Spelling suggestions: "subject:"στην""
41 |
Σχεδίαση ενισχυτή χαμηλής τάσης τροφοδοσίας για την ανίχνευση καρδιακών σημάτων σε βηματοδότεςΓιαγκούλοβιτς, Χρήστος 04 September 2013 (has links)
Αντικείμενο της παρούσας Διπλωματικής Εργασίας είναι η σχεδίαση ενός ενισχυτή χαμηλής τάσης τροφοδοσίας για την ανίχνευση καρδιακών σημάτων σε βηματοδότες. Οι επιταγές της σύγχρονης τεχνολογίας για τα ολοκληρωμένα κυκλώματα είναι η χαμηλή κατανάλωση ισχύος, η χρήση χαμηλής τάσης τροφοδοσίας, η μείωση του κόστους παραγωγής, οι όλο και μικρότερες διαστάσεις των transistors και ταυτόχρονα υψηλές επιδόσεις. Η χρήση όμως της χαμηλής τάσης τροφοδοσίας αποτελεί πρόκληση από σχεδιαστικής άποψης, για την ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης ισχύος χωρίς να υποβαθμίζεται η ποιότητα του σήματος. Αυτό το πρόβλημα λύνουν μέθοδοι όπως η σχεδίαση στο πεδίο του λογαρίθμου.
Τα συστήματα στο πεδίο του λογαρίθμου (Log-Domain systems) αποτελούν υποκατηγορία των συστημάτων συμπίεσης – αποσυμπίεσης (companding systems) και ανήκουν στα ELIN (Externally Linear Internaly Non-linear) συστήματα. Τα πλεονεκτήματα των συστημάτων στο πεδίο του λογαρίθμου είναι η μεγάλη δυναμική περιοχή (Dynamic Range), η δυνατότητα επεξεργασίας μεγάλων σημάτων (large signal), καθώς και η λειτουργία σε περιβάλλον χαμηλής τροφοδοσίας. Υλοποιώντας φίλτρα στο πεδίο του λογαρίθμου προσφέρονται ελκυστικά χαρακτηριστικά όπως η ηλεκτρονική ρύθμιση της συχνότητας αποκοπής ή κεντρικής συχνότητας (electronic tuning) και η σχεδίαση χωρίς παθητικές αντιστάσεις (resistorless realization).
Η καρδιά είναι ένα περίπλοκο σύστημα το οποίο φροντίζει για την κυκλοφορία του αίματος στο σώμα. Το έναυσμα για την εκκίνηση κάθε καρδιακού κύκλου προέρχεται από ένα ηλεκτρικό σήμα το οποίο ξεκινάει από το φλεβοκόμβο και διαδίδεται στο υπόλοιπο μυοκάρδιο, για να ξεκινήσει ένας νέος καρδιακός κύκλος. Σε ορισμένες περιπτώσεις η καρδιά δεν λειτουργεί σωστά και το ρόλο του φλεβοκόμβου έρχεται να καλύψει το ηλεκτρονικό σύστημα του βηματοδότη, το οποίο ανιχνεύει το καρδιακό σήμα και όταν κριθεί απαραίτητο εφαρμόζει την κατάλληλη θεραπεία με ηλεκτρικές ώσεις. Για την βελτίωση της ποιότητας ζωής ασθενών με καρδιακά προβλήματα ένας βηματοδότης πρέπει να έχει όσο δυνατόν μικρότερο μέγεθος και μεγαλύτερη αυτονομία.
Η πρόοδος της τεχνολογίας αποζητά τη σχεδίαση ενός συστήματος ενισχυτή για την ανίχνευση καρδιακών σημάτων πλέον ικανό να ανταπεξέλθει στη χαμηλή τάση τροφοδοσίας και να έχει μεγάλη αυτονομία λειτουργίας για την εισαγωγή του π.χ. σε ένα βηματοδότη. Το σύστημα που προτείνεται σε αυτή τη Διπλωματική Εργασία έχει ως σκοπό να εκπληρώσει τις ανάγκες αυτές χρησιμοποιώντας κυκλώματα τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν σε χαμηλή τάση τροφοδοσίας και ταυτόχρονα να μειώνουν την κατανάλωση ισχύος. Η υλοποίηση των κυκλωμάτων μόνο με CMOS transistors στην περιοχή υποκατωφλίου, εκτός του γεγονότος ότι μειώνει το κόστος παραγωγής καθώς δεν χρησιμοποιούνται BJT transistors, προσφέρει λόγω της τεχνικής σχεδίασης στο πεδίο του λογαρίθμου και μεγάλη δυναμική περιοχή. Για την τεχνολογία 0.35μm της AMS επιτυγχάνεται λειτουργία σε περιβάλλον με 0.5V τάση τροφοδοσίας και κατανάλωση ισχύος της τάξης των 2.92nW.
Ο ενισχυτής για την ανίχνευση καρδιακών σημάτων που προτείνεται, περιλαμβάνει ένα ζωνοπερατό φίλτρο σχεδιασμένο στο πεδίο του λογαρίθμου και τα κυκλώματα απόλυτης τιμής, μετατροπής της ενεργής τιμής σήματος σε σταθερό ρεύμα και συγκριτή ρεύματος. / This M.Sc Thesis deals with the design of a low voltage cardiac sense amplifier for pacemakers. The demands of modern technology for integrated circuits are low power consumption, ultra low power supply voltage, reduction of the production cost and high performance. Due to the fact that the use of low power supply voltage is a design challenge, the employment of the Log-Domain filter technique is an attractive solution for realizing high-performance analog processing systems.
Log-Domain systems are a sub-category of compading (compressing/expanding) systems and belong to ELIN (Externally Linear Internaly Non-linear) systems. The advantages of Log-Domain systems are large dynamic range, handling of signals with relatively large amplitude, realization in a low-voltage environment, electronic tuning of their frequency characteristics and resistorless realizations.
The heart is a complex system that takes care of blood circulation for the whole body. The trigger to commence the cardiac cycle is an electric signal which starts from the sinus node and expands to the rest of the myocardium in order for a new cardiac cycle to set off. In some cases, the heart does not function properly and the role of the sinus node is taken by a pacemaker, who senses the cardiac signal and when it is judged, it cures the problem with an electric pulse. In order to improve the patient’s quality of life a pacemaker has to be small in size and a prolonged battery life.
Technological evolution and market demands have led to a demand for a design of a cardiac sense amplifier capable of coping with low power supply voltage and long battery life. The proposed system of this M.Sc thesis is meant to fulfill these needs by using circuits capable of functioning in a low power supply voltage environment as well as reducing power consumption. Implementing those circuits solely with CMOS transistors in the sub -threshold region, not only does it reduce the production cost since no BJT transistors are used but also it offers a large dynamic range due to the design of the circuits. For the AMS 0.35μ CMOS process of by the system functions for a power supply voltage of 0.5V while it dissipates 2.92nW. The proposed cardiac sense amplifier consists of a bandpass Log-Domain filter and circuits like an absolute value circuit, an rms-dc current converter circuit and a current comparator, which were carefully designed in order to follow the demands of modern technology and achieve the goal of low power dissipation.
|
42 |
Σχεδιασμός και ανάλυση σύγχρονης μηχανής μόνιμου μαγνήτη για εφαρμογή σε Α.Π.Ε. / Design and analysis of a permanent magnet synchronous generator for wind turbine applicationsΙωάννου, Αγγελική 30 April 2014 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται τη μελέτη και εξομοίωση μιας ανεμογεννήτριας αξονικής ροής μόνιμου μαγνήτη. Η εργασία αυτή εκπονήθηκε στο εργαστήριο Ηλεκτρομηχανικής Μετατροπής Ενέργειας του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών.
Σκοπός είναι η μελέτη μιας σύγχρονης ανεμογεννήτριας μόνιμων μαγνητών (PMSG), που θα παρέχει ισχύ 1kW, και θα πληρεί το κριτήριο του χαμηλού κόστους και των όσο το δυνατών μικρότερων διαστάσεων. Η ανεμογεννήτρια θα συνδέεται απευθείας με το δίκτυο χωρίς τη χρήση κιβώτιου ταχυτήτων.
Όσον αφορά τις γεννήτριες μόνιμου μαγνήτη αξονικής ροής (AFPM), που μελετούνται ειδικά σε αυτή τη διπλωματική, τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί έντονο επιστημονικό και κατασκευαστικό ενδιαφέρον σχετικά με τη βελτιστοποίηση των χαρακτηριστικών τους μεγεθών σε συνδυασμό με την υψηλή απόδοσή τους.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτών των μηχανών είναι ότι η διέγερση προκαλείται από τους μαγνήτες που είναι τοποθετημένοι στο δρομέα, οι οποίοι με τη χρήση του υλικού NdFeB για την κατασκευή τους, έχουν προσφέρει αναβαθμισμένες δυνατότητες στην παραγωγή μαγνητικού πεδίου. Άλλο κύριο χαρακτηριστικό, είναι ότι οι μηχανές αυτές είναι ιδανικές για ανεμογεννήτριες που κινούνται με χαμηλό αριθμό ταχύτητας ανέμου και στροφών.
Στην παρούσα διπλωματική έγινε μια μελέτη ώστε να μπορέσει να σχεδιαστεί μια τέτοια μηχανή (AFPM) που να συγκεντρώνει όσο το δυνατόν καλύτερες αναλογίες μεταξύ κόστους, μεγέθους και απλότητας κατασκευής.
Η προσομοίωση της ανεμογεννήτριας ήταν το επόμενο βήμα για την επαλήθευση των θεωρητικών τιμών και την περαιτέρω μελέτη της μηχανής για την απόδοσή της, την επαγόμενη τάση και το μαγνητικό πεδίο που παράγει σε εν κενώ λειτουργία και σε λειτουργία υπό φορτίο. Για να γίνει αυτό, χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα μοντελοποίησης ηλεκτρικών μηχανών της COBHAM, το οποίο καλείται Opera και πιο συγκεκριμένα η έκδοση R3 για τρισδιάστατη μοντελοποίηση μηχανών (3D Modeler).
Το κεφάλαιο 1 πραγματεύεται εισαγωγικά ζητήματα σχετικά με τις ανεμογεννήτριες και τα βασικά χαρακτηριστικά τους μεγέθη.
Στο κεφάλαιο 2 γίνεται μια μελέτη σχετικά με το είδος της γεννήτριας καθώς και τα βασικά της στοιχεία.
Στο κεφάλαιο 3 γίνεται αναλυτικά ο σχεδιασμός της ανεμογεννήτριας αξονικής ροής μόνιμου μαγνήτη και ο υπολογισμός των μεγεθών της.
Στο κεφάλαιο 4 περιγράφεται η διαδικασία του σχεδιασμού μηχανής με τη χρήση του προγράμματος opera.
Στο κεφάλαιο 5 γίνεται εξομοίωση της μηχανής και παράθεση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν. Η ανάλυση της μηχανής πραγματοποιήθηκε με τη χρήση δύο επιλυτών της Opera, αυτόν της μαγνητοστατικής ανάλυσης και αυτόν της ανάλυσης της στρεφόμενης μηχανής. / This thesis is focused on study, design and analysis of a Permanent Magnet Synchronous Generator (PMSG). This work was elaborated in the laboratory of Electromechanical Energy Conversion, at the department of Electrical and Computer Engineering in the University of Patras, Greece.
The purpose of this specific thesis is to study and analyze a synchronous permanent magnet wind generator (PMSG), providing power 1kW to the grid. The main pursuit is to design a machine of low cost and, as small as possible, geometric characteristics. Moreover, a basic requirement is easy construction. For this purpose, the wind generator is legitimate to be direct-driven, without the existence of a gearbox.
The permanent magnet axial flux generators, which are specifically studied in this thesis, have met a large attention over the last years for wind system- low speed applications. The main characteristic of these machines is that their stimulation is caused by the magnets that are mounted at the rotor discs. The latest use, in magnets, of neodymium material (symbolized as NdFeB) has provided upgraded possibilities in magnetic field amplification. Another main characteristic is that these machines are ideal for low speed wind applications.
In this thesis, an extended study was elaborated in order to design such a generator, which concentrates as better as possible quota between cost, size and simplicity in construction.
The simulation of the machine’s operation was the next step for the verification of the theoretical calculations, as well as for further study on the various parameters and optimization of the machine. The simulation was held in conditions of load and short circuit operation. In order to achieve this, a simulation program by COBHAM called Opera, was used. In chapter 1, there is a reference concerning basic issues of wind energy and wind turbines, as well as, the highlights of a wind turbine.
In chapter 2, a research is being carried out, concerning the wind turbine topologies, as well as their basic features.
In chapter 3, is presented, analytically, the theoretical dimensioning of the axial flux permanent magnet and the calculation of its features.
In chapter 4, the procedure of the design of the generator is being presented by using the designing program Opera.
In chapter 5, the simulation of the machine is performed as well as the presentation of the basic results of the analysis. For this purpose, were used two solvers of Opera, the magnetostatic analysis (TOSCA) and the rotating machine analysis (CARMEN).
|
43 |
Αρχαιόθεμη νεοελληνική δραματουργία και τεχνικές του θεάτρου εν θεάτρω. "Η βουή" του Παύλου Μάτεσι, "Η τελευταία πράξη" του Ιάκωβου Καμπανέλλη και "Οι ηθοποιοί" του Γιώργου ΣκούρτηΧάλκου, Κατερίνα 27 May 2014 (has links)
Την εργασία απασχολούν οι τεχνικές του θεάτρου εν θεάτρω στη νεοελληνική δραματουργία που χρησιμοποιεί τον αρχαίο μύθο ως ανακλαστικό καθρέπτη, ο οποίος τέμνει τις πλοκές του έργου-πλαισίου και του εγκιβωτισμένου έργου και αναπτύσσει μια ειρωνική μεταγλώσσα, που διαφοροποιεί αισθητικά και υφολογικά την επική και τραγική ποίηση από τη νεωτερική, μεταπολεμική δραματουργία που τις εγκιβωτίζει. Αφού εκτεθούν τα προβλήματα που προκύπτουν από την ευρυχωρία του όρου μεταθέατρο, που «εγκιβωτίζει» το θέατρο εν θεάτρω, ο τελευταίος εξετάζεται ως ειδική μορφή, φόρμα, υπο-είδος και τεχνική, όπως ορίστηκε από τη δραματουργία του μπαρόκ, εκείνη της ρομαντικής ειρωνείας, του Πιραντέλλο, μέχρι τη μεταμπρεχτική και μεταμπεκετική δραματική παραγωγή, για να δοθεί τελικώς έμφαση στην αποκλειστικά αρχαιόθεμη ελληνική και αλλοδαπή δραματική σχετική παραγωγή. Στο corpus περιλαμβάνονται τρία νεοελληνικά αρχαιόμυθα έργα: Η βουή (1997) του Παύλου Μάτεσι, που εγκιβωτίζει ανολοκλήρωτη παράσταση και την αυτοσχέδια πρόβα της, με απαγγελίες και μίμηση μικροεπεισοδίων από την Ιλιάδα, και ανεκδοτολογικό υλικό από την τρωική περιπέτεια, σε ένα έργο-πλαίσιο που επανεξετάζει το μύθο των Ατρειδών, υιοθετώντας ανοίκειες σε αυτόν δομές˙ Η τελευταία πράξη (1998) του Ιάκωβου Καμπανέλλη, όπου, με αφορμή το επικό οδυσσεϊκό παρελθόν και μια προγενέστερη πραγμάτευση του μύθου από το συγγραφέα, στήνεται ένα τριπλό θέαμα με ένα εξωσκηνικό δράμα, ένα αθέατο εσωσκηνικό δράμα και μια ανοιχτή προς όλους δοκιμή, με κεντρική μορφή τον αθέατο, διηγητικό Οδυσσέα, που διεκδικεί νέα οδύσσεια μέσω του θεάτρου˙ και Οι ηθοποιοί (2001) του Γιώργου Σκούρτη, όπου οι ηθοποιοί-χαρακτήρες του διεκδικούν με το εγκιβωτισμένο έργο εγκατάσταση στη «σοβαρή μυθολογία», εμφανίζοντας τον προς παράσταση Αγαμέμνονα ως Βίβλο, στις διατάξεις της οποίας υπάγονται τα περιστατικά των τριών τους, προκειμένου να ελεγχθούν οι εκλεκτικές τους συγγένειες με τους ήρωες του οίκου των Ατρειδών. Η μελέτη στα εν λόγω θεατρικά έργα, των χρήσεων των εγκιβωτισμών παραστάσεων και προβών, σε καθορισμένα ή συγκεχυμένα χρονικά και χωρικά πλαίσια, επιχειρεί να εξηγήσει τις δυνατότητες μετατόπισης ηθοποιών και εξωκειμενικών θεατών σε ρητές ή άρρητες μυθοπλασίες, καθώς και τις δυνατότητες παραβίασης του συνόρου μύθου και πραγματικότητας. Εξηγείται κατά πόσον σε επίπεδο υπερκειμενικής ζενετικής διακειμενικότητας τα υποκείμενα έργα καθορίζουν τη μυθοπλασία του έργου-πλαισίου, του εγκιβωτισμένου ή και των δύο, και αν δικαιώνεται ο χαρακτηρισμός υποκείμενο ως ενθυλακωμένο έργο στο υπερκείμενό του πρωτεύον. Η συνεξέταση συμβάλλει στον έλεγχο τού κατά πόσον η εγκιβωτισμένη ή η πλαισιωτική μυθοπλασία, που αρδεύεται από την προϋπάρχουσα κειμενική τραγική, επική ή άλλη κλασική παράδοση, κυρώνει ή υπονομεύει τις τραγικές δέσεις και λύσεις ή διανοίγει προοπτικές σε νέους μύθους. Μέσα από την εξέταση, διαφαίνεται πώς ο χειρισμός του θεάτρου εν θεάτρω γίνεται ένας χειρισμός μιας ρητορικής περί της ύπαρξης, της αναβίωσης ή του θανάτου του αρχαίου μύθου στο πεδίο της νεωτερικότητας. / -
|
44 |
Η γραμματική στο δημοτικό σχολείο : η περίπτωση της Κύπρου : πρόταση πειραματικής εφαρμογής της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης στη Γ΄ δημοτικούΧατζηλουκά-Μαυρή, Ειρήνη 22 September 2009 (has links)
Η διδακτορική αυτή διατριβή πραγματεύεται έναν επικοινωνιακό-κειμενοκεντρικό τρόπο διδασκαλίας της γραμματικής στο Δημοτικό Σχολείο της Κύπρου και, κατ’ επέκταση, της Ελλάδας. Περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή μίας πρότασης πειραματικής εφαρμογής της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης στην Γ΄ Δημοτικού, στην Κύπρο, βασισμένης στο παιδαγωγικό μοντέλο συστημικής-λειτουργικής γραμματικής της Αυστραλιανής Σχολής (του Halliday και των συνεργατών του), το οποίο εστιάζει στο κείμενο, ως προϊόν και κοινωνική διαδικασία, στο συγκείμενο, στη γραμματική των κειμενικών ειδών, στη γλωσσική επάρκεια και, ευρύτερα, στο γραμματισμό.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πειραματικής εφαρμογής διεξήχθη ημιπειραματική έρευνα με προπειραματικό και μεταπειραματικό έλεγχο, με δύο φυσικώς ισοδύναμες ομάδες.
Σκοπός της έρευνας ήταν να εξετάσει την αποτελεσματικότητα ερευνητικού προγράμματος επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης της διδασκαλίας της γραμματικής ως προς τη γλωσσική επάρκεια (και τις δύο συνιστώσες της, τη γλωσσική ικανότητα και την επικοινωνιακή ικανότητα) των παιδιών που συμμετείχαν σε αυτή και ως προς το επίπεδο γραμματισμού τους, εν γένει.
Η έρευνα ήταν ποσοτική. Μέσω ενός ειδικά καταρτισμένου δοκιμίου, που περιλάμβανε ποικιλία έργων και σχετικών ασκήσεων, μετρήθηκαν τόσο οι γλωσσικές όσο και οι επικοινωνιακές επιδόσεις των παιδιών των δύο ομάδων.
Οι υποθέσεις της έρευνας εστίασαν σε ορισμένα γλωσσικής και επικοινωνιακής φύσεως εννοιακά υποεπίπεδα, συναρτήσει του ευρύτερου εννοιακού επιπέδου «γλωσσική επάρκεια», και σχετίζονται με τα ακόλουθα ερωτήματα:
1. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στην ορθογραφική γνώση του διδασκομένου;
2. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στην «αμιγώς γραμματική» (μορφοσυντακτική) γνώση (ή γνώση γραμματικών κανόνων παραδοσιακού τύπου) του διδασκομένου;
3. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στη γνώση του διδασκομένου σε σχέση με τη μεταγλώσσα (βασική γραμματική ορολογία);
4. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στο γενικό επίπεδο της γλωσσικής ικανότητας (γλωσσικές επιδόσεις) του διδασκομένου;
5. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στην επικοινωνιακή ικανότητα του διδασκόμενου που αντιστοιχεί στη γνώση δόμησης γραπτού λόγου (άρα και παραγωγής γραπτών κειμένων) εντός επικοινωνιακού πλαισίου (και αναλύεται βάσει επιμέρους σχετικών δεικτών];
6. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στο γενικό επίπεδο της επικοινωνιακής ικανότητας (επικοινωνιακές επιδόσεις) του διδασκομένου;
7. Ποια είναι, εν τέλει, η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στην καλλιέργεια της γλωσσικής επάρκειας του διδασκομένου;
Τα ευρήματα της έρευνας, αναφορικά με τα παραπάνω ερωτήματα και στη βάση των υποθέσεών της, ειδικότερα, κατέδειξαν ότι υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς:
α. τις «γλωσσικές» και τις «επικοινωνιακές επιδόσεις» των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας έναντι των αντίστοιχων επιδόσεων της Ομάδας Ελέγχου, κατά την τελική αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειάς τους (της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής ικανότητάς τους, αντίστοιχα)
β. τις «γλωσσικές επιδόσεις» και τις «επικοινωνιακές» επιδόσεις των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας, ανάμεσα στην αρχική και την τελική αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειάς τους (της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής ικανότητά τους, αντίστοιχα)
γ. το τελικό γενικό επίπεδο γλωσσικής επάρκειας των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας έναντι του αντίστοιχου επιπέδου της Ομάδας Ελέγχου
δ. το αρχικό και το τελικό γενικό επίπεδο της γλωσσικής επάρκειας των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας.
Τα παραπάνω ευρήματα, όπως φαίνεται και από τη θεματική ανάλυση περιεχομένου των ποιοτικών δεδομένων που συλλέχθηκαν μέσω, κυρίως, της συμμετοχικής παρατήρησης και της συνέντευξης, η οποία ενισχύει σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική εγκυρότητα της έρευνας, σχετίζονται, δυνητικά, με το όλο ερευνητικό πρόγραμμα και την πειραματική παρέμβαση καθαυτή.
Γενικά, τα ποσοτικά και ποιοτικά ευρήματα της έρευνας επικυρώνουν την ανάγκη για στροφή από την επικοινωνιακή προσέγγιση στην κειμενοκεντρική προσέγγιση, με έμφαση στη ρητή διδασκαλία των κειμενικών ειδών και της γραμματικής τους, γεγονός το οποίο μπορεί να συμβάλει θετικά στην καλλιέργεια της γλωσσικής επάρκειας, και εν γένει του γραμματισμού. Μία τέτοια αλλαγή αναμένεται ότι θα επιτρέψει τον απεγκλωβισμό από το "πώς" της γραμματικής διδασκαλίας και θα δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: "ποια είδη κειμένου πρέπει να διδάσκονται, σε ποια τάξη και με ποια σειρά".
Η διατριβή εστιάζει συστηματικά στον προβληματισμό αυτό και καταθέτει τη δική της ολοκληρωμένη πρόταση για κειμενοκεντρική προσέγγιση της γραμματικής στην Γ΄ Δημοτικού, τάξη η οποία συνιστά ένα κομβικό σημείο στη γλωσσική αγωγή, αναγνωρίζοντας το ρόλο της γραμματικής διδασκαλίας στο γραμματισμό των παιδιών του δημοτικού σχολείου.Στην τελική αυτή πρόταση κυρίαρχη θέση έχει όχι απλώς η "παιδαγωγική του γραμματισμού" αλλά η "παιδαγωγική της γραμματικής του γραμματισμού", η οποία και θεμελιώνεται σε συγκεκριμένα κειμενολογικά κριτήρια. / This PhD thesis deals with a communicative-genre based way of grammar teaching in the Primary School of Cyprus and, additionally, of Greece. It describes in detail an experimental programme, which is based on the Hallidayian systemic-functional model of grammar and the relative Sydney School Theory, from a pedagogic perspective.
For the application of the particular programme, which took place in Grade 3, a quasi experimental research was carried out. The design for this research was a pre test - post test, control group-experimental group design.
The aim of the research was to examine the effectiveness of the particular experimental programme, regarding the student’s linguistic adequacy (and its two components, the linguistic competence and the communicative competence) and their literacy, in general.
The research was quantitative. Via an appropriate test, that included various linguistic and communicative exercises, the linguistic competence and the communicative competence of all the students, who participated in the programme, were tested at the outset of the research. After the Experimental Group received an instruction which placed a strong emphasis on text, as a product and as a social process, context and grammar, for a three month period, both experimental and control group students were re-tested, in order to examine their literacy outcomes in various linguistic and communicative areas and subjects of linguistic adequacy, such as the orthographic knowledge, the grammatical knowledge, the metalinguistic knowledge and the knowledge for effective written text production.
The main null hypothesis for the research stated that no change would take place, between the Experimental Group and the Control Group, in the competencies related to “knowledge about language” and “knowledge of the language use”, as a result of the Experimental Group's exposure to explicit grammar teaching and, specifically, to communicative and genre based strategies and activities. After the data were analysed, the main null hypothesis was rejected and the alternative hypothesis, positing that a significant positive change would take place in the Experimental Group’s literacy outcomes was affirmed.
The results of the quantitative research were accompanied by the results of a parallel qualitative research. The thematic content analysis of the qualitative data, which were collected via a series of participative observations and interviews, increased the internal validity of the research and strengthened the possible relationship between the instruction, being described above, and the quantitative research results.
Generally speaking, the quantitative and qualitative results of the research underline the possible effectiveness of the communicative and, especially, of the genre based grammar approach, regarding the linguistic adequacy of primary school students and their literacy.
So, the most important conclusion of this PhD thesis is that, within the frame of a genre based grammar education, students can acquire the knowledge and skills to both write effectively and to deal knowingly with grammatical as well as textual forms. As genre based grammar education is related to a new way of grammar teaching, which aims to the social construction of language, it becomes equal to literacy based education. This new way allows the movement from the “how” of grammar teaching to the “how” of genres' teaching, during the primary years of schooling.
The final proposal of the thesis refers to the “how” of genres' teaching in Grade 3, which is supposed to be a crucial point regarding language education and, obviously, regarding literacy itself.
|
45 |
Μελέτη αρχιτεκτονικής υπηρεσιών-QoS πάνω σε τηλεπικοινωνιακά δίκτυα νέας γενιάς (NGN) (με χρήση εξομοιωτή OPNET)Ανδριοπούλου, Φωτεινή 20 October 2010 (has links)
Οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, η απελευθέρωση της αγοράς, οι ισχυρές κατά απαίτηση πολυμεσικές υπηρεσίες καθώς και ο αυξημένος αριθμός χρηστών των κινητών δικτύων υποδεικνύουν την αναγκαιότητα της σύγκλισης των δύο δικτυακών τεχνολογιών (κινητή τηλεφωνία και internet) με στόχο την παροχή υπηρεσιών Internet στο περιβάλλον των κινητών επικοινωνιών. Η παραπάνω απαίτηση οδήγησε στην δημιουργία του δικτύου επόμενης γενιάς NGN.
Η διπλωματική αυτή εργασία ασχολείται με την μελέτη της αρχιτεκτονικής του επιπέδου υπηρεσιών και την υποστήριξη Ποιότητας Υπηρεσίας (QoS) σε δίκτυα Νέας Γενιάς. Συγκεκριμένα δίνεται έμφαση στις λειτουργίες ελέγχου, σηματοδοσίας και λειτουργιών αρχιτεκτονικής του QoS σε επίπεδο υπηρεσιών. Αρχικά, ορίζουμε την έννοια “QoS” όσον αφορά την οπτική του δικτύου και το χρήστη. Περιγράφονται η αρχιτεκτονική του στρώματος υπηρεσιών του δικτύου καθώς και οι λειτουργίες ελέγχου πόρου και αποδοχής των κλήσεων, που αποτελούν σημαντικό μέρος της αρχιτεκτονικής του NGN. Στη συνέχεια παρουσιάζονται αρχιτεκτονικές που προορίζονται για την παροχή του QoS (IntServ, DiffServ), στη Συμφωνία Στάθμης Παρεχόμενης Υπηρεσίας (SLA), το πρωτόκολλο σηματοδοσίας COPS. Επίσης, δίνουμε έμφαση σε ορισμένες πτυχές (χρονοδρομολόγηση, διαχείριση ουρών) μίας QoS αρχιτεκτονικής, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας όσον αφορά την αποδοτική παροχή Ποιότητας Υπηρεσίας. Στη συνέχεια, με τη χρήση του εργαλείου προσομοίωσης OPNET, διεξάγουμε μια σειρά προσομοιώσεων σε ένα ATM και σε ένα NGN δίκτυο. Τέλος, παραθέτουμε και αναλύουμε τα αποτελέσματα των προαναφερθέντων πειραμάτων. / The concept of an NGN (Next Generation Network) has been introduced to take into consideration the new realities in the telecommunications industry, characterized by factors such as: competition among operators due to ongoing deregulation of markets, explosion of digital traffic, e.g.,increasing use of "the Internet", increasing demand for new multimedia services, increasing demand for a general mobility, convergence of networks and services, etc.
This thesis has as subject the architecture of service stratum and presents an overview of standards functions defining the Quality of Service (QoS) in Next Generation Networks (NGNs). Several standards bodies define the QoS control architectures based on their scope of work. Specifically, emphasis is given to control functions, signalling and functional architecture of QoS in service stratum. Firstly, we define the meaning of QoS according to the view of the operator’s network and terminal users. The functional architecture of service stratum and especially the part of resource and admission control functions are described in the main body. Furthermore, architectures as IntServ and DiffServ, SLAs and COPS protocol are used as providers of the QoS. Scheduling and queuing management are necessary to optimize the QoS in NGN networks. In this project, we use OPNET simulator in two scenarios to determine construct and control ATM and NGN networks. Finally, collect the results of the experiments and analyze them.
|
46 |
Η λειτουργία του άξονα υποθάλαμος–υπόφυση–επινεφρίδια σε νοσηλευόμενους ασθενείς της Παθολογικής Κλινικής με διαφορετικής βαρύτητας νοσήματαΜαργέλη, Θεοδώρα 03 May 2010 (has links)
Ο άξονας Υποθάλαμος – Υπόφυση – Επινεφρίδια και το συμπαθητικό νευρικό σύστημα είναι τα περιφερικά σκέλη του συστήματος απάντησης στο στρες, με στόχο τη διατήρηση της ομοιόστασης του οργανισμού. Ανεπάρκεια ανταπόκρισης των επινεφριδίων στη σοβαρή νόσο μπορεί να παρουσιαστεί χωρίς προφανή βλάβη στον άξονα ΥΥΕ. Σε πολλούς ασθενείς με σοβαρή νόσο, τα επίπεδα κορτιζόλης παρά το ότι είναι αυξημένα, δεν είναι αρκετά ώστε να εκδηλώσουν επαρκή επινεφριδιακή απάντηση σε σχέση με τη σοβαρότητα της νόσου.
Η βέλτιστη απάντηση του άξονα ΥΥΕ σε καταστάσεις νόσου παραμένει υπό αμφισβήτηση. Η διάγνωση της πιθανής σχετικής με τη νόσο παροδικής επινεφριδιακής ανεπάρκειας και η ανάγκη για χορήγηση κορτικοστεροειδών είναι ακόμη υπό συζήτηση.
Σκοπός της μελέτης αυτής είναι η εκτίμηση της επινεφριδιακής απάντησης ανάλογα με τη σοβαρότητα της νόσου στην οξεία φάση της νόσου και η μελέτη του άξονα ΥΥΕ τόσο στην οξεία φάση, όσο και στην ανάρρωση.
Για το σκοπό αυτό μελετήθηκαν 56 νοσηλευόμενοι ασθενείς με διαφορετικής βαρύτητας νόσημα (ΑΕΕ, ήπια νόσο, σήψη και σοβαρή σήψη), καθώς και 15 υγιή άτομα – μάρτυρες. Σε όλους τους συμμετέχοντες, κατά την εισαγωγή τους (1η ημέρα), μετρήθηκε η κορτιζόλη και η ACTH. Κατόπιν εφαρμόστηκε η δοκιμασία με χαμηλή δόση (1μg) κορτικοτροπίνης και δύο ώρες αργότερα η δοκιμασία με τη συνήθη δόση (250μg) κορτικοτροπίνης. Τη δεύτερη ημέρα νοσηλείας στους ασθενείς μετρήθηκε η ημερήσια διακύμανση της κορτιζόλης. Κατά την 5η -6η ημέρα νοσηλείας (φάση ανάρρωσης) έγινε επανάληψη των δοκιμασιών σε 15 ασθενείς (7 με σήψη και 8 με σοβαρή σήψη).
Από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων, στην ομάδα των ΑΕΕ και της σοβαρής σήψης παρατηρούνται οι υψηλότερες τιμές κορτιζόλης, καθώς επίσης και εξάλειψη της ημερήσιας διακύμανσης της κορτιζόλης. Παράλληλα, σε όλους τους ασθενείς παρατηρείται διαχωρισμός των επιπέδων κορτιζόλης και ACTH.
Η αύξηση της κορτιζόλης (Δmax κορτιζόλης) μετά από διέγερση με 1 μg κορτικοτροπίνης δεν διέφερε μεταξύ των ομάδων νόσου, ενώ η Δmax κορτιζόλης μετά από διέγερση με 250μg κορτικοτροπίνης παρουσίασε οριακά σημαντική διαφορά με μια τάση να είναι υψηλότερη στην ομάδα των υγιών μαρτύρων. Η συχνότητα της απάντησης ή μη στη συνήθη δοκιμασία με βάση το κριτήριο Δmax κορτιζόλης <9 δεν διέφερε μεταξύ των υγιών και των ομάδων ασθενών, ενώ όλοι οι ασθενείς επιβίωσαν χωρίς τη χορήγηση κορτικοειδών, ανεξάρτητα από την απάντηση ή μη στις δοκιμασίες με ACTH.
Στους ασθενείς με σήψη, η Δmax κορτιζόλης μετά από διέγερση με 250 μg κορτικοτροπίνης ήταν υψηλότερη στη φάση ανάρρωσης σε σχέση με την οξεία φάση, ενώ στους ασθενείς με σοβαρή σήψη η αντίστοιχη διαφορά δεν ανεδείχθη σε σημαντικό βαθμό. Η βασική κορτιζόλη ήταν υψηλότερη στην οξεία φάση σε σχέση με τη φάση ανάρρωσης και στις δύο ομάδες νόσου.
Συμπερασματικά, διαπιστώνονται ήπιες αλλαγές στον άξονα ΥΥΕ, ανάλογα με τη σοβαρότητα του νοσήματος. Παρόλα αυτά, δεν επιβεβαιώνεται η ύπαρξη σχετικής επινεφριδιακής ανεπάρκειας σε μη βαριά νοσούντες ασθενείς. / Relative corticosteroid insufficiency maybe is common in critically ill patients, associated with poor outcome; however it is not known the response of the hypothalamic-pituitary-adrenal (HPA) axis in nursed patients. Our aim was to evaluate the response of HPA axis in non-critically ill nursed (NCIN) patients.
Fifty -six nursed patients, divided into four groups (stroke, mild disease, sepsis and severe sepsis) as well as a control group (n=15) were studied. At admission (day 1), cortisol and ACTH measured and a low - dose (1mug ) corticotropin test was performed, followed two hours later by a standard-dose (250 mug). Diurnal variation of cortisol was obtained on day 2. A second identical set of low and standard set of corticotropin tests were performed on day 5 or 6 (recovery phase).
In patients with stroke and severe sepsis cortisol had the highest values and its diurnal variation was abolished. Dissociation of ACTH and cortisol was found in all patients. The Deltamax of cortisol after the 1 mug corticotropin test did not differ among the groups while after the 250 mug corticotropin test was borderline higher in controls. The ratio of responders (Deltamax of cortisol >/= 9 mug/dL) to non-responders after 1 mug or 250 mug corticotrophin tests did not differ among patients and controls. All patients had a good outcome without glucocorticoid treatment.
In conclusion, mild alterations of the HPA axis, depending on the severity of illness occurred. However, relative corticosteroid insufficiency in non-critically ill nursed patients did not confirm.
|
47 |
Αποδοτικές τεχνικές εκτίμησης – ισοστάθμισης γενικευμένων ασύρματων καναλιών πολλαπλών εισόδων – πολλαπλών εξόδων / Efficient channel estimation - equalization techniques for wireless MIMO systems & cooperative networksΛάλος, Αριστείδης 11 January 2011 (has links)
Τα συστήματα πολλαπλών κεραιών στον πομπό και στο δέκτη (MIMO) αποτελούν βασικά μέτωπα ανάπτυξης των ασύρματων επικοινωνιών. Ωστόσο, η εφαρμογή της τεχνολογίας MIMO στα κινητά δίκτυα επικοινωνιών αντιμετωπίζει το πρακτικό πρόβλημα της ενσωμάτωσης πολλαπλών κεραιών σε μικρά κινητά τερματικά. Με σκοπό την αντιμετώπιση του εμποδίου αυτού, δημιουργήθηκε ένα άλλο σημαντικό μέτωπο έρευνας, αυτό των συνεργατικών επικοινωνιών. Στο πλαίσιο της παρούσας διδακτορικής διατριβής ασχοληθήκαμε με την ανάπτυξη και μελέτη αλγορίθμων επεξεργασίας σήματος για τα δύο παραπάνω συστήματα.
Σχετικά με τα συστήματα MIMO η πρωτοποριακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα Bell labs στα μέσα της δεκαετίας του ΄90, απέδειξε ότι η χρήση πολλαπλών κεραιών μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της χωρητικότητας των ασύρματων συστημάτων βελτιώνοντας την αξιοπιστία της μετάδοσης. Προκειμένου να αξιοποιηθούν οι παραπάνω δυνατότητες απαιτείται η σχεδίαση σύνθετων δεκτών MIMO. Προς αυτήν την κατεύθυνση έχει στραφεί ένας μεγάλος αριθμός μεθόδων ισοστάθμισης του καναλιού και πιο συγκεκριμένα δεκτών ανατροφοδότησης αποφάσεων. Δεδομένου ότι σε ευρυζωνικά συστήματα επικοινωνιών το ασύρματο κανάλι είναι άγνωστο στο δέκτη και μεταβάλλεται χρονικά, στραφήκαμε προς τις προσαρμοστικές μεθόδους ισοστάθμισης. Στα πλαίσια της διαριβής αναζήτησαμε προσαρμοστικούς αλγόριθμους κατάλληλους για τη σχεδίαση προσαρμοστικών ισοσταθμιστών MIMO DFE με τα εξής χαρακτηριστικά: 1) να παρουσιάζουν απόδοση (ταχύτητα σύγκλισης) συγκρίσιμη με αυτή του RLS, 2) η υπολογιστική τους πολυπλοκότητα να είναι μικρότερη από αυτή του RLS και 3) να είναι αριθμητικά ευσταθείς.
΄Εχει αποδειχθεί ότι προσαρμοστικοί αλγόριθμοι που βασίζονται στη μέθοδο των συζυγών κλίσεων (conjugate gradient (CG)) πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις. Αρχικά αναζητήσαμε τεχνικές που βασίζονται στη μέθοδο αυτή και χρησιμοποιούνται σε προβλήματα προσαρμοστικού φιλτραρίσματος και πιο ειδικά, στο πρόβλημα προσαρμοστικής ισοστάθμισης διαύλου στη περίπτωση SISO. Πιο συγκεκριμένα, υλοποιήσαμε έναν προσαρμοστικό αλγόριθμο στο πεδίο των συχνοτήτων που επεξεργάζεται τα δεδομένα κάθε φορά που λαμβάνεται ένα νέο εισερχόμενο πακέτο δεδομένων. Ο προτεινόμενος ισοσταθμιστής πετυχαίνει μια πολύ καλή απόδοση, ενώ οι υπολογιστικές του απαιτήσεις είναι πολύ χαμηλές.
Στη συνέχεια αναπτύξαμε τρεις νέους αλγορίθμους προσαρμοστικής ισοστάθμισης συχνοτικά επιλεκτικών συστημάτων MIMO, που βασίζονται στη μέθοδο CG και στις προβολές Galerkin. Το πρόβλημα σχεδιασμού προσαρμοστικών MIMO DFE αντιμετωπίζεται ως ένα πρόβλημα επίλυσης γραμμικών εξισώσεων, με πολλαπλά δεξιά μέλη, που εξελίσσεται στο χρόνο. Επισημαίνουμε ότι τα σχήματα που προτείνουμε θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα γενικότερο πλαίσιο σχεδίασης προσαρμοστικών δεκτών για συχνοτικά επιλεκτικά συστήματα MIMO, με ιδιότητες σύγκλισης παρόμοιες με αυτές του RLS, έχοντας, ωστόσο, μικρότερες υπολογιστικές απαιτήσεις.
Στα πλαίσια της παρούσας διδακτορικής διατριβής αναπτύξαμε τεχνικές εκτίμησης καναλιού για συνεργατικά δίκτυα με N αναμεταδότες που είτε ενισχύουν και αναμεταδίδουν ή αποκωδικοποιούν και αναμεταδίδουν το λαμβανόμενο σήμα. ΄Ολες οι τεχνικές εκτίμησης που προτείναμε υλοποιούνται εξ΄ ολοκλήρου στο πεδίο των συχνοτήτων. Αρχικά παρουσιάσαμε τεχνικές που βασίζονται στη μετάδοση πιλοτικών συμβόλων σε συγκεκριμένες συχνοτικές συνιστώσες. Στη συνέχεια αποδείξαμε ότι όλα τα κανάλια από την πηγή μέσω των αναμεταδοτών προς τον προορισμό μπορούν να εκτιμηθούν τυφλά εάν γνωρίζουμε τις φάσεις της απόκρισης συχνότητας του ασύρματου καναλιού μεταξύ πηγής και προορισμού.. Επιπρόσθετα, πραγματοποιήθηκε ϑεωρητική ανάλυση της απόδοσης των προτεινόμενων σχημάτων η οποία επαληθεύτηκε μέσω προσομοιώσεων σε υπολογιστή.
Τέλος, αξιολογήσαμε πειραματικά διάφορα πρωτόκολλα συνεργατικής επικοινωνίας (AF, DF, SF) και τεχνικές κατανεμημένης χωροχρονικής επεξεργασίας DSTC για συνεργατικά δίκτυα σε μια πλατφόρμα υλοποίησης πραγματικού χρόνου που χρησιμοποιεί επεξεργαστές ψηφιακής επεξεργασίας σήματος. Διαπιστώσαμε ότι τα πειραματικά αποτελέσματα συμφωνούν πλήρως με τα θεωρητικά. / Systems employing multiple antennas at the transmitter and the receiver, known as MIMO (multiinput multioutput) systems, as well as space time coding techniques developed for such systems, are two of the main technologies employed for the evolution of wireless communications. However, the application of MIMO technology to mobile networks, often faces the practical implementation problem of having too many antennas on a small mobile terminal. In an attempt to overcome such a severe limitation, cooperative communication schemes have been proposed. This PhD dissertation, described our work on the design and analysis of signal processing algorithms for the two aforementioned systems, as is described in detail next.
Concerning MIMO systems, the pioneering work performed at Bell Labs in the middle of the nineties, proved that the use of multiple antennas can lead to a significant increase in wireless systems capacity. To exploit this potential, sophisticated MIMO receivers should be designed. To this end, a large amount of channel equalizers and, more specifically, decision feedback equalizers has been proposed. Because these assumptions are difficult to meet in high rate single carrier systems, we have focused our attention on decision feedback equalizers. . Our main goal is to derive algorithms for updating the MIMO DFE filters with the following characteristics: 1) convergence properties similar to these of the RLS 2) more computationally efficient than RLS and 3) numerically stable.
It is known that adaptive algorithms based on the CG (conjugate gradient) have the above characteristics We initially studied this method as an iterative method for solving linear equations and we pointed out the main differences with the steepest descent method, on which the LMS algorithm is based. An extended search of adaptive DFE algorithms, based on the CG method was carried out. More specifically, a new block adaptive CG algorithm was developed. In the resulting algorithm, one CG iteration per block update is executed. In order to reduce even more the complexity, the algorithm was implemented in the Frequency Domain. The proposed equalizer offers a good performance - complexity trade off.
Three new adaptive equalization algorithms for wireless systems operating over frequency selective MIMO channels, based on the CG method and the Galerkin projection method, are proposed. The problem of MIMO decision feedback equalizer (DFE) design is formulated as a set of linear equations with multiple righthand sides (RHSs) evolving in time. These schemes provide a flexible framework in MIMO adaptive equalization design to implement schemes with convergence properties comparable to the RLS, but of lower computational cost.
Furthermore, we worked on channel estimation for cooperative communication networks, where the nodes either simply amplify and forward the received signal, or they decode and transmit the signal (DF). We first propose efficient channel estimation techniques for relay networks with N relays. The new methods are implemented in the frequency domain (FD). Initially, training based techniques are presented, where the training pilots are multiplexed with the data in the frequency domain. It is then shown that all the channels in the network can be estimated blindly provided that we know the phases of the frequency response of the (Source → Destination) channel. Thus, by making use of a small number of pilots in only one link (the sourcetodestination link) we can estimate all the other channels (Source→Relay i→Destination) in the network. A theoretical performance study of the proposed algorithms is presented and closed form expressions for the mean squared channel estimation error are provided. The presented theoretical analysis is verified by extensive Monte Carlo simulations. The application of the derived schemes to the DF case, and the impact of erroneous detection to their performance are also studied.
Finally, we investigated experimentally four cooperative relaying schemes: amplify and forward (AF), detect and forward (DF), cooperative maximum ratio combining (CMRC) and distributed spacetime coding (DSTC), and one novel selection relaying (SR) scheme on a realtime DSP based testbed. The experimental results are fairly close to the ones predicted by theory
|
48 |
Μοντέλα ηγεσίας και τεχνικές παρακίνησης στις ελληνικές επιχειρήσειςΜαλαγκονιάρη, Ευγενία 14 September 2010 (has links)
Το περιεχόμενο της εργασίας χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται η παραίτητη Θεωρητική Επισκόπηση. Σκοπός της Θεωρητικής Επισκόπησης είναι η γνωριμία με το θέμα της εργασίας καθώς επίσης και η κατατόπιση με το αντικείμενο της Ηγεσίας αλλά και της Παρακίνησης των Εργαζομένων. Στο δεύτερο μέρος, γίνεται η παρουσίαση της Μεθοδολογίας Έρευνας που ακολουθήσαμε στην εργασία μας. Παρουσιάζεται η σχετική θεωρία γίνονται οι απαραίτητες αποδοχές, επιλέγεται το δείγμα και περιγράφεται το ερωτηματολόγιο, ανοικτού τύπου που χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή των πληροφοριών. Στο τρίτο μέρος, γίνεται η εμπειρική έρευνα όπου έχουμε την συγκριτική ανάλυση της Αγροτικής Τράπεζας με τη Τράπεζα Κύπρου και έπειτα ακολουθούν τα συμπεράσματα της ανάλυσης. Το ζήτημα της ηγεσίας έχει συζητηθεί στη παγκόσμια βιβλιογραφία μέσα από πολλούς
προσδιορισμούς, όπως κλασσική ηγεσία, ηγεσία, οραματική, καινοτομική, εφευρετική, δημιουργική, εμπνευσμένη, ηθική, μεταμορφωσιακή, αναδυόμενη, ηγεσία με ρίσκο, αβεβαιότητα ή στην άκρη του χάους, ηγεσία που υπηρετεί, αυτοηγεσία κλπ. Όλοι όμως οι ερευνητές και μελετητές συμφωνούν στη διάκριση μεταξύ διευθυντών (managers) και ηγετών (leaders). Οι πρώτοι εμπλέκονται στην επίλυση οργανωσιακών προβλημάτων, ενώ οι δεύτεροι αναζητούν τις δυνατότητες υπέρβασής τους. Φυσικά σημαντικό ρόλο στις Επιχειρήσεις- Οργανισμούς παίζει η παρακίνηση των ανθρώπων γενικότερα (ανθρώπινες ανάγκες και κίνητρα) και ειδικότερα σε αυτή την εργασία παρουσιάζονται οι πιο σημαντικές θεωρίες ή υποδείγματα παρακίνησης των εργαζομένων. Είναι η τέχνη της παρακίνησης των υφισταμένων για την εκτέλεση των καθηκόντων τους με ζήλο και εμπιστοσύνη, συνεισφέροντας έτσι στους οργανωσιακούς – επιχειρησιακούς σκοπούς και στόχους, το μέγιστο δυναμικό τους. Είναι ακόμη η ικανότητα να βλέπει και να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα κίνητρα για τον καθένα και τη καθεμιά και η ικανότητα να εμπνέει. / The scope of work is divided into three parts. The first part is the Theoretical Overview. The purpose of the theoretical review is to familiarize the subject of work as well as the subject of leadership and of motivation.
The second part, we present the Research Methodology followed in our work. Presents the relevant theory are necessary salaries, choosing a sample and described the questionnaire used open-ended collection of information.
The third part is an empirical investigation where we have the comparative analysis of the Agricultural Bank of Bank of Cyprus and then follow the conclusions of the analysis.
The issue of leadership has been discussed in world literature through many
determinations as traditional leaders, leadership, visionary, innovative, inventive, creative, inspirational, moral, emerging, led by risk, uncertainty or the edge of chaos, leadership that serves. But all researchers and scholars agree on the distinction between directors (managers) and leaders (leaders). The first involved in solving organizational problems, and the second looking for opportunities to overcome them.
Naturally an important role in Business Organizations, plays motivate people in general (human needs and motivation) and especially in this project the most important theories and models of employee motivation. It is the art of motivation existing for the performance of their duties with zeal and confidence, thus contributing to organizational - operational goals and objectives, its maximum potential. It is still the ability to see and use the right incentives for everyone and each and the ability to inspire.
|
49 |
Εφαρμογή προγράμματος πρώιμης εξόδου από νοσοκομείο και κατ' οίκον νοσηλείας χρονίως πασχόντων ασθενών με χρήση φορητών και φορετών συσκευών / Deploying early discharge and hospital at home schemes in chronic patients using remote monitoring wearable devicesΜίλσης, Αλέξης 08 July 2011 (has links)
Η αντιμετώπιση των χρόνιων ασθενών αποτελεί σήμερα για τα συστήματα υγείας και κοινωνικής φροντίδας ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα διεθνώς, τόσο από ιατρικής όσο και από κοινωνικό-οικονομικής πλευράς. Για το λόγο αυτό, τα αντίστοιχα συστήματα στις ΗΠΑ και ΕΕ έχουν αποδυθεί τα τελευταία χρόνια σε ένα εντατικό αγώνα για την αναδόμηση (reengineering) της συνολικής αντιμετώπισής τους, με στόχο τη βελτιστοποίηση των παρεχομένων υπηρεσιών και τον εξορθολογισμό του κόστους. Στρατηγικό εργαλείο για τη παροχή των νέων υπηρεσιών αποτελούν οι νέες Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ). Στο πλαίσιο της παρούσας ερευνητικής εργασίας εξετάζεται η αξιοποίηση σύγχρονων και ευρέως διαθέσιμων τεχνολογιών επικοινωνιών (ευρυζωνικότητα, δίκτυα κινητής τηλεφωνίας κ.ά.), σε συνδυασμό με τη χρήση καινοτόμων προϊόντων, όπως αυτά των «ηλεκτρονικών» υφασμάτων (e-Textiles) για την παροχή καινοτόμων υπηρεσιών παρακολούθησης από απόσταση. Η παρούσα διπλωματική είχε σαν στόχο την εφαρμογή και αξιολόγηση ενός προγράμματος πρώιμης εξόδου από νοσοκομείο και κατ’ οίκον νοσηλείας σε χρόνιους αναπνευστικούς ασθενείς στο Νοσοκομείο «Η Σωτηρία» και διεξήχθη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Προγράμματος ‘HealthWear’. Η μεθοδολογική προσέγγιση έγινε αφενός με την ευρεία βιβλιογραφική ανασκόπηση αναλόγων παρεμβάσεων και αφετέρου με την αξιολόγηση ενός προγράμματος κλινικής εφαρμογής του σε πραγματικές συνθήκες. Στο πρόγραμμα συμμετείχαν 48 ασθενείς με Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια, διαχωρισμένοι τυχαία σε ομάδα ελέγχου (ενδονοσοκομειακή φροντίδα), και ομάδα παρέμβασης (πρώιμη έξοδος και παρακολούθηση με τη χρήση φορετών και φορητών, μη επεμβατικών συσκευών). Παρουσιάζονται αναλυτικά ο σχεδιασμός του συστήματος και της υπηρεσίας, η μεθοδολογία και ο τρόπος παρακολούθησης των ασθενών της ομάδας παρέμβασης καθώς και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης. Η εφαρμογή του προγράμματος στην καθ’ ημέρα κλινική πράξη κατέδειξε τη χρήση φορητών και φορετών συστημάτων ως αξιόπιστη εναλλακτική μέθοδο για την πρώιμη έξοδο και συνέχεια της φροντίδας των ασθενών με Χ.Α.Π. Παράλληλα διερευνήθηκαν μελλοντικές προοπτικές εφαρμογών για την εξ αποστάσεως παρακολούθηση κατά τη διάρκεια του ύπνου ή ταυτόχρονα με εκτέλεση άσκησης σε εξωτερικούς χώρους. / Treatment of chronic patients is currently one of the most difficult international issues that health and social care systems need to address, both medically and by socio-economic terms. For this reason, the corresponding systems in the U.S. and EU have engaged the last years a lot of effort, in an intense struggle, for the restructuring (reengineering) of the total care management process, in order to optimize service and streamline costs. Strategic tool for providing new services is Information and Communication Technologies (ICTs). In the current study, the usage of modern and widely available communication technologies (broadband internet, mobile telephony, etc.), combined with innovative products, such as the 'electronic' fabrics (e-Textiles), in order to provide advanced remote monitoring services, were thoroughly examined. This thesis aimed to implement and evaluate a program of early hospital discharge, followed by a home hospitalization program, in chronic respiratory patients of ‘Sotiria’ Hospital in the region of Attica - Greece, conducted within the framework of a European Research Project named 'HealthWear'. The methodological approach followed was first to establish an in-depth background for this type of interventions, through a broad, thorough systematic literature review, and secondly to evaluate a clinical trial, in the real everyday life of a public hospital. The program involved 48 patients with Chronic Obstructive Pulmonary Disease (COPD), separated randomly into control group (traditional care) and intervention group (early discharge and follow up by using wearable, portable, non-invasive devices). A comprehensive presentation of the ICT system used, the clinical protocol of the service and the methodology for the remote monitoring the intervention group patients, are followed by the assessment results of the trial. Our experience from this trial allows the prediction that wearable and wireless systems can be proved as new era’s tools in patients’ remote follow up and personalized care, especially valuable in early discharge, as well as in home based monitoring during sleep and outdoor activities.
|
50 |
Βέλτιστος σχεδιασμός πολλαπλασιαστών τάσης για φωτοβολταϊκά πλαίσια συνδεδεμένα στο δίκτυο χαμηλής τάσηςΚομπούγιας, Ιωάννης 19 July 2012 (has links)
Η παρούσα διδακτορική διατριβή εστιάζεται στον χώρο των Φ/Β πλαισίων εναλλασσομένου ρεύματος (AC-PV Modules) με μετατροπείς δύο βαθμίδων, και πιο συγκεκριμένα σε μετατροπείς Σ.Τ. – Σ.Τ με τους οποίους επιτυγχάνεται ανύψωση της τάσης και μπορούν να αποτελέσουν την πρώτη από τις δύο βαθμίδες.
Τρεις είναι οι κύριοι στόχοι:
A)Η εύρεση της καταλληλότερης επιλογής για την πρώτη βαθμίδα της διάταξης σύνδεσης ενός Φ/Β πλαισίου στο μονοφασικό δίκτυο χαμηλής τάσης.
B)Ο βέλτιστος σχεδιασμός και η επιλογή του κατάλληλου Πολλαπλασιαστή Τάσης.
C)Ο βέλτιστος σχεδιασμός της μονάδας ανύψωσης τάσης, η οποία αποτελεί την πρώτη βαθμίδα, μιας διάταξης δύο βαθμίδων, για τη σύνδεση Φ/Β πλαισίου με το δίκτυο χαμηλής τάσης.
Η μελέτη των τυπικών επιπέδων τάσης που εμφανίζονται σε διατάξεις διασύνδεσης δύο βαθμίδων απέδειξε την ανάγκη σχεδιασμού μετατροπέων Σ.Τ.-Σ.Τ. με υψηλά κέρδη τάσης, τα οποία δεν μπορούν να προσφέρουν οι κλασσικοί μετατροπείς. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για τη διερεύνηση της λειτουργικής συμπεριφοράς των Πολλαπλασιαστών Τάσης και εστιάσθηκε στην εξαγωγή νέων απλών και ακριβέστερων μαθηματικών σχέσεων για τη λειτουργία τους, στον ορισμό και την υλοποίηση του βέλτιστου σχεδιασμού και τέλος στη βέλτιστη επιλογή των στοιχείων του κυκλώματος.
Για τον καλύτερο δυνατό σχεδιασμό του ανυψωτή τάσης διεξάγεται τεκμηριωμένη σύγκριση μεταξύ διαφόρων δημοφιλών τοπολογιών Πολλαπλασιαστών Τάσης, καθώς και της μορφής της τάσης που θα τον τροφοδοτεί. Η εκτεταμένη έρευνα καταλήγει στην εφαρμογή θετικής παλμικής τάσης εισόδου, με τη χρήση μιας παραλλαγής του μετατροπέα Boost (Mod Boost), ενώ επικρατέστερος Πολλαπλασιαστής Τάσης είναι μία παραλλαγή του Half-Wave Cockcroft-Walton με πυκνωτή εξομάλυνσης (Modified Half-Wave Cockcroft-Walton with Smoothing Capacitor).
Στα πλαίσια της διδακτορικής διατριβής προτείνεται επιπλέον ένας νέος επαναληπτικός αλγόριθμος, ο οποίος συνδυάζει επιτυχώς θεωρητικές εξισώσεις και προσομοίωση, έχοντας ως στόχο το βέλτιστο σχεδιασμό του σύνθετου ανυψωτή τάσης, ο οποίος ονομάστηκε “Mod Boost – Mod H-W C-W SC VM” και συνίσταται από τον τροποποιημένο μετατροπέα Boost και τον προαναφερθέντα Πολλαπλασιαστή Τάσης.
Τα συμπεράσματα και τα θεωρητικά αποτελέσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής επιβεβαιώνονται μέσω της προσομοίωσης και της σύγκρισης με κατάλληλα εργαστηριακά πρωτότυπα. / The current PhD thesis focuses on the field of AC PV Modules using Dual-Steps Inverters and more specifically on DC-DC Converters that are voltage boosters and can act as the first one of the two stages of the inverter.
Three goals are accomplished in this work:
A)The optimum choice of the topology for the first stage of a dual steps inverter of an AC-PV Module connected to the single-phase low voltage utility grid.
B)The optimum choice and design of the Voltage Multiplier.
C)The optimum design of the first stage of a dual steps inverter of an AC-PV Module.
The analysis of the typical voltage levels at the dual steps topologies turns the research interest to DC-DC Converters with voltage gain (more than 20) higher than what is typical for the classical topologies. Based on that, a theoretical analysis is held on Voltage Multipliers according to which the crucial magnitudes are highlighted and new, simple and accurate formulas are extracted, which describe the operation of the voltage multipliers. Moreover theoretical supported choices about the capacitances in every stage are suggested, an optimum design is determined and for its implementation new accurate easy-to-use formulas are extracted.
For an optimal design of the voltage booster, well established comparisons are made between popular types of voltage Multipliers and voltage triggering sources. The intensive research leads to the use of a positive voltage pulsing source that is generated by a modified Boost converter (Mod Boost Converter). Moreover a modified Half-Wave Cockcroft-Walton with Smoothing Capacitor VM is set as the best choice among the studied Voltage Multipliers.
Furthermore, a novel iterative optimum design algorithm is introduced, which uses both the theoretical equations of a VM optimum design and a simulation software, so as to make feasible an optimum design of the novel DC-DC Converter. The new converter, named Mod Boost – Mod H-W C-W SC VM, results from the series connection of the modified converters Boost and Half Wave Cockcroft Walton with Smoothing Capacitor VM.
Finally, the conclusions and the theoretical analysis of this work are validated by PSPICE simulations and experimental results, extracted by measurements on laboratory prototypes.
|
Page generated in 0.0257 seconds