Spelling suggestions: "subject:"μέτρηση"" "subject:"µέτρηση""
1 |
Κατασκευή και βαθμονόμηση καθετήρα M. Meek και M.M.C. CollinsΒαγενάς, Γεώργιος 09 October 2014 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί μια αναλυτική περιγραφή της κατασκευής και της
βαθμονόμησης ενός καθετήρα για τη μέτρηση ηλεκτρικού πεδίου σύμφωνα με τη μέθοδο των
M.Meek και M.M.C.Collins. Αυτή πραγματοποιήθηκε στο Εργαστήριο Υψηλών Τάσεων του
Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστημίου
Πατρών.
Αρχικά, στο Κεφάλαιο 1 γίνεται μια σύντομη παρουσίαση της μεθόδου, όπως αυτή
δημοσιεύθηκε από τους Meek και Collins [1]. Περιγράφονται με μαθηματικές σχέσεις οι
βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η λειτουργία του καθετήρα και η μέτρηση του
πεδίου.
Στο Κεφάλαιο 2 γίνεται αναλυτική παρουσίαση της πειραματικής διάταξης που σχεδιάσθηκε-
κατασκευάστηκε για την παρούσα εργασία. Επίσης, περιλαμβάνονται τα χαρακτηριστικά της
γεννήτριας υψηλών τάσεων κι όλων των μετρητικών οργάνων που χρησιμοποιήθηκαν.
Το Κεφάλαιο 3 περιέχει την αναλυτική βαθμονόμηση του καθετήρα και τη δοκιμή του για τη
μέτρηση ανομοιογενών πεδίων μη-διασπαστικών εκκενώσεων παραγόμενων από διακοπτικές
κρουστικές τάσεις. Παρουσιάζονται σήματα από τις μετρήσεις που έλαβαν χώρα τόσο κατά τη
διάρκεια της βαθμονόμησης όσο και κατά τη διάρκεια δοκιμών του καθετήρα. Γίνεται, τέλος,
μια προσπάθεια ερμηνείας κι επεξεργασίας των σημάτων.
Στο Κεφάλαιο 4 δίνονται τα συμπεράσματα που εξήχθησαν από όλη τη διαδικασία της
κατασκευής, της βαθμονόμησης και των δοκιμών. / The current thesis discusses the construction and calibration of Meek and Collins probe for electric field measurements.
|
2 |
Οι νοητικές παραστάσεις των μαθητών της Γ΄ γυμνασίου για το απλό εκκρεμέςΔόσης, Σωτήρης 05 November 2008 (has links)
Μεγάλο είναι το ερευνητικό ενδιαφέρον της εκπαιδευτικής κοινότητας για τις
αντιλήψεις των μαθητών, που αφορούν στις έννοιες και τα φαινόμενα των φυσικών
επιστημών. Αντιλήψεις, οι οποίες συγκροτούνται στη βάση της καθημερινής εμπειρίας και που παρέχουν στο μαθητή τη δυνατότητα να ερμηνεύει τα φαινόμενα του φυσικού κόσμου, συγκροτώντας επεξηγηματικά πρότυπα που, σε πολλές περιπτώσεις,
έρχονται σε αντίθεση με τις επιστημονικές θεωρίες, που είναι σήμερα αποδεκτές.
Από την άλλη πλευρά, η καινοτομική αντίληψη για τη μάθηση και τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών, θεωρεί ότι η ανάπτυξη της επιστημονικής καλλιέργειας των μαθητών και των εκπαιδευτικών, αναφέρεται στη διάδοση των τριών βασικών συνιστωσών της επιστημονικής γνώσης:
- της εννοιολογικής συνιστώσας, που συγκροτείται από τις έννοιες των φυσικών επιστημών,
- της μεθοδολογικής συνιστώσας, που σχετίζεται με τις διάφορες μεθοδολογικές στρατηγικές και τεχνικές με τις οποίες επιλύονται τα προβλήματα στις φυσικές
επιστήμες και
- της πολιτισμικής συνιστώσας, που αφορά στο σύνολο των σχέσεων που αναπτύσσουν οι φυσικές επιστήμες με την κοινωνία, όπως για παράδειγμα η σχέση των
φυσικών επιστημών με την τεχνολογία, τα προβλήματα και τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής, η κατανόηση της ιστορικότητας της επιστημονικής γνώσης κ.α.
Η μελέτη του απλού εκκρεμούς, χαρακτηρίζεται από το πλούσιο εννοιολογικό, μεθοδολογικό και πολιτισμικό περιεχόμενο, που αυτό παρουσιάζει. Η μελέτη της
κίνησης του, δίνει την ευκαιρία στους μαθητές:
- Να έρθουν σε επαφή με θεμελιώδεις επιστημονικές γνώσεις, όπως οι νόμοι
της πτώσης και της κίνησης και οι αρχές διατήρησης της ορμής και της ενέργειας.
- Να ασκηθούν στη χρήση ουσιαστικών στοιχείων της επιστημονικής έρευνας, όπως η παρατήρηση, η μέτρηση, η συλλογή δεδομένων, ο έλεγχος μεταβλητών
και η χρήση διαφόρων μορφών μαθηματικών αναπαραστάσεων.
- Να μάθουν σημαντικές όψεις της συσχέτισης της επιστήμης με την κοινωνία,
τον πολιτισμό και την τεχνολογία, όπως φανερώνει η χρήση του εκκρεμούς στη χρονομέτρηση, στον προσδιορισμό του γεωγραφικού μήκους, στον καθορισμό μονάδας
μέτρησης του μήκους κ.α.
Η παρούσα εργασία, έχει ως στόχο τη διερεύνηση των βιωματικών αντιλήψεων των μαθητών της Γ’ Γυμνασίου, που αφορούν στη μέτρηση του χρόνου με τρεις ιστορικούς μηχανισμούς μέτρησης του χρόνου και στη μελέτη της κίνησης του απλού
εκκρεμούς. Ειδικότερα, διερευνώνται οι αντιλήψεις των μαθητών που σχετίζονται με
την εννοιολογική, τη μεθοδολογική και την πολιτισμική συνιστώσα της γνώσης που
σχετίζεται με την ισόχρονη κίνηση του απλού εκκρεμούς.
Στο πρώτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο της έρευνας, που απαρτίζεται από:
- τη γνώση αναφοράς, δηλαδή το ιστορικό πρόβλημα της μέτρησης του χρόνου
και τη σχέση του με το απλό εκκρεμές,
- τις αντιλήψεις των μαθητών για το απλό εκκρεμές και
- τους στόχους της έρευνας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η μεθοδολογική προβληματική της μελέτης, που αφορά:
- στις στρατηγικές και
- στο δείγμα της έρευνας.
Στο τρίτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της ανάλυσης των δεδομένων.
Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο, διατυπώνονται τα συμπεράσματα της μελέτης
των αντιλήψεων των μαθητών, στη βάση των ερευνητικών στόχων και συζητούνται
οι ενδεχόμενες επιπτώσεις τους στη διδασκαλία του απλού εκκρεμούς στην εκπαιδευτική βαθμίδα του γυμνασίου, καθώς και μία πρόταση επέκτασης της έρευνας. / -
|
3 |
Συστήματα για τη μη επεμβατική μέτρηση της πίεσης του αίματοςΜπάκας, Στέφανος 13 October 2013 (has links)
Μια συσκευή για τη μέτρηση της πίεσης του αίματος ενός ασθενή, περιλαμβάνει έναν επεξεργαστή προσκολλημένο σε μια συσκευή εισόδου, ο οποίος δέχεται μια αρχική είσοδο, που αντιπροσωπεύει την απόλυτη πίεση του αίματος του ασθενή και ένα μη-επεμβατικό αισθητήρα, που ακουμπάει τον ασθενή για τη μέτρηση τουλάχιστον μιας ‘φυσιολογικής’ λειτουργίας. Ο επεξεργαστής εκτελεί μια διαδικασία για την εκτίμηση της αρχικής εισόδου και της ‘φυσιολογικής’ λειτουργίας, για να υπολογίσει την πίεση του αίματος του ασθενή. Μια μέθοδος για τον υπολογισμό της πίεσης του αίματος ενός ασθενή, περιλαμβάνει τα βήματα της αποθήκευσης της αρχικής εισόδου, που αντιπροσωπεύει την απόλυτη πίεση του αίματος του ασθενή, της μη-επεμβατικής ‘αίσθησης’ (μέσω αισθητήρα) τουλάχιστον μιας ‘φυσιολογικής’ λειτουργίας και της εκτίμησης των δύω τιμών για τον υπολογισμό της πίεσης του αίματος. Η παρούσα εργασία μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την ανάλυση και τον εντοπισμό άλλων ‘φυσιολογικών’ μεταβλητών όπως της ενδοτικότητας των τοιχωμάτων των αγγείων, των αλλαγών στην ένταση των κοιλιακών συστολών, των αλλαγών στην αγγειακή αντίσταση, των αλλαγών στον όγκο των υγρών, των αλλαγών στον καρδιακό παλμό, της συσταλτικότητας του μυοκαρδίου και άλλων σχετικών παραγόντων. / This dissertation refers to a device for non-invasively measuring the blood pressure of a patient. Such a device consists of a processor attached to an input device, which receives an initial input value, representing the patient’s absolute pressure, and a non-invasive sensor attached to the patient for measuring at least one physiological function. For determining the patient’s blood pressure, the processor performs a process for evaluating the initial input and the physiological function of the sensor. A method for non-invasively measuring a patient’s blood pressure includes, firstly, storing the initial input (which represents the patient’s absolute pressure), secondly, non-invasively sensing at least one physiological function and, finally, evaluating both these inputs for measuring the patient’s blood pressure. This dissertation can also be used for the analysis of other physiological variables such as vascular wall compliance, changes in the strength of ventricular contractions, alterations in fluid volume or in cardiac output and other related factors.
|
4 |
Επισκόπηση της μεθόδου αποτίμησης κινδύνου χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων VaR (Value-at- Risk). Εφαρμογή σε ελληνικά δεδομέναΜαρκόπουλος, Ηλίας 05 January 2011 (has links)
Στην παρούσα εργασία γίνεται μια ανασκόπηση της μεθόδου μέτρησης κινδύνου Value at
Risk (VaR). Παρουσιάζουμε μερικούς βασικούς τρόπους μέτρησης του Value at Risk και
εφαρμόζουμε σε δεδομένα ενός χαρτοφυλακίου συναλλαγματικών ισοτιμιών και στον
γενικό δείκτη του χρηματιστηρίου Αθηνών διαφορετικά μοντέλα GARCH (IGARCH,
TGARCH, EGARCH, GARCH) για την εκτίμηση του VaR με ορίζοντα μιας ημέρας (1-
day ahead). Εφαρμόζουμε διαφορετικές υποθέσεις για την κατανομή των αποδόσεων
(normal, student's-t, ged), χρησιμοποιούμε διαφορετικά μεγέθη δείγματος
(250, 500, 750, 1000) και επίπεδα εμπιστοσύνης για το VaR (95% και 99%). Στην συνέχεια
τα αποτελέσματα τού κάθε μοντέλου ελέγχονται με βάση τον έλεγχο του Kupiec για την
καταλληλότητα τους. / In the present diplomatic essay we present a review of the method for risk measurement Value at Risk (VaR). We present a few basic ways of measuring Value at Risk and apply to data of an exchange rates portfolio and Athens stock exchange index different GARCH (IGARCH, TGARCH, EGARCH, GARCH) models for the estimation of the 1-day ahead VaR. We use various assumptions for the distribution of the returns (normal, student's-t, ged), various sample sizes (250, 500, 750, 1000) and VaR confidence levels (95% and 99%). Then the results of each model are tested using Kupiec test for their performance.
|
5 |
Μη επεμβατική μέθοδος μέτρησης γλυκόζηςΚαλαμπόγιας, Ιωάννης, Καραμήτσιος, Σταμάτιος 09 January 2012 (has links)
Στην παρούσα διπλωματική παρουσιάζεται η εξομοίωση της μεθόδου για
την μη επεμβατική μέτρηση της γλυκόζης στο αίμα. Η καρδιά της μεθόδου
είναι ο μικροεπεξεργαστής της Texas Instruments Msp430f169, τον οποίο και
προγραμματίσαμε σε γλώσσα C. Η φυσική αρχή λειτουργίας που στηριχθήκαμε
είναι ο νόμος απορρόφησης του φωτός του Beer - Lambert. Το αναλογικό σήμα
το μετατρέψαμε σε ψηφιακό με τη χρήση του ADC12 μετατροπέα, το οποίο
είναι περιφερειακό στοιχείο του μικροεπεξεργαστή. / This thesis presents the simulation method for non-invasive measurement of blood glucose. The heart of this method is its microprocessor, Texas Instruments Msp430f169, which was programmed in language C. The physical principle of operation supported
is the law of light absorption of the Beer - Lambert. The analog signal is converted to digital, using the ADC12 converter, which is
a regional component of the microprocessor.
|
6 |
Ανάπτυξη δραστηριοτήτων μέτρησης του μήκους στην προσχολική εκπαίδευσηΚασσάρα, Γιαννούλα 31 January 2013 (has links)
Θα μπορούσε η μέτρηση του μήκους να αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας στην προσχολική εκπαίδευση;
Θα μπορούσαν τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας με την κατάλληλη διδακτική παρέμβαση να αναπτύξουν ικανότητες μέτρησης του μήκους;
Αυτά είναι τα ερωτήματα που διαπραγματεύεται η παρούσα έρευνα. Το δείγμα αποτέλεσαν 28 μαθητές προσχολικής ηλικίας από δύο δημόσια σχολεία της Πάτρας. Η διδακτική παρέμβαση περιλάμβανε δύο φάσεις. Πρώτον άμεσες συγκρίσεις με τη χρήση πρακτικών όπου το ένα μέγεθος καλύπτει ή τοποθετείται δίπλα στο άλλο και δεύτερον έμμεσες συγκρίσεις με τη χρήση εργαλείων που μεσολαβούν για τη διεξαγωγή της μέτρησης. Τα αποτελέσματα της έρευνάς μας έδειξαν ότι οι πρακτικές για τη μέτρηση του μήκους μπορούν να εισαχθούν στη διδασκαλία ακόμη και από την προσχολική εκπαίδευση. / Could measurement of length be the object of teaching in early education?
Could appropriate teaching interventions develop as to scaffold children’s efforts to measure lengths?
These are the central questions of this paper. The sample consisted of 28 children of two public preschool classrooms and the teaching intervention included two different kinds of tasks. Direct comparisons with the use of practices of one magnitude covering another or placing one next to the other and indirect comparisons by using tools that mediates in the measurement. The results of our research showed that practices for measuring length can be introduced into teaching as early as preschool education.
|
7 |
Συγκριτική αξιολόγηση μονάδων διανομής της ΔΕΗ με την περιβάλλουσα ανάλυση δεδομένωνΚάρτας, Άγγελος 25 February 2010 (has links)
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το πρόβλημα της συγκριτικής αξιολόγησης των Μονάδων Διανομής της ΔΕΗ, και ειδικότερα των 14 Περιοχών της Διεύθυνσης Περιφέρειας Πελοποννήσου – Ηπείρου, με τη βοήθεια της μεθόδου περιβάλλουσας ανάλυσης δεδομένων, της DEA (Data Envelopment Analysis). Οι εξεταζόμενες Περιοχές είναι: Αγρίνιο, Αίγιο, Άρτα, Ζάκυνθος, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κόρινθος, Ναύπλιο, Πάτρα, Πύργος, Σπάρτη και Τρίπολη.
Η ΔΕΗ είναι η μοναδική εταιρεία διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα, η οποία έχει στην ιδιοκτησία της το δίκτυο διανομής και είναι υπεύθυνη για τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας σε όλη την ελληνική επικράτεια. Η κάθε Περιοχή αποτελεί καταρχήν ανεξάρτητη οικονομική – διοικητική μονάδα, η οποία έχει αποστολή την ανάπτυξη, την συντήρηση και την λειτουργία του Δικτύου του γεωγραφικού χώρου ευθύνης της, καθώς και την παροχή πρόσβασης σ’ αυτό προς όλους του δικαιούμενους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Διαχείρισης Δικτύου. Η επίτευξη της αποστολής αυτής θα πρέπει να γίνεται με την καλύτερη δυνατή διαχείριση και αξιοποίηση των πόρων που διαθέτει η κάθε Περιοχή.
Ως εισροές για κάθε Περιοχή είναι η εργασία (αριθμός των μισθωτών), ο κύριος εξοπλισμός (δίκτυα διανομής και μετασχηματιστές διανομής) και τα λειτουργικά έξοδα (ελέγξιμες δαπάνες εκμετάλλευσης). Ο Κώδικας Διαχείρισης Δικτύου δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ποιότητα της παρεχόμενης ενέργειας και εξυπηρέτησης προς τους πελάτες. Για τον λόγο αυτό, υιοθετούνται επίσης ως εισροές, αντιπροσωπευτικά τους μεγέθη όπως: αριθμός βλαβών στο δίκτυο διανομής και χρόνος αποκατάστασης αυτών, καθώς και χρόνοι παροχών (μελέτη & κατασκευή). Ως εκροές, για μια Περιοχή Διανομής είναι ο αριθμός των πελατών (Χαμηλής Τάσης και Μέσης Τάσης), και η αντίστοιχη πωληθήσα ηλεκτρική ενέργεια.
Η σχετική αποδοτικότητα των Περιοχών υπολογίσθηκε με βάση την δυνατότητά τους να μειώσουν τις εισροές με δεδομένα τα υφιστάμενα επίπεδα εκροών (προσανατολισμός στην εισροή). Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν αφορούν στοιχεία για το έτος 2007. Χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό Warwick DEA Software, (Warwick Business School, Warwick University, UK).
Επίσης υπολογίσθηκαν οι συντελεστές συσχέτισης Pearson και Kendall, προκειμένου να εξεταστεί η ύπαρξη πιθανών συσχετίσεων μεταξύ των δεικτών αποδοτικότητας που προκύπτουν από την εφαρμογή της μεθόδου DEA και των απλών δεικτών αποδοτικότητας, ορισμένοι από τους οποίους χρησιμοποιούνται από τη ΔΕΗ, εκτιμούν όμως μεμονωμένους μόνο παράγοντες των Μονάδων.
Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψαν τα ακόλουθα, (τα οποία δεν υιοθετούνται απαραίτητα από την ΔΕΗ):
• Γενικά η αποδοτικότητα των Περιοχών είναι σχετικά υψηλή (>80%), πλην μιας Περιοχής.
• Ο κύριος εξοπλισμός των Περιοχών (δίκτυο διανομής και μετασχηματιστές διανομής) και οι υπηρεσίες που προσφέρουν στους πελάτες τους (αριθμός πελατών και πωληθήσα ηλεκτρική ενέργεια) αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την καταρχήν κατάταξή τους με βάση την τεχνική τους αποδοτικότητα.
• Λαμβάνοντας όμως υπόψη στη μελέτη και άλλα κριτήρια, όπως οι ελέγξιμες δαπάνες, η ποιότητα της παρεχόμενης ενέργειας και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, προκύπτει διαφοροποίηση στην αρχική κατάταξη των μη αποδοτικών Περιοχών, οι οποίες εν γένει βελτιώνουν την αποδοτικότητά τους, εκτός από τρεις περιοχές, οι οποίες παραμένουν στάσιμες.
• Εξετάζοντας την αποδοτικότητα κλίμακας (σύγκριση της τεχνικής αποδοτικότητας κάθε Περιοχής, υπό κλίμακα σταθερών και μεταβλητών αποδόσεων), προκύπτει ότι υπάρχει επίπτωση του μεγέθους της κλίμακας στην παραγωγικότητα της αποτιμώμενης Περιοχής σε 6 Περιοχές, (αποδοτικότητα κλίμακας < 1).
• Ορισμένοι από τους απλούς δείκτες αποδοτικότητας, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και από τη ΔΕΗ, έχουν σημαντική συσχέτιση με τους δείκτες αποδοτικότητας που προκύπτουν από την εφαρμογή της μεθόδου DEA και μπορούν να εξηγήσουν την βαρύτητα ορισμένων παραγόντων στην διαμόρφωση της τεχνικής αποδοτικότητας των Μονάδων. Δεν παύουν όμως αυτοί οι απλοί δείκτες να εκτιμούν μεμονωμένους μόνο παράγοντες των Μονάδων, χωρίς να μπορούν να εκτιμήσουν την συνολική τεχνική αποδοτικότητα, όπως κάνει η μεθοδολογία DEA.
• Η μέθοδος DEA μπορεί να αποτελέσει ένα βασικό και χρήσιμο εργαλείο πληροφόρησης και κατεύθυνσης για την ιεραρχία των Περιοχών, χωρίς όμως απαραίτητα να αποτελεί πανάκεια για τη λήψη αποφάσεων, αφήνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο περιθώρια πρωτοβουλιών στη διοίκηση των Μονάδων. Η μέθοδος DEA συμβάλλει επίσης στην ανάπτυξη ενός εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ των Μονάδων Διανομής.
Περαιτέρω έρευνα με την εφαρμογή της μεθόδου σε δεδομένα περισσότερων ετών (π.χ. πενταετία), θα οδηγούσε σε ποιο ασφαλή και αξιόπιστα αποτελέσματα, λαμβάνοντας υπόψη κατ’ αυτό τον τρόπο και την εξέλιξη – πορεία των Περιοχών στο χρόνο. Η έρευνα θα μπορούσε επίσης να εφαρμοστεί για όλες της Περιοχές της Διανομής (59 Περιοχές) και να προκύψουν συγκριτικά αποτελέσματα για τις 5 Περιφερειακές Διευθύνσεις της Γενικής Διεύθυνσης Διανομής. / The present thesis deals with the problem of comparative evaluation of Distribution Districts of Power Public Corporation (PPC), and more specifically the 14 Districts of Peloponnese – Epirus Region Department, with the use of DEA (Data Envelopment of Analysis). The examined Districts are: Aegio, Agrinio, Arta, Corfu, Ioannina, Kalamata, Kefalonia, Korinthos, Nauplio, Patras, Pyrgos, Sparti, Tripoli and Zakynthos.
PPC is the only company of electric energy distribution in the country, which is the ownership of the distribution network. Every District constitutes an independent economic–administrative unit, which has the mission of development, operation and maintenance of its network. It is also responsible to assure the access to the network of the beneficiaries (consumers & producers), according to the Distribution Network Operation Code.
As inputs for each District are the work (personnel), the main equipment (distribution network and distribution transformers) and the functional expenses (controllable expenses). The Distribution Network Operation Code gives particular importance in the quality of provided energy and service to the customers. For this reason, they are adopted also as inputs: the number of network interruptions and the duration of interruptions, as well as the connection time to the network (study and construction). As outputs for each District are the number of customers (Low Voltage and Medium Voltage) and the supplied energy.
The relative efficiency of Districts was calculated based on their possibility to decrease their inputs keeping their outputs constant (input orientation). The data that were used concern the year 2007. The Warwick DEA Software used for the calculations (Warwick Business School, Warwick University, UK).
The Pearson and Kendall correlation coefficient were also calculated and the DEA technical efficiencies were compared with simple indices of efficiency, which PPC uses.
From the analysis of data resulted following, (that are not necessarily adopted by PPC):
• Generally the Districts efficiency is relatively high (> 80%), except one District.
• The main equipment of Districts (distribution network and distribution transformers) and the offered services to their customers (number of customers and supplied energy) constitute decisive factors for their initial classification based on their technical efficiency.
• Taking into consideration more criteria, as the controllable expenses, the quality of provided energy and the quality of provided services, result differentiation in the initial classification of not efficient Districts, what in general improve their efficiency, apart from three Districts, what remain stagnant.
• Examining the scale efficiency (comparison of technical efficiency of each District, under variable and constant returns to scale), it results that exists effect of scale size in the productivity of 6 Districts, (scale efficiency < 1).
• Some of simple indices of efficiency, which are also used by PPC, have important correlation with the DEA efficiencies and may explain the importance of some factors in the configuration of technical efficiency of Districts. However these simple indices continue to estimate only individual factors of Districts and not the total technical efficiency, as DEA does.
• DEA can be a basic and useful tool of information and direction for the Districts Directors, without however be panacea for the decision-making, leaving in this way margins of initiatives in the Districts administration. DEA also contributes to the promotion of internal competition between the Distribution Districts.
|
8 |
Δραστηριότητες μέτρησης της χωρητικότητας στην προσχολική ηλικίαΜπαλάσογλου, Αθανασία 03 October 2011 (has links)
Στην παρούσα έρευνα επιχειρείται να αναδειχθεί ο παιδαγωγικός ρόλος των δραστηριοτήτων στην οικειοποίηση από παιδιά της προσχολικής εκπαίδευσης μαθηματικών εννοιών, όπως η μέτρηση της χωρητικότητας δοχείων. Ερευνήθηκε η ηλικιακή επίδραση στο επίπεδο κατανόησης της έννοιας της μέτρησης της χωρητικότητας δοχείων. Τέλος προσπαθήσαμε να επαληθεύσουμε αποτελέσματα παρόμοιων ερευνών.
Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 30 υποκείμενα ηλικιών 5–6 που φοιτούσαν το σχολικό έτος 2009-2010 σε δύο ελληνικά δημόσια νηπιαγωγεία και κοινωνικοοικονομικά ανήκαν στα μεσαία στρώματα.
Η έρευνα διεξήχθη σε τρεις φάσεις: στο pre-test, τη διδασκαλία και το post-test. Στο pre-test, ελέγξαμε αν τα παιδιά μπορούν να πραγματοποιήσουν άμεσες (απευθείας μεταξύ δοχείων) και έμμεσες (με τη χρήση κάποιου κοινού μέτρου) συγκρίσεις της χωρητικότητας δοχείων. Στη διδακτική παρέμβαση προτάθηκαν δραστηριότητες, οι οποίες αποσκοπούσαν στη δημιουργία κατάλληλων frameworks σχετικά με τις άμεσες και έμμεσες συγκρίσεις. Ενώ περιελάμβανε και μια δραστηριότητα η οποία εισήγαγε τα παιδιά στην έννοια του μέτρου μέτρησης της χωρητικότητας δοχείων. Στο post-test, αξιολογήθηκε η επίδραση της teaching intervention στη βελτίωση της ικανότητας των παιδιών να χειρίζονται θέματα άμεσης και έμμεσης σύγκρισης χωρητικότητας δοχείων, καθώς και της χρήσης ενός αυθαίρετου οργάνου μέτρησης και μιας άτυπης μονάδας μέτρησης της χωρητικότητας.
Τα ευρήματα ανέδειξαν το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει το επικοινωνιακό πλαίσιο στη διδασκαλία, που ενισχύει την αυτονομία των μαθητών και συνεισφέρει στην κατάκτηση της νέας γνώσης. / This research attempts to highlight the role of pedagogical activities in the ownership of pre-school children mathematical concepts such as measurement of container capacity. We investigated the age effect on the level of understanding of the concept of measuring the containes measurament. Finally we tried to verify results of similar investigations.
The sample of the study consisted of 30 subjects aged 5–6, who attended the school year 2009-2010 in two Greek state kindergartens with the same social characteristics belonged to middle socioeconomic strata.
The study was conducted in three phases: the pre-test, teaching intervention and post-test. In the pre-test, we examined whether children can perform direct (directly between containers) and indirect (using a common measure) comparisons of the containers capacity. The teaching intervention proposed activities, which aimed to create appropriate frameworks for the direct and indirect comparisons. While it included an activity which introduced children to the concept of measurement of containers capacity. In the post-test, evaluated the effect of teaching intervention to improve children’s ability to handle matters of direct and indirect comparison containers capasity, and the use of an arbitrary gauge and an informal unit of measurement of capacity.
The findings highlighted the important role of communication within the teaching, enhancing the autonomy of pupils and contribute to the acquisition of new knowledge.
|
9 |
Μέτρηση υψίσυχνων ταλαντώσεων με GPS δειγματοληψίας 100Hz / Measurement of high-frequency oscillations using GPS with 100Hz sampling rateΜόσχας, Θεοφάνης 01 August 2014 (has links)
Στην παρούσα διατριβή διερευνήθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα επέκτασης του ορίου εφαρμογής της γεωδαιτικής μεθόδου μέτρησης μετακινήσεων σε πλέον άκαμπτες (υψίσυχνες) κατασκευές με τη χρήση οργάνων GPS δειγματοληψίας 100Hz. Τα όργανα αυτά αποτελούν πρόκληση για διάφορους τομείς καθώς έχουν δυνατότητα δειγματοληψίας σχεδόν ίδιας τάξης μεγέθους με όργανα που χρησιμοποιούνται παραδοσιακά για την καταγραφή δυναμικών κινήσεων όπως επιταχυνσιογράφοι, σεισμόμετρα κτλ.
Στην παρούσα διατριβή μελετήθηκαν τα χαρακτηριστικά του θορύβου των οργάνων GPS-100Hz μέσα από συστηματικά πειράματα “supervised learning”, όπου στατικοί δέκτες ή δέκτες κινούμενοι σε γνωστές οριζόντιες και κατακόρυφες τροχιές, επέτρεπαν να καταγραφεί και να αναλυθεί ο στατικός και δυναμικός θόρυβος διαφόρων τύπων.
Η περαιτέρω μελέτη του θορύβου έδειξε ότι οι συσχετίσεις και το εύρος του επηρεάζονται σημαντικά από το εύρος συχνοτήτων του βρόχου PLL (Phase-Locked Loop bandwidth) του δέκτη GPS. Η χρήση βρόχου PLL με εύρος συχνοτήτων (bandwidth) 100Hz εξασφαλίζει ασυσχέτιστες μετρήσεις αλλά αυξάνει σημαντικά το εύρος του θορύβου (τυπική απόκλιση περίπου 3mm στους οριζόντιους άξονες και περίπου 6-7mm στον κατακόρυφο).
Το φάσμα συχνοτήτων του θορύβου των χρονοσειρών συντεταγμένων GPS-100Hz χαρακτηρίζεται από μη τυχαίο (χρωματισμένο) θόρυβο στις χαμηλές συχνότητες (μέχρι περίπου 0.5Hz) και πρακτικά τυχαίο θόρυβο για τις υψηλές συχνότητες. Επιπλέον λόγω της δυνατότητας υψηλού ρυθμού δειγματοληψίας των οργάνων GPS-100Hz, έγινε δυνατό να διερευνηθεί για πρώτη φορά το φαινόμενο της δυναμικής πολυανάκλασης του δορυφορικού σήματος από κινούμενες ανακλαστικές επιφάνειες (dynamic multipath) και η επίδρασή του στις χρονοσειρές στιγμιαίων συντεταγμένων GPS.
Με βάση τα συμπεράσματα της ανάλυσης των πειραματικών δεδομένων αναπτύχθηκε μεθοδολογία απομείωσης του θορύβου των χρονοσειρών στιγμιαίων μετατοπίσεων κατασκευών ενδιαφέροντος Πολιτικού Μηχανικού με βάση ψηφιακά φίλτρα ζώνης. Η μεθοδολογία αυτή επιτρέπει να εκτιμηθούν οριζόντιες και κατακόρυφες μετακινήσεις της τάξης των λίγων χιλιοστών.
Η παραπάνω μεθοδολογία εφαρμόστηκε στις καταγραφές των ταλαντώσεων μίας ξύλινης πεζογέφυρας στην περιοχή της Πάτρας. Από αφιλτράριστες μετρήσεις GPS-100Hz εκτιμήθηκε εύρος εγκάρσιας ταλάντωσης της τάξης των 60-70mm και συχνότητα ταλάντωσης 0.92Hz. Στον κατακόρυφο άξονα εκτιμήθηκε συχνότητα ταλάντωσης 6.5Hz ενώ μετά την απομάκρυνση του θορύβου των μετρήσεων εκτιμήθηκε εύρος κατακόρυφης ταλάντωσης της τάξης των 3mm.
Η πειραματική και αναλυτική διερεύνηση δείχνουν ότι η υψηλή δειγματοληψία που παρέχουν τα νέα όργανα GPS-100Hz προσφέρει δυνατότητα καλύτερης εκτίμησης των χαρακτηριστικών ταλάντωσης (συχνότητα/εύρος) σχετικά εύκαμπτων κατασκευών αλλά και επέκτασης των ορίων εφαρμογής του GPS σε μέτρηση δυναμικών μετακινήσεων δύσκαμπτων κατασκευών (ιδιοσυχνότητα μεγαλύτερη των 5Hz) με εύρος μέχρι λίγα χιλιοστά. / The possibility of the newly introduced GNSS receivers, with sampling rate up to 100Hz, for broadening the limits of application of GPS technology toward measuring the displacements of stiff (high-frequency) Civil Engineering Structures was studied in the present thesis. The new generation GPS receivers present a great challenge for various applications since they offer a sampling rate similar to the sampling rate of traditional instruments used in vibration measurement/monitoring like accelerometers and seismometers.
The noise characteristics of the 100Hz GPS measurements were studied on the basis of systematic “supervised learning” experiments where instantaneous coordinate time-series from stationary receivers or receivers performing motions with known characteristics permitted to study static and dynamic noise of several types including noise due to dynamic multipath. The last phenomenon has been identified during the measurements of the response of bridges due to excitation by passing vehicles.
The study of noise characteristics indicated that the correlations and noise amplitude is highly dependent on the PLL (Phase-Locked Loop) bandwidth used by the GPS receiver. The use of a 100Hz PLL bandwidth ensures uncorrelated instantaneous coordinates but at the cost of high amplitude noise (standard deviation approximately 3mm and 6-7mm along the horizontal and vertical axes respectively). The noise spectrum is characterized by a power-law with colored noise affecting low frequencies up to approximately 0.5Hz and white noise affecting higher frequencies.
A methodology for the reduction of noise of the instantaneous coordinate time-series using band-pass filtering has been designed on the basis of the results of the experimental data. Application of the methodology permits the identification of millimeter level dynamic displacements similar to the ones developed during structural vibrations.
The methodology was applied on the measurements of the oscillations of a timber bridge in Patras, Greece. Oscillation amplitudes around 60-70mm and a fundamental natural frequency of 0.92Hz were identified along the lateral axis of the bridge on the basis of unfiltered GPS coordinates. The first natural frequency along the vertical axis was estimated at 6.5Hz. After the de-noising of the GPS coordinates vertical oscillation amplitudes of around 3mm were successfully identified.
The main result from the experimental and analytical investigation carried out in the present thesis is that the newly introduced GPS receivers with sampling rate up to 100Hz provide the opportunity of more detailed measurement of the oscillations and extraction of the dynamic characteristics of relatively flexible structures as well as the broadening of the limits of applications of GPS toward the measurement of dynamic displacements of stiff (natural frequencies >5Hz) structures.
|
10 |
Μέτρηση απόδοσης επιχειρήσεων / Business performance measurementΜυγδάκος, Γρηγόριος 03 July 2009 (has links)
Η παρούσα εργασία αποτελεί μία βιβλιογραφική διερεύνηση των κυριότερων Μεθόδων Μέτρησης Απόδοσης των επιχειρήσεων. Έγινε μια προσπάθεια να συγκεντρωθούν οι σημαντικότερες μέθοδοι, να αναλυθούν και τελικά να συγκριθούν για την επιλογή της μέχρι τώρα καταλληλότερης μεθόδου.
Η αρθρογραφία πάνω στη Μέτρηση της Απόδοσης των Επιχειρήσεων, είναι πλούσια και συνεχώς αυξανόμενη. Αυτό οφείλεται στην ανάγκη των επιχειρήσεων να πρωταγωνιστήσουν σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο και πλήρως ανταγωνιστικό επιχειρησιακό περιβάλλον, με μεγάλες αλλαγές να διαδραματίζονται στους κοινωνικο-τεχνικούς παράγοντες αλλά και στα χαρακτηριστικά λειτουργίας των επιχειρήσεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε: την παγκοσμιοποίηση των αγορών, την απελευθέρωση των αγορών, την «Οικονομία των Υπηρεσιών», τις ταχύτατες εξελίξεις στην πληροφορική και τις επικοινωνίες, την αύξηση της επιρροής και της εστίασης στις ανάγκες των πελατών από πλευράς επιχείρησης, την διαφοροποίηση των αναγκών και την αύξηση των προσδοκιών εξυπηρέτησης των πελατών κλπ. Όλα αυτά συνθέτουν ένα νέο κοινωνικό, οικονομικό, τεχνολογικό, ηθικό και πολιτικό πλαίσιο λειτουργίας της κοινωνίας, της οικονομίας και των επιχειρήσεων γενικότερα.
Κυριότεροι ερευνητές που ασχολήθηκαν με το θέμα της Μέτρησης της Απόδοσης των επιχειρήσεων είναι οι: Kaplan R., Norton D., Neeley A., Gregory M., Platts k., Eccles R., με τις εργασίες “The balance Scorecard – Translating Strategy into Action” Kaplan and Norton , “Performance Measurement – Why, What and How” του Neeley και “The performance Prism perspective” των Neeley και Adams , να είναι οι κυριότερες και με τον μεγαλύτερο αριθμό αναφορών(citations) σε αυτές μέχρι σήμερα.
Η μέθοδος που ξεχωρίζει τόσο σε πλήθος βιβλιογραφίας όσο και σε πλήθος αναφορών είναι η Balance Scorecard, καλύπτοντας τα ¾ όλης της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, με το υπόλοιπο ¼ να μοιράζεται στις υπόλοιπες μεθόδους. Δεν είναι τυχαίο επομένως η μεγάλη χρήση της μεθόδου αυτής από παγκόσμιες επιχειρήσεις που κατατάσσονται στο τοπ 10 των επιχειρηματικών περιοδικών Fortune και Business Week. Το γεγονός αυτό έρχεται να επικυρώσει και η συγκεκριμένη εργασία κατατάσσοντας την μέθοδο Balance Scorecard ως πληρέστερη - πιο ολοκληρωμένη έναντι των υπολοίπων μεθόδων.
Η παρούσα εργασία απαρτίζεται από εννέα κεφάλαια.
Στο 1ο Κεφάλαιο περιγράφεται η έννοια της αποδοτικότητας, η ανάγκη μέτρησης της αποδοτικότητας που έχει ανακύψει στο σύγχρονο περιβάλλον των επιχειρήσεων και ένα σύνολο δεικτών που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία μέτρησής της.
Στο 2ο Κεφάλαιο περιγράφεται η έννοια της μέτρησης τη απόδοσης, δίνεται μία περιληπτική περιγραφή των μεθόδων που υπάρχουν στην βιβλιογραφία και των συνθηκών που πρέπει να ικανοποιούνται για τη σωστή εφαρμογή των μεθόδων μέτρησης αποδοτικότητας.
Στο κεφάλαιο 3 περιγράφεται: η μέθοδος Balance Scorecard, οι μέθοδοι προσδιορισμού των δεικτών - κλειδιά απόδοσης της επιχείρησης (SWOT, QFD, PVA), η μέθοδος της Αναλυτικής Ιεράρχησης για την επιλογή των βασικών δεικτών-κλειδιά απόδοσης και τον καθορισμό των στατιστικών τους βαρών, οι προϋποθέσεις για τον επιτυχή προσδιορισμό και επιλογή των δεικτών κλειδιά στον πινάκα ισορροπημένης στοχοθεσίας, η προσαρμογή του πινάκα ισορροπημένης στοχοθεσίας στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του περιβάλλοντος και ο διαχρονικός διαχωρισμός αίτιου και αποτελέσματος.
Στο 4ο Κεφάλαιο γίνεται περιγραφή του Κοινού πλαισίου Αξιολόγησης
Στο 5ο Κεφάλαιο γίνεται περιγραφή της μεθόδου Διοίκησης Ολικής Ποιότητας, αναφέρονται οι κύριες αρχές εφαρμογής της μεθόδου, οι στόχοι ενός συστήματος αυτής της μεθόδου, οι κρίσιμοι παράγοντες επιτυχής εφαρμογής της και εργαλεία και μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή της.
Στο 6ο Κεφάλαιο περιγράφεται το Μοντέλο επιχειρηματικής Αριστείας (EFQM), τα επίπεδά του και τα θετικά αποτελέσματα από την εφαρμογή της μεθόδου στην επιχείρηση.
Στο 7ο Κεφάλαιο περιγράφεται η μέθοδος της Συγκριτικής Αξιολόγησης, οι στόχοι τα οφέλη και οι παγίδες που κρύβει η εφαρμογή της, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεθόδου, η διαδικασία εφαρμογής καθώς και μία σειρά εργαλείων απαραίτητα για την εφαρμογή της.
Στο 8ο Κεφάλαιο γίνεται αναφορά στις μεθοδολογίες SEM, ISO, στο Πλαίσιο των 7-S, στο Performance Prism και στο Activity based Business Modeling for Government. Αναλύονται τα κύρια σημεία της κάθε μεθοδολογίας τα κύρια σημεία εφαρμογής της κάθε μίας μεθόδου και τα πλεονεκτήματα εφαρμογής τους σε μία επιχείρηση.
Στο 9ο Κεφάλαιο γίνεται μία προσπάθεια να συγκριθούν οι κυριότερες μέθοδοι μέτρησης αποδοτικότητας, υιοθετείται ένα σύνολο 10 κριτηρίων, γίνεται μία σύνοψη των αποτελεσμάτων της σύγκρισης και προτείνεται από την εργασία ένα πλαίσιο μεθοδολογίας. / The present study is a bibliographic investigation concerning the main Performance Measurement Methods. Important methods are assembled, analyzed and compared in an attempt to find the best one applied to the research study subject.
The work is composed from nine chapters. The 1st chapter describes the significance of an enterprise performance, the need for its measurement that emerged in the frame of the modern environment of the enterprises and the total number of indices used in the process of measurement.
The 2nd one describes the significance of the output measurement by summarizing the relevant methods existing in bibliography, along with the conditions satisfied for a correct application of the methods referring to the efficiency measurement.
In chapter three, the various methods such as: Balance Scorecard, the methods of determining the indices – keys of enterprise output (SWOT, QFD, PVA), the method of Hierarchy Analysis for selecting the basic indicators of output, as well as, the determination of it statistical weights, the conditions for a successful determination, the choice of indicator keys in the table balanced target setting, the adaptation of table of balanced target setting in the altered conditions of environment and the diachronic segregation of cause and effect, are presented.
Chapter 4th presents the common frame of evaluation. In the 5th chapter the description of the Total Quality Management method is reported with references to the main application methods, the objectives of the system, the critical factors of its successful application and the tools and methodologies used for their application.
In the 6th chapter the model of enterprise description (EFQM), its levels and the positive results obtained from the model application in an enterprise, are described.
The method of Comparative Evaluation, the objectives and profits, the conditions and the process of application along with the tools essentially for its application, are presented in chapter 7th.
Chapter 8th reports the methodologies SEM, ISO, the frame of 7-S methodology, the Performance Prism and the Activity Based Business Modeling for Governments.
Finally, in chapter 9th an attempt is made to compare the most important and effective methods based on a total number of ten criteria, followed by a synopsis of the comparative analysis results, along with a proposed frame of new methodologies.
|
Page generated in 0.045 seconds