• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 31
  • 1
  • 1
  • Tagged with
  • 33
  • 10
  • 7
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Οικολογική εκτίμηση των λιμνοθαλασσών της δυτικής Ελλάδας με χρήση υδρόβιων μακρόφυτων, ως βιολογικών δεικτών / Assessment of the ecological status of coastal lagoons of Western Greece using aquatic macrophytes as biological indicators

Χρηστιά, Χρυσούλα 02 March 2015 (has links)
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή μελετήθηκαν οι λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας Ροδιά, Τσουκαλιό και Λογαρού του Αμβρακικού κόλπου, η λιμνοθάλασσα Κλείσοβα του συμπλέγματος λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού, η λιμνοθάλασσα του Αράξου και η λιμνοθάλασσα του Καϊάφα με σκοπό να αξιολογηθεί η οικολογική τους κατάσταση με τη χρήση υδρόβιων μακροφύτων ως ειδών δεικτών. Τα αποτελέσματα της διατριβής παρουσιάζονται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται διάκριση των λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας σε τύπους με βάση τα κύρια αβιοτικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά τους. Στο δεύτερο μέρος διερευνώνται οι εποχικές και χωρικές διακυμάνσεις των αβιοτικών παραμέτρων που μετρήθηκαν σε κάθε τύπο λιμνοθάλασσας από την άνοιξη του 2005 έως το φθινόπωρο του 2007. Στο τρίτο μέρος γίνεται διάκριση των υδρόβιων μακροφύτων των λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας σε συναθροίσεις και διερευνώνται οι εποχικές και διαχρονικές τους μεταβολές σε κάθε τύπο λιμνοθάλασσας. Τέλος, στο τέταρτο μέρος της διδακτορικής διατριβής εκτιμήθηκε η οικολογική κατάσταση κάθε τύπου λιμνοθάλασσας με τη χρήση έξι διαφορετικών δεικτών που βασίζονται τόσο σε αβιοτικά (TSI-Chl-a, TSI-TP, TRIX) και βιοτικά κριτήρια (EEI, E-MaQI) ή συνδυασμό και των δύο (TWQI). Στη Μεσόγειο διακρίθηκαν συνολικά πέντε τύποι λιμνοθαλασσών που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και την αλατότητα. Οι λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας ανήκουν στους τέσσερις από τους πέντε τύπους. Οι τιμές των αβιοτικών παραμέτρων που μετρήθηκαν κατά τη διάρκεια των περιόδων παρακολούθησης (άνοιξη 2005-φθινόπωρο 2007), υποδεικνύουν τη χωρική και χρονική διακύμανση των χαρακτηριστικών της στήλης του νερού στους τέσσερις τύπους λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας, με σημαντικότερες μεταβολές να παρατηρούνται κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή για πρώτη φορά γίνεται συστηματική καταγραφή και παρακολούθηση της υδρόβιας βλάστησης στις λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας. Συνολικά συλλέχθηκαν και αναγνωρίστηκαν 40 είδη υδρόβιων μακροφύτων που σχηματίζουν πέντε διαφορετικές συναθροίσεις μακροφύτων. Τα αγγειόσπερμα είδη Zostera noltii, Ruppia cirrhosa, Cymodocea nodosa, Potamogeton pectinatus καθώς και τα χαρόφυτα Lamprothamnium papulosum και Chara hispida f. corfuensis αποτελούν τα κυρίαρχα είδη στους τύπους λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας και είναι εκείνα τα οποία συμβάλλουν σημαντικά στην ανομοιότητα (ANOSIM) των συναθροίσεων μεταξύ των τύπων λιμνοθαλασσών. Οι δείκτες εκτίμησης της τροφικής κατάστασης των μεταβατικών οικοσυστημάτων που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα έχουν σχεδιαστεί είτε για λίμνες είτε για παράκτια ύδατα και η επιλογή του καταλληλότερου αποτελεί πρόκληση για την επιστημονική κοινότητα. Η εφαρμογή αβιοτικών δεικτών στις λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας κατατάσσει την τροφική κατάσταση των λιμνοθαλασσών κυμαίνεται από ολιγοτροφική έως υπερτροφική. Επιπλέον, στην παρούσα διδακτορική διατριβή, η εφαρμογή βιοτικών δεικτών που στηρίζονταν στην υδρόβια βλάστηση παρουσίασε δυσκολίες και περιορισμούς λόγω των διαφορετικών ειδών υδρόβιων μακροφύτων που απαντώνται στις λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας. Ο δείκτης E-MaQI μπόρεσε να εφαρμοστεί μόνο σε δύο (Κλείσοβα, Άραξος) από τις έξι λιμνοθάλασσες λόγω περιορισμένου αριθμού ειδών, ενώ ο δείκτης ΕΕΙ-c δεν εφαρμόστηκε στη λιμνοθάλασσα του Καϊάφα λόγω έλλειψης κατάταξης του είδους Chara hispida f. corfuensis σε ομάδα οικολογικής κατάστασης. Παρόλα αυτά, στις περιοχές όπου εφαρμόστηκαν οι παραπάνω δείκτες η οικολογική κατάσταση των λιμνοθαλασσών κυμαίνονταν από φτωχή έως άριστη. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή ελέγχθηκε και βαθμονομήθηκε ο πολυμετρικός δείκτης TWQI στους τέσσερις τύπους λιμνοθαλασσών της Δυτικής Ελλάδας και συγκρίθηκε με άλλα έξι διαφορετικά μεταβατικά οικοσυστήματα της Μεσογείου. Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η εφαρμογή του πολυμετρικού δείκτη TWQI είναι καταλληλότερη για τα μεταβατικά οικοσυστήματα. Τα αποτελέσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό εργαλείο στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των φυσικοχημικών παραμέτρων και των υδρόβιων μακροφύτων ως μέρους των δομικών στοιχείων των λιμνοθαλασσών και τα συμπεράσματά της μπορούν να συγκριθούν με αντίστοιχα των λιμνοθαλασσών της Μεσογείου. / In the current thesis they were monitored six coastal lagoons positioned at the Western coast of Greece: Rodia, Tsoukalio and Logarou lagoons belonging to the Amvrakikos Gulf lagoonal complex, as well as Kleisova which belong to the Messolonghi-Aitoliko lagoonal complex, Araxos and Kaiafas lagoons in order to assess their ecological status using aquatic macrophytes as indicator species. The results of this study are presented in four parts. Into the first part coastal lagoons were classified into lagoon types according to their main abiotic and geomorphological characteristics. The second part explores the seasonal and spatial variations of abiotic parameters measured in each lagoon type from spring 2005 to autumn 2007. Additionally, the third part distinguishes the aquatic macrophytes of Western Greece coastal lagoons in assemblages and investigated the seasonal and temporal changes of them in each lagoon type. Finally, the fourth part of the thesis assessed the trophic status of each lagoon using six different indicators based on both abiotic (TSI-Chl-a, TSI-TP, TRIX) and biotic criteria (EEI-c, E-MaQI) or combination of both (TWQI). In the Mediterranean region coastal lagoons were totally distinguished into five lagoons types which differ significantly in size and salinity. Coastal lagoons of Western Greece belong only to four of them. The principal component analysis applied separately to the lagoons of Western Greece verify the above results and except from size and salinity, considers that the average depth, the freshwater inflow, the length and width of the barrier and the degree of confinement contribute significantly to their differentiation. The values of abiotic parameters measured during the monitoring periods, indicate the spatial and temporal variation of water quality characteristics at four lagoon types of Western Greece, with significant changes mainly occur in spring and summer. Coastal lagoons with high degree of confinement (Type I – Rodia) showed high nitrate concentrations and lower salinity values, unlike lagoon Types II and III (Tsoukalio, Logarou, Kleisova, Araxos) that are exposed to higher seawater influence. In all studied lagoons of Western Greece, the mean concentration values of Chl-a were low, although nutrient concentrations were high, indicating ongoing eutrophication phenomena. The current thesis constitutes the first systematic approach of monitoring the submerged aquatic vegetation of coastal lagoons in Western Greece. They were totally collected and identified 40 submerged aquatic macrophyte species which forming five different macrophytic assemblages. The angiosperm species of Zostera noltii, Ruppia cirrhosa, Cymodocea nodosa, Potamogeton pectinatus, as well as, the charophytes Lamprothamnium papulosum and Chara hispida f. corfuensis are the dominant species of coastal lagoons in Western Greece. These species contribute significantly to the dissimilarity (ANOSIM) of macrophytic assemblages between lagoon types. The presence of opportunistic species of the genus Ulva and Cladophora, as well as epiphytic species of genus Chondria or Ceramium were more pronounced in spring and summer. During the monitoring period they were recorded significant changes in salinity values in Rodia lagoon resulting thus to the decrease of mean abundance of the angiosperm species Zostera noltii which was replaced by Ruppia cirrhosa. The results of Redundancy Analysis (RDA) showed that abiotic parameters such as depth, salinity, dissolved oxygen, pH and concentrations of Chl-a and total inorganic nitrogen affect the composition of macrophytic assemblages. The calculation of diversity indices in coastal lagoons of Western Greece showed statistically significant differences between seasons and sampling stations. Lagoon types that are more influenced by seawater intrusion such as Types II and III showed higher number of species and higher Shannon index values with respect to lagoon Types I and IV. In this thesis the application of biotic indices based on submerged aquatic vegetation presented difficulties and limitations due to the different species of aquatic macrophytes found in coastal lagoons of Western Greece. The index E-MaQI could be implemented in only two (Kleisova, Araxos) of the six lagoons due to the limited number of species, while the index EEI-c could not be applied in Kaiafas lagoon due to the lack of classification of species Potamogeton pectinatus in an ecological status group. However, into the areas in which both indices applied yielded different results ranging from poor to high ecological condition. The multimetric index TWQI was tested and calibrated in four different lagoon types of Western Greece and compared with other Mediterranean transitional water ecosystems. The results showed that the application of TWQI is appropriate for transitional ecosystems. The index is simple to use and is less sensitive to changes in Chl-a and nutrients that derived from nutrient inputs due to anthropogenic activities. The results of this thesis could be considered an important tool for understanding the relationships between physicochemical parameters and aquatic macrophytes, as part of the structural elements of the lagoons, while the findings could be compared with other lagoons of the Mediterranean Sea.
12

Εφαρμογή ασύρματης ηλεκτροεγκεφαλογραφίας σε άτομα με δυσλεξία / Application of wireless EEG on adults with dyslexia

Κλεάνθους, Τίνα 10 June 2014 (has links)
Τα τελευταία χρόνια, το πρόβλημα της απόκτησης και χρήσης ενός συστήματος ηλεκτροεγκεφαλογραφίας λόγω του υψηλού κόστους του έχει υπερπηδηθεί με την κυκλοφορία πολλών εναλλακτικών συστημάτων λιγότερων δαπανηρών. Το πιο εξελιγμένο από αυτά του μικρού κόστους συστήματα είναι το Emotiv Epoc. Ένα επιπλέον πλεονέκτημα του Emotiv Epoc έναντι των συμβατικών συστημάτων ηλεκτροεγκεφαλογραφίας αποτελεί το γεγονός ότι είναι ασύρματο. Το γεγονός αυτό ανοίγει καινοτόμες οδούς στο πεδίο το νευροεπιστημών αφού δύναται η εκτέλεση πειραμάτων ευρέων εφαρμογών όπως π.χ. λήψη ηλεκτροεγκεφαλικών μετρήσεων εν κινήσει. Μια τέτοια εφαρμογή μπορεί επίσης να αποτελεί και η εκτέλεση πειραμάτων σε μικρά παιδιά στα οποία η καλωδίωση μπορεί να καταστεί πολύ δύσκολη. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με επιτυχία σε παιδία για έγκαιρη διάγνωση της δυσλεξίας η οποία κρίνεται επιβεβλημένη σε πολύ μικρές ηλικίες .Μειονέκτημα όμως ενός τέτοιου ασύρματου συστήματος θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι είναι η αυξημένη παρουσία θορύβου. Ο θόρυβος αυτός θα μπορούσε να πηγάζει τόσο κατασκευαστικά ( αφού η πληροφορία καταγράφεται ασύρματα ) όσο και λόγω του γεγονότος ότι τέτοιου είδους πειράματα δεν λαμβάνουν χώρα σε μονωμένο ηλεκτρομαγνητικά περιβάλλον. Επιπρόσθετα, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές είναι απαραίτητοι προκειμένου να σχεδιαστεί και να εκτελεστεί ένα οποιοδήποτε πείραμα προκλητών δυναμικών και η αξιοπιστία τους ως ένα μεγάλο βαθμό εξαρτάται από αυτούς. Παρόλα αυτά, η πλειοψηφία των ηλεκτρονικών υπολογιστών λόγω του ότι η χρήση τους βρίσκει εφαρμογή σε μια πληθώρα εφαρμογών δεν καθίσταται δυνατό να παρέχει την χρονική ακρίβεια η οποία είναι απαραίτητη σε τέτοιου είδους πειράματα. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η διερεύνηση του κατά πόσο ένα τέτοιο σύστημα ασύρματης ηλεκτροεγκεφαλογραφίας όπως το Emotiv Epoc σε συνδυασμό με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τους οποίους έχουμε στην διάθεση μας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πειράματα προκλητών δυναμικών σε άτομα με δυσλεξία για την ανάκτηση μετρήσεων μεγάλης ακρίβειας. / In recent years, the low-cost wireless EEG systems have become available, spurred by applications in the game industry. These systems offer a wider and more innovative range of options, for example EEG recordings while in motion and are easier to use so they are suitable for children and special populations. For example such systems can in principle be used for mass screening for early diagnosis of dyslexia, an application of tremendous importance for the individual and society. One of the most advanced such systems is the Emotiv Epoc. The wider and more innovative range of options that EEG systems like the Emotiv Epoc provide cannot however be applied to neuroscience experiments, before some technical limitations are overcome. One such drawback is the higher noise levels compared to clinical devices. The source of the noise could be a manufacturing issue (since the data are recorded wirelessly) or the fact that such experiments do not take place in an environment properly insulated from electromagnetic noise. Moreover, computers are necessary in order to design and execute a protocol for evoked response potentials (ERPs) experiments and the precision of the measurements and specifically issues of timing control depend critically on the computer hardware and software. In clinical and research systems specialized software and hardware for this purpose are available and they are the product of decades of highly specialized work. Very few such software exist today for research and clinical applications with wireless EEG systems in general although some simple tools are beginning to appear. The purpose of this thesis is to investigate whether a wireless EEG system like the Emotiv Epoc can be used with general-purpose computers to retrieve and record precise measurements in order to successfully conduct ERP experiments in general, focusing for the sake of an explicit example to an application for dyslexia, that is of interest to the host laboratory today.
13

Υποδείγματα πρόβλεψης μεταβλητότητας σε χρηματοοικονομικές αγορές : μετοχές, δικαιώματα προαίρεσης, νομίσματα / Forecasting volatility models in financial markets

Φάσσας, Αθανάσιος 19 August 2009 (has links)
Η ακριβής πρόβλεψη της μελλοντικής μεταβλητότητας αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη για την τιμολόγηση παραγώγων προϊόντων και την αντιστάθμιση κινδύνων στη διαχείριση χαρτοφυλακίων. H τεκμαρτή μεταβλητότητα, όπως αυτή αντανακλάται στις τιμές των δικαιωμάτων προαίρεσης, αποτελεί την εκτίμηση της αγοράς για τη μελλοντική πραγματοποιηθείσα μεταβλητότητα και έχει αποδειχθεί ότι είναι πιο αποτελεσματική από την αντίστοιχη πρόβλεψη που προκύπτει από την ανάλυση ιστορικών χρονοσειρών. Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τη δημιουργία ενός δείκτη τεκμαρτής μεταβλητότητας για την Ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, χρησιμοποιώντας έναν τρόπο υπολογισμού, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από κάθε υπόδειγμα τιμολόγησης δικαιωμάτων προαίρεσης και βασίζεται σε ένα σταθμισμένο άθροισμα τιμών δικαιωμάτων. Η μεθοδολογία αυτή εφαρμόζεται για πρώτη φορά σε μια περιφερειακή, αναπτυσσόμενη αγορά, όπως το Χρηματιστήριο Αθηνών. Ο εν λόγω δείκτης τεκμαρτής μεταβλητότητας έχει τις προοπτικές να γίνει δείκτης αναφοράς των προσδοκιών για τη μελλοντική μεταβλητότητα στην Ελληνική μετοχική αγορά, καθώς αποδεικνύεται ότι υπερισχύει στατιστικά της ιστορικής μεταβλητότητας. Επίσης, οι επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αθηνών μπορούν να χρησιμοποιούν το επίπεδό του και τις ημερήσιες μεταβολές του για να λάβουν επενδυτικές αποφάσεις, καθώς τα αποτελέσματα της οικονομετρικής ανάλυσης αποδεικνύουν ότι υπάρχει αρνητική και ασύμμετρη σχέση μεταξύ των μεταβολών του δείκτη τεκμαρτής μεταβλητότητας και των αποδόσεων του υποκείμενου μετοχικού δείκτη FTSE/Χ.Α.-20. Τέλος, η εμπειρική έρευνα καταγράφει την επιρροή της τεκμαρτής μεταβλητότητας των κυριοτέρων χρηματιστηρίων του εξωτερικού στην εγχώρια τεκμαρτή μεταβλητότητα, ενώ επιπλέον προσπαθεί να αναπτύξει ένα υπόδειγμα για την πρόβλεψη της τεκμαρτής μεταβλητότητας αυτής καθαυτής. / In this thesis a new measure of Greek stock market volatility based on the implied volatility of FTSE/ATHEX-20 index options is proposed. Greek Implied Volatility Index is calculated using the model-free methodology that involves option prices summations and is independent from the Black and Scholes pricing formula. The specific method is applied for the first time in a peripheral and illiquid market as the Athens Exchange. The empirical findings suggest that implied volatility includes information about future volatility beyond that contained in past realized volatility and in addition, prove that there is a statistically significant negative and asymmetric contemporaneous relationship between implied volatility changes and the underlying equity index returns. Finally, the volatility transmission effects on the Greek stock exchange from the major global exchanges are tested and documented. The basis of the international integration analysis, instead of the commonly used realized returns or variances, is the implied volatilities, as proxied by the corresponding implied volatility indices.
14

Συμβολή στην οικολογία των πόλεων της Ελλάδας: έρευνα της αγγειώδους χλωρίδας των τοίχων στην πόλη των Πατρών

Σάσσαλου, Μαρία 23 October 2008 (has links)
Στην παρούσα μελέτη καταγράφεται η αγγειώδης χλωρίδα των τοίχων της πόλης της Πάτρας, καθώς και οι θέσεις των taxa πάνω στους τοίχους. Εντοπιστήκαν 167 taxa. Η χλωρίδα αναλύεται περαιτέρω σε σχέση με την τοπική εξάπλωση των taxa, καθώς και από βιολογική και χωρολογική άποψη και συγκρίνεται η ποικιλότητα και η ποιοτική ομοιότητα της χλωρίδας που εμφανίζεται στους τοίχους του κέντρου, της παραθαλάσσιας και της προαστιακής περιοχής της πόλης. Η ποικιλότητα στο σύνολο της χλωρίδας των τοίχων στην Πάτρα βρέθηκε Η΄= 1,97 και η συνολική τιμή του δείκτη κυριαρχίας Simpson είναι D = 0,23. Tα αποτελέσματα συγκρίνονται με τις χλωρίδες τοίχων άλλων ελληνικών και ξένων πόλεων. Eπίσης, τονίζεται η σπουδαιότητα των τοίχων ως αστικοί βιότοποι και διατυπώνονται προτάσεις για τη σωστή διαχείρισή τους. / The aim of the present study was to survey the wall vascular flora of the Greek city of Patras in SW Peloponnese. 167 taxa were identified. The flora is analysed in relation to the local distribution of the taxa as well as by biological and chorological aspect. There has been comparison between the diversity and the quality similarities among the walls of centre, maritime and suburban transect of the city. The overall diversity found is H = 1,97 and D = 0,23. The results are compared with wall floras of other cities.
15

Συσχέτιση αλληλομορφών της μικροδορυφορικής θέσης DG8S737 της χρωμοσωμικής περιοχής 8q24 με επιθετικό καρκίνο του προστάτη σε ελληνικό πληθυσμό

Κατσένης, Νικόλαος 08 May 2012 (has links)
Ο καρκίνος του προστάτη αποτελεί σημαντικό πρόβλημα της δημόσιας υγείας ιδιαίτερα στο δυτικό κόσμο. Είναι ο πιο συχνός σπλαχνικός καρκίνος και ο δεύτερος πιο θανατηφόρος μετά τον καρκίνο του πνεύμονα. Η εισαγωγή και χρήση του PSA από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 προσέθεσε ένα ισχυρό διαγνωστικό εργαλείο στα χέρια των κλινικών, το οποίο αναχαίτισε τη μέχρι τότε αυξητική τάση του αριθμού των θανάτων οφειλομένων στον καρκίνο του προστάτη. Το PSA ωστόσο χαρακτηρίζεται από χαμηλή ειδικότητα αλλά και ευαισθησία, χαρακτηριστικά που επιβάλλουν περιορισμούς στη χρήση του. Εξάλλου δεν προβλέπει το βαθμό της επιθετικότητας ενός αδενοκαρκινώματος του προστάτη, συμβάλοντας στο φαινόμενο της υπερδιάγνωσης αλλά κυρίως της υπερθεραπείας του καρκίνου του προστάτη. Κατά συνέπεια είναι απαραίτητη η ανάπτυξη μοριακών εργαλείων (δεικτών) οι οποίοι θα διαγιγνώσκουν τη νόσο με μεγαλύτερη ασφάλεια αλλά κυρίως θα μας δίνουν προγνωστικές πληροφορίες για τη βιολογική συμπεριφορά του όγκου, προλαμβάνοντας μια άσκοπη θεραπευτική παρέμβαση. Ενδιαφέρον πεδίο αναζήτησης τέτοιων δεικτών αποτελεί η χρωμοσωμική περιοχή 8q24. Ο μικροδορυφόρος DG8S737 εδράζεται στην περιοχή 8q24 και έχει δειχθεί, σε διαφορετικούς πληθυσμούς, ότι συγκεκριμένο αλληλόμορφό του σχετίζεται με επιθετικό, κλινικά σημαντικό καρκίνο του προστάτη. Στη συγκεκριμένη μελέτη ανιχνεύονται οι συχνότητας των αλληλομόρφων του μικροδορυφόρου DG8S737 σε μια ομάδα γενικού πληθυσμού (control) και σε μια ομάδα ασθενών οι οποίοι πάσχουν από επιθετικό καρκίνο του προστάτη. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την τάση του αλληλομόρφου -8 να ανιχνεύεται συχνότερα σε ασθενείς παρά σε υγιείς. Εξάλλου παρατηρήθηκε για πρώτη φορά η ίδια τάση και για το αλληλόμορφο -10. Αυτά τα αποτελέσματα ενισχύουν το δυναμικό χρήσης του DG8S737 ως δείκτη για το μέτρο της επιθετικότητας του καρκίνου του προστάτη. / Prostate cancer represents a major public health issue in western world. It is the most frequently diagnosed visceral cancer whereas it is second in mortality. The use of PSA since the late 80s restrained the rising tendency of mortality of prostate cancer. PSA though, lacks in specificity. Besides it contributes to the phenomenon of overdiagnosis which leads to overtreatment of prostate cancer. Consequently it is necessary for novel biomarkers to emerge in order to diagnose more accurately and predict the aggressiveness of prostate cancer. The 8q24 region of chromosome 8 is a region which could harbor potential biomarkers for prostate cancer. The microsatellite DG8S737 in that region has a number of alleles, one of which has the tendency to be more often detected in patients with aggressive prostate cancer. We have studied the frequencies of alleles of DG8S737 in a group of patients with aggressive prostate cancer as well as in a group of control volunteers. The results confirm the findings of previous studies. The allele -8 of DG8S737 has been detected more often in patients than in healthy volunteers. A new finding is that allele -10 also is more frequently detected in the patients group rather than the control group. The results confirm previous findings and enforce the potential use of DG8S737 as novel biomarker for the aggressive prostate cancer.
16

Τεκτονική ανάλυση των ρηξιγενών ζωνών Κατούνας και Αμφιλοχίας

Γκαδρή, Ελισσάβετ 31 May 2012 (has links)
Η μελέτη του αναγλύφου με τη χρήση μορφοτεκτονικών παραμέτρων κατά μήκος ρηξιγενών ζωνών μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για την ενεργότητα ή όχι των ζωνών αυτών και επίσης για την κατανόηση των επιφανειακών επιπτώσεων των σεισμών και τη σεισμική επικινδυνότητά τους. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή ειδίκευσης μελετήθηκαν, με τη βοήθεια της μορφοτεκτονικής ανάλυσης, οι ΒΒΔ– διεύθυνσης ρηξιγενείς ζώνες της Κατούνας (ΡΖΚ) και Αμφιλοχίας (ΡΖΑ) στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας (Δυτ. Ελλάδα). Για τον ποιοτικό και ποσοτικό προσδιορισμό της τεκτονικής ενεργότητας των ΡΖΚ και ΡΖΑ εφαρμόστηκαν διάφοροι μορφοτεκτονικοί δείκτες, όπως ο δείκτης ευθυγράμμισης ορεογραφικού μετώπου (Smf), ο δείκτης λόγου πλάτους προς ύψος κοιλάδας (Vf), ο δείκτης μήκους-κλίσης ρέματος (SL), ο συντελεστής ασυμμετρίας λεκάνης απορροής (AF), ο δείκτης σχήματος λεκάνης απορροής (Bs), και το ποσοστό τριγωνικών γεωμορφών (Pf), οι οποίοι υπολογίστηκαν με τη βοήθεια ψηφιακών μοντέλων εδάφους (DEM). Από την ανάλυση των διαγραμμάτων κατακόρυφης μετατόπισης με το μήκος στις δύο ρηξιγενείς ζώνες φαίνεται ότι αυτές παρουσιάζονται τμηματοποιημένες, ενώ μεγαλύτερη κατακόρυφη μετατόπιση, της τάξης των 750–800m παρουσιάζεται στη ΡΖΑ. Από τη συσχέτιση των δεικτών Smf και Vf, προκύπτει ότι και οι δύο ρηξιγενείς ζώνες είναι ενεργές και συγκεκριμένα ανήκουν στην τάξη 1 της τεκτονικής ενεργότητας, με ρυθμό ανύψωσης μεγαλύτερο από 1mm/yr. Επίσης, από την συσχέτιση των τιμών των δεικτών Vf – Bs – SL προκύπτει ότι η αυξημένη ενεργότητα και για τις δύο ρηξιγενείς ζώνες, συγκεντρώνεται στις περιοχές επικάλυψης και αλληλεπίδρασης των επιμέρους ρηξιγενών τμημάτων. Η ύπαρξη επιμήκων και ασύμμετρων λεκανών απορροής στη βάση των ρηξιγενών ζωνών και η σεισμικότητα κατά μήκος τους επιβεβαιώνει ότι οι ευθύγραμμοι αυτοί ρηξιγενείς πρόποδες είναι τεκτονικά ενεργοί. Τα ποσοστά τριγωνικών γεωμορφών υποδηλώνουν ότι η παραμόρφωση πραγματοποιείται με αργό ρυθμό. Οι ρηξιγενείς ζώνες Κατούνας και Αμφιλοχίας χαρακτηρίζονται από ένα ενδιάμεσο τύπο παραμόρφωσης μεταξύ εφελκυσμού, κάθετα στις ΒΒΔ – διευθυνόμενες ζώνες, και αριστερόστροφης διατμητικής παραμόρφωσης, προσδίδοντας σε αυτές ένα χαρακτήρα ζωνών μεταβίβασης (transfer zone) με διαγώνια διαστολή μεταξύ των ΔΒΔ – διευθυνόμενων τεκτονικών τάφρων του Πατραϊκού και Αμβρακικού κόλπου. / The study of the topographic relief along fault zones using geomorphological indices provides important information about the activity of these zones and understanding of the surface effects of earthquakes and possible seismic risk. In this study, a morphotectonic analysis was applied along the NNW-trending fault zones of Katouna (PZK) and Amfilochia (PZA), which are located in Aitoloakarnania (W. Greece). For the qualitative and quantitative determination of tectonic activity along the PZK and PZA zones several morphotectonic indices were implemented, such as the mountain – front sinuosity index (Smf), the ratio of valley–floor width to valley height (Vf), the stream length–Gradient index (SL), the Basin Asymmetry Factor (AF), the Drainage Basin Shape (Bs), and the percentage of triangular facets along mountain fronts (Pf). All these morphotectonic indices and the drainage basin pattern were calculated using a 30 m Digital Elevation Model (DEM). The distribution of the throw along the fault zones implies that these zones are segmented and consist of several individual fault segments, while the highest throw values, on the order of 750-800m, are located in the central segments of the PZA. The maximum throw in PZK is lower and reaches a value of 250-300m. From the correlation of morphotectonic indices Smf and Vf, it seems that both fault zones are active (class 1 of tectonic activity), with a rate of uplift > 1mm/yr. Furthermore, the correlation of Vf , Bs and SL shows that the highest tectonic uplift and subsequent activity for both fault zones concentrates on the relay zones (overlapping or underlapping) between the interacting fault segments. The presence of long and asymmetric basins on the footwall block of the fault zones and the associated seismicity along them confirms that the segments are tectonically active. The percentage of triangular facets (22-55%) suggests the low rates of deformation along these fault zones and the increased activity of them towards the southern tip zones. The fault zones of Katouna and Amfilochia appear to be characterized by an intermediate type of deformation, showing extensional deformation in a NE-orientation and sinistral shear deformation along their NNW-orientation. The Katouna and Amfilochia fault zones appears to act as a composite transfer zone accommodating left-lateral oblique extension between the more active WNW-directed grabens of Amvrakikos and Gulf of Patras.
17

Σύγκριση των αποτελεσμάτων της κλινικής εξέτασης της μαστογραφίας της βιοψίας δια λεπτής βελόνης και των προγνωστικών δεικτών σε ογκόμορφες αλλοιώσεις του μαστού

Λυκάκη, Ελένη 07 July 2010 (has links)
Στις αρχές της δεκαετίας του 80 μια νέα εποχή ξεκινά για την Μαστογραφία και τον καρκίνο του Μαστού, με τη χρήση της τεχνικής "χαμηλής δόσης Μαστογραφίας", τη σωστή ενημέρωση των γυναικών για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού και την εφαρμογή του πληθυσμιακού ελέγχου σε ασυμπτωματικές γυναίκες, με συνέπεια να αυξήσουν τον αριθμό των μη-ψηλαφητών και μη ψηλαφητών καρκίνων μαστού που διαγιγνώσκονται σε πρώιμα στάδια (0, Ι, ΙΙ, ΙΙΙΑ κλπ) με καλλίτερη πρόγνωση και θεραπεία. Προηγούμενες κλινικές μελέτες προσπάθησαν να συσχετίσουν τα ακτινολογικά με τα ιστολογικά χαρακτηριστικά του καρκίνου του μαστού αλλά δεν κατάφεραν να αναδείξουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τα ιστολογικά και βιολογικά χαρακτηριστικά μεταξύ των συμπωματικών και των μαστογραφικά εντοπιζόμενων μη ψηλαφητών καρκινωμάτων του μαστού . Επιπλέον, αρκετοί ερευνητές φαίνεται να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα καλά προγνωστικά χαρακτηριστικά των καρκινωμάτων του μαστού που αναδεικνύονται με την προληπτική μαστογραφία σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την επίδραση βιολογικών παραγόντων. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανάδειξη των δεικτών που σχετίζονται με την μαστογραφική απεικόνιση της κακοήθων ογκόμορφων αλλοιώσεων ψηλαφητών και μη και της επιθετικότητας της νόσου. Μελετήθηκαν συνολικά πεντακόσιες εβδομήντα τέσσερεις ογκόμορφες αλλοιώσεις ψηλαφητές ή μη του μαστού σε πεντακόσιες εβδομήντα ασθενείς που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια του μαστογραφικού ελέγχου στο εργαστήριο μας κατά την περίοδο 1994- 2004. Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε βιοψία δια λεπτής βελόνης (FNA) ή κατευθυνόμενη από με μαστογραφία χειρουργική βιοψία. Η ιστολογική εξέταση ανέδειξε 410/574 (71,4%) κακοήθεις ογκόμορφες αλλοιώσεις και 164/574 (28,5%) καλοήθεις. Ανοσοϊστοχημεία πραγματοποιήθηκε σε τομές παραφίνης σε 390 από τις 410 κακοήθεις αλλοιώσεις χρησιμοποιώντας μία ποικιλία μονοκλωνικών και πολυκλωνικών αντισωμάτων ενάντια στις εξής πρωτεϊνες: ER, PR, p53, HER-2,Ki 67 και KATH D. Οι κακοήθεις ογκόμορφες αλλοιώσεις ταξινομήθηκα από την Μαστογραφική τους απεικόνιση (σύμφωνα Breast Imaging Reporting and Dada System BI RADS) σε τρείς κατηγορίες : στην κατηγορία Β (οι αστεροειδείς κακοήθεις ογκόμορφες αλλοιώσεις) ήταν το (44,8%), στην κατηγορία Α (οι άτονες με ασαφή ή εν μέρει ασαφή όρια) το 36% και στην κατηγορία Γ (σκιάσεις και αποτιτανώσεις) που ήταν 18,2% όλων των κακοήθων ογκόμορφων αλλοιώσεων. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων μεταξύ της μαστογραφικής απεικόνισης των κακοήθων ογκόμορφων αλλοιώσεων και των ιστολογικών και βιολογικών χαρακτηριστικών των ανέδειξε : Σημαντική συσχέτιση της μαστογραφικής απεικόνισης με το μέγεθος των ογκόμορφων αλλοιώσεων (p=0.01<0.05). Σημαντική συσχέτιση με το βαθμό διαφοροποιήσεως της κακοήθειας (p=0.005<0.05). Σημαντική συσχέτιση με την έκφραση των πρωτεϊνών p53 (p=0.015) και Ki -67( p=0.02). Δεν παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση της απεικόνισης των ογκόμορφων αλλοιώσεων με την ηλικία των ασθενών (p=0.08>0.05), με την ανίχνευση πυρηνικής θετικότητας για τους οιστρογονικούς (ER) και τους προγεστερονικούς(PR) υποδοχείς (p =0.4>0.05) καθώς και με τις πρωτεΐνες HER-2. και KATH D. Επίσης παρατηρήθηκε οριακή συσχέτιση στην απεικόνιση των κακοήθων ογκόμορφων αλλοιώσεων και των λεμφαδένων. Συμπερασματικά βρήκαμε ότι η κατηγορία Β με τις αστεροειδείς ογκόμορφες αλλοιώσεις είχε ευνοϊκότερη επίδραση από τ η κατηγορία Α με τις άτονες με ασαφή ή εν μέρει ασαφή όρια και με τις ογκομορφές αλλοιώσεις και αποτιτανώσεις (κατηγορία Γ). Οι άτονες με ασαφή ή με εν μέρει ασαφή όρια κακοήθεις ογκόμορφες αλλοιώσεις(κατηγορία Α) σχετίζονται με χαμηλής διαφοροποίηση κακοήθεια (grade 3) με υπερέκφραση του p53 και Ki -67 και με αρνητικούς υποδοχείς (PR και ER). Οι όγκοι αυτοί είναι μεγάλοι όγκοι με ίδια πολλές φορές μαστογραφική απεικόνιση με εκείνη των καλοηθών ογκόμορφων αλλοιώσεων. / At the beginning of 80 a new era for the Mammography and the breast cancer started with the use of the technique "low dose Mammography", with the correct information of women for the prevention of the breast cancer and the application of mass screening in asymptomatic women, with the result to increase the number of palpable and no- palpable breast cancers diagnosed in early stages (0,I,II,IIIA etr) with better prognosis and therapy. Previous clinical studies have attempted to correlate the radiological with the histological characteristics of breast cancer but did not succeed to show significant differences as for us the histological and biological characteristics among the symptomatic and the mammographically localized non- palpable breast cancers. Furthermore, many investigators see to conclude that the best prognostic characteristics of breast cancers that are identified with the preventive mammography are directly or indirectly related by the effect of biological factors. The aim of the present study is to mark out indicators that are related with the mammographic appearance of malignant palpable and no- palpable lesions and the aggressiveness of disease. In total five hundred seventy four palpable and no- palpable breast lesions have been studied in five hundred seventy patients that were localized during the mammographic screening in our department, between 1994 to 2004. All the patients were subjered to line needle biopsy (FNA) or mammographically guided open surgical biopsy. Histological examination showed 410/574 (71.4%) malignant lesions and 164/574 (28.5%) benign lesions. Immunohistochemistry was performed in paraffin sections in 390 of 410 malignant lesions using a variety of monoclonal and polyclonal antibodies against the following proteins ER,PR, P53, HER-2, Ki67and KATH D. The malignant lesions were classified from their mammographic appearance (according to Breast Imaging Reporting and Dada System BI RADS) in three categories: category A (lesions with poorly defined or partially poorly defined margins)were 36%, category B (speculated malignant lesions) were 44.8% and category C (lesions wih calcifications) were 18.2% of all malignant lesions. The analysis of our results between the mammographic appearance of the malignant lesions and their histological and biological characteristic showed the following: 1) Significant correlation existed between the mammographic appearance and the size of the lesions (p=0.01<0.05). 2) Significant correlation existed with the degree of differentiaton of malignancy (p=0.005<0.05). 3) Significant correlation existed with over expression of proteins P53 (p=0.015). and Ki- 67 (p=0.02). No significant correlation was observed between the appearance of lesins with the age of the patients (p=0.08>0.05), with the detection of nuclear positivity of the estrogens (ER) and progesterone (PR) receptors (p=0.4>0.05) and also with the proteins HER-2 and KATH D. Furthermore a bode line correlation was observed between the appearance of the malignant lesions and lymph notes. In summary, it was found that the category B patients with the speculated lesions had a more favorable effect than category A with the poorly defined or partially poorly defined limits, and the category C lesions with calcifications. The poorly defined or partially poorly defined limits malignant lesions (category A) are related with low grade malignancy (grade 3, with over expression of P53 and Ki-67 and with negative receptors (PR and ER). These are large size lesions and are difficulty diagnosed from benign lesions.
18

Πολλαπλής κλίμακας πολυφασματική αξιολόγηση και χαρτογράφηση καμένων εκτάσεων με τη χρήση δορυφορικών δεδομένων

Πλένιου, Μαγδαλινή 01 August 2014 (has links)
Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των Μεσογειακών οικοσυστημάτων επηρεάζοντας το φυσικό κύκλο διαδοχής της βλάστησης, αλλά και τη δομή και λειτουργία τους. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση των δασικών πυρκαγιών αυξάνοντας ιδιαίτερα το επιστημονικό ενδιαφέρον. Η χρησιμοποίηση της δορυφορικής τηλεπισκόπησης στη χαρτογράφηση των καμένων εκτάσεων έχει τριάντα χρόνια ιστορία ως εργαλείο χαρτογράφησης αλλά και παρακολούθησης της εξέλιξης των καμένων εκτάσεων. Η χαρτογράφηση των δασικών πυρκαγιών με τη χρήση δορυφορικών δεδομένων είναι και σήμερα ένα εν ενεργεία αντικείμενο έρευνας της τηλεπισκόπησης. Πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα υπάρχουν στη διεθνή βιβλιογραφία με ερευνητικό αντικείμενο τη χαρτογράφηση των καμένων εκτάσεων με τη χρήση πολλαπλών τύπων δορυφορικών δεδομένων, όμως ο αριθμός αυτών που διαπραγματεύονται για την ίδια πυρκαγιά πολλούς τύπους δεδομένων είναι περιορισμένος. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή επιχειρείται για πρώτη φορά η χαρτογράφηση των καμένων εκτάσεων με εκτεταμένη χρήση διαφόρων τύπων δορυφορικών εικόνων πολλαπλής φασματικής και χωρικής διακριτικής ικανότητας που έχουν αποκτηθεί για την ίδια πυρκαγιά (Πάρνηθα, 2007). Πιο συγκεκριμένα, αντικείμενο έρευνας αποτέλεσε η χαρτογράφηση των άκαυτων νησίδων εσωτερικά της περιμέτρου της πυρκαγιάς, καθώς και η διερεύνηση των παραγόντων που διαμορφώνουν την ακρίβεια της χαρτογράφησης, η διερεύνηση της ευαισθησίας των τιμών ανάκλασης σε διαφορετικές αναλογίες καμένου/βλάστησης, καθώς και η εφαρμογή και αξιολόγηση διαφόρων δεικτών βλάστησης. Τα δορυφορικά δεδομένα που αξιολογήθηκαν προέρχονται από τους δορυφορικούς ανιχνευτές IKONOS, LANDSAT, ASTER και MODIS. Παράλληλα με τα αρχικά δεδομένα δημιουργήθηκε ένα σύνολο εικόνων πολλαπλής φασματικής και χωρικής κλίμακας. Αρχικά, εφαρμόστηκαν κλασικοί αλγόριθμοι επεξεργασίας εικόνας για τη γεωμετρική, ραδιομετρική και ατμοσφαιρική διόρθωση των δορυφορικών εικόνων. Στη συνεχεία, επεξεργάστηκε η υψηλής ανάλυσης εικόνα IKONOS, η οποία αποτέλεσε τη βάση για τον υπολογισμό του ποσοστού κάλυψης των καμένων εκτάσεων, της βλάστησης και του γυμνού εδάφους σε επίπεδο εικονοστοιχείου. Λαμβάνοντας υπόψη διαφορετικούς συνδυασμούς φασματικών και χωρικών αναλύσεων πραγματοποιήθηκαν συνολικά 420 ταξινομήσεις. Επιπλέον, οι φασματικοί δίαυλοι καθώς και 57 δείκτες βλάστησης που υπολογίστηκαν, συσχετίστηκαν με περιοχές διαφορετικών αναλογιών καμένης και άκαυτης βλάστησης, με σκοπό τη διερεύνηση της ευαισθησίας τους στην εκτίμηση του ποσοστού των καμένων και μη καμένων περιοχών. Συμπερασματικά, η χωρική διακριτική ικανότητα αποδεικνύεται ως ο σημαντικότερος παράγοντας για την αποτύπωση των άκαυτων νησίδων εσωτερικά της περιμέτρου της πυρκαγιάς, ενώ διαπιστώθηκε ότι συσχετίζεται άμεσα με τον αριθμό των χαρτογραφημένων νησίδων. Επιπλέον, το κοντινό και μέσο υπέρυθρο τμήμα του φάσματος αποδείχτηκαν σημαντικά για την εκτίμηση του ποσοστού του καμένου, ενώ το κόκκινο και κοντινό υπέρυθρο για την εκτίμηση του ποσοστού της βλάστησης. Το τελευταίο φαίνεται ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον υπολογισμό του ποσοστού των καμένων εκτάσεων, ενώ το μέσο υπέρυθρο στον υπολογισμό του ποσοστού της βλάστησης. Οι δείκτες βλάστησης ελαχιστοποιούν τις επιδράσεις εξωτερικών παραγόντων, όπως είναι η επίδραση του εδάφους. Έτσι, οι ενδιάμεσες κατηγορίες κρίθηκαν πιο σύμφωνες φασματικά με τις διαφορετικές αναλογίες καμένου/βλάστησης, σε σχέση με τους αρχικούς φασματικούς δίαυλους, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι δείκτες. Οι κλασικοί δείκτες, οι οποίοι ενσωματώνουν το κόκκινο και κοντινό υπέρυθρο μήκος κύματος έδειξαν καλύτερη προσαρμογή στην εκτίμηση του ποσοστού της βλάστησης. Αντίθετα, η τροποποιημένη εκδοχή τους, αντικαθιστώντας το κόκκινο με το μέσο υπέρυθρο τμήμα του φάσματος έδειξαν καλύτερη προσαρμογή στην εκτίμηση του ποσοστού των καμένων περιοχών, ταυτόχρονα με την υψηλή προσαρμογή για την εκτίμηση της βλάστησης. Τέλος, πραγματοποιήθηκε η ανασύσταση της πρόσφατης ιστορίας των πυρκαγιών (1984-2011) για την Αττική, εφαρμόζοντας πρόσφατα ανεπτυγμένες (ημι)αυτόματες τεχνικές χαρτογράφησης σε διαχρονικά LANDSAT δορυφορικά δεδομένα μεσαίας χωρικής διακριτικής ικανότητας. Τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας οδήγησαν στη χαρτογράφηση των περιμέτρων των πυρκαγιών με σχετικά μεγάλη ακρίβεια, ενώ από τα μοντέλα παλινδρόμησης διαπιστώθηκε ότι οι διαφορές μεταξύ της καμένης έκτασης που υπολογίζεται από τα δορυφορικά δεδομένα και αυτά τα οποία καταγράφονται από τη Δασική Υπηρεσία αποδίδονται στον αριθμό των δορυφορικών εικόνων που χρησιμοποιούνται καθώς και στην ημερομηνία απόκτησης της πρώτης δορυφορικής εικόνας. / Forest fires, an integral part of Mediterranean ecosystems, affect the natural cycle of vegetation succession and the ecosystem’s structure and function. Recently, the increment in frequency of fires has increased the concern of the scientific community. The use of remote sensing in burned land mapping has a 30 year long history as tool in mapping and monitoring of forest fire. Despite this long period, burned land mapping using satellite data is still an active research topic in satellite remote sensing. Many characteristic examples of satellite remote sensing studies of burned land mapping and monitoring can be found in the literature, however studies dealing with a multisource data set for the same fire event are limited. The present thesis attempted to map burned surfaces using a multisource satellite data set of multiple spectral and spatial resolution acquired for the same fire event (Parnitha, 2007). In particular, the aims of the thesis were to delineate the unburned patches within fire scar perimeter and explore the factors influence the classification accuracy, to explore the sensitivity of spectral reflectance values to different burn and vegetation ratios, as well as to examine and evaluate some vegetation indices. The satellite data used were acquired from IKONOS, LANDSAT, ASTER and MODIS. Along with the basic data set, a spatially degraded satellite data over a range of coarser resolutions were created. Firstly, classical image processing algorithms were applied to correct geometrically, radiometrically and atmospherically the satellite images used. The pan-sharpened IKONOS served as the basis to estimate the percent of cover of burned areas, vegetation and bare land, at pixel level. Totally 420 classifications have been implemented considering different combinations of spectral and spatial resolutions. Additionally, the spectral bands and 57 versions of some classical vegetation indices were correlated with different burned and vegetation ratios in order to explore their sensitivity. Conclusively, spatial resolution is the most important factor for the delineation of the unburned patches within the fire scar perimeter, while proved to be strongly correlated with the number of the mapped islands. Moreover, the near and middle infrared channels were the most important ones to estimate the percentage of burned area, while the red and near infrared were the most important channels to estimate the percentage of vegetation. The latter, seemed to play a more significant role in estimating the percent of burned area while the middle infrared seemed to play a more significant role in estimating the percent of vegetation. Vegetation indices are less sensitive to external parameters of the vegetation by minimizing external effects, such as soil impact. Thus, the semi-burned classes were spectrally more consistent to their different fractions of scorched and non-scorched vegetation, than the original spectral channels based on which these indices are estimated. The classical indices, which incorporate the red-near infrared space showed better performance to estimate the percent of the vegetation. In contrast, the modified version of the classical indices, by replacing the red with the middle infrared channel showed the highest performance to estimate the percent of burned areas, apart from the high performance in the estimation of the vegetation. Finally, in the present thesis maps with the reconstruction of the recent fire history of Attica region were created, in a spatially explicit mode using (semi)automated image processing techniques in a series of multi-temporal medium-resolution LANDSAT images. The results showed that the fire-scar perimeters were captured with considerably high accuracy, while regression modeling showed that the differences between the area burned estimated from satellite data and that recorded by the forest service can be explained by the number of satellite images used followed by the acquisition date of the first image.
19

Παράγοντες που οδηγούν σε έκτοπη οστεοποίηση μετά από κρανιοεγκεφαλική κάκωση

Σακελλαράκη, Παναγιώτα 12 June 2015 (has links)
Με τον όρο «Έκτοπη Οστεοποίηση» περιγράφεται ο σχηματισμός οστού σε σημεία που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν υφίσταται. Τα σημεία αυτά μπορεί να είναι μύες, τένοντες ή σύνδεσμοι και γενικότερα μεσεγχυματικού τύπου μαλακά μόρια, κυρίως γύρω από τις μεγαλύτερες αρθρώσεις. Η επίκτητη μορφή της νόσου, που είναι και η πιο κοινή, εμφανίζεται μετά από μυοσκελετικούς τραυματισμούς, κακώσεις του νωτιαίου μυελού και του κεντρικού νευρικού συστήματος γενικότερα, αλλά και σε περιπτώσεις σοβαρών εγκαυμάτων. Η παθοφυσιολογία της έκτοπης οστεοποίησης παραμένει άγνωστη, αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι για τον σχηματισμό της απαιτούνται τρείς βασικές προϋποθέσεις που είναι α) τα οστεοπρογονικά κύτταρα, β) οι κατάλληλοι επαγωγικοί παράγοντες και γ) το ευνοϊκό οστεοεπαγωγικό περιβάλλον. Στην παρούσα εργασία με την χρήση κυτταρομετρίας ροής, δοκιμασιών με ηλεκτροχημειοφωταύγεια, Elisa και ανοσοπροσδιορισμού με χρήση Cytometric Bead Array προσδιορίσαμε τις συγκεντρώσεις των total procollagen type 1 amino-terminal propeptide (TP1NP), osteoprotegerin (OPG), β-isomerized C-terminal telopeptides (β- Crosslaps), soluble receptor activator of nuclear factor kappa-B ligand (sRANKL), N-MID osteocalcin, S100 και των κυτταροκινών IL-2, IL-4, IL-6, IL-10, INF-γ και TNF-a στον ορό ασθενών και υγιών μαρτύρων. Επιπλέον, στο ολικό αίμα προσδιορίσαμε τον πληθυσμό των θετικών στην οστεοκαλσίνη κυττάρων. Όλα τα προς μελέτη μόρια είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με την οστική ανακατασκευή και τις φλεγμονώδεις αντιδράσεις. Συνολικά μελετήθηκαν 55 ασθενείς από τους οποίους ελήφθησαν δείγματα καθόλη την διάρκεια νοσηλείας τους. Οι ασθενείς μελετήθηκαν με βάση το είδος του τραύματος, την εμφάνιση ή όχι έκτοπης οστεοποίησης και την έκβαση της κατάστασης τους. Επιπλέον, οι επιμέρους ομάδες ασθενών μελετήθηκαν συναρτήσει του χρόνου. Τα αποτελέσματα μας έδειξαν ότι στο σύνολο των ασθενών παρατηρήθηκαν στατιστικά μειωμένα επίπεδα β- crosslaps, N-MID osteocalcin, sRANKL και S100 συγκριτικά με τους υγιείς μάρτυρες. Αντίθετα, τα επίπεδα των TP1NP, των θετικών στην οστεοκαλσίνη κυττάρων, της OPG, της INF-γ και της IL-6 ήταν στατιστικά σημαντικά αυξημένα. Επιπλέον, στατιστικά σημαντικά αυξημένα παρατηρήθηκαν τα επίπεδα του S100 στους ασθενείς που είχαν υποστεί κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις κατά το πρώτο εικοσιτετράωρο μετά την επαγωγή της κάκωσης. Στατιστικά σημαντικά αυξημένο επίσης παρατηρήθηκε και στην ομάδα των ασθενών με κακή έκβαση συγκριτικά με τους υγιείς δότες. Στην ίδια ομάδα ασθενών παρατηρήθηκε μια γενικευμένη αύξηση των επιπέδων των κυτταροκινών που φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με την κακή έκβαση της κατάστασης τους. Πιο συγκεκριμένα η αύξηση αυτή ήταν στατιστικώς σημαντική για τις IL-4, INF-γ και TNF-α. / Heterotopic ossification (HO) is the presence of bone in soft tissue where normally does not exist. The acquired form, which is also the most common, develops after musculoskeletal trauma, spinal cord injury or central nervous system injury and severe burns. Pathophysiology of OH still remains unclear, what we know is that the formation of ectopic bone requires three entities which are a) osteogenic precursor cells, b) inducing agents and c) an appropriate environment. In the present study using either flow cytometry, Elisa, electrochemiluminescence immunoassays or cytometric bead array assays we determined the concentrations of the osteoblast progenitors: osteocalcin positive cells in peripheral blood and the serum concentrations of total procollagen type 1 amino-terminal propeptide (TP1NP), osteoprotegerin (OPG), β-isomerized C-terminal telopeptides (β- Crosslaps), soluble receptor activator of nuclear factor kappa-B ligand (sRANKL), N-MID osteocalcin, S100 and the cytokines IL-2, IL-4, IL-6, IL-10, INF-γ and TNF-a. All measured molecules participate directly or indirectly in bone formation and metabolism and in inflammation. Our 55 patients were divided and studied in 3 different ways, regarding the kind of their injury, their outcome and the formation of HO. They were also monitored in course of time. Among our most interesting results is that patients had significantly lower levels of β- crosslaps, N-MID osteocalcin, sRANKL and S100 compared to healthy donors. On the other hand, levels of TP1NP, osteocalcin positive cells, OPG, INF-γ and IL-6 were significantly higher. S100 is significantly increased during the first 24 hours in patients who have sustained traumatic brain injury. In addition, S100 was significantly increased in patients with poor outcome compared to healthy donors. Furthermore, patients with poor outcome seem to develop a cytokine storm which is of great importance for their outcome. All measured cytokine levels were increased compared to patients with good outcome. Especially for IL-4, INF-γ, TNF-α this increase was statistically significant.
20

Δείκτες αποτελεσματικότητας διαδικασιών στη βιομηχανική παραγωγή

Παπανικολάου, Μαρία 29 July 2008 (has links)
Οι δείκτες αποτελεσματικότητας μιας διαδικασίας μετρούν τον βαθμό στον οποίο μια διαδικασία, που βρίσκεται σε στατιστική ισορροπία, παράγει προϊόντα τα οποία ικανοποιούν τις προδιαγραφές του πελάτη. Στη διπλωματική αυτή εργασία δίνονται οι ορισμοί διαφόρων τέτοιων δεικτών που έχουν προταθεί από τη βιβλιογραφία, για μονοδιάστατες και διδιάστατες μεταβλητές, οι οποίες ακολουθούν κανονική κατανομή. Παρουσιάζονται οι ιδιότητες καθώς και οι σχέσεις μεταξύ των δεικτών αυτών και αναλύονται τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα της χρήσης τους. Δίνονται εκτιμητές κάποιων δεικτών και ιδιότητες αυτών όπως αναμενόμενη τιμή, διασπορά, συνάρτηση πυκνότητας. Κατασκευάζονται επίσης διαστήματα εμπιστοσύνης και έλεγχοι υποθέσεων για τους εκτιμητές των δεικτών. Τέλος, παρουσιάζονται αριθμητικά παραδείγματα και εφαρμογές των δεικτών αποτελεσματικότητας στη βιομηχανία. / Process capability indices are intended to provide single-number assessment of the capability, of a process in statistical control, to produce items that meet the customer΄s specifications. We present the definitions of various such indices that have been proposed for univariate and bivariate normal distributions. We refer to their properties, the relations among them and the weaknesses or benefits from their use. Estimators of the indices are considered and their properties such as expected value, variance and probability density function are derived. Confidence intervals and tests of hypothesis are constructed for their estimators. Finally, numerical examples and applications of process capability indices in industry are presented.

Page generated in 0.1244 seconds