λόγω των δράσεών του αυτών εμπλέκεται ισχυρά στις διαδικασίες ίνωσης. Απαντάται σε σημαντικά επίπεδα στο ρινικό πολύποδα. Η IL-6 είναι μία Th2 πολυλειτουργική κυτταροκίνη η οποία εμπλέκεται σε ποικίλες φλεγμονώδεις καταστάσεις. Διεγείρει την ανάπτυξη των ινοβλαστών, αυξάνει τη σύνθεση και εναπόθεση του κολλαγόνου και μειώνει την αποικοδόμησή του. Απαντάται σε αυξημένα επίπεδα στο ρινικό πολύποδα και θεωρείται σημαντικός παθαγενετικός παράγοντας μέσω της επαγωγής του σχηματισμού των πλασμοκυττάρων και της σύνθεσης συστατικών του στρώματος, και της προαγωγής της σύνθεσης και εναπόθεσης κολλαγόνου και της ανάπλασης ιστού. Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι η μελέτη της συμβολής του MIF και του TGF-β1 στη παραγωγή της IL-6 από ινοβλάστες ρινικού πολύποδα, των σηματοδοτικών μονοπατιών που εμπλέκονται, και η διερεύνηση της πιθανής συνεργειακής δράσης τους στην έκφραση της κυτταροκίνης. Τόσο ο TGF-β1 (0,01-1 ng/ml) όσο και ο MIF (1-100 ng/ml) προκάλεσαν διέγερση της έκφραση της IL-6 σε ινοβλάστες ρινικού πολύποδα κατά δοσοεξαρτώμενο τρόπο, η οποία κατεστάλλει σημαντικά από αναστολέις των ΜΑΡ κινασών και της ΡΙ-3 κινάσης. Ο TGF-β1 (1 ng/ml) προκάλεσε επίσης χρονοεξαρτώμενη αύξηση στα επίπεδα της IL-6 γιά χρόνο επώασης μέχρι 2 ώρες, τα οποιά έμεινα σταθερά στη συνέχεια μέχρι τις 72 ώρες επώασης, επαγωγή της παραγωγής ενδοκυτταρικών ενεργών ειδών οξυγόνου (ROS) με μέγιστο σε δύο χρόνους επώασης 20 και 180 λεπτά, και ενεργοποίηση των ERK κινασών από 15-60 λεπτά επώασης, με μέγιστη ενεργοποίηση στα 30 λεπτά, και στη συνέχεια πτώση στα επίπεδα του μάρτυρα. Ενώ ο MIF σε συγκέντρωση 1-100 ng/ml προκάλεσε μικρή μείωση στην έκφραση της φωσφατάσης-1 των ΜΑΡΚ (ΜΚΡ-1), ο TGF-β1 αντίθετα, σε συγκέντρωση 1 ng/ml προκάλεσε αύξηση στην έκφραση της ΜΚΡ-1 σε δύο χρόνους επώασης 0,5 και 24 ώρες. Μετά από επώαση των ινοβλαστών ρινικού πολύποδα παρουσία TGF-β1 (1 ng/ml) και MIF (100 ng/ml) μαζί, δεν παρατηρήθηκε συνεργειακή επίδραση στην έκφραση της IL-6. Ενώ τόσο ο TGF-β1 όσο και ο MIF προκάλεσαν διέγερση στην έκφραση της IL-6 από ινοβλάστες πνεύμονα, δεν παρατηρήθηκε και πάλι συνεργειακή επίδρασή τους στην έκφραση της κυτταροκίνης αυτής. Συμπερασματικά, φαίνεται ότι ο MIF, ενώ ανταγωνίζεται την κατασταλτική επίδραση των γλυκοκορτικοειδών στην έκφραση της IL-6 μέσω της ρύθμισης των επιπέδων της ΜΚΡ-1, δεν έχει την ίδια επίδραση στην έκφραση της IL-6 από τον TGF-β1, μέσω ρύθμισης της έκφρασης της φωσφατάσης αυτής. Από την άλλη μεριά η επαγωγή της έκφρασης της ΜΚΡ-1 από τον TGF-β1 φαίνεται να μην επηρεάζει την παραγωγή της IL-6 για μικρούς χρόνους επώασης, μέχρι 2 ώρες, πιθανόν λόγω της ανασταλτικής επίδρασης των ROS, που επάγονται από τον TGF-β1, στη δράση της ΜΚΡ-1, ενώ την επηρεάζει για μεγάλους χρόνους επώασης , εξ ού και τα σταθερά επίπεδα της IL-6 μέχρι και 72 ώρες επώασης. / Nasal polyp (NP) is a chronic inflammatory condition of nasal mucosa, characterized by infiltration of inflammatory cells such as eosinophils, lymphocytes and plasma cells, alterations in epithelial differentiation and tissue reconstruction, involving hyperplasia of basal membrane, accumulation of extracellular material and edema. Macrophage migration inhibitory factor (MIF) is a unique cytokine, the role of which in chronic inflammatory and autoimmune diseases and septic shock pathogenesis is very important. MIF is produced by activated T-lymphocytes, macrophages and a plethora of other cells. MIF appears to antagonize the suppressive effect of glucocorticoids as well as induce the expression of IL-6 in multiple cells. High levels of MIF are detected in nasal polyps. Transforming growth factor- β1 (TGF-β1) is an anti-inflammatory factor antagonizing the positive effect of IL-1β and TNF-α on the expression of MMP-1 and MMP-3, TGF-β1 also stimulates the expression of TIMP-1, collagen type I and IL-6; because of these effects, TGF-β1 is involved in the process of fibrosis. TGF-β1 levels in nasal polyps are significantly elevated. IL-6 is a cytokine participating in Th2 response and consequently is involved in a subset of inflammatory reactions. IL-6 stimulates the growth of fibroblasts, increases the production and deposition of collagen and it decreases its degradation. IL-6 is found in nasal polyps at elevated levels and it is thought to be an important pathogenic factor acting mainly in tissue reconstruction, stimulation of plasma cell differentiation, production of stromal material, promotion of collagen synthesis and deposition. The purpose of this paper is to study the effect of MIF and TGF-β1 in IL-6 production by fibroblasts isolated from nasal polyps, dissect the signaling pathways involved, and investigate their synergistic effect on the production of IL-6. Both TGF-β1 (0, 01-1 ng/ml) and MIF (1-100 ng/ml) induced IL-6 expression in nasal polyp fibroblasts in a dose-dependent manner. This effect was significantly suppressed by inhibitors of MAP and PI-3 kinase pathways. TGF-β1 (1 ng/ml) also induced IL-6 expression within 2 hours of administration. Elevated IL-6 levels remained unchanged for 72h further. TGF-β1 also promoted the production of intracellular reactive oxygen species (ROS), which peaked in 20 and 180 minutes and the activation of ERK kinase, peaked in 30 minutes. While MIF, at a concentration of 1-100 ng/ml, caused a slight decrease in the expression of phospatase-1 of MAPK (MKP-1), TGF-β1, at a concentration of 1 ng/ml, increased the expression of MKP-1. No synergistic effect on IL-6 expression was detected after incubating nasal polyp and lung fibroblasts together with TGF-β1 (1 ng/ml) and MIF (100 ng/ml). In conclusion, while MIF antagonizes the suppressive effect of glucocorticoids on the expression of IL-6 by regulating the levels of MKP-1, it fails to antagonize the TGF-β1 inducing effect on IL-6 via MKP-1. The induction of MKP-1expression by TGF-β1 is not affecting the production of IL-6 after short incubation periods; this effect can be explained by the inhibitory effect of TGF-β1 induced ROS on MKP-1. After prolong incubation with TGF-β1 (up to 72 hours), IL-6 levels remain elevated.
5

Θεραπευτικές παρεμβάσεις στη μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα και εκτίμηση της αποτελεσματικότητάς τους με βάση δείκτες εξέλιξης της νόσου / Treatment regimens for membranous glomerulonephritis and evaluation of their effectiveness according to disease progression indicators

Κουτρούλια, Ελένη 30 March 2015 (has links)
Η Ιδιοπαθής Μεμβρανώδης Σπειραματονεφρίτιδα (ΙΜΣ) ή νεφροπάθεια, η πιο συχνή αιτία νεφρωσικού συνδρόμου στους ενήλικες, συνήθως αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση κορτικοειδών και κυτταροτοξικών φαρμάκων ή κυκλοσπορίνης (cyclosporine-A, CsA). Σκοπός της μελέτης ήταν η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της μακροχρόνιας χορήγησης CsA στην πρόκληση ύφεσης του νεφρωσικού συνδρόμου και των ιστολογικών αλλοιώσεων σε επαναληπτικές βιοψίες νεφρού μετά τη χορήγηση του δυνητικά νεφροτοξικού αυτού φαρμάκου. Επιπλέον, εκτιμήθηκε η αποτελεσματικότητα του Mycophenolate Mofetil (MMF) ως σχήματος θεραπείας της ΙΜΣ σε μικρό αριθμό ασθενών και η προγνωστική αξία των επιπέδων του αυξητικού παράγοντα TGF-β1 στα ούρα και στο πλάσμα ως δεικτών εξέλιξης της νόσου. Μελετήθηκαν 32 ασθενείς με ΙΜΣ οι οποίοι εμφάνιζαν νεφρωσικό σύνδρομο και είχαν ικανοποιητική νεφρική λειτουργία κατά τη διάγνωση της νόσου και στους οποίους χορηγήθηκε συνδυασμός πρεδνιζολόνης και CsA. Παρατηρήθηκε πλήρης ύφεση του νεφρωσικού συνδρόμου σε 18 (56%) και μερική ύφεση σε 10 ασθενείς (31%) μετά από 12 μήνες θεραπείας (συνολικά στο 87% των ασθενών). Επεισόδια υποτροπών παρατηρήθηκαν στο 39% και 60% των ασθενών με πλήρη ή μερική ύφεση αντίστοιχα, και πολλαπλές υποτροπές στο 25% των ασθενών, οι οποίοι παρουσίασαν βαθμιαία μείωση της απαντητικότητας στη CsA και επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας. Επαναληπτική βιοψία νεφρού έγινε σε 18 ασθενείς με ύφεση του νεφρωσικού συνδρόμου μετά από 24 μήνες θεραπείας για να εκτιμηθεί η δραστηριότητα της νόσου και οι πιθανές ιστολογικές αλλοιώσεις σε πλαίσια τοξικότητας από κυκλοσπορίνη. Στις επαναληπτικές βιοψίες παρατηρήθηκαν: εξέλιξη του σταδίου της νόσου, επιδείνωση της σπειραματοσκλήρυνσης και της διαμεσοσωληναριακής βλάβης στο 60% των ασθενών. Δεν παρατηρήθηκαν χαρακτηριστικές αλλοιώσεις νεφροτοξικότητας από την κυκλοσπορίνη. Η βαρύτητα των ιστολογικών αλλαγών συσχετίστηκε με το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από την πρώτη βιοψία νεφρού (r = 0.452, p < 0.05) και θεωρήθηκε ως φυσική εξέλιξη της νόσου. Ικανοποιητικά αποτελέσματα διαπιστώθηκαν από τη χορήγηση Mycophenolate Mofetil σε 6 ασθενείς με ΙΜΣ, στους οποίους το MMF χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με μικρή δόση πρεδνιζολόνης, είτε λόγω ανθεκτικότητας του νεφρωσικού συνδρόμου στην CsA, είτε ως αρχική θεραπεία σε περιπτώσεις αντένδειξης στην χορήγηση CsA. Ύφεση του νεφρωσικού συνδρόμου παρατηρήθηκε σε 4 από τους 6 ασθενείς. Τα επίπεδα του TGF-β1 στα ούρα ασθενών με ΙΜΣ και λευκωματουρία ήταν σημαντικά υψηλότερα συγκριτικά με αυτά υγιών εθελοντών και ασθενών με άλλες σπειραματοπάθειες που δεν παρουσίαζαν λευκωματουρία και μειώθηκαν σημαντικά μετά από χορήγηση κορτικοειδών και κυκλοσπορίνης. Η συγκέντρωση του TGF-β1 στο πλάσμα δε διέφερε σημαντικά μεταξύ υγιών εθελοντών και ασθενών με ΙΜΣ και νεφρωσικό σύνδρομο, καθώς και μεταξύ ασθενών με ή χωρίς ύφεση της λευκωματουρίας μετά από τη θεραπευτική αγωγή. / Idiopathic membranous nephropathy (IMN), the most common cause of nephrotic syndrome in adults, is usually treated with a combination of corticosteroids with cytotoxic drugs or cyclosporin A (CsA). The aim of this study was the estimation of the effectiveness of long-term use of CsA in the remission and relapse rate of nephrotic syndrome along with histological changes in repeat renal biopsies after treatment with this potentially nephrotoxic drug, and the evaluation of Mycophenolate Mofetil (MMF) as a treatment regimen for IMN. In addition, urinary and plasma TGF-β1 levels were evaluated as markers of progression of kidney disease. Thirty-two nephrotic patients with well-preserved renal function treated by prednisolone and CsA were studied. Complete remission of nephrotic syndrome was observed in 18 (56%) and partial remission in 10 patients (31%) after 12 months of treatment (total 87%). Relapses were observed in 39% and 60% of patients with complete and partial remission, respectively, and multiple relapses in 25% of patients, who showed gradual unresponsiveness to CsA and decline of renal function. A repeat biopsy was performed in 18 patients with remission of nephrotic syndrome, after 24 months of treatment, to estimate the activity of the disease and features of CsA toxicity. Progression of the stage of the disease, more severe glomerulosclerosis and tubulointerstitial injury were recognized in 60% of patients in repeat renal biopsies. Features of CsA nephrotoxicity were not observed. The severity of histological changes was related to the time elapsed from the first biopsy (r = 0.452, P < 0.05). MMF was proved effective in a small number of nephrotic patients with IMN and well-preserved renal function. MMF in combination with small dose of prednisolone was given in 6 patients with either persistent nephrotic syndrome to CsA or as initial therapy because of contraindication to CsA administration. Remission of nephrotic syndrome was observed in 4 out of 6 MMF treated patients. Urinary and plasma TGF-β1 levels were examined as markers of progression of the disease. TGF-β1 levels in the urine of patients with proteinuria were significantly higher compared with those of healthy individuals and patients with other types of nephropathy without proteinuria. Furthermore, urinary TGF-β1 of nephrotic patients with membranous nephropathy significantly reduced after treatment with CsA and corticosteroids. Plasma TGF-β1 levels showed no difference between patients and healthy subjects as well as between patients with and without remission of proteinuria after treatment.

Page generated in 0.0338 seconds