• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 11
  • Tagged with
  • 11
  • 11
  • 4
  • 4
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Ο ιγκνιμβρίτης του Πολύχνιτου της νήσου Λέσβου

Λαμέρα, Σοφία 25 November 2008 (has links)
- / -
2

Μελέτη των πεδίων ανάμειξης γλυκού και αλμυρού νερού με βάση εποχιακές μεταβολές φυσικοχημικών παραμέτρων / A study of the mixing fields of freshwater with seawater based on seasonal variability of physicochemical parameters

Βρυώνης, Παναγιώτης 17 July 2014 (has links)
Στόχος της διπλωματικής εργασίας αυτής είναι η εκτίμηση των περιβαλλοντικών συνθηκών που επικρατούν στο πεδίο ανάμειξης γλυκού και αλμυρού νερού στις εκβολές του ποταμού Γλαύκου με βάση μετρήσεις φυσικοχημικών παραμέτρων. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην μέτρηση της χλωροφύλλης, χρησιμοποιήθηκε το όργανο IDS Sublogger/Chealsea. Οι μετρήσεις έγιναν σε προφίλ σε αυξανόμενη απόσταση από τις εκβολές του ποταμού και σε διαφορετικές ημερομηνίες έτσι ώστε να καλυφθούν κυρίως η ξηρή και η υγρή περίοδος, αλλά και οι υπόλοιπες εποχές. Οι μετρήσεις συγκεκριμένα έγιναν στις πιο κάτω ημερομηνίες: 23/6/2012, 13/10/2012, 14/10/2012, 14/11/2012, 1/12/2012, 1/2/2013, 28/3/2013, 19/4/2013 και 27/5/2013. Σχεδιάστηκαν τα διαγράμματα που δείχνουν τις μεταβολές της συγκέντρωσης της χλωροφύλλης με το βάθος του νερού και έγινε η περιγραφή των διαγραμμάτων αυτών. Από την περιγραφή των διαγραμμάτων αυτών προέκυψαν τα πιο κάτω: 1. Σε ορισμένες περιόδους το επιφανειακό στρώμα νερού χαρακτηρίζεται από αυξημένες συγκεντρώσεις χλωροφύλλης συγκριτικά με τα υποεπιφανειακά στρώματα νερού. 2. Σε ορισμένες περιόδους του έτους παρατηρούνται χαρακτηριστικά μέγιστα χλωροφύλλης σε βαθύτερα στρώματα νερού. 3. Τα πιο πάνω μέγιστα είναι περισσότερο έντονα σε μικρή απόσταση από την εκβολή, γεγονός που δείχνει την επίδραση του γλυκού νερού στην κατανομή της χλωροφύλλης. Για να ερμηνευθούν τα αποτελέσματα καθώς και οι γεωγραφικές τους μεταβολές έγιναν μετρήσεις αγωγιμότητας, θερμοκρασίας και pH με την χρήση του οργάνου 600 XML V2. H αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των πιο πάνω παραμέτρων έδειξε ότι: τα μέγιστα της χλωροφύλλης συνδέονται με μειώσεις της αγωγιμότητας, γεγονός που δείχνει την εξάρτηση της από την παρουσία γλυκού νερού. Για την εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν στην ποιότητα των νερών στην περιοχή εργασίας με βάση τις τιμές της χλωροφύλλης, έγινε επεξεργασία των αποτελεσμάτων (simple statistics) όπου προσδιορίστηκαν οι μέσες τιμές, τα μέγιστα και ελάχιστα τους καθώς και η σταθερή απόκλιση από τη μέση τιμή. Η σύγκριση των μέσων τιμών χλωροφύλλης με το εύρος τιμών που χρησιμοποιούνται διεθνώς για τον χαρακτηρισμό των νερών σε ευτροφικά, μεσοτροφικά, και ολιγοτροφικά έδωσε τα πιο κάτω αποτελέσματα: Τον Ιούνιο 2012 η μέση τιμή χλωροφύλλης ήταν 5,76 μg/l ευτροφικό Τον Οκτώβριο 2012 η μέση τιμή χλωροφύλλης ήταν 0,69 μg/l μεσοτροφικό Το Νοέμβριο 2012 η μέση τιμή χλωροφύλλης ήταν 1,89 μg/l μεσοτροφικό Τον Δεκέμβριο 2012 η μέση τιμή χλωροφύλλης ήταν 1,84 μg/l μεσοτροφικό Τον Φεβρουάριο 2013 η μέση τιμή χλωροφύλλης ήταν 3,01 μg/l ευτροφικό Τον Μάρτιο 2013 η μέση τιμή χλωροφύλλης ήταν 3,26 μg/l ευτροφικό Τον Απρίλιο 2013 η μέση τιμή χλωροφύλλης ήταν 4,37 μg/l ευτροφικό Τον Μάϊο 2013 η μέση τιμή χλωροφύλλης ήταν 1,60 μg/l μεσοτροφικό Για την μελέτη των διαχρονικών μεταβολών των τιμών της χλωροφύλλης σχεδιάστηκαν τα διαγράμματα που δείχνουν τις μεταβολές των μέσων και μέγιστων στις διάφορες περιόδους μετρήσεων. Από τα διαγράμματα αυτά προκύπτουν αυξημένες τιμές τον Ιούνιο 2012, Φεβρουάριο 2013, Μάρτιο 2013 και Απρίλιο 2013, ενώ οι τιμές της χλωροφύλλης τον Οκτώβριο 2012, Νοέμβριο2012, Δεκέμβριο 2012 και Μάϊο 2013 ήταν χαμηλότερες. Τα αποτελέσματα αξιολογήθηκαν επιπροσθέτως σε συνάρτηση με μετεωρολογικά και άλλα στοιχεία της περιοχής / The aim of this study is to assess the environmental conditions prevailing in the field of mixing freshwater and saltwater at Glafkos outlet based on the measurements of physicochemical parameters. Particular emphasis was given to the measurement of chlorophyll-a. The instrument used was the IDS Sublogger / Chealsea. The measurements were made in profiles at increasing distance from the outlet of Glafkos river and on different dates in order to cover mainly the dry and wet season, as well as the remaining seasons. The measurements were made specifically in the following dates: 23/06/2012, 13/10/2012, 14/10/2012, 14/11/2012, 01/12/2012, 02/01/2013, 03/28/2013 , 04.19.2013 and 05.27.2013. The vertical variability of chlorophyll-a values in the sea column showed the following: 1. At certain times the surface layer of the seawater was characterized by increased concentrations of chlorophyll-a compared to subsurface water layers. 2. At certain periods of year, chlorophyll-a showed distinct peaks in the subsurface seawater. 3. The above mentioned peaks were more distinct at short distance from the river’s outlet, which shows the influence of freshwater in the distribution of chlorophyll. To interpret the results and the geographical variations, conductivity, temperature and pH were measured with the use of the probe YSI 600 XML V2. The results assessment of the above parameters showed that: the peaks of chlorophyll-a associated with decreases of conductivity, indicates its dependence on the presence of freshwater. To draw conclusions regarding the quality of seawater in the study area based on the variability of chlorophyll-a values, simple statistics was applied on the data. The mean, maximum and minimum values, as well as the standard deviation from the mean values were determined. The comparison of the average values of chlorophyll-a with the values used internationally to characterize water eutrophic, mesotrophic and oligotrophic gave the following results: In June 2012, the average chlorophyll was 5.76 μg/l showing eutrophic aquatic environment In October 2012, the average chlorophyll of 0.69 μg/l showing mesotrophic aquatic environment In November 2012, the average chlorophyll was 1.89 μg/l showing mesotrophic aquatic environment In December 2012, the average chlorophyll was 1.84 μg/l showing mesotrophic aquatic environment In February 2013, the average chlorophyll was 3.01 μg/l showing eutrophic aquatic environment In March 2013, the average chlorophyll was 3.26 μg/l showing eutrophic aquatic environment In April 2013, the average chlorophyll was 4.37 μg/l showing eutrophic aquatic environment In May 2013, the average chlorophyll was 1.60 μg/l showing mesotrophic aquatic environment In order to study the time variability of chlorophyll-a, diagrams were drawn showing the variations of the average and maximum values in different measurement periods. From these diagrams increased values were observed in June 2012, February 2013, March 2013 and April 2013, while chlorophyll-a values, in October 2012, November 2012, December 2012 and May 2013 were lower. The results are evaluated also in relation to the meteorological data and other elements of the area.
3

Περιβαλλοντική υδρογεωλογική έρευνα των υδροφόρων οριζόντων της ευρύτερης περιοχής του δήμου Αμαλιάδας

Κουλούρη, Αθανασία 01 October 2008 (has links)
- / -
4

Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης των Τριτογενών σχηματισμών της λεκάνης Κληματιάς - Παραμυθιάς Ηπείρου. Πιθανή γένεση και αποθήκευση υδρογονανθράκων στουσ σχηματισμούς αυτούς

Αβραμίδης, Παύλος 11 November 2009 (has links)
- / -
5

Μελέτη φωσφορικών ιόντων σε πεδίο ανάμειξης γλυκού νερού με αλμυρό νερό / Study of phosphates in a mixing fresh-salt water environment

Χριστόπουλος-Βλάμης, Κωνσταντίνος 17 July 2014 (has links)
Μία από τις πιο σημαντικές περιβαλλοντικές απειλές των υδάτινων συστημάτων αποτελεί ο ευτροφισμός. Αυτός νοείται ως ο εμπλουτισμός των υδάτων ενός συστήματος με ανόργανα θρεπτικά, κυρίως άλατα, αζώτου και φωσφόρου με άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής και τελικές επιπτώσεις την αλλαγή του συνόλου της βιοποικιλότητας και την υποβάθμιση του υδάτινου περιβάλλοντος. Στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η εκτίμηση της ποιότητας των υδάτων σε περιβάλλον ανάμειξης γλυκού και αλμυρού νερού στις εκβολές του ποταμού Ευήνου και Γλαύκου καθώς επίσης και ο καθορισμός του βαθμού επίδρασης του γλυκού νερού στο θαλάσσιο πεδίο. Για το λόγο αυτό πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες επιφανειακών υδάτων σε σημεία εντός της κοίτης του ποταμού Εύηνου και της εκβολής του σε δύο περιόδους (23/10/2012 και 27/5/2013). Επίσης έγιναν δειγματοληψίες νερού θαλάσσιας στήλης σε βάθη 0,2,10,15 και 20 μέτρων σε αυξανόμενες αποστάσεις από το σημείο εκβολής του ποταμού Γλαύκου στον Πατραϊκό Κόλπο. Διεξήχθησαν δειγματοληψίες σε διαφορετικές περιόδους ως εξης: 1/12/2012, 1/2/2013, 28/3/2013, 19/4/2013 και 27/5/2013. Τα δείγματα αναλύθηκαν και έγιναν μετρήσεις για τις πιο κάτω παραμέτρους: νιτρικά και φωσφορικά άλατα, pH, ηλεκτρική αγωγιμότητα. Η αξιολόγηση των εργαστηριακών αποτελεσμάτων έγιναν με τη βοήθεια διαγραμμάτων που κατασκευάστηκαν ώστε να βρεθούν οι μεταβολές των ανωτέρω παραμέτρων ως προς το βάθος του νερού, οι μεταβολές των παραμέτρων ως προς την απόσταση από την εκβολή και οι διαχρονικές μεταβολές των παραμέτρων. Γενικά από την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι : 1. Για τον Ποταμό Εύηνο οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις των θρεπτικών εμφανίστηκαν εντός του ποταμού και για τις δύο δειγματοληψίες. Οι συγκεντρώσεις μειώνονται προς την εκβολή. 2. Στις εκβολές του Ποταμού Γλαύκου εμφανίστηκε μείωση της συγκέντρωσης των θρεπτικών αλάτων σε συνάρτηση με το βάθος. Η πλειοψηφία των μέγιστων συγκεντρώσεων εντοπίστηκε στην επιφάνεια είτε στο μικρό βάθος των 2 μέτρων . 3. Επιπλέον, οι μικρότερες συγκεντρώσεις νιτρικών εντοπίστηκαν την υγρή περίοδο (Μάρτης-Απρίλιος 2013). Αντίθετα, την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις φωσφορικών. 4. Η θετική συσχέτιση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας με τη συγκέντρωση των νιτρικών δηλώνει ότι οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις νιτρικών εμφανίζονται στα αλμυρά νερά. 5. Το αντίθετο φαινόμενο συνέβη για τα φωσφορικά κάτι που δηλώνει ότι ο ποταμός Γλαύκος εμπλουτίζει με φωσφορικά τον Πατραϊκό Κόλπο. 6. Συγκριτικά με τη βιβλιογραφία οι τιμές των θρεπτικών αλάτων στις εκβολές Ευήνου και Γλαύκου, εμφανίζονται μεγαλύτερες με εκείνες σε εκβολές άλλων ελληνικών ποταμών. Για τον Ποταμό Εύηνο αυτό πιθανά οφείλεται στην γεωργική δραστηριότητα στη λεκάνη απορροής του, ενώ για τον Ποταμό Γλαύκο οφείλεται στις έντονες ανθρώπινες πιέσεις του μεγάλου πολεοδομικού συγκροτήματος της Πάτρας. / Eutrophication is one of the most significant environmental threats to natural water systems. It is the enrichment of water with inorganic nutrients, mainly salts, such as nitrogen and phosphorus, resulting in increase of primary production with final impact in biodiversity and the degradation of the aquatic environment. The aim of the present Master Thesis is to assess the water quality in a mixing fresh -salt water estuary of rivers Evinos and Glafkos as well as setting the effect of freshwater into the marine field. For this reason, samplings were conducted, surface water samples were collected into the river bed and outfall of Evinos River in two periods (23/10/2012 and 27/5/2013). In addition, water samples were collected at depths 0,2,10,15 and 20m at increasing distances from the outfall of Glafkos river in Patraikos Gulf. Samplings were conducted in different periods as follows: 1/12/2012, 1/2/2013, 28/3/2013, 19/4/2013 και 27/5/2013. Water samples were analyzed and measurements were made for the following parameters: Nitrates and Phosphates, pH and Electrical conductivity. Evaluation of laboratory results were made with diagrams, constructed in order to find changes in the above parameters versus water depth, also changes between these parameters and the distance from the river mouth and the temporal changes of measured parameters. In general, from the evaluation, the results indicate that: 1. In Evinos River maximum nutrient concentrations occurred in the river bed for both samplings periods. Concentrations reduced from the river bed to the outfall. 2. In Glafkos outfall a decline of nutrients concentration was observed in relation to depth. The majority of the maximum concentrations were detected in the surface or at shallow depth of 2 m. 3. Moreover, minimum nitrate concentrations were detected at Wet season (March-April 2013). In contrast, in the same period occurred the maximum phosphate concentrations. 4. The positive correlation between electrical conductivity and nitrate concentration indicate that the highest concentrations of nitrate occur in salt water. 5. The opposite effect occurred for phosphates which indicate that the river Glafkos enriches with phosphates the Gulf of Patras. 6. In comparison with the literature, nutrient concentrations in Evinos and Glafkos outfalls appeared to be greater to those in other Greek rivers. This is probably due to agricultural activity in the catchment basin of Evinos River, and due to intense human pressures of Patras in the Glafkos River respectively.
6

Τεχνολογική μελέτη αρχαίων κεράμων της Αρχαϊκής, Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου και αργιλικών πρώτων υλών από τις περιοχές Sant’ Angelo Vecchio και Pantanello (Μετάποντιο, Μπαζιλικάτα, Ιταλία) : Ορυκτοπετρογραφική και γεωχημική προσέγγιση

Ζαχαρίου, Ολίβια 01 August 2014 (has links)
Το Μεταπόντιο (Μπαζιλικάτα, Ν. Ιταλία) αποτελεί μια από τις πρώτες και σημαντικότερες ελληνικές αποικίες της Αχαΐας, ενώ ταυτόχρονα θεωρείται ως η πρώτη επιτυχημένη προσπάθεια αποικιακού κινήματος σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ανασκαφές που έχουν πραγματοποιηθεί στην ευρύτερη περιοχή από τη δεκαετία του 1970 έχουν επιτρέψει την ανάπτυξη μιας ενδελεχούς διεπιστημονικής προσέγγισης σε μια πληθώρα θεματολογιών που αφορούν την ανθρωπολογία, την γεωργία, την αστική γεωγραφία, τις διατροφικές συνήθειες, τις πολιτικές σχέσεις μητρόπολης-αποικίας κ.α. Οι ανασκαφές που έχουν διεξαχθεί στους αρχαιολογικούς χώρους των περιοχών Sant’ Angelo Vecchio, Pantanello και Kerameikos στην περιοχή του Μεταπόντιου έχουν αποκαλύψει εργαστηριακούς χώρους παραγωγής, αρχαίων κεραμικών υλικών αρχαϊκής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου αναδεικνύοντας την περιοχή ως ένα από τα πλέον σημαντικά κέντρα παραγωγής κεραμικής των περιόδων αυτών. Έχοντας ως απώτερο στόχο να αποτελέσει τη βάση της αρχαιομετρικής μελέτης της κεραμικής ειδωλίων και πήλινων πλακών τύπου Terracotta που αποτελεί σήμα κατατεθέν της συγκεκριμένης περιοχής, η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως σκοπό να προσφέρει τις απαραίτητες εκείνες πληροφορίες που απαιτούνται για τις πρώτες ύλες που είναι διαθέσιμες στην περιοχή, τον πετρογραφικό και γεωχημικό χαρακτηρισμό της τοπικής κεραμικής αλλά και για την τεχνολογία και την παραγωγική διαδικασία που ακολούθησαν οι αρχαίοι κεραμείς. Για την απόληψη πρώτων υλών πραγματοποιήθηκαν διατρήσεις βάθους έως 2 μέτρων εντός των αρχαιολογικών χώρων του Sant’ Angelo Vecchio και του Pantanello. Ως κεραμικό υλικό επιλέχθηκε να μελετηθούν κεραμικά δομικά υλικά, κυρίως κέραμοι αλλά και πλάκες κάλυψης ταφικών δομών και πήλινοι αγωγοί αποστράγγισης. Συνολικά επιλέχθηκαν 37 δείγματα αρχαίων κεράμων, 2 κονιάματα, 6 δείγματα αργιλικών πρώτων υλών και 2 δείγματα άμμων. Ο κύριος σκοπός της μελέτης αυτής ήταν ο προσδιορισμός των ιστολογικών και συστασιακών τους χαρακτηριστικών ώστε να καθοριστεί η προέλευση των δειγμάτων αυτών με τη χρήση ορυκτολογικών, πετρογραφικών και γεωχημικών αναλύσεων. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν, επέτρεψαν το σχηματισμό και χαρακτηρισμό συστασιακών ομάδων βάσει της ορυκτολογικής, πετρογραφικής και χημικής τους σύστασης, καθώς και την εξαγωγή συμπερασμάτων για τις συνθήκες όπτησης του αρχαιολογικού υλικού. Στα παραπάνω αποτελέσματα στηρίχθηκε και ο σχεδιασμός του πειραματικού σταδίου, που συμπεριέλαβε την παρασκευή κεραμικών δοκιμίων (briquettes) από τα επιλεγμένα δείγματα αργιλικών πρώτων υλών και εν συνεχεία την πειραματική τους έψηση. Η σύγκριση των πετρογραφικών και χημικών δεδομένων μεταξύ των κεράμων και των αργιλικών πρώτων υλών οδήγησε στην ταυτοποίηση των αργίλων από την περιοχή Sant’ Angelo Vecchio ως πηγή της πρώτης ύλης που χρησιμοποιήθηκε σε μέγιστο βαθμό για την κεραμική ύλη στην περιοχή αυτή. Στην περιοχή του Pantanello, αντίθετα δεν κατέστη δυνατή η άμεση συσχέτιση των πρώτων υλών που αναλύθηκαν με τις αρχαίες κεράμους που μελετήθηκαν από την περιοχή, ωστόσο τα αποτελέσματα έδωσαν σημαντικά στοιχεία που υποδεικνύουν μια περισσότερο πολύπλοκη διαδικασία παραγωγής. / The colonization of the Metaponto area (Basilicata, Southern Italy) is considered as the first successful colonial movement worldwide. The strong relationship of the colonies established therein with the area of Achaia (Greece) has indicated the latter as the possible Metropolis. The archaeological excavations carried out in the area since the 1970s, have triggered the interest of the archaeologists and led them to apply several multi-disciplinary research projects in a variety of themes relating to anthropology, agriculture, urban geography, eating habits, social-economic relations between metropolis-colony etc. The excavations that carried out at the archaeological sites of Sant' Angelo Vecchio, Pantanello and Kerameikos in Metaponto, have revealed ancient ceramics of Archaic, Hellenistic and Roman periods at ceramic workshops and indicated this area as one of the most important pottery production centers throughout time. Coroplastic figurines and Terracotta plates as well as table ware and cooking ware constitute some of the most important expressions of the ceramic artisans in this area. Aiming to build a scientific foundation for the detailed archaeometric study of likewise material, the effort of the present study was to establish the means and the tools towards such an approach. In order to achieve this, the local ceramic production should have been characterized by means of compositional and textural parameters aiming to play the role of local reference groups. In this respect, clayey raw materials and ceramic tiles have been selected from the study area and studied by employing minero-petrographic and geochemical techniques. Sampling of the raw materials was performed in the archaeological sites of Sant' Angelo Vecchio and Pantanello by perforations to a depth of 2 meters. The ceramic materials selected comprise roof tiles, tomb tiles and drainage pipes. The selected material included 37 samples of ceramic tiles, 2 samples of mortars, 6 samples of Pliocene clayey sediments and 2 sand samples. The main purpose of the study was to establish local ceramic reference groups and draw conclusions about the conditions of firing of the ancient tiles. The laboratory work included the preparation of briquettes from the selected samples of clay sediments and their experimental firing in a high temperature kiln. The analyses performed in both the ceramic samples and the experimental briquettes comprised their macroscopic observation, mineralogical and petrographic examination and geochemical analysis. The comparison between them has permitted to identify the clays source employed for the manufacture of the tiles from Sant’ Angelo Vecchio. On the other hand, in Pantanello a similarly straightforward correlation between the tiles and the locally available clayey raw material was not easy to be highlighted. The results revealed important evidence suggesting a more complex production chain in that area
7

Κατανομή και συμπεριφορά ιχνοστοιχείων στα νερά του Νοτίου Αιγαίου Πελάγους

Νακοπούλου, Χρυσάνθη 12 November 2009 (has links)
- / -
8

Μελέτη γεωχημικών διεργασιών σε ιζήματα του Βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού

Παναγιωτάρας, Διονύσιος 09 February 2009 (has links)
Στην προσπάθεια να μελετηθούν ομοιότητες αλλά και διαφορές μεταξύ της σύγχρονης ιζηματογένεσης στην περιοχή Porcupine Abyssal Plain στον ΒΑ Ατλαντικό ωκεανό (περιοχή μελέτης ΡΑΡ) και της ιζηματογένεσης που εξελίχθηκε σε παλαιότερες γεωλογικές εποχές, αναλύθηκαν δείγματα ιζημάτων που συλλέχτηκαν από την περιοχή ΡΑΡ και τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με γεωχημικά δεδομένα των Ελληνικών ανθρακικών σχηματισμών, από αντιπροσωπευτικές περιοχές των γεωλογικών ζωνών Γαβρόβου-Τρίπολης, την Πελαγονική Ζώνη και την Ζώνη Παιονίας. Η απόθεση ανθρακικών υλικών στα ιζήματα του πυθμένα των ωκεανών σχετίζεται άμεσα με την πρωτογενή παραγωγή που εξελίσσεται στα ανώτερα στρώματα της υδάτινης στήλης. Αυτή είναι και η κύρια διαδικασία της ανθρακικής ιζηματογένεσης. Στην περιοχή μελέτης ΡΑΡ τα ιζήματα έχουν κυρίως ανθρακική προέλευση. Τα επιφανειακά στρώματα είναι εμπλουτισμένα σε CaCΟ3 που προέρχεται από την πρωτογενή παραγωγή που συμβαίνει στα ανώτερα στρώματα της υδάτινης στήλης. Οι ανθρακικοί σχηματισμοί αντιπροσωπευτικών περιοχών των ζωνών Παιονίας, Πελαγονικής και Γαβρόβου Τρίπολης προέρχονται από την ανθρακική ιζηματογένεση που εξελίχθηκε σε παλαιότερες γεωλογικές εποχές σε ωκεάνια συστήματα. Το CaCΟ3 συμμετέχει σε διάφορες γεωχημικές αλλά και βιογεωχημικές διεργασίες, που στην εξέλιξή τους οδηγούν στην διάλυσή του και στην παράλληλη δημιουργία άλλων γεωχημικών φάσεων. Επιπρόσθετα η αύξηση του ρυθμού διάλυσης του CaCΟ3 σχετίζεται και με την αύξηση του πληθυσμού των μικροοργανισμών στην περιοχή μελέτης καθώς και με την αύξηση του ρυθμού ανάδευσης των ιζημάτων από τους οργανισμούς. Ο μεγαλύτερος ρυθμός οξείδωσης του οργανικού υλικού λόγω της διείσδυσης του οξυγόνου στο ίζημα, έχει ως αποτέλεσμα την διάλυση του CaCΟ3 στο βάθος των ανώτερων 50 mm ιζήματος. Στην περιοχή μελέτης ΡΑΡ η αύξηση με το βάθος στην συγκέντρωση του Fe και Mn στα ιζήματα που μελετήθηκαν δείχνει ότι δεν παρουσιάζεται το φαινόμενο της διαγένεσης τουλάχιστον για τα βαθύτερα στρώματα (>50 mm) στην περιοχή μελέτης. Tο ίδιο συμπέρασμα υποστηρίζει και η γεωχημική συμπεριφορά των Si, Al, Mg, τουλάχιστον για το βάθος από 50 mm έως 200 mm. H εικόνα είναι πιο συγκεχυμένη για το βάθος από 0 mm έως 50 mm όπου εκτείνεται η ζώνη εισαγωγής O2 και εξελίσσεται η διαδικασία της οξείδωσης του οργανικού υλικού. Tα ευρήματα της παρούσας μελέτης υποστηρίζουν την διαγενετική μετακίνηση του Fe στα ανώτερα 50 mm ιζήματος. H μείωση στην συγκέντρωσή του στο επιφανειακό στρώμα σε ορισμένες περιπτώσεις οφείλεται κυρίως στην επαναιώρηση του επιφανειακού στρώματος των ιζημάτων του πυθμένα. To Mn, έστω και εάν εμφανίζει μια σημαντική διακύμανση στο βάθος από 0 mm έως 50 mm που μπορεί να συνδεθεί με την διαδικασία της διαγένεσης, εντούτοις δεν διαχέεται στο νερό του πυθμένα, διότι επανακαθιζάνει είτε ως υδροξυοξείδιο είτε προσροφάται στα αυθιγενώς παραγόμενα οξείδια του Fe. Η γεωχημική συμπεριφορά του Si στα ανώτερα 50 mm ιζήματος σχετίζεται κυρίως με τις βιογενούς προέλευσης άμορφες οξειδιακές φάσεις, ενώ στα βαθύτερα στρώματα ένα μικρότερο ποσοστό σχετίζεται με τα αργιλοπυριτικά ορυκτά. Η αύξηση της συγκέντρωσης του Al που παρατηρείται με το βάθος οφείλεται και στο ποσοστό Al που προέρχεται από τα αργιλοπυριτικά ορυκτά, τα οποία αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό στο κλάσμα του ιζήματος στα βαθύτερα στρώματα. Το Ca σχετίζεται κυρίως με την ανθρακική φάση των ιζημάτων, ενώ το Mg σχετίζεται κυρίως με το αργιλοπυριτικό κλάσμα των ιζημάτων. Η μελέτη των ανθρακικών σχηματισμών από αντιπροσωπευτικές γεωτεκτονικές ζώνες στον ελληνικό χώρο επιβεβαιώνουν την διαγένεση που έχουν υποστεί τα ανθρακικά υλικά κατά την διάρκεια των γεωλογικών εποχών. Στην ενότητα Βαφειοχωρίου Κιλκίς της ζώνης Παιονίας Η αρνητική συσχέτιση MgO και CaCO3 που εμφανίζεται σε αυτά τα δείγματα επιβεβαιώνει την ανταγωνιστική συμπεριφορά μεταξύ τους. Η θετική σχέση μαγγανίου με το ανθρακικό κλάσμα των υλικών στους ανακρυσταλλωμένους ασβεστόλιθους της ενότητας Βαφειοχωρίου Κιλκίς εξηγείται από πιθανή μετάβαση του Μn από την φάση των οξειδίων στην ανθρακική φάση μέσω μιας διαγενετικής διεργασίας, που περιλαμβάνει την διάλυση των οξειδίων μαγγανίου και την ενσωμάτωση των ιόντων μαγγανίου στο ανθρακικό πλέγμα των υλικών. Ο σίδηρος στους βιοκλαστικούς ασβεστόλιθους της ενότητας Βαφειοχωρίου Κιλκίς εμφανίζει μια θετική συσχέτιση με το Al2O3 γεγονός που οφείλεται στην σύνδεση του με το αργιλικό κλάσμα των υλικών. Στους βιοκλαστικούς ασβεστόλιθους της περιοχής η συσχέτιση οξειδίων του σιδήρου και μαγγανίου με το ανθρακικό ασβέστιο είναι αρνητική, γεγονός που υποδηλώνει τον μικρό βαθμός διαγένεσης αυτών των υλικών. Ο σίδηρος με το πυρίτιο στους βιοκλαστικούς ασβεστόλιθους της ενότητας, εμφανίζει θετική συσχέτιση με τα οξείδια του αργιλίου, δηλώνοντας την σύνδεση τους με το αργιλικό κλάσμα των ιζημάτων, ενώ το μαγγάνιο εμφανίζει αρνητική συσχέτιση με τον σίδηρο αλλά και με το αργίλιο, γεγονός που υποδηλώνει ότι βρίσκεται κυρίως με μορφή οξειδίων-υδροξειδίων και δεν αποτελεί υλικό αποσάθρωσης των πετρωμάτων. Στην σύγχρονη ανθρακική ιζηματογένεση ο σίδηρος και το μαγγάνιο σχετίζονται ισχυρά θετικά με το αργίλιο δηλώνοντας ότι είναι κυρίως λιθογενούς προέλευσης. Στην παλιά ανθρακική ιζηματογένεση στην περιοχή Βαφειοχωρίου οι ανακρυσταλλωμένοι ασβεστόλιθοι εμφανίζουν αντίθετη γεωχημική συμπεριφορά, με τον σίδηρο και το μαγγάνιο να σχετίζονται αρνητικά με το αργίλιο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως στους βιοκλαστικούς ασβεστόλιθους της περιοχής ο σίδηρος εμφανίζει ισχυρή θετική συσχέτιση με το αργίλιο παρουσιάζοντας την ίδια γεωχημική συμπεριφορά με αυτήν του σιδήρου στην σύγχρονη ιζηματογένεση, ενώ το μαγγάνιο εξακολουθεί και σε αυτά τα δείγματα να σχετίζεται αρνητικά με το αργίλιο. Στην σύγχρονη ιζηματογένεση ο σίδηρος και το μαγγάνιο εμφανίζουν μία ισχυρή αρνητική σχέση με το ανθρακικό ασβέστιο. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως στην παλιά ιζηματογένεση στους ανακρυσταλλωμένους ασβεστόλιθους της περιοχής, ενώ ο σίδηρος εξακολουθεί να εμφανίζει αυτήν την αρνητική συσχέτιση, το μαγγάνιο σχετίζεται θετικά με την ανθρακική φάση. Στους βιοκλαστικούς ασβεστόλιθους της περιοχής τόσο ο σίδηρος, όσο και το μαγγάνιο εμφανίζουν την ίδια γεωχημική συμπεριφορά με αυτήν, που έχουν στα δείγματα της περιοχής ΡΑΡ όσον αφορά την σχέση τους με το ανθρακικό ασβέστιο. Στους ανακρυσταλλωμένους ασβεστόλιθους της ενότητας Βαφειοχωρίου Κιλκίς η σχέση του σιδήρου και του μαγγανίου παραμένει ισχυρά θετική δείχνοντας την ίδια γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ σύγχρονης και παλιάς ανθρακικής ιζηματογένεσης. Αντιθέτως στους βιοκλαστικούς ασβεστόλιθους της περιοχής η σχέση σιδήρου και μαγγανίου παραμένει αρνητική, όχι όμως στατιστικά σημαντική γεγονός που υποδηλώνει μεγαλύτερη κινητικότητα του μαγγανίου στα δείγματα αυτά. Τόσο κατά την σύγχρονη ιζηματογένεση (περιοχή ΡΑΡ), όσο και στην παλιά ιζηματογένεση της περιοχής Βαφειοχωρίου Κιλκίς, το ανθρακικό ασβέστιο εμφανίζει την ίδια ανταγωνιστική σχέση με το μαγνήσιο. Η αρνητική σχέση μαγνησίου και αργιλίου με την ανθρακική φάση τόσο στην σύγχρονη, όσο και στην παλιά ιζηματογένεση δείχνει την διαφορετική προέλευση των υλικών, με τα στοιχεία αργίλιο και μαγνήσιο να σχετίζονται με το αργιλικό κλάσμα και τα υλικά αποσάθρωσης, ενώ το ανθρακικό ασβέστιο να συνδέεται με τα υλικά βιογενούς προέλευσης. Η γεωχημική συμπεριφορά του πυριτίου είναι διαφορετική στην σύγχρονη ιζηματογένεση από ό,τι στην παλιά ιζηματογένεση. Στην περιοχή ΡΑΡ το κλάσμα του πυριτίου που είναι διαλυτό στο υδροχλωρικό οξύ εμφανίζει θετική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο και αρνητική με το αργίλιο. Το πυρίτιο σε όλα τα δείγματα της ενότητας Βαφειοχωρίου εμφανίζει αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό κλάσμα, ενώ θετική με το αργίλιο δείχνοντας την λιθογενή κυρίως προέλευσή του. Στην ευρύτερη περιοχή Κοζάνης - ζώνη Πελαγονική Η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ μαγνησίου και ανθρακικού ασβεστίου επιβεβαιώνεται ακόμα μία φορά για τους ανθρακικούς σχηματισμούς και στις 3 περιοχές (Σιάτιστα, Βέρμιο και Κοζάνη). Η αρνητική σχέση μεταξύ σιδήρου και ανθρακικού ασβεστίου στον σχηματισμό της Σιάτιστας αντανακλά την διαφορετική γεωχημική φάση των δύο συστατικών. Επιπρόσθετα η θετική σχέση ανθρακικού ασβεστίου με τον σίδηρο στους σχηματισμούς του Βερμίου και της Κοζάνης δείχνουν την πιθανή προσρόφηση των ιόντων σιδήρου στο ανθρακικό πλέγμα των υλικών. Την ίδια γεωχημική συμπεριφορά με τον σίδηρο παρουσιάζει και το μαγγάνιο. Παρατηρούμε πως η διαγενετική διεργασία που έχει να κάνει με την διάλυση των οξειδιακών φάσεων του σιδήρου και του μαγγανίου και την ενσωμάτωση των ιόντων τους στο ανθρακικό πλέγμα των ιζημάτων είναι μία πιθανή διεργασία για τους ανθρακικούς σχηματισμούς του Βερμίου και της Κοζάνης. Η συσχέτιση του σιδήρου και του μαγγανίου με το αργίλιο και στις τρεις περιοχές είναι θετική δηλώνοντας την σχέση των στοιχείων αυτών με το αργιλικό κλάσμα των υλικών. Η σχέση του πυριτίου με το αργίλιο εμφανίζεται αρνητική στην περιοχή της Σιάτιστας δείχνοντας πως σε αυτήν την περιοχή το πυρίτιο δεν σχετίζεται με τα υλικά της αποσάθρωσης. Στις περιοχές Βερμίου και Κοζάνης το πυρίτιο εμφανίζει μία θετική συσχέτιση με το αργίλιο, δηλώνοντας πως έχει κυρίως λιθογενή προέλευση. Στην περιοχή Κοζάνης η γεωχημική συμπεριφορά του σιδήρου και του μαγγανίου είναι διαφορετική μεταξύ παλιάς και σύγχρονης ιζηματογένεσης. Στα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ ο σίδηρος και το μαγγάνιο συσχετίζονται αρνητικά με το ανθρακικό ασβέστιο. Στους ανθρακικούς σχηματισμούς της Κοζάνης τόσο ο σίδηρος όσο και το μαγγάνιο εμφανίζουν μία θετική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο σίδηρος και το μαγγάνιο εμφανίζει επίσης θετική συσχέτιση με το αργίλιο, κάνοντας πιο πολύπλοκη την γεωχημική συμπεριφορά των δύο αυτών στοιχείων στους ανθρακικούς σχηματισμούς της Κοζάνης. Διαφορετική γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ σύγχρονης και παλιάς ιζηματογένεσης στην περιοχή της Κοζάνης εμφανίζει και το αργίλιο. Στα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ το αργίλιο εμφανίζει αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο, ενώ στους ανθρακικούς σχηματισμούς της Κοζάνης το αργίλιο συσχετίζεται θετικά με το ανθρακικό ασβέστιο. Την ίδια θετική συσχέτιση εμφανίζει το πυρίτιο με το αργίλιο στους ανθρακικούς σχηματισμούς της Κοζάνης, δείχνοντας διαφορετική γεωχημική συμπεριφορά σε σχέση με τα ανθρακικά ιζήματα στην περιοχή ΡΑΡ, όπου το πυρίτιο συσχετίζεται αρνητικά με το αργίλιο. Το μαγνήσιο και σε αυτήν την περίπτωση εμφανίζει την ίδια γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ σύγχρονης και παλιάς ανθρακικής ιζηματογένεσης δείχνοντας να σχετίζεται αρνητικά με το ανθρακικό ασβέστιο τόσο στα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ, όσο και στους ανθρακικούς σχηματισμούς στην περιοχή της Κοζάνης. Στην περιοχή του Βερμίου το μαγνήσιο εμφανίζει την ίδια γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ παλιάς και σύγχρονης ιζηματογένεσης έχοντας μία αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο. Αξιοσημείωτη είναι η γεωχημική συμπεριφορά του αργιλίου, το οποίο, ενώ κατά την σύγχρονη ιζηματογένεση στην περιοχή ΡΑΡ εμφανίζει μία αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο, στους ανθρακικούς σχηματισμούς του Βερμίου εμφανίζει θετική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο. Τόσο ο σίδηρος, όσο και το μαγγάνιο στην περιοχή Βερμίου σχετίζονται θετικά με το αργίλιο δείχνοντας την ίδια γεωχημική συσχέτιση με αυτήν που έχουν στα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ. Αντιθέτως η γεωχημική συμπεριφορά του πυριτίου είναι διαφορετική μεταξύ παλιάς και σύγχρονης ανθρακικής ιζηματογένεσης. Το πυρίτιο στα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ εμφανίζει αρνητική συσχέτιση με το αργίλιο, ενώ στους ανθρακικούς σχηματισμούς στην περιοχή Βερμίου εμφανίζει θετική συσχέτιση με το αργίλιο. Στην περιοχή της Σιάτιστας ο σίδηρος και το μαγγάνιο παρουσιάζει την ίδια γεωχημική συμπεριφορά με την σύγχρονη ιζηματογένεση στην περιοχή ΡΑΡ, δείχνοντας μία αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο. Επιπρόσθετα τόσο το μαγνήσιο, όσο και το αργίλιο παρουσιάζουν αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο δείχνοντας την ίδια γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ παλιάς και σύγχρονης ιζηματογένεσης. Η θετική συσχέτιση του σιδήρου και του μαγγανίου με το αργίλιο τόσο στην παλιά, όσο και στην σύγχρονη ιζηματογένεση δηλώνει την σχέση των δύο στοιχείων με τα υλικά αποσάθρωσης και στις δύο περιόδους. Επίσης στην περιοχή της Σιάτιστας το πυρίτιο εμφανίζεται να έχει την ίδια γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ παλιάς και σύγχρονης ιζηματογένεσης, έχοντας αρνητική συσχέτιση με το αργίλιο, γεγονός που δηλώνει την σύνδεση του με υλικά βιογενούς κυρίως προέλευσης. Στην περιοχή Χαιρεθιανά, Καστέλι Κρήτης - ζώνη Γαβρόβου-Τρίπολης Η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ του μαγνησίου και της ανθρακικής φάσης εμφανίζεται ακόμα μία φορά και σε αυτά τα δείγματα. Η αρνητική συσχέτιση του αργιλίου με το ανθρακικό ασβέστιο δείχνει την διαφορετική προέλευση των υλικών στην περιοχή μελέτης κατά την περίοδο της ιζηματογένεσης. Η θετική συσχέτιση του μαγνησίου με το αργίλιο δείχνει την προέλευσή τους από υλικά αποσάθρωσης. Ο σίδηρος και το μαγγάνιο σχετίζονται θετικά με την ανθρακική φάση και αρνητικά με το αργιλικό κλάσμα των υλικών. Η γεωχημική συμπεριφορά του σιδήρου και του μαγγανίου δηλώνει πως μέσα από μία διαγενετική διεργασία τα δύο αυτά στοιχεία ενσωματώθηκαν στα ανθρακικό πλέγμα των υλικών. Το πυρίτιο εμφανίζει ισχυρή αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο στους ανθρακικούς σχηματισμούς του Καστελίου, ενώ δεν παρουσιάζει την ίδια γεωχημική συμπεριφορά με τα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ, όπου το πυρίτιο σχετίζεται θετικά με το ανθρακικό ασβέστιο. Η διαφορετική αυτή γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ σύγχρονης και παλιάς ανθρακικής ιζηματογένεσης δηλώνει ότι στην σύγχρονη ιζηματογένεση στην περιοχή ΡΑΡ το πυρίτιο σχετίζεται με υλικά βιογενούς προέλευσης, ενώ κατά την παλιά ανθρακική ιζηματογένεση το πυρίτιο σχετίζεται κυρίως με υλικά αποσάθρωσης και συνδέεται με το αργιλοπυριτικό κλάσμα των υλικών. Διαφορετική γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ σύγχρονης και παλιάς ανθρακικής ιζηματογένεσης παρουσιάζεται και για τα στοιχεία σίδηρος και μαγγάνιο στην περιοχή Καστέλι Κρήτης. Τόσο ο σίδηρος, όσο και το μαγγάνιο εμφανίζουν θετική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο και αρνητική συσχέτιση με το αργίλιο στους ανθρακικούς σχηματισμούς του Καστελίου. Η εικόνα αυτή γίνεται εντελώς διαφορετική για τα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ, όπου τα δύο αυτά στοιχεία εμφανίζουν αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο και θετική συσχέτιση με το αργίλιο. Αυτή η γεωχημική συμπεριφορά σιδήρου και μαγγανίου δηλώνει, ότι ενώ τα στοιχεία αυτά κατά την σύγχρονη ιζηματογένεση συνδέονται με το αργιλοπυριτικό κλάσμα των ιζημάτων, στους ανθρακικούς σχηματισμούς της περιοχής Καστελίου Κρήτης σχετίζονται με το ανθρακικό υλικό. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα πως στην περιοχή Καστέλι ο σίδηρος και το μαγγάνιο μέσα από μία διαγενετική διεργασία ενσωματώθηκαν στο ανθρακικό πλέγμα των υλικών εμφανίζοντας την θετική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο. Τόσο το μαγνήσιο, όσο και το αργίλιο εμφανίζουν την ίδια γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ της παλιάς και της σύγχρονης ιζηματογένεσης. Τα δύο αυτά στοιχεία στα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής μελέτης ΡΑΡ εμφανίζουν μία αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο, ενώ την ίδια αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο εμφανίζουν και στους ανθρακικούς σχηματισμούς στην περιοχή Καστέλι Κρήτης, δείχνοντας να σχετίζονται και για τις δύο περιόδους ιζηματογένεσης κυρίως με το αργιλοπυριτικό κλάσμα των υλικών. / In the present study the geochemical processes taking place in sediments collected from the Porcupine Abyssal Plain (PAP) area in the northeastern Atlantic Ocean, are deduced. Additionally, the geochemical processes in carbonate materials from the geological zones in the Greek peninsula are discussed. The primary production taking place in the upper part of the water column is responsible for the CaCO3 enrichment in the surface PAP sediments, while the carbonate materials from the geological zones in the Greek peninsula derived from the primary production that took place in the oceans during past geological periods. The HCl leaching method was considered necessary in order to isolate the aluminosilicate fraction of the sediments, by dissolving the carbonates, the interstitial water evaporates together with some colloidal iron and also removes elements from ion-exchange position. Additionally, the HCl dissolves manganese and iron crystalline oxides and partially attacks clay minerals including iron clay montronite.
9

Περιβαλλοντική γεωχημική μελέτη του Σαρωνικού Κόλπου

Σκληβάγκου, Ευγενία 07 July 2010 (has links)
- / -
10

Αρχαιολογικά κεραμικά ΒΔ Πελοποννήσου και προέλευση των πρώτων υλών τους : Πετρογραφική, ορυκτολογική, γεωχημική και αρχαιομετρική προσέγγιση

Ράθωση, Χριστίνα 08 February 2013 (has links)
Η παρούσα διατριβή είναι μία αρχαιομετρική μελέτη η οποία εστιάζεται στα ρωμαϊκά, ελληνιστικά και αρχαϊκά κεραμικά της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Πετρογραφική, ορυκτολογική και γεωχημική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε κεραμικά όστρακα ρωμαϊκών λυχναριών και ελληνιστικών και αρχαϊκών αγγείων διαφόρων τύπων (π.χ. κοτύλη, κάνθαρος, εξάλειπτρο, κιονωτός κρατήρας, μαγειρικό σκεύος). Τα ρωμαϊκά λυχνάρια (τέλη του 1ου μ.Χ.- έως το τέλος του 3ου-αρχές 4ου αι. μ.Χ..) προέρχονται από τρεις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην πόλη των Πατρών. Οι δύο από αυτές έφεραν στο φως τα εργαστήρια παραγωγής των λύχνων (Εργαστήριο Α: ερυθροβαφή λυχνάρια, και Εργαστήριο Β: άβαφα λυχνάρια) ενώ η τρίτη αφορά ένα Λυχνομαντείο (αποθέτης λυχναριών). Πριν την εύρεση των Εργαστηρίων Α και Β τα λυχνάρια που βρίσκονταν σε ανασκαφές της Πάτρας (και της ευρύτερης περιοχής της Αχαΐας) θεωρούνταν τα μεν ερυθροβαφή εισηγμένα από την Ιταλία τα δε άβαφα, λόγω του χρώματος του πηλού τους, εισηγμένα από την Κόρινθο. Τα αρχαϊκά και ελληνιστικά κεραμικά όστρακα προέρχονται από αποθέτη της ανασκαφής της Κάτω Αχαΐας, η οποία έφερε στο φως τον ελληνιστικό οικισμό της Αρχαίας Δύμης (3ος-2ος αι. π.Χ.). Η τυπολογία των αρχαϊκών οστράκων (τέλη 7ου αρχές 6ου αι. π.Χ.) ομοιάζει με την αντίστοιχη των κορινθιακών αρχαϊκών αγγείων. Προσδιορίζοντας τα πετρογραφικά, ορυκτολογικά και γεωχημικά χαρακτηριστικά των κεραμικών δειγμάτων καθορίστηκε η πηγή προέλευσης της πρώτης ύλης τους και κατ´ επέκταση ο τόπος παραγωγής τους, ενώ δημιουργήθηκαν ομάδες αναφοράς που χαρακτηρίζουν την αρχαϊκή, ελληνιστική και ρωμαϊκή κεραμική λεπτοκρυσταλλικών αγγείων σε περιοχές της ΒΔ Πελοποννήσου. Η γεωλογική πηγή προέλευσης της ασβεστούχου αργιλικής πρώτης ύλης για την παραγωγή των κεραμικών και των τριών ιστορικών περιόδων είναι κοινή και προέρχεται από τα τοπικά τεφρά έως πρασινότεφρα Πλειο-Πλειστοκαινικά λιμναία και λιμνοθαλάσσια αργιλικά ιζήματα της ΒΔ Πελοποννήσου. Σύγκριση των πετρογραφικών, ορυκτολογικών, ορυκτοχημικών και γεωχημικών αναλύσεων δειγμάτων τοπικής αργίλου από τις Πλειο-Πλειστοκαινικές αποθέσεις που συλλέχθηκαν από την ευρύτερη περιοχή των ανασκαφών και αρχαίων κεραμικών έδειξε πλήρη αντιστοιχία. Το πιο ισχυρό στοιχείο όμως για την εξαγωγή του συμπεράσματος, ότι οι αρχαίοι κεραμείς χρησιμοποίησαν τα αργιλικά ιζήματα της ευρύτερης περιοχής τους ως πρώτη ύλη των κεραμικών, είναι η παρόμοια διακύμανση των κανονικοποιημένων τιμών των ιχνοστοιχείων και των σπάνιων γαιών, το ίδιο σχήμα κατανομής του Eu, και οι παρόμοιοι λόγοι Th/Co, Th/Sc, La/Co, La/Sc. Η πιθανή θερμοκρασία όπτησης που προέκυψε από την οπτική ενεργότητα της μικρομάζας κατά την πετρογραφική παρατήρηση και τον προσδιορισμό των ορυκτών όπτησης (φασαΐτης, γκελενίτης, ανορθίτης, σανίδινο) με την περιθλασιμετρία ακτίνων Χ, έδειξε πως η θερμοκρασία όπτησης κυμάνθηκε από Τ<700°C έως Τ≥1000°C για τα ρωμαϊκά λυχνάρια και για τα αρχαϊκά και ελληνιστικά όστρακα και με οξειδωτική ατμόσφαιρα να επικρατεί ως επί το πλείστον εντός του κλιβάνου. Όμως, οι αρχαίοι κεραμείς των Αρχαϊκών και Ελληνιστικών χρόνων φαίνεται πως έδιναν μεγαλύτερη προσοχή στην εφαρμογή των συνθηκών όπτησης (θερμοκρασία, ατμόσφαιρα, χρόνος όπτησης) από τους κεραμείς των Ρωμαϊκών χρόνων. Η πρώτη ύλη δεν φαίνεται να έχει υποστεί κάποια μορφή επεξεργασίας πριν από το ζύμωμα από τους κεραμείς κατά την παραγωγή των λύχνων, ενώ για την παραγωγή των αρχαϊκών και ελληνιστικών αγγείων η ομοιομορφία της μικρομάζας τους και οι χαμηλότερες περιεκτικότητες K2O, Na2O, Cs, Rb, CaO, που τα διαχωρίζει από τα ρωμαϊκά λυχνάρια, είναι ενδείξεις ότι η πρώτη ύλη υπέστη μία μικρή επεξεργασία καθίζησης για την απομάκρυνση των πιο αδροκρυσταλλικών κλαστικών κόκκων. Για την ‘ταυτοποίηση’ της πρώτης ύλης και των συνθηκών όπτησης των αρχαίων κεραμικών, κατασκευάστηκαν στο εργαστήριο κεραμικά δοκίμια χρησιμοποιώντας δείγματα τοπικής αργίλου, τα οποία ψήθηκαν σε τρεις διαφορετικές θερμοκρασίες 850°, 950° και 1050°C με αργό ρυθμό όπτησης. Η μακροσκοπική, πετρογραφική, ορυκτολογική και ορυκτοχημική ανάλυση των κεραμικών δοκιμίων έδωσε αποτελέσματα παρόμοια έως ταυτόσημα με τα αντίστοιχα αποτελέσματα των αρχαίων κεραμικών. Οι ομάδες αναφοράς με τα αρχαιομετρικά χαρακτηριστικά των ρωμαϊκών, ελληνιστικών και αρχαϊκών κεραμικών από ανασκαφές της ΒΔ Πελοποννήσου και ο προσδιορισμός της τοπικής προέλευσης της πρώτης ύλης τους σκοπό έχουν να συνεισφέρουν σε μελλοντικές συγκρίσεις : 1. Των πατρινών λυχναριών με λυχνάρια που έχουν παραχθεί από εργαστήρια της Κορίνθου και των Αθηνών ώστε να μπορέσει να γίνει ο διαχωρισμός της πρώτης ύλης τους και της τεχνολογίας τους. 2. Τα Εργαστήρια Α και Β έκαναν εξαγωγές λυχναριών. Η σύγκριση των ομάδων αναφοράς των πατρινών λυχναριών με λυχνάρια από ανασκαφές άλλων περιοχών θα προσδιορίσει εάν τα λυχνάρια που συλλέχθηκαν στις συγκεκριμένες περιοχές έχουν πατρινή προέλευση παραγωγής. 3. Των αρχαϊκών και ελληνιστικών λεπτοκρυσταλλικών αγγείων που έχουν παραχθεί από εργαστήρια του νομού Αχαΐας με αντίστοιχα κεραμικά αγγεία (ίδιας τυπολογίας και χρονολογίας) από ανασκαφές άλλων περιοχών για να προκύψουν πιθανές εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές. / Petrographic, mineralogical and geochemical research was carried out on Roman ceramic lamps and Hellenistic and Archaic wares derived from excavations in northwestern Peloponnese. The studied sherds of Roman lamps (the late 1st A.D. - until the end of the 3rd - early 4th c. AD.) were collected from three excavations in the city of Patras, two pottery Workshops (A:produced red-painted lamps and B:produced unpainted lamps) and one Lychnomanteion. Until the excavations brought to light the existence of the two lamp Workshops (A and B), it was assumed that the red-painted lamps were imported from Italy and the unpainted lamps were imported from Corinth so as they were called “imported” and “Corinthian” lamps respectively. A deposit of Archaic ceramic sherds, dating from the late 7th - early 6th c. BC and Hellenistic sherds have been unearthed in the excavation of an Hellenistic settlement of Ancient Dyme (3th - 2nd c. BC) in the city of Kato Achaia. These sherds represent individual wares such as: skyphos, pinakio and krateras, and they display typological influence by Corinthian wares. The study of the petrographic, mineralogical and geochemical characteristics of ceramic samples allowed us to determine the provenance of the raw materials used by ancient potters for their productions. Also a database is created based on these archaeometric characteristics of ancient fine wares in northwestern Peloponnese. The provenance of raw materials for the production of the Roman lamps and the Archaic and Hellenistic sherds is similar and derived from the local Plio-Pleistocene lagoon and lacustrine sediments of northwestern Peloponnese. Clay samples were collected from the Plio-Pleistocene deposits around the excavations and they were subjected to petrographic, mineralogical and geochemical analyses. The comparison of the results of their analyses with those of ancient ceramics indicated complete similarity. A comparison of the rare earth element and trace elements variation diagrams (spidergrams) between ancient ceramics and clay samples shows that the geochemical patterns of the ancient ceramics are very similar and fit well to the geochemical patterns of the local clay samples. These similarities strongly confirm the above suggestion that the ancient ceramics were produced from clay-rich sedimentary deposits of NW Peloponnese. The firing-temperature which was estimated based on the optical activity of micromass and the new mineral phases crystallized during firing (fassaite, gehlenite, anorthite, sanidine) indicated that for Roman lamps and Archaic and Hellenistic wares, the firing temperature ranged from Τ<700°C to Τ≥1000°C with a prevailing oxidizing atmosphere in the kilns. The potters in Archaic and Hellenistic times paid greater attention to the application of the firing conditions such as temperature, atmosphere and firing time than potters in Roman period. For Roman lamps their raw material does not seem to have been subjected to any initial processes (e.x. levigation, settling, sieving), in contrast the raw materials of the Archaic and Hellenistic sherds could have been subjected to a small refinement. Using local clay material, ceramic bricks produced in the laboratory in order to facilitate through their comparison the ‘identification’ of raw materials and firing conditions of ancient ceramics. The macroscopic, petrographic, mineralogical results of ceramic bricks are similar or identical to those of ancient ceramics. The archaeometric study of Roman ceramic lamps and Hellenistic and Archaic wares from excavations in NW Peloponnese aims to contribute to future comparison such as : 1. Between lamps produced in Patraian workshops with lamps produced in Corinthian, Athenian and Italian workshops in order to determine the provenance of their raw materials and technology. 2. Workshop A and B exported lamps. So the comparison of the archaeometric data of their lamps with the archaeometric data of lamps which have been found or will be found in excavations out of Achaia county, will help to decipher if the latter lamps were produced in Workshops A or B. 3. The Archaic and Hellenistic fine sherds studied here were produced in workshops established in the county of Achaia. The comparison of their archaeometric data with that data of fine wares (same typology and chronology) collected in excavations of other regions may give information about the commercial and financial dealings of the inhabitants of the Achaia county (Ancient Dyme).

Page generated in 0.0272 seconds