• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 12
  • Tagged with
  • 12
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Θεωρητική και πειραματική διεύρυνση της διεργασίας σκλήρυνσης διά λειάνσεως

Τσίρμπας, Κωνσταντίνος 25 June 2007 (has links)
Το αντικείµενο της παρούσας διατριβής είναι η µελέτη, ο πειραµατισµός και η προτυποποίηση µιας νέας παραγωγικής διεργασίας που ονοµάζεται Σκλήρυνση δια Λειάνσεως. Στη διατριβή αυτή, αφού γίνει µια σύντοµη περιγραφή της διεργασίας, των εφαρµογών και των προβληµάτων που παρουσιάζονται κατά τη χρήση της, θα περιγραφεί η πειραµατική διαδικασία, η µελέτη των πειραµατικών αποτελεσµάτων καθώς και µια θεωρητική προσέγγιση του µηχανισµού που λαµβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της διεργασίας. 1.1 Το πρόβληµα Είναι γνωστό πως για την παραγωγή µεταλλικών εξαρτηµάτων υψηλής ακρίβειας και ποιότητας, δύο παραγωγικές διεργασίες είναι απολύτως απαραίτητες: Η σκλήρυνση και η λείανση. Η σκλήρυνση είναι απαραίτητη ώστε το εξάρτηµα να έχει υψηλή αντοχή σε κόπωση και για να µπορεί να διατηρεί την ποιότητα επιφανείας του όταν συνεργάζεται µε άλλα εξαρτήµατα. Η λείανση είναι απαραίτητη για την επίτευξη της απαιτούµενης ακρίβειας στο σχήµα και τις διαστάσεις, καθώς και της απαιτούµενης επιφανειακής ποιότητας του εξαρτήµατος. Έτσι, η τυπική σειρά διεργασιών στις οποίες υπόκειται ένα τέτοιο εξάρτηµα φαίνονται σχηµατικά στο Σχ. 1.1: Εισαγωγή Κεφάλαιο 1ο 14 Σχ. 1.1: Φάσεις επεξεργασίας µεταλλικού εξαρτήµατος µε συµβατικό τρόπο Στο βιοµηχανικό περιβάλλον, οι τρεις αυτές διαφορετικές φάσεις συνήθως λαµβάνουν χώρα σε ξεχωριστά τµήµατα ενός παραγωγικού συστήµατος, λόγω των διαφορετικών εγκαταστάσεων και εξοπλισµού που χρειάζονται για την πραγµατοποίηση της κάθε φάσης. Έτσι, συνήθης πρακτική είναι η µεταφορά των εξαρτηµάτων από τµήµα σε τµήµα ακολουθώντας τη σειρά των τριών φάσεων της κατασκευής των εξαρτηµάτων. Η πρακτική αυτή όµως δηµιουργεί σηµαντικό φόρτο εργασίας σχετικά µε τη διαχείριση των εξαρτηµάτων. Έτσι, οι διαδικασίες διαχείρισης των εξαρτηµάτων µέσα σε ένα παραγωγικό σύστηµα αποτελούν ένα σηµαντικό τµήµα του κόστους παραγωγής, καθώς οι διαδικασίες αυτές είναι κατ’ αρχήν χρονοβόρες, αλλά και απαιτούν εξοπλισµό, ανθρωποώρες και έλεγχο. Ιδιαίτερα, διεργασίες όπως οι θερµικές κατεργασίες οι οποίες έχουν συνήθως σκοπό την επιφανειακή σκλήρυνση του εξαρτήµατος, έχουν σηµαντικό κόστος από πλευράς διαχείρισης των εξαρτηµάτων (µεταφορά εξαρτηµάτων από και προς τους κλιβάνους, τοποθέτηση των εξαρτηµάτων σε ειδικές διατάξεις ώστε να εισαχθούν στο κλίβανο) καθώς επίσης και από πλευράς χρόνου (διεργασίες σκλήρυνσης σε κλίβανο έχουν συνήθως συνολική διάρκεια της τάξης των µερικών ωρών). Όσον αφορά στις διεργασίες αφαίρεσης υλικού, η ανάγκη µετακίνησης των εξαρτηµάτων αυξάνει τις διαδικασίες πρόσδεσης και αφαίρεσής τους από τις εργαλειοµηχανές, πράγµα που κοστίζει σε παραγωγικό χρόνο, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εξαρτήµατα ακριβείας που απαιτούν ειδικές διαδικασίες πρόσδεσης. Έτσι τα προϊόντα επιβαρύνονται µε σηµαντικό κόστος διαδικασιών, µερικές από τις οποίες είναι και µη παραγωγικές, όπως είναι οι διαδικασίες διαχείρισης. Ένας ακόµη επιβαρυντικός παράγοντας για τις διαδικασίες αυτές είναι και οι σηµαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκύπτουν από αυτές. Εκτός από το περιβαλλοντικό φορτίο που δηµιουργούν οι δευτερεύουσες δραστηριότητες που σχετίζονται µε τη διαχείριση των εξαρτηµάτων µέσα στο παραγωγικό σύστηµα, οι Τέλος Αρχή Ξεχόνδρισµα Θερµική Κατεργασία Λείανση, Φινίρισµα Κεφάλαιο 1ο Εισαγωγή 15 ίδιες οι διεργασίες σκλήρυνσης είναι πολλές φορές ιδιαίτερα επιβαρυντικές για το περιβάλλον. ∆ιεργασίες όπως η βύθιση των εξαρτηµάτων σε µπάνιο τηγµένων αλάτων και ο καθαρισµός των εξαρτηµάτων µε χηµικά δηµιουργούν σηµαντικές εκποµπές ρύπων κατά τη διάρκεια της διεργασίας (ατµοί, υγρά απόβλητα) όσο και στο τέλος της (διαχείριση και διάθεση των αποβλήτων). Έτσι δηµιουργείται σηµαντική περιβαλλοντική επιβάρυνση, αλλά και κίνδυνοι για την υγεία των εργαζοµένων που ασχολούνται µε τις διαδικασίες αυτές. 1.2 Η προτεινόµενη διεργασία - λύση Με στόχο τη δραστική µείωση του κόστους και του χρόνου επεξεργασίας των εξαρτηµάτων, τη γενικότερη εξοικονόµηση χρόνου αλλά και τη βελτίωση της περιβαλλοντικής εικόνας των διεργασιών παραγωγής µεταλλικών εξαρτηµάτων, προτείνεται η εφαρµογή µιας σύνθετης διεργασίας λείανσης που ονοµάζεται Σκλήρυνση δια Λειάνσεως. Κατά την εφαρµογή της διεργασίας αυτής, το επεξεργαζόµενο εξάρτηµα υπόκειται σε επιφανειακή σκλήρυνση ταυτόχρονα µε τη λείανση, εξαλείφοντας έτσι την ανάγκη για ξεχωριστό στάδιο θερµικής κατεργασίας, καθώς και για όλες τις σχετικές εργασίες διαχείρισης. Σχ. 1.2: Φάσεις επεξεργασίας µεταλλικού εξαρτήµατος µε χρήση της διεργασίας Σκλήρυνσης δια Λειάνσεως. Συγκρίνοντας την αλυσίδα των φάσεων κατεργασίας ενός τυπικού µεταλλικού εξαρτήµατος που φαίνονται στα Σχ. 1.1 και 1.2, είναι προφανές ότι το όφελος από τη χρήση της διεργασίας Σκλήρυνσης δια Λειάνσεως είναι σηµαντικό. Όλες οι Τέλος Αρχή Ξεχόνδρισµα Σκλήρυνση δια Λειάνσεως, Φινίρισµα Εισαγωγή Κεφάλαιο 1ο 16 σχετικές µε τη διεργασία της θερµικής κατεργασίας διαδικασίες διαχείρισης εξαλείφονται µαζί µε την ίδια τη διεργασία, µειώνοντας έτσι σηµαντικά το κόστος και τον χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση της παραγωγικής διαδικασίας. Είναι επίσης ευνόητο ότι εξαλείφονται όλες οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκύπτουν τόσο από τις εργασίες διαχείρισης των εξαρτηµάτων, όσο και από τις διεργασίες σκλήρυνσης αυτές καθαυτές. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, και ταυτόχρονα το σηµείο καινοτοµίας της διεργασίας Σκλήρυνσης δια Λειάνσεως που επιτρέπει την ταυτόχρονη λείανση και θερµική κατεργασία του εξαρτήµατος, είναι η εκµετάλλευση της θερµότητας που παράγεται στην περιοχή αφαίρεσης υλικού κατά τη λείανση για τη θερµική κατεργασίας του εξαρτήµατος. Με τη διεργασία αυτή είναι δυνατή η επιφανειακή σκλήρυνση όλων των υλικών που επιδέχονται θερµική κατεργασία ενώ µπορεί να εφαρµοστεί τόσο σε µεγάλες επιφάνειες όσο και σηµειακά πάνω σε προεπιλεχθέντα σηµεία πάνω στο επεξεργαζόµενο εξάρτηµα. 1.3 Σύντοµη περιγραφή της προτεινόµενης διεργασίας Η διεργασία της Σκλήρυνσης δια Λειάνσεως οµοιάζει κατ’ αρχήν µε τη συνήθη διεργασία της λείανσης. Η διεργασία πραγµατοποιείται σε µια επιφανειακή ή κυλινδρική λειαντική µηχανή, η οποία όµως θα πρέπει να έχει αυξηµένη στιβαρότητα, λόγω των υψηλών δυνάµεων κοπής που εµφανίζονται κατά τη διεργασία. Ο λειαντικός τροχός αφαιρεί υλικό από το επεξεργαζόµενο εξάρτηµα, έχοντας όµως τις παραµέτρους της διεργασίας ρυθµισµένες έτσι ώστε να δηµιουργείται η απαιτούµενη θερµότητα στην περιοχή κοπής (Σχ. 1.3). Καθώς ο τροχός αφαιρεί υλικό, η θερµότητα που παράγεται στην περιοχή της κοπής δηµιουργεί τοπική θερµική κατεργασία στο εξάρτηµα, αφήνοντας πίσω της µια ζώνη συγκεκριµένου πλάτους µε αυξηµένη σκληρότητα, σε σχέση µε τη σκληρότητα που είχε το εξάρτηµα προ της επεξεργασίας. Η εικόνα που παρουσιάζει η διεργασία στην πραγµατικότητα εµφανίζεται στο Σχ. 1.4: Κεφάλαιο 1ο Εισαγωγή 17 Σχ. 1.3: ∆ιάταξη διεργασίας Σκλήρυνσης δια Λειάνσεως. Σχ. 1.4: Σκλήρυνση δια Λειάνσεως. Q Λειαντικός Τροχός Εξάρτηµα vc vw ae Ζώνη σκλήρυνσης Εισαγωγή Κεφάλαιο 1ο 18 1.4 Ερευνητική συνεισφορά της εργασίας Είναι φανερό πως η εισαγωγή της διεργασίας Σκλήρυνσης δια Λειάνσεως στη βιοµηχανική πρακτική εξαρτάται από τη δυνατότητα της διεργασίας να επιτύχει το επιθυµητό αποτέλεσµα, αλλά κυρίως από τη δυνατότητα να ελέγχεται το αποτέλεσµα της διεργασίας, δηλαδή η επιφανειακή σκληρότητα και το βάθος της σκλήρυνσης που επιτυγχάνεται. Αυτό που χρειάζεται δηλαδή είναι η γνώση σχετικά µε το πώς επηρεάζουν τη σκληρότητα και το βάθος σκλήρυνσης οι παράµετροι της διεργασίας, όπως η ταχύτητα κοπής, η πρόωση, το βάθος κοπής, οι ιδιότητες του υλικού και ο τύπος του λειαντικού τροχού. Αυτή η γνώση είναι αναγκαία ώστε να µπορεί να προγραµµατίζεται η εργασία και να µπορεί να προβλεφθεί το αποτέλεσµά της πριν πραγµατοποιηθεί. Μόνο έτσι µπορεί να χρησιµοποιηθεί η διεργασία σε µια ποικιλία πραγµατικών εφαρµογών και να αποδώσει τα οφέλη της. Σκοπός λοιπόν αυτής της εργασίας είναι η σε βάθος µελέτη της διεργασίας Σκλήρυνσης δια Λειάνσεως. Για το σκοπό αυτό πραγµατοποιήθηκε θεωρητική και πειραµατική προσέγγιση της διεργασίας. Η θεωρητική προσέγγιση, για λόγους καλύτερης κατανόησης και ανάλυσης, έγινε ξεχωριστά για τα διάφορα φαινόµενα που λαµβάνουν χώρα κατά τη διεργασία. Τα φαινόµενα αυτά είναι η δηµιουργία της θερµότητας, η µετάδοση της θερµότητας στα σώµατα που συµµετέχουν στη διεργασία (τροχός, υλικό, απόβλητα), η διάδοση της θερµότητας στο υλικό και τέλος οι µεταλλουργικές µετατροπές που οδηγούν στην αύξηση της σκληρότητας. / The machining of precision steel parts is a procedure that usually requires two types of processes: Grinding and hardening. In current industrial conditions, the two types of processes are performed in separate production stages and in separate setups. The socalled grind-hardening process combines the two processes in one, thus eliminating the need for separate setups and the related costs. In grind-hardening, the heat dissipated in the cutting area during grinding is used at the same time for the heat treatment of the workpiece. This thesis describes a modeling approach for the grind-hardening process. Analytical and numerical modeling techniques have been employed, in order to enhance the understanding of the grind-hardening mechanism and to extract a working model for the process. Some of the parameters considered are the grinding wheel type, the workpiece material, the cutting speed, the workpiece speed and the depth of cut. The model calculates the hardness penetration depth expected for a given set of process parameters. The output of the suggested model is compared against experimental data in order to estimate its accuracy and to determine any weak points. The experimental data are taken from a cylindrical grind-hardening process. The main conclusion of the thesis is that the grind-hardening process is possible and can be used for the surface hardening of steel parts. Maximum surface hardness can be achieved when sufficient quenching rate is present, which is usually the case in grind-hardening. The hardness penetration depth achieved can reach values higher than 1mm, when the proper values are selected for the parameters of the grind-hardening process.
2

Η δια-γενεακή κινητικότητα στο εκπαιδευτικό επίπεδο : η εμπειρία 14 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Γεωργαντοπούλου, Τασούλα 22 September 2009 (has links)
Στην παρούσα εργασία διερευνώνται διάφορες πτυχές της δια-γενεακής κινητικότητας της εκπαίδευσης σε 14 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-14). Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται ατομικά στοιχεία από την βάση δεδομένων European Social Survey (ESS) και ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στο επίπεδο της εκπαίδευσης που έχει ολοκληρωθεί τόσο από τα άτομα που αποτελούν την μονάδα ανάλυσης όσο και για τους γονείς τους ανεξάρτητα από το εάν οι τελευταίοι καταγράφονται ή όχι στην χρησιμοποιούμενη βάση δεδομένων. Με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης ο μηχανισμός μεταφοράς του εκπαιδευτικού επιπέδου από την μια γενιά στην επόμενη διαφέρει μεταξύ των εξεταζόμενων οικονομιών. Αυτές οι διαφορές συντελούν στη διεύρυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων μεταξύ χωρών της ΕΕ-14 και στην υποβάθμιση της πρόσβασης σε ίσες ευκαιρίες για τους κατοίκους χωρών με χαμηλή κινητικότητα. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν στο νοικοκυριό όταν το άτομο βρισκόταν στην παιδική ηλικία, βρέθηκε ότι η συσχέτιση της εκπαίδευσης μεταξύ γενεών είναι μικρότερη. Τέλος, η εφαρμογή ανάλυσης με βάση την χρονική περίοδο γέννησης του ατόμου κατά χώρα μας έδωσε τη δυνατότητα να προσδιορίζουμε την κατεύθυνση της τάσης που διαμορφώνεται ως προς την διαχρονική εξέλιξη της δια-γενεακής κινητικότητας στην ΕΕ-14. Τα αποτελέσματα με σαφήνεια υποδεικνύον την ύπαρξη σημαντικής κινητικότητας κατά την περίοδο 1950-2007 γεγονός το όποιο φαίνεται να ακολουθεί τη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στις χώρες της ΕΕ-14 τη συγκεκριμένη περίοδο. / In the present work are investigated various aspects of intergenerational mobility of education in 14 countries of European Union. For this aim are used individual elements from the base of data European Social Survey (ESS) and particular accent are attributed in the level of education that has been completed so much by the individuals that constitute the unit of analysis what for their parents independent from whether the last ones are recorded or no in the used base of data. With base the results of analysis the mechanism of transport of educational level from a generation in next differs between the examined economies. These differences contribute in the enlargement of educational inequalities between countries of OJ-14 and in the devalorisation of access in equal occasions for the residents of countries with low mobility. Also, taking into consideration the conditions that prevailed in the household when the individual found itself in the children's age, he was found that the cross-correlation of education between generations is smaller. Finally, the application of analysis with base the time period of birth of individual at country us gave the possibility of determining the direction of tendency that is shaped as for the diachronic development of intergenerational mobility. The results with clarity show the existence of important mobility at period 1950-2007 make that appears to follow the more general economic growth that was observed in the countries of European Union the particular period.
3

Απόψεις παιδιών Γ΄ και Δ΄ τάξης δημοτικού για την εκπαίδευση ενηλίκων και τη δια βίου μάθηση

Κοντρογιάννη, Αιμιλία Φανή 30 July 2014 (has links)
Σκοπός της εργασίας ήταν η διερεύνηση των απόψεων παιδιών Γ΄ και Δ΄ τάξης δημοτικού σχολείου για της έννοιες της εκπαίδευσης ενηλίκων και της δια βίου μάθησης. Στο μέρος που αφορούσε την εκπαίδευση ενηλίκων συμμετείχαν 96 μαθητές από 6 τμήματα σχολείων της ευρύτερης περιοχής των Πατρών, ενώ στο μέρος που αφορούσε τη δια βίου μάθηση συμμετείχαν 74 μαθητές από 5 τμήματα σχολείων της ίδιας περιοχής. Η έρευνα βασίστηκε σε ποιοτική προσέγγιση στην οποία χρησιμοποιήθηκαν ως ερευνητικά εργαλεία η τεχνική της συζήτησης, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα ένα μικρό κείμενο των μαθητών, και η ανάλυση του ιχνογραφήματος. Τα αποτελέσματα για την εκπαίδευση ενηλίκων έδειξαν πως η πλειοψηφία των κειμένων ταυτίζεται με τα ιχνογραφήματα, υπάρχουν διαφορές ως προς το φύλο των μαθητών, την περιοχή που βρίσκεται το σχολείο και το φύλο που ιχνογραφούν οι μαθητές. Αναφορικά με τη δια βίου μάθηση τα αποτελέσματα δείχνουν πως τα κείμενα δεν ταυτίζονται απόλυτα με τα ιχνογραφήματα και δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς το φύλο και την περιοχή που βρίσκεται το σχολείο. / The purpose of this paper is the definition of the ideas that children of 3rd and 4th grade of primary school have regarding adult education and lifelong learning. In the reasearch on adult education participated 96 students from 6 classes of schools located in the area of Patras. In the reasearch on lifelong learning participated 74 students from 5 classes of schools located in the same area. It is a qualitative approach, in which were used the technique of the discussion - resulting in creating texts- and the analysis of drawings. The results of the research about adult education revealed that the majority of texts are releated to drawings, whereas there are differences as far as the sex, the region of school and the sex that is depicted are concerned. Additionaly, the results about lifelong learning revealed that that the majority of texts are not releated to drawings, there are no differences as far as the sex and the region of school are concerned.
4

Δια-ειδική ενίσχυση μικροδορυφορικών δεικτών της Μεσογειακής μύγας, Ceratitis Capitata, σε είδη της οικογένειας Tephritidae

Παυλόπουλος, Ιωάννης 03 December 2008 (has links)
Η οικογένεια Tephritidae των Διπτέρων εντόμων περιλαμβάνει είδη με μεγάλη οικονομική σημασία. Τα περισσότερα αποτελούν σημαντικά παράσιτα γεωργικών καλλιεργειών προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στην παραγωγή φρούτων και λαχανικών παγκοσμίως. Τα σημαντικότερα παράσιτα ανήκουν στα γένη Anastrepha, Bactrocera, Ceratitis, Dacus και Rhagoletis. Η μελέτη των ειδών αυτών στο επίπεδο της γενετικής και της μοριακής βιολογίας θα μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη μεθόδων βιολογικού ελέγχου των πληθυσμών τους. Με εξαίρεση τη Μεσογειακή μύγα, Ceratitis capitata, που θεωρείται ο καλύτερα μελετημένος οργανισμός της οικογένειας, η πληροφορία για άλλα είδη είναι πολύ περιορισμένη. Στη παρούσα μελέτη εξετάσθηκε η πιθανότητα δια-ειδικής ενίσχυσης μικροδορυφορικών δεικτών που αναπτύχθηκαν στο εργαστήριό μας για τη Μεσογειακή μύγα σε είδη των γενών Anastrephα, Bactrocera και Rhagoletis καθώς και στο είδος C. fasciventris με κύριο στόχο την ανάπτυξη κατάλληλων γενετικών δεικτών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε γενετικές ή και πληθυσμιακές μελέτες των ειδών αυτών. Από τους 102 μικροδορυφορικούς δείκτες που αναλύθηκαν μέσω της PCR, οι 31 (31%) έδωσαν δια-ειδική ενίσχυση σε τουλάχιστον ένα από τα εξεταζόμενα είδη έκτος του γένους Ceratitis. Το αντίστοιχο ποσοστό για την C. fasciventris ήταν 67,75%. Το μέγεθος των προϊόντων αυτών ήταν παρόμοιο ή και ταυτόσημο με το αναμενόμενο στη Μεσογειακή μύγα. Τα αποτελέσματα από την αλληλούχιση των προϊόντων PCR και τη σύγκριση τους με τις αντίστοιχες περιοχές της Μεσογειακής Μύγας δείχνουν ότι η δομή των μικροδορυφορικών μοτίβων αλλά και των μοναδικών περιοχών που τους περιβάλλουν φαίνεται να διατηρείται στη πλειοψηφία των περιπτώσεων για τη C. fasciventris. Σε όλες τις περιπτώσεις που εξετάσθηκαν βρέθηκαν επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Η συγκριτική ανάλυση των αλληλουχιών αυτών μπορεί να προσφέρει πολύτιμους γενετικούς δείκτες για τα είδη αυτά αλλά και πληροφορίες για τις φυλογενετικές τους σχέσεις. / Tephritidae family of Diptera includes species of great economical importance. Most of them are significant parasites of agriculture causing severe damages by attacking fruits and vegetables world wide.The most important pests belong to the genera Anastrepha, Bactrocera, Ceratitis, Dacus and Rhagoletis. Studies of these species on genetic and molecular level could contribute significantly to the development of methods for their biological control. Except for the Mediterranean fruit fly, Ceratitis capitata, which is the best understood fruit fly pest at the genetic/molecular level, limited information exists for other species. In the present work we examined the possibility of cross-species amplification of microsatellite markers that were developed in our laboratory for C. capitata. Cross-species analyses were performed on species belonging to the genera Anastrepha, Bactrocera and Rhagoletis as well as C. fasciventris, aiming at the development of suitable markers that could be used in genetic and/or population studies of these species. A total of 102 microsatellites markers were examined through PCR. Thirty one of them (31%) showed cross-species amplification in at least one of the analyzed species. The percentage for C. fasciventris was 67.75%. The majority of the products were similar or identical in size to those expected in C. capitata. Sequencing analyses of the PCR products are when compared to the Medfly markers demonstrate that the structures of the repeat motifs and their flanking sequences are maintained in most studied cases that involve C. fasciventris. In every case studied repeat motifs were found. This analysis can provide not only useful genetic markers for the analyzed species but also information for their phylogenetic relationships.
5

Συνεργατικά υπολογιστικά περιβάλλοντα : μελέτη της αλληλεπίδρασης και της διαδικασίας μοντελοποίησης μαθηματικού προβλήματος

Σιάμπου, Φωτεινή 22 December 2011 (has links)
Σε αυτή την εργασία μελετώνται οι διαφορές μεταξύ της δια ζώσης και της εξ αποστάσεως συνεργασίας στα πλαίσια μιας υπολογιστικά υποστηριζόμενης άσκησης μοντελοποίησης. Ένα μαθηματικό πρόβλημα σχεδιάστηκε και δόθηκε στους συμμετέχοντες. Εξετάστηκε σε βάθος η διαδικασία μοντελοποίησης στο ModellingSpace, ένα υπολογιστικά υποστηριζόμενο και συνεργατικό περιβάλλον μάθησης. Δεκαέξι μαθητές γ’ Γυμνασίου συμμετείχαν στην έρευνα και δούλεψαν σε δυάδες. Οι μισές δυάδες εργάστηκαν δια ζώσης, ενώ οι υπόλοιπες δούλεψαν εξ αποστάσεως. Η ανάλυση δεδομένων εστίασε στην αναγνώριση γνωστικών στρατηγικών μοντελοποίησης. Τα αποτελέσματα προτείνουν ότι οι δυάδες που εργάστηκαν εξ αποστάσεως έδωσαν έμφαση στην ανάλυση και στη σύνθεση, καθώς παρουσίασαν υψηλότερη μαθησιακή απόδοση (διαφορά προτεστ και μετατεστ), ενώ οι δια ζώσης δυάδες χρειάστηκαν την υποστήριξη του δασκάλου και παρουσίασαν ισχυρότερες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Παρόλο το γεγονός ότι οι ενέργειες των δυάδων δια ζώσης ήταν περισσότερες σε αριθμό, οι δυάδες που εργάστηκαν εξ αποστάσεως φαίνεται ότι εστίασαν περισσότερο στη δραστηριότητα. Σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις και στις δύο ομάδες παρουσιάστηκε διερευνητική ομιλία προς την επίλυση του προβλήματος. Επιπλέον λιγότερες φάνηκαν να είναι οι διαφωνίες μεταξύ των συνεργατών. Τα αποτελέσματα μπορούν να δώσουν ερμηνείες για τη σχεδίαση μαθησιακών προγραμμάτων και για τη διευκόλυνση των συνεργατικών δραστηριοτήτων. / In this study, the differences between online and face-to-face collaboration in the context of a computer-supported modeling task are examined. A mathematical problem was designed and given to the participants. Their modeling process using ModellingSpace, a collaborative computer-supported educational environment, was closely monitored. Sixteen ninth grade students participated in the study, who worked in groups of two. Half of the groups worked face-to-face, whereas the rest collaborated online. The data analysis focused on the identification of cognitive modeling strategies. The obtained results suggest that pairs who worked online emphasized on analysis and synthesis and demonstrated a higher learning gain, whereas face-to-face pairs needed the teacher’s support and demonstrated stronger social interaction. Despite the fact that the actions of face-to-face dyads were more in number, the dyads that worked online seemed to present more task oriented actions. Regarding the interactions, in both groups a mutual exploration of the problem is depicted. Moreover, few disagreements were observed. The findings, which are discussed extensively, may have a number of implications for the design of learning programs and the facilitation of collaborative tasks.
6

Απομόνωση μικροδορυφόρων από το δάκο της ελιάς, Bactrocera oleae και χρησιμοποίησή τους για την ανάλυση φυσικών πληθυσμών του είδους / Icrosatellite isolation of the olive fly, Bactrocera oleae and their use for the analysis of natural populations of the species

Αυγουστίνος, Αντώνιος 24 June 2007 (has links)
Ο δάκος της ελιάς, Bactrocera oleae, αποτελεί το κυριότερο παράσιτο του καρπού της ελιάς. Λόγω της μεγάλης οικονομικής σημασίας της ελιάς, ιδιαίτερα για τις Μεσογειακές χώρες, ο αποτελεσματικότερος έλεγχος του εντόμου αυτού είναι απαραίτητος. Η εφαρμογή μεθόδων ολοκληρωμένης διαχείρισης του παρασίτου αυτού, μεθόδων δηλαδή φιλικών προς το περιβάλλον, επιβάλλει την καλύτερη γνώση της βιολογίας του και ιδιαίτερα της γενετικής και της γενετικής δομής των φυσικών πληθυσμών του. Στα πλαίσια αυτά, στόχος της παρούσας μελέτης ήταν η ανάπτυξη στο δάκο DNA δεικτών, των μικροδορυφόρων, οι οποίοι είναι άφθονοι στα γονιδιώματα και επιπλέον υψηλά πολυμορφικοί, για την ανάλυση φυσικών πληθυσμών του. Για την απομόνωση των μικροδορυφορικών δεικτών ακολουθήθηκαν τρεις διαφορετικές στρατηγικές: η κατασκευή και διαλογή γονιδιωματικών βιβλιοθηκών, η κατασκευή εμπλουτισμένων σε μικροδορυφόρους βιβλιοθηκών και ο έλεγχος ζευγών εκκινητών που είχαν σχεδιαστεί για την ενίσχυση μικροδορυφόρων στα συγγενικά είδη B. tyroni και C. capitata για το κατά πόσο ενισχύουν τις αντίστοιχες περιοχές και στο γονιδίωμα του εντόμου B. oleae (cross-species amplification). Από τις βιβλιοθήκες απομονώθηκαν συνολικά 69 κλώνοι που περιείχαν μικροδορυφόρους. Ακολούθησε ο σχεδιασμός ζευγών εκκινητών στις μοναδικές περιοχές που περιβάλλουν τους μικροδορυφόρους. Συνολικά σχεδιάστηκαν 42 ζεύγη εκκινητών. Οι εκκινητες αυτοί ελέγχθηκαν για το αν ενισχύουν το αναμενόμενο προϊόν. Ο έλεγχος έγινε με PCR και ηλεκτροφόρηση των προϊόντων σε πήκτωμα αγαρόζης. Παράλληλα ελέγχθηκαν είκοσι ζεύγη εκκινητών που είχαν σχεδιαστεί για μικροδορυφόρους του εντόμου B. tryoni και 42 ζεύγη εκκινητών που είχαν σχεδιαστεί για μικροδορυφόρους του εντόμου C. capitata. Οι τρεις διαδικασίες απομόνωσης έδωσαν συνολικά 67 λειτουργικά ζεύγη εκκινητών. Στη συνέχεια ελέγχθηκε μέσω PCR ο πολυμορφισμός των εκκινητών αυτών και το αν ενισχύουν διακριτά αλληλόμορφα, με μήτρα DNA γενετικό υλικό εννέα ατόμων. Τα προϊόντα της PCR αναλύθηκαν σε πήκτωμα ακρυλαμιδίου. Από τα 49 ζεύγη εκκινητών που ελέχθησαν, τα 28 έδωσαν πολύ καθαρό σήμα, ενώ τα 25 από αυτά βρέθηκαν πολυμορφικά. Μια πρώτη πληθυσμιακή ανάλυση έγινε με τη χρησιμοποίηση 24 από αυτούς τους δείκτες για την ανάλυση μικρού δείγματος ατόμων. Βασικός σκοπός της ανάλυσης αυτής ήταν να ελεγχθεί η ποιότητα των δεικτών και οδήγησε στον αποκλεισμό έξι δεικτών: ο ένας ήταν μονομορφικός, ένας δεύτερος έδειξε ασθενή ενίσχυση και μικρή επαναληψιμότητα και άλλοι τέσσερις εμφάνισαν απόκλιση από την ισορροπία κατά H-W, πιθανότητα λόγω της παρουσίας null αλληλομόρφων. Δώδεκα από τους υπόλοιπους δεκαοκτώ δείκτες χρησιμοποιήθηκαν για μια εκτεταμένη ανάλυση των πληθυσμών του δάκου στην Ευρωπαϊκή πλευρά της λεκάνης της Μεσογείου. Αναλύθηκαν δεκαεννέα δείγματα, μεγέθους εννέα ως πενήντα ατόμων, από έξι διαφορετικές χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία). Η ανάλυση αποκάλυψε σχετικά μικρές γενετικές αποστάσεις, που έδειχναν όμως μια στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση σε τρεις υποπληθυσμούς. Ο πρώτος αποτελείτο από τα δείγματα της Κύπρου, ο δεύτερος από τα δείγματα Ελλάδας, Τουρκίας και Ισπανίας και ο τρίτος από τα δείγματα της Ιβηρικής χερσονήσου. Οι στατιστικές αναλύσεις που έγιναν έδειξαν τη σημαντική επίδραση της γεωγραφικής απόστασης στη δημιουργία αυτών των ομαδοποιήσεων. Οι τρεις αυτές ομάδες χαρακτηρίζονται από διαφορά και στο επίπεδο του πολυμορφισμού, εμφανίζοντας μια καθαρή μείωσή του από την Ανατολή προς τη Δύση. Η μείωση αυτή είναι στατιστικά σημαντική και με βάση την υπόθεση ότι η πορεία εποικισμού ενός είδους συνοδεύεται από μείωση του πολυμορφισμού, δίνει σημαντικές ενδείξεις για μία προς Δυσμάς πορεία εποίκισης του είδους στον Ευρωπαϊκό χώρο, με πρώτο κέντρο εξάπλωσης την Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Τα πειράματα δια-ειδικής ενίσχυσης έδειξαν στενές φυλογενετικές σχέσεις των ειδών που εξετάστηκαν και κυρίως μεταξύ B. tryoni - B. oleae και B.oleae - C. capitata. Τα πειράματα αυτά υποστηρίζουν την χρησιμότητα των δεικτών που απομονώθηκαν σε ενδεχόμενες φυλογενετικές μελέτες στα είδη αυτά, καθώς και σε άλλα συγγενικά είδη. Η εύρεση ενός μεγάλου ποσοστού συντηρημένων μικροδορυφόρων σε είδη που έχουν διαχωριστεί εδώ και πολλά εκατομμύρια χρόνια ενισχύει την υπόθεση ότι οι μικροδορυφόροι δεν είναι γενετικό υλικό χωρίς ρόλο (junk DNA), αλλά επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες στο γονιδίωμα. Η ανάλυση πολυμορφισμού που έγινε στις ατομικές διασταυρώσεις ατόμων από εργαστηριακούς ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Ο υψηλός πολυμορφισμός που βρέθηκε δείχνει την δυνατότητα χρησιμοποίησης τους και στη γενετική χαρτογράφηση του είδους. / The olive fruit fly, Bactrocera oleae, is the main pest of the olive fruit. Because of its great economic importance, especially for the Mediterranean countries, there is a need for a more effective control method. The application of an integrated, environmental friendly, management of this pest requires a better knowledge of its biology and of the genetic structure of its natural populations. The aim of the present study was the development of DNA microsatellite markers for the analysis of the natural populations of the olive fruit fly. These markers are abundant in the genome of any species studied so far and highly polymorphic. Three different strategies were used for the isolation of microsatellite markers. The first was the construction and screening of genomic libraries of the insect, the second was the construction of genomic libraries, enriched for microsatellites and the third was the use of primer pairs that were designed for the amplification of microsatellite markers in the closely related species Bactrocera oleae and Ceratitis capitata(cross-species amplification). A total of 69 microsatellite containing clones were isolated from libraries. The next step was the design of primer pairs in the microsatellite flanking sequences. A total of 42 primer pairs was designed and tested for their abillty to amplify the expected product. Test was performed through PCR and analysis of the PCR products through electrophoresis on agarose gel. Twenty primer pairs designed for the amplification of Bactrocera tryoni’ s microsatellites and 42 primer pairs designed for the amplification of Ceratitis capitata microsatellites were also tested. All three strategies gave 67 primer pairs that amplified the expected product. The degree of polymorphism of these primer pairs and their ability to amplify easily resolvable alleles was tested through PCR with DNA template of nine individuals. PCR products were analysed through polyacrylamide gel electrophoresis. Twenty eight out of the 49 primer pairs tested produced clear bands and twenty five of them were polymorphic. A small scale population analysis was then performed, using tventy four of the markers available. The main purpose of this analysis was to demonstate the quality of the markers and lead to the exclusion of six markers: one of them was monomorphic, another didn’t show reproducible results and four more showed deviations from H-W equilibrium, probably because of the presence of null alleles. Twelve of the remaining loci were used in a large scale analysis of B. oleae’s populations in the European part of the Mediterranean basin. Nineteen samples, varying from nine to fifty individuals, were analysed. These samples were collected from six different countries (Greece, Cyprus, Turkey, Italy, Spain and Portugal). The analysis revealed relatively low genetic distances, which, however, demonsrated a statistically important differentiation of the samples in three subpopulations. The first consisted of the samples from Cyprus, the second of the samples from Greece, Turkey and Italy and the third of the samples from the Iberian Peninsula. The statistical analyses performed showed the statistically important contribution of geographic distance to the generation of genetic distance. These three groups of samples also demonstrate a clear loss of polymorphism towards West. This loss is statistically important and, if we take into account the hypothesis that the colonization process of a species is followed by a loss in polymorphism, it suggests a colonization process of the olive fruit fly towards West in the European part of the Mediterranean basin, with a first expansion area in the Eastern part of the Mediterranean basin. Cross-species amplification experiments indicate close phylogenetic relationships among the species studied, mainly between B. tryoni-B. oleae and B. oleae-C. capitata. These results support the usefulness of the markers isolated in phylogenetic studies in these species, as well as in other, closely related species. The identification of a high percentage if conserved microsatellites in species that have been well separated for millions of years is in agreement with the hypothesis that microsatellites are not useless genomic regions (junj DNA) but they perform specific functions in the genome. Polymorphism analysis in the crosses of individuals from laboratory strains was very encouraging. The high degree of polymorpism showes that they can be used in genetic mapping of the species
7

Δια βίου μάθηση : μια συγκριτική μελέτη πολιτικών και πρακτικών στο παράδειγμα Ελλάδας και Ιρλανδίας

Πανδής, Προκόπης 07 December 2010 (has links)
Η μελέτη αυτή έχει ως βασική επιδίωξη την καταγραφή, τη συστηματική παρουσίαση και τη σύγκριση των πολιτικών Δια βίου μάθησης στην Ελλάδα και την Ιρλανδία. Στόχος είναι να αποκτηθεί ολοκληρωμένη εικόνα για τις πολιτικές αντιλήψεις, τους θεσμούς και τις πρακτικές Δια Βίου μάθησης στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα των δύο χωρών. Επιπλέον στόχος, η ανίχνευση της σχέσης των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπερεθνικές πολιτικές) με τις εκπαιδευτικές πολιτικές Ελλάδας και Ιρλανδίας (εθνικές πολιτικές). Για την επίτευξη των στόχων της έρευνας χρησιμοποιείται η συγχρονική συγκριτική μέθοδος, η οποία αφορά τη μελέτη του εκπαιδευτικού φαινομένου σε διαφορετικούς χώρους αλλά στον ίδιο χρόνο. Η διαδρομή που ακολουθεί η έρευνα είναι: αφήγηση των γεγονότων, κατανόηση και ερμηνεία. Οι κατηγορίες σύγκρισης και ανάλυσης των δύο χωρών είναι πέντε και είναι το ιστορικό υπόβαθρο, το νομοθετικό πλαίσιο, η χρηματοδότηση, οι φορείς και οι δομές Δια Βίου μάθησης καθώς επίσης η συμμετοχή στη Δια Βίου μάθηση και οι δείκτες της Στρατηγικής της Λισσαβόνας. Τα συμπεράσματα της διατριβής μπορούν να συνοψισθούν στα παρακάτω: Oι δύο χώρες ξεκίνησαν την προσπάθεια για δημιουργία ολοκληρωμένης πολιτικής Δια Βίου μάθησης από διαφορετική αφετηρία, εξαιτίας του ιστορικού τους υπόβαθρου. H Ιρλανδία, αν και στο νομοθετικό τομέα της Δια Βίου έχει μεγαλύτερο παρελθόν, δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να εκμεταλλευτεί την εμπειρία της και να δημιουργήσει ένα συνεκτικό νομοθετικό πλαίσιο, που να καθορίζει τη δομή και τη λειτουργία του συνόλου της Δια Βίου μάθησης στη χώρα. Αντίθετα, η Ελλάδα παρά την σχετική απειρία και την έλλειψη νομοθετικού παρελθόντος γύρω από θέματα Δια Βίου μάθησης ψήφισε ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο γύρω από τη Δια Βίου. Οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει παρόμοιες δομές για την ανάπτυξη και την προώθηση της Δια Βίου, ακολουθώντας τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ Ιρλανδίας και Ελλάδας: Στην Ιρλανδία πέρα από τους δημόσιους φορείς και τις αυτόνομες δομές, δραστηριοποιούνται δύο μεγάλοι ιδιωτικοί/εθελοντικοί φορείς, ο AONTAS και η NALA. Η διαδρομή που είχαν να καλύψουν οι δύο χώρες απέχει πάρα πολύ, κάτι που τελικά αποτυπώνεται σήμερα στους συγκριτικούς δείκτες και εν τέλει στα ποσοστά συμμετοχής στη Δια Βίου μάθηση (2,1% η συμμετοχή στη Δια Βίου στην Ελλάδα για το έτος 2007 και 7,6% το αντίστοιχο ποσοστό για την Ιρλανδία). Πριν την Λισσαβόνα, η Ιρλανδία ήταν πιο κοντά σε αυτό που θα αποκαλούσαμε «υπάκουη» ευρωπαϊκή χώρα, σε σχέση με τις πολιτικές Δια Βίου μάθησης. Οι δύο χώρες, μετά την Λισσαβόνα (2000), είναι εξίσου «υπάκουες» στις ευρωπαϊκές επιθυμίες και οι ευρωπαϊκές πολιτικές έχουν επιβληθεί (σχεδόν πλήρως) στις εθνικές πολιτικές. / The purpose of this study is to detect, present and compare the lifelong learning policies in Greece and Ireland. The main aim is to obtain an integrated view about the political perceptions, the institutions and the practices of lifelong learning in the national education systems of those two countries. An additional target is to trace the relation between the supra-national education policies and the national educational policies. In order to achieve the forth mentioned targets the comparative method is used. The route of the study is: narration of the phenomena, comprehension and finally interpretation. There are five categories of comparison and analysis between the two countries: historical background, legislative framework, financing, structures, participation in lifelong learning as well as the indicators of the Lisbon Strategy. The conclusions of the study can be summarized in the followings: these two countries began their efforts for the formation of a coherent lifelong learning policy from a totally different starting point, due to their historical background. In the legislative field, Ireland has greater tradition (mainly in education training) but until today has not yet create o coherent legislative framework for lifelong learning. On the other hand, Greece despite the lack of experience has created (in 2005) a coherent legislative framework for lifelong learning. The two countries have also developed similar structures to promote and to develop lifelong learning, following the guidelines from the European Union. The greatest diversification between those two countries is the involvement of the private sector. In Ireland, AONTAS and NALA, which are private-volunteer structures, are mega actors in the field of lifelong learning while in Greece there is almost no interest from the private sector for the lifelong learning policies. Today, the participation percentage in lifelong learning activities shows a 5,5% difference between the two countries, as Ireland has a 7,6% of participation in lifelong learning while Greece has only a 2,1% being the worst country in European Union. Finally, we could say that both countries are very obedient to the wills of European Union and the supra national policies have overruled the national policies.
8

Η κοινωνία της γνώσης στη μεταβιομηχανική εποχή / The knowledge society to the post-industrial era

Γαβαλά, Ελένη 01 October 2012 (has links)
Ο 20ος αιώνας θεωρείται ως ο αιώνας της ακμής αλλά και του τέλους της βιομηχανικής κοινωνίας, ενώ ο 21ος ως η απαρχή μιας καινούργιας εποχής η οποία κυριαρχείται από μια νέα μορφή οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας. Η νέα αυτή μορφή της κοινωνίας χαρακτηρίζεται ως Κοινωνία της Γνώσης. Το νόημα, όμως, που λαμβάνει το εκφώνημα Κοινωνία της Γνώσης δεν αφορά σε μία μορφωτική διαδικασία που απευθύνεται σε όλα τα μέλη της κοινωνίας και συνιστά συλλογική ευθύνη της κρατικά οργανωμένης κοινωνίας. Η ανάδυση αυτού του νέου τύπου κοινωνίας σχετίζεται άμεσα με το πέρασμα από τις βιομηχανικές κοινωνίες στις μεταβιομηχανικές και τις αλλαγές που εκτυλίσσονται όσον αφορά τις βασικές αξίες τους, την κοινωνική και πολιτική δομή τους καθώς και τους βασικούς θεσμούς τους. Η παρούσα Διπλωματική Εργασία έχει ως στόχο να διερευνήσει το ρόλο της γνώσης στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες μέσα από τις απόψεις τόσο των υπέρμαχων της Κοινωνίας της Γνώσης όσο και των υπερασπιστών του προτάγματος του Διαφωτισμού ώστε να καταδειχθεί στο τέλος η ανάγκη για μια γενική παιδεία έναντι της απόλυτης εξειδίκευσης. / The 20th century is considered as the century of prosperity and the end of industrial society, and the 21st as the beginning of a new era dominated by a new form of economic and social organization and operation. This new form of society is characterized as a knowledge society. The point, however, received the Society of Knowledge broadcasters does not relate to a cultural process that appeals to all members of society and a collective responsibility of government organized society. The emergence of this new type of society is directly related to the transition from post-industrial societies and the changes taking place in basic values, social and political structure and the key institutions. The present thesis aims to investigate the role of knowledge in postindustrial societies through the views of proponents of the knowledge society and the defenders of the Enlightenment project to show in the end the need for a general education versus absolute specialization .
9

Η αναπνευστική λειτουργία εργαζομένων σε αρτοποιεία και η ευαισθητοποίηση αυτών στο αλεύρι / Respiratory function of workers in bakeries and their sensitization in flour

Πατούχας, Δημήτριος 03 August 2009 (has links)
Σκοπός: 1) Η μελέτη της αναπνευστικής λειτουργίας εργαζόμενων σε αρτοποιεία, όσον αφορά τα αναπνευστικά συμπτώματα τα σχετικά με την εργασία (βήχας, δύσπνοια, ρινίτιδα, πταρμός και επιπεφυκίτιδα) και τους δείκτες πνευμονικής λειτουργίας (FEV1, FVC, λόγος FEV1/FVC, RV, TLC, λόγος RV/TLC). 2) η μελέτη της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης των εργαζομένων στα αλλεργιογόνα των διάφορων αλεύρων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή του άρτου. Μελετήθηκαν 103 άτομα που εργάζονταν σε παραδοσιακά αρτοποιεία στην περιοχή της πόλης των Πατρών. Από αυτούς τους εργαζόμενους οι 58 απασχολούνται αποκλειστικά στην παραγωγή του άρτου και οι υπόλοιποι 45 αποκλειστικά στην πώληση του άρτου. Ελέγχθηκε ο επιπολασμός των αναπνευστικών συμπτωμάτων των σχετικών με την εργασία (βήχας, πταρμός, επιπεφυκίτιδα, δύσπνοια και ρινίτιδα) με την χρήση ερωτηματολόγιου και προσωπικής συνέντευξης των δύο ομάδων ελέγχου. Επίσης ελέγχθηκε η πνευμονική λειτουργία των εργαζομένων με την χρήση σπιρομέτρησης και σωματικής πληθυσμογραφίας, με τον υπολογισμό των δεικτών FEV1, FVC, τον λόγο FEV1/FVC , RV, TLC και τον λόγο RV/TLC). Αναζητήθηκε επίσης το ποσοστό αποφρακτικής και περιοριστικής νόσου και στους παραγωγούς και στους πωλητές του άρτου και το ποσοστό ανταπόκρισης στην βρογχοδιαστολή (ενδεικτικό αναστρέψιμης αποφρακτικής νόσου). Τέλος εξετάστηκε ο επιπολασμός της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης των εργαζομένων στα αλλεργιογόνα άρτου (σιτάρι, βρώμη, σίκαλη και κριθάρι) με την χρήση της δερματικής δοκιμασίας δια νυγμού (skin prick test) και της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης στα κοινά αλλεργιογόνα (γύρη λουλουδιών, ακάρεα σκόνης και επιθήλια γάτας και σκύλου) (ατοπία) Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται αποκλειστικά με την παραγωγή του άρτου εμφανίζουν σε ποσοστό 41,37% ένα τουλάχιστον αναπνευστικό σύμπτωμα σχετικό με την εργασία, έναντι 6,6% των εργαζομένων στην πώληση του άρτου. Το πιο συχνό αναπνευστικό σύμπτωμα είναι η ρινίτιδα (σε ποσοστό 24,13% για τους παραγωγούς και 4,4% για τους πωλητές). Για τους παραγωγούς βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ των αναπνευστικών συμπτωμάτων σχετικών με την εργασία και της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης σε ένα τουλάχιστον αλλεργιογόνο των αρτοποιείων (p<0.01), και της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης στο αλεύρι σίτου (p<0.05). Οι τιμές των πνευμονικών δεικτών FEV1, FVC και FEV1/FVC για τους παραγωγούς κατά μέσο όρο είναι 91,62%, 94,53% και 96,78%, ενώ οι αντίστοιχες τιμές για τους πωλητές είναι 101,69%, 99,93% και 101,56%. Το ποσοστό αποφρακτικής νόσου μεταξύ των παραγωγών είναι 12,06%, ενώ το 20,68% παρουσιάζει ανταπόκριση στη βρογχοδιαστολή>12% (ενδεικτικό αναστρέψιμης αποφρακτικής νόσου-άσθμα). Το ποσοστό περιοριστικής νόσου είναι παρόμοιο για τις δυο ομάδες (12.06% για τους παραγωγούς και 11,1% για τους πωλητές ). Τέλος το 22,41% των παραγωγών άρτου εμφανίζει ευαισθητοποίηση σε ένα τουλάχιστον αλλεργιογόνο του άρτου, έναντι 4,4% των εργαζομένων στην πώληση του άρτου με καθοριστικό παράγοντα την ύπαρξη ατοπίας.(OR=15, 12, p<0.01). Το 17,24% των εργαζομένων στην παραγωγή του άρτου εμφανίζει ευαισθητοποίηση στο αλεύρι σίτου, ενώ μόνο το 2,2% των πωλητών εμφανίζει κάτι ανάλογο με την ατοπία επίσης να συντελεί σημαντικό ρόλο(OR=8.8, p<0.01) Οι εργαζόμενοι στην παραγωγή του άρτου παρουσιάζουν πιο συχνά αναπνευστικά συμπτώματα σχετικά με την εργασία ανοσολογικής προέλευσης, χαμηλότερες τιμές στους δείκτες πνευμονικής λειτουργίας που υποδηλώνουν αποφρακτική νόσο και σε μεγαλύτερο ποσοστό ανοσολογική ευαισθητοποίηση στο αλεύρι σίτου από τους πωλητές άρτου. Σημαντικό ρόλο πιθανόν να παίζει η αυξημένη έκθεση στη συγκέντρωση σκόνης αλευριού στην οποία εκτίθενται οι εργαζόμενοι στην παραγωγή του άρτου σε σχέση με τους πωλητές του άρτου. / Aim: 1) The study of the respiratory function of people working in bakeries, concerning the respiratory symptoms which are related to the work (cough, dyspnoea, rhinitis, sneezing and conjunctivitis) and the indexes of lung function (FEV1, FVC, ratio FEV1/FVC, RV, TLC, ratio RV/TLC). 2) The study of the immunologic sensitization of the people working in the allergies of different flours which are used in bread production. People working in traditional bakeries (103 people) in the area of the town of Patras were studied. Fifty eight of them were working exclusively in the bread production and forty five were working exclusively in the bread sale. The prevalence of the respiratory symptoms, related to the work (cough, sneezing, conjunctivitis, dyspnoea and rhinitis) was examined using a questionnaire and a personal interview of both groups being under examination. The lung function of the employees was also checked using a spirometry and body phlethysmography, calculating the indexes FEV1, FVC, the ratio FEV1/FVC, RV, TLC and the ratio RV/TLC). The percentage of the obstructive and the restrictive impairment both in the bread producers and sellers was also searched as well as the percentage of response in the bronchodilation (indication of inverted obstructive impairment). Finally the prevalence of the immunologic sensitization of people working in the allergies of flours (wheat, oats, rye and barley) was examined using the skin prick test and the immunologic sensitization in common allergies (pollen, house dust mite and animal dander). The people working exclusively in the bread production present at least one respiratory symptom related to their work in a percentage of 41.37%, versus the people working in bread sale with a percentage of 6.6%. The most often respiratory symptom is rhinitis (a 24.13% of bread producers and a 4.4% of bread sellers). There was a connection, for the bread producers, among the respiratory symptoms related to the work and the immunologic sensitization in at least one allergy of bakeries (p<0.01), and the immunologic sensitization in the wheat flour (p<0.05). The rates of the lung ratios FEV1, FVC and FEV1/FVC are 91.62%, 94.53% and 96.78% on the average for the bread producers, versus the equivalent rates which are 101.69%, 99.93% and 101.56% for the bread sellers. The percentage of obstructive impairment among the bread producers is 12.06%, while a 20.68% present a response in the bronchodilation >12% (indication of inverted obstructive impairment – asthma), and while the percentage of restrictive impairment is similar in both groups (12.06% for bread producers and 11.1% for bread sellers). Finally a 22.41% of the bread producers present sensitization in at least one of the allergies of flour, versus a 4.4% of the bread sellers with a defining factor the existence of atopy. (OR=15, 12, p<0.01). A 17.24% of bread producers present a sensitization in wheat flour, versus a 2.2% of the bread sellers who present something equivalent, with atopy having an important part (OR=8.8, p<0.01). The bread producers present more often respiratory symptoms of immunologic origin connected to the work, lower rates in the ratios of lung function which indicate obstructive illness and a higher percentage of immunologic sensitization to wheat flour versus the bread sellers. The increased exposure in the concentration of wheat dust, that the bread producers versus the bread sellers are exposed, is possible of important part.
10

Η προώθηση της άτυπης δια βίου εκπαίδευσης στα πλαίσια online κοινοτήτων με έμφαση στο online πολυχρηστικό παιχνίδι Hattrick : μια μελέτη περίπτωσης

Παπαριστείδη, Μαρία 10 August 2011 (has links)
Η παρούσα εργασία είναι μια ερευνητική προσέγγιση και συγκεκριμένα πρόκειται για μία μελέτη περίπτωσης της online ελληνικής κοινότητας ενός διάσημου πολυχρηστικού διαδικτυακού παιχνιδιού, του Hattrick. Σκοπός μας είναι να μελετήσουμε: α) τα χαρακτηριστικά της online επικοινωνίας μεταξύ των μελών μιας δικτυωμένης κοινωνίας β) το είδος των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται εντός μιας online κοινότητας κατά την επικοινωνία των μελών της και γ) αν ευνοείται η προώθηση της άτυπης δια βίου εκπαίδευσης των μελών μιας δικτυωμένης κοινωνίας, όταν παράγονται κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους. Για τη συλλογή των δεδομένων μας εφαρμόζουμε πολυμεθοδολογική προσέγγιση. Ειδικότερα, διεξάγουμε online συνεντεύξεις από κάποια μέλη αυτής της κοινότητας, online παρατήρηση στις διασκέψεις της και ανάλυση κειμένου στα καταστατικά του παιχνιδιού. Κατόπιν εφαρμογής ανάλυσης κειμένου στα ερευνητικά δεδομένα μας, επιχειρούμε την ερμηνεία τους με βάση το θεωρητικό πλαίσιο του Γάλλου Κοινωνιολόγου Pierre Bourdieu, το οποίο αποτελεί μια προσέγγιση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ερμηνευτικό πλαίσιο στις έρευνες των κοινωνικών δικτυώσεων. Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουμε από τη μελέτη περίπτωσης δείχνουν ότι η online κοινότητα του Hattrick αποτελεί πηγή κοινωνικού και πολιτισμικού κεφαλαίου για τα μέλη της, κι ότι μέσα από τους ποικίλους τρόπους επικοινωνίας και συμμετοχής των μελών στις διάφορες δραστηριότητες της κοινότητας, τα μέλη μπορούν να αναπτύξουν κάποιες δεξιότητές τους, να καλλιεργήσουν νέες προδιαθέσεις, να αποκτήσουν νέες στάσεις ζωής και να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους, γεγονός που αποδεικνύει ότι η συγκεκριμένη online κοινότητα μπορεί να αποτελέσει κι αυτή ένα άτυπο περιβάλλον προώθησης της διά βίου εκπαίδευσης. / -

Page generated in 0.3974 seconds