• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 14
  • Tagged with
  • 14
  • 8
  • 4
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Διερεύνηση των επιπτώσεων της μειωμένης έκφρασης της Geminin σε κυτταρικές διεργασίες

Καραμήτρος, Δημήτριος 22 September 2009 (has links)
Η geminin δρα ως ρυθμιστής του κυτταρικού πολλαπλασιασμού και διαφοροποίησης συμμετέχοντας στην οργάνωση της χρωματίνης και των μεταγραφικών προγραμμάτων των πρόγονων κυττάρων μέσω της αλληλεπίδρασης της με διάφορους παράγοντες. Ο αυστηρός έλεγχος του κυτταρικού πολλαπλασιασμού και της διαφοροποίησης είναι βασικός για την παραγωγή του κατάλληλου αριθμού και τύπου κυττάρων που συμμετέχουν στην οργανογένεση. Επιπλέον η ικανότητα αυτό-ανανέωσης των πρόδρομων κυττάρων βασίζεται στον πολλαπλασιασμό τους, χωρίς διαφοροποίηση και είναι απαραίτητη για την ανανέωση των ιστών. Ωστόσο η απορρύθμιση των μηχανισμών που ελέγχουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό είναι επιζήμια για τον οργανισμό αφού είναι το πρώτο βήμα κατά την καρκινογένεση. Η κυτταρική γήρανση έχει προταθεί ότι είναι ένας ογκοκατασταλτικός μηχανισμός. Στην παρούσα μελέτη διερευνήσαμε το ρόλο της geminin στην ρύθμιση των φυσιολογικών κυτταρικών διαδικασιών της διαφοροποίησης και της γήρανσης. Για αυτό το σκοπό, χρησιμοποιήσαμε ποντικούς στους οποίους η geminin απενεργοποιείται ειδικά στην λεμφοειδή κυτταρική σειρά. Δείξαμε ότι η απουσία της geminin οδηγεί σε μείωση του συνολικού αριθμού κυττάρων του θύμου και του σπλήνα. Επιπρόσθετα οι CD4 και CD8 Τ κυτταρικοί πληθυσμοί επηρεάστηκαν από την απενεργοποίηση της geminin. Για την εύρεση ενός πιθανού ρυθμιστικού ρόλου της geminin στην επαγωγή κυτταρικής γήρανσης χρησιμοποιήσαμε ινοβλάστες ποντικού που εκφράζουν μειωμένα επίπεδα της πρωτεΐνης. Δείξαμε ότι οι ινοβλάστες με μειωμένα επίπεδα της geminin παρουσιάζουν φαινότυπο γήρανσης νωρίτερα από τους ινοβλάστες αγρίου τύπου όπως καθορίστηκε από τη χρώση για σχετιζόμενη με γήρανση β-γαλακτοσιδάση. / Geminin acts as a coordinator of proliferation and differentiation by regulating the chromatin organization and transcription programs of progenitor cells through its interaction with several partners. The tight control of proliferation and differentiation, is essential in the generation of mature cells of the proper number and type necessary for organ formation. Moreover the self-renewing capacity of progenitor cells depends on proliferation without differentiation of the cells and is indispensable in tissue regeneration. However the deregulation of the mechanisms that control the proliferation capacity of a cell has deleterious effects for the organisms since it is the first step of carcinogenesis. Cellular senescence was proposed to be a tumour-suppressive mechanism. In the present study we addressed the role of geminin in the physiological processes of cellular differentiation and senescence. We have used a mouse line in which geminin is specifically inactivated in the lymphoid lineage. We showed that geminin’s absence leads to reductions in the thymic and splenic cellularities. In addition to that, CD4 and CD8 T cell populations of the thymus and the spleen of conditional KO animals, were affected by geminin’s ablation. To study a potential regulatory role of geminin in the induction of cellular senescence we used mouse fibroblasts that express reduced levels of the protein. We found that the fibroblasts with reduced levels of geminin’s expression present senescent phenotype earlier than the WT fibroblasts as determined by SA-β-gal staining. 9
2

Συμμετοχή των σηματοδοτικών μορίων FAK, JNK, p38, Elk-1 και του Η2Ο2 στην κυτταροφαγία βακτηρίων από τα αιμοκύτταρα του εντόμου Ceratitis capitata

Αρμπή, Μαρίνα 08 July 2011 (has links)
Στα έντομα, η κυτταροφαγία, διεργασία ανάλογη με αυτή των θηλαστικών, είναι μια σημαντική ανοσολογική απόκριση στην εισβολή παθογόνων και ρυθμίζεται από μια σειρά σηματοδοτικών μορίων. Στη μύγα της Μεσογείου έχει βρεθεί ότι συμμετέχουν οι κινάσες FAK, Src, MAPK και ο μεταγραφικός παράγοντας Elk-1. Στην εργασία αυτή, δείχτηκε με ανοσοκατακρήμνιση και συνεστιακή μικροσκοπία ότι η φωσφορυλιωμένη μορφή του Elk-1 συμπλοκοποιείται και συνεντοπίζεται μόνο με τη φωσφορυλιωμένη μορφή της FAK στη θέση Tyr925. Με ανάλογα πειράματα διαπιστώθηκε ότι οι κινάσες JNK και p38 συμπλοκοποιούνται και συγκατακρημνίζονται με την FAK, χωρίς όμως να συνεντοπίζονται. Με τον ίδιο τρόπο διαπιστώθηκε ότι η JNK και η p38 συμπλοκοποιούνται με την ERK1/2, χωρίς όμως να συνεντοπίζονται. Προφανώς τα μόρια αυτά δεν βρίσκονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους και συμπλοκοποιούνται είτε μέσω της FAK, είτε μέσω τρίτων μορίων και όλα μαζί προσδένονται στην FAK. Τα φαγοκύτταρα των θηλαστικών, μακροφάγα και ουδετερόφιλα, καθώς και τα αιμοκύτταρα των εντόμων, παράγουν δραστικές μορφές οξυγόνου κατά την κυτταροφαγία, οι οποίες δρουν ως δεύτερα μηνύματα. Με κυτταρομετρία ροής διαπιστώθηκε ότι η E. coli επάγει τη σύνθεση Η2Ο2 από τα αιμοκύτταρα της μύγας της Μεσογείου. Ο ρυθμιστικός ρόλος του Η2Ο2 επιβεβαιώθηκε με τη χρήση αναστολέων των ενζύμων παραγωγής Ο2- και Η2Ο2, όπου παρατηρήθηκε αύξηση της κυτταροφαγίας. Με πειράματα ανοσοκατακρήμνισης, ανοσοαποτύπωσης και ανοσοφθορισμού φάνηκε ότι το ένζυμο σύνθεσης του Η2Ο2, η δεσμουτάση του υπεροξεικού ανιόντος (SOD), υπάρχει στο κυτταρόπλασμα και στην πλασματική μεμβράνη. Η αποσιώπηση της SOD με siRNA, αύξησε την κυτταροφαγία. Με ανοσοαποτύπωση διαπιστώθηκε ότι η αναστολή της παραγωγής του Η2Ο2 αύξησε τη φωσφορυλίωση της ERK1/2. Τέλος, με συνεστιακή μικροσκοπία φάνηκε ότι η SOD δεν συνεντοπίζεται με τη β υπομονάδα των ιντεγκρινών. Φαίνεται λοιπόν το Η2Ο2 να εμποδίζει την κυτταροφαγία μέσω ελέγχου της φωσφορυλίωσης της ERK1/2. / Phagocytosis is an important innate immune response against pathogen, with similar mechanisms in insects and mammals and is regulated by many different signalling molecules. In medfly Ceratitis capitata, focal adhesion kinase (FAK), Src, MAP kinases and Elk-1 transcription factor regulate this process. Co-immunoprecipitation and confocal microscopy analysis showed that pTyr925FAK associates and co-localizes with pElk-1, during phagocytosis of E. coli and S. aureus, by medfly haemocytes. Moreover, the physical association between JNK and p38 MAP kinases with FAK, was confirmed by immunoprecipitation, but confocal analysis revealed no co-localisation. Similar experiments for JNK and p38 with ERK1/2, revealed an association between JNK, p38 and ERK1/2 and no co-localisation. Apparently, these molecules do not interact directly but they appear to associate with each other indirectly, via FAK molecule or a third molecule and thus all together associate with FAK. Hydrogen peroxide (Η2Ο2) participates as a second messenger in cell signalling in either macrophages and polymorphonuclear cells or insect haemocytes. In this work, the role of Η2Ο2 was investigated, in E. coli phagocytosis by the medfly haemocytes. Block of H2O2 synthesis by specific enzymic inhibitors, namely N-ethylmaleimide (ΝΕΜ) for NADPH oxidase and diethyldithiocarbamate (DDC) for SOD, resulted in the increase of E. coli phagocytosis. Immunoblot analysis, flow cytometry and confocal microscopy, revealed the constitutive expression of SOD, in the medfly haemocytes. Phagocytosis increased by small interfering RNA (siRNA) for SOD, revealing the active involvement of SOD and Η2Ο2. Immunoblot analysis showed an increase of the ERK1/2 phosphorylation, in the presence of the above H2O2 synthesis enzymic inhibitors. In addition, confocal microscopy showed no co-localization of SOD with β integrin subunit. It appears that SOD participates in the regulation of bacterial phagocytosis, due to involvement of the produced Η2Ο2 in the differential phosphorylation of MAP kinases.
3

Μεθοδολογία σχεδιασμού κυτταρικού δικτύου κινητής τηλεφωνίας

Ζέρβας, Παναγιώτης 14 August 2008 (has links)
Στην εργασία αυτή γίνεται μια αναφορά αρχικά στα GSM δίκτυα κινητής τηλεφωνίας (χαρακτηριστικά-λειτουργίες). Στη συνέχεια περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού της κυτταρικής ακτίνας με βάση τα μοντέλα Okumura-Hata και Ikegami. Τέλος αναφέρονται παραδείγματα υπολογισμού της ακτίνας των κυττάρων αλλά και διαστασιοποίησης των καναλιών σε αυτά ώστε να εξυπηρετείται συγκεκριμένη τηλεπικοινωνιακή κίνηση. / The purpose of this project is to examine the major steps in cell planning process such as cell coverage, frequency planning and calculations of traffic and channel needs for the given areas.
4

Ο ρόλος των δραστικών μορφών οξυγόνου στην κυτταρική επιβίωση και απόπτωση

Παπαδοπούλου, Αριάδνη 11 February 2009 (has links)
Τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για το ρόλο των ROS στην πειραματική και κλινική ιατρική (Alexandre et al., 2007; Zheleva et al., 2007; Videla et al., 2007). Οι ROS, όπως το ανιόν του υπεροξειδίου, το υπεροξείδιο του υδρογόνου (ΗΡ) και η υδροξυλική ρίζα, είναι γνωστό ότι διαδραματίζουν ένα διττό ρόλο στα βιολογικά συστήματα, όπου είναι επιβλαβείς στις υψηλές και ευεργετικές στις χαμηλές συγκεντρώσεις (Valko et al., 2004). Στις υψηλές συγκεντρώσεις οι ROS φαίνεται να διαμεσολαβούν την απόπτωση. Ενδογενή ή εξωγενή ερεθίσματα οδηγούν στη συσσώρευση των ROS, το λεγόμενο «οξειδωτικό στρες», που χαρακτηρίζεται από βλάβη των κυτταρικών δομών, των λιπιδίων, των μεμβρανών, των πρωτεϊνών και των νουκλεϊκών οξέων (Poli et al., 2004). Αντίθετα, οι χαμηλές συγκεντρώσεις των ROS μέσα στα κύτταρα δρούν ως δεύτεροι αγγελιοφόροι σε αρκετά ενδοκυτταρικά σηματοδοτικά μονοπάτια που οδηγούν στην ενεργοποίηση κινασών τυροσίνης, των ΜΑΡ κινασών, της πρωτεϊνικής κινάσης C, του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα, πρωτεϊνικών φωσφατασών, των καναλιών καλίου και των μεταγραφικών παραγόντων AP-1 και NF-κB (Droge, 2002). Πρόσφατα έχουμε δείξει ότι υπό φυσιολογικές, μη-στρεσογόνες συνθήκες, το ΗΡ επάγει τον πολλαπλασιασμό και τη μετανάστευση στα ανθρώπινα κύτταρα καρκίνου του προστάτη LNCaP, μέσω ενεργοποίησης της έκφρασης του αυξητικού παράγοντα HARP (Polytarchou et al., 2005). Η HARP ή πλειοτροπίνη είναι ένας εκκρινόμενος αυξητικός παράγοντας 18 kDa που παρουσιάζει υψηλή συγγένεια για την ηπαρίνη. Η HARP είναι υψηλά συντηρημένη μεταξύ των διαφόρων ειδών, όπως ο άνθρωπος, το ποντίκι, ο αρουραίος, τα βοειδή, τα ψάρια, ο βάτραχος και τα έντομα, και το γονίδιό της εκφράζεται σε ένα ιδιαίτερα περιορισμένο χρονικό και χωρικό μοτίβο κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Φαίνεται ότι η HARP είναι μια σημαντική πρωτεΐνη που συμβάλλει ενδεχομένως στη λειτουργία διαφόρων ρυθμιστικών συστημάτων. Αρκετά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η HARP εμπλέκεται στον πολλαπλασιασμό, τη μετανάστευση και τη διαφοροποίηση των κυττάρων και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις διάφορες κυτταρικές διαδικασίες (Kadomatsu and Muramatsu, 2004; Papadimitriou et al., 2004). Επιπλέον, η HARP ανιχνεύεται σε μια πληθώρα καρκινωμάτων λειτουργώντας ως πρωτο-ογκογονίδιο και φαίνεται να παίζει κύριο ρόλο στη φυσιολογική και την επαγόμενη από καρκινικούς όγκους αγγειογένεση (Kadomatsu and Muramatsu, 2004; Papadimitriou et al., 2004; Hatziapostolou et al., 2005;2006; Polykratis et al., 2005; Christman et al., 2005; Zhang et al., 2006). Είναι πλέον γνωστό ότι οι χαμηλές συγκεντρώσεις ROS ενεργοποιούν ενδοκυτταρικά σηματοδοτικά μονοπάτια που οδηγούν σε ενισχυμένη αγγειογένεση in vivo (Maulik and Das, 2002; Polytarchou and Papadimitriou, 2004; Ushio-Fukai, 2006; Kim et al., 2006; Chen et al., 2007) και ενεργοποίηση των ενδοθηλιακών κυττάρων in vitro (Lelkes et al., 1998; Maulik and Das, 2002; Stone and Collins, 2002; Yasuda et al., 1999; Polytarchou and Papadimitriou, 2004; Ushio-Fukai, 2006; Kim et al., 2006; Chen et al., 2007; Guo et al., 2007). Επίσης, οι ROS, όπως το ανιόν του υπεροξειδίου και το ΗΡ, φαίνεται να διαμεσολαβούν τα αγγειογενετικά σήματα που ξεκινούν από αυξητικούς παράγοντες, όπως ο VEGF (Lin et al., 2003 Ushio-Fukai et al., 2002). Προηγούμενη μελέτη της ερευνητικής μας ομάδας έδειξε ότι το ανιόν του υπεροξειδίου και το ΗΡ είναι πιθανοί επαγωγείς των λειτουργιών των ενδοθηλιακών κυττάρων in vitro, ενδεχομένως μέσω επαγωγής της ενεργοποίησης της ενδοθηλιακής συνθάσης του μονοξειδίου του αζώτου (eNOS), που οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή του ενδογενούς μονοξειδίου του αζώτου (NO) και επακόλουθη ενεργοποίηση της διαλυτής γουανυλικής κυκλάσης (sGC) (Polytarchou and Papadimitriou, 2005). Ο κύριος στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί η πιθανή εμπλοκή της eNOS στην επαγωγή της παραγωγής της HARP από χαμηλές συγκεντρώσεις ΗΡ. Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι η ενεργοποίηση του ανθρώπινου γονιδίου της HARP επάγεται από το ΗΡ μέσω ενεργοποίησης της eNOS στα κύτταρα HUVEC και LNCaP. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, περίσσεια ROS σε συνδυασμό με ανεπάρκεια των κυτταρικών αντιοξειδωτικών συστημάτων οδηγεί σε οξειδωτικό στρες (Halliwell and Whiteman, 2004) και ενεργοποίηση μονοπατιών απόπτωσης και νέκρωσης (Paraskevas et al., 2000; Fleury et al., 2002; Nakano et al., 2004). Ένα δεύτερο μέρος της παρούσας εργασίας ασχολείται με τον τρόπο που οι υψηλές συγκεντρώσεις ΗΡ επηρεάζουν την ανάπτυξη των ενδοθηλιακών κυττάρων από στεφανιαία φλέβα βοός (CVEC). / -
5

Ταυτοποίηση υποδοχέων και μελέτη της σχέσης δομής–δράσης στην κυτταρική μετανάστευση του αυξητικού παράγοντα πλειοτροπίνη

Μικέλης, Κωνσταντίνος - Μάριος 03 July 2009 (has links)
Η πλειοτροπίνη αποτελεί έναν αυξητικό παράγοντα με ποικίλες δράσεις και σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των όγκων και την αγγειογένεση. Η ερευνητική μας ομάδα έχει δείξει σε προηγούμενη μελέτη ότι η πλειοτροπίνη επάγει τη μετανάστευση ενδοθηλιακών κυττάρων, μέσω πρόσδεσής της στον υποδοχέα της RPTPβ/ζ. Στην παρούσα μελέτη δείξαμε ότι μονοκλωνικό αντίσωμα έναντι της ιντεγκρίνης ανβ3, αλλά όχι έναντι της α5β1, ανέστειλε την επαγόμενη από την πλειοτροπίνη μετανάστευση ανθρώπινων ενδοθηλιακών κυττάρων με δοσο-εξαρτώμενο τρόπο. Η πλειοτροπίνη βρέθηκε να αλληλεπιδρά με την ιντεγκρίνη ανβ3 και η αλληλεπίδραση αυτή είναι ανεξάρτητη από τη θέση δέσμευσης της αλληλουχίας RGD της ιντεγκρίνης. Αντίθετα, ένα συνθετικό πεπτίδιο το οποίο αντιστοιχεί στην κυστεϊνική θηλιά (177CYDMKTTC184) στο εξωκυτταρικό τμήμα της υπομονάδας β3 ανέστειλε την αλληλεπίδραση της πλειοτροπίνης με την ιντεγκρίνη ανβ3 και την επαγόμενη από την πλειοτροπίνη μετανάστευση των ενδοθηλιακών κυττάρων. Επιπλέον, η ιντεγκρίνη ανβ3 βρέθηκε να αλληλεπιδρά και με τον υποδοχέα RPTPβ/ζ, ενώ η επαγόμενη από την πλειοτροπίνη φωσφορυλίωση της τυροσίνης 773 της ιντεγκρίνης β3 διαμεσολαβείται μέσω του RPTPβ/ζ και της καθοδικής αυτού κινάσης c-Src, η οποία επιπλέον αλληλεπιδρά και με την ιντεγκρίνη β3. Η midkine βρέθηκε ότι αλληλεπιδρά με τον υποδοχέα RPTPβ/ζ, αλλά όχι με την ιντεγκρίνη ανβ3, ενώ προκάλεσε μια μικρή, αλλά στατιστικά σημαντική αναστολή στη μετανάστευση των ενδοθηλιακών κυττάρων. Στο ίδιο πλαίσιο, η πλειοτροπίνη ανέστειλε τη μετανάστευση διαφορετικών κυτταρικών σειρών γλοιώματος τα οποία εκφράζουν τον RPTPβ/ζ, αλλά όχι την ιντεγκρίνη ανβ3¬, ενώ προκάλεσε επαγωγή της μετανάστευσης στα κύτταρα U87MG, που εκφράζουν την ιντεγκρίνη ανβ3 στην κυτταρική τους μεμβράνη. Υπερέκφραση της ιντεγκρίνης β3 σε κύτταρα γλοιώματος είχε ως αποτέλεσμα την επαγωγική δράση της πλειοτροπίνης στην κυτταρική μετανάστευση. Παρόμοια, η πλειοτροπίνη δεν είχε καμία δράση στη μετανάστευση κυττάρων CHO που δεν εκφράζουν την ιντεγκρίνη β3, ενώ προκάλεσε σημαντική επαγωγή στη μετανάστευση των ίδιων κυττάρων σταθερά διαμολυσμένων ώστε να υπερεκφράζουν την ιντεγκρίνη β3. Σε κύτταρα CHO σταθερά διαμολυσμένα ώστε να υπερεκφράζουν μία μεταλλαγμένη μορφή της ιντεγκρίνης β3, στην οποία οι τυροσίνες 773 και 785 έχουν αντικατασταθεί με φαινυλαλανίνη, η πλειοτροπίνη δεν είχε καμία δράση, γεγονός που υποδηλώνει ότι η φωσφορυλίωση της τυροσίνης 773 είναι απαραίτητη για τη μεταγωγή του σήματος της πλειοτροπίνης που οδηγεί σε κυτταρική μετανάστευση. Το γεγονός ότι και η midkine προκάλεσε επαγωγή της φωσφορυλίωσης της τυροσίνης 773 δείχνει επιπλέον ότι η φωσφορυλίωση αυτή από μόνη της δεν είναι ικανή να οδηγήσει σε επαγωγή της κυτταρικής μετανάστευσης. Συνοπτικά, τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι η ιντεγκρίνη ανβ3 είναι ένα μόριο που καθορίζει την επαγωγική ή ανασταλτική δράση της πλειοτροπίνης στην κυτταρική μετανάστευση. Επιπλέον, στα πλαίσια της παρούσας εργασίας εξιχνιάσθηκε ο μηχανισμός δράσης ενός πεπτιδίου που αντιστοιχεί στα 26 τελευταία αμινοξέα του καρβοξυτελικού άκρου της πλειοτροπίνης (πεπτίδιο S1), και το οποίο έχει βρεθεί να αναστέλλει την αγγειογένεση in vivo και την επαγωγική δράση της πλειοτροπίνης στη μετανάστευση και το σχηματισμό αυλών των ενδοθηλιακών κυττάρων in vitro. Το πεπτίδιο S1 βρέθηκε ότι αναστέλλει την αλληλεπίδραση της πλειοτροπίνης με την ιντεγκρίνη ανβ3, ενώ δεν επηρεάζει την αλληλεπίδρασή της με τον RPTPβ/ζ στα ενδοθηλιακά κύτταρα. Η ανταγωνιστική δράση μεταξύ της πλειοτροπίνης και του πεπτιδίου S1 για πρόσδεση στην ιντεγκρίνη ανβ3 θα μπορούσε να εξηγήσει την ανασταλτική δράση του πεπτιδίου στις επαγόμενες από την πλειοτροπίνη βιολογικές δράσεις, αλλά το κυριότερο, δείχνει ότι η το καρβοξυτελικό άκρο της πλειοτροπίνης είναι υπεύθυνο τμήμα για τη δέσμευσή της στην ιντεγκρίνη ανβ3. Επιπλέον, ανοίγει το δρόμο για την ανάπτυξη μορίων που θα αναστέλλουν τις δράσεις της πλειοτροπίνης μέσω της ιντεγκρίνης ανβ3 και θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν θεραπευτικά σε καταστάσεις, στις οποίες η αλληλεπίδραση αυτή παίζει σημαντικό ρόλο. / Pleiotrophin is a growth factor that among other functions, plays a significant role on tumor growth and angiogenesis. Our group has previously shown that pleiotrophin is able to induce migration of endothelial cells through binding to its receptor protein tyrosine phosphatase β/ζ (RPTPβ/ζ). In the present study we show that a monoclonal antibody against ανβ3 but not α5β1 integrin abolished pleiotrophin-induced human endothelial cell migration in a concentration-dependent manner. Integrin ανβ3 was found to directly interact with pleiotrophin in an RGD-independent manner, whereas a synthetic peptide corresponding to the specificity loop of the β3 integrin extracellular domain (177CYDMKTTC184) inhibited pleiotrophin-ανβ3 interaction and totally abolished pleiotrophin-induced endothelial cell migration. Interestingly, ανβ3 was also found to directly interact with RPTPβ/ζ, and pleiotrophin-induced Y773 phosphorylation of β3 integrin was dependent on both RPTPβ/ζ and the downstream c-Src kinase activation, which furthermore interacts with β3 integrin. Midkine was found to interact with RPTPβ/ζ, but not with ανβ3, and caused a small but statistically significant decrease in cell migration. In the same line, pleiotrophin decreased migration of different glioma cell lines that express RPTPβ/ζ but do not express ανβ3, while it stimulated migration of U87MG cells that express ανβ3 on their cell membrane. Overexpression of β3 in glioma cells stimulated the effect of pleiotrophin on cell migration. In the same line, pleiotrophin had no effect on migration of CHO cells that do not express β3, while it induced proliferation of the same cells, stably transfected to over-express wild-type β3. In cells over-expressing mutant β3 with replacement of cytoplasmic tyrosines 773 and 785 to phenylalanines, PTN had no effect on migration, suggesting that PTN-induced phosphorylation of tyrosine 773 is required for PTN-induced cell migration. However, the fact that midkine also induces phosphorylation of tyrosine 773 suggests that it is not sufficient by itself to transducer the stimulatory effect of PTN. Collectively, these data suggest that ανβ3 is a key molecule that determines the stimulatory or inhibitory effect of pleiotrophin on cell migration. Furthermore, the mode of action of a synthetic peptide that corresponds to the last 26 aminoacids of the C-terminal region of pleiotrophin (S1 peptide) and has inhibitory effects on angiogenesis in vivo and on pleiotrophin-induced endothelial cell migration and tube formation in vitro was further clarified. The peptide was found to inhibit pleiotrophin binding to ανβ3 integrin whereas it did not affect pleiotrophin binding to RPTPβ/ζ in human endothelial cells. These data explain the inhibitory effects of peptide S1 on pleiotrophin-induced biological activities and clarify that the C-terminal region of pleiotrophin is the domain responsible for the interaction with ανβ3 integrin. Finally, peptide S1 can be used to develop effective molecules in inhibiting actions of pleiotrophin through integrin ανβ3, in order to be used for treating pathologies where pleiotrophin seems to have significant role.
6

Κλινικοί και εργαστηριακοί παράγοντες σε ασθενείς με λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος

Τρακαδά, Γεωργία Π. 26 June 2007 (has links)
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να αξιολογηθεί το αγγειομετατρεπτικό ένζυμο στον ορό των ασθενών με πνευμονία, ως διαγνωστικός ή/και προγνωστικός δείκτης της νόσου και γενικά να μελετηθούν οι διάφοροι προγνωστικοί παράγοντες στις λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος. / Objective: The aim of this study was to determine prognostic factors of outcome in patients with lower respiratory tract infections (LRTIs). LRTIs are an heterogeneous group of disorders, including acute bronchitis, pneumonia, superinfection of chronic bronchitis and flu. The recent publications of several prognostic factors of outcome address specific conditions such as pneumonia or bronchitis, while general practitioners cannot usually differentiate between these conditions in current practice. Methodology: A total of 616 patients with LRTIs were retrospectively reviewed with regard to epidemiological, clinical, laboratory and radiographic data. The prognostic analysis included an univariate as well as a multivariate approach, in order to identify parameters associated with death. Results: The parameters found to be significantly different between survivors and non survivors in the univariate analysis, were respiratory rate (p<0,01), oxygen partial pressure (PaO2) (p<0,001), heart rate (p<0,0003), systolic and diastolic blood pressure (p<0,047 and (p<0,022, respectively), platelet count (p<0,045), urea (p<0,002), creatinine Objective: The aim of this study was to determine prognostic factors of outcome in patients with lower respiratory tract infections (LRTIs). LRTIs are an heterogeneous group of disorders, including acute bronchitis, pneumonia, superinfection of chronic bronchitis and flu. The recent publications of several prognostic factors of outcome address specific conditions such as pneumonia or bronchitis, while general practitioners cannot usually differentiate between these conditions in current practice. Methodology: A total of 616 patients with LRTIs were retrospectively reviewed with regard to epidemiological, clinical, laboratory and radiographic data. The prognostic analysis included an univariate as well as a multivariate approach, in order to identify parameters associated with death. Results: The parameters found to be significantly different between survivors and non survivors in the univariate analysis, were respiratory rate (p<0,01), oxygen partial pressure (PaO2) (p<0,001), heart rate (p<0,0003), systolic and diastolic blood pressure (p<0,047 and (p<0,022, respectively), platelet count (p<0,045), urea (p<0,002), creatinine (p<0,002), previous admission in the hospital the last year (p<0,033), and cavitations in chest radiograph (p<0,047). In multivariate analysis, the only statistically significant risk factors were PaO2 (odds ratio (OR) =0,8574; 95% confidence interval (CI) 0,7499-0,9802 in non survivors compared to survivors) and heart rate (OR=1,063; 95% CI 1,0052-1,1241 in non survivors compared to survivors). Conclusions: LRTIs remain a widespread problem and have a significant impact on primary healthcare resources. The great variability seen in rates of hospital admission and lengths of stay in part reflects uncertainty among physicians in assessing the severity of the illness. According to our data, PaO2 and heart rate, were most closely associated with death in patients with LRTIs. These predictor variables are all explicitly defined and can be readily assessed at the time of patient presentation.
7

Μηχανισμοί εξέλιξης της σπειραματικής βλάβης προς χρόνια νεφρική ανεπάρκεια

Καλλιακμάνη, Παντελίτσα 27 June 2007 (has links)
Η πορεία μιας οξείας σπειραματικής νόσου προς τη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδεις διεργασίες που εντοπίζονται αρχικά στο σπείραμα, εν συνεχεία στον ενδιάμεσο χώρο, στα ουροφόρα σωληνάρια και τέλος στα νεφρικά αγγεία. Το πρωταρχικό αίτιο για την έναρξη των διεργασιών αυτών είναι η εναπόθεση ανοσοσυμπλεγμάτων στην περιοχή του σπειράματος και η ενεργοποίηση αντιδράσεων που οδηγούν τελικά στην εμφάνιση σπειραματικής σκλήρυνσης, ίνωσης του διαμέσου ιστού και ατροφίας των ουροφόρων σωληναρίων. Οι διεργασίες αυτές φαίνεται να πυροδοτούνται από κυτταροκίνες, όπως είναι οι ιντερλευκίνες (IL-1, IL-2, IL-6) και να εξελίσσονται περαιτέρω κάτω από την επίδραση αυξητικών παραγόντων, όπως είναι ο Transforming Growth Factor (TGF-β1), Epidermal Growth Factor (EGF) και Insulin-like Growth Factor (IGF-1). Πέραν των διεργασιών όμως αυτών, σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση της καταστροφής του νεφρώνα, φαίνεται να διαδραματίζει ο ρυθμός απόπτωσης των κυττάρων των ουροφόρων σωληναρίων. Πράγματι η απόπτωση αποτελεί ένα σημαντικό μηχανισμό αποικοδόμησης των κυττάρων που σε συνεργασία με την αναγέννησή τους συμβάλλει στη σταθερότητα όλων των βιολογικών συστημάτων (ομοιόσταση). Ο ρυθμός της απόπτωσης των κυττάρων βρίσκεται σε μια σταθερή σχέση με τον ρυθμό αναγέννησης, έτσι ώστε κάθε βιολογικό σύστημα να παραμένει δομικά και λειτουργικά σταθερό. Οι πρωτεΐνες bax και bcl-2 έχουν αποδειχθεί αξιόπιστοι δείκτες της αποπτωτικής διαδικασίας. Η παρούσα μελέτη έχει σαν στόχο να εξετάσει ποιοτικά και ποσοτικά τη συμμετοχή των αυξητικών παραγόντων (TGF-β1, EGF, IGF-1) και των δεικτών της κυτταρικής απόπτωσης (πρωτεΐνες bax και bcl-2) σε ασθενείς με σπειραματικές βλάβες, παρουσία ιστολογικών αλλοιώσεων διαφορετικής βαρύτητας και κατ’ επέκταση διαταραχή της λειτουργίας του νεφρού. Συμπεριελήφθησαν 76 ασθενείς (44 άνδρες και 32 γυναίκες) στους οποίους, με βάση τα ιστολογικά ευρήματα στις βιοψίες του νεφρικού ιστού, ετέθησαν οι διαγνώσεις: ιδιοπαθής μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα (n=26), IgA νεφροπάθεια (n=15), νόσος ελαχίστων αλλοιώσεων (n=12), ταχέως εξελισσόμενη σπειραματονεφρίτιδα (n=11), εστιακή σπειραματοσκλήρυνση (n=7) και νεφρίτιδα του λύκου (n=5). Η μέση χρονική διάρκεια παρακολούθησης των ασθενών ήταν 4 χρόνια. Το είδος και η βαρύτητα των δομικών αλλοιώσεων του νεφρικού ιστού συσχετίσθηκαν με την πορεία της νεφρικής λειτουργίας, αλλά και με παραμέτρους των φλεγμονωδών διεργασιών που προσδιορίσθηκαν ανοσοϊστοχημικά, όπως είναι οι αυξητικοί παράγοντες TGF-β1, EGF και IGF-1, οι μυοϊνοβλάστες (κύτταρα που συμμετέχουν στη διαδικασία ανάπτυξης της ίνωσης) και οι δείκτες της κυτταρικής απόπτωσης (πρωτεΐνες bax και bcl-2). Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι σε ασθενείς με σπειραματική βλάβη η παρουσία των αυξητικών παραγόντων, των μυοϊνοβλαστών και των δεικτών κυτταρικής απόπτωσης στα σπειράματα, στο διάμεσο χώρο και στα ουροφόρα σωληνάρια είναι έντονη. Μάλιστα αυτή του αυξητικού παράγοντα TGF-β1 των μυοϊνοβλαστών και των πρωτεϊνών bax και bcl-2 είναι εντονότερη σε ασθενείς με σημαντικού βαθμού σπειραματική σκλήρυνση, ίνωση του διάμεσου ιστού και ατροφία των ουροφόρων σωληναρίων. Διαπιστώθηκε επίσης σημαντική συσχέτιση της έκφρασης των παραμέτρων αυτών με τη βαρύτητα των ιστολογικών αλλοιώσεων (r=0.444, p<0.05) και το βαθμό έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας (r= 0.454, p<0.05) ενώ αντίθετα δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση με τον τύπο της σπειραματικής βλάβης. Αυξημένος ρυθμός κυτταρικής απόπτωσης παρατηρήθηκε στο νεφρικό ιστό ασθενών με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας κατά τη διάγνωση της νόσου. Συμπερασματικά διαπιστώθηκε ότι : 1) Σε όλους τους ασθενείς, ανεξάρτητα από τον τύπο της σπειραματονεφρίτιδας, εντοπίζονται ανοσοϊστοχημικά αυξητικοί παράγοντες στο σπείραμα, στο διάμεσο ιστό και στα ουροφόρα σωληνάρια και μυοϊνοβλάστες κυρίως στο διάμεσο χώρο. 2) Η ποσοτική έκφραση των αυξητικών παραγόντων και ιδιαίτερα του TGF-β1 φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με το βαθμό έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας και τη βαρύτητα των ιστολογικών αλλοιώσεων. 3) Ο ρυθμός της κυτταρικής απόπτωσης είναι ανάλογος της βαρύτητας των ιστολογικών αλλοιώσεων και του βαθμού έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας. / The evolution of an acute glomerular injury towards chronic renal failure is characterized by an inflammatory process that is initially localized in the glomeruli and then in the tubulointerstitial area and vessels of the kidney. The deposition of immune complexes in the glomeruli is the main cause of this process that leads to the development of glomerular sclerosis, interstitial fibrosis and tubular atrophy. In this process various cytokines [interleukins (IL), (IL-1, IL-2, IL-6)] and growth factors [Transforming Growth Factor-β (TGF-β), Epidermal Growth Factor (EGF) and Insulin Growth Factor (IGF-1)] are involved. The phenomenon of cellular apoptosis is implicated in the development of renal scarring. Apoptosis represents the programmed cellular death that is in balance with the generation of cells. The rate of cellular apoptosis is responsible for the preservation of homeostasis in each organism. Various genes and proteins are involved in the regulation of apoptosis within kidney. Bax and bcl-2 proteins represent markers of the apoptotic process since bax is related to an enhanced apoptotic rate whereas bcl-2 provides a survival advantage to renal cells. The aim of this study is to investigate the expression of growth factors (TGF-β1, EGF, IGF-1) and apoptotic markers (bax and bcl-2 proteins) in the renal tissue of patients with various types of glomerulonephritis and to identify any correlation of this expression with the severity of histological injury and with the course of renal function. Seventy six patients (44 males and 32 females) were included in the study. The histological diagnoses were: idiopathic membranous nephropathy (n=26), IgA nephropathy (n=15), minimal changes disease (n=12), rapidly progressive glomerulonephritis (n=11), focal segmental glomerulosclerosis (n=7) and lupus nephritis (n=5). The mean follow-up period was 4 years. The expression of growth factors, apoptotic markers and myofibroblasts (cells that are involved in the development of scarring) in the renal tissue was investigated by immunohistochemical technique and quantitated by morphometric analysis. In the renal tissue of patients with glomerulonephritis presence of growth factors, myofibroblasts and apoptotic markers was identified in the glomeruli and in the tubulointerstitial area. The expression of TGF-β1, myofibroblasts and bax, bcl-2 proteins was particularly severe in patients with glomerular sclerosis, interstitial fibrosis and tubular atrophy. The severity of this expression was related to the degree of histological damage (r=0.444, p<0.05) and that of renal impairment (r=0.454, p<0.05) whereas it was not related to the type of glomerulonephritis. In conclusion, it was found that: 1. Growth factors and myofibroblasts are localized in the glomeruli and in the tubulointerstitial area of patients with glomerulonephritis. 2. The severity of growth factors and in particular that of TGF-β1 expression is related to the degree of renal function impairment and to the severity of histological involvement. 3. The rate of cellular apoptosis in the kidney of patients with glomerulonephritis is also related to the severity of histological involvement and to the degree of renal function imparment.
8

Η συνδεκάνη-3 διαμεσολαβεί τις βιολογικές δράσεις της HARP

Κίτσου, Παρασκευή 07 October 2011 (has links)
Η HARP (Heparin Affin Regulatory Peptide) είναι ένας αυξητικός παράγοντας ο οποίος εμφανίζει πλειάδα βιολογικών δράσεων εμπλεκόμενος στη διαφοροποίηση, τον πολλαπλασιασμό και τη μετανάστευση πολλών τύπων κυττάρων, καθώς και στην αγγειογένεση και την ανάπτυξη όγκων. Η HARP έχει χρονοειδικό και ιστοειδικό πρότυπο έκφρασης, υπερεκφράζεται όμως σε καρκινικές κυτταρικές σειρές, σε ανθρώπινους καρκινικούς όγκους και βρίσκεται σε υψηλή συγκέντρωση στον ορό του αίματος ασθενών με διάφορες μορφές καρκίνου. Η HARP ασκεί τις βιολογικές της δράσεις μετά από δέσμευση στους διαμεμβρανικούς υποδοχείς, SDC3, ALK και RPTPβ/ζ. Οι βιολογικές της δράσεις προσδιορίζονται από τη συνισταμένη των δράσεων που έχει κάθε υποδοχέας της, αντικατοπτρίζοντας τον περίπλοκο μηχανισμό δράσης της. Στη συγκεκριμένη εργασία μελετήσαμε τον τρόπο με τον οποίο η SDC3 διαμεσολαβεί τις βιολογικές δράσεις της HARP σε κύτταρα DU145 και PC3, κυτταρικές σειρές από καρκίνο ανθρώπινου προστάτη. Χρησιμοποιώντας την RNAi τεχνολογία, διαμολύναμε παροδικά τα κύτταρα με siRNA ειδικά σχεδιασμένο έναντι της SDC3, μειώνοντας τα επίπεδα έκφρασης της. Καλλιεργήσαμε κύτταρα, φυσιολογικά και μετασχηματισμένα, επιδράσαμε εξωγενώς με HARP και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και στις δύο καρκινικές κυτταρικές σειρές, η SDC3 είναι θετικός ρυθμιστής της επαγόμενης από τη HARP κυτταρικής προσκόλλησης και μετανάστευσης. Παράλληλα, μελετήσαμε την ενεργοποίηση μορίων που εμπλέκονται στο μονοπάτι μεταγωγής σήματος της SDC3 όπως της Src, Fak, Akt, Pten και Erk1/2. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ενεργοποίησή της SDC3 από τη HARP οδηγεί στην αύξηση των επιπέδων των pSrc, pFak, pAkt και p Erk1/2, ενώ, βρέθηκε ότι μειώνεται η φωσφορυλίωση της Pten. Συμπερασματικά, στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η συμμετοχή της συνδεκάνης 3 στις βιολογικές δράσεις της HARP, καθώς και μόρια του σηματοδοτικού μονοπατιού μεταγωγής σήματος του υποδοχέα αυτού. Βρέθηκε ότι η HARP προσδενόμενη στον υποδοχέα αυτό, επάγει την προσκόλληση και μετανάστευση των κυττάρων, δράσεις που συνδέονται με την ανάπτυξη όγκων και τη μετάσταση καρκινικών κυττάρων. / HARP (Heparin Affin Regulatory Peptide), also known as Pleiotrophin, is a growth factor involved in several biological actions such as induction of cellular proliferation, migration and angiogenesis. Elevated concentrations of this growth factor are found in many tumours, as well as in the plasma of patients with different types of cancer. HARP exerts its actions after binding to the transmembrane receptors RPTP β/ζ, ALK and N-Syndecan (SDC3). In the present work, we studied the role of the transmembrane receptor SDC3 in the biological actions of HARP. We used DU145 and PC3 transiently transfected with specific siRNA to downregulate the accumulation of SDC3. Our results show that HARP binds to SDC3 and induces the cell adhesion and migration of DU145 and PC3 cells. We also studied the signal transduction through SDC3 receptor and the activation of signaling molecules such as Src, Fak, Akt, Pten and Erk 1/2. Our results revealed that HARP induces the phosphorylation of Src kinase, Fak and Erk1/2 after binding to SDC3 in both DU145 and PC3 cells. Also, HARP increases Akt signaling cascade in PC3 cells, while it suppresses the signaling cascade induced by PTEN in DU145 cells. Consequently, HARP interaction with SDC3, results in the activation of SDC3, which in turn triggers a signal transduction pathway that leads to specific biological cell responses activates other cytoplasmic effectors. Therefore, there starts a signaling cascade that targets specific genes and cell response. In conclusion, our results indicate that SDC3 contributes, as a positive regulator, to HARP-dependent cell adhesion and migration in both DU145 and PC3 cells.
9

Τεχνικές αντιμετώπισης θορύβων και παρεμβολών σε αστικό περιβάλλον κυτταρικής κινητής τηλεφωνίας τρίτης γενιάς

Καραμπίνα, Άρτεμη 16 April 2013 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τεχνικών αντιμετώπισης θορύβων και παρεμβολών σε αστικό περιβάλλον κυτταρικής κινητής τηλεφωνίας τρίτης γενιάς. Ξεκινώντας γίνεται αναφορά στις κινητές επικοινωνίες, την ιστορική τους διαδρομή, από τα πρώτα τους βήματα τη δεκαετία του 1940 εως τη σημερινή 4η γενιά και τη ραγδαία άνθισή τους τις τελευταίες δεκαετίες. Περιγράφεται αναλυτικά η κυτταρική ιδέα ανάπτυξης των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, οι βασικές αρχές της και τα τεχνικά χαρακτηριστικά της καθώς και τα διεθνή πρότυπα από τα οποία ορίζεται. Ακολουθεί η αναλυτική περιγραφή του συστήματος UMTS, το οποίο δίνει το στίγμα της κυτταρικής κινητής τηλεφωνίας 3ης γενιάς, ενώ το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται την ασύρματη μετάδοση σε ανοιχτό χώρο, τα μοντέλα διάδοσης και τους διάφορους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν ένα ασύρματο κανάλι. Ο θόρυβος και οι παρεμβολές ορίζονται και περιγράφονται διεξοδικά στο τέταρτο κεφάλαιο.Στο πέμπτο κεφάλαιο αναπτύσσονται οι τεχνικές αντιμετώπισής τους και στη συνέχεια ακοιλουθεί η περιγραφή μιας συγκεκριμένης τοπολογίας. / The objective of this work is the study of the different reduction techniques for Noise and Interference in 3G cellular mobile telecommunication systems at an urban environment.First a reference is made in mobile communications, their historic journey and their rapid evolution in recent decades.An analytical specification of the cellular concept of development, the technical characteristics and the international standards is made.Follows the description of the umts,the wireless transmission in an environment, the diffusion model and factors that may affect a wireless channel.The noise and interference are defined and described.Chapter five describes the reduction methods,at chapter six a specific topology is described and at last there are some conclusions.
10

Η σημασία της ανοσολογικής απάντησης στην πρόγνωση και τη θεραπευτική ανταπόκριση ασθενών με χρόνια ιογενή ηπατίτιδα

Δημητροπούλου, Δήμητρα 17 September 2012 (has links)
Η ανοσολογική απάντηση και κυρίως η κυτταρική ανοσία, κατέχει σημαντικό ρόλο στην παθογένεια της λοίμωξης τόσο από τον ιό της ηπατίτιδας Β όσο και από τον ιό της ηπατίτιδας C. Στην παρούσα μελέτη εκτιμήθηκε η κυτταρική ανοσία, όπως αυτή εκφράζεται από τους Τ λεμφοκυτταρικούς υποπληθυσμούς (CD3, CD4, CD8) στο περιφερικό αίμα και στον ηπατικό ιστό ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα Β (ΧΗΒ) και χρόνια ηπατίτιδα C (XHC). Οι ασθενείς με ΧΗΒ χωρίσθηκαν σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με την ενεργότητα της νόσου (ασθενείς με χρόνια ενεργό ηπατίτιδα και ασυμπτωματικοί φορείς της νόσου). Επίσης μετρήθηκαν οι κυτταροκίνες του περιφερικού αίματος ( IFN-γ, TNF-a, IL-10, IL-5, IL-12, IL-6, IL-1b, IL-4, IL-8, IL-2) στις παραπάνω ομάδες ασθενών. Μέτρηση των Τ λεμφοκυτταρικών υποπληθυσμών και των κυτταροκινών έγινε στους ασθενείς με ενεργό ΧΗΒ και XHC πριν και μετά την έναρξη της αντιϊκής αγωγής. Όσο αφορά τους Τ κυτταρικούς υποπληθυσμούς του περιφερικού αίματος δεν προέκυψε διαφορά στους ασθενείς με ενεργό ΧΗΒ και ασυμπτωματικών φορέων της νόσου. Αντίθετα, σημαντική αύξηση των Τ κυτταρικών υποπληθυσμών, ιδιαίτερα στο επίπεδο των CD8 κυττάρων διαπιστώθηκε στους ασθενείς με XHC τόσο στο περιφερικό αίμα όσο και στο ηπατικό ιστό σε σχέση με τους ασθενείς με ΧΗΒ. Όσο αφορά τον ηπατικό ιστό υπήρξε άμεση συσχέτιση των CD3 κυττάρων με τη πυλαία φλεγμονή και τη λοβιακή δραστηριότητα και στις δύο ομάδες ασθενών, ενώ άμεση συσχέτιση των CD8 κυττάρων με τη πυλαία φλεγμονή και τη λοβιακή δραστηριότητα παρατηρήθηκε μόνο στους ασθενείς με XHC. Από τη μέτρηση των κυτταροκινών του περιφερικού αίματος προκύπτει αύξηση της IFN-γ, TNF-a, IL-10, IL-5 στους ασυμπτωματικούς φορείς της ηπατίτιδας β σε σχέση με τους ασθενείς με ενεργότητα ενώ σχετικά με τους ασθενείς με XHC και ενεργό ηπατίτιδα β, σημαντική αύξηση του TNF-a και μείωση της IL-4 και IL-12 στους ασθενείς με XHC. Δεν παρατηρήθηκε διαφορά στους Τ κυτταρικούς πληθυσμούς και στις κυτταροκίνες του περιφερικού αίματος στους ασθενείς με ΧΗΒ και XHC πριν και μετά την έναρξη αντιϊκής αγωγής. Από τα αποτελέσματα της μελέτης προκύπτει ότι οι ασθενείς με ΧΗΒ και XHC επιδεικνύουν διαφορετικό ανοσολογικό προφίλ όσο αφορά τους Τ κυτταρικούς υποπληθυσμούς στο περιφερικό αίμα και στον ηπατικό ιστό. Φαίνεται ότι η ανάπτυξη ανεπαρκούς ανοσολογικής απάντησης είναι υπεύθυνη για τη μη αποτελεσματική ιϊκή κάθαρση και την εξέλιξη της ηπατικής βλάβης στους ασθενείς με ΧΗΒ, ενώ αντίθετα στους ασθενείς με XHC η νόσος εξελίσσεται παρά την παρουσία ανοσολογικής απάντησης που είναι πιο έντονη στο επίπεδο των CD8 κυττάρων. Παρόμοια αποτελέσματα προκύπτουν και από τη μέτρηση των κυτταροκινών του περιφερικού αίματος. Έτσι, όσο αφορά την XHC φαίνεται ότι η νόσος εξελίσσεται παρά την παρουσία μιας έντονης Th1 απάντησης, ενώ στους ασθενείς με ενεργό ΧΗΒ φαίνεται ότι υπερτερεί η Th2 απάντηση. Στους ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα β, φαίνεται ότι το υψηλό ιικό φορτίο μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή της λειτουργικότητας των Τ λεμφοκυττάρων, όσο αφορά την παραγωγή IFN-γ που οδηγεί σε εξέλιξη της νόσου και ενεργό ιϊκό πολλαπλασιασμο. / The aim of this study was to evaluate the immune response in peripheral blood and liver, through the measurement of T cell subsets and serum cytokines, in patients with chronic active hepatitis B, asymptomatic HBV carriers and chronic hepatitis C. Thirty four patients with chronic hepatitis B (21 with active hepatitis and 13 asymptomatic carriers) and twenty one patients with chronic hepatitis C were enrolled in the study. We also evaluated 21 biopsies from patients with active CHB and 21 biopsies from patients with CHC. We measured CD3, CD4, CD8 T cell lymphocytes in peripheral blood and liver tissue as well serum cytokines (IFN-γ, TNF-a, IL-10, IL-5, IL-12, IL-6, IL-1b, IL-4, IL-8, IL-2) in these patients. We also evaluated the T – cell subsets and serum cytokines in patients with active CHB and CHC before and after the onset of antiviral therapy. We found no differences in the numbers of all T cells lymphocytes in peripheral blood between patients with active CHB and asymptomatic carriers. In contrast, we found a significant increase in the numbers of T cell subsets in CHC compared to CHB patients. We also found a significant increase in the number of T cell subsets in the area of portal tracts and lobules in CHC patients compared to CHB patients. In both groups there was a direct correlation between CD3 cells in portal tracts and lobules and HAI score but a direct correlation between CD8 cells and HAI score was found only in CHC patients. Regarding cytokine profile, patients with chronic active disease presented significantly decreased levels of IFN-γ, TNF-alpha, IL-10 and IL-5 as compared to inactive carriers. Also, a significant negative correlation between serum hepatitis B viral load and IFN-γ levels was noted. No correlation was found between viral load and the other cytokines. Patients with CHC presented significantly increased levels of TNF-alpha and significantly decreased levels of IL-12 and IL-4 as compared to patients with active hepatitis b infection. We found no difference in T – cell subsets and serum cytokines before and after the onset of antiviral therapy. Insufficient cellular immune response is critical for the ineffective virus clearance and liver damage in active CHB, while in CHC, immune response is present in peripheral blood and liver. However, there is an immunological escape of HCV, which seems to survive in the presence of an adequate immune response. Also, patients with active hepatitis B and HBsAg inactive carriers seem to display different cytokine profile. Decreased Th1 response observed in patients with active hepatitis B could be implicated in the persistence of virus replication and ongoing progression of liver disease. Hepatitis B viral load seems to be an important factor for T cell dysfunction, as expressed through reduced IFN-γ production.

Page generated in 0.0512 seconds