1 |
Εμπειρική διερεύνηση του νεοκλασικού υποδείγματος παραγωγής εξωγενούς τεχνολογίας με χρήση δεδομένων από την ελληνική οικονομίαΣτεφάτος, Ιωάννης 19 January 2009 (has links)
Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να ερευνήσει τον ρόλο της τεχνολογίας στην οικονομική μεγέθυνση όπως η τεχνολογία ορίζεται στο νεοκλασικό υπόδειγμα παραγωγής με εξωγενή ρυθμό τεχνολογίας.
Αρχικά παρουσιάζουμε την θεωρητική βάση του υποδείγματος και εισάγουμε την έννοια παράλληλα την έννοια της τεχνολογικής παραγωγικότητας και την σημασία της. Με χρήση δεδομένων των εθνικών λογαριασμών της ελληνικής οικονομίας από την βάση δεδομένων Penn World Table εκτιμούμε τα μεγέθη της επιτευχθείσας οικονομικής ανάπτυξης και παραγωγικότητας για την Ελλάδα την περίοδο 1961- 2003, μέσω της λογιστικής της οικονομικής μεγέθυνσης. Στην συνέχεια προσπαθούμε να εκτιμήσουμε την επίδραση της τεχνολογικής παραγωγικότητας στην οικονομική ανάπτυξη.
Επίσης προσπαθούμε να ερευνήσουμε το γεγονός ότι τα μερίδια οριακής συνεισφοράς των εργασία και κεφάλαιο στην οικονομική ανάπτυξη παραμένουν σταθερά, όπως υποτίθεται στο νεοκλασικό υπόδειγμα μεγέθυνσης, για τις δυτικές χώρες, μέσω της οικονομετρικής παλινδρόμησης του εθνικού εισοδήματος ως εξαρτημένη μεταβλητή και των εισροών εθνική εργασία και εθνικό κεφάλαιο ως ανεξάρτητες μεταβλητές για την περίοδο 1961 – 2003. Τα ευρήματα μας συνηγορούν την παραπάνω υπόθεση, ωστόσο η εξωγένεια της τεχνολογίας ατονεί. Συμπερασματικά αναφέρουμε τα νέα υποδείγματα οικονομικής μεγέθυνσης με ενδογενή τεχνολογία που παρουσιάζονται πιο εύκαμπτα στην μέτρηση εκείνης της ποσότητας της παραγωγικότητας που πρέπει να αποδοθεί στην τεχνολογική πρόοδο / The purpose of the present dissertation is to examine the role of technology in the economic growth as it is attributed in the exogenous growth neoclassical Solow model.
We initially present the neoclassical growth Solow model and introduce the theoretical meaning of technology. Using data of the Greek national accounts from Penn World Table we measure the economic and the productivity growth that took place in the Greek economy for the period of 1961 – 2003, through the growth accounting approach. We then try to estimate to what extend this growth should be attributed to exogenous technology.
We also investigate whether labor and capital compensation rates remain constant for the Greek economy, as it is implied from the exogenous growth neoclassical Solow model for the western countries, by regressing real GDP output with labor and capital inputs for the period of 1961-2003. Our findings plead the above empirical computation, however the exogenous hypothesis for the technology becomes weakened. Concluding we introduce modern growth theories that seem more appropriate for measuring the Productivity that should be attributed to technology.
|
2 |
Σχεδιασμός και ανάπτυξη ανοιχτών συστημάτων σύγχρονης συνεργατικής μάθησηςΦειδάς, Χρήστος Α. 01 July 2010 (has links)
- / -
|
3 |
Οι επαγγελματικές φιλοδοξίες και ο οικογενειακός προσανατολισμός των μαθητριών και μαθητών της Β΄ τάξεως λυκείου από αστικές και αγροτικές περιοχές της ΚύπρουΚυριάκου, Ανδρέας 20 October 2010 (has links)
Οι θεωρούμενες διαφορές ανάμεσα στα φύλα, οι οποίες είχαν την αφετηρία τους στις
βιολογικές διαφορές ανδρών και γυναικών αλλά και στις σχετιζόμενες με αυτές
αναπαραστάσεις, υπήρξαν από παλιά μία προβληματική θεωρητικού στοχασμού αλλά και
ερευνητικής δραστηριότητας (Bradley, 1999, Delphy, 1993, Ferree, 1990, McDowell,
1999, Moore, 1986, Moore, 1988, Parsons, 1949, Parsons, 1954, Parsons & Bales, 1955,
Parsons, & Neil, 1956).
Οι πρώτες θεωρίες που αναπτύχθηκαν, εστιάστηκαν κυρίως στα αυθαίρετα
ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά που αποδίδονταν στα δύο φύλα, τα οποία κάποιοι έβλεπαν
ότι συνέβαλλαν στη συνοχή και αναπαραγωγή της οικογένειας και κατ’επέκτασιν του
ευρύτερου κονωνικού σχηματισμού (Mead, 1935, Parsons, 1949, Parsons, 1954), χωρίς να
ενδιαφέρονται για ζητήματα επαγγελματικής φύσης όσον αφορά στα δύο φύλα, αφού οι
γυναίκες ούτως ή άλλως ευρίσκονταν εκτός εργασιακής δομής.
Με την εκβιομηχάνιση των πόλεων, τη συγκέντρωση αυξημένου πληθυσμού στις πόλεις
(αστυφιλία) και τη μετανάστευση στις εκβιομηχανοποιμένες χώρες/πόλεις, δημιουργήθηκε
η ανάγκη για γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στην εκπαίδευση και την εργασία, υπό την
έννοια της παροχής βοήθειας από πλευράς της κοινωνίας στα άτομα να διαλέξουν την
εργασία τους ή κατ’άλλους να καταμερίσει την εργασία στα άτομα, με κριτήρια την
κοινωνική τους τάξη ( Brewer, 1942, Cremin, 1964, όπως αναφέρει ο Herr, (2001).
Μέσα από τις συνθήκες αυτές, στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα
γεννήθηκε η Επαγγελματική Καθοδήγηση (Vocational Guidance), το περιεχόμενο της
οποίας συνίστατο, από την εποχή του Parsons (Parsons,1909), στην παροχή βοήθειας
στους ανθρώπους να διαλέξουν ένα επάγγελμα, να προετοιμαστούν γι’αυτό και να
εξελιχθούν μέσα σε αυτό.
Όπως αναφέρεται σε άρθρο του Herr, (2001), "η προσέγγιση αυτή αμφισβητήθηκε το
1950 από τον Hoppock (Hoppock, 1950) και το Super (Super, 1951), οι οποίοι
επικεντρώθηκαν όχι στην προβληματική της επιλογής επαγγέλματος αλλά στη διαδικασία
της επαγγελματικής ανάπτυξης, κατά την οποία η αυτογνωσία και η αυτοαποδοχή
αναδεικνύονται βασικά στοιχεία". Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται ότι όπως γράφει ο Super
(Super, 1951), "η νέα αντίληψη αποτελεί τη διαδικασία του να βοηθήσεις ένα άτομο να
αναπτύξει και να αποδεκτεί μία ενοποιημένη και ικανοποιητική εικόνα για τον εαυτό του
και το ρόλο του στον κόσμο της εργασίας, καθώς επίσης και να ελέγξει αυτή την αντίληψη για την πραγματικότητα και να την μετατρέψει σε μία πραγματικότητα προς ικανοποίηση
του εαυτού και της κοινωνίας" (p. 89) (μετάφραση του ερευνητή).
Με το πέρασμα από την Επαγγελματική Καθοδήγηση (Vocational Guidance) στην
Επαγγελματική Ανάπτυξη και Συμβουλευτική (Career Development and Counseling), στα
χρόνια που ακολούθησαν, άρχισε ένας θεωρητικός και ερευνητικός προβληματισμός στα
πλαίσια της νέας αντίληψης που αφορούσε στην επαγγελματική ανάπτυξη των ατόμων,
λαμβανομένων πλέον υπ’όψη και παραγόντων που μέχρι τότε αγνοούνταν. Παρ’όλα αυτά
οι νέες προσπάθειες αφορούσαν κυρίως στον ανδρικό πληθυσμό, ο οποίος ευρισκόταν
στην αγορά εργασίας. Με την ιδεολογική φεμινιστική επανάσταση, στο τέλος της
δεκαετίας του 1970 και τις κοινωνικές και πολιτιστικές μετατοπίσεις που την
ακολούθησαν, οι γυναίκες άρχισαν να μπαίνουν στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα
πολλές έρευνες να ασχοληθούν με τις διαδικασίες επαγγελματικής ανάπτυξης των
γυναικών (Erwin & Stewart, 1997, Francis, 2002, Frieze and Frost, 1991, Kelly, 1989,
Lueptow, 1980, Marini, 1978, Ferree, 1990, Herzog, 1982, Rainey & Borders, 1997, Shu &
Marini 1998, Trinklin et al. 2005)
Οι επαγγελματικές φιλοδοξίες των γυναικών αποτέλεσαν προοδευτικά μείζονα
ερευνητική θεματική, η οποία αρχικά στράφηκε προς την κατεύθυνση της προτίμησης των
γυναικών για είσοδο σε παραδοσιακά "ανδρικά" και "γυναικεία" επαγγέλματα, αργότερα
όμως συσχετίστηκε με τον προσανατολισμό τους και σε άλλους ρόλους ζωής και κυρίως
στους οικογενειακούς ρόλους. Οι φεμινίστριες από την πλευρά τους αμφισβήτησαν
θεωρίες που αναφέρονταν αποκλειστικά στην επαγγελματική συμπεριφορά των ανδρών
και άρχισαν να επεξεργάζονται εναλλακτικά ψυχολογικά μορφώματα, με κύριο αυτό του
κοινωνικού φύλου (gender), με το οποίο αναγνωρίζεται η κοινωνική "κατασκευή" των
φύλων ως νοημάτων, διαμέσου των οποίων αναπαράγεται η κυριαρχία των ανδρών έναντι
των γυναικών .
Μια πιο πρόσφατη προσέγγιση στα ζητήματα των careers, αυτή που πηγάζει από τη
θεωρία της κονωνικής κατασκευής (κοινωνικός κονστρουξιονισμός, social
constructionism) αντιμετωπίζει τη σταδιοδρομία (career) ως κάτι που συνοικοδομείται από
το ίδιο το άτομο σε αλληλεπίδραση με το πολιτισμικό συγκείμενο στο οποίο ζεί ("joint
action"), Young,Vallach and Collin, 2002. Η σταδιοδρομία του κάθε ατόμου
νοηματοδοτείται κατά ορισμένο τρόπο και η κατανόηση του προϋποθέτει την κατανόηση
αυτού του νοήματος. / Lyceum 2nd grade adolescent girls and boys student’s career aspirations and family orientation, their perceived views about balancing their perceived future occupational and family roles as well, were investigated on 2009. For the purpose of the research 684 girls and boys students in urban and rural areas were given a questionnaire. All districts are been represented in the sample. Results of the study show no differences at the level of the occupational aspirations between girls and boys nor between urban and rural areas. Both sexe’s majority expressed aspirations for high prestigious occupations. Boys expressed aspirations for occupations which are related with “data and things” as opposed to the girls who expressed aspirations for “working with people” occupations. Regarding marriage and parenthood, girls appear to be more committed to their future family roles than boys. The results also suggest that although most of the girls aspire to enter to high prestigious occupations there isn’t indication of a reciprocal change in thinking about primacy of mothering. Gender roles stereotypes and a lack of paths by which both sexes are planning to balance their perceived future work and family roles have been revealed by the study.
|
4 |
Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της απουσίας από την εργασία στην ΕλλάδαΡαυτοπούλου, Αθηνά 14 February 2012 (has links)
Στην συγκεκριμένη εργασία διερευνήθηκαν οι προσδιοριστικοί παράγοντες της απουσίας από την εργασία στην Ελλάδα. Για τους σκοπούς της ανάλυσης χρησιμοποιήθηκαν πρωτογενή στοιχεία της Έρευνας Κατανομής και Διάρθρωσης των Αμοιβών στις ελληνικές επιχειρήσεις για το έτος 2002. Για την εμπειρική ανάλυση εφαρμόστηκαν τυπικές μέθοδοι παλινδρόμησης ελαχίστων τετραγώνων και εξετάστηκαν α)το σύνολο των ημερών απουσίας από την εργασία, β)η απουσία από την εργασία λόγω ασθένειας μετά αποδοχών και γ)η απουσία από την εργασία λόγω ασθένειας άνευ αποδοχών. Οι εκτιμήσεις πραγματοποιήθηκαν για το σύνολο του δείγματος και για τους άνδρες και τις γυναίκες, ξεχωριστά. Με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, ως επεξηγηματικές μεταβλητές χρησιμοποιήθηκαν τα ατομικά χαρακτηριστικά του εργαζόμενου όπως το φύλο, η ηλικία, ο μισθός, η μόρφωση, η εθνικότητα και το επάγγελμα, αλλά και στοιχεία που αφορούν τον εργοδότη, όπως το μέγεθος της επιχείρησης, ο κλάδος οικονομικής δραστηριότητας και η περιφέρεια στην οποία εδρεύει η επιχείρηση. Σε γενικές γραμμές, τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων βρίσκονται σε συμφωνία με την διαθέσιμη διεθνή εμπειρική ένδειξη. Πιο συγκεκριμένα, το φύλο και το επάγγελμα του εργαζόμενου, αλλά και το μέγεθος της επιχείρησης, η περιοχή δραστηριοποίησής της και ο κλάδος οικονομικής δραστηριότητας, αποτελούν τους βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες απουσίας από την εργασία. / Ιn this study we investigated the determinants of absenteeism in Greece.For the purpose of this analysis we used the primary data of Research Allocation and Remuneration Structure of Greek businesses in 2002.For the empirical analysis we applied formal methods of least squares regression and examined a)the number of total days absent from work, b)absence from work due to paid illness and c)absence from work due to unpaid illness. Estimates were made for the entire sample and for men and women separately.Based on the literature, as explanatory variables we used individual worker characteristics such as gender, age, salary, education, ethnicity and occupation, and information regarding the employer, such as firm size, industry economic activity and the area of operation of the company. In general, the results of the estimates are consistent with the available international empirical evidence.More specifically, gender and occupation of the worker and firm size, the area of activity and sector of economic activity, are the basic determinants of absence from work.
|
5 |
Μέτρηση της πρόθεσης για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας των φοιτητών του 1ου και του 4ου έτους του τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου ΠατρώνΤσορδιά, Χαριτωμένη 07 October 2014 (has links)
Η πρόθεση για ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας αποτελεί το αντικείμενο του ενδιαφέροντος της παρούσας μελέτης. Ο Bird (1988) και οι Souitaris et al. (2007) ορίζουν την εν λόγω έννοια ως μια κατάσταση που κατευθύνει την προσοχή και τις δράσεις ενός ατόμου προς την αυτό-απασχόληση, έναντι της απασχόλησης από κάποιον άλλο. Σκοπός της μελέτης είναι η μέτρηση της «πρόθεσης για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)» των φοιτητών του 1ου και του 4ου έτους του τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών, ο προσδιορισμός των παραγόντων που τη διαμορφώνουν, αλλά και οι διαφορές μεταξύ των δύο ετών.
Το μοντέλο που σχεδιάστηκε βασίζεται στη Θεωρία της Προ-Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς (Theory of Planned Behavior), ένα καθιερωμένο μοντέλο της βιβλιογραφίας που συνδέει την πρόθεση με τις επακόλουθες ενέργειες (Ajzen, 1987, 1991). Ο Ajzen (1991) προτείνει ότι η «στάση ενός ατόμου απέναντι στη συμπεριφορά (attitude towards behavior)», στους «υποκειμενικούς κανόνες (subjective norm)», και στον «αντιλαμβανόμενο έλεγχο της συμπεριφοράς (perceived behavioral control)» είναι οι παράγοντες που καθορίζουν τις προθέσεις του. Για το σκοπό της παρούσας μελέτης, προστέθηκαν μεταβλητές δανεισμένες από τη διεθνή βιβλιογραφία οι οποίες αναμένεται ότι επιδρούν στο σχηματισμό της «πρόθεσης για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)». Αυτές είναι το «αρμονικό πάθος (harmonious passion)», το «υπερβολικό πάθος (obsessive passion)», το «πρόγραμμα σπουδών του τμήματος και το περιεχόμενο των μαθημάτων (entrepreneurial curriculum and content)» (μόνο στο 4ο έτος), καθώς και κάποιες μεταβλητές σχετικές με το προφίλ των φοιτητών του τμήματος.
Η μεθοδολογική προσέγγιση που επιλέχθηκε στην παρούσα μελέτη είναι η ποσοτική έρευνα με την μορφή ερωτηματολογίου. Ο πληθυσμός της έρευνας αποτελείται από το σύνολο των 413 προπτυχιακών φοιτητών που φοιτούν στο 1ο (264 φοιτητές) και στο 4ο (149 φοιτητές) έτος του τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών, το ακαδημαϊκό έτος 2013-2014, εκ των οποίων 186 ανταποκρίθηκαν (108 φοιτητές από το 1ο έτος και 78 από το 4ο), οι οποίοι αποτελούν το δείγμα της έρευνας. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε η ηλεκτρονική, ενώ στη συνέχεια η προσωπική μέθοδος συλλογής δεδομένων. Η έρευνα διεξήχθη από τις 28/03/2014 έως 14/05/2014.
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως το δείγμα χαρακτηρίζεται από ουδέτερη «πρόθεση για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)», με τους τεταρτοετείς να εκφράζουν μειωμένη πρόθεση σε σχέση με τους πρωτοετείς. Τα τρία συστατικά της Θεωρία της Προ-Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς (Theory of Planned Behavior) συσχετίζονται θετικά με τη «πρόθεση για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)» του δείγματος. Όμοια είναι και τα ευρήματα του «αρμονικού πάθους (harmonious passion)» και για τα δύο έτη, καθώς και του «προγράμματος σπουδών και του περιεχομένου των μαθημάτων για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας (entrepreneurial curriculum and content)» των τεταρτοετών. Οι μεταβλητές που προβλέπουν την «πρόθεση για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)» και για τα δύο έτη είναι κατά σειρά σημαντικότητας η «στάση απέναντι στην αυτό-απασχόληση (attitude towards behavior)» και ο «αντιλαμβανόμενος έλεγχος της συμπεριφοράς (perceived behavioral control)», ενώ είναι εμφανής η συμβολή του «αρμονικού πάθους (harmonious passion)» στην «πρόθεση για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)» των πρωτοετών και των «υποκειμενικών κανόνων (subjective norm)» στους τεταρτοετείς. Η μεταβλητή «πρόγραμμα σπουδών και το περιεχόμενο των μαθημάτων για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας (entrepreneurial curriculum and content)» συμβάλλει στο ποσοστό που ερμηνεύει τη μεταβλητότητα της «πρόθεσης για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)» των τεταρτοετών, αλλά δεν έχει στατιστικά σημαντική επίδραση. Τέλος, οι τεταρτοετείς με γονείς που δραστηριοποιούνται στην επιχειρηματικότητα, παρουσίασαν υψηλότερη «πρόθεση για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)». / The entrepreneurial intention is the subject of interest of the present study. Bird (1988) and Souitaris et al. (2007) define this concept as a condition that directs the attention and actions of an individual towards self-employment, against employment by someone else. The purpose of the study is to measure the “entrepreneurial intention” of the 1st and 4th year students of the Business Administration Department, University of Patras, the definitions of the factors that shape it, as well as the differences between the two years.
The model which has been designed is based on the Theory of Planned Behavior (TPB), an established model of literature linking the intention with the subsequent actions (Ajzen, 1987, 1991). Ajzen (1991) suggests that "a person's attitude towards behavior”, the “subjective norm”, and the “perceived behavioral control” are the factors that determine his intentions. For the purpose of this study, variables have been added, borrowed from the international literature which are expected to affect the formation of the "entrepreneurial intention”. These are the “harmonious passion”, the “obsessive passion”, the "entrepreneurial curriculum and content” (only in the 4th year), and some variables related to the profile of the students of the department.
The methodological approach that has been chosen in this study is the quantitative research in the form of a questionnaire. The survey population consists of all 413 undergraduate students enrolled in the 1st (264 students) and 4th (149 students) year of the Business Administration Department, University of Patras, in the academic year 2013-2014, of which 186 have responded (108 students from the first year and 78 in the fourth), who constitute the sample of the study. Originally, the electronics method of data collection was used, while later on the personal one. The survey was conducted from 03.28.2014 to 05.14.2014.
The results have shown that the sample is characterized by a neutral “entrepreneurial intention”, with the fourth-year students expressing a reduced intention, compared with the first-year ones. The three components of the Theory of Planned Behavior (TPB) are positively related to the "entrepreneurial intention” of the sample. Similar are the findings of the “harmonious passion” for both years, and the “entrepreneurial curriculum and content” of the fourth-year students. The variables which provide the “entrepreneurial intention” for both years are, in order of importance, the “(attitude towards behavior” and the “perceived behavioral control”, while there is a clear contribution of the “harmonious passion” in the “entrepreneurial intention” of freshmen and the “subjective norm” of the fourth-year students. The variable “entrepreneurial curriculum and content” contributes to the percentage which reflects the variability of “entrepreneurial intention” of the fourth-year students, but it has no statistically significant effect. Finally, the fourth-year students with parents involved in entrepreneurship have shown a higher “entrepreneurial intention”.
|
6 |
Πολυπαραμετρική ανάλυση και αξιολόγηση των ενεργειών προαγωγής της υγείας και ασφάλειας στις επιχειρήσεις ενταγμένη στην ολιστική διοίκηση επαγγελματικών κινδύνων / Multi-factor analysis and assessment of health and safety promoting actions at work in the framework for holistic management of occupational hazardsΣαραφόπουλος, Νικόλαος 25 June 2007 (has links)
Η παρούσα διατριβή πολυπαραμετρικής ανάλυσης και αξιολόγησης των ενεργειών προαγωγής της υγείας και της ασφάλειας στις επιχειρήσεις ολοκληρώνεται με τη δόμηση ενός ολιστικού προτύπου διαχείρισης ποιότητας της εργασιακής ζωής. Στο πρώτο κεφάλαιο πραγματοποιείται επισκόπηση του πεδίου της υγιεινής και ασφάλειας (επιστημονικές μελέτες, νομοθετικό πλαίσιο, δράσεις κοινωνικών φορέων). Στο δεύτερο κεφάλαιο προσδιορίζεται το πεδίο έρευνας της διατριβής. Η προαγωγή της υγείας και της ασφάλειας αποτελεί σήμερα την αιχμή των ενεργειών πρόληψης των κινδύνων. Στο τρίτο κεφάλαιο καταγράφονται οι τεχνικές πραγματοποίησης και αναλύονται τα δεδομένα της εμπειρικής έρευνας (εξετάσεις, συμπεριφορά, οργάνωση, κοινωνικά προγράμματα, ασφάλεια και φυσικό περιβάλλον). Τέλος στο τέταρτο κεφάλαιο στοιχειοθετείται η τελική πρόταση που περιλαμβάνει τα κεντρικά αποτελέσματα της έρευνας. Δομείται ένα ολιστικό πρότυπο το οποίο απαντά στις απαιτήσεις συνολικότητας στην ποιοτική διαχείριση των επαγγελματικών κινδύνων. / The present thesis lies in the field of working health and safety promotion (WHSP) which is the enabler of all activities aiming at the prevention of occupational hazards.After an extended review of the related literature, legislation and social actions (Chapter 1), we concentrate on the role of WHSP and we develop a framework to be used in its study (Chapter 2). The 3rd chapter discusses the results of an empirical research conducted on the basis of the aforementioned framework that extends over the areas of health screening, health behaviour promotion, organizational change, social welfare and the physical environment. Finally, in the 4th Chapter, based on the results of our research and through a multi-factor analysis we arrive at a set of propositions which are integrated into an holistic model. The model can be used to provide guidelines in response to the requirements concerning occupational hazards within the framework of total quality management.
|
Page generated in 0.028 seconds