• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 25
  • 5
  • Tagged with
  • 30
  • 26
  • 14
  • 11
  • 7
  • 7
  • 6
  • 5
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Πειραματική μελέτη και μαθηματική μοντελοποίηση αντιδραστήρων στερεάς και κινητής κλίνης CaCO3/CaO - Λιγνίτη για τη δέσμευση του SO2

Σπαρτινός, Δημήτρης 15 December 2009 (has links)
- / -
12

Προσδιορισμός αζωτούχων ενώσεων ατμοσφαιρικής σημασίας

Δαναλάτος, Δημήτριος 02 June 2010 (has links)
- / -
13

Μελέτη και ανάπτυξη μεθόδων μηχανικής μάθησης με εφαρμογή στην πρόβλεψη ατμοσφαιρικής ρύπανσης

Καλαπανίδας, Ηλίας 24 June 2010 (has links)
- / -
14

Σπουδή στην ατμοσφαιρική διασπορά βαρέων ρύπων με δισδιάστατη μοντελοποίηση ρηχού στρώματος

Βενετσάνος, Αλέξανδρος 20 August 2010 (has links)
- / -
15

Ανάπτυξη εργαστηριακών μεθόδων προσδιορισμού των συντελεστών μεταφοράς σε εδάφη από δυναμικά πειράματα

Αγγελόπουλος, Χρήστος Α. 30 August 2010 (has links)
- / -
16

Διερεύνηση της συμπεριφοράς φυτών σε σχέση με τις συγκεντρώσεις μετάλλων στο έδαφος

Καλαβρουζιώτης, Γιάννης Κ. 24 September 2010 (has links)
- / -
17

Εκτίμηση της φυτοπροστατευτικής δράσης των υγρών παραπροϊόντων ελαιοτριβείων σε φυτά αγγουριού (Cucumis sativus L.) και έναντι των προσβολών από το μύκητα Sphaerotheca fusca (Fr.) S. Blumer

Μανδουλάκη, Αθανασία 18 July 2012 (has links)
Τα υγρά παραπροϊόντα των ελαιοτριβείων (Olive Mill Wastewater, OMW) ή αλλιώς ο κατσίγαρος αποτελούν το κύριο παραπροϊόν της παραγωγικής διαδικασίας του ελαιόλαδου. Αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες περιβαλλοντικής ρύπανσης, όπου οι τεράστιες επιπτώσεις τους οφείλονται κυρίως στα φυσικοχημικά τους χαρακτηριστικά. Αν και η απόρριψη ή η ενσωμάτωση των υγρών παραπροϊόντων στο έδαφος αποτελεί μια εναλλακτική μέθοδο επεξεργασίας και αξιοποίησης τους, εντούτοις οι αντιμικροβιακές και φυτοτοξικές ιδιότητες τους δυσχεραίνουν την υλοποίηση της. Παράλληλα όμως η εκμετάλλευση ορισμένων ιδιοτήτων τους συντελεί στη διερεύνηση πρωτότυπων, εναλλακτικών και οικολογικών τρόπων καταπολέμησης διαφόρων φυτοπαθογόνων μικροοργανισμών. Σύμφωνα με την πλειονότητα των βιβλιογραφικών αναφορών τα παραπροϊόντα αυτά είναι πλούσια σε οργανικά και ανόργανα συστατικά ενώ η βασική αιτία της τοξικής τους δράσης είναι η μεγάλη περιεκτικότητα τους σε φαινολικές ενώσεις. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή έγινε προσπάθεια εκτίμησης της δράσης τους ενάντια στο φυτοπαθογόνο μύκητα Sphaerotheca fusca με απώτερο σκοπό να διερευνηθεί η όποια φυτοπροστατευτική τους δράση σε φυτά αγγουριού και η συγκέντρωση η οποία θα παρουσίαζε τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα χωρίς ταυτόχρονα να προκαλεί φυτοτοξικές αντιδράσεις. Συγκεκριμένα πραγματοποιήθηκε μια σειρά in vitro βιοδοκιμών για τον έλεγχο της φυτοτοξικότητας των υγρών παραπροϊόντων στη βλάστηση σπερμάτων αγγουριού και της εξέλιξης της βλάστησης των κονιδίων του μύκητα, ενώ παράλληλα διεξήχθησαν in vivo και in planta πειράματα για τη μελέτη της εκλεκτικότητας των διαφόρων συγκεντρώσεων των παραπροϊόντων και της ελάχιστης αποτελεσματικής δόσης τους υπό συνθήκες αγρού. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του ελέγχου φυτοτοξικότητας, τα υγρά παραπροϊόντα των ελαιοτριβείων παρουσίασαν έντονη φυτοτοξικότητα ως πυκνό διάλυμα, ενώ η δράση τους περιορίστηκε κυρίως στην επιμήκυνση και τη ζωτικότητα του ριζιδίου. Συγχρόνως προκάλεσαν μια καθυστέρηση τεσσάρων περίπου ημερών στη βλάστηση των σπερμάτων ενώ όσον αφορά τις διάφορες αραιώσεις που δοκιμάστηκαν, διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν καμία φυτοτοξική επίδραση ή αντιθέτως η επίδραση τους υπήρξε θετική, προάγοντας την επιμήκυνση του ριζιδίου. Μικροσκοπικές παρατηρήσεις έδειξαν ότι το πυκνό διάλυμα των υγρών παραπροϊόντων παρεμπόδισε την ανάπτυξη του μύκητα για μια περίοδο περίπου μιας εβδομάδας, όταν εφαρμόστηκε μια μέρα πριν την τεχνητή μόλυνση και κάτω από συνθήκες υψηλής πίεσης μολύσματος. Η μείωση του ποσοστού των βλαστημένων κονιδίων και της ανάπτυξης των πρωτογενών και δευτερογενών υφών των κονιδίων και του μυκηλίου αποτελούν προκαταρτικές αποδείξεις της μυκητοστατικής δράσης των υγρών παραπροϊόντων. Τα αποτελέσματα των in vivo και in planta πειραμάτων, τα οποία συνάδουν με αυτά των in vitro βιοδοκιμών που αφορούν την εξέλιξη της βλάστησης των κονιδίων του μύκητα, έδειξαν ότι η προληπτική εφαρμογή των υγρών παραπροϊόντων προκάλεσε την μείωση στην ένταση της ασθένειας όπως επίσης την καθυστέρηση στην έναρξη της, εμφανίζοντας είτε άμεση δράση στα κονίδια του μύκητα είτε έμμεση μέσω του ξενιστή ενεργοποιώντας μηχανισμούς ανοχής των φυτών σε παθογόνα. Συγκρίνοντας τη δράση τους με αυτή του μάρτυρα, αποδείχθηκε ότι η εφαρμογή τους δεν είχε καμία επίδραση στο ρυθμό ανάπτυξης της ασθένειας. Μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα εμφάνισε το πυκνό διάλυμα των υγρών παραπροϊόντων και ειδικότερα μετά από την εφαρμογή εβδομαδιαίων επεμβάσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η δράση του, κάτω από συνθήκες μειωμένης έντασης μολύσματος, ήταν παρόμοια με αυτήν του θειούχου μυκητοκτόνου Thiovit®. Στα πλαίσια λοιπόν της συγκεκριμένης μεταπτυχιακής διατριβής αποδεικνύεται η προστατευτική δράση των υγρών παραπροϊόντων σε φυτά αγγουριού έναντι του μύκητα Sphaerotheca fusca, η οποία μάλιστα συνοδεύεται από μη φυτοτοξικές επιδράσεις στα υπέργεια όργανα των φυτών. Παρ’όλα αυτά για τη διερεύνηση του ακριβή μηχανισμού ή μηχανισμών δράσης των υγρών παραπροϊόντων, όπως επίσης την εξακρίβωση της εμπλοκής και του ρόλου των φαινολικών ουσιών στη δράση τους, κρίνεται αναγκαία περαιτέρω έρευνα / Olive mill wastewaters (OMW) are the main by-products of olive oil production. Due to their physicochemical characteristics, these wastes constitute one of the major environmental problems. The disposal and the application of OMW to the soil is an alternative method of waste process and utilization. The phytotoxic and antimicrobial properties of OMW, however, prevent the implementation of this method. At the same time, some of the OMW properties contribute to the development of novel and alternative disease-control strategies, with an ecological basis. According to the scientific literature, these wastes contain organic, inorganic and toxic compounds, such as phenolics. The current study aims at the evaluation of olive OMW antifungal activity against Sphaerotheca fusca. The overarching purpose is to investigate the efficacy of OMW in protecting cucumber against powdery mildew, in relation to their concentration and phytotoxicity. Particularly, in vitro bioassays were carried out in order to examine OMW phytotoxicity on cucumber seed germination and their effect on germination progress of S. fusca conidia. In vivo and in planta testings were carried out both to investigate the selectivity of OMW concentrations, and the minimal effective dose in field conditions. OMW showed strong phytotoxicity as undiluted solution. Their activity was restricted to the elongation and growth of the root. OMW caused delay in seed germination by four days, whereas no phytotoxicity reaction occurred at any of the dilutions. In contrast, their activity in a certain dilution was positive, inducing root elongation. Microscopic observations showed that pretreatment of cucumber plants with undiluted OMW, followed by artificial inoculation and under low levels of inoculums, inhibited fungal growth for a week. Both the reduction in conidial germinated rate and the reduction in primary, secondary hyphae and mycelium growth, constitute preliminary evidence of OMW fungistatic activity. The results of in vivo and in planta treatments, which are in accordance with these microscopic observations, indicate that a prophylactic application of OMW reduced the disease severity and caused a delay in disease onset. OMW exerted either a direct effect on the fungal conidia, or acted indirectly, by activating mechanisms of plant tolerance. Despite the delay in disease onset, the rate of disease development was similar compared to the control. OMW were more effective when applied without any prior dilution and especially after a 7-day interval between applications. It is noteworthy that OMW were nearly as effective as sulphur (Thiovit®), under low levels of inoculums. The current study has demonstrated the protective action of OMW against cucumber powdery mildew (Sphaerotheca fusca), followed by the lack of phytotoxic effects on upper plant organs. Further research would be useful to identify the exact mechanism(s) of OMW activity, as well as the role of phenolic compounds in the process.
18

Η ατμοσφαιρική ρύπανση στην Αθήνα

Ανδρεοπούλου, Ευφροσύνη 15 February 2012 (has links)
Η ανάπτυξη των μεγαλουπόλεων συνεπάγεται τεράστιες εκπομπές αιωρούμενων σωματιδίων και άλλων ρυπαντών ουσιών στην ατμόσφαιρα, το οποίο οδηγεί σε πολύ μεγάλη υποβάθμιση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού τους αέρα. Η καταγραφή και μελέτη όλων αυτών των αέριων ρυπαντών βελτιώνει σημαντικά τη γνώση μας, προκειμένου να καταλάβουμε αλλά και να διαχειριστούμε σωστά τέτοιου είδους σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα. Στην παρούσα εργασία επεξεργαζόμαστε στατιστικά τα δεδομένα από 16 σταθμούς καταγραφής ατμοσφαιρικών ρύπων στην περιοχή της Αθήνας. Πιο συγκεκριμένα διαθέτουμε τις συγκεντρώσεις των αιωρούμενων σωματιδίων PM10 , του μονοξειδίου και διοξειδίου του αζώτου , του όζοντος , του μονοξειδίου του άνθρακα και του διοξειδίου του θείου για το έτος 2006, αλλά και τα μετεωρολογικά δεδομένα για το συγκεκριμένο έτος. Αναπαριστούμε γραφικά τις μέσες ημερήσιες αλλά και μηνιαίες τιμές για καθένα από τους παραπάνω ρύπους, για όλους τους σταθμούς στους οποίους μετρώνται οι συγκεντρώσεις τους και εξάγουμε συμπεράσματα για τις ώρες της ημέρας, αλλά και για το ποιούς μήνες, έχω τις μέγιστες τιμές για τον κάθε ρύπο. Ακόμα εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με τη συχνότητα εμφάνισης υπερβάσεων των θεσμοθετημένων ορίων , καθενός εκ των πιο πάνω ρυπαντών. Εφαρμόζουμε την μέθοδο της ανάλυσης γραμμικής παλινδρόμησης, με την οποία διαπιστώνουμε με ποιούς από τους υπόλοιπους ατμοσφαιρικούς ρύπους και με ποιες μετεωρολογικές παραμέτρους συσχετίζονται γραμμικά τα αιωρούμενα σωματίδια ενώ παρατηρούμε κάποια ετερογένεια ανάμεσα στους σταθμούς μέτρησής τους. Τέλος μέσω της διαδικασίας της ετεροσυσχέτισης των χρονοσειρών των ατμοσφαιρικών ρύπων των αιωρούμενων σωματιδίων, του μονοξειδίου του άνθρακα και του διοξειδίου του αζώτου μεταξύ των σταθμών καταγραφής τους, εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με τη συμπεριφορά των αντίστοιχων χρονοσειρών, δηλαδή το μέγεθος της σχέσης ανάμεσα στις δύο σειρές και τη χρονική απόσταση ανάμεσα στη θέση της μέγιστης ισοδυναμίας τους. / The development of big cities resulted in large emissions of suspended particulate matter (PM) and other pollutants in the atmosphere, which link to air quality deterioration. Monitoring and studying air pollutants improves our knowledge in order to understand and manage such significant environmental problems. In the present work, we perform statistics in the data of the 16 monitoring stations in Athens area. More specifically our data consists of the concentrations of PM10, NO, NO2, O3, SO2 and CO, as well as the meteorological data of the year 2006. We graphically represent mean daily and monthly values of each air pollutant and make appropriate conclusions. Moreover we deal with the exceedances of these air pollutants concentrations. We perform linear regression analysis in order to find out, which of the rest pollutants and meteorological data, PM10 have the best linear line fit with. We find enough differences between the monitoring stations. Finally through the cross correlation procedures of the time series of PM10, CO and NO2 between the monitoring stations, we make conclusions regarding the behavior of the time series as concerning the type of the relationship between them and the time distance between their maximum equivalence.
19

Απορρίμματα και εκτίμηση θαλάσσιων και χερσαίων πηγών ρύπανσης στις ελληνικές ακτές

Μοιρώτσου, Αναστασία, Παπαμιχαλοπούλου, Κωνσταντίνα 01 April 2014 (has links)
Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας εκτιμήθηκαν οι συστάσεις παράκτιων απορριμμάτων, καθώς και πηγές ρύπανσης των θαλάσσιων και χερσαίων απορριμμάτων στις ελληνικές ακτές. Η μη κυβερνητική οργάνωση «Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS» βοήθησε στην καταγραφή των απορριμμάτων με τη συμβολή εθελοντών. Οι εθελοντές συμπληρώνοντας ειδικό φύλλο καταγραφής κατέγραψαν τα απορρίμματα τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά. Στα δεδομένα που συλλέχθηκαν εφαρμόστηκε πολυδιάστατη στατιστική ανάλυση από την οποία αντλήθηκαν πληροφορίες, βάσει των οποίων κατηγοριοποιήσαμε τις ελληνικές ακτές ανάλογα με τις πηγές ρύπανσης τους, τόσο για το έτος 2010, όσο και για το επόμενο έτος 2011. / As part of this study evaluated the recommendations coastal litter and pollution sources of marine litter on land and Greek coasts. The non-governmental organization "Network MEDITERRANEAN SOS» helped in the recording of waste with the help of volunteers. Volunteers completing specific worksheet registered waste both quantitatively and qualitatively. Among the data collected was applied multidimensional statistical analysis from which information was drawn, whereby the Greek coast categorized depending on the sources of pollution, both for 2010 and for next year 2011.
20

Simulating the contributions of local and regional sources to fine PM in megacities / Η συνεισφορά τοπικών και αποκρυσμένων περιοχών στα επίπεδα ρύπανσης των ευρωπαΐκών μεγαλουπόλεων

Σκυλλάκου, Ξακουστή 30 April 2014 (has links)
The Particulate Matter Source Apportionment Technology (PSAT) is used together with PMCAMx, a regional chemical transport model, to estimate how local emissions and pollutant transport affect primary and secondary particulate matter concentration levels in European megacities such as Paris, London and Po Valley. The case of Paris megacity was investigated in detail. During the summer and the winter period examined, only 13% of the PM2.5 is due to local Paris emissions, with 36% due to mid range (within 500 km from the center of the Paris) sources and 51% resulting from long range transport (more than 500 km from the center of the Paris). The local emissions contribution to elemental carbon (EC) is significant, with almost 60% of the EC originating from local sources during both summer and winter. Approximately 50% of the fresh primary organic aerosol (POA) originated from local sources and another 45% from areas 100-500 km from the receptor region during summer. Regional sources dominated the secondary PM components. More than 70% of the sulfate originated from SO2 emitted more than 500 km away from the center of the Paris. Also more than 45% of secondary organic aerosol (SOA) was due to the oxidation of VOC precursors that were emitted 100-500 km from the center of the Paris. Long range sources are more important during winter because the photochemical activity is lower. PSAT results for contributions of local and regional sources were also compared with observation-based estimates from field campaigns that took place during the MEGAPOLI project. PSAT predictions are in general consistent with these estimates OA and sulfate but PSAT predicts lower transported EC for both seasons. / Ο καταμεριστικός αλγόριθμος ατμοσφαιρικών σωματιδίων (PSAT, Particulate Matter Source Apportionment Technology) χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το τρισδιάστατο μοντέλο χημικής μεταφοράς PMCAMx με σκοπό να εκτιμήσει κατά πόσο οι τοπικές εκπομπές και η μεταφορά της ρύπανσης επηρεάζουν τα πρωτογενή και τα δευτερογενή επίπεδα σωματιδιακών συγκεντρώσεων σε Ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις όπως το Παρίσι, το Λονδίνο και η κοιλάδα του ποταμού Πάδου στη βόρεια Ιταλία (Po Valley). Η περίπτωση του Παρισιού μελετήθηκε λεπτομερώς. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του χειμώνα που εξετάστηκε, μόνο το 13% των PΜ2.5 σωματιδίων προέρχονται από τοπικές πηγές, 36% προέρχεται από ενδιάμεσες πηγές (μεταξύ 500 km από το κέντρο του Παρισιού) και 51% από απομακρυσμένες περιοχές (σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 500 km από το κέντρο του Παρισιού). Η συνεισφορά των τοπικών πηγών στο στοιχειακό άνθρακα είναι σημαντική, 60% περίπου του στοιχειακού άνθρακα προέρχεται από τοπικές πηγές κατά τη διάρκεια τόσο του καλοκαιριού όσο και του χειμώνα. Σχεδόν 50% των φρέσκων πρωτογενών οργανικών σωματιδίων (POA) προέρχονται από τοπικές πηγές και 45% από περιοχές 100-500 km από των αποδέκτη κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Οι συνεισφορά από απομακρυσμένες περιοχές κυριαρχεί στα δευτερογενή σωματίδια. Περισσότερο από 70% των θεϊκών σωματιδίων προέρχεται από διοξείδιο του θείου το οποίο εκπέμπεται από αποστάσεις μεγαλύτερες των 500 km από το κέντρο του Παρισιού. Επίσης περισσότερο από το 45% των δευτερογενών οργανικών σωματιδίων οφείλεται στην οξείδωση των πτητικών οργανικών ενώσεων (VOCs) που εκπέμπονται από 100 έως 500 km μακριά από το κέντρο του Παρισιού. Οι απομακρυσμένες περιοχές είναι πιο σημαντικές κατά τη διάρκεια του χειμώνα λόγω της ελάχιστης φωτοχημείας. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τον αλγόριθμο PSAT για τις συνεισφορές των τοπικών όσο και των απομακρυσμένων περιοχών επίσης συγκρίνονται με μετρήσεις πεδίου από πειραματικές διατάξεις στο πλαίσιο του διεθνούς προγράμματος MEGAPOLI. Ο αλγόριθμος PSAT προβλέπει γενικά ικανοποιητικά τις συνεισφορές σε σχέση με αυτές που υπολογίστηκαν από τις μετρήσεις πεδίου.

Page generated in 0.0491 seconds