• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 31
  • Tagged with
  • 31
  • 28
  • 9
  • 8
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Προσδιορισμός των υδρογονανθράκων στην ατμόσφαιρα και επίδρασή τους στο σχηματισμό φωτοοξειδωτικών

Μοσχονάς, Νεκτάριος 18 March 2010 (has links)
- / -
2

Έλεγχος εντεροϊών και αδενοϊών στα παράκτια νερά του νομού Αχαΐας / Detection of enteroviruses, adenoviruses and HAV in coastal waters of Achaia district

Βανταράκης, Απόστολος 23 March 2010 (has links)
- / -
3

Καταγραφή και αξιολόγηση προγραμμάτων Π.Ε. την τριετία 2002-2005 στο Ν. Αχαΐας και εφαρμογή έρευνας δράσης σε προγράμματα Π.Ε. που υλοποιούνται κατά το τρέχον σχολικό έτος (2005-2006)

Γιαννακόπουλος, Νικόλαος 08 December 2008 (has links)
Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές αντιλήψεις για το τι σημαίνει «αξιολογώ», οι οποίες αντανακλούν και διαφορετικές προσεγγίσεις της αξιολόγησης τόσο στο εννοιολογικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των μεθόδων και των διαδικασιών που ακολουθούνται στην πράξη. Στην παρούσα εργασία δεν προσπαθήσαμε να αναλύσουμε διεξοδικά το θέμα της αξιολόγησης, αλλά να εφαρμόσουμε συγκεκριμένες μεθοδολογίες για να πετύχουμε την αξιολόγηση ενός αριθμού προγραμμάτων που πραγματοποιήθηκαν στο νομό Αχαΐας από το σχολικό έτος 2002-2003 μέχρι σήμερα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήσαμε δυο (2) διαφορετικές στρατηγικές. Την τελική ετεροαξιολόγηση των προγραμμάτων που υλοποιήθηκαν στο Ν. Αχαΐας των θεματικών δικτύων «Φυσικό Περιβάλλον» και «Νερό» κατά τη διάρκεια των σχολικών ετών 2002 – 2005 και την εφαρμογή διαμορφωτικής αξιολόγησης με τη μορφή έρευνας δράσης σε τρία (3) σχολεία Β/θμιας εκπ/σης του Ν. Αχαΐας με θέμα σχετικό με τα παραπάνω δυο δίκτυα. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την τελική ετεροαξιολόγηση αφορούν περισσότερο ποσοτικά στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από έντυπα που συμπληρώνουν οι εκπαιδευτικοί που υλοποιούν τα προγράμματα και μπορούν να τύχουν στατιστικής επεξεργασίας και άρα να γενικευτούν για ένα μεγάλο αριθμό προγραμμάτων. Το μειονέκτημα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι δεν μπορεί να αξιολογηθεί η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων και έτσι η αξιολόγηση στηρίζεται στην εικόνα που έχουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί για το πρόγραμμα τους, αφού αυτό ολοκληρωθεί. Αντίθετα στην εφαρμογή των προγραμμάτων έρευνας δράσης η αξιολόγηση είναι συνεχής και διαμορφωτική, οι εκπαιδευτικοί με τη βοήθεια του κριτικού φίλου και του συντονιστή αξιολογούν τις στρατηγικές τους κατά τη διάρκεια του προγράμματος τα αποτελέσματα, όμως δεν μπορούν να τύχουν στατιστικής επεξεργασίας και άρα δεν μπορεί να υπάρξει ολοκλήρωση και γενίκευση των συμπερασμάτων. Έτσι οι δυο (2) διαφορετικές μεθοδολογίες που αναπτύξαμε είναι ποιοτικά διαφορετικές όσον αφορά την προσέγγιση και την επιστημολογία τους. Ωστόσο, η καθεμία αποκτά τη σημασία της στο βαθμό που αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες του κάθε τύπου αξιολόγησης και μπορεί να βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς να διασαφηνίσουν τις δικές τους ιδέες και αντιλήψεις για την Π.Ε. / -
4

Υδρογεωλογική - περιβαλλοντική μελέτης της ευρύτερης περιοχής της βόρειας Κέρκυρας

Μουζακίτης, Αριστείδης 19 January 2010 (has links)
Στα πλαίσια της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας μελετώνται οι υδρογεωλογικές και υδροχημικές συνθήκες που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Κέρκυρας, με έμφαση στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του υπογείου νερού. Η νήσος Κέρκυρα αποτελεί το πλέον εξωτερικό μέρος των γεωτεκτονικών ζωνών των Ελληνίδων και έχει ως γεωλογικό υπόβαθρο τους σχηματισμούς της Ιονίου ζώνης. Στη γεωλογική δομή της περιοχής έρευνας συμμετέχουν επίσης σχηματισμοί μεταλπικής ηλικίας και τεταρτογενείς αποθέσεις. Χαρακτηριστική της τεκτονικής δομής της περιοχής έρευνας θεωρείται η γραμμή εφίππευσης που διακόπτεται από εγκάρσια ρήγματα και που χωρίζει το νησί σε μία αντικλινική ζώνη προς τα ανατολικά και μια συγκλινική προς τα δυτικά. Το υδρογεωλογικό μοντέλο της περιοχής έρευνας συντίθεται από τρείς μεγάλες υδρογεωλογικές ενότητες, αυτή του συμπαγούς και ρωγματωμένου –καρστικοποιημένου μεσοζωικού ανθρακικού σχηματισμού, με υδατοστεγείς σχιστολιθικές παρεμβολές και την κλαστική ασύνδετη έως συνεκτική υδροφόρο ενότητα των νεοτέρων αποθέσεων του Νεογενούς και Τεταρτογενούς η οποία εμφανίζεται στο ΒΔ μέρος της περιοχής μελέτης. Το υδρογεωλογικό μοντέλο συμπληρώνεται με την υδροφόρο ενότητα των τριαδικών λατυποπαγών με εμφανίσεις γύψου, που υπόκεινται του ανθρακικού υποβάθρου. Σύμφωνα και με προηγούμενες μελέτες του Ι.Γ.Μ.Ε., η περιοχή έρευνας χωρίζεται σε 4 μεγάλες υδρογεωλογικές λεκάνες. Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων της υδροχημικής έρευνας έγινε ανά ευρύτερη υδρογεωλογική λεκάνη. Τα υπόγεια νερά της υδρογεωλογικής λεκάνης 1 ομαδοποιούνται σε δύο κύριους υδροχημικούς τύπους (Ca-HCO3 και Na-Cl). Ποιοτικά χαρακτηρίζονται ως καλής ποιοτικής σύστασης ως προς την ποσιμότητα με εξαίρεση δύο, στη μία εκ των οποίων εμφανίζονται υψηλές συγκεντρώσεις SO42-, Cl-, Na+, K+, Mg2+, Fe και Se, πολύ πάνω από τα όρια ποσιμότητας και αυτό οφείλεται στην φυσική διείσδυση του θαλασσινού νερού λόγω τοπικών υδρογεωλογικών συνθηκών και πιθανώς σε ανθρωπογενή ρύπανση. Τα υπόγεια νερά της υδρογεωλογικής λεκάνης 2 ομαδοποιούνται σε τέσσερις κύριους υδροχημικούς τύπους (Ca-(Mg)-HCO3, Ca-Na-(Mg)-HCO3, Ca-HCO3-SO4 και Ca-Na-SO4). Ως προς την ποιότητά τους, χαρακτηρίζονται από σημειακές υψηλές συγκεντρώσεις NH4+, NO2-, SO42-, Mg2+, K+ καθώς και ιχνοστοιχείων όπως ο σίδηρος, το μαγγάνιο και το νικέλιο πάνω από τα όρια ποσιμότητας. Τα παραπάνω οφείλονται στην παρουσία γυψούχων κοιτασμάτων, την ιοντική ανταλλαγή, την διάλυση των δολομιτικών πετρωμάτων και την ρύπανση λόγω λυμάτων. Τα υπόγεια νερά της υδρογεωλογικής λεκάνης 3 κατατάσσονται σε μία ενιαία κατηγορία με υδροχημικό τύπο Ca-HCO3-SO4-Cl. Η έντονη παρουσία των θειϊκών και χλωρίου στους υδροχημικούς τύπους των δειγμάτων της περιοχής υποδηλώνει την παρουσία γύψων στην ευρύτερη περιοχή, χωρίς να υπερβαίνουν βέβαια τα όρια ποσιμότητας. Ο υδροχημικός τύπος του νερού για τη μοναδική γεώτρηση της υδρογεωλογικής λεκάνης 4 είναι Ca-HCO3-SO4. Δεν παρατηρούνται αυξημένες συγκεντρώσεις ιχνοστοιχείων στο συγκεκριμένο δείγμα. Οι σχετικά υψηλές συγκεντρώσεις SO42- στην ευρύτερη περιοχή οφείλονται στην παρουσία γύψων των τριαδικών λατυποπαγών. / In the frame of the present master thesis, the hydrogeological and hydrochemical conditions that prevail in the broader Northern Corfu region are studied and interpreted with emphasis on the quality of the groundwater. Corfu Island consists the most external part of the geotectonic zones of Greece presenting as geological bedrock the formations of the Ionian zone. The geological structure of the study area consists also of post-alpine formations and quaternary deposits. The thrust line, which is interrupted by transverse faults and splits the island into an anticlinical area eastward and a downfold westward, is characteristic of the tectonic structure of the study area. The hydrogeological model of the study area consists of three major hydrogeologic units, the compact, karstified, Mesozoic carbonate formation of water impermeable schist interferences and the klastic unconfined but cohesive aquifer unit of Neogene and Quaternary’s newer deposits that appears North West of the study area. The hydrogeological model is supplemented with the Triassic breccia’s aquifer, since gypsum, subjected to the carbonate bedrock, is observed. According to previous studies of IGME, the research area is divided into 4 major hydrogeologic basins. The results of the hydrochemical research were presented in each broader hydrogeologic basin. The groundwaters of the hydrogeologic basin 1 are grouped into two main hydrochemical types (Ca-HCO3 and Na-Cl). As it concerns the drinking water quality of the water, they can generally be considered of good quality composition, apart from two; one of them is characterized by high concentrations of SO42-, Cl-, Na+, K+, Mg2+, Fe and Se, exceeding the drinking water limits. This is due to natural intrusion of sea water because of the local hydrogeological conditions and possibly due to the anthropogenic pollution. The groundwaters of the hydrogeological basin 2 are grouped into four main hydrochemical types (Ca-(Mg)-HCO3, Ca-Na-(Mg)-HCO3, Ca-HCO3-SO4 and Ca-Na-SO4). As far as it concerns their quality, they are characterized by point elevated concentrations of NH4+, NO2-, SO42-, Mg2+, K+and several trace elements, such as the iron, the magnesium and the nickel, which do not meet the drinking water limits. These are due to the presence of gypsum deposits, the ion exchange, the dolomite rocks dissolution and the wastes. The groundwaters of the hydrogeological basin 3 are classified into a single category and their hydrochemical type is Ca-HCO3-SO4-Cl. The strong presence of sulphate and chlorine in the hydrochemical types of the region’s samples indicates the gypsum’s presence in the wider area without exceeding of course the drinking water limits. The hydrochemical type of water for the unique drilling that took place in the hydrogeological basin 4 is Ca-HCO3-SO4. Increased concentrations of trace elements are not observed in this specific sample. The concentrations of SO42- in the wider area are relatively high because of the presence of Triassic breccia gypsum.
5

Καταγραφή και παρακολούθηση της βιοποικιλότητας σε ένα λατομείο που αποκαθίσταται

Παπανικολάου, Ιωάννα 08 July 2011 (has links)
Στην Ελλάδα, από την αρχαιότητα έως σήμερα, πολλές περιοχές έχουν χρησιμοποιηθεί για μετάλλευση και λατόμευση ώστε να παραχθούν μέταλλα και οικοδομικά υλικά. Η παραγωγή μαρμάρου ήταν συνήθης στην αρχαία Ελλάδα, αλλά σήμερα η πιο κοινή πρακτική είναι η παραγωγή αδρανών υλικών. Παρόλο που η Ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι ιδιαίτερα αυστηρή σε ό,τι αφορά την αποκατάσταση των λατομείων (μετά τη χρήση τους), υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που λατομεία αφέθηκαν στην τύχη τους μετά την εκμετάλλευση του πετρώματος. Σε τέτοιες περιοχές, ο ρυθμός της φυσικής διαδοχής είναι ιδιαίτερα χαμηλός επειδή ένα λατομείο καταλήγει με βαθμίδες και πρανή, που αποτελούνται από γυμνό βράχο. Ωστόσο, είναι σημαντικό να εφαρμοστούν μέθοδοι αποκατάστασης χρησιμοποιώντας τεχνητή βλάστηση, όπως είναι η υδροσπορά. Μία συνήθης πρακτική είναι η χρήση φυτικών ειδών, τα οποία είναι χαρακτηριστικά της τοπικής χλωρίδας και βλάστησης. Ο σκοπός της αποκατάστασης θα πρέπει να είναι η επανόρθωση της αρχικής ποιότητας του περιβάλλοντος. Στη μη αποκατεστημένη περιοχή, οι φυσιολογικές βιολογικές διαδικασίες είναι σε λήθαργο. Έτσι, θα πρέπει να αποκατασταθεί ώστε να είναι λειτουργικό σε ό,τι αφορά το έδαφος, τους φυτικούς οργανισμούς και την αισθητική του τοπίου. Στο αποκατεστημένο οικοσύστημα, οι φυσικές διαδικασίες απελευθέρωσης θρεπτικών ουσιών, η ανάπτυξη των φυτών και ο κύκλος των θρεπτικών συνεχίζουν σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Η περιοχή μελέτης περιλαμβάνει τα πρανή και τις βαθμίδες ενός λατομείου ασβεστόλιθου που βρίσκεται πάνω από τα χωριά Αραχωβίτικα και Δρέπανο Αχαΐας. Η ιδιοκτήτρια εταιρία Α.Ε. ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ ΤΙΤΑΝ έχει κάνει αποκατάσταση της περιοχής χρησιμοποιώντας φυτικά είδη, όπως είναι τα Cupressus sempervirens, Quercus ilex, Spartium junceum και Pinus halepensis. Επιπρόσθετα, για το σκοπό αυτό έχουν χρησιμοποιηθεί και ξενικά φυτικά είδη, όπως είναι τα Eucalyptus globulus, Cupressus arizonica και Robinia pseudoacacia. Αυτά τα φυτικά είδη είναι ξενικά όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη τη Μεσογειακή περιοχή. Έτσι, η καλλιέργειά τους στην περιοχή όπου βρίσκεται το λατομείο, θα πρέπει να αποφεύγεται. Ο στόχος αυτής της έρευνας είναι η μελέτη της αποκατάστασης, της φυσικής διαδοχής και της φυτικής ποικιλότητας του λατομείου, χρησιμοποιώντας τη φυτοκοινωνιολογική μέθοδο του Braun-Blanquet. Δειγματοληπτικές επιφάνειες εγκαταστάθηκαν στα πρανή και τις βαθμίδες του λατομείου. Από κάθε επιφάνεια συλλέχθησαν και αναγνωρίστηκαν φυτικά δείγματα, όπως είναι τα Sarcopoterium spinosum, Silene italica subsp. peloponnesiaca, Dittrichia viscosa, Centranthus ruber subsp. ruber και Bituminaria bituminosa. Τα παραπάνω, που ονομάζονται πρόδρομα είδη, αποτελούν τα πρώτα φυτά που εγκαθίστανται σε μία υποβαθμισμένη περιοχή και παίζουν σημαντικό ρόλο στην εγκατάσταση άλλων φυτών. Η χλωρίδα του λατομείου συγκρίνεται με αυτή της περιβάλλουσας περιοχής, η οποία αποτελείται από τυπική μακκία βλάστηση και χαρακτηρίζεται από κυρίαρχα φυτικά είδη της μεσογειακής βλάστησης στο στάδιο «κλίμαξ». Αυτά είναι τα Quercus coccifera, Q. ilex, Arbutus andrachne και Pistacia lentiscus. Επίσης, παρατηρούνται φυτικά είδη όπως είναι τα Pyrus amygdaliformis, Phlomis fruticosa, Myrtus communis, Cistus creticus, C. salviifolius και Fraxinus ornus. Η μελέτη της περιβάλλουσας περιοχής εξυπηρετεί ως οικοσύστημα αναφοράς, το οποίο αποτελεί ένα μοντέλο για το σχεδιασμό και την εκτίμηση ενός σχεδίου οικολογικής αποκατάστασης. / In Greece, from ancient times since today lots of areas have been used for mining and quarrying in order to produce minerals and building materials. The production of marble was frequent in ancient Greece, but today the most common practice is the production of cement. Despite the rigidity of European legislation concerning quarry restoration, there are cases that quarries are simply abandoned after use. The rate of natural succession is significantly low because a quarry ends up with quarry faces and platforms consisted of rock, after its excavation. Therefore it is important to apply restoration methods using artificial vegetation, such as hydro-seeding. It is common to use plant species which are not similar to the ones of the surrounding vegetation (introduced). The aim of restoration should be the rehabilitation of the original quality of the environment. In the unrestored ecosystem, normal biological processes are at a standstill. The ecosystem must be restored in order to become normally functional as long as it concerns the soil, the plants and the aesthetics. In the restored ecosystem the natural processes of nutrient release, plant growth and nutrient cycling go on at a normal rate. The study area includes the quarry faces and platforms (floors) of a limestone quarry above Arachovitica and Drepano Achaia, Greece. In order to restore this area, there has been an effort to cover it (by TITAN) using plant species like Cupressus sempervirens, Quercus ilex, Spartium junceum and Pinus halepensis. Besides them, non-native plant species have been planted such as Eucalyptus globulus, Cupressus arizonica and Robinia pseudoacacia. These plant species are alien, not only in Greece but in the entire Mediterranean region. So, their cultivation should be avoided in this particular area where the quarry is situated. The target of this research is the study of restoration, natural succession and plant diversity (at the quarry) using the plant sociological method Braun-Blanquet. Sample plots have been established at the faces and platforms of the quarry. Plant samples were collected from each plot, such as Sarcopoterium spinosum, Silene italica subsp. peloponnesiaca, Dittrichia viscosa, Centranthus ruber subsp. ruber and Bituminaria bituminosa. These plants are called “pioneer” plant species, because they are some of the first plants (in general) that colonise a disturbed area and play an important role in the establishment of other plants. The plant population of the quarry is also compared with the surrounding area which is consisted of natural “maqui” vegetation and it is characterised by the typical dominant plant species of this Mediterranean type of vegetation at a “climax” stage. These are Quercus coccifera, Q. ilex, Arbutus andrachne and Pistacia lentiscus. Additionally, there are several plant species like Pyrus amygdaliformis, Phlomis fruticosa, Myrtus communis, Cistus creticus, C. salviifolius and Fraxinus ornus. The surrounding environment serve as a reference ecosystem which means a model for planning and evaluating an ecological restoration project.
6

Συμβολή των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS) και της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στην διαχείριση φυσικών περιοχών

Καλησπέρη, Αγγελική 10 June 2014 (has links)
Τα GIS αποτελούν σημαντικά εργαλεία στη διαχείριση των φυσικών περιοχών καθώς έχουν την δυνατότητα καταγραφής, ανάλυσης, παρουσίασης χωρικών και άλλων δεδομένων. Επίσης, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση αποτελεί μια σημαντική πρόταση για την επίτευξη σωστής διαχείρισης των φυσικών περιοχών και μπορεί να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος. Καθώς η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με παράγοντες που αφορούν το περιβάλλον, τα GIS μπορούν να αποτελέσουν ένα εργαλείο για την επίτευξη των στόχων της. Η συλλογή δεδομένων από φορείς που εφαρμόζουν προγράμματα μη τυπικής Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Φορείς Διαχείρισης και Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης), ως προς τα προγράμματα και το εκπαιδευτικό υλικό που χρησιμοποιούν, οδήγησε στη δημιουργία θεματικών χαρτών με την βοήθεια των GIS. Οι θεματικοί χάρτες μπορούν να επεκταθούν και με άλλα θεματικά πεδία, ανά διαστήματα δε να ενημερώνονται και να επικαιροποιούνται. Επιπλέον, μπορούν να προστεθούν και στοιχεία που αφορούν τις ΜΚΟ. Ως περιοχή εστιασμένης έρευνας επιλέχθηκε ο ποταμός Χάραδρος ( μέσος και κάτω ρους) που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή των Πατρών. Ο Χάραδρος διατηρεί ακόμα μέρος της φυσικότητάς του με χαρακτηριστική παρόχθια βλάστηση κατά τόπους, παρά τις έντονες πιέσεις και τροποποιήσεις που δέχεται. Σημαντική είναι επίσης η παρουσία του πλατανοδάσους κοντά στις εκβολές, με το μοναδικό εξελισσόμενο Δέλτα στη βόρεια Πελοπόννησο. Την μελέτη της περιοχής και τον προσδιορισμό των κύριων μονάδων βλάστησης και των ανθρωπογενών επιδράσεων στην περιοχή ακολούθησε η δημιουργία θεματικών χαρτών με την βοήθεια των GIS, για την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς την οικολογική κατάσταση του ποταμού. Τέλος δημιουργήθηκε ένα πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης για τον ποταμό Χάραδρο όπου τα GIS χρησιμοποιούνται ως εργαλείο, με βασικό στόχο την ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας και την απόκτηση ενεργού στάσης και τάσης για συμμετοχή σε δράσεις που αφορούν την προστασία του. Το πρόγραμμα συνοδεύεται από ένα πλήρες πρωτότυπο εκπαιδευτικό υλικό (φύλλα εργασίας, χάρτες, ενημερωτικό υλικό για τα ποτάμια οικοσυστήματα και τον Χάραδρο, κλείδες) που αποτελεί προϊόν της μελέτης στην περιοχή. Τόσο η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση όσο και τα GIS, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμα εργαλεία για την διαχείριση των φυσικών περιοχών. / GIS are important tools in the management of natural areas as they have the ability to record, analyse and present spatial and other type of data. Environmental Education is an important proposal in order to achieve the right management of natural areas and can be helpful in the protection of the environment. As Environmental Education is strongly connected to factors that concern the environment, GIS may be used as a tool to achieve its objectives. We collected data from organizations applying programmes of non-formal environmental education (Management Agencies for protected areas and Centres for Environmental Education), about the programmes and educational materials that they use and we have created thematic maps by using GIS. These maps may be extended to other thematic fields, informed and updated at certain intervals. Moreover, data related to NGOs may can be added later on. The chosen case study area is the river Charadros (middle and lower river course), located in the broader area of the city of Patras. Despite the intense pressure and modifications that it sustains, Charadros still maintains part of its naturalness with typical riparian vegetation in some places. The presence of the plane forest near the river’s estuaries with its unique evolving Delta in northern Peloponnese is also an important reason to choose this as our study area. Our study included identification of the main vegetation units and the man induced impacts on them, was followed by the creation of thematic maps with the use of GIS, in order to assess the ecological status of the river. Finally, we have created an Environmental Education program for the river Charadros, where GIS are used as a tool. The principal aim of the program is to raise the awareness of the local community and help it to adopt an active participate in actions concerning the protection of the area. This programme also includes a complete and original educational material (worksheets, maps, information material for river ecosystems and Charadros speciffically, and photos serving as keys to identify plant species). Environmental Education and GIS, individually or in combination, can be useful as tools for the management of natural areas.
7

Περιβαλλοντική χαρτογράφηση στο νομό Λέσβου από δορυφορικές εικόνες ASTER

Παντελή, Παντελής 01 August 2014 (has links)
Οι δορυφορικές εικόνες ASTER αποτελούν το πιο πρόσφατο προϊόν της διαστημικής τεχνολογίας, Έχει πολύ μεγάλη φασματική διακριτική ικανότητα σε σημείο που να χαρακτηρίζεται από αρκετούς επιστήμονες σαν ένα υπερφασματικό καταγραφικό σύστημα στο υπέρυθρο. Έτσι δίνονται νέες δυνατότητες για την ερμηνεία είτε ποιοτικά είτε ποσοτικά καλύψεων γης και φυσικών καταστάσεων της γήινης επιφάνειας, αφού οι προηγούμενοι δορυφόροι δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα. Ο σκοπός είναι η περιβαλλοντική χαρτογράφηση του N. Λέσβου από δορυφορικές εικόνες ASTER προκειμένου να χαρτογραφηθούν οι φυσικοί πόροι και οι καλύψεις Γης. Έτσι θα μπορούμε να αξιολογήσουμε τις δυνατότητες και τις εφαρμογές που έχουν αυτά τα δεδομένα. Μετά τις διορθώσεις (αποζωνοποίηση, μετατροπή σε τιμές ενέργειας, κ.α.) η ταξινόμηση της δορυφορικής εικόνας μας επέτρεψε να διακρίνουμε τις παρακάτω κατηγορίες: καλλιέργειες/ ποώδη βλάστηση, δύο τύπους δάσους, αστική γη, υδάτινες επιφάνειες, σύννεφα και εντελώς γυμνό από βλάστηση έδαφος και να δημιουργήσουμε ένα θεματικό χάρτη. Εάν χρησιμοποιηθούν περισσότερα κανάλια και όχι μόνο 3, τότε θα γίνει δυνατή η χαρτογράφηση περισσότερων κατηγοριών μόνο που η ταυτοποίηση της κάθε κατηγορίας θα μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με εργασίες πεδίου στο ύπαιθρο. / The ASTER satellite images are the most recent product of space technology , has very high spectral resolution to a point that is characterized by many scientists as a hyperspectral infrared recording system . So given new possibilities for interpretation either qualitatively or quantitatively land cover and physical conditions of the Earth's surface , having earlier satellites did not have that feature. The purpose is environmental mapping N. Lesbos from ASTER satellite images to map the natural resources and land cover . Thus we can evaluate the features and applications that have these data . After corrections ( apozonopoiisi , conversion to energy prices , etc. ) the classification of satellite imagery allowed us to distinguish the following categories : crops / herbaceous vegetation , two types of forest , urban land , water surfaces , clouds and completely devoid of vegetation area and create a thematic map . If you use more channels , not just three , then it will become possible to map more categories only the identification of each class can only be done with field work outdoors .
8

Βοτανικοί κήποι : προτάσεις αξιοποίησης του Βοτανικού κήπου του Πανεπιστημίου Πατρών

Λαζαρίδης, Κλήμης 03 December 2008 (has links)
Στα πλαίσια αυτής της μεταπτυχιακής εργασίας, πραγματοποιήθηκε η μελέτη των σημαντικότερων Βοτανικών Κήπων της Ελλάδας. Γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στους σημαντικότερους Βοτανικούς Κήπους της Ευρώπης, του Kew, του Βερολίνου, της Μαδρίτης, του Βελιγραδίου και του Παλέρμο. Ο κύριος σκοπός για τον οποίο εκπονήθηκε η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία είναι για να μελετηθεί ο Βοτανικός Κήπος του Πανεπιστημίου Πατρών, που δυστυχώς δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί και προορίζεται να αποτελέσει ένα πρότυπο Βοτανικό Κήπο στην Ελλάδα. Η όλη προσπάθεια βρίσκει δυσκολίες όσον αφορά τη στελέχωσή του και τον εξοπλισμό του. Με βάση τα προγενέστερα σχέδια (τοπογραφικά, αρχιτεκτονικά) του Βοτανικού Κήπου, που απεικονίζουν τη βασική διάταξη των αξόνων κυκλοφορίας του Κήπου, καθώς και των κτιριακών υποδομών και θερμοκηπίων, εκπονείται εκ νέου η αρχιτεκτονική μελέτη του χώρου και επίσης γίνονται προτάσεις καλύτερης αισθητικής και λειτουργικής αξιοποίησής του, αποσκοπώντας στην εκπλήρωση των στόχων, τους οποίους έχει θέσει η BGCI. Στον καινούριο τοπογραφικό χάρτη που έχει εκπονηθεί, απεικονίζονται οι διάφορες φυτικές ομάδες ως κατωτέρω και δίδονται κατάλογοι και εικόνες φυτών χαρακτηριστικών της “Ελληνικής Χλωρίδας” αλλά και άλλων καλλωπιστικών ή μη φυτών : 1. Φρύγανα, 2. Θερόφυτα, 3. Ιστορικά φυτά, 4. Υδροχαρή φυτά , 5. Φυλλοβόλα δέντρα, 6. Μακκία βλάστηση, 7. Κωνοφόρα δέντρα, 8. Εργαστηριακά φυτά – Φυτώριο, 9. Καλλωπιστικά βολβώδη φυτά, 10. Αυτοφυή βολβώδη φυτά, 11. Παχύφυτα, 12. Υψηλή Μακκία, 13. Αρωματικά φυτά , 14. Φαρμακευτικά φυτά, 15. Θαμνώνες, 16. Ενδημικά φυτά, 17. Βραχόκηπος, 18. Χλωροτάπητας, 19. Ξενικά είδη, 20. Ενδημικά βολβώδη, 21. Ενδημικά σερπεντινικά, 22. Φαρμακευτικά θαμνίσκοι, 23. Κινδυνεύοντα, απειλούμενα & σπάνια είδη. Βέβαια, ένας από τους κύριους στόχους αυτής της προσπάθειας είναι η προστασία της βιοποικιλότητας της τόσο πλούσιας και σπάνιας Ελληνικής Χλωρίδας. Με αυτή τη μελέτη για το Βοτανικό Κήπο του Πανεπιστημίου Πατρών αναμένεται να δοθεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ίσως είναι μια καλή αρχή ώστε οι αρμόδιοι φορείς να κάνουν πραγματικότητα τη δημιουργία του, που θα είναι σημαντική όχι μόνο για το Πανεπιστήμιο, αλλά και για την πόλη των Πατρών γενικότερα. / In the terms of this essay a study on the most important Botanical Gardens of Greece has been made. Reference is also made to a thorough report on the most important Botanical gardens of Europe, Kew, Berlin, Madrid ,Belgrade and Palermo. In the second part of this essay the Botanical garden of the University of Patra is being studied,which unfortunately has not yet been developed but it's being destined to become an template model of the Botanical garden in Greece. the whole attempt faces difficulties due to shortage of personnel and equipment. based on the anterior plans (topografic and architectural)for the Botanical garden, which depicts the basic arrangement of the axial circulation of the garden, as well as the contractual foundations and greenhouses, a new architectural study of the ground is being elaborated and additionally new suggestions are made for better aesthetic functional results, aiming at the fulfillment of the goals that the BGCI has set. In the new topographic map that has been elaborated, the following catalogue and plant groups are shown as characteristic Greek floral: 1.Firewood, 2. therofytes, 3. historical plants, 4. aquatic plants, 5. deciduous trees 6. clerophyllous evergreen woodland, 7.coniferous trees, 8. laboratory plants-nursary garden, 9.decorative bulbous plants, 10. selfgrowing bulbous plants, 11. succulents, 12 sclerophyllous evergreen woodland, 13. odouriferous plants, 14.pharmaceutical plants, 15. bushes, 16. endemic plants, 17. rockgarden 18. green carpet, 19. foreign kind plants, 20. endemic bulbous plants, 21. endemic serpedenic, 22. pharmaceutical bushes, 23. endangered & rare specimens. Of course the primary goal of this effort is the protection of the biodiversity of the very rich and rare Greek flora. With this research on the Botanical Garden of the University of Patras a greater interest is expected, while is a good start in order for the competent and relevant carriers to materialize its creation, which will be vital not only for the University but for the city of Patras in general.
9

Ανάπτυξη εκπαιδευτικού υλικού περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και αξιολόγησή του στην ευαισθητοποίηση - αλλαγή στάσεων σε διάφορες ομάδες μαθητών / Development of educational material for environmental education and evaluation of its contribution to the sensitization and attitudes of different student groups

Παπαπανάγου, Ειρήνη 05 December 2008 (has links)
Σκοπός αυτής της έρευνας είναι η αξιολόγηση και ανάπτυξη εκπαιδευτικού υλικού Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Π.Ε.) με κύρια αντικείμενα: α) τη δυνατότητα συμβολής ενός εκπ/κού υλικού εστιασμένου θεματικά σε μια προστατευόμενη περιοχή στην προσέγγιση στόχων της Π.Ε. β) την αξιολόγηση χαρακτηριστικών και της χρησιμότητας του εκπ/κού υλικού και γ) πρόταση ανάπτυξης νέου για την προστατευόμενη περιοχή της Στροφιλιάς. Τη βάση της έρευνας απετέλεσε το εκπαιδευτικό υλικό «Υγρότοποι Μεσολογγίου: Ας τους γνωρίσουμε….», το οποίο έχουμε σχεδιάσει και αναπτύξει. Για τη συλλογή των δεδομένων της έρευνας αναπτύξαμε έγκυρα και αξιόπιστα εργαλεία. Για την εκτίμηση της συνεισφοράς του εκπαιδευτικού υλικού στην αλλαγή γνώσεων και στάσεων μαθητών δευτεροβάθμιας εκπ/σης διαφορετικών τάξεων και σχολείων σε προγράμματα Π.Ε. (εξυπηρετεί το αντικείμενο α και κατ’επέκταση το γ) οργανώσαμε και υλοποιήσαμε προγράμματα Π.Ε. με τη βοήθεια του εκπαιδευτικού υλικού. Χρησιμοποιήσαμε τον προπειραματικό (pre-test) - μεταπειραματικό (posttest) σχεδιασμό με ομάδα ελέγχου. Συνολικά, συμμετείχαν 254 μαθητές. Για την αξιολόγηση βασικών χαρακτηριστικών του εκπαιδευτικού υλικού και την εκτίμηση της αποτελεσματικότητάς του στην εκπαιδευτική διαδικασία οργανώσαμε και υλοποιήσαμε πρόγραμμα περιβαλλοντικής ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας (εξυπηρετεί το αντικείμενο β και κατ’επέκταση το γ). Συνολικά, συμμετείχαν 601 μαθητές και 49 καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπ/σης. Για την ανάπτυξη υλικού για την περιοχή της Στροφιλιάς διερευνήσαμε τις προϋπάρχουσες γνώσεις και στάσεις μαθητών της Αχαΐας για την προστατευόμενη περιοχή της Στροφιλιάς (εξυπηρετεί το αντικείμενο γ). Συνολικά, συμμετείχαν 747 μαθητές. Τελικά, με βάση τη διαδικασία ανάπτυξης και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του υλικού για το Μεσολόγγι διατυπώνουμε προτάσεις σχετικά με τις αρχές σχεδιασμού, τους στόχους και τη μεθοδολογία ανάπτυξης ενός εκπαιδευτικού υλικού ΠΕ για μια προστατευόμενη περιοχή. Αξιοποιώντας τα ανωτέρω, καταλήγουμε σε μια πρόταση ανάπτυξης εκπαιδευτικού υλικού για την προστατευόμενη περιοχή της Στροφιλιάς. Η έρευνά μας αυτή έρχεται να συμβάλλει σε θέματα σχεδιασμού, ανάπτυξης και αξιολόγησης εκπαιδευτικού υλικού Π.Ε. / The aim of this research is to assess and develop educational material for environmental education purposes with main objectives: a) the possibility of an educational material, focused to a specific protected area, to contribute to environmental education b) the assessment of features and utility of the educational material c) the proposition of developing a novel educational material for the protected area of Strofilia. The research was based on the educational material “Messolonghi wetlands: Let’s discover them…” that we created and developed. For the collection of data we developed valid and reliable tools. To assess the contribution of the educational material to the changes in knowledge and attitude of secondary education students of different grades and schools in environmental education programs (serves objective a and c) we organized and materialized environmental education projects with the aid of the educational material. We used a pre-test – post-test design with a control group. In total 254 students took part in the project. To assess the basic attributes of the educational material and to estimate its effectiveness on the educational process, we organized and materialized environmental information and sensitivization program in Patras University (serves objective b and c). In total 601 students and 49 secondary education teachers took part. To develop educational material for the Strofilia area, we researched the preexistent knowledge and attitude of students in Achaia about the Strofilia area (serves objective c). In total 747 students took part. Finally, based on the development procedure and the results of the material evaluation about Mesolongi we formulate propositions about the design principles, the objectives and the development procedure of an environmental education material for a protected area. Utilizing the above we arrive to a proposition for the development of an educational material for the protected area of Strofilia. This research contributes to design, development and evaluation issues of environmental education educational materials.
10

Χρηματοοικονομική λογιστική και περιβαλλοντισμός : διερεύνηση της χρηματοοικονομικής αποτύπωσης περιβαλλοντικών πληροφοριών και μέτρηση της επίδοσης των εισηγμένων επιχειρήσεων στο Χ.Α.Α.

Αιγινίτη, Μαρία 09 October 2009 (has links)
Η παρούσα μελέτη αναφέρεται στην εκτίμηση του επιπέδου της περιβαλλοντικής πληροφόρησης που παρέχεται από τις ελληνικές εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Α. και η εξέταση των παραγόντων που ορίζουν αυτό το επίπεδο. Στο θεωρητικό μέρος γίνεται αναφορά σε παρελθούσες μελέτες ερευνητών που έχουν ασχοληθεί με το θάμα αυτό, με σπουδαιότερη αυτή των Cormier και Magnan (2003). Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η σχέση Management και Περιβάλλοντος, η Βιώσιμη Ανάπτυξη και η σχέση Χρηματοοικονομικής Διοίκησης και Περιβάλλοντος. Ακολουθεί η Οικονομική του Περιβάλλοντος, με την Περιβαλλοντική Λογιστική και Κοστολόγηση να έχουν σημαντικό ρόλο καθώς μέσω αυτών προσδιορίζεται το περιβαλλοντικό κόστος των εταιρειών, και το Νομοθετικό και Θεσμικό Πλαίσιο τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ε.Ε.. Στο εμπειρικό μέρος γίνεται έρευνα σε 43 εταιρείες και παράγεται το αποτέλεσμα ότι η περιβαλλοντική αναφορά σχετίζεται θετικά με το κόστος πληροφόρησης, το κόστος ιδιοκτησίας, την έκθεση στα Μ.Μ.Ε. και τις μεταβλητές ελέγχου. Τέλος, η έρευνα αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εταιρείες που δημοσιεύουν τους περιβαλλοντικούς τους απολογισμούς αποκαλύπτουν περισσότερη πληροφόρηση και επομένως υπάρχει θετική σχέση μεταξύ της οικονομικής θέσης των εταιρειών και των περιβαλλοντικών απολογισμών τους. / This project is referred to the estimation of the impact level of invironmental information in Management, which is provided by Greek listed companies in Athens Stock Exchange, and to the examination of the factors that define the impact level. The theoretical part is referred to past authors' researches which were handled with the above mentioned subject. The graetest research is the one of Cormier and Magnan (2003). Furthermore, we present the relationship between the Management and the Environmental factors and Sustainable Development and also the relationship between Financial Management and Environmental factors. It follows the Environmental Economics and Accounting and Cost Accounting which play a significant role as through them is defined the environmental cost of Greek listed companies, and the Legislative and Institutional Frame in Greece and E.U.. The empirical part is referred to the outcome of a research, which is made in 43 firms. The environmental reporting is related positively with information cost, proprietary cost, media visibility and control variables. Finally, this research is very important as concludes that firms that publish their environmental reports reveal a lot of information and therefore is a positive relation between financial position of firms and their environmental reports.

Page generated in 0.407 seconds