• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • 2
  • 2
  • 1
  • Tagged with
  • 9
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

The actions of a soft coral derived natural product on neurones

Woolley, David January 2008 (has links)
The effects of a soft coral derived product and its major active component, 3-carboxyl-methylpyridinium (CMP), were assessed in cultured neurones from dorsal root ganglion (DRG) and the hippocampus, and in hippocampal slices. Application of the soft coral preparation or CMP to cultured DRG neurones reduced an outward potassium current, causing attenuation of spike frequency adaptation. This evoked a switch to multiple firing in previously single firing DRG neurones.
2

Análise dos flavonóides de Acacia longifolia (Andr.) Willd. Leguminosae-Mimosoideae

Silva, Virginia Claudia da January 2001 (has links)
Orientador: Vitor Alberto Kerber / Co-orientador: Obdulio Gomes Miguel / Dissertação (mestrado) - Universidade Federal do Paraná, Setor de Ciências da Saúde / Resumo: Acacia /ongifolia (Andr.) Willd., é um arbusto, de 3-4 m de altura. Arbusto originário da região leste-tropical da Austrália, muito cultivado para fixar dunas em terrenos íngremes, sujeitos a erosão. Acacia longifolia (Andr.) Willd. foi investigada visando à identificação dos flavonóides majoritários em suas flores e a avaliação de atividades antimicrobianas. Através de métodos cromatográficos, três flavonóides foram isolados a partir da fração acetato de etila. Estes foram identificados através de análises espectroscópicas e propriedades físico-químicas como uma flavanona a naringenina, e dois de seus heterosídeos, a 5-f3-0-galactosil-naringenina e 5-f3-Dglucosil- naringenina. Usando CLAE, os flavonóides isolados foram quantificados no material vegetal, apresentando teores mínimos de 0,582 % (m/m) de 5-f3-Dgalactosil- naringenina, 0,2% (mim) de 5-f3-0-glucosil-naringenina e 0,018 % (mim) de naringenina. A fração acetato de etila a uma concentração de 500 ppm, mostrou uma significativa atividade antifúngica, inibindo 30% do crescimento micelial de Rhizoctonia sp. Também houve inibição do crescimento micelial de Colletotrichum acutatum (15,9%) e de Fusarium oxysporum (10,5 %). O extrato bruto etanólico e as frações acetato de etila e diclorometano foram testadas contra as cepas de Staphy/ococcus aureus, S. epidermidis e Escherichia colí em concentrações até 1000 ?g, mas nenhuma atividade foi detectada. / Abstract: Acacia longifolia (Andr.) Willd., is a shrub, (3-4 m in height). Originally from Australia east-tropical region, it is cultivated to firm dunes in steep ground. Acacia longifolia (Andr.) Willd. was investigated to evaluating anti-microbial activities and to identify flavonoids in its flowers. Three flavonoids were isolated by chromatographics means from the ethyl acetate fraction. The flavonoids were identified by spectral analysis and physical-chemical properties given Naringenin, a flavanone and two of its glycosides, 5-13-D-galactosil-naringenin and 5-f3-D-glucosil-naringenin. Using an HPLC system, the isolated flavonoids were quantified in the plant material, giving minimal values of 0,582 % (w/w) for 5-f3-D-galactosil-naringenin, 0,2 % (w/w) for 5- 13-D-glucosil-naringenin and 0,018 % (w/w) for naringenin. At the concentration of 500 ppm the ethyl acetate fraction showed a remarkable anti-fungi activity inhibiting 30% of the micelial growing from Rhizoctonia sp .. lt also inhibit the micelial growing of Colletotrichum acutatum (15,9%) and Fusarium oxysporum (10,5%). The crude ethanolic extract, the dicloromethane and the ethyl acetate fractions were tested againt strains of Staphylococcus aureus, S. epidermidis and Escherichia coli at concentrations up to 1000 ?g giving no activity.
3

The disposition of morphine and its 3- and 6-glucuronide metabolites in humans and sheep / Robert W. Milne.

Milne, Robert W. (Robert William). January 1994 (has links)
Corrigenda inserted opposite title page. / Copies of author's previously published articles inserted inside back cover. / Bibliography: leaves 245-291. / xvii, 291 leaves ; 30 cm. / Title page, contents and abstract only. The complete thesis in print form is available from the University Library. / An improved HPLC method was developed to measure the concentration of the three compounds in plasma and urine. The stability of the compounds during storage in plasma was also established. / Thesis (Ph.D.)--University of Adelaide, Dept. of Clinical and Experimental Pharmacology, 1995?
4

The disposition of morphine and its 3- and 6-glucuronide metabolites in humans and sheep / Robert W. Milne.

Milne, Robert W. (Robert William). January 1994 (has links)
Corrigenda inserted opposite title page. / Copies of author's previously published articles inserted inside back cover. / Bibliography: leaves 245-291. / xvii, 291 leaves ; 30 cm. / Title page, contents and abstract only. The complete thesis in print form is available from the University Library. / An improved HPLC method was developed to measure the concentration of the three compounds in plasma and urine. The stability of the compounds during storage in plasma was also established. / Thesis (Ph.D.)--University of Adelaide, Dept. of Clinical and Experimental Pharmacology, 1995?
5

Ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της αντι-TNF θεραπείας σε ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου

Τσιώτος, Δημήτριος 02 March 2015 (has links)
Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η μελέτη της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των αντι-TNFα βιολογικών παραγόντων, ινφλιξιμάβης και αδαλιμουμάβης, στους ασθενείς με ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (ΙΦΝΕ) στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών. Προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε τυχόν συσχετίσεις μεταξύ ομάδων ασθενών και εμφάνισης παρενεργειών ή κλινικής ανταπόκρισης. Μέθοδοι: Από τον Μάιο του 2013 ως τον Μάιο του 2014 καταγράφηκαν τα στοιχεία 63 ασθενών με μοναδικά κριτήρια εισαγωγής τη διάγνωσή τους με ΙΦΝΕ (νόσο του Crohn, ελκώδη κολίτιδα ή αδιευκρίνιστη κολίτιδα) και τη θεραπεία τους με ινφλιξιμάβη ή αδαλιμουμάβη. Κριτήριο αποτελεσματικότητας ήταν η κλινική ύφεση ή έξαρση της νόσου. Κριτήριο ασφαλείας ήταν η εμφάνιση ή όχι παρενεργειών. Αποτελέσματα: Το 65,1% των ασθενών (41/63) λάμβανε ινφλιξιμάβη. Μόλις το 20,6% των ασθενών (13/63) απαίτησε τροποποίηση του βιολογικού παράγοντα (αύξηση δόσης ή συχνότητας χορήγησης). Το 11,1% των ασθενών (7/63) διέκοψαν οριστικά τη θεραπεία εξαιτίας μη ανταπόκρισης ή απώλειας ανταπόκρισης και το 3,2% (2/63) εξαιτίας παρενεργειών. Το 7,9% των ασθενών (5/63) αναγκάστηκαν να διακόψουν παροδικά (λιγότερο από 1 έτος) τη θεραπεία λόγω μη ανταπόκρισης ή απώλειας ανταπόκρισης και το 9,5% (6/63) εξαιτίας παρενεργειών. Το 61,1% των ασθενών (33/54) που είχαν λάβει έστω και μια φορά ινφλιξιμάβη και το 38,1% των ασθενών (8/21) που είχαν λάβει έστω και μία φορά αδαλιμουμάβη εμφάνισε παρενέργειες. Οι πιο συχνές παρενέργειες ήταν οι λοιμώξεις (12/59, 20,3%) και οι αρθραλγίες (12/59, 20,3%) στους ασθενείς που λάμβαναν ινφλιξιμάβη, και οι λοιμώξεις (4/10, 40%) και η κεφαλαλγία (4/10, 40%) σε όσους λάμβαναν αδαλιμουμάβη. Το 69,8% των ασθενών (44/63) βρίσκονταν σε ύφεση. Συμπεράσματα: Η δράση των βιολογικών παραγόντων είναι στατιστικά σημαντικά καλύτερη στη νόσο του Crohn παρά στην ελκώδη κολίτιδα (81,4% vs 18,6%, αντίστοιχα βρίσκονταν σε κλινική ύφεση, p < 0,005). Για όσο περισσότερο χρόνο οι ασθενείς λαμβάνουν τους βιολογικούς παράγοντες και όσο νωρίτερα στην πορεία της νόσου τους ξεκινά η λήψη τους, τόσο καλύτερα ανταποκρίνονται. Κανένας θάνατος δεν παρουσιάστηκε. Οι παρενέργειες που αποτέλεσαν αιτία διακοπής (παροδικής ή οριστικής) εμφανίστηκαν μόνο σε ασθενείς που λάμβαναν ινφλιξιμάβη. Η αδαλιμουμάβη φαίνεται να έχει λιγότερες και λιγότερο σοβαρές παρενέργειες. Περαιτέρω μελέτες σε περισσότερους ασθενείς ή σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου (περισσότερο από ένα έτος) είναι απαραίτητες για την εξαγωγή πιο ασφαλών συμπερασμάτων. / The aim of this work was to study the safety and efficacy of anti-TNFα biologic agents, infliximab and adalimumab, in patients suffering from inflammatory bowel disorders (IBD) at Patras University Hospital. We tried to associate clinical response or the occurrence of side-effects with several patient groups. Methods: From May 2013 to May 2014, 63 patients were recorded with the only inclusion criteria being their diagnosis with IBD (Crohn’s disease, ulcerative colitis or indeterminate colitis) and the treatment with infliximab or adalimumab. The efficacy was evaluated based on the presence of clinical remission or active disease. The safety was evaluated based on the presence or absence of side-effects. Results: 65.1% of all patients (41/63) received infliximab infusions. Only 20.6% of patients (13/63) required any adjustment to their biologic agent (dose increase or increased dose frequency). 11.1% of patients (7/63) permanently stopped treatment due to lack or loss of response and 3.2% (2/63) due to side-effects. 7.9% of patients (5/63) transiently stopped treatment (up to 1 year) due to lack or loss of response and 9.5% (6/63) due to side-effects. 61.1% of patients (33/54) who had been treated at least once with infliximab presented side-effects. 38.1% of patients (8/21) who had been treated at least once with adalimumab presented side-effects. The most common side-effects recorded in the group of patients that were treated with infliximab were infections (12/59, 20.3%) and arthralgias (12/59, 20.3%). The most common side-effects recorded in the group of patients that were treated with adalimumab were infections (4/10, 40%) and headache (4/10, 40%). 69.8 of patients (44/63) were in clinical remission. Conclusions: The efficacy of biologic agents is statistically significant better in Crohn’s disease than in ulcerative colitis (81.4% Vs 18.6% respectively were in clinical remission, p < 0.005). The longer the patients were being treated with the biologic agents and the sooner these agents were introduced in the course of the disease the better the clinical response was. No death was observed. The side-effects that led to treatment cessation (either permanent or transient) were only associated with the treatment with infliximab. The treatment with adalimumab seems to be associated with both fewer and less serious side-effects. Studies recording more patients and for a longer period of time (more than one year) need to be conducted in order to draw more clear conclusions.
6

Activité pharmacologique de dérivés polyphénoliques isolés de Clusiaceae et de Calophyllaceae malaisiennes : effets régulateurs sur des marqueurs endothéliaux de l’inflammation et de l’immunité / Pharmacological activity of polyphenolic derivatives from Malaysian Clusiaceae and Calophyllaceae : regulatory effects on inflammatory and immune endothelial markers

Rouger, Caroline 11 December 2015 (has links)
Afin d’identifier de nouveaux composés prévenant la dysfonction et l’immunogénicité des cellules endothéliales qui sont impliquées dans la survenue des rejets de greffe,nous nous sommes intéressés aux métabolites secondaires de différentes espèces de Clusiaceae et de Calophyllaceae. Tout d’abord, 4 extraits DCM de Calophyllaceae malaisiennes ont été sélectionnés sur la base d’une étude déréplicative et d’un criblage biologique anti-inflammatoire. Puis, l’étude phytochimique de l’extrait de fruits de Mesua lepidota a permis d’isoler 9 coumarines de type mammea, dont 7 constituent 2 nouvelles séries : Les lépidotols et les lépidotines. L’étude des extraits de 2 lots de feuilles de Calophyllumtetrapterum a quant à elle conduit à l’isolement de dérivés polyphénoliques distincts : Desacylphloroglucinols polyprénylés dans le lot A, dont le composé majoritaire, la tétraptérone, est un dérivé acide original, et des pyranochromanones acides dans le lot B, dont un nouveau dérivé appelé acide tétraptérique. Le même protocole appliqué à l’extrait de feuilles de Mesuaassamica a montré que les fractions cytotoxiques sont riches en xanthones, tandis que les fractions anti inflammatoires renferment des coumarines de type mammea. Parallèlement à ces études phytochimiques, un panel de polyphénols représentatifs des classes chimiques retrouvées dans les Clusiaceae et les Calophyllaceae ont été évalués pour leurs effets sur divers marqueurs endothéliaux de l’inflammation et de l’immunité. Il apparaît ainsi que les coumarines de type mammea et la guttiférone J, une benzophénone polyprénylée, inhibent significativement l’expression de VCAM-1 ainsi que des molécules HLA de classe II, HLAE et MICA. / In order to identify new compounds preventing endothelial cells dysfunction and immunogenicity which are involved in the emergence of graft rejection, the secondary metabolites of different Clusiaceae and Calophyllaceae specious were investigated. Firstly 4DCM extracts originating from Malaysian Calophyllaceae specious were selected through a dereplication analysis combined with an anti-inflammatory screening. Then, the phytochemical study of the fruits extract of Mesualepidota allowed us to isolate 9 mammea coumarins, among which 7 represent 2 novel series, i.e. lepidotols and lepidotins. The phytochemical study of 2 different batches of Calophyllum tetrapterum leaves led to the isolation of distinct polyphenolic derivatives : polyprenylated acylphloroglucinols were identified in batch A, with the major compound, tetrapterone, as a new acid derivative, whilst chromanone acids were identified in batch B, including a new derivative named as tetrapteric acid. The same protocol applied to Mesuaassamica leave extract showed that cytotoxic fractions were rich in xanthones whereas anti-inflammatory fractions contained numerous mammea coumarins. Along with these phytochemical studies, a panel of polyphenols representative of the chemical classes generally identified in Clusiaceae and Calophyllaceae specious were evaluated for their effects on various endothelial markersof inflammation and immunity. Mammea coumarins and guttiferone J, a polyprenylated benzophenone, appeared to significantly inhibit the expression of VCAM-1 as well as that of HLA class II molecules, HLA-E and MICA.
7

Diversité chimique et potentiel antimicrobien d’huiles essentielles de plantes libanaises / Chemical diversity and antimicrobial potential of Lebanese plants essential oils

Fahed, Layal 12 September 2016 (has links)
La résistance aux antimicrobiens est un problème mondial majeur de plus en plus préoccupant. Le développement de nouveaux antimicrobiens classiques remplaçant les agents rendus inefficaces est certes l’une des stratégies les plus prometteuses visant à diminuer son ampleur. Mais cette solution demeure malheureusement momentanée. En fait tout agent antimicrobien sera tôt ou tard vaincu par la propagation des souches résistantes favorisée par le phénomène de pression de sélection exercée par l’agent lui-même. Il est donc nécessaire d’envisager toutes les alternatives possibles aux approches classiques, cela afin de diversifier l’arsenal thérapeutique antimicrobien.Les huiles essentielles utilisées par les plantes dans leur défense contre les pathogènes sont naturellement composées d’un mélange de constituants les rendant capables d’agir sur plusieurs cibles de l’organisme. De ce fait, même les pathogènes les plus résistants ne vont pouvoir échapper à leurs actions et le développement des résistances sera par conséquent limité. Dans le cadre de la présente thèse des plantes aromatiques libanaises sélectionnées en se basant surtout sur des indications ethno pharmacologiques ont été récoltées de différentes régions libanaises. Elles ont été par la suite hydrodistillées pour produire une vingtaine d’huiles essentielles qui ont été analysées par GC/MS et éventuellement par RMN, et évaluées contre une gamme de pathogènes responsables d’infections cutanées chez l’homme. L’analyse de la composition chimique des HEs a été marquée par l’isolement et la caractérisation pour la première fois du santolinoïdol, un sesquiterpène du type bisabolène qui a été retrouvé dans l’huile essentielle d’Achillea santolinoides subsp. wilhelmsii. Presque la moitié des HEs ont été actives sur au moins un des pathogènes. L’origine de l’activité des huiles les plus actives, l’effet de leurs associations avec des antimicrobiens commerciaux ainsi que leurs cytotoxicités ont été également investigués. / Antimicrobial resistance is a major global problem and a growing concern. The development of new conventional antimicrobial agents replacing inefficient ones is certainly one of the most promising strategies aiming to reduce its extent. But this solution remains unfortunately momentary. In fact, any antimicrobial agent will eventually be defeated by the spread of resistant strains favored by the selection pressure phenomenon exerted by the agent itself. It is therefore necessary to consider all possible alternatives to conventional approaches in order to diversify the antimicrobial arsenal.Essential oils used by plants in their defense against pathogens are naturally composed of a mixture of components making them able to act on several targets of the organism. Thus, even the most resistant pathogens will not be able to escape their actions and the development of resistance will be therefore limited.In this thesis, Lebanese aromatic plants selected based mainly on ethnopharmacological indications were collected from various Lebanese regions. They were subsequently hydrodistillated producing twenty essential oils analyzed by GC / MS and eventually by NMR, and assessed against a range of pathogens that cause skin infections in humans. The analysis of the chemical composition of the EOs was marked by the isolation and characterization for the first time of santolinoïdol, a bisabolene type sesquiterpene that was found in the essential oil of Achillea santolinoides subsp. wilhelmsii. Almost half of the EOs have been active on at least one pathogen. The origin of the activity of the most active oils, the effect of their associations with commercial antimicrobials and their cytotoxicities were also investigated.
8

Μελέτες με σκοπό την ολική σύνθεση της Ecteinascidin 743 : νέες συνθετικές μεθοδολογίες στη φαρμακευτική χημεία

Ψαρρά, Βασιλική 19 April 2010 (has links)
Η Ecteinascidin 743 είναι ένα σπουδαίο αντικαρκινικό φάρμακο, που καταστρέφει μέσω αλκυλίωσης τα καρκινικά κυττάρα και είναι εμπορικά διαθέσιμο με το όνομα Yondelis. Χρησιμοποιείται στην Ευρώπη, τη Ρωσία και τη Νότια Κορέα για τη θεραπεία του σαρκώματος του μαλακού ιστού, δηλαδή καρκίνου των ιστών που υποστηρίζουν το σώμα, όπως οι μύες, τα αιμοφόρα αγγεία και άλλα είδη ιστών που υποστηρίζουν και προστατεύουν τα όργανα του σώματος. Η Ecteinascidin 743 βρίσκεται υπό κλινικές δοκιμές για τη θεραπεία και άλλων μορφών καρκίνου, όπως του καρκίνου του μαστού, του προστάτη, των ωοθηκών, των νεφρών, των πνευμόνων και του μελανώματος. Απομονώθηκε από το μικρό θαλάσσιο οργανισμό, Ecteinascidia turbinate, που ζει στις θάλασσες της Καραϊβικής και ανακαλύφθηκε ότι έχει αντικαρκινική δράση το 1969. Αυτό το φυσικό προϊόν αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την παρούσα ερευνητική εργασία, όπου στην ρετροσυνθετική του πορεία (Εικόνα 3) περιλαμβάνεται η σύνθεση ενός μορίου πιπεραζίνης, καθώς και ενός β-λακταμικού δακτυλίου. Οι β-λακτάμες χρησιμοποιούνται σήμερα ως βακτηριοκτόνα, αντιβιοτικά, αναστολείς των πρωτεασών σερίνης και αναστολείς της ακυλομεταφεράσης της χοληστερολης (acyl-CoA: cholesterol acyltransferase, ACAT), η οποία είναι υπεύθυνη κυρίως για την αθηροσκληρωτική στεφανιαία καρδιακή νόσο. Η ασθένεια αυτή αποτελεί ήδη την πιο κοινή μορφή ασθένειας που προσβάλλει την καρδιά και μία σημαντική αιτία πρόωρου θανάτου στην Ευρώπη, σε κράτη της Βαλτικής, τη Ρωσία, τη Βόρεια και Νότια Αμερική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Η αθηροσκλήρωση σχετίζεται με την στεφανιαία καρδιακή νόσο, η οποία αποδίδεται στην ανικανότητα της στεφανιαίας κυκλοφορίας να τροφοδοτεί με επαρκές αίμα το μυ της καρδιάς και τους περιβάλλοντες ιστούς. Οι παράγοντες που οδηγούν στην αθηροσκλήρωση είναι τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης, η υπέρταση, ο διαβήτης, το κάπνισμα, οι κακές διατροφικές συνήθειες, η παχυσαρκία και η έλλειψη σωματικής άσκησης. Οι παραπάνω δράσεις των β-λακταμών έχουν καταστήσει πολύ ενδιαφέρουσα τη στερεοεκλεκτική και εναντιοεκλεκτική σύνθεση αυτών. Ένας β-λακταμικός δακτύλιος είναι μία λακτάμη με δομή ετεροατομικού τετραμελούς δακτυλίου, που αποτελείται από τρία άτομα άνθρακα και ένα άτομο αζώτου. Ο β-λακταμικός δακτύλιος είναι μέρος της δομής μερικών κατηγοριών β- λακταμικών αντιβιοτικών, όπως οι πενικιλίνες, οι κεφαλοσπορίνες, οι κεφαμυκίνες, οι καρβαπενέμες, οι μονοβακτάμες, και οι τρινέμες. Οι ενώσεις των β-λακταμών παρασκευάστηκαν σύμφωνα με την Mannich αντίδραση μέσω σουλφινιμινών. Οι πιπεραζίνες χρησιμοποιούνται σήμερα ως μυκητοκτόνα, αγχολυτικά, αντιικά, και ανταγωνιστές του υποδοχέα της σεροτονίνης (5-HT). Η τελευταία θεραπευτική ικανότητα των πιπεραζινών είναι πλέον ένα θέμα εκτενούς επιστημονικής έρευνας και περιλαμβάνει υποδοχείς-στόχους που ανήκουν στην κατηγορία των υποδοχέων συζευγμένων με G-πρωτεΐνη (G-ptotein-coupled receptors, GPCRs). Η εκλεκτικότητα των πιπεραζινών για τις GPCRs εμφανίζεται εξαιτίας της βασικότητας. Αυξάνοντας το μέγεθος του όρθο υποκαταστάτη σε Ν-άρυλο πιπεραζίνες, αυξάνεται η ικανότητα πρόσδεσής τους και η λειτουργική τους δραστικότητα. Οι πιπεραζίνες είναι οργανικές ενώσεις, που αποτελούνται από έναν εξαμελή δακτύλιο, ο οποίος περιέχει δύο άτομα αζώτου, που βρίσκονται στις θέσεις 1 και 4 του δακτυλίου. Οι ενώσεις των πιπεραζινών παρασκευάστηκαν σύμφωνα με την Diels-Alder αντίδραση μέσω σουλφινιμινών. Οι σουλφινιμίνες αποτέλεσαν το μόριο-κλειδί για την σύνθεση όλων των τελικών επιθυμητών προϊόντων και είναι γνωστές ως πολύ καλοί πρόδρομοι αμινών, όταν αντιδράσουν με οργανομεταλλικές ενώσεις [RLi, RMgX (αντιδραστήρια οργανολιθίου, αντιδραστήρια Grignard)]. Οι οπτικώς καθαρές σουλφινιμίνες είναι σημαντικές δομικές μονάδες (building blocks) στην ασύμμετρη σύνθεση άμινο παραγώγων, και παρασκευάζονται σε πολύ καλές αποδόσεις μέσω ενός σταδίου από αρωματικές, ετεροαρωματικές και αλιφατικές αλδεΰδες. Στην παρούσα ερευνητική μελέτη συντέθηκαν νέες β-λακταμικές ενώσεις και υποκατεστημένες ενώσεις πιπεραζίνης, συμπληρώνοντας έτσι και ενισχύοντας τα ήδη υπάρχοντα δεδομένα για τις συγκεκριμένες κατηγορίες ενώσεων αφενός και, αφετέρου, παρέχοντας νέα δεδομένα για την ολική σύνθεση του φυσικού προϊόντος, Ecteinascidin 743 (σύνθεση των εξαμελών αζόξυ προϊόντων 18, 19 και 20). Η ρετροσυνθετική ανάλυση της Ecteinascidin 743, που περιγράφηκε αρχικά, δύναται να εφαρμοστεί, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας ερευνητικής εργασίας. / Ecteinascidin 743 is an important antitumor drug that can service a novel way of killing cancer cells, and it is sold under the brand name Yondelis. It has been approved for use in Europe, Russia and South Korea for the treatment of advanced soft tissue sarcoma, cancers of the supporting tissues of the body, such as muscles, fat, blood vessels or in any other tissues that support, surround and protect the organs of the body. Ecteinascidin 743 is undergoing clinical trials for the treatment of breast, prostate, ovarian, renal, lung, and melanoma cancers. It is isolated from the Caribbean tunicate Ecteinascidia turbinate, and was found to have anticancer activity in 1969. We were inpired by this natural product and as we can observe from its retrosynthetic analysis (Scheme 3), the synthesis of a piperazine molecule and a β-lactam ring are involved. The extreme importance of β-lactams serving not only as bactericidal and as key structural units of several important antibiotics, but also as mechanism-based inhibitors of serine proteases and as inhibitors of acyl-CoA cholesterol acyltransferase (ACAT), which is mainly responsible for atherosclerotic coronary heart disease. Coronary heart disease is already the most common form of disease affecting the heart and is an important cause of premature death in Europe, the Baltic states, Russia, North and South America, Australia and New Zealand. Atherosclerosis is most commonly equated with atherosclerotic coronary artery disease, which is rendered in the failure of the artery circulation to supply with sufficient blood the heart muscle and the surrounding tissues. Risk factors for the coronary heart disease include high levels of cholesterol, hypertension, diabetes, smoking, bad diet habbits, obesity, and lack of excercise. The above activities of β-lactams have propelled strong resurgent interest toward their stereoselective and enantioselective synthesis. A β-lactam ring is a lactam with a heteroatomic four-membered ring structure, consisting of three carbon atoms and one nitrogen atom. Penicillins, cephalosporins, cephamycins, carbapenems, monobactams, and trinems are classified as b-lactam antibiotics. β-Lactams were prepared by the Mannich reaction using sulfinimines. Piperazines are used now-a-days as antifungals,antidepressants, antiviral, and serotonin receptor antagonists (5-HT). The latter therapeutic area of piperazines has been the subject of intense research and includes targets belonging to the G-Protein- Coupled Receptor (GPCR) superfamily. The selectivity of piperazines towards GPCRs has deen attributed to their basicity. Increasing the size of the ortho substituent in N-aryl piperazines resulted in an increase in binding affinity and functional potency. Piperazines are organic compounds that consists of a six-membered ring containing two opposing nitrogen atoms, at the 1 and 4 positions of the ring. Piperazines were prepared by the Diels-Alder reaction using sulfinimines. Sulfinimines are the key-compounds for the synthesis of the final desirable products described herein and excellent precursors of amines, when they react with organometallic compounds [RLi, RMgX (organolithium reagents, Grignard reagents)]. Enantiomerically pure sulfinimines representing, important building blocks in the asymmetric synthesis of amine derivatives, are prepared in high yields in one step from aromatic, heteroaromatic, and aliphatic aldehydes. In this project, novel β-lactam compounds and substituted piperazine compounds were synthesized, in order to complete and highlight the already existing data for these specific compounds classes and provide new data about the total synthesis of the natural product, Ecteinascidin 743 (synthesis of six-membered azoxy products 18, 19 and 20). The retrosynthetic analysis of Ecteinascidin 743 could be viable given the result described in Scheme 44.
9

Recherche de sécrétagogues naturels du GLP-1 : exploration du potentiel antidiabétique d'espèces du genre Cynanchum (Apocynaceae) / Research for natural GLP-1 secretagogues : exploration of the antidiabetic potential of Cynanchum species (Apocyanceae)

Tsoukalas, Michail 14 September 2015 (has links)
Dans le cadre de la recherche de composés pouvant stimuler la sécrétion de l’hormone hypoglycémiante GLP-1 (glucagon-like-peptide 1) et sur des critères ethno-pharmacologiques et taxonomiques, différentes Asclepiadoidées ont été criblées sur un modèle cellulaire (lignée STC-1). Cette approche nous a permis de sélectionner deux espèces de Cynanchum malgaches. L’isolement bio-guidé de C. marnierianum a conduit à la purification de 2 nouveaux glycosides prégnaniques, les marnieranosides. L’exploration phytochimique de C. menarandrense a permis l’identification de 5 nouvelles structures prégnaniques et de 2 prégnanes déjà signalés dans un genre taxonomiquement proche et hypoglycémiant : Caralluma. Les prégnanes purifiés ont aussi été évalués pour leur effet sécrétagogue GLP-1 et cytotoxique mais seuls les marnieranosides se sont avérés bioactifs. Des analogies structurales entre les molécules identifiées dans le genre Cynanchum et des molécules bioactives isolées au préalable d’espèces antidiabétiques (genres Hoodia et Caralluma) valident notre stratégie pour la découverte des métabolites secondaires avec un potentiel antidiabétique. / In the framework of our search for antidiabetic compounds capable of stimulating the secretion of the hypoglycemic hormone GLP-1 (glucagon-like-peptide 1), based on ethnopharmacological and taxomic criteria, several Asclepiadoidae plants were screened with an in vitro model (STC-1 cell line). This approach led to the selection of two Malagasy Cynanchum species.Bio-guided fractionation of C. marnierianum led to the purification of two new pregnane glycosides named marnieranosides. The phytochemical study of C. menarandrense led to the identification of 5 new pregnane structures along with 2 pregnanes previously reported in the closely related and hypoglycemic Caralluma genus. The isolated pregnanes were evaluated for their GLP-1 secretagogue and cytotoxic activity but only the marnieranosides were proven bioactive. Structural similarities of the Cynanchum pregnanes with the ones previously isolated from antidiabetic plants (Hoodia and Caralluma), validated our approach for the discovery of secondary metabolites with antidiabetic potential.

Page generated in 0.0158 seconds