Spelling suggestions: "subject:"εξαγωγής"" "subject:"εξαγωγή""
1 |
Η διάχυση γνώσης στις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσειςΧαβελές, Παναγιώτης 30 April 2014 (has links)
Η διαχείριση της γνώσης (knowledge management) αποτελεί ένα σύγχρονο ερευνητικό πεδίο με μεγάλο ενδιαφέρον, τόσο για τον επιχειρηματικό όσο και για τον ακαδημαϊκό κόσμο. Σήμερα, ο τρόπος με τον οποίο οι διάφοροι οικονομικοί οργανισμοί διαχειρίζονται την επιχειρησιακή γνώση καθορίζει το πλαίσιο της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους. Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί μια προσπάθεια επιβεβαίωσης και επέκτασης της υπάρχουσας θεωρίας που αφορά στη Διαχείριση της Γνώσης. Μέσα από τη σύνθεση προηγούμενων θεωρητικών και εμπειρικών δεδομένων δημιουργήθηκε ένα Εννοιολογικό Πλαίσιο που εξετάζει την επίδραση μίας από τις πιο σημαντικές διαδικασίες της διαχείρισης της γνώσης, αυτή της Διάχυσης της Γνώσης (Knowledge Sharing), στις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις. Γίνεται μία προσπάθεια αποτύπωσης των πρακτικών διάχυσης γνώσης, που εφαρμόζουν οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, τόσο στο εσωτερικό τους, όσο και με τους διανομείς / πελάτες τους στο εξωτερικό. Το συγκεκριμένο Εννοιολογικό Πλαίσιο ελέγχτηκε, με την χρήση ερωτηματολογίου, σε ένα δείγμα 71 ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων. Τα δεδομένα αναλύθηκαν με το Spss 20 και η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε είναι η παραγοντική ανάλυση. / Knowledge management is a contemporary research area of great interest, both to the business and the academic world. Nowadays, the way in which various financial organizations manage operational knowledge determines their success or failure. The present study constitutes an effort to confirm and extend the existing theory on Knowledge Management. Through the synthesis of previous theoretical and empirical data we created a Conceptual framework which examines the effect of one of the most important processes of knowledge management, Knowledge Sharing, in the Greek export business. An attempt was made to define the ways in which knowledge sharing is applied by the Greek export companies, both internally as well as with their distributors / customers abroad. This Conceptual framework was checked, using a questionnaire to a sample of 71 Greek export companies. The data were analyzed by using the Spss 20 and Factor analysis method was used to identify the factors.
|
2 |
Άμεσες ξένες επενδύσεις στα ΒαλκάνιαΓκοτσούλιας, Κωνσταντίνος 25 January 2012 (has links)
Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εντοπίσει τις κύριες αιτίες της αύξησης των Άμεσων ξένων επενδύσεων στις χώρες Ελλάδα και Βουλγαρία κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου 1990-2009. Υπάρχουν δύο κατηγορίες επεξηγηματικών παραγόντων. Η πρώτη αναφέρεται στη σχέση μεταξύ των μισθών και την παραγωγικότητα της εργασίας. Το εθνικό κεφάλαιο μιας αναπτυγμένης χώρας θα επενδυθεί κατά προτίμηση σε μία άλλη χώρα με μικρότερους μισθούς, εάν οι διαφορές στο εθνικό μισθολόγιο δεν υποσκελίζονται από τις διαφορές στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Η δεύτερη κατηγορία των επεξηγηματικών παραγόντων συσχετίζει τις εξαγωγές εμπορευμάτων με τις εξαγωγές κεφαλαίου για άμεσες επενδύσεις. Οι μηχανισμοί του προστατευτισμού και οι μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών οδηγούν στην απώλεια των πρόσθετων κερδών τα οποία θα μπορούσε να πραγματοποιήσει το πιο παραγωγικό εθνικό κεφάλαιο μέσω των εξαγωγών εμπορευμάτων. Η άμεση επένδυση είναι επομένως μία κίνηση του πιο παραγωγικού εθνικού κεφαλαίου για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή αυτών των πρόσθετων κερδών. Στις περιπτώσεις των ανωτέρω κρατών βρίσκουμε τελικά ότι η σχέση μεταξύ των μισθών και της παραγωγικότητας της εργασίας, όπως επίσης και οι μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών μπορούν να εξηγήσουν τη συμπεριφορά των ξένων επενδυτών κεφαλαίου. Σε αντίθεση, ο παράγοντας του προστατευτισμού είναι μάλλον ανενεργός κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου και δεν προσφέρει κάποια εξήγηση για τις ροές των Άμεσων ξένων επενδύσεων σε Ελλάδα και Βουλγαρία.
Σημαντικό ρόλο όμως παίζουν οι επενδύσεις γέφυρας και για τις δυο αυτές χώρες διότι γειτνιάζουν με μεγάλες αγορές. Οι πολυεθνικές δημιουργούν άμεσες ξένες επενδύσεις αξιοποιώντας το χαμηλό εργατικό κόστος σε χώρες όπως η Βουλγαρία για να παράγουν προϊόντα σε αυτήν με σκοπό την εξαγωγή στη διεθνή αγορά ή σε κοντινές αγορές. / --
|
3 |
Essays on the role of internationalization on the R&D activitiesΓκυπάλη, Αρετή 27 May 2014 (has links)
Firms of European small open peripheral economies face an increasing globalization of markets, a strengthening of global value chains, a well documented knowledge and technological gap and these in conjunction to the current crisis at least in the southern part of Europe. These conditions compose a demanding and complex environment within which firms must cope and survive. In this direction, analyzing first and improving in turn competitiveness and productivity of European firms’ has become a primary policy objective of the EU at the national, regional, sectoral and firm level in an attempt to close the growth gap with the United States (Aghion et al., 2008). In this mission, boosting exporting activities and investments in Innovation, R&D and knowledge intensity is of the outmost importance since they are seen as drivers of productivity, growth and competitiveness (EU, 2012). Especially with respect to Greece’s economic outlook and as it has been documented in several European policy documents and analyses, the country’s innovation performance has been consistently characterized as “moderately following” (IUS, 2013) the EU’s innovation leaders. The same picture is sketched with Greek firms’ export performance as a crucial component of its overall competitiveness (European Competitiveness Report, 2012).
Examining more closely the relationship between firms’ exporting activities and innovation dynamism, the theoretical and empirical evidence suggests that firms which are presenting innovation activities are more likely to export, more likely to export successfully, and more likely to generate growth from exporting than non-innovating firms (Golovko and Valentini, 2011; Love and Roper, 2013). In other words, innovation and export performance are directly linked with the creation of a sustainable competitive advantage and are considered as a primary precondition for economic growth (Piercy et al., 1998; EU, 2012). More specifically, exporting activities are considered as the primary internationalization mode (Johanson and Valhne, 1977; 2009) and firms’ knowledge and learning processes are expected to play a pivotal part in the internationalization process; firms need to be in a position to apprehend and assimilate new knowledge in order to compete and grow in markets in which they have little or no previous experience (Autio et al. 2000).
In this direction, the relationship between the degree of internationalization and the intensity of the production of technological knowledge remains under examination, since the significant heterogeneity in terms of country, industrial distribution, firm size, and other factors has lead to contradictory results (Harris and Li, 2009). In addition, the differential effects of the firms’ environment which in turn can be further specified in various dimensions –such as business culture, organizational characteristics, strategic orientation, national and regional systems of innovation- introduce a significant amount of unobserved heterogeneity in the employed methodological frameworks.
At the same time, the causality direction, too closely related to endogeneity issues, between exporting and R&D activities has not been yet addressed adequately. The relevant literature has documented two theoretical strands, the Product Life Cycle and Endogenous Growth theory, which hypothesize on causality direction between exports and R&D activities. More specifically, the Product life cycle theory argues that innovation eventually leads to exporting (Posner, 1961; Vernon, 1966; Krugman, 1979; Dollar, 1986) and this theoretical strand is strongly interrelated with the Market Selection Hypothesis (MSH; Wagner 2007) which favours the argument that exporters have superior performance characteristics than non-exporters. On the other hand, the Endogenous growth models (Grossman and Helpman, 1989, 1990, 1991a; Segerstrom et al., 1990; Young, 1991; Aghion and Howitt, 1998, ch. 11) argue on the reverse direction of causality. The notion behind this is that exporting firms access to foreign markets provides them with feedback from their suppliers and/or customers, which gives them the opportunity to transform this knowledge into innovation. This theoretical strand has been recorded as opposite to the market selection hypothesis and is named Learning by Exporting Hypothesis (LEH; Clerides et al., 1998; Salomon and Shaver, 2005)
Both the above hypotheses seem plausible and have been empirically but the relevant literature has provided contradictory results. However, it would only make sense to assume that this causality direction may be not so straightforward since causality may run in both directions that is a two-way linkage between a firm’s exporting and innovating activities may exist (Filipescu et al. 2013). The starting point of this PhD thesis lies on the idea that both these activities may influence each other and therefore, is focused on the investigation of the endogeneity between established knowledge creation processes (R&D activities) and internationalization activities as they are depicted in exporting activities. It is worth mentioning that towards the direction of seeking proof for the existence of an endogenous relationship between R&D activities and exports different methodological approaches have been employed. All of them however, examine the existence of endogeneity between the two main firm activities as well as identifying the appropriate set of determinants for each one of the firms’ activities as the relevant literature dictates.
In order to (i) sufficiently address the abovementioned multiple heterogeneity, and (ii) be able to compare them, the present research investigates the interrelationship between R&D and exporting activities on two distinctively different groups of firms. More specifically, two different contextual frameworks are employed, one International and one National. The first group of firms focuses on those firms that are considered to be leaders with respect to R&D investments at a global level. The second group of firms under investigation, concerns the Greek firms which are in turn considered leaders within the national system of innovation they operate but have been consistently characterized as moderately followers within the European context (IUS, 2013).
Information for the investigation of the international context was provided by the UK Department of Business, Innovation and Skills (BIS, 2007; 2008). Yet, regarding the national context, a profound lack of information exists both with respect to exporting activities but also with respect to R&D activities at the firm level, which inevitably led to the conducting of a field research at the National Level targeting the Manufacturing Sector. In this line, and in order for the gathered information to be comparable with other European surveys on Innovation and in particular with Community Innovation Survey (CIS), the design of the questionnaire was primarily based on the CIS standards. In addition to the data provided by the National survey, all the financial and other information, including annual expenditures on R&D, for the period 2001-2010 was provided by the electronic database “i-mentor”. Based on this information, a better approximation of R&D performance has become feasible through the construction of Greek R&D active manufacturing firms’ R&D stock (Kumbhakar et al., 2012). The main argument supporting this transformation is that fluctuations in R&D investment flows are more volatile than the knowledge stock acquired from such investments (Dierickx and Cool, 1989). The third chapter of this PhD thesis is devoted in presenting the specificities of the field research, the adopted methodology for the construction of firms’ knowledge stock, along with primary descriptive results sketching the outlook of Greek R&D manufacturing firms.
The rest of this PhD thesis involves three essays each one of them examining research questions arising from the endogenous relationship between R&D and export activities. / Η ενίσχυση της δυναμικότητας και του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των επιχειρήσεων με βάση την καινοτομία και την εξωστρέφεια έχουν απασχολήσει τόσο την ακαδημαϊκή έρευνα όσο και την πολιτική. Ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση στήριξε την πολιτική της για την κάλυψη του χάσματος, σε σχέση με τους κύριους ανταγωνιστές της, σε αυτούς τους δυο πυλώνες (Lisbon strategy, ….) τουλάχιστον από τις αρχές του 2000. Αναγνωρίζεται ευρύτατα ότι οι πολιτικές αυτές δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα όχι γιατί στους δυο παραπάνω πυλώνες αποδόθηκε δυναμική που στην πραγματικότητα δεν είχαν αλλά γιατί οι επιμέρους πολιτικές που σχεδιάσθηκαν και εφαρμόσθηκαν δεν κατάφεραν αφενός να ενισχύσουν κάθε πυλώνα χωριστά και δεν αναγνώρισαν τις μεταξύ τους αλληλεξαρτήσεις.
Έτσι, τα ζητήματα τόσο του τεχνολογικού πλεονεκτήματος όπως αυτό αποτυπώνεται στην καινοτομία όσο και της εξωστρέφειας παραμένουν ιδιαίτερα επίκαιρα ειδικά στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης που είναι κυρίαρχη, αν και ασύμμετρα, στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικά για την Ελλάδα, την περισσότερο πληττόμενη από την κρίση Ευρωπαϊκή οικονομία, αν και έχει αναγνωρισθεί τόσο η υστέρηση των επιχειρήσεων σε όρους καινοτομίας και εξαγωγικού προσανατολισμού και αν και έχουν υλοποιηθεί μια σειρά από παρεμβάσεις σε αυτή την κατεύθυνση, το χάσμα τόσο ως προς το μέσο Ευρωπαϊκό αλλά και ως προς τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ παραμένει ιδιαίτερα μεγάλο.
Η παρούσα Διδακτορική Διατριβή εστιάζει σε ζητήματα που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση των δραστηριοτήτων παραγωγής γνώσης και καινοτομίας από την μια και των δραστηριοτήτων διεθνοποίησης των επιχειρήσεων από την άλλη. Πιο συγκεκριμένα διερευνώνται θέματα που προκύπτουν από την ενδογένεια των διαδικασιών παραγωγής γνώσης που αποτυπώνονται σε διαδικασίες Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ) και δραστηριότητες διεθνοποίησης (internationalization) που με τη σειρά τους αποτυπώνονται σε εξαγωγικές δραστηριότητες.
Οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται προσαρμόζονται κάθε φορά αφενός στα ιδιαίτερα ερευνητικά ερωτήματα που τίθενται και αφετέρου στην πολλαπλή ετερογένεια που χαρακτηρίζει τις επιχειρήσεις σε μικρή ανοικτή οικονομία, όπως η Ελλάδα, σε σύγκριση με τις ηγέτιδες σε όρους ΕΤΑ επιχειρήσεις διεθνώς. Σε αυτή την κατεύθυνση, διερευνώνται δύο διαφορετικά συστήματα καινοτομίας-διεθνοποίησης, και συγκεκριμένα το Διεθνές και το Εθνικό, που αναφέρονται αντίστοιχα σε δύο διακριτές ομάδες επιχειρήσεων. Η πρώτη ομάδα επιχειρήσεων επικεντρώνεται σε εκείνες που θεωρούνται πρωτοπόροι σε επενδύσεις σε ΕΤΑ σε παγκόσμιο επίπεδο. Η δεύτερη ομάδα επιχειρήσεων που διερευνάται αφορά τις Ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες με τη σειρά τους θεωρούνται πρωτοπόροι εντός του εθνικού συστήματος καινοτομίας στο οποίο δραστηριοποιούνται αλλά ταυτόχρονα έχουν επανειλημμένως χαρακτηριστεί ως «μέτριοι ακόλουθοι» (moderately following) σε όρους καινοτομικής δραστηριότητας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (IUS, 2013).
Ενώ η διαθεσιμότητα των πληροφοριών για τις επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται σε διεθνές επίπεδο ως πρωτοπόρες σε επενδύσεις ΕΤΑ προέκυψε από ανοικτής πρόσβασης βάσεις δεδομένων, για την ελληνική περίπτωση παρατηρήθηκε παντελής έλλειψη σχετικών πληροφοριών τόσο όσον αφορά τις δραστηριότητες ΕΤΑ όσο και τις εξαγωγικές δραστηριότητες των ελληνικών επιχειρήσεων. Η έλλειψη αυτή οδήγησε στην διενέργεια έρευνας πεδίου σε Πανελλαδικό επίπεδο στον τομέα της Μεταποίησης.
Η παρούσα διδακτορική διατριβή αποτελείται από έξι κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο πραγματοποιείται επισκόπηση της βιβλιογραφίας πάνω στη σχέση των εξαγωγικών δραστηριοτήτων και των δραστηριοτήτων ΕΤΑ τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο και τίθεται το γενικό πλαίσιο της ανάλυσης. Σε αυτή την κατεύθυνση, αναδεικνύεται η συμβολή της παρούσας Διατριβής. Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στο διεθνές σύστημα καινοτομίας όπου οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως χώρας προέλευσης, ανταγωνίζονται σε όρους παραγωγής γνώσης. Πιο συγκεκριμένα, διερευνάται η ύπαρξη ενδογένειας ανάμεσα στην εξαγωγική ένταση από την μια και την ένταση των δραστηριοτήτων ΕΤΑ από την άλλη στη βάση του επιχειρήματος ότι η γνωσιακή βάση (knowledge base) των ηγέτιδων επιχειρήσεων, σε όρους ΕΤΑ, μεγεθύνεται από ροές γνώσης που προκύπτουν τόσο από τις δραστηριότητες ΕΤΑ όσο και από τις εξαγωγικές δραστηριότητες.
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα βήματα που ακολουθήθηκαν σε σχέση με τον εντοπισμό του πληθυσμού των επιχειρήσεων που καταγράφουν δαπάνες ΕΤΑ στους ετήσιες δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις τους, τα κριτήρια που ακολουθήθηκαν για τον «καθαρισμό» των δεδομένων (data cleaning) καθώς και αναλυτική περιγραφή της έρευνας πεδίου. Επιπλέον, παρουσιάζεται η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την κατασκευή του αποθέματος γνώσης (knowledge stock) των ελληνικών επιχειρήσεων που παρουσιάζουν δραστηριότητες ΕΤΑ καθώς και βασικά περιγραφικά στατιστικά που προέκυψαν από την πληροφορία που συνελέγη από την έρευνα πεδίου.
Στη συνέχεια, το τέταρτο κεφάλαιο της παρούσας διδακτορικής διατριβής τοποθετείται εντός του Ελληνικού Συστήματος και αφορά ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις που παρουσιάζουν δαπάνες σε ΕΤΑ και ανήκουν σε κλάδους χαμηλής έντασης τεχνολογίας. Συγκεκριμένα, τα ερευνητικά ερωτήματα επικεντρώνονται τόσο στην διερεύνηση ύπαρξης όσο και εκδήλωσης διαφορικών επιδράσεων στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (competitive advantage) των επιχειρήσεων αυτών που προκύπτει από την απόφαση τους να (μην) εξάγουν. Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα προσεγγίζεται από την εκτίμηση της τεχνικής αποτελεσματικότητας (technical efficiency) όπου το απόθεμα γνώσης αποτελεί την τρίτη εισροή μαζί με τις εισροές του κεφαλαίου και της εργασίας. Έτσι δημιουργείται θεωρητικό υπόδειγμα στο πλαίσιο του οποίου η τεχνική αποτελεσματικότητα, μέσω της διαδικασίας μετατροπής δεξιοτήτων (competences) σε ικανοτήτων (capabilities), αποτυπώνει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Σε αυτή την κατεύθυνση υποστηρίζεται ότι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που βασίζεται στις δραστηριότητες ΕΤΑ των ελληνικών επιχειρήσεων προσδιορίζει ενδογενώς της απόφαση τους να συμμετέχουν στις ξένες αγορές. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στο ότι οι επιχειρήσεις που καλούνται να αποφασίζουν εάν θα εξάγουν στην πραγματικότητα προεξοφλούν τα αναμενόμενα οφέλη και τα κόστη από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα σε σχέση με τη διατήρηση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που κατέχουν. Με άλλα λόγια, διερευνάται αν το επιχειρηματικό μοντέλο που έχει υιοθετηθεί από τις εξεταζόμενες επιχειρήσεις, και μετατρέπει τις δεξιότητες σε ικανότητες, στην ουσία προσδιορίζει και την απόφαση για εξαγωγές.
Το πέμπτο κεφάλαιο της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής διερευνά την ύπαρξη ενδογένειας ανάμεσα στις εξαγωγικές δραστηριότητες και τις διαδικασίες παραγωγής γνώσης των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων που παρουσιάζουν δραστηριότητες ΕΤΑ εντός ενός διευρυμένου θεωρητικού πλαισίου όπου συν-θεωρούνται και άλλες στρατηγικές παράμετροι που είναι πιθανό να επηρεάζουν αυτή τη σχέση. Πιο συγκεκριμένα, οι διαδικασίες παραγωγής γνώσης, όπως έχουν αποτυπωθεί στα επιμέρους συστατικά της γνωσιακής βάσης των επιχειρήσεων αλλά και στην στρατηγική διερεύνησης εξωτερικών συνεργασιών για συνεργασίες στις δραστηριότητες ΕΤΑ, συνδέονται με την εξαγωγική και καινοτομική αποδοτικότητα (export and innovation performance). Ένα επιπλέον επίπεδο πολυπλοκότητας προστίθεται όταν ο διττός χαρακτήρας της έντασης των εξωτερικών συνεργασιών σε ΕΤΑ λαμβάνεται υπόψη. Δηλαδή, διερευνάται σε ποιο βαθμό η ένταση των εξωτερικών συνεργασιών για δραστηριότητες ΕΤΑ συνδέεται με την αποδοτικότητα της διεθνοποίησης των ελληνικών επιχειρήσεων καθώς μπορεί να θεωρηθεί ως εναλλακτικός δρόμος διεθνοποίησης τους. Από την άλλη μεριά η διαδικασίες που συγκροτούν το γνωσιακό απόθεμα των επιχειρήσεων μπορεί να συνδέονται και με την καινοτομική τους απόδοση. Τέλος στο έκτο κεφάλαιο συνθέτονται τα συμπεράσματα από το σύνολο της Διατριβής, διατυπώνονται προτάσεις πολιτικής και καταγράφονται αφενός οι ερευνητικοί περιορισμοί αλλά και αφετέρου τα μελλοντικά ερευνητικά σχέδια.
|
Page generated in 0.0378 seconds