• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • Tagged with
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Συλλογικές διαπραγματεύσεις

Χειλά, Ευσταθία 11 June 2012 (has links)
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να παρουσιάσει το θεωρητικό πλαίσιο, που έχει αναπτυχθεί για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Επίσης, παρουσιάζει τις διεθνείς εμπειρικές ενδείξεις, αναφορικά με τις επιδράσεις των διαφόρων διαπραγματευτικών παραμέτρων, στα μακροοικονομικά και μικροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας. Παρουσιάζεται, τέλος, το θεσμικό πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που επικρατεί σε διάφορες χώρες του ΟΟΣΑ, εστιάζοντας, με μια λεπτομερέστερη προσέγγιση, στην περίπτωση της Ελλάδας. Τα βασικά συμπεράσματα είναι ότι, η υψηλή συνδικαλιστική πυκνότητα, η υψηλή διαπραγματευτική κάλυψη και ο υψηλός βαθμός συντονισμού/ συγκέντρωση μειώνουν τις μισθολογικές ανισότητες. Η υψηλή πυκνότητα και διαπραγματευτική κάλυψη, από την άλλη, αυξάνουν την ανεργία, ενώ ο συντονισμός την μειώνει. Στις Αγγλοσαξονικές χώρες επικρατεί καθεστώς επιχειρησιακών διαπραγματεύσεων ενώ, στις χώρες της Ηπειρωτικής Ευρώπης, πιο συγκεντρωτικά καθεστώτα. Στην Ελλάδα, υπάρχει υψηλός βαθμός συγκέντρωσης, και οι τελευταίες κρατικές παρεμβάσεις οδήγησαν σε ευκαμψία μισθών προς τα κάτω. / -
2

Θεσμικό πλαίσιο και τεχνολογική ανάπτυξη : BRICs & οικονομία της γνώσης

Ηλιόπουλος, Δημήτριος 08 May 2012 (has links)
Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η προσπάθεια των αναπτυσσόμενων χωρών του συνόλου BRIC, στην πορεία μετάβασής τους προς τις «Οικονομίες της Γνώσης». Πρόκειται για τέσσερις από τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, που στο μέλλον αναμένεται να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στις παγκόσμια οικονομική σκηνή. Οι αγορές όλων τους είναι υπερμεγέθεις, με την μεγαλύτερη από αυτές την Κίνα, να απαριθμεί 1,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους και να έχει γεωγραφικά διαμερίσματα με πληθυσμό μεγαλύτερο ακόμα και από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες. Η αξιολόγηση των χωρών έγινε στην βάση των τεσσάρων πυλώνων των «Οικονομιών της Γνώσης»: i) Πληθυσμός με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ικανότητες, που θα αξιοποιήσει παραγωγικά και θα εξελίξει τη Γνώση, ii) αποτελεσματικό σύστημα καινοτομιών, που θα αποτελέσει την υποδομή για τον σχηματισμό ενός δικτύου φορέων Ε&Α, iii) υποδομή δυναμικής πληροφόρησης, που θα διευκολύνει αποτελεσματικά την ενημέρωση και διάδοση της Γνώσης και iv) οικονομικό και οργανωσιακό καθεστώς, που θα παρέχει τα απαραίτητα κίνητρα για τη δημιουργία, ανάπτυξη και αποτελεσματική χρήση της Γνώσης. Μέσα από την μεταξύ τους σύγκριση συναντήσαμε σημαντικές διαφορές σε πολλά από τα στοιχεία που απαρτίζουν τον κάθε πυλώνα. Κάθε μία, όμως, από τις χώρες BRIC κατόρθωσε να παρουσιάσει σημεία σημαντικής προόδου. Αποδείχτηκε, πως μολονότι αξιοποιούνται διαφορετικά μέσα και δοκιμάζονται εναλλακτικές προσεγγίσεις, ο δρόμος για την ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών BRIC είναι κοινός. Αυτός της Οικονομίας της Γνώσης. Ολοκληρώνοντας την ανάλυση, διαπιστώνεται ότι πολλά από τα συμπεράσματα της μελέτης θα μπορούσαν να έχουν γενικότερη εφαρμογή, πλαισιώνοντας έναν μεγαλύτερο αριθμό αναπτυσσόμενων ή ακόμα και ανεπτυγμένων χωρών. Με την κατάλληλη προσαρμογή στις κοινωνικές, θεσμικές και οικονομικές συνθήκες της κάθε χώρας, τα συμπεράσματα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον δεκάλογο της επιτυχούς μετάβασης μιας χώρας σε μία Οικονομία που βασίζεται στη Γνώση / This study evaluated the efforts of the "BRIC" developing economies, in their transition towards a "knowledge-based economy". The evaluation was based on the four pillars of the "knowledge-based economy»: i) Population with higher education and skills for the creation and development of knowledge, ii) an effective innovation system and an efficient R&D network, iii) a dynamic information infrastructure that will facilitate information and knowledge dissemination effectively and iv) an economic and organizational regime, which will provide the necessary incentives for the creation, development and effective use of knowledge. Through the comparison between them, significant differences emerge in many of the elements that comprise each pillar. However, each one of the BRIC countries has shown signs of significant progress. Despite all differences in their approaches, we have seen that the road to development runs through a knowledge-based economy. Many of the conclusions of this study could have broader applications to a larger number of developing or even developed countries. With the proper adaptation to social, institutional and economic conditions of each country, these findings could form the decalogue of a country's successful transition to knowledge-based economy.
3

Δοκίμια για το θεσμικό πλαίσιο και τη δομή των μισθών στην ελληνική αγορά εργασίας

Λαλιώτης, Ιωάννης 27 May 2014 (has links)
Στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση της δομής των μισθών και των μισθολογικών διαφορών στην Ελληνική αγορά εργασίας, δεδομένων ορισμένων χαρακτηριστικών της, ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται με το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και ρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις. Η διδακτορική διατριβή αποτελείται από τέσσερις ξεχωριστές μελέτες, ωστόσο τα ευρήματα και συμπεράσματα της κάθε μίας έχουν γενικότερη εφαρμογή και ερμηνεία. Το πρώτο μέρος της διδακτορικής διατριβής ερευνά τις μισθολογικές διαφορές που οφείλονται στο μέγεθος των επιχειρήσεων, όπως αυτό μετράται από τον συνολικό αριθμό των εργαζόμενων σε αυτές. Οι εκτιμήσεις πραγματοποιούνται μέσω της χρήσης διαστρωματικών ενοποιημένων δεδομένων εργαζόμενων-εργοδοτών. Τα αποτελέσματα των οικονομετρικών εκτιμήσεων υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός μισθολογικού πλεονεκτήματος υπέρ των εργαζόμενων σε επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους, το μέγεθος του οποίου είναι ανάλογο με αντίστοιχα εκτιμημένα πλεονεκτήματα τα οποία αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία. Επίσης, εξετάζεται η εγκυρότητα διαφόρων πιθανών ερμηνειών που έχουν προταθεί στην σχετική βιβλιογραφία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων, οι διαφορές σε ανθρώπινο κεφάλαιο, η ύπαρξη ανταποδοτικών αμοιβών, οι μισθοί αποδοτικότητας και η λειτουργία εσωτερικών αγορών εργασίας είναι παράγοντες ικανοί να ερμηνεύσουν το μεγαλύτερο μέρος του μισθολογικού πλεονεκτήματος υπέρ των εργαζόμενων σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Επίσης, τα αποτελέσματα των εκτιμήσεών υποδεικνύουν ότι το υπό εξέταση μισθολογικό πλεονέκτημα μεταβάλλεται, ανάλογα με τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας. Σκοπός του δεύτερου κεφαλαίου της παρούσας διδακτορικής διατριβής, είναι η διερεύνηση των επιπτώσεων της σύναψης επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας στη δομή των μισθών στην αγορά εργασίας. Για τους σκοπούς της ανάλυσης χρησιμοποιούνται ενοποιημένα στοιχεία εργαζόμενων-εργοδοτών για το έτος 2006, εκτιμήσεις μη δεσμευμένων ποσοστημορίων καθώς και οι σχετικές μέθοδοι διαχωρισμού επιδράσεων. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός μισθολογικού πλεονεκτήματος υπέρ των εργαζόμενων που καλύπτονται από επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, το οποίο ακολουθεί μια κοίλη τάση κατά μήκος κατανομής των ατομικών αμοιβών. Επιπλέον, οι μισθολογικές διαφορές μεταξύ των εργαζόμενων που καλύπτονται από επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις και εκείνων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις που υπογράφονται σε πιο κεντρικά επίπεδα διαπραγμάτευσης, οφείλονται σε διαφορές στον τρόπο συλλογικής διαπραγμάτευσης για όσους βρίσκονται στο αριστερό ήμισυ της συνολικής κατανομής των ατομικών αμοιβών, ενώ για όσους βρίσκονται στο δεξί ήμισυ της κατανομής, το μεγαλύτερο μέρος των μισθολογικών διαφορών εξηγείται από διαφορές στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων. Το τρίτο μέρος της διδακτορικής διατριβής ερευνά την ύπαρξη μιας καμπύλης μισθών στην Ελληνική αγορά εργασίας χρησιμοποιώντας μικροοικονομικά δεδομένα για την περίοδο 2001-2012.Τα εκτιμημένα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι ο “εμπειρικός νόμος της Οικονομικής Επιστήμης” σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει μια βραχυχρόνια αρνητική σχέση μεταξύ ατομικών αμοιβών και τρέχουσας περιφερειακής ανεργίας, μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο για την περίοδο μετά το 2010, όπου μια σειρά δημοσιονομικών μέτρων και μεταρρυθμίσεων του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων έλαβαν μέρος, με στόχο τη μείωση του μισθολογικού κόστους και την αύξηση του βαθμού ευελιξίας της αγοράς εργασίας. Πριν το 2010, δεν ήταν δυνατός ο προσδιορισμός μιας συστηματικής σχέσης μεταξύ ατομικών αμοιβών και περιφερειακής ανεργίας. Η ανυπαρξία μιας τέτοιας σχέσης, μπορεί να αποδοθεί κυρίως σε θεσμικές δυσκαμψίες οι οποίες απαγόρευαν τις μισθολογικές προσαρμογές προς τα κάτω. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η ύπαρξη καμπύλης μισθών πριν το 2010, δεν επιβεβαιώνεται ανεξάρτητα από το επίπεδο των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο οποίο προσδιορίζονται οι αμοιβές στην Ελληνική αγορά εργασίας. Τέλος, το τέταρτο μέρος της παρούσας διδακτορικής διατριβής πραγματοποιεί την πρώτη αποτίμηση μιας πρόσφατης θεσμικής μεταρρύθμισης στην Ελληνική αγορά εργασίας. Σκοπός της μεταρρύθμισης αυτής είναι η αποκέντρωση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων έτσι ώστε να διευκολύνεται η προσαρμογή των μισθών στα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων και στις επικρατούσες συνθήκες στην αγορά εργασίας. Για τους σκοπούς αυτής της μελέτης, αναπτύχθηκε μια μοναδική βάση δεδομένων αποτελούμενη από πληροφορίες που προέρχονται από το σύνολο των επιχειρησιακών συμβάσεων που υπογράφηκαν στην ελληνική αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια. Τα αποτελέσματα μιας σειράς εκτιμήσεων υποδειγμάτων περιορισμένων εξαρτημένων μεταβλητών υποδεικνύουν ότι η εισαγωγή της νέας εργασιακής νομοθεσίας επηρεάζει σημαντικά την πιθανότητα τα διαπραγματευόμενα μέρη να συμφωνήσουν σε προς τα κάτω μισθολογική προσαρμογή, ειδικά στο επίπεδο του κατώτατου μισθού που περιγράφεται στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ενώ οι τρέχουσες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας είναι επίσης σημαντικοί προσδιοριστικοί παράγοντες των συμφωνηθεισών μισθολογικών προσαρμογών. / The purpose of this doctoral thesis, is the investigation of the wage structure and the wage differentials in the Greek labour market, given some specific characteristics, especially those pertaining to the institutional framework which underlies it and governs the labour relations. This thesis consists of four distinct essays, however, their findings and conclusions can be more generally applied. The first part of this doctoral thesis examines the establishment size-wage premium in Greece using a matched employer-employee dataset. The results of the econometric estimation suggest that such a premium is also present in the Greek market sector and its magnitude is in line with those reported in other economies. The validity of various explanations of the size-wage premium, put forward in the pertinent economics literature, is also tested. This exercise suggests that in the Greek case, human capital, compensating wage differentials, incentive payment schemes and internal labor markets are primarily responsible for its presence. Lastly, the analysis reveals that the premium is sector-specific. The second part of this doctoral thesis analyzes the effect of firm-level contracting on the wage structure in the Greek private sector. Using a matched employer–employee dataset for 2006, unconditional quantile regressions and relevant decomposition methods, leads to the identification of a wage premium associated with firm-level contracting, which follows a hump-shaped profile across the wage distribution. Furthermore, the wage differential between workers under firm-level and broader-level collective agreements can be primarily attributed to differences in the regime-specific wage setting structure, for those below the median of the unconditional wage distribution, and to differences in worker and firm-specific characteristics for those in the upper tail. The third part of this doctoral thesis investigates the existence of a wage curve in Greece using microdata for the period 2001-2012. According to the estimated results, the implied by the “empirical law of Economics” short-run negative relationship between regional unemployment and wage levels can be only identified for the period after 2010 where, due to the increasing unemployment rate, a series of fiscal cuts and reforms of the collective bargaining system were imposed in order to reduce the labour cost in the private sector of the economy. Regarding the period before this structural break, a systematic relationship between regional unemployment and individual wage levels could not be identified. This finding can be mainly attributed to institutional rigidities which prevented downward wage flexibility, since a wage curve could not be established at any level of collective bargaining either. Finally, the fourth part of this doctoral thesis uses a unique dataset developed from official firm-level collective agreements signed during the period 2009-2012 to perform a first evaluation of a recent institutional reform which decentralized the highly regulated Greek labour relations framework in order to facilitate wage adjustments to firm-specific and prevailing labour market conditions. The estimated results from a series of limited dependent variable models indicate that the new labour law affects significantly the probability of a bargained downward wage adjustment, especially to the national minimum level, while the prevailing labour market conditions are also important determinants of the bargained wage cuts.

Page generated in 0.039 seconds