• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 5
  • Tagged with
  • 5
  • 4
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Διαδερμική αγγειοπλαστική (PTA) επιπολής μηριαίας αρτηρίας : πρόληψη επαναστένωσης με ακτινοθεραπεία

Ζαμπάκης, Πέτρος Ε. 23 January 2009 (has links)
Σκοπός της πρόδρομης αυτής τυχαιοποιημένης μελέτης ήταν να εκτιμήσουμε την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής ακτινοβόλησης και την προφυλακτική της δράση στην μείωση της επαναστένωσης του αυλού της επιπολής μηριαίας αρτηρίας μετά από αγγειοπλαστική και τοποθέτηση μεταλλικής ενδοπρόθεσης (stent). Στην μελέτη συμπεριελήφθησαν ασθενείς με σοβαρού βαθμού στένωση ή απόφραξη της επιπολής μηριαίας αρτηρίας, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε διαδερμική αγγειοπλαστική με μπαλόνι και τοποθέτηση stent για την αποκατάσταση του προβλήματός τους, και τυχαιοποιήθηκαν σε δυο ομάδες. Οι ασθενείς της πρώτης ομάδας υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική με μπαλόνι και τοποθέτηση stent στην περιοχή της στένωσης ή της απόφραξης χωρίς να υποβληθούν σε εξωτερική ακτινοβόληση της περιοχής. Οι ασθενείς της δεύτερης ομάδας, 24 ώρες μετά την αγγειοπλαστική με μπαλόνι και τοποθέτηση stent στην περιοχή της στένωσης ή της απόφραξης, υποβλήθηκαν σε εξωτερική ακτινοβόληση στην περιοχή, με συνολικά χορηγούμενη δόση 24Gy που δόθηκαν σε 6 συνεδρίες ανά 48 ώρες. Μετά το τέλος της ακτινοβόλησης οι ασθενείς παρακολουθούνταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Η συνολική διάρκεια παρακολούθησης ήταν 1 έτος, με τελικό σημείο αξιολόγησης το 1 έτος. / Purpose: To evaluate the long-term results of external beam irradiation (EBI), for the prevention of neointimal hyperplasia, after percutaneous transluminal angioplasty (PTA) and stenting of the superficial femoral artery. Materials and methods: A prospective randomised study was conducted from November 2000 to February 2002. A total of 60 patients who suffered from superficial femoral artery stenoses or short occlusions included in this study. Following successful post-angioplasty stenting, patients were randomly assigned in two groups and thirty of them received external beam irradiation (6 MV photons, total dose of 24 Gy in 6 fractions,during a 2 week period) at the stented area (EBI group) while the rest thirty received no radiation therapy (Control group).All patients were advised to receive anti-platelet therapy. Results and conclusions: Radiation therapy was technically feasible in all patients, without radiation related side effects. Statistically significant differences (p<0,05) observed at the 1- year follow-up concerning the primary patency (66% for the irradiated patients vs 33% for the control patients) and re-intervention rates (40% for the irradiated patients vs 70% for the control patients) between the two groups. Irradiated patients revealed re-stenotic lesions mainly at the stent ends, while control group patients suffered extensive re-stenotic lesions within the stent lumen and the stent ends.Our study suggests that EBI is feasible, safe and effective method for the prevention of neointimal hyperplasia at the superficial femoral artery. Further studies are deemed necessary to optimize the radiation dose and the number of fractions.
2

Έκφραση των δεικτών απόπτωσης bcl-2, bax, του δείκτη κυτταρικού πολλαπλασιασμού Ki-67 και του ογκογονιδίου p53 σε ηπατοκυτταρικά καρκινώματα και συσχέτιση με τη μετεγχειρητική επιβίωση ασθενών και τους κλασσικούς προγνωστικούς δείκτες της νόσου. / Expression of the apoptotic indices bcl-2, bax the cellular proliferation index Ki-67 and p53 oncogene in hepatocellular carcinomas and correlation with the post-operative survival of patients and the classic prognostic indices of the disease.

Μακατσώρης, Θωμάς 25 June 2007 (has links)
Σκοπός: Η μελέτη βιολογικών και θεραπευτικών συσχετισμών σε ασθενείς με ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα και ο δυνητικός ρόλος της απόπτωσης. Ασθενείς και Μέθοδοι: Η μελέτη περιέλαβε 35 παρασκευάσματα μερικών ηπατεκτομών από ισάριθμους ασθενείς με ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, μη ινοπεταλιώδους τύπου, που αφαιρέθηκαν με ηπατεκτομή για θεραπευτικό σκοπό. Σε αυτούς τους όγκους εκτιμήθηκαν διάφορα μακροσκοπικά και μικροσκοπικά χαρακτηριστικά, διαβαθμίστηκαν και συσχετίστηκαν με το διάστημα ελεύθερο νόσου. Επιπρόσθετα, σε τομές παραφίνης εκτιμήθηκε η έκφραση του bcl-2 και του bax (ανοσοϊστοχημεία/mRNA in-situ υβριδισμός) και της πρωτεΐνης p53. Αποτελέσματα: Η αγγειακή διήθηση η οποία είναι ο ισχυρότερος προβλεπτικός παράγοντας υποτροπής της νόσου, σχετίζεται με το μέγεθος των όγκων, την ύπαρξη γιγαντοκυττάρων και νέκρωσης, τον επικρατούντα και το χειρότερο βαθμό διαφοροποίησης και τον αποπτωτικό/μιτωτικό δείκτη. Ο in-situ υβριδισμός ανέδειξε έκφραση του mRNA του bcl-2 σε 25 από τους 35 ασθενείς (70%). Η ανοσοϊστοχημική χρώση δεν ανέδειξε έκφραση της πρωτεΐνης του bcl-2 στα καρκινικά κύτταρα. Αντίθετα, το bax mRNA και η πρωτεΐνη bax έδειξαν παρόμοιο τρόπο έκφρασης και ανευρέθηκαν μέσα στα ηπατοκύτταρα και στα χολαγγεία. Η έκφραση του bax mRNA ήταν υψηλότερη σε όγκους καλής διαφοροποίησης. Η έκφραση του p53 ήταν μικρότερη στον μικροδοκιδώδη τύπο από το συμπαγή τύπο και ήταν υψηλότερη σε πτωχά διαφοροποιημένους όγκους από τους καλά ή μετρίως διαφοροποιημένους όγκους. Συμπεράσματα: Η ηπατική καρκινογένεση στον άνθρωπο είναι μια πολυπαραγοντική και πολυεστιακή διαδικασία. Η αγγειακή διήθηση σχετίζεται με τον αποπτωτικό/μιτωτικό δείκτη και υψηλότερος αποπτωτικός/μιτωτικό δείκτης σχετίζεται με καλύτερο ελεύθερο νόσου διάστημα. Επιπλέον, η πρωτεΐνη bcl-2 δεν εκφράζεται ενώ εκφράζεται το mRNA, το οποίο εισηγείται μετα-μεταφραστικό λάθος και δείχνει ότι το bcl-2 δεν παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος. / Aim: The study of biologic and therapeutic correlations in patients with hepatocellular carcinomas and the potential role of apoptosis. Patients and Methods: The study included 35 partial hepatectomy specimens removed from equal number of patients with nonfibrolamellar hepatocellular carcinomas (HCCs) for therapeutic reasons. In these tumors several macroscopic and microscopic features were assessed, graded and correlated with disease free survival. In addition, in paraffin sections the expressions of bcl-2 and bax (protein immunohistochemistry / mRNA-in situ hybridization) and p53 protein were assessed. Results: Vascular invasion, which is the strongest predictor of disease recurrence, correlates significantly with tumor size, tumor giant cells and necrosis, the predominant and worst degree of differentiation, and the apoptosis/mitosis ratio. Immuno-histochemical staining failed to reveal any bcl-2 protein expression in tumor cells of HCC. In the contrary, bax MRNA and protein displayed somehow a similar pattern of expression. They were detected within hepatocytes, bile duct epithelial and cholangiolar epithelial cells. Ηigher bax mRNA expression was noted in grade I carcinomas. Expression of p53 protein was less in the microtrabecular type than in the solid type and it was higher in poorly differentiated tumors than in those that were well or moderately well differentiated. Conclusions: Liver carcinogenesis in humans is a multistep and multifocal process. Vascular invasion correlates with the apoptosis/mitosis ratio and a higher apoptosis/mitosis ratio correlates with improved disease free survival. In addition, bcl-2 gene is frequently present but its protein product is absent. This suggests a post-translational mechanism of bcl-2 protein degradation, indicating that bcl-2 does not play a substantial role in the progress of hepatocellular carcinoma.
3

Παράγοντες που επηρεάζουν τη μακροπρόθεσμη λειτουργία και βατότητα των αρτηριοφλεβικών επικοινωνιών για αιμοκάθαρση

Λαμπρόπουλος, Γιώργος 22 December 2009 (has links)
Η θρόμβωση αποτελεί το πιο συχνό αίτιο δυσλειτουργίας της αγγειακής προσπέλασης, στους ασθενείς, με νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση. Σκοπός: Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η εκτίμηση του ρόλου του προεγχειρητικού απεικονιστικού ελέγχου στη δημιουργία αγγειακής προσπέλασης και ο έλεγχος των παραγόντων που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα της. Εκτιμήθηκε η επίδραση της διαμέτρου των αγγείων, που χρησιμοποιούνται στη δημιουργία αγγειακής προσπέλασης, στη βατότητα αυτής. Ελέγχθηκε ο ρόλος των γονιδιακών θρομβοφιλικών παραγόντων (FV Leiden, FII G20210A και MTHFR C677T→A) στην παρουσία θρόμβωσης και στην επιβίωση της ΑΦΕ. Τέλος ελέγχθηκε η δυνατότητα πρόβλεψης της θρόμβωσης με τη χρήση δημογραφικών, αιμοδυναμικών, αιματολογικών και βιοχημικών παραγόντων, αλλά και των θρομβοφιλικών γονιδιακών μεταλλάξεων. Μέθοδος- Υλικό: 137 συνεχόμενα περιστατικά, από Μάρτιο 2005 έως Δεκέμβριο 2006, προσήλθαν για δημιουργία αγγειακής προσπέλασης για αιμοκάθαρση και εντάχθηκαν στην παρούσα μελέτη. Μετά από φυσική εξέταση και λήψη ιστορικού, κατεγράφη το αιματολογικό- βιοχημικό τους προφίλ και η παρουσία θρομβοφιλικών μεταλλάξεων. Υπεβλήθηκαν σε χαρτογράφηση των αγγείων των άκρων με χρήση υπερήχων και φλεβογραφία και συνυπολογίζοντας όλα τα δεδομένα ακλούθησε η δημιουργία αγγειακής προσπέλασης. Δημιουργήθηκαν 26 περιφερικές ΑΦΑ, 74 κεντρικές ΑΦΑ, τοποθετήθηκαν 32 ΑΦΜ και σε 5 περιστατικά ετέθη μόνιμος καθετήρας. Εξαιρέθηκαν από τη μελέτη τα περιστατικά με πρώιμη θρόμβωση (9), τα περιστατικά που δεν χρησιμοποιήθηκε η αγγειακή προσπέλαση (11) και στα περιστατικά που χάθηκαν από την παρακολούθηση η απεβίωσαν πριν συμπληρωθούν τουλάχιστον 4 μήνες ελέγχου (14). Στα υπόλοιπα 102 περιστατικά έγινε υπερηχογραφικός έλεγχος της αγγειακής προσπέλασης στους 2, 6 και 12 μήνες και κλινική εκτίμηση έως το πέρας της μελέτης σε τακτά χρονικά διαστήματα. Αποτελέσματα: Η USVM άλλαξε το προεγχειρητικό σχεδιασμό σε 31 (22.6%) ασθενείς, χωρίς να αλλάξει η τελική αναλογία του τύπου σε σύγκριση με την αρχική εκτίμηση. 18 ασθενείς (36.7%) που τα υπερηχογραφικά ευρήματα άλλαξαν το σχεδιασμό ήταν διαβητικοί σε σύγκριση με το 14.8% (13) σε μη διαβητικούς (p<.001). Στα περιστατικά που άλλαξε το σχεδιασμό η USVM υπήρξαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε πρόγραμμα αιμοκάθαρσης(2.7 vs. 0.9 έτη). Φλεβογραφικά αναγνωρίστηκαν 18 περιστατικά με κεντρική στένωση και σε 12 από αυτά άλλαξε ο σχεδιασμός. Σημαντική στένωση παρουσίασε το 93% των ασθενών που στο ιστορικό ανέφεραν πάνω από 2 τοποθετήσεις κεντρικών καθετήρων. Η διάμετρος της φλέβας στις αναστομώσεις που παρουσίασαν πρώιμη θρόμβωση υπήρξε μικρότερη από τις υπόλοιπες λιτουργικές ΑΦΑ (2.84 vs 3.94, p<.001). Οι ΑΦΕ που παρουσίασαν θρόμβωση παρουσίασαν αρχική παροχή (Qa) 558.13 ml/min σε σύγκριση με τα 821.26 ml/min των περιστατικών που δεν παρουσίασαν θρόμβωση. Τα περιστατικά που παρουσίασαν θρόμβωση είχαν υψηλότερη συγκέντρωση Lp(a), είχαν ενταχθεί για μεγαλύτερο χρόνο σε αιμοκάθαρση και παρουσίαζαν μετάλλαξη του MTHFR (R2=0.6, p<.001). Οι γυναίκες, τα μοσχεύματα, ο χαμηλότερος όγκος ροής και η παρουσία μετάλλαξης FV Leiden σχετίζονται με συχνότερη εμφάνιση θρόμβωσης (p<.05). Συμπεράσματα: Ο υπερηχογραφικός έλεγχος θα πρέπει να γίνεται συστηματικά στον προεγχειρητικό σχεδιασμό, με μεγαλύτερο όφελος στους διαβητικούς, σε άτομα με περισσότερο χρόνο σε αιμοκάθαρση, με ιστορικό άλλων επεμβάσεων αγγειακής προσπέλασης. Η φλεβογραφία θα πρέπει να γίνεται σε όλους τους ασθενείς με ιστορικό τοποθέτησης κεντρικής γραμμής στην πλευρά του χειρουργείου. Η πρώιμη θρόμβωση της ΑΦΕ συνδέεται με μικρότερη διάμετρο της φλέβας προς αναστόμωση. Ο Qa αποτελεί αξιόπιστο δείκτη καλής λειτουργίας της ΑΦΕ. Η θρόμβωση εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες, στους ασθενείς με αυξημένα επίπεδα Lp(a), σε ατόμα με περισσότερα χρόνια σε αιμοκάθαρση και στα ΑΦΜ. Τόσο ο FV Leiden όσο και το MTHFR φαίνεται να παίζουν ρόλο στην εμφάνιση θρόμβωσης στις ΑΦΑ. / Vascular access thrombosis (VAT) is one of the most common causes of morbidity in hemodialysis patients. Objective: In an effort to increase the prevalence of AV fistulae, ultrasound vessel mapping (USVM) and upper extremity venography (UEV) have been suggested; however the effectiveness of their combined use remains unknown. We studied the effect of such a combined protocol on AV access type change, compared to physical examination alone. The vascular access patency had been correlated to vessel diameter and to a number of thrombosis risk factors. Finally the role of genetic thrombophilic risk factors on vascular access thrombosis was studied. Methods: Consecutive cases with chronic kidney disease (n=137) after an initial estimation of the AV access type based on physical examination, had USVM and UEV, to detect vascular pathology that could potentially alter the original plan. 26 distal AVF, 74 central AVF, 32 AV grafts and 5 permanent catheters were placed. 9 cases presented early thrombosis, 11 cases had delayed first use or the access wasn’t used at all, 14 patients died or did not present at their follow up and were excluded from our study. On the remaining 102 cases an ultrasound control of the VA was performed on 2, 6 and 12 months and clinical evaluation of the VA was performed in a regular base. Results: USVM changed the preoperative plan in 22.6% (31) patients; this was 36.7% (n=18) in diabetics compared to 14.8% (n=13) in non-diabetics (p<.001). Patients that USVM changed the type of the planned AV access had been on hemodialysis significantly longer (2.7 years vs. 0.9 years, p<.001). Venography identified 18 patients with central vein stenosis that led to a site change in 12 of them. Significant venous stenosis in patients with history of two or more central catheters placed and without such was 93%.Original plan was revised in 31% and this rate was similar for distal AVFs, central AVFs and AV grafts (38%, 26% and 43%, respectively, all p>0.05). The internal vein diameter used in VA creation was significant smaller in cases of early thrombosis (2.84 vs 3.94, p<.001). Thrombosed VA presented with initial flow volume measurement (Qa) of 558.13 ml/min and was significantly lower than VA without thrombosis 821.26 ml/min. Thrombosis was more frequent in a) higher values of cholesterol and Lp(a), b) longer periods under hemodialysis, b) lower blood flow volume in initial testing and with existence of MTHFR mutations. VA was thrombosed sooner in women, when an AV graft was placed and in FV Leiden mutation (p<.05). Conclusions: A significant proportion of patients have vascular pathology severe enough to alter the access type as suggested by physical examination alone. USVM should be routinely performed, while UEV selectively in patients with history of surgery or instrumentation of their central veins. The early thrombosis of VA appears on a smaller vein diameter. The blood flow volume measurement is a reliable indicator in case of vascular access thrombosis. Thrombosis appears in greater proportion in women, in higher Lp(a) concentration, in AV grafts. Finally FV Leiden and MTHFR mutations seem to play a role in vascular access thrombosis.
4

Μικροχειρουργική τεχνική ελεύθερων αγγειούμενων κρημνών στην επανορθωτική χειρουργική κεφαλής και τραχήλου / Microsurgical technique of free vascularised flaps in head and neck reconstruction

Αντωνόπουλος, Δημήτριος 26 July 2013 (has links)
Η μικροχειρουργική τεχνική και η μεταφορά ελεύθερων αγγειούμενων κρημνών για την αποκατάσταση εκτεταμένων και σύνθετων ελλειμμάτων ογκολογικής ή τραυματικής αιτιολογίας της κεφαλής και του τραχήλου αποτελεί μέθοδο επιλογής. Με την τεχνική αυτή επιτυγχάνεται στον ίδιο χρόνο με την εκτομή, η λειτουργική και αισθητική αποκατάσταση με μειωμένο ποσοστό επιπλοκών και επίπτωση από την δότρια περιοχή. Στην παρούσα μελέτη καταγράφουμε και αναλύουμε την εμπειρία μας σε ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν με μικροχειρουργική τεχνική και ελεύθερους αγγειούμενους κρημνούς. Την περίοδο 2003 έως 2010, σε 48 ασθενείς πραγματοποιήθηκαν 56 ελεύθεροι αγγειούμενοι κρημνοί. Οι 34 ασθενείς από τους 48 υπεβλήθηκαν συγχρόνως σε ογκολογική εκτομή λόγω Ca και σε αποκατάσταση, ενώ σε 14 από τους 48 ασθενείς αφορούσε έλλειμμα τραυματικής αιτιολογίας. Η τοπογραφία του ελλείμματος αφορούσε το τριχωτό της κεφαλής και του μετώπου σε 12 ασθενείς (25%), το μέσο τριτημόριο του προσώπου και τα παραρίνια σε 9 ασθενείς (18.7%), το κάτω τριτημόριο του προσώπου και τραχήλου σε 27 ασθενείς (56.25%). Σε 7 ασθενείς χρησιμοποιήθηκαν διπλοί ελεύθεροι αγγειούμενοι κρημνοί και σε 41 ασθενείς μονήρεις κρημνοί. Χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 56 ελεύθεροι αγγειούμενοι κρημνοί. Σε 16 ασθενείς χρησιμοποιήθηκε φλεβικό μόσχευμα (33.3%). Οι κρημνοί επιλογής ήταν ο κερκιδικός κρημνός 28.5%, ο κρημνός της περόνης 17.8%, ο προσθιοπλάγιος κρημνός του μηρού 14.2%, ο μυοδερματικός κρημνός του ορθού κοιλιακού(VRAM) 12.5% και εγκάρσιος(ΤΡΑΜ) 5.3%, ο κρημνός του πλατέως ραχιαίου 8.9%, ο κρημνός του ισχνού προσαγωγού 7.1% και ο πρόσθιος οδοντωτός 1.7%. Οι μικροαγγειακές αναστομώσεις έγιναν στα αγγεία του τραχήλου σε ποσοστό 96.2%. Η επιβίωση των κρημνών ήταν σε ποσοστό 92.8% (52/56) και 4 κρημνοί απορρίφθηκαν (7.1%) λόγω θρόμβωσης. Ένας ασθενής απεβίωσε στην μετεγχειρητική περίοδο λόγω σοβαρών συστηματικών επιπλοκών. Ο σωστός σχεδιασμός, η επιλογή του κατάλληλου κρημνού, η εμπειρία στην μικροχειρουργική και η συνεργασία των εμπλεκόμενων ιατρικών ομάδων είναι αυτά που διασφαλίζουν το υψηλό ποσοστό επιτυχίας στην επανορθωτική μικροχειρουργική με πολύ καλό λειτουργικό και αισθητικό αποτέλεσμα. / Microsurgical free tissue transfer considered as the best choice for the reconstruction of head and neck extended and complex tissue defects due to tumor resection or trauma. A total of 48 patients underwent free tissue transfer between 2003-2010. There were 34 patients underwent one stage tumor resection and microsurgical free flap reconstruction and 16 patients for free flap reconstruction due to head and neck trauma. The defect in 12 patients 25% was on the scalp and forehead, the middle third in 9 patients 18.7% lower third in neck in 27 patients 56.25%. We used a combination of double free flaps for reconstruction in 7 cases and in 41 patients a single free flap. Vane grafts were used in 16 cases (33.3%). We used in total 56 free flaps with success rate 92.8% (52/56). Four flaps were lost due to anastomotic thromboses. Work horse flaps in our series include the radial forearm 28.5%, fibula 17.8%, ALT 14.2%, VRAM 12.5%, TRAM 5.3%, latissimus dorse 8.9%, gracilis 7.1% and serratus anterior 1.7%. The neck recipient vessels were used in 96.2%. One patient died in post surgical period after systemic complications. Preoperative surgical and reconstruction plan, flaps selection, high microsurgical experience and team collaboration are essential for the good functional and aesthetic results in microsurgery reconstruction of head and neck tissue defects.
5

Η διερεύνηση των λεξικών σχέσεων ομωνυμιών, μετωνυμιών ως διαγνωστικό εργαλείο στην άνοια

Αναστασοπούλου, Χαρίκλεια 11 October 2013 (has links)
Είναι γνωστό ότι η άνοια σχετίζεται με την απώλεια μνήμης, έκπτωση γλωσσικών ικανοτήτων, έλλειψη αυτονομίας και απώλεια της προσωπικής ταυτότητας του ασθενούς. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να αναδείξει τη σχέση αμφισημίας- άνοιας και να διερευνηθεί η σκοπιμότητα ύπαρξης ενός μεθοδολογικού εργαλείου για την εκτίμηση και τη διερεύνηση της γλωσσικής έκπτωσης στη άνοια μέσα από την γλωσσική επεξεργασία των λεξικών σχέσεων (μεταφορών –ομωνυμίας- μετωνυμιών) και να παρουσιάζει το προφίλ των ασθενών αυτών. Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζω γενικά στοιχεία για την νόσο της άνοιας αλλά και στοιχεία για τους κυριότερους τύπους της νόσου όσον αφορά την γλωσσική συμπεριφορά των ασθενών. Στην ενότητα αυτή αναφέρω επίσης βασικά διαγνωστικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται ευρέως για τον προσδιορισμό της νόσου, ενώ αναλυτικότερα στοιχεία για τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται και τις δομές που εξετάζουν παρατίθενται στο παράρτημα. Κλείνοντας την ενότητα καταλήγω στα οφέλη και την αναγκαιότητα ύπαρξης πρώιμης διάγνωσης. Στην δεύτερη ενότητα αναφέρομαι κυρίως στο νοητικό λεξικό και στην δυσκολία πρόσβασης των ασθενών με πιθανή άνοια σε αυτό. Επιπλέον υπάρχουν στοιχεία για την λεξική κατάκτηση, επιλογή και ανάκτηση των πληροφοριών και φαίνεται η σχέση νοητικού λεξικού – αμφισημίας. Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζω το φαινόμενο της αμφισημίας από την θεωρητική άποψη αρχικά της γλωσσολογίας, πως κατακτώνται οι αμφίσημες λέξεις και επεξεργάζονται σε σχέση με την ηλικία και καταλήγω στην νευρική συσχέτιση των λεξικών αμφισημιών με συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές. Στο τέλος της παρούσας ενότητας παρουσιάζω ευρήματα/ συμπεράσματα από πλήθος ερευνών που αφορούν την λεξική αμφισημία με διαφορετικές μεθόδους για κάθε τύπο άνοιας. Στην τελευταία ενότητα παρουσιάζω τις βασικές υποθέσεις μου πως η χρήση των λεξικών σχέσεων θα μπορεί να αποτελέσει διαγνωστικό εργαλείο στην άνοια. Επίσης παρουσιάζω την κατασκευή και τα αποτελέσματα της πειραματικής διαδικασίας ανάμεσα σε τέσσερα διαφορετικά υποκείμενα (πασχόντων –υγειών) διαφορετικής παθολογίας και σοβαρότητας. Ακολουθεί τέλος το παράρτημα με στοιχεία που αφορούν την διαφοροδιάγνωση της νόσου βάσει αλγορίθμων με τα γνωστικά ελλείμματα όπως παρουσιάζονται από τους φροντιστές των ασθενών αλλά και παθολογικών συμπτωμάτων που παρουσιάζουν, ενώ σε πίνακα υπάρχουν τα γλωσσικά στοιχεία που βοηθούν επίσης στην διαφοροδιάγνωση των κυριότερων τύπων άνοιας και τα αποτελέσματα της πειραματικής διαδικασίας. / It is well known that dementia is associated with memory loss, impaired language skills, lack of autonomy and loss of patients’ independence. The aim of this paper is to highlight the connection between ambiguity and dementia, and to investigate the feasibility of a methodological tool to assess and investigate the linguistic deduction in dementia through the linguistic processing of lexical relations (metaphor-homonymy-metonymy) and present the profile of such patients. In the first section I present general information as well as the linguistic features of the main types of dementia. In this section there is also a report on the diagnostic tools which are widely used to identify the disease. More detailed information about the use of these diagnostic tools is listed in the Annex. At the end of this section there is evidence about the benefits and the importance of early diagnosis. The second section is mainly referred to the mental lexicon and the difficulty patients with probable dementia face in accessing it. Furthermore there is evidence for lexical acquisition, selection and retrieval of information which shows the mental lexicon – ambiguity connection. In the third section I present the phenomenon of ambiguity, starting from the theoretical linguistic view; how the ambiguous words are conquered and processed in relation to age and lead to neural correlation of lexical ambiguity with specific brain regions. At the end of this section I present findings / conclusions of several researches, using different methods, on the lexical ambiguity on each type of dementia. The last section presents my basic assumptions concerning how the use of lexical relations can be a diagnostic tool in dementia. Furthermore, I present the construction and the results of the experimental process between four different subjects (patient-healthy) with different pathology and severity of the disease. Finally, at the annex, I present data on the differential diagnosis of the disease based on algorithms with cognitive deficits reported by caregivers of patients as well as pathology features. Also there is a board with differential linguistic elements which help distinguish the main types of dementia, along with the experimental material used and the results of the procedure.

Page generated in 0.0309 seconds