1 |
Βλαστικά κύτταρα και ο ρόλος τους στη βιολογία και παθολογία του πνεύμονα / Stem cells and their role in lung biology and pathologyΑμανετοπούλου, Σταυρούλα 25 October 2007 (has links)
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τη βιολογία των σωματικών βλαστικών κυττάρων (adult stem cells) εξαιτίας της ικανότητας τους να αυτοανανεώνονται καθώς επίσης και της πλαστικότητας την οποία εμφανίζουν. Οι ιδιότητες αυτές καθιστούν τα σωματικά βλαστικά κύτταρα ικανά να παράγουν προγόνους διαφόρων τύπων ωρίμων κυττάρων, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά στη διατήρηση της ομοιόστασης ιστών και οργάνων τόσο κατά τη φυσιολογική πορεία της ζωής τους όσο και σε περίπτωση βλάβης.
Εν γένει τα εμβρυικά και σωματικά βλαστικά κύτταρα φαίνεται να εμφανίζουν όμοιες λειτουργίες όσον αφορά στην ικανότητα αυτοανανέωσης και στην ιδιότητα τους να παράγουν διαφοροποιημένους κυτταρικούς προγόνους διαφόρων κυτταρικών σειρών τόσο σε απλοποιημένες συνθήκες καλλιέργειας in vitro όσο και μετά από μεταμόσχευσή τους σε ξενιστή in vivo. Πιο συγκεκριμένα η εδραίωση των ιδιοτήτων των βλαστικών και προγονικών κυττάρων in vitro και in vivo παρείχε τις ενδείξεις της συμμετοχής τους στην ανανέωση των ιστών μετά από βλάβη. Για το λόγο αυτό η χρήση τους αποτελεί πολλά υποσχόμενη στρατηγική στην κυτταρική και γενετική θεραπευτική πολλών εκφυλιστικών νοσημάτων καθώς επίσης και ως επικουρική ανοσοθεραπεία για διαφορους επιθετικούς τύπους καρκίνου. Η νόσος του Parkinson, η νόσος του Alzheimer, οι μυικές εκφυλιστικές διαταραχές, χρόνια ηπατικά νοσήματα, η καρδιακή ανεπάρκεια, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου I και τύπου II καθώς επίσης και διάφορες δερματικές, οφθαλικές, νεφρικές και αιμοποιητικές διαταραχές θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με θεραπείες βασιζόμενες σε βλαστικά κύτταρα.
Γενετικές μεταβολές ή/και επίμονη ενεργοποίηση διακριτών αναπτυξιακών μονοπατιών οι οποίες είναι δυνατόν να παρατηρούνται σε μειοψηφία σωματικών βλαστικών και προγονικών κυττάρων μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να οδηγήσουν σε ογκογόνο μεταλλαγή. Το φαινόμενο αυτό εμπλέκει την ενεργοποίηση κυτταρικών μονοπατιών τα οποία σηματοδοτούνται από διάφορους αυξητικούς παράγοντες και ενέχουν σημαντική θέση στην αύξηση και επιβίωση καρκινικών κυττάρων. Πιο συγκεκριμένα η θετική ρύθμιση μονοπατιών που αφορούν στον EGF, hedgehog, Wnt/β-κατενίνη και του Νοtch αποτελούν κρίσιμης σημασίας γεγονότα για την έναρξη και προαγωγή επιθετικών τύπων κακοήθειας όπως η οξεία λευχαιμία και το λέμφωμα, ο καρκίνος του εγκεφάλου, του δέρματος, του πνεύμονα, του οισοφάγου, του στομάχου, του παγκρέατος, του ήπατος, του μαστού, των ωοθηκών, του προστάτη και των όρχεων. Για το λόγο αυτό η μοριακή στόχευση αυτών των ογκογόνων σηματοδοτικών στοιχείων αποτελεί πολλά υποσχόμενη προσέγγιση για την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών συνδιασμών εναντίων μεταστατικών μορφών καρκίνου. / Stem cell biology and their role in lung homeostasis, tissue repair and cancer.
|
2 |
Ο διαφαινόμενος ρόλος των stem κυττάρων και μικροπεριβάλλοντος, στο δέρμα και τα κακοήθη νεοπλάσματα του δέρματοςΚαμπίλαυκος, Παναγιώτης 20 September 2010 (has links)
Τα stem κύτταρα αποτελούν ένα υποσύνολο κυττάρων με τις εξής χαρακτηριστικές ιδιότητες: την ικανότητα για αυτο-ανανέωση και την δυναμική για διαφοροποίηση προς πολλαπλούς κυτταρικούς τύπους (πολυδυναμία) [4]. Είναι σπάνια κύτταρα, εντούτοις ο ρόλος τους στην ομοιόσταση του οργανισμού είναι πολύ σημαντικός. Η διαντίδραση με το μικροπεριβάλλον (φωλεά) ρυθμίζει σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά τους [5]. Πράγματι, στοιχεία του μικροπεριβάλλοντος, είτε με φυσική επαφή, είτε με έκκριση διάφορων μορίων, είναι σε διαρκή διαντίδραση επαφή και διαντίδραση με τα stem κύτταρα και πολύ πιθανόν με τους άμεσους απογόνους τους (θυγατρικά κύτταρα). / --
|
3 |
Αξιολόγηση της χρήσης των βλαστικών κυττάρων της γέλης του Wharton για δοκιμές τοξικότηταςΚρητικός, Ανδρέας 25 May 2015 (has links)
Η σύγχρονη παραγωγή φαρμακευτικών και άλλων χημικών ουσιών και ο
αναγκαίος τοξικολογικός τους έλεγχος επιφέρει την χρήση ενός μεγάλου αριθμού
πειραματοζώων με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους αλλά και την έγερση
ζητημάτων που σχετίζονται με την ασφάλεια και την βιοηθική. Στην βάση αυτού του
προβληματισμού η ανάπτυξη νέων in vitro δοκιμασιών κυτταρο-τοξικότητας με
δυνατότητα ακριβέστερης πρόβλεψης των αρχικών δόσεων οξείας από του στόματος
τοξικότητας, προβάλλει ως αναγκαιότητα στις μέρες. Μέχρι τώρα έχουν
χρησιμοποιηθεί σε in vitro δοκιμασίες μετασχηματισμένα, αθανατοποιημένα ή
πρωτογενή κύτταρα καθώς και εμβρυικά βλαστικά κύτταρα (hESCs). Επίσης
πρόσφατα χρησιμοποιήθηκαν μεσεγχυματικά βλαστικά κύτταρα από τον μυελό των
οστών (BM-hMSCs). Τα κύτταρα αυτά ωστόσο παρουσιάζουν μειονεκτήματα που
σχετίζονται με την δυσκολία απομόνωσης τους, την ετερογένεια τους, αλλά και τον
πρόωρο φαινότυπο γήρανσης κατά την καλλιέργεια τους.
Σε αυτή την μελέτη διερευνάται για πρώτη φορά η χρήση των βλαστικών
κυττάρων της γέλης του Wharton (WJSCs) του ομφαλίου λώρου σε in vitro
δοκιμασία κυτταροτοξικότητας. Τα κύτταρα αυτά παρουσιάζουν σημαντικά
πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλα μεσενχυματικά κύτταρα καθώς: απομονώνονται
εύκολα, καλλιεργούνται εκτεταμένα με διατήρηση των βλαστικών τους ιδιοτήτων,
δεν εγείρουν ηθικά ζητήματα για τη χρήσή τους, παρουσιάζουν γενετική και
φαινοτυπική σταθερότητα και ήπιο ανοσολογικό προφίλ. Στην παρούσα μελέτη
εξετάστηκαν παράλληλα και συγκριτικά με τα κύτταρα της γέλης του Wharton, οι
κυτταρικές σειρές HepG2 (ηπατικού καρκινώματος) και NIH 3T3 (ινοβλάστες
ποντικού) αλλά και τα μεσεγχυματικά κύτταρα λίπους AD-hSCs. Όπως προτείνεται
από το πρωτόκολλο της ICCVAM δοκιμάστηκαν 12 ουσίες αναφοράς ενώ η μέτρηση
της επιβίωσης των κυττάρων έγινε με την δοκιμασία MTS και NRU. Τα
αποτελέσματα μας δείχνουν ότι τα κύτταρα της γέλης του Wharton μπορούν να
αποτελέσουν αξιόπιστο και ελπιδοφόρο μοντέλο για δοκιμασίες in vitro τοξικότητας.
Το μοντέλο αυτό μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά, ή ακόμα και να
ξεπεράσει, ήδη επικυρωμένα μοντέλα κυτταροτοξικότητας . / The modern production of pharmaceuticals, other chemicals and their required
toxicological controls results in the use of a large number of laboratory animals
leading in increased costs as well as raising questions considering safety and
bioethics. Alternatively, in vitro cytotoxicity assays are highlighted with the ability of
a more accurate prediction of the starting dose of oral acute toxicity. Occasionally
several cell lines have been used including transformed and immortalized cells or
primary cells and embryonic stem cells (hESCs). For the same purpose adult
mesenchymal stem cells derived from the bone marrow (BM-hMSCs) have been
recently used but they exhibit difficulties in their isolation, heterogeneity, and
premature senescence phenotype during their sub-cultivation.
In this study for the first time we investigated the use of mesenchymal stem
cells (WJSCs) isolated from fetal umbilical cord, in particular from the Wharton’s
Jelly. These cells exhibit the advantage of easily being isolated and cultured in large
quantities without ethical issues, genetic and phenotypic stability and subimmunological
profile. Two different cell lines HepG2 (liver carcinoma) and NIH
3T3 (mouse fibroblasts) and mesenchymal adipose-derived stem cells AD-hSCs have
been used and compared with the WJSCs in parallel. 12 substances have been tested
for their cytotoxicity effect on cell survival using the MTS assay as suggested by
ICCVAM. Our results indicate that this model is a reliable and promising approach
for in vitro cytotoxicity tests on human cells and it can complement or even overpass
validated cytotoxicity models.
|
4 |
Μορφολογική μελέτη της διαντίδρασης επιθηλίου-μικροπεριβάλλοντος κατά την καρκινογένεση στο παχύ έντερο, με προοπτική ανάπτυξης στρατηγικών χημειοπρόληψης και εξατομικευμένης θεραπείαςΤζελέπη, Βασιλική 17 March 2009 (has links)
Οι μέχρι τώρα ενδείξεις από τη βιβλιογραφία εισηγούνται ένα πιθανό προστατευτικό
ρόλο των οιστρογόνων στην καρκινογένεση στο παχύ έντερο. Η έκφραση των
οιστρογονικών υποδοχέων στο φυσιολογικό βλεννογόνο του παχέος εντέρου, στα
αδενώματα και τα καρκινώματα και οι αλληλεπιδράσεις τους με διάφορους
συμπαράγοντες θα πρέπει να μελετηθούν υπό το πρίσμα των πολύπλοκων μοριακών
δικτύων μεταξύ επιθηλιακών κυττάρων και μυοϊνοβλαστών του στρώματος, αλλά και
της θεωρίας των βλαστικών κυττάρων που φαίνεται να ενέχονται στην
καρκινογένεση. Η έκφραση των ERα, ERβ1, ΑΙΒ-1, TIF-2, PELP1, NCoR και
ALDH1 μελετήθηκε ανοσοϊστοχημικά σε 107 καρκινώματα παχέος εντέρου, σε 77
δείγματα φυσιολογικού βλεννογόνου και σε 29 αδενώματα του ίδιου οργάνου.
Εκτιμήθηκαν τόσο τα επιθηλιακά κύτταρα όσο και οι μυοϊνοβλάστες. Για την
ακριβέστερη εκτίμηση των μυοϊνοβλαστών, συνεχόμενες ιστολογικές τομές
υποβλήθηκαν σε ανοσοϊστοχημικό έλεγχο με χρήση των anti-αSMA και CD34
αντισωμάτων. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν ότι η έκφραση των ERβ1, ΑΙΒ-1, ΤΙF-2
και PELP1 ήταν πιο συχνή σε μυοϊνοβλάστες του στρώματος των καρκινωμάτων σε
σχέση με τα αδενώματα και το φυσιολογικό βλεννογόνο. Επίσης, στους
μυοϊνοβλάστες των καρκινωμάτων, ο NCoR εντοπιζόταν αποκλειστικά στο
κυτταρόπλασμα των κυττάρων. Αντίθετα, δεν υπήρχε διαφορά στο ποσοστό
έκφρασης των δεικτών αυτών στα επιθηλιακά κύτταρα μεταξύ του φυσιολογικού
βλεννογόνου, των αδενωμάτων και των καρκινωμάτων. Ωστόσο, η
κυτταροπλασματική εντόπιση του ERβ1 ήταν συχνότερη στα επιθηλιακά κύτταρα
των καρκινωμάτων σε σχέση με το φυσιολογικό βλεννογόνο και τα αδενώματα.
Επίσης, ο NCoR εκφραζόταν πιο συχνά στο κυτταρόπλασμα και σπανιότερα στον
πυρήνα των κακοήθων επιθηλιακών κυττάρων σε σχέση με τα φυσιολογικά
επιθηλιακά κύτταρα. Η κυτταροπλασματική έκφραση του NCoR στα επιθηλιακά
κύτταρα σχετιζόταν με μεγαλύτερη ελεύθερη νόσου και συνολική επιβίωση και
αποτελούσε ανεξάρτητο προγνωστικό δείκτη της ελεύθερης νόσου επιβίωσης. Τα
αποτελέσματά μας υποδεικνύουν ένα πιθανό ρόλο της ενεργοποίησης του μονοπατιού
των οιστρογονικών υποδοχέων στους μυοϊνοβλάστες του στρώματος, στην ανάπτυξη
των καρκινωμάτων του παχέος εντέρου. Επίσης, η κυτταροπλασματική μετατόπιση,
από τον πυρήνα, του NCoR στα επιθηλιακά κύτταρα, πιθανότατα επηρεάζει διάφορα
μοριακά δίκτυα στον πυρήνα των κυττάρων, επιφέροντας ταυτόχρονα
ογκοπροαγωγές δράσεις στα επιθηλιακά κύτταρα του βλεννογόνου και
ογκοκατασταλτικές επιδράσεις στα αναπτυσσόμενα νεοπλάσματα. Δεδομένου ότι, η
πυρηνική έκφραση του NCoR έχει προταθεί ως δείκτης των stem κυττάρων, τα
ελάχιστα κύτταρα, στα οποία παρατηρήθηκε πυρηνική έκφραση στον καρκίνο παχέος
εντέρου, πιθανότατα, αντιστοιχούν σε καρκινικά stem κύτταρα. Η ALDH1 αποτελεί,
επίσης, δείκτη φυσιολογικών και καρκινικών stem κυττάρων σε διάφορα όργανα. Στη
μελέτη μας η ALDH1 εκφράστηκε έντονα σε κύτταρα του φυσιολογικού
βλεννογόνου, τα οποία βρίσκονταν στη βάση των κρυπτών και πιθανότατα
αντιπροσωπεύουν τα stem/προγονικά κύτταρα του εντερικού επιθηλίου. Κατά
αντιστοιχία, η έκφραση της ALDH1 στα καρκινικά κύτταρα σχετιζόταν με παρουσία
μεταστάσεων και χειρότερη ελεύθερη νόσου επιβίωση. Το εύρημα αυτό, πιθανόν, να
αποτελεί ένα δείκτη των καρκινικών stem/προγονικών κυττάρων. Αντίθετα, η
έκφραση ALDH1 στους μυοϊνοβλάστες των καρκινωμάτων σχετιζόταν με ευνοϊκούς
προγνωστικούς παράγοντες και μεγαλύτερο ελεύθερο νόσου διάστημα. Επίσης,
περιστατικά με χαμηλή έκφραση ALDH1 στους μυοϊνοβλάστες και υψηλή έκφραση
στα επιθηλιακά κύτταρα σχετιζόταν με μικρότερο διάστημα ελεύθερη νόσου
επιβίωσης, αλλά και συνολικής επιβίωσης. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν το
σημαντικό ρόλο των πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων επιθηλίου-στρώματος κατά την
καρκινογένεση στο παχύ έντερο και επισημαίνουν τα πολύπλοκα μοριακά δίκτυα που
ρυθμίζουν τη λειτουργία των κυττάρων. Η συστημική προσέγγιση των επιθηλιακών
κυττάρων και της παθολογίας τους προϋποθέτει τη μελέτη των μορίων τους μέσα σε
πολύπλοκα δίκτυα που επηρεάζουν τη δράση τους με μη γραμμικό τρόπο και
περιλαμβάνει αμφίδρομες αλληλεπιδράσεις από τα περιβάλλοντα κύτταρα. / Background. The stochastic model of carcinogenesis is recently challenged by the stem cell model. The later suggests that cancer develops from uncontrolled
proliferation and aberrant differentiation of adult stem cells or progenitor cells that
acquire stem cell-like properties. Microenvironment regulates function and
differentiation of normal epithelial cells creating a protective niche for stem cells.
Additionally, microenvironment plays a critical role in induction and progression of
carcinomas. Both mutations in adult stem cells and changes in signals emanating from
the stem cell niche contribute to the initiation of carcinomas. Recent findings suggest a protective role of estrogens in colorectal carcinogenesis. However, estrogens exert various actions on cells depending on the molecular microenvironment and their
cross-talk with intracellular cascades and coregulators of transcription. Additionally,
estrogens modulate the function of stromal cells and might influence carcinogenesis
by indirect actions. Elucidation of the molecular networks implicated in estrogen
signaling is very important in view of the potential use of selective estrogen receptor
modulators in chemoprevention and targeted anticancer therapy.
Materials and methods. An immunohistochemical study was designed to analyze the estrogen receptors α and β and the various co-regulators of transcription
expression of along with that of a proposed functional stem cell marker, ALDH1, in
normal colonic mucosa, adenomas and colorectal carcinomas. One hundred seven
cases of colorectal carcinoma were retrieved from the Pathology files of the
University Hospital of Patras, Greece. None of the patients had received preoperative
chemotherapy or radiotherapy. All female patients were at the postmenopausal age.
Follow-up was available for all patients. Paired normal mucosa and adenoma
specimens were evaluated in 77 and 29 cases, respectively, in an effort to examine the
whole spectrum of the multistage progression of colorectal carcinogenesis. Primary
antibodies against ERα, ERβ1, AIB-1, TIF-2, PELP1, NCoR and ALDH1 and the
Envision polymer-based detection system were employed. Epithelial cells and stromal
myofibroblasts were separately assessed. α-SMA and CD34 staining of serial
histologic sections was valuable for the recognition of the myofibroblastic nature of
the cells.
Results. ERα expression was extremely rare and was noted in <1% of the
epithelial cells in two cases of colorectal carcinoma. ERβ1, TIF-2, and NCoR were
expressed in the nuclei and cytoplasm of epithelial cells and myofibroblasts. AIB-1
and PELP-1 were expressed in the nuclei of epithelial cells and myofibroblasts.
PELP-1 displayed a dot-like pattern of staining in the nuclei of cells that is possibly attributed to the presence of focally increased concentration of PELP1 in multiprotein co-regulator complexes within the nuclei of cells. Statistical analysis revealed that nuclear and cytoplasmic expression of ERβ1 and TIF-2 and nuclear expression of AIB-1 and PELP1 in myofibroblasts increased from normal mucosa through adenoma to carcinomas. NCoR was expressed in the cytoplasm of carcinoma-associated fibroblasts but not in myofibroblasts of normal mucosa. Thus, various components of estrogen signaling namely ERβ1 (both genomic and non-genomic actions-associated localization) and co-regulators of transcription, are enhanced in cancer associated myofibroblasts, whereas co-repressor NCoR is expressed in the cytoplasm of the cells implying that ER signaling is enhanced in myofibroblasts of carcinomas. In contrast, nuclear expression of ERβ1, AIB-1, TIF-2, and PELP-1 in epithelial cells was not different among normal mucosa, adenomas and carcinomas.
Cytoplasmic expression of ERβ1 was higher in colorectal carcinomas, implying
activation of non-genomic actions of ERβ in colorectal carcinogenesis. A translocation of NCoR from the nucleus to the cytoplasm was noted in colorectal carcinomas, since nuclear expression was more common in normal mucosa and cytoplasmic expression was noted in the majority of carcinomas. Cytoplasmic
expression of NCoR in epithelial cells was associated with favorable prognosis. These
findings might suggest that derepression of NCoR repressed transcription is an
important feature of colorectal carcinogenesis and correlates with patients’ prognosis. ALDH1 expression was noted in the nuclei and the cytoplasm of myofibroblasts
and epithelial cells. Expression in myofibroblasts was more often noted in carcinomas compared to normal mucosa and was associated with absence of metastasis and
favorable prognosis. Epithelial cells of normal mucosa expressed high levels of
ALDH1 expression. A distinct pattern of ALDH1 expression along the crypt axis was
noted. Nuclear expression was more common and cytoplasmic expression was
intensified at the base of the crypts (compartment where epithelial stem cells reside) compared to superficial epithelium. Carcinomas displayed heterogenous expression of ALDH1 in epithelial cells. Increased cytoplasmic expression was associated with the presence of metastasis and poor prognosis. Thus, ALDH1 expression had distinct
impacts on metastatic potential of carcinomas and patients’ prognosis, accordingly to
the cell where it is expressed. Additionally, patients with increased expression in
epithelial cells and decreased expression in myofibroblasts had worse prognosis
compared to patients displaying all other combinations of ALDH1 expression in
epithelial cells and myofibroblasts.
Our findings imply a possible role of ALDH1 as a stem/progenitor cell marker
in normal mucosa. The association of ALDH1 expression in malignant cells with
metastatic potential and worse prognosis implies that it might represent a marker of
carcinomas with increased stem/progenitor cell content. The favorable prognostic role
of ALDH1 expression in myofibroblasts might be associated with its role in local
retinoic acid production. Retinoic acid has various tumor suppressive roles in
colorectal carcinomas and can potentially be used in chemopreventive or
chemotherapeutic strategies especially in patients with low local production levels.
Thus, a comprehensive analysis of molecular networks both in any single cell and
among the different cells of colorectal carcinomas and non neoplastic mucosa are
mandatory in order to elucidate the role of estrogen signaling in colorectal
carcinogenesis in view of development of targeted clinical applications.
Conclusions
1.ERβ is the predominant estrogen receptor in colonic tissue.
2.ERβ1 dependent signaling is enhanced in cancer-associated myofibroblasts.
3.PELP1 is associated with genomic actions in both epithelial cells and myofibroblats.
4.In epithelial cells, loss of NCoR nuclear expression correlates with colorectal
carcinogenesis possibly through derepression of transcription mediated by various
transcription factors.
5.ALDH1 emerges as a marker of normal and cancer stem cells of colorectal
carcinomas.
|
5 |
Διερεύνηση μοριακών μηχανισμών που εμπλέκονται στον καθορισμό του φαινότυπου των λείων μυικών κυττάρων των αγγείωνΝταή, Αικατερίνη 29 July 2011 (has links)
Ο έλεγχος της έκφρασης των πρωτεϊνών που χαρακτηρίζουν τον Λείο Μυικό Φαινότυπο (ΛΜΦ) είναι εξαιρετικής σημασίας για την κατανόηση, σε μοριακό επίπεδο, διεργασιών που σχετίζονται με πολλές φυσιο-παθολογικές καταστάσεις στον άνθρωπο. Μεταξύ των ασθενειών όπου ο ΛΜΦ είναι καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη και εξέλιξή τους, είναι η αθηροσκλήρωση, η υπέρταση, η επαναστένωση των αρτηριών μετά από αγγειοπλαστική, η ίνωση οργάνων όπως οι πνεύμονες, το ήπαρ και οι νεφροί, και η ανάπτυξη μεταστάσεων από συμπαγείς όγκους.
Επομένως, κατανόηση των κυτταρικών και μοριακών μηχανισμών που οδηγούν σε τροποποίηση του ΛΜΦ είναι βασικής σημασίας για την αναγνώριση στρατηγικών περιορισμού της εξέλιξης των νόσων αυτών και της εκδήλωσης των κλινικών συνεπειών τους.
Αρχικό στόχο αποτέλεσε η ανάπτυξη και καθιέρωση ενός in vitro προτύπου συστήματος για την διαφοροποίηση μη διαφοροποιημένων κυττάρων προς φαινότυπο που προσομοιάζει με αυτό των Λείων Μυικών Κυττάρων (ΛΜΚ), ώστε να χρησιμεύσει στη μελέτη του μοριακού καθορισμού και ελέγχου του φαινότυπου των κυττάρων αυτών. Πρώτα-πρώτα, χαρακτηρίσαμε βασικά, σημαντικά «μοριακά εργαλεία» για την διαπίστωση και μοριακή διερεύνηση του ΛΜ-φαινοτύπου. Χρησιμοποιώντας τα, αναπτύξαμε και χαρακτηρίσαμε πρωτογενώς ένα πρότυπο σύστημα διαφοροποίησης σε ΛΜΚ, βασιζόμενο σε Μεσεγχυματικά Βλαστικά Κύτταρα (ΜΒΚ) προερχόμενα από γέλη Wharton ομφάλιου λώρου. Στα κύτταρα αυτά, η έκφραση γονιδίων και πρωτεϊνών που χαρακτηρίζουν τον ΛΜΦ εξαρτάται από την επαρκή έκφραση της πρωτεΐνης Serum Response Factor (SRF), από την ύπαρξη αλληλουχιών Serum Response Element (SRE) στον υποκινητή των εξεταζόμενων ΛΜΚ-ειδικών γονιδίων, και επάγεται από εξωγενή έκφραση της Μυοκαρδίνης. Επομένως, όπως έχει περιγραφεί και για άλλα πρότυπα συστήματα, η διαφοροποίηση των κυττάρων αυτών σε κύτταρα που προσομοιάζουν ΛΜΚ στηρίζεται στην συνέργεια δύο μεταγραφικών παραγόντων, του SRF και της Μυοκαρδίνης. Το πρότυπο αυτό θα είναι χρήσιμο για να διερευνήσουμε τους μοριακούς μηχανισμούς δράσης φυσιολογικών και φαρμακολογικών παραγόντων στον έλεγχο του ΛΜΦ. Επί πλέον, το πρότυπο σύστημα αυτό δύναται να αποβεί χρήσιμο για την κατανόηση εν γένει διεργασιών που οδηγούν στην βασική κυτταρική αλλαγή γνωστή ως Επιθηλιακή-Μεσεγχυματική Μετάβαση (ΕΜΤ) και κατ’ επέκταση για την κατανόηση μηχανισμών παθογένειας πλείστων νόσων που χαρακτηρίζονται από ΕΜΤ.
Παράλληλα, έγινε προσπάθεια διερεύνησης αν η κυτταρική σειρά A7r5 αγγειακών ΛΜΚ αποτελεί βιώσιμο φαρμακολογικό σύστημα για την διερεύνηση των μηχανισμών μέσω των οποίων η έκφραση του ΛΜΦ ελέγχεται σε μοριακό επίπεδο από τους αδρενεργικούς υποδοχείς, μία οικογένεια υποδοχέων που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ομοιόσταση του αγγειακού τοιχώματος και στην αρτηριακή παθοφυσιολογία. Δείξαμε ότι ο κυτταρικός πληθυσμός A7r5 δεν απαντά σε α1-αδρενεργική διέγερση διότι στερείται α1-αδρενεργικών υποδοχέων. Διέγερση αποκτάται με εισαγωγή μέσω πλασμιδίου α1-αδρενεργικών υποδοχέων, άρα το ενδογενές σηματοδοτικό σύστημα είναι παρόν και λειτουργικό. Επιπρόσθετα, ανακαλύψαμε ότι τα κύτταρα A7r5 εκφράζουν ενδογενώς λειτουργικούς β-αδρενεργικούς υποδοχείς. Θέτουμε έτσι τα θεμέλια για μία σε βάθος διερεύνηση του τυχόν ρόλου των β-αδρενεργικών υποδοχέων στον έλεγχο του φαινοτύπου των αγγειακών ΛΜΚ, ο οποίος είναι καθοριστικός για την γένεση και πορεία των καρδιαγγειακών νοσημάτων εν γένει.
Συμπερασματικά λοιπόν α) τα μεσεγχυματικά βλαστικά κύτταρα προερχόμενα από τη γέλη Wharton ανθρώπινου ομφάλιου λώρου αποτελούν κατάλληλο πρότυπο σύστημα διερεύνησης της ρύθμισης των μοριακών μηχανισμών που εμπλέκονται στη διαφοροποίηση προς ΛΜΚ από μόρια φαρμακολογικής σημασίας, και β) τα κύτταρα A7r5 αποτελούν καλό πρότυπο σύστημα για την διερεύνηση του τυχόν ρόλου των β-αδρενεργικών υποδοχέων στον έλεγχο του φαινοτύπου των ΛΜΚ των αγγείων. / The control of the genes that specify the Smooth Muscle Cell Phenotype is of great importance for our understanding, at a molecular level, of the processes central in a number of human pathologies. Among the diseases whose onset and progress is influenced by alterations in Smooth Muscle-Like (SM-L) phenotype are atherosclerosis, organ fibrosis (lung, liver and kidney), and metastasis associated with solid tumors.
For these reasons, the understanding of the cell and molecular mechanisms that lead to changes in the SM phenotype expression are of central importance in our efforts to identify new approaches in limiting the progress of these diseases and the manifestation of the associated clinical symptoms.
The first Aim of this work was the development and initial characterization of an in vitro model of differentiation towards a Smooth-Muscle-Like phenotype, to serve for the study of its molecular control. Initially, we characterized basic important molecular tools useful in determining the SM-L phenotype. With their aid, we developed and characterized a model system based on Wharton’s Jelly-derived Mesenchymal stem Cells (MSCs). In these cells, the expression of genes and proteins characteristic of the SM Phenotype depends on the protein levels of Serum Response Factor (SRF) and on the existence of SRF-binding elements on the promoters of the SM-specific genes; it is also potently induced by the exogenous expression of the transcription factor Myocardin. Therefore, this population of MSCs behaves as other characterized model systems, in that their differentiation to a SM-L phenotype is supported by the synergistic action of SRF and Myocardin. This novel model system based on Wharton’s Jelly MSCs will be useful to study the role of specific physiological and pharmacological agents in the control of the SM phenotype. In addition, such a system can offer insights in the basic cellular process of Epithelial-to-Mesenchymal Transition (EMT) and by extent, in the pathological mechanisms of diseases characterized by EMT.
In parallel, we investigated whether the differentiated SMC line A7r5 is a viable pharmacological model system to investigate the control of the SMC phenotype by adrenergic receptors, a family of receptors that plays a crucial role in the homeostasis of the vessel wall. We showed that A7r5 cells do not express functional α1-adrenergic receptors; however, the intracellular signaling system linked to α-adrenergic receptors is present and functional. In contrast, A7r5 cells endogenously express functional β-adrenergic receptors, and A7r5 cells are therefore an attractive model to study the role of these receptors in the control of the SMC-phenotype.
In conclusion, a) Mesenchymal Stem Cells from Wharton’s Jelly surrounding the human umbilical cord are a suitable in vitro model for the study of the molecular mechanisms that modulating Smooth Muscle Cell differentiation, and b) A7r5 cells are a good in vitro model system to investigate the role of the β-adrenergic receptor in controlling the phenotype of Vascular Smooth Muscle cells.
|
6 |
Διερεύνηση του ρόλου της Geminin στην ανάπτυξη και διαφοροποίηση αρχέγονων/προγονικών κυττάρων του αιμοποιητικού συστήματος σε γενετικά τροποποιημένους μύεςΚαραμήτρος, Δημήτριος 30 May 2012 (has links)
Κατά την ανάπτυξη ενός οργανισμού η απόκτηση εξειδικευμένων κυτταρικών λειτουργιών είναι μια προοδευτική διαδικασία η οποία περιλαμβάνει την ασύμμετρη διαίρεση των βλαστικών κυττάρων για την παραγωγή προγονικών κυττάρων τα οποία σταδιακώς εξέρχονται από τον κυτταρικό κύκλο και διαφοροποιούνται μέσω της εγκαθίδρυσης του κατάλληλου μεταγραφικού προγράμματος. Προκειμένου να κατανοήσουμε τη ρύθμιση αυτών των γεγονότων μελετήσαμε την Geminin, ένα κεντρικό ρυθμιστή του κυτταρικού κύκλου, στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Δημιουργήσαμε ζωικά μοντέλα στα οποία απενεργοποιήσαμε το γονίδιο της Geminin στα λεμφοκύτταρα. Τα αποτελέσματα μας έδειξαν ότι η απενεργοποίηση της Geminin στα λεμφοκύτταρα δεν επηρεάζει σημαντικά τη διαφοροποίηση των προγονικών Τ κυττάρων στο θύμο. Απουσία της Geminin τα προγονικά θυμοκύτταρα δεσμεύονται προς διαφοροποίηση στην Τ κυτταρική σειρά και παράγουν διαφοροποιημένα θυμοκύτταρα. Παρατηρήθηκαν μικρές μειώσεις στον αριθμό των DN1, DN4 και DP κυττάρων. Σε αντίθεση τα αθώα (naïve), ρυθμιστικά (regulatory) και Τ κύτταρα μνήμης (memory T cells), παρουσίασαν σημαντικές μειώσεις απουσία της Geminin. Επιπλέον βρήκαμε ότι ο πολλαπλασιασμός των περιφερικών Τ κυττάρων ύστερα από την ενεργοποίηση τους μέσω του TCR υποδοχέα παρουσίασε σημαντικές ανωμαλίες ενώ παρατηρήθηκαν και σημαντικές διαταραχές της προόδου του κυτταρικού κύκλου απουσία της Geminin. Οι μεταβολές που παρατηρήθηκαν στην έκφραση του Cdt1 και σε κυκλίνες των ενεργοποιημένων περιφερικών Τ κυττάρων μπορεί να εμπλέκονται στο μηχανισμό που εξηγεί τις διαταραχές των περιφερικών Τ κυττάρων απουσία της Geminin. Επίσης Τ κύτταρα από τα οποία είχε απενεργοποιηθεί η Geminin δεν είναι ικανά να αποικίσουν τα λεμφοειδή όργανα μυών από τους οποίους απουσιάζουν τα λεμφοκύτταρα, αποτέλεσμα το οποίο δείχνει διαταραχές του ομοιοστατικού πολλαπλασιασμού αυτών των κυττάρων. Συμπερασματικά η Geminin είναι απαραίτητη για την αυστηρή ρύθμιση των επαναλαμβανόμενων κυτταρικών διαιρέσεων των περιφερικών Τ κυττάρων αλλά δεν επηρεάζει σημαντικά την διαφοροποίηση των προγονικών Τ κυττάρων. Επιπλέον τα αποτελέσματα αυτά προτείνουν ότι υπάρχουν εγγενείς διαφορές στην ρύθμιση του κυτταρικού κύκλου μεταξύ θυμοκυττάρων και περιφερικών Τ κυττάρων. / During development, acquisition of specialized function is a progressive, gradual process that involves the asymmetric divisions of stem cells to generate progeny that will exit the cell cycle and terminally differentiate through the establishment of an appropriate transcriptional program. In order to understand this process we studied Geminin, a key cell cycle regulator, that has been shown to affect cellular decisions of differentiation. Towards this direction we focused on the immune system and investigated the role of Geminin in self-renewal and differentiation of stem and progenitor cells.
In order to gain insight into the in vivo role of Geminin in progenitor cell division and differentiation, we have deleted Geminin in cells of the lymphoid lineage. The inactivation of Geminin in the lymphoid lineage does not alter progenitor T cell differentiation in the thymus. In the absence of Geminin progenitor T cells commit, differentiate and generate differentiated thymocytes. Minor reduction in the number of DN1, DN4 and DP progenitor T cells were observed. In contrast naïve, regulatory and memory peripheral T cells show a significant reduction in the absence of Geminin. Moreover, proliferation of Geminin deficient peripheral T cells upon TCR activation is severely compromised, accompanied by cell cycle progression defects. The deregulated protein levels of Cdt1 and cyclins in activated peripheral T cells lacking Geminin, may be involved in the mechanism responsible for the observed phenotype of Geminin deficient peripheral T cells. More importantly Geminin deficient T cells fail to repopulate lymphopenic hosts suggesting defects in homeostatic proliferation. In conclusion Geminin is essential to regulate the repeated divisions of peripheral T cells but does not significantly affect progenitor T cell differentiation. In addition our results suggest that there are intrinsic differences in cell cycle regulation of thymocytes and peripheral T cells.
|
Page generated in 0.0516 seconds