• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 4
  • Tagged with
  • 4
  • 3
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Η προέλευση της μεταλλοφορίας βαρύτη του γρανίτη της Μυκόνου. Παλαιογραφική μελέτη της Μεσογείου

Καραδήμα, Ναταλία-Κωνσταντίνα 11 October 2013 (has links)
Η περιοχή του κεντρικού Αιγαίου έχει υποβληθεί σε ηπειρωτική διαστολή από το κατώτερο Μειόκαινο. Κατά το στάδιο της διαστολής είχαμε διείσδυση ενός πλουτωνίτη ο οποίος σχετίζεται με το σύστημα αποκόλλησης της Μυκόνου. Η Μύκονος κυριαρχείται από έναν μονζογρανίτη, Ι-τύπου, ηλικίας 10 Ma ο οποίος διείσδυσε μέσα σε μάρμαρα, μεταπηλίτες και μεταβασίτες της Κατώτερης Ενότητας. Τα γρανιτοειδή της Μυκόνου έχουν μορφή λακκόλιθου με μονζογρανιτική έως γρανοδιοριτική σύσταση και υπέρκειται από την αποκόλληση της Λιβάδας η οποία ήταν ενεργή ταυτόχρονα με την εκταφή του γρανίτη και έχει υποβληθεί σε έντονη μυλωνιτίωση. Η τοποθέτηση του λακκόλιθου χρονολογείται στα 13,5 +/- Ma όπως βρέθηκε από χρονολογήσεις U/Pb σε ζιρκόνιο. Η εκταφή του λακκόλιθου της Μυκόνου ήταν γρήγορη όπως υποδεικνύεται από θερμοχρονολογικά δεδομένα. Το τέλος της περιόδου δραστηριότητας της αποκόλλησης είναι ισόχρονο με την απόθεση του συστήματος των φλεβών βαρύτη το οποίο αποτέθηκε στην περιοχή του Πανόρμου. Δείγματα που συλλέχθηκαν από την περιοχή του Πανόρμου χρησιμοποιήθηκαν για την ισοτοπική ανάλυση των ρευστών εγκλεισμάτων που απομονώθηκαν από τις βαρυτικές φλέβες. Οι αναλύσεις μπορούν να μας δώσουν χρήσιμα δεδομένα για τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απόθεση του βαρύτη καθώς και την προέλευση της μεταλλοφορίας του πλουτωνίτη της Μυκόνου. / The central Aegean region has undergone continental extension since at least the Early Miocene. The extensional stage was accompanied by the intrusion of granitic plutons and associated detachments such as the Mykonos detachment. Mykonos is dominated by a 10 Ma I-type monzogranite intruded into marble, metapelite and metabasite of the Lower Unit. The Mykonos granitoids form a laccolith-like intrusion with a monzogranitic to granodioritic composition and are topped by a low angle normal fault system. The top of the laccolith has been reworked by the Livada detachment which was active along with the exhumation of the granite and has undergone through intensive mylonitization and brecciation. Emplacement of the laccolith is dated at 13,5 +/- Ma using the U/Pb technique on Zircon. The exhumation of the Mykonos laccolith was very fast as indicated by thermochronological data. The end of the period of activity of the detachment is coeval with the emplacement of huge barite veins. The barite vein system which is deposited in the area of Panormos Bay is hosted in the monzogranite and consists of a set of ten major NW- to NNW- crustified tension gashes filled with barite and other minerals. Sample material that was collected from Panormos Bay was used for the study of fluid inclusions that were trapped in coarse-grained transparent minerals such as barite and quartz. Fluid inclusions can provide very useful information about the conditions existing during the formation of barite as well as the origin of the mineralization on the Mykonos pluton.
2

Φυλογεωγραφία των ενδημικών ειδών του γένους Trachelipus (Isopoda, Oniscidea) στην Ελλάδα

Καμηλάρη, Μαρία 08 July 2011 (has links)
Το γένος Trachelipus περιλαμβάνει οργανισμούς σχετικά στενόοικους οι οποίοι ζουν είτε στην παρόχθια βλάστηση ρεμάτων και ποταμών είτε σε υγρά δάση. Στη χώρα μας έχουν καταγραφεί 8 από τα 50 είδη του γένους, 4 από τα οποία είναι ενδημικά της Ελλάδας. Το ένα από αυτά εξαπλώνεται από την Κρήτη μέχρι την Ήπειρο, ένα στα νησιά του κεντρικού Αιγαίου, ένα στην Κρήτη και ένα στο νότιο Ευβοϊκό. Η κατανομή κάθε είδους είναι ασυνεχής, είτε λόγω γεωγραφικών (νησιωτικοί πληθυσμοί κλπ) είτε λόγω ενδιαιτηματικών παραγόντων. Η διάκριση μεταξύ των ειδών έχει γίνει βάσει περιορισμένου αριθμού μορφολογικών χαρακτήρων και δεν είναι βέβαιο ότι αντανακλά τις πραγματικές φυλογενετικές σχέσεις τους. Από τα αποτελέσματα προηγούμενης μελέτης διαπιστώθηκε έντονη απόκλιση μεταξύ των προτύπων της γενετικής ποικιλότητας και εκείνης της τρέχουσας ταξινόμησης σε ορισμένες ομάδες πληθυσμών του γένους αυτού. Επιπλέον, φάνηκε σημαντικός βαθμός γενετικής απομόνωσης μεταξύ των πληθυσμών ενός είδους, ενισχύοντας την άποψη περί ισχυρής μεταπληθυσμιακής συγκρότησής τους. Στην παρούσα μελέτη, συλλέχθηκαν 47 πληθυσμοί στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι οποίοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία ανήκαν στο είδος Trachelipus kytherensis (σύμφωνα με την ισχύουσα ταξινόμηση). Σε αυτούς προστέθηκαν και τα δεδομένα των Parmakelis et al 2008 (16 πληθυσμοί) έτσι ώστε να είναι πιο ολοκληρωμένη η μελέτη και η εξαγωγή συμπερασμάτων για το γένος Trachelipus. Συνολικά μελετήθηκαν γενετικά 63 πληθυσμοί του γένους, χρησιμοποιώντας ως μοριακούς δείκτες τα μιτοχονδριακά γονίδια 16S rRNA και COI. Έπειτα από απομόνωση του DNA και τον πολλαπλασιασμό των συγκεκριμένων τμημάτων με PCR προσδιορίστηκε η αλληλουχία των βάσεων, και υπολογίστηκε η γενετική διαφοροποίηση εντός και μεταξύ των πληθυσμών. Για την ανάλυση των φυλογενετικών σχέσεων μεταξύ των πληθυσμών ή/και των ειδών χρησιμοποιήθηκαν οι μέθοδοι της Σύνδεσης Γειτόνων (Neighbor Joining-NJ), της Μέγιστης Φειδωλότητας (Maximum Parsimony-MP) και της Μπεϊεσιανής Συμπερασματολογίας (Bayesian Inference-BI). Το τελικό μήκος των αλληλουχιών μετά την επεξεργασία ήταν 386 θέσεις για το γενετικό τόπο 16S rRNA και 512 θέσεις για το γενετικό τόπο COI. Με τα δεδομένα αυτά δεδομένα πραγματοποιήθηκε τόσο ανεξάρτητη όσο και συνδυασμένη ανάλυση. Από τα αποτελέσματα φαίνονται πληθυσμοί οι οποίοι παρα το ότι είναι πολύ κοντινοί γεωγραφικά, και μέχρι σήμερα θεωρείται πως ανήκουν στο ίδιο είδος (Trachelipus kytherensis), εμφανίζουν μεγάλες γενετικές αποστάσεις μεταξύ τους και ομαδοποιούνται σε διαφορετικούς και αρκετά απομακρυσμένους κλάδους των δένδρων σε όλες τις αναλύσεις (NJ, MP, BI). Η τοπολογία των κλάδων, καθώς και η απουσία σαφούς γεωγραφικού προτύπου στην ομαδοποίηση των πληθυσμών του T. kytherensis, καταδεικνύει ότι πιθανότατα δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μόνο είδος, αλλά με περισσότερα που είναι δύσκολο να διακριθούν μορφολογικά, τουλάχιστον με τους μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμενους ταξινομικούς διαγνωστικούς χαρακτήρες. Αυτό ενισχύεται και από τις γενετικές αποστάσεις που καταγράφηκαν στην παρούσα μελέτη και εμφανίζονται ιδιαίτερα αυξημένες (μέγιστες παρατηρηθείσες γενετικές απόστασεις: 27,3% COI, 17,6% 16S rRNA) ακόμα και σε σχέση με αυτές που έχουν αναφερθεί σε άλλες έρευνες για τη διάκριση ειδών ισοπόδων. Επισημαίνεται η ιδιαίτερα μεγάλη γενετική διαφοροποίηση μεταξύ των αντιπροσώπων του γένους. Επιπλέον καταδεικνύεται πως η Πελοπόννησος φιλοξενεί τα είδη Trachelipus ‘kytherensis’ και T. aegaeus (τουλάχιστον στη χερσόνησο της Αργολίδας) αλλά και πιθανόν μια τρίτη μορφή στα βόρεια (νέο είδος;) η οποία εμφανίζεται ευρύτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον λοιπόν να μελετηθούν αυτές οι πιθανές «ζώνες επαφής» ως προς τη γονιδιακή τους ροή, ώστε να εκτιμηθεί το ποσοστό απομόνωσης των πληθυσμών και, κατ’ επέκταση, του κάθε είδους. / The phylogenetic relationships among terrestrial isopod species are still largely unknown because robust analyses have started to appear only relatively recently. Species-level taxonomy has been based mainly on a few secondary sexual characters of males, although recent analyses based on molecular markers have indicated that species definitions based on morphology may underestimate the true levels of divergence among populations. Furthermore, within several genera or species groups, morphological characters do not provide clear-cut taxonomic resolution, so that many changes in the interpretation of nominal species have appeared in the literature. The genus Trachelipus comprises of relatively stenoecious animals living in habitats generally threatened by human activities, such as humid forest sites and riparian habitats. It includes some 50 species distributed around the Palaearctic, with 8 species recorded from Greece, 4 endemic to the country. The distribution of species is discontinuous due to the increasing fragmentation of its habitats and the expansion of agricultural land and dry woodland. Projected climatic change will restrict further gene flow between Trachelipus populations, as dry habitats are expected to expand in Greece. Species–level taxonomy has been based on a few morphological characters, mainly the secondary sexual characters of males, exhibiting significant variation, and is controversial. Very high intraspecific genetic divergence among several populations has been documented. In this study we attempt a phylogeographic analysis among the Greek endemic species of the genus. We sampled 47 populations from several sites in mainland Greece. In our analyses we incorporated data from previous work (16 populations) in order to better estimate possible geographic structure in the patterns of divergence among populations, and to throw new light in the systematics of the species. Overall, 63 populations were considered. After total DNA extraction, we sequenced the two PCR amplified mtDNA gene fragments, namely 16S rRNA and cytochrome oxidase subunit I (COI), and calculated the genetic divergence within and among the populations studied, as well as their phylogenetic relationships. The methods for phylogenetic reconstruction used were Neighbor Joining (NJ), Maximum Parsimony (MP) and Bayesian Inference (BI) for each mtDNA sequence data and the concatenated dataset. The phylogenetic trees obtained from the molecular data – from all three phylogenetic methods (NJ, MP, BI) - produced trees with quite congruent topologies. Some populations that are considered conspecific exhibit large genetic distances and cluster in different clades. The highly-structured phylogenetic tree and the lack of an overall geographic pattern in the clustering of Trachelipus populations indicates that very probably we are not dealing with a single species, but rather with a number of cryptic species, hardly distinguished by means of currently used morphological characters. This is further corroborated by the genetic distances separating the clades hosting nominal T. kytherensis populations (max_dCOI=27.3% and max_d16S rRNA=17.6%). In general, it can be argued that the genetic distances recorded in the present study are quite large compared with those reported for different species and even genera in other studies of terrestrial isopods. Furthermore, it is evident than there are two species present in the Peloponnese, i.e. Trachelipus ‘kytherensis’ and T. aegaeus (in Argolis peninsula). In northern Peloponnese, a third form is also present (new species?) that occurs throughout the central and northern part of mainland Greece. These ‘contact zones’ should be further investigated in terms of genetic flow and isolation of the populations and/or species. Both the phylogeny presented here and the genetic distances separating populations appear to justify the necessity of further investigation into the phylogeny of the Greek Trachelipus species using a population by population approach. It is likely that morphology inadequately describes real variation inside and among species; hence, diagnoses based on the morphological characters used so far for the delineation of Trachelipus species should be reconsidered under the light of more extensive molecular phylogenetic analyses.
3

Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της ευρύτερης περιοχής Μοδίου – Πόρου / Palaeogeographic reconstruction in the wider region Modi rocky islet and Poros island

Πρεβένιος, Μιχαήλ 14 February 2012 (has links)
Οι μεταβολές της στάθμης της θάλασσας τα τελευταία 20.000 χρόνια και η εμφάνιση καταστροφικών φαινομένων (σεισμοί, παλιρροιακά κύματα) έχουν οδηγήσει στην καταβύθιση αρχαίων πόλεων, οικισμών και λιμενικών εγκαταστάσεων. Οι περισσότερες των αρχαιολογικών παράκτιων θέσεων σήμερα, βρίσκονται βυθισμένες στη θάλασσα και η μελέτη τους απαιτεί τη χρήση σύγχρονων συστημάτων θαλάσσιας γεωφυσικής διασκόπησης. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι θαλάσσιες γεωφυσικές μέθοδοι έχουν αναδειχθεί σε εξαιρετικά αποτελεσματικό μέσο στη μελέτη τέτοιων περιοχών καθώς είναι εφικτό: (α) να εντοπίζουν και να χαρτογραφούν με ακρίβεια και σε σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλης έκτασης περιοχών αρχαιολογικής σημασίας, (β) να εντοπίζουν και να χαρτογραφούν γεωμορφές σχετιζόμενες με το περιβάλλον ανάπτυξης των αρχαιολογικών θέσεων έτσι ώστε να αναπαριστούν την εξέλιξη της παράκτιας παλαιογεωγραφίας. Επιπλέον, οι γεωφυσικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται πλέον συστηματικά για τον εντοπισμό και τη μελέτη κινητών μαρτυριών (ναυάγια) της ανθρώπινης δραστηριότητας στον πυθμένα. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται τα προκαταρκτικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των μεθόδων θαλάσσιας γεωφυσικής διασκόπησης στην ευρύτερη περιοχής Μοδίου – Πόρου. Στη βορειοδυτική πλευρά της νησίδας Μόδι, το Ινστιτούτο Ενάλιων Αρχαιολογικών Ερευνών (ΙΕΝΑΕ) εντόπισε φορτίο ναυαγίου που χρονολογείται τον 12ο αιώνα π.Χ. Επιπλέον, η περιοχή μελέτης αποτελεί μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον για τον Ελληνικό θαλάσσιο χώρο διότι στην αρχαιότητα αποτελούσε σημαντικό εφαλτήριο και βρίσκονταν σε ενδιάμεσους πολυσύχναστους θαλάσσιους πλόες του Αργοσαρωνικού κόλπου. Τα όργανα γεωφυσικής διασκόπησης που χρησιμοποιήθηκαν στην συγκεκριμένη έρευνα ήταν o τομογράφος υποδομής πυθμένα υψηλής διακριτικής ικανότητας και ο ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης. Η επεξεργασία και η ανάλυση των δεδομένων επέτρεψε την αποτύπωση της θέσης του ναυαγίου με σύγχρονες μεθόδους διασκόπησης, την κατασκευή λεπτομερών χαρτών βυθομετρίας και γεωμορφολογίας του πυθμένα, τον εντοπισμό ιχνών (scarps) καταβυθισμένων παλαιοακτών και τον προσδιορισμό της στρωματογραφικής υποδομής του πυθμένα στην περιοχή μελέτης. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα έγινε προσπάθεια ανάπλασης της παλαιογεωγραφικής εξέλιξης στην ευρύτερη περιοχή μελέτης για τα τελευταία 18.000 χρόνια. Επιπλέον εντοπίστηκε στην ευρύτερη περιοχή έρευνας, ένας σημαντικός αριθμός στόχων πιθανής αρχαιολογικής σημασίας. / The changes in sea level over the last 20,000 years and the emergence of catastrophic events (earthquakes, tidal waves) have led to the submergence of ancient cities, settlements and port facilities. Most of the archaeological coastal positions today are immersed in the sea and their study requires the use of modern systems of marine geophysical surveys. Over the past two decades, marine geophysical methods have become an extremely effective tool in studying such areas as practicable: (a) to identify and map out accurately and in a short period of large areas of archaeological importance, (b) to identify and mapping landforms associated with the development environment of the sites to represent the evolution of the coastal Paleogeography. In addition, geophysical methods are now used routinely to detect and study mobile testimonies (wrecks) of human activity on the sea floor. This paper presents preliminary results from the application of marine geophysical methods in the wider region Modi Rocky Islet and Poros Isl. On the northwestern side of the rocky islet of Modi, the Hellenic Institute of Marine Archaeology (H.I.M.A) identified a cargo of a shipwreck dating to the 12th century BC Furthermore, the study area forms great archaeological interest in the Greek sea area because in ancient times was an important springboard and was located in intermediar and frequented sea voyages of the Saronic Gulf. The geophysical instruments used in this study was the subbottom profiler and side-scan sonar. The processing and data analysis enabled mapping the location of the wreck using modern marine geophysical methods, build detailed bathymetry maps and maps with the geomorphology of the seabed, detect traces (scarps) of submerged palaeocoast and determine the stratigraphic infrastructure of sea floor in the study area. Based on these data attempted reconstruction of the palaeogeographic evolution of the study area for the past 18,000 years. In addition, in the study area, was identified a significant number of potential targets with archaeological importance.
4

Μελέτη της περιοχής του ΒΔ τμήματος του Πατραϊκού κόλπου για πιθανή εύρεση στόχων σχετικά με την ναυμαχία του Lepanto

Σκληβανιώτης, Λέανδρος, Τριχιά, Ελισάβετ 21 December 2012 (has links)
Η παρούσα μελέτη έγινε για την εύρεση στόχων των ναυαγίων κατά την ναυμαχία του Lepanto στην περιοχή της Ναυπάκτου με χρήση ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης, τομογράφου υποδομής πυθμένα και ανάλυση των αποτελεσμάτων με χρήση GIS. H επιλογή αυτών των συστημάτων βασίστηκε σε παρόμοιες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε περιοχές άλλων ναυαγίων. Στην συνέχεια θα παρατεθεί η κάθε μελέτη ξεχωριστά. / --

Page generated in 0.0316 seconds