Spelling suggestions: "subject:"καινοτομία"" "subject:"καινοτομίας""
1 |
Παράγοντες που επηρεάζουν την καινοτομική δράση των περιφερειώνΓκαβογιάννη, Γεωργία 22 September 2009 (has links)
Στην παρούσα εργασία διερευνάται η επίδραση της μεταβολής των παραγόντων που αλληλεπιδρούν σε ένα Σύστημα Περιφερειακής Καινοτομίας (Regional Innovation System, RIS) εφαρμόζοντας ανάλυση με χρήση Bayesian Networks. Από την ανάλυση, η οποία διαχειρίζεται την εγγενή πολυπλοκότητα και αβεβαιότητα του συστήματος, προκύπτουν συμπεράσματα για την ευαισθησία της επίδοσης ως προς την καινοτομία των περιοχών στη μεταβολή κάποιων παραγόντων, όπως επίσης και για την κατεύθυνση και την έκταση της διάχυσης της επιρροής λόγω μεταβολής σε κάποιο μεμονωμένο παράγοντα. / -
|
2 |
Διεθνοποίηση καινοτόμων μικρομεσαίων επιχειρήσεωνΚαραμούζη, Αθανασία 08 May 2012 (has links)
Η παγκόσμια ολοκλήρωση αλλάζει το ανταγωνιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο όλες οι επιχειρήσεις λειτουργούν απαιτώντας μια διεθνή στρατηγική επέκτασης που επιδρά θετικά στην μακροχρόνια ανάπτυξη και την επιβίωση των επιχειρήσεων. Σήμερα, ο κλάδος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχει καταστεί ακόμα πιο σημαντικός καθώς οι ΜΜΕ έχουν αποκτήσει μια κυρίαρχη δύναμη που επιδρά θετικά στην ανάπτυξη των οικονομιών.
H εισαγωγή νέων τεχνολογικών μεθόδων στις παραγωγικές διαδικασίες, η δημιουργία νέων εξελιγμένων προϊόντων που καλύπτουν ολοένα και πιο εξειδικευμένες ανάγκες, η υιοθέτηση ευέλικτων οργανωτικών δομών αποτελούν ισχυρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, καθιστώντας τις ΜΜΕ αναμφισβήτητα ισχυρές στην διεθνή αρένα έχοντας να επιδείξουν ολοένα και πιο βελτιωμένα οικονομικά στοιχεία με τα μερίδια των αγορών τους να παρουσιάζουν αυξητική τάση.
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθούν οι δυο σχέσεις αφενός της καινοτομίας και της διεθνοποίησης και αφετέρου της διεθνοποίησης και της αποδοτικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αντικείμενο της εν λόγω μελέτης είναι η αιτιολογική φύση που παρουσιάζουν οι δυο σχέσεις καθώς εξετάζεται το κατά πόσο η καινοτομία ως αιτία έχει αποτέλεσμα την διεθνοποίηση και ταυτόχρονα η διεθνοποίηση των επιχειρήσεων έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη απόδοση των επιχειρήσεων. Πιο αναλυτικά, σε πρώτο πλάνο στο επίκεντρο της μελέτης τέθηκε το κατά πόσον αφενός η εισαγωγή καινοτομίας και οι επενδύσεις σε καινοτομικές δραστηριότητες και Ε&Α έχουν επίδραση στην στρατηγική εξάπλωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές. Παράλληλα, σε δεύτερο πλάνο τέθηκε το κατά πόσον η εξάπλωση σε διεθνείς αγορές με τις διάφορες μορφές διείσδυσης(που αντικατοπτρίζουν και το βαθμό διεθνοποίησης) και η αύξηση των εξαγωγών οδηγούν στην αποδοτικότητα των επιχειρήσεων, στην βελτίωση της οικονομικής τους θέσης και στην μείωση του παραγωγικού κόστους.
Η ερευνητική μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στην παρούσα διπλωματική εργασία είναι η ανάλυση μελετών περίπτωσης σε μια ομάδα 6 καινοτόμων μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο νομό Αχαΐας που αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της περιοχής ως προς τον βαθμό καινοτομικότητας τους σε επίπεδο προϊόντος, παραγωγικών διαδικασιών και οργανωτικής δομής και έχουν διακριθεί και αναγνωριστεί όχι μόνο σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο για τις οριακές αλλά κυρίως τις ριζικές καινοτομίες που παρουσιάζουν. Η συγκεκριμένη ερευνητική προσέγγιση επέτρεψε την εις βάθος κατανόηση του επιπέδου καινοτομίας στο οποίο έχει φτάσει η κάθε μια επιχείρηση ενώ στο πλαίσιο της πραγματοποιείται μια πλήρης ανάλυση του ιστορικού της κάθε μιας επιχείρησης, του εταιρικού επιπέδου στρατηγικής της επιχείρησης, η καταγραφή και ανάλυση των πληροφοριών για το εξωτερικό της περιβάλλον και ειδικά για το διεθνές περιβάλλον των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται. Στο πλαίσιο αυτό μελετώνται και αναλύονται τα κίνητρα, οι προσδοκίες και οι ευκαιρίες στις οποίες αποβλέπουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του νομού καθώς και τα εμπόδια που καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν όσον αφορά την εξάπλωση τους στις διεθνείς αγορές και το βαθμό επιρροής τους που ασκούν στην στρατηγική διεθνοποίησης τους.
Τα αποτελέσματα της έρευνας σε γενικό πλαίσιο έδειξαν στο αντιπροσωπευτικό αυτό δείγμα των επιχειρήσεων ότι η εισαγωγή καινοτομιών και η δαπάνες για E&Α έχουν αντίκτυπο στην στρατηγική επέκτασης των επιχειρήσεων και μάλιστα θετικό ταυτόχρονα η αύξηση των εξαγωγών κι η διεύρυνση των μεθόδων διείσδυσης στις ξένες αγορές έχει θετική επίδραση στην αποδοτικότητα των επιχειρήσεων και την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα της εφαρμογής της καινοτομίας έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της γκάμας των αγαθών, την βελτίωση της ευελιξίας της παραγωγικής διαδικασίας και σε αρκετά σημαντικό βαθμό την μείωση του παραγωγικού κόστους. Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι κάθε μια επιχείρηση παρουσιάζει τις δικές τις ιδιαιτερότητες ως προς τα αποτελέσματα που αποδίδονται σε ενδο-επιχειρησιακούς και εξω-επιχειρησιακούς παραμέτρους. / -
|
3 |
Οι εκπαιδευτικοί και η πρόκληση της καινοτομίας : η περίπτωση της διαθεματικότητας / Educators and the innovation : the example of interdisciplinarityΘεοδωρόπουλος, Νικόλαος 01 October 2012 (has links)
Η εργασία έχει ως θέμα τους εκπαιδευτικούς και την πρόκληση της καινοτομίας, με έμφαση στην περίπτωση της διαθεματικότητας. Σκοπός ήταν η ανάδειξη της σημασίας της εισαγωγής καινοτομιών στο ελληνικό δημοτικό σχολείο.
Μέσα από την έρευνα, μελετάμε τις απόψεις των εκπαιδευτικών σχετικά με την διαδικασία εισαγωγής καινοτομιών στο σχολείο και επιχειρούμε αναδείξουμε τη σημασία της. Εξετάζουμε τις πεποιθήσεις των εκπαιδευτικών του Ν.Ηλείας σχετικά με την έννοια της καινοτομίας όπως την αντιλαμβάνονται αυτοί ως άμεσα εμπλεκόμενοι με τη διαδικασία της μάθησης. Παράλληλα διερευνώνται οι παράγοντες που επηρεάζουν την εισαγωγή καινοτομιών στο σχολείο μέσω του παραδείγματος της διαθεματικής προσέγγισης της γνώσης καθώς και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται κατά τη διδασκαλία ενός διαθεματικού προγράμματος.
Η μελέτη αυτή δεν θα είχε ολοκληρωθεί χωρίς τη συμπαράσταση, την υποστήριξη και την ενθάρρυνση του επιβλέποντος καθηγητή κ.Παντελή Κυπριανού, ο οποίος με τις συμβουλές και την καθοδήγησή του διευκόλυνε την ολοκλήρωσή της. Τον ευχαριστώ θερμά.
Επίσης, ευχαριστίες οφείλω σε όλους τους διευθυντές και εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν και βοήθησαν στην ερευνητική διαδικασία. / This paper aims at highlighting the importance of introducing innovations in elementary school.
The starting point for dealing with my issue was my personal contact with innovative activities as a practicing teacher. The trigger was my involvement in various individual small innovative school programs.
The so far failed reforms with regard to achieving the much desired improvement of the educational system raises the requirement for a gradual change of schools aiming at improving their structure, organization and operation. Both the flexibility and adaptability of innovation to the needs of each school make it an effective means to achieve improvement. However, through my experience I believe that the presence of complex problems hinder the success and reduce the effectiveness of innovation moving away from the goal.
Sample of the research was consisted of 129 primary school teachers in the prefecture of Ilia and as a means of data collection used a questionnaire including (6) recordings of the profile questions of teachers and (24) total questions and sub-questions relating to the research questions of the study. The questionnaire emerged from initial interviews held with some teachers as well as pilot in (19) teachers in order to test both the validity of the content and the structure of its questions.
In this study we investigated the following research questions:
• What are the opinions of teachers on the content of the term "innovation" and which features do they attach to this?
• Which factors according to their teachers affect the introduction of innovations in school?
• What are the perceptions of teachers for Interdisciplinary innovation and which methods and techniques do they use in teaching in an interdisciplinary program implementation?
Finally given the analyses that include the comparison of answers between men and women, as well as the conclusions from the research in the schools and proposals for further research.
|
4 |
Διερεύνηση της καινοτομικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα. Σύγκριση με διεθνή στοιχεία / Investigation of innovative entrepreneurship in Greece. Comparison with international dataΚαρτσακλής, Δημήτριος 07 July 2015 (has links)
Από τη στιγμή που η καινοτομία παίζει ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον, είναι αναγκαία η κατανόηση όχι μόνο των παραγόντων που την προωθούν αλλά και της διαδικασίας ανάπτυξης και διάχυσης της στην αγορά. Η μελέτη της καινοτομικής διαδικασίας αποτελεί αντικείμενο έρευνας, τόσο σε εθνικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο, εδώ και πολλά χρόνια. Έτσι λοιπόν έχοντας λάβει υπόψη τα παραπάνω θα εκτιμήσουμε και με την βοήθεια δεικτών τον αντίκτυπο της καινοτομικής διαδικασίας τόσο σε εθνικό όσο και στο ευρύτερο περιβάλλον της χώρας μας. / From the moment that innovation plays a crucial role in today's economic environment, It is necessary to understanding not only of the factors promoting it but also the development process and market diffusion. The study of the innovation process is investigated, both nationally and at the operational level, for many years. So considering the above will appreciate and with the help of indicators of the impact of innovative process both nationally and in the wider environment of our country.
|
5 |
Επιστήμη, τεχνολογία και καινοτομία : διαχείριση, οργάνωση και ταξινόμηση των δεδομένων της Ευρωπαϊκής καινοτομίας σε περιφερειακό επίπεδοΚωνσταντάτου Χονδρομάρα, Αγγελική 07 April 2011 (has links)
Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια διαχείρισης, οργάνωσης και ταξινόμησης των δεδομένων της Ευρωπαικής καινοτομίας σε περιφερειακό επίπεδο. / Management, organization and classification of European's innovation data in regional level.
|
6 |
A mathematical model for financial innovation : empirical evidence from financial markets / Ένα μαθηματικό υπόδειγμα για τη χρηματοοικονομική καινοτομία : εμπειρικά στοιχεία από τις χρηματοοικονομικές αγορέςΦίλιππας, Διονύσιος 03 October 2011 (has links)
Financial innovation is an important research topic modern economics. Financial innovation is an ongoing process where new financial products, services and procedures are created and it concerns important financial factors such as the regulatory restrictions, the relationship between financial innovation and the functionality of financial markets, the inefficiency of markets promoted by globalization and unexpected changes of economic status and financial intermediary.
The previous literature that deals with financial innovation is relatively constrained compared to the significance of the issue, which is a surprise considering the relative abundance of such research on other sectors of finance and economics.
The consequences of financial innovations concern the functional framework of capital markets, the microeconomic and the macroeconomic functional frameworks.
This thesis studies the influence of diffusion of financial innovation to market participants’ frictions and their values, through a theoretical, mathematical and empirical framework. We derive a novel measure of the influence of financial innovation to the market participants based on their correlation friction patterns. The main objective is to highlight a number of aspects and dimensions of this field.
In particularly, we aim to present: i) the theoretical framework on the role of financial innovation at the financial structure (the fundamental generating root causes and the effects on the function of financial markets, etc), and ii) the parameterization of the influence of financial innovation to market participants through a mathematical and econometric framework based on the participants’ minimum need for change, the diffusion rate and time parameter.
We undertake an extensive empirical analysis about the influence of introduction and diffusion of a financial innovation to market participants. The findings lead us to the conclusion that the parametric function, which is followed in order to show the influence of diffusion of financial innovation, has a statistically significant impact on returns and volatility of financial and economic indices. / Οι χρηματοοικονομικές καινοτομίες αποτελούν σήμερα ένα κρίσιμο πεδίο έρευνας στο οικονομικό γίγνεσθαι. Η χρηματοοικονομική καινοτομία είναι μια τρέχουσα διαδικασία ανάδειξης νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων/υπηρεσιών και διαδικασιών και αφορά βασικούς τομείς του χρηματοοικονομικού συστήματος όπως τους κανονιστικούς περιορισμούς που αντιμετωπίζει μια αγορά, τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών και τη διαχείριση κινδύνου, τις απροσδόκητες μεταβολές μεταβλητών και την χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση.
Η προηγούμενη βιβλιογραφία και εμπειρική έρευνα των τελευταίων ετών που αναφέρεται στη χρηματοοικονομική καινοτομία είναι σχετικά μικρή σε σχέση με τη σημαντικότητα του ζητήματος, κάτι που αποτελεί έκπληξη λαμβάνοντας υπόψη την σχετική αφθονία παρόμοιων μελετών για άλλους τομείς της χρηματοοικονομικής.
Οι συνέπειες των χρηματοοικονομικών καινοτομιών είναι σημαντικές και αφορούν το λειτουργικό πλαίσιο των αγορών, το μικροοικονομικό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων και το μακροοικονομικό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων και του κράτους.
Αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής είναι η επίδραση της διάχυσης μιας χρηματοοικονομικής καινοτομίας στη διαμόρφωση των χρηματοοικονομικών τριβών της αγοράς. Ο κύριος στόχος είναι να αναδείξουμε μια σειράς πτυχών και διαστάσεων αυτού του πεδίου και, κυρίως: i) το θεωρητικό πλαίσιο του ρόλου των χρηματοοικονομικών καινοτομιών στο χρηματοοικονομικό περιβάλλον (τα θεμελιώδη γενεσιουργά αίτια και τις βασικές επιπτώσεις στη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, κτλ) και, ii) την παραμετροποίηση της επίδρασης της χρηματοοικονομικής καινοτομίας στους συμμετέχοντες της αγοράς μέσα από ένα μαθηματικό και οικονομετρικό πλαίσιο βασισμένο στο ελάχιστο κατώτερο όριο ανάγκης για αλλαγή, στο ποσοστό διάχυσης, στις χρηματοοικονομικές τριβές μεταξύ των συμμετεχόντων της αγοράς και, του χρόνου.
Διεξάγοντας μια εκτεταμένη εμπειρική ανάλυση για την επίδραση της εισαγωγής και διάχυσης μιας χρηματοοικονομικής καινοτομίας στους συμμετέχοντες μιας αγοράς, τα ευρήματα της παρούσης διατριβής οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η παραμετρική απεικόνιση που ακολουθείται για να δείξει την επίδραση της διάχυσης της χρηματοοικονομικής καινοτομίας έχει μια στατιστικά σημαντική επίπτωση στις αποδόσεις και τη μεταβλητότητα χρηματοοικονομικών και οικονομικών δεικτών.
|
7 |
Οικονομική καινοτόμων τεχνολογιών και εφαρμογές στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας / Economic innovative technologies and applications in region of Western GreeceΑρβανίτη, Ελένη 10 October 2008 (has links)
Μέσα από τη συγκεκριμένη μεταπτυχιακή εργασία γίνεται μία προσπάθεια αποτύπωσης της υφιστάμενης κατάστασης που επικρατεί σε ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο σχετικά με τις καινοτόμες τεχνολογίες και έννοιες που είναι άμεσα συνδεδεμένες με αυτές.
Παρουσιάζονται οι κύριοι δείκτες καινοτομίας που αποτυπώνουν την κατάσταση που επικρατεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και απεικονίζουν την κατάσταση κάθε χώρας.
Στη συνέχεια γίνεται εστίαση στον ελλαδικό χώρο, το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει αλλά και τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού ερευνητικού συστήματος. Αναλύονται οι στόχοι που έχουν τεθεί για την Έρευνα και Τεχνολογική ανάπτυξη, οι οποίοι οδηγούν στη δημιουργία καινοτομιών, αλλά και στα προβλήματα που υπάρχουν και εμποδίζουν αυτή τη προσπάθεια. Γίνεται αναφορά, συγκεκριμένα, στον κλάδο των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει παρουσιάσει τα περισσότερα καινοτομικά προϊόντα και δραστηριότητες αλλά και στις Δαπάνες που έχουν γίνει για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος στον συγκεκριμένο κλάδο.
Ακολουθεί η περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας σχετικά με το επίπεδο καινοτομίας που την χαρακτηρίζει, η σύγκρισή της με τις υπόλοιπες ελληνικές περιφέρειες και τα δυνατά/αδύνατα σημεία.
Κατόπιν, παρουσιάζεται το επίπεδο της Έρευνας και της Τεχνολογικής ανάπτυξης στο οποίο βρίσκεται η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας καθώς επίσης και οι καινοτόμες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτή. Στη συνέχεια, αναλύονται οι τρόποι χρηματοδότησης για Έρευνα και Ανάπτυξη αλλά και για τη δημιουργία καινοτομικών δραστηριοτήτων. Παρουσιάζονται στατιστικά στοιχεία με τα ποσά τα οποία έχουν επενδυθεί στις καινοτόμες ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και οι φορείς που προβαίνουν σε αυτές τις επενδύσεις.
Κλείνοντας, τονίζεται η ύπαρξη και συμβολή του ανθρώπινου κεφαλαίου στη δημιουργία καινοτόμων τεχνολογιών αλλά και το επίπεδο απασχόλησής του σε υπηρεσίες Έντασης Γνώσης Έρευνας και Ανάπτυξης. / This paper is an effort in order to imprint the existing situation that prevails in European, national and local level about the innovative technologies and significances that are connected with them.
There is a presentation of the main indicators of innovation that express the situation that prevails in European level and portrays the level of each country.
Afterwards, there is a focus in Greece, the institutional frame and the basic characteristics of the Greek research system. There is an analysis of the main objectives for Research and Technological Development which lead in the creation of innovation, and of problems that prevent this effort. There is also mentioned the branch of Information and Communication Technologies-ICT which, in the last few years, has presented the most innovative products and activities, but also the expenses about this branch.
Moreover, there is a description of the existing situation in the Region of Western Greece in regard to the level of innovation that characterizes the region, a comparison with the other Greek regions all the strong and weak points of them.
Then, it is presented the level of Research and Technological Development of Western Greece as well as the innovative enterprises that are located and activated in the region. In addition, there are analyzed the ways of finance in Research and Technological Development for the creation of innovative activities. There are also presented statistical elements which have been invested in innovative Greek enterprises but also the institutions that proceed in these investments.
Finally, it is mentioned the existence and contribution of human capital in the creation of innovative technologies but also the level of employment in services of Knowledge, Research and Development.
|
8 |
Innovation management and firms' performance : the role of business strategy, organizational capabilities and external environment / Διαχείριση καινοτομίας και επίδοση των επιχειρήσεων : ο ρόλος της επιχειρησιακής στρατηγικής, των οργανωσιακών ικανοτήτων του εξωτερικού περιβάλλοντοςΜαμμασής, Κωνσταντίνος 20 February 2014 (has links)
In the modern highly competitive business environments innovation research has flourished as the need of organizations to develop new products, to compete intensively and to perform their tasks adequately has become vital (Brown & Eisenhardt, 1995; Damanpour, 1991). This continuous change leads firms to confront with the tension of exploring new opportunities or exploiting current competencies (Floyd & Lane, 2000; Lavie, Stettner, & Tushman, 2010). March’s (1991) “ambidexterity” premise refers to the simultaneous pursuit of these contrasting activities (exploration and exploitation). Specifically, firms seek to adjust to the turbulent environmental conditions through exploring new ideas, products and/or services while simultaneously developing their existing products, markets and competences (Benner & Tushman, 2003; Jansen, Van Den Bosch, & Volberda, 2006). Several literatures have increasingly argued about the antecedents of exploration and exploitation and their impact to firms’ ambidexterity as well as the relationship between ambidexterity and firms’ financial performance (He & Wong, 2004; Jansen, Volberda, & Van Den Bosch, 2005a). This doctoral study copes with the antecedents of firms’ ambidextrous orientation and the firm-level ambidexterity-financial performance relationship. Through the use of hierarchical regression modeling, the results of the empirical research at a sample of 133 top performing Greek companies show that: 1) top managers’ creative self-efficacy positively affects firms’ ambidextrous orientation, 2) top managers’ learning goal orientation positively impacts firms’ ambidextrous orientation, 3) top managers’ performance goal orientation negatively influences firms’ ambidextrous orientation, 4) firms’ external knowledge flows positively affect firms’ ambidextrous orientation, 5) firms’ innovation & flexibility climate positively impacts firms’ ambidextrous orientation, 6) firms’ social capital is not associated with firms’ ambidextrous orientation, 7) firms’ organizational capital positively influences firms’ ambidextrous orientation, 8) firms’ participative decision making positively affects firms’ ambidextrous orientation, 9) the complementary effect of the simultaneous pursuit of a differentiation and a low-cost strategy negatively impacts firms’ ambidextrous orientation, 10) firms’ ambidextrous orientation is positively related to firms’ financial performance and that, 11) Firm size moderates the relationship between firms’ ambidextrous innovation orientation and its subsequent financial performance in such a way that this positive effect is increased as size increases. Overall, these findings offer important contributions to organizational ambidexterity literature, by indicating new antecedents of firms’ ambidexterity and a positive relationship of ambidexterity and firms’ financial performance. / Στο σύγχρονο επιχειρησιακό περιβάλλον, το οποίο διέπεται απο συνθήκες έντονου ανταγωνισμού, το ερευνητικό πεδίο της διαχείρισης καινοτομίας έχει ανθίσει, καθώς οι επιχειρήσεις οφείλουν να αναπτύξουν καινούρια προϊόντα, να γίνουν ανταγωνιστικές και να εκτελούν τις διαδικασίες τους επαρκώς. Αυτή η συνεχής αλλαγή έχει οδηγήσει τους οικονομικούς οργανισμούς στην ανάγκη να αντιμετωπίσουν την ένταση μεταξύ της εξερεύνησης νέων ευκαιριών ή/και την ανάπτυξη των ήδη υπαρχόντων ικανοτήτων. Η θεωρία της αμφιδεξιότητας αναφέρεται στην ταυτόχρονη εκτέλεση και των δύο παραπάνω (ανάπτυξη νέων ευκαιριών και υπαρχόντων ικανοτήτων). Πιο συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις προσπαθούν να προσαρμοστούν στις σύνθετες και πολλές φορές έντονες αλλαγές του εξωτερικού τους περιβάλλοντος είτε εξευρευνώντας νέες ιδέες, προϊόντα ή/και υπηρεσίες αναπτύσσοντας ταυτόχρονα τα υπάρχοντα προϊόντα, αγορές ή/και ικανότητες. Επιπλέον, έντονη είναι η επιστημονική διαμάχη όσον αφορά τους παράγοντες που οδηγούν στην οργανωσιακή αμφιδεξιότητα όπως επίσης και στην επίδραση που έχει η αμφιδεξιότητα στην χρηματοοικονομική απόδοση των επιχειρήσεων. Η παρούσα διδακτορική διατριβή εστιάζει α) στους προσδιοριστικούς παράγοντες της στρατηγικής οργανωσιακής αμφιδεξιότητας (στο επίπεδο της επιχείρησης) και β) στη σχέση της με την χρηματοοικονομική απόδοση των επιχειρήσεων. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της ιεραρχικής παλινδρόμισης σε ένα δείγμα των 133 πιο κερδοφόρων Ελληνικών επιχειρήσεων αποδεικνύεται ότι: 1) H δημιουργική αποτελεσματικότητα των ανώτατων διοικητικών στελεχών επηρεάζει θετικά τον προσανατολισμό της επιχείρησης στην οργανωσιακή αμφιδεξιότητα, 2) Ο προσανατολισμός των ανώτατων διοικητικών στελεχών στην επίτευξη γνώσεων επηρεάζει θετικά τον προσανατολισμό της επιχείρησης στην οργανωσιακή αμφιδεξιότητα, 3) Ο προσανατολισμός των ανώτατων διοικητικών στελεχών στην επίτευξη αποτελεσμάτων επηρεάζει αρνητικά τον προσανατολισμό της επιχείρησης στην οργανωσιακή αμφιδεξιότητα, 4) Οι ροές εξωτερικής γνώσης επηρεάζουν θετικά τον προσανατολισμό της επιχείρησης στην οργανωσιακή αμφιδεξιότητα, 5) Το κλίμα καινοτομίας και ελαστικότητας μέσα στην επιχείρηση επηρεάζει θετικά τον προσανατολισμό της στην οργανωσιακή αμφιδεξιότητα, 6) Το κοινωνικό κεφάλαιο της επιχείρησης δεν συνδέεται με τον προσανατολισμό της στην οργανωσιακή αμφιδεξιότητα, 7) Το οργανωσιακό κεφάλαιο της επιχείρησης επηρεάζει θετικά τον προσανατολισμό της στην οργανωσιακή αμφιδεξιότητα, 8) Η συμμετοχικότητα στην λήψη αποφάσεων μέσα στην επιχείρηση επηρεάζει θετικά τον προσανατολισμό της στην οργανωσιακή αμφιδεξιότητα, 9) Η συμπληρωματικότητα των ανταγωνιστικών στρατηγικών (διαφοροποίησης και χαμηλού κόστους) επηρεάζει αρνητικά τον προσανατολισμό της επιχείρησης στην αμφιδεξιότητα, 10) Η αμφιδεξιότητα της επιχείρησης επηρεάζει θετικά την χρηματοοικονομική της απόδοση, 11) Το μέγεθος της επιχείρησης επηρεάζει θετικά τη σχέση μεταξύ αμφιδεξιότητας και χρηματοοικονομικής απόδοσης και αυτή η επίδραση αυξάνεται όσο μεγαλώνει το μέγεθος της επιχείρησης. Συμπερασματικά, τα παραπάνω αποτελέσματα συνεισφέρουν στη θεωρία της οργανωσιακής αμφιδεξιότητας παρουσιάζοντας καινούριους παράγοντες που οδηγούν σε αμφιδεξιότητα και αποδεικνύοντας τη θετική σχέση μεταξύ αμφιδεξιότητας και χρηματοοικονομικής απόδοσης των επιχειρήσεων.
|
9 |
Essays on the role of internationalization on the R&D activitiesΓκυπάλη, Αρετή 27 May 2014 (has links)
Firms of European small open peripheral economies face an increasing globalization of markets, a strengthening of global value chains, a well documented knowledge and technological gap and these in conjunction to the current crisis at least in the southern part of Europe. These conditions compose a demanding and complex environment within which firms must cope and survive. In this direction, analyzing first and improving in turn competitiveness and productivity of European firms’ has become a primary policy objective of the EU at the national, regional, sectoral and firm level in an attempt to close the growth gap with the United States (Aghion et al., 2008). In this mission, boosting exporting activities and investments in Innovation, R&D and knowledge intensity is of the outmost importance since they are seen as drivers of productivity, growth and competitiveness (EU, 2012). Especially with respect to Greece’s economic outlook and as it has been documented in several European policy documents and analyses, the country’s innovation performance has been consistently characterized as “moderately following” (IUS, 2013) the EU’s innovation leaders. The same picture is sketched with Greek firms’ export performance as a crucial component of its overall competitiveness (European Competitiveness Report, 2012).
Examining more closely the relationship between firms’ exporting activities and innovation dynamism, the theoretical and empirical evidence suggests that firms which are presenting innovation activities are more likely to export, more likely to export successfully, and more likely to generate growth from exporting than non-innovating firms (Golovko and Valentini, 2011; Love and Roper, 2013). In other words, innovation and export performance are directly linked with the creation of a sustainable competitive advantage and are considered as a primary precondition for economic growth (Piercy et al., 1998; EU, 2012). More specifically, exporting activities are considered as the primary internationalization mode (Johanson and Valhne, 1977; 2009) and firms’ knowledge and learning processes are expected to play a pivotal part in the internationalization process; firms need to be in a position to apprehend and assimilate new knowledge in order to compete and grow in markets in which they have little or no previous experience (Autio et al. 2000).
In this direction, the relationship between the degree of internationalization and the intensity of the production of technological knowledge remains under examination, since the significant heterogeneity in terms of country, industrial distribution, firm size, and other factors has lead to contradictory results (Harris and Li, 2009). In addition, the differential effects of the firms’ environment which in turn can be further specified in various dimensions –such as business culture, organizational characteristics, strategic orientation, national and regional systems of innovation- introduce a significant amount of unobserved heterogeneity in the employed methodological frameworks.
At the same time, the causality direction, too closely related to endogeneity issues, between exporting and R&D activities has not been yet addressed adequately. The relevant literature has documented two theoretical strands, the Product Life Cycle and Endogenous Growth theory, which hypothesize on causality direction between exports and R&D activities. More specifically, the Product life cycle theory argues that innovation eventually leads to exporting (Posner, 1961; Vernon, 1966; Krugman, 1979; Dollar, 1986) and this theoretical strand is strongly interrelated with the Market Selection Hypothesis (MSH; Wagner 2007) which favours the argument that exporters have superior performance characteristics than non-exporters. On the other hand, the Endogenous growth models (Grossman and Helpman, 1989, 1990, 1991a; Segerstrom et al., 1990; Young, 1991; Aghion and Howitt, 1998, ch. 11) argue on the reverse direction of causality. The notion behind this is that exporting firms access to foreign markets provides them with feedback from their suppliers and/or customers, which gives them the opportunity to transform this knowledge into innovation. This theoretical strand has been recorded as opposite to the market selection hypothesis and is named Learning by Exporting Hypothesis (LEH; Clerides et al., 1998; Salomon and Shaver, 2005)
Both the above hypotheses seem plausible and have been empirically but the relevant literature has provided contradictory results. However, it would only make sense to assume that this causality direction may be not so straightforward since causality may run in both directions that is a two-way linkage between a firm’s exporting and innovating activities may exist (Filipescu et al. 2013). The starting point of this PhD thesis lies on the idea that both these activities may influence each other and therefore, is focused on the investigation of the endogeneity between established knowledge creation processes (R&D activities) and internationalization activities as they are depicted in exporting activities. It is worth mentioning that towards the direction of seeking proof for the existence of an endogenous relationship between R&D activities and exports different methodological approaches have been employed. All of them however, examine the existence of endogeneity between the two main firm activities as well as identifying the appropriate set of determinants for each one of the firms’ activities as the relevant literature dictates.
In order to (i) sufficiently address the abovementioned multiple heterogeneity, and (ii) be able to compare them, the present research investigates the interrelationship between R&D and exporting activities on two distinctively different groups of firms. More specifically, two different contextual frameworks are employed, one International and one National. The first group of firms focuses on those firms that are considered to be leaders with respect to R&D investments at a global level. The second group of firms under investigation, concerns the Greek firms which are in turn considered leaders within the national system of innovation they operate but have been consistently characterized as moderately followers within the European context (IUS, 2013).
Information for the investigation of the international context was provided by the UK Department of Business, Innovation and Skills (BIS, 2007; 2008). Yet, regarding the national context, a profound lack of information exists both with respect to exporting activities but also with respect to R&D activities at the firm level, which inevitably led to the conducting of a field research at the National Level targeting the Manufacturing Sector. In this line, and in order for the gathered information to be comparable with other European surveys on Innovation and in particular with Community Innovation Survey (CIS), the design of the questionnaire was primarily based on the CIS standards. In addition to the data provided by the National survey, all the financial and other information, including annual expenditures on R&D, for the period 2001-2010 was provided by the electronic database “i-mentor”. Based on this information, a better approximation of R&D performance has become feasible through the construction of Greek R&D active manufacturing firms’ R&D stock (Kumbhakar et al., 2012). The main argument supporting this transformation is that fluctuations in R&D investment flows are more volatile than the knowledge stock acquired from such investments (Dierickx and Cool, 1989). The third chapter of this PhD thesis is devoted in presenting the specificities of the field research, the adopted methodology for the construction of firms’ knowledge stock, along with primary descriptive results sketching the outlook of Greek R&D manufacturing firms.
The rest of this PhD thesis involves three essays each one of them examining research questions arising from the endogenous relationship between R&D and export activities. / Η ενίσχυση της δυναμικότητας και του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των επιχειρήσεων με βάση την καινοτομία και την εξωστρέφεια έχουν απασχολήσει τόσο την ακαδημαϊκή έρευνα όσο και την πολιτική. Ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση στήριξε την πολιτική της για την κάλυψη του χάσματος, σε σχέση με τους κύριους ανταγωνιστές της, σε αυτούς τους δυο πυλώνες (Lisbon strategy, ….) τουλάχιστον από τις αρχές του 2000. Αναγνωρίζεται ευρύτατα ότι οι πολιτικές αυτές δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα όχι γιατί στους δυο παραπάνω πυλώνες αποδόθηκε δυναμική που στην πραγματικότητα δεν είχαν αλλά γιατί οι επιμέρους πολιτικές που σχεδιάσθηκαν και εφαρμόσθηκαν δεν κατάφεραν αφενός να ενισχύσουν κάθε πυλώνα χωριστά και δεν αναγνώρισαν τις μεταξύ τους αλληλεξαρτήσεις.
Έτσι, τα ζητήματα τόσο του τεχνολογικού πλεονεκτήματος όπως αυτό αποτυπώνεται στην καινοτομία όσο και της εξωστρέφειας παραμένουν ιδιαίτερα επίκαιρα ειδικά στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης που είναι κυρίαρχη, αν και ασύμμετρα, στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικά για την Ελλάδα, την περισσότερο πληττόμενη από την κρίση Ευρωπαϊκή οικονομία, αν και έχει αναγνωρισθεί τόσο η υστέρηση των επιχειρήσεων σε όρους καινοτομίας και εξαγωγικού προσανατολισμού και αν και έχουν υλοποιηθεί μια σειρά από παρεμβάσεις σε αυτή την κατεύθυνση, το χάσμα τόσο ως προς το μέσο Ευρωπαϊκό αλλά και ως προς τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ παραμένει ιδιαίτερα μεγάλο.
Η παρούσα Διδακτορική Διατριβή εστιάζει σε ζητήματα που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση των δραστηριοτήτων παραγωγής γνώσης και καινοτομίας από την μια και των δραστηριοτήτων διεθνοποίησης των επιχειρήσεων από την άλλη. Πιο συγκεκριμένα διερευνώνται θέματα που προκύπτουν από την ενδογένεια των διαδικασιών παραγωγής γνώσης που αποτυπώνονται σε διαδικασίες Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ) και δραστηριότητες διεθνοποίησης (internationalization) που με τη σειρά τους αποτυπώνονται σε εξαγωγικές δραστηριότητες.
Οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται προσαρμόζονται κάθε φορά αφενός στα ιδιαίτερα ερευνητικά ερωτήματα που τίθενται και αφετέρου στην πολλαπλή ετερογένεια που χαρακτηρίζει τις επιχειρήσεις σε μικρή ανοικτή οικονομία, όπως η Ελλάδα, σε σύγκριση με τις ηγέτιδες σε όρους ΕΤΑ επιχειρήσεις διεθνώς. Σε αυτή την κατεύθυνση, διερευνώνται δύο διαφορετικά συστήματα καινοτομίας-διεθνοποίησης, και συγκεκριμένα το Διεθνές και το Εθνικό, που αναφέρονται αντίστοιχα σε δύο διακριτές ομάδες επιχειρήσεων. Η πρώτη ομάδα επιχειρήσεων επικεντρώνεται σε εκείνες που θεωρούνται πρωτοπόροι σε επενδύσεις σε ΕΤΑ σε παγκόσμιο επίπεδο. Η δεύτερη ομάδα επιχειρήσεων που διερευνάται αφορά τις Ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες με τη σειρά τους θεωρούνται πρωτοπόροι εντός του εθνικού συστήματος καινοτομίας στο οποίο δραστηριοποιούνται αλλά ταυτόχρονα έχουν επανειλημμένως χαρακτηριστεί ως «μέτριοι ακόλουθοι» (moderately following) σε όρους καινοτομικής δραστηριότητας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (IUS, 2013).
Ενώ η διαθεσιμότητα των πληροφοριών για τις επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται σε διεθνές επίπεδο ως πρωτοπόρες σε επενδύσεις ΕΤΑ προέκυψε από ανοικτής πρόσβασης βάσεις δεδομένων, για την ελληνική περίπτωση παρατηρήθηκε παντελής έλλειψη σχετικών πληροφοριών τόσο όσον αφορά τις δραστηριότητες ΕΤΑ όσο και τις εξαγωγικές δραστηριότητες των ελληνικών επιχειρήσεων. Η έλλειψη αυτή οδήγησε στην διενέργεια έρευνας πεδίου σε Πανελλαδικό επίπεδο στον τομέα της Μεταποίησης.
Η παρούσα διδακτορική διατριβή αποτελείται από έξι κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο πραγματοποιείται επισκόπηση της βιβλιογραφίας πάνω στη σχέση των εξαγωγικών δραστηριοτήτων και των δραστηριοτήτων ΕΤΑ τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο και τίθεται το γενικό πλαίσιο της ανάλυσης. Σε αυτή την κατεύθυνση, αναδεικνύεται η συμβολή της παρούσας Διατριβής. Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στο διεθνές σύστημα καινοτομίας όπου οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως χώρας προέλευσης, ανταγωνίζονται σε όρους παραγωγής γνώσης. Πιο συγκεκριμένα, διερευνάται η ύπαρξη ενδογένειας ανάμεσα στην εξαγωγική ένταση από την μια και την ένταση των δραστηριοτήτων ΕΤΑ από την άλλη στη βάση του επιχειρήματος ότι η γνωσιακή βάση (knowledge base) των ηγέτιδων επιχειρήσεων, σε όρους ΕΤΑ, μεγεθύνεται από ροές γνώσης που προκύπτουν τόσο από τις δραστηριότητες ΕΤΑ όσο και από τις εξαγωγικές δραστηριότητες.
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα βήματα που ακολουθήθηκαν σε σχέση με τον εντοπισμό του πληθυσμού των επιχειρήσεων που καταγράφουν δαπάνες ΕΤΑ στους ετήσιες δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις τους, τα κριτήρια που ακολουθήθηκαν για τον «καθαρισμό» των δεδομένων (data cleaning) καθώς και αναλυτική περιγραφή της έρευνας πεδίου. Επιπλέον, παρουσιάζεται η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την κατασκευή του αποθέματος γνώσης (knowledge stock) των ελληνικών επιχειρήσεων που παρουσιάζουν δραστηριότητες ΕΤΑ καθώς και βασικά περιγραφικά στατιστικά που προέκυψαν από την πληροφορία που συνελέγη από την έρευνα πεδίου.
Στη συνέχεια, το τέταρτο κεφάλαιο της παρούσας διδακτορικής διατριβής τοποθετείται εντός του Ελληνικού Συστήματος και αφορά ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις που παρουσιάζουν δαπάνες σε ΕΤΑ και ανήκουν σε κλάδους χαμηλής έντασης τεχνολογίας. Συγκεκριμένα, τα ερευνητικά ερωτήματα επικεντρώνονται τόσο στην διερεύνηση ύπαρξης όσο και εκδήλωσης διαφορικών επιδράσεων στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (competitive advantage) των επιχειρήσεων αυτών που προκύπτει από την απόφαση τους να (μην) εξάγουν. Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα προσεγγίζεται από την εκτίμηση της τεχνικής αποτελεσματικότητας (technical efficiency) όπου το απόθεμα γνώσης αποτελεί την τρίτη εισροή μαζί με τις εισροές του κεφαλαίου και της εργασίας. Έτσι δημιουργείται θεωρητικό υπόδειγμα στο πλαίσιο του οποίου η τεχνική αποτελεσματικότητα, μέσω της διαδικασίας μετατροπής δεξιοτήτων (competences) σε ικανοτήτων (capabilities), αποτυπώνει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Σε αυτή την κατεύθυνση υποστηρίζεται ότι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που βασίζεται στις δραστηριότητες ΕΤΑ των ελληνικών επιχειρήσεων προσδιορίζει ενδογενώς της απόφαση τους να συμμετέχουν στις ξένες αγορές. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στο ότι οι επιχειρήσεις που καλούνται να αποφασίζουν εάν θα εξάγουν στην πραγματικότητα προεξοφλούν τα αναμενόμενα οφέλη και τα κόστη από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα σε σχέση με τη διατήρηση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που κατέχουν. Με άλλα λόγια, διερευνάται αν το επιχειρηματικό μοντέλο που έχει υιοθετηθεί από τις εξεταζόμενες επιχειρήσεις, και μετατρέπει τις δεξιότητες σε ικανότητες, στην ουσία προσδιορίζει και την απόφαση για εξαγωγές.
Το πέμπτο κεφάλαιο της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής διερευνά την ύπαρξη ενδογένειας ανάμεσα στις εξαγωγικές δραστηριότητες και τις διαδικασίες παραγωγής γνώσης των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων που παρουσιάζουν δραστηριότητες ΕΤΑ εντός ενός διευρυμένου θεωρητικού πλαισίου όπου συν-θεωρούνται και άλλες στρατηγικές παράμετροι που είναι πιθανό να επηρεάζουν αυτή τη σχέση. Πιο συγκεκριμένα, οι διαδικασίες παραγωγής γνώσης, όπως έχουν αποτυπωθεί στα επιμέρους συστατικά της γνωσιακής βάσης των επιχειρήσεων αλλά και στην στρατηγική διερεύνησης εξωτερικών συνεργασιών για συνεργασίες στις δραστηριότητες ΕΤΑ, συνδέονται με την εξαγωγική και καινοτομική αποδοτικότητα (export and innovation performance). Ένα επιπλέον επίπεδο πολυπλοκότητας προστίθεται όταν ο διττός χαρακτήρας της έντασης των εξωτερικών συνεργασιών σε ΕΤΑ λαμβάνεται υπόψη. Δηλαδή, διερευνάται σε ποιο βαθμό η ένταση των εξωτερικών συνεργασιών για δραστηριότητες ΕΤΑ συνδέεται με την αποδοτικότητα της διεθνοποίησης των ελληνικών επιχειρήσεων καθώς μπορεί να θεωρηθεί ως εναλλακτικός δρόμος διεθνοποίησης τους. Από την άλλη μεριά η διαδικασίες που συγκροτούν το γνωσιακό απόθεμα των επιχειρήσεων μπορεί να συνδέονται και με την καινοτομική τους απόδοση. Τέλος στο έκτο κεφάλαιο συνθέτονται τα συμπεράσματα από το σύνολο της Διατριβής, διατυπώνονται προτάσεις πολιτικής και καταγράφονται αφενός οι ερευνητικοί περιορισμοί αλλά και αφετέρου τα μελλοντικά ερευνητικά σχέδια.
|
10 |
Μελέτη μοντέλων αειφόρου ανάπτυξης και πράσινη καινοτομίαΣπυροπούλου, Αθανασία 27 April 2015 (has links)
Οι ραγδαίες εξελίξεις σε επίπεδο τεχνολογίας καθώς και η κακή διαχείριση από ανθρώπινης πλευράς έχουν φτάσει σε οριακό σημείο το φυσικό περιβάλλον του πλανήτη. Η αειφόρος ανάπτυξη, λοιπόν, αποτελεί έννοια κλειδί για τον 21ο αιώνα καθώς δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί τόσο από τους επιστήμονες που ασχολούνται με θέματα ανάπτυξης και περιβάλλοντος όσο και από τον κάθε πολίτη που προβληματίζεται για την κατάσταση στο σύγχρονο κόσμο.
Η έννοια της βασίζεται στην οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ισότητα και την προστασία του περιβάλλοντος. Συνεπώς, στην υιοθέτηση της οποιαδήποτε πολιτικής κανένα από τα τρία δεν θα πρέπει να θυσιάζεται ή να δίνεται περισσότερο βαρύτητα από το άλλο. Στο ίδιο πλαίσιο, προσπάθειες έχουν γίνει προκειμένου να κατασκευαστούν μοντέλα αειφόρου ανάπτυξης πάνω στα οποία θα μπορούν να στηριχτούν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και οι υπόλοιπες χώρες σε διεθνές επίπεδο.
Παράλληλα, η περιβαλλοντική καινοτομία, αναγνωρίζεται ως ένα νέο κίνητρο για την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης κερδίζοντας συνεχώς έδαφος καθώς οι χώρες αναζητούν ολοένα και περισσότερο καινοτόμους τρόπους για την προώθηση των οικονομικών δραστηριοτήτων των επιχειρηματικών τομέων τους. Η ταχεία και ευρύτερη διάδοση των οικολογικών καινοτομιών μπορεί να έχει σημαντική επίδραση σε θέματα περιβάλλοντος, καθώς και για την οικονομική και κοινωνική βελτίωση.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αναδείξει τις έννοιες των μοντέλων αειφόρου ανάπτυξη, της οικολογικής καινοτομίας καθώς τους προσδιοριστικούς παράγοντες αυτής. / Rapid developments in technology level and poor management of human side have reached a breaking point the natural environment of the planet. Sustainable development, therefore, is a key concept for the 21st century as it can not be ignored both by scientists dealing with development and environment and by every citizen who is concerned about the situation in the modern world.
The concept is based on economic growth, social equity and environmental protection. Therefore, the adoption of any policy none of the three should be sacrificed or given more weight than the other. In the same context, efforts have been made to build sustainable development models on which they can build the European Union Member States and other countries internationally.
At the same time, environmental innovation is recognized as a new incentive for achieving sustainable development is continuously gaining ground as countries are increasingly seeking innovative ways to promote the economic activities of the business segments. The rapid and wider dissemination of eco-innovations can have a significant effect on the environment, and for economic and social improvement.
The purpose of this paper is to highlight the concepts of sustainable development models, eco-innovation as determinants of this.
|
Page generated in 0.0229 seconds