• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 9
  • 1
  • 1
  • Tagged with
  • 19
  • 8
  • 6
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Εκφυλιστική στένωση οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης σε πολλαπλά επίπεδα : χειρουργική αντιμετώπιση

Καραγεώργος, Αθανάσιος Χ. 11 December 2008 (has links)
Σκοπός: Πρόκειται για μια προοπτική μελέτη που αφορά στη χειρουργική θεραπεία ασθενών που έπασχαν από εκφυλιστική σπονδυλική στένωση της ΟΜΣΣ σε πολλαπλά επίπεδα (δύο ή περισσότερα). Αποσκοπεί στο να διερευνήσει εάν η συγκεκριμένη χειρουργική τεχνική βελτιώνει τα συμπτώματα των ασθενών και κατά πόσον αυτή η βελτίωση διατηρείται στο χρόνο. Υλικό-Μέθοδος: Σαράντα-ένας ασθενείς συμμετείχαν στην μελέτη, που έλαβε χώρα στην Ορθοπαιδική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών, από το 1997 έως το 2004. Οι ασθενείς είχαν συμπληρώσει τουλάχιστον 1 έτος μετεγχειρητικής παρακολούθησης. Ο μ.ο. ηλικίας των ασθενών ήταν 61,02 +_ 9,62 έτη (κυμαινόμενη από 33 έως 79 έτη). Οι ασθενείς προεγχειρητικά υποβάλλονταν σε λεπτομερή ακτινολογικό και κλινικό έλεγχο. Ο ακτινολογικός έλεγχος περιελάμβανε απλές και δυναμικές ακτινογραφίες, αξονική τομογραφία (CT), μαγνητική τομογραφία (MRI) και/ή μυελογραφία με μυελο-CT. Ο κλινικός έλεγχος περιελάμβανε τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου της Oswestry Disability Index (ODI) και της Visual Analog Scale (VAS). Βάσει του προεγχειρητικού ελέγχου 23 ασθενείς έπασχαν από εκφυλιστική στένωση σε 2 σπονδυλικά επίπεδα (περιελάμβανε 3 σπονδύλους), σε 16 ασθενείς είχαν προσβληθεί 3 επίπεδα και 2 ασθενείς είχαν προσβληθεί 4 επίπεδα. Επιπλέον αναδείχθηκε ότι 12 ασθενείς έπασχαν από σκολίωση, 18 ασθενείς από σπονδυλολίσθηση 1ου βαθμού, ενώ 9 ασθενείς από τμηματική αστάθεια. Η κλινική εικόνα των ασθενών περιελάμβανε κυρίως άλγος στην οσφύ και στα κάτω άκρα και/ή νευρογενή διαλείπουσα χωλότητα. Επιπλέον 6 ασθενείς παρουσίαζαν σταδιακά επιδεινούμενη νευρολογική σημειολογία. Η χειρουργική τεχνική περιελάμβανε ευρεία οπίσθια αποσυμπίεση των οστικών και συνδεσμικών δομών. Περιελάμβανε αφαίρεση της ακανθώδους απόφυσης του σπονδυλικού πετάλου και του ωχρού συνδέσμου, ώστε να υπάρξει απελευθέρωση του σπονδυλικού καναλιού οπισθίως. Η αποσυμπίεση εκτείνονταν από το έξω όριο του ενός καναλιού των ριζών έως το έξω όριο του άλλου και αφορούσε όλα τα στενωτικά επίπεδα που εκ των προτέρων είχαν καθοριστεί μέσω, του προεγχειρητικού ελέγχου. Η σταθερότητα της Σ.Σ. επιτυγχανόταν με την τοποθέτηση διαυχενικού συστήματος σπονδυλοδεσίας, που εκτείνονταν ένα σπονδυλικό επίπεδο εκατέρωθεν των επιπέδων αποσυμπίεσης. Το τελικό στάδιο της τεχνικής περιελάμβανε τοποθέτηση μοσχευμάτων για την επίτευξη αρθρόδεσης, τα οποία τοποθετούνταν μεταξύ των εγκαρσίων αποφύσεων. Ο μέσος χειρουργικός χρόνος ήταν 228min (από 120min έως 420min). Η παρακολούθηση των ασθενών μετεγχειρητικά γίνονταν σε ετήσια βάση και περιελάμβανε τη συμπλήρωση της ODI και VAS όσον αφορά στο κλινικό σκέλος και απλές και δυναμικές ακτινογραφίες όσον αφορά στο ακτινολογικό σκέλος. Αποτελέσματα: Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης των ασθενών ήταν 3,71 +_ 1,54 έτη (κυμαινόμενος από 1 έτος έως 6 έτη). Η συνολική ποιότητα ζωής των ασθενών, όπως εκτιμάται με την ODI, παρουσίασε στατιστικά σημαντική βελτίωση μετεγχειρητικά, που διατηρήθηκε για όλα τα έτη παρακολούθησης. Συγκεκριμένα από 61,06% προεγχειρητικά, βελτιώθηκε στο 16,30% το 4ο μετεγχειρητικό έτος. Στατιστικά σημαντική βελτίωση παρουσίασε και ο πόνος όπως εκτιμήθηκε με τη VAS. Συγκεκριμένα από 7,88 προεγχειρητικά, βελτιώθηκε σε 2,35 το 4ο μετεγχειρητικό έτος. Εκτιμώντας τις επιμέρους παραμέτρους της ODI, διαπιστώνεται πως η μεγαλύτερη βελτίωση επιτεύχθηκε στο άλγος, στην προσωπική φροντίδα, στην ικανότητα καθίσματος, στην ικανότητα ύπνου και στην ικανότητα για ταξίδι. Στις παραπάνω δραστηριότητες ποσοστό ασθενών μεγαλύτερο από 90% παρουσίαζε φυσιολογική ή σχεδόν φυσιολογική δραστηριότητα, με βαθμολογία ‘0’ ή ‘1’ το 4ο μετεγχειρητικό έτος στην 6βάθμια κλίμακα. Η ακτινολογική παρακολούθηση μετεγχειρητικά ανέδειξε αστάθεια σε παρακείμενο επίπεδο σε 2 ασθενείς (4,87%), θραύση μιας βίδας στον Ι1 σπόνδυλο σε 1 ασθενή (2,43%) και χαλάρωση μιας βίδας σε 1 ασθενή (2,43%). Όλοι οι ανωτέρω ασθενείς υποβλήθηκαν σε νέα επέμβαση. Η πιθανότητα συνεπώς για τους ασθενείς της μελέτης να μην υποβληθούν σε νέα επέμβαση λόγω μηχανικής αποτυχίας της αρχικής επέμβασης, ήταν 90,24%. Οι υπόλοιποι ασθενείς παρουσίασαν στον ακτινολογικό έλεγχο πλήρη πώρωση με συνεχή οστική γεφύρωση μεταξύ των εγκαρσίων αποφύσεων άμφω και σταθερότητα σε παρακείμενα επίπεδα. Τέλος οι 39 ασθενείς (95,12%) δήλωσαν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα της επέμβασης και ότι θα την επαναλάμβαναν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Συμπέρασμα: Η ευρεία οπίσθια αποσυμπίεση συνοδευόμενη από οπισθοπλάγια σπονδυλοδεσία με χρήση υλικών, προσφέρει ικανοποιητικά και αναπαραγόμενα κλινικά και ακτινολογικά αποτελέσματα σε ασθενείς που υποφέρουν από πολυεπίπεδη σπονδυλική στένωση και αστάθεια (εκφυλιστική σκολίωση και/ή εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση). Με την παραπάνω τεχνική αποφεύγεται η υποτροπή της στένωσης λόγω άναρχης οστικής αναδόμησης (bone regrowth). Όταν η τεχνική εφαρμόζεται σε προσεκτικά επιλεγμένους ασθενείς οδηγεί σε μικρό ποσοστό επιπλοκών, αποτελώντας μια αξιόπιστη λύση στο πρόβλημα της σημαντικής παθολογίας της σπονδυλικής στήλης. / Aim: This is a prospective study on the surgical treatment of patients who suffered from degenerative spinal stenosis of lumbar spine in multiple levels (2 or more). Our goal was to show if our technique improves substantially patient’s symptoms and if the improvement is long lasting. Patients and Method: Between 1997 and 2004, 41 patients were participated in this study, which took place at the Orthopaedic Department of Patras University Hospital. All patients had completed 1-year postoperative follow up. Mean age was 61 years (range 33 – 79 years). All patients underwent preoperatively detailed radiological and clinical evaluation. Radiological aproach included face, profile and dynamic x-rays, computer tomography (CT), magnetic resorance (MRI) and/or myelography with myelo-CT. Clinical evaluation was done using Oswestry Disability Index (ODI) and Visual Analog Scale (VAS). Twenty-three patients suffered from degenerative stenosis in 2 levels (included 3 vertebral bodies), in 16 patients were involved 3 levels and in 2 patients were involved 4 levels. Furthermore 12 patients suffered from concomitant scoliosis, 18 patients from concomitant spondylolisthesis (1st grade), 9 patients from segmental instability and 2 patients from scoliosis and spondylolisthesis. Patients’ symptoms were low back pain, sciatica and/or neurologic intermittent claudication. In 6 patients neurologic deterioration was observed. Surgical technique was wide posterior decompression. This included removal of spinous process, vertebral lamina and ligamentum flavum, and lead to fully posterior exposure of the spinal canal. Decompression was taken place in all the stenotic segments and was extended from one to another root canal in each segment. In order to achieve stability of the spine we used transpedicular screw fixation system, which extended one segment above and one below the decompressed area. Finally we used osseous graft and allograft between transverse processes. Mean surgical time was 228 (120-420) min. Patients’ follow up was done once per year and included the completion of ODI and VAS and face profile and dynamic x-rays for clinical and radiological assessment respectively. Results: Mean follow up was 3,7 (1-6) years. The quality of patients’ life, as is estimated with ODI, showed substantial improvement, which lasted all years. In specific from 61% preoperatively, improved to 16% the 4th postoperative year. Pain also presented statistical significant improvement, as is estimated with VAS. In specific from 7,9 preoperatively improved to 2,3 the 4th postoperative year. Evaluation of ODI’s parameters showed that the greater improvement was achieved in pain, personal care, sitting, sleeping and traveling. More than 90% of the patients had normal or nearly normal activity in these aforementioned parameters, the 4th postoperative year. Two patients had instability in an adjacent level (4,9%). Also one screw breakage in 1 patient (2,4%) and one screw loosening in another one (2,4%), both in S1 vertebral, was observed. These 4 patients underwent second surgical intervention due to instability. Finally there was possibility 90,2% for the patients not to underwent second operation due to mechanical failure. The rest of the patients presented with solid fusion, confluent osseous bridging between the transverse processes and stable adjacent vertebral levels. Conclusions: Wide posterior decompression combined with posterolateralinstrumented fusion, lead to satisfactory and reproducible clinical and radiological results to patients who suffer from degenerative lumbar spinal stenosis in multiple levels with concomitant instability (degenerative scoliosis and/or degenerative spondylolisthesis). The aforementioned technique avoids substantial bone regrowth and stenosis recurrence. Proper use in carefully selected patients has low complication rate, giving us a good and long-lasting result.
12

Αντικατάσταση εξωτερικής οστεοσύνθεσης από ενδομυελικό ήλο στη φάση σταθεροποίησης της οστικής επιμήκυνσης

Παπαδόπουλος, Ανδρέας Χ. 23 January 2009 (has links)
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η εκτίμηση και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της αντικατάστασης της εξωτερικής οστεοσύνθεσης με ενδομυελικό ήλο, κατά την φάση ωρίμανσης του πώρου μετά από οστική επιμήκυνση. Σε πειραματικό επίπεδο διενεργήθηκε, σε 12 σκελετικά ώριμα θηλυκά πρόβατα τα οποία χωρίσθηκαν σε δύο όμοιες ομάδες (ομάδα Α και ομάδα Β), οστεοτομία κνήμης και σταδιακή επιμήκυνση 2cm με τη χρήση συσκευής Ilizarov και ρυθμό 0,5mm/12ώρο. Στην ομάδα Α, αμέσως μετά το τέλος της επιμήκυνσης, γινόταν αφαίρεση της συσκευής Ilizarov και τοποθέτηση, υπό ακτινοσκοπικό έλεγχο στατικού ενδομυελικού ήλου, χωρίς γλυφανισμό. Στην ομάδα Β (ομάδα ελέγχου), η συσκευή Ilizarov παρέμεινε (κατά την συνήθη τεχνική) έως το τέλος της φάσης ωρίμανσης του πώρου. Η πορεία της ωρίμανσης του πώρου, μελετήθηκε και στις δύο ομάδες, σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, με ακτινολογικούς ελέγχους, υπερηχογραφήματα, triplex, και ψηφιακή αγγειογραφία. Όλα τα πειραματόζωα θυσιάστηκαν την 70η ημέρα μετά την οστεοτομία και τα οστικά παρασκευάσματα μελετήθηκαν με υπολογιστική αξονική τομογραφία και ιστοπαθολογική ανάλυση . Όλα τα πειραματόζωα της ομάδας Α, ανέχθηκαν επιτυχώς την ενδομυελική ήλωση, και διατήρησαν τον άξονα του σκέλους, ενώ βελτιώθηκε η κινητικότητα και η ποιότητα διαβίωσή τους μετά την αφαίρεση της συσκευής. Σε όλα είχε αναπτυχθεί ώριμος πώρος στο τέλος της φάσης σταθεροποίησης, με έντονη παρουσία στοιχείων οστικής ανακατασκευής (remodeling). Στην ομάδα Β, στο ίδιο χρονικό διάστημα, 5 στα 6 ανέπτυξαν σκληρό δευτερογενή ώριμο πώρο, 3 είχαν διαταραχή στον άξονα του σκέλους, 3 παρουσίασαν επιπολής λοίμωξη στις εισόδους των βελονών ενώ 1 ανέπτυξε εν τω βάθη λοίμωξη. Σε κλινικό επίπεδο, σε 30 ασθενείς (33 περιπτώσεις), η συσκευή εξωτερικής επιμήκυνσης (Ilizarov ή μονόπλευρη) αντικαταστάθηκε σε κάποια χρονική στιγμή κατά την διάρκεια της φάσης σταθεροποίησης μετά το τέλος της οστικής επιμήκυνσης από στατική ενδομυελική ήλωση. Τα κύρια αίτια που οδήγησαν σ’ αυτή την αντικατάσταση ήταν: α) καθυστέρηση πώρωσης στο σημείο οστικής συμπλησίασης (17 ασθενείς), β) γωνιακή παραμόρφωση του πώρου ή κάταγμα (8 ασθενείς), γ) δυσανεξία της συσκευής (5 ασθενείς), σε συνδυασμό ή όχι με καθυστέρηση ωρίμανσης του πώρου επιμήκυνσης. Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης των ασθενών ήταν 4 χρόνια (2-13 χρόνια). H συσκευή επιμήκυνσης παρέμεινε κατά μέσο όρο 340 ημέρες (148-630 ημέρες) ή κατά αναλογία με το μέγεθος του οστικού ελλείμματος 38 ημέρες/cm ελλείμματος. Σε έναν ασθενή (3,03%) συνέβη ενδομυελική λοίμωξη μετά την τοποθέτηση του ήλου ενώ σε 5 περιπτώσεις (15,2%) μικρή απώλεια του μήκους του πώρου. Σε μία περίπτωση (3,03%) υπήρξε αποτυχία πώρωσης στο σημείο της οστικής συμπλησίασης. Στους υπόλοιπους ασθενείς επήλθε ολοκλήρωση της ωρίμανσης του πώρου είτε στην περιοχή της επιμήκυνσης είτε στην περιοχή της τελικής συμπλησίασης σε μέσο χρονικό διάστημα 5,9 μηνών. Η δευτερογενής ενδομυελική ήλωση μετά από διατατική οστεογένεση μειώνει τη διάρκεια εφαρμογής της εξωτερικής οστεοσύνθεσης, επιλύει προβλήματα δυσανεξίας στη συσκευή της εξωτερικής οστεοσύνθεσης, ενώ προάγει τη διαδικασία πώρωσης στην περιοχή της τελικής συμπλησίασης και στην περιοχή του επιμηκυνθέντος πώρου επιταχύνοντας την λειτουργική αποκατάσταση του σκέλους. / The purpose of the study is to evaluate the effectiveness of external fixation exchange by intramedullary nailing during consolidation phase following callus distraction phase in distraction osteogenesis. In 12 skeletally mature sheep, divided in two groups (group A and group B), tibial shaft osteotomy and 2cm gradual callus distraction using Ilizarov external fixator was performed. In group A, Ilizarov fixator was removed immediately after lengthening completion and static unreamed intramedullary nail was inserted. In group B (control group), Ilizarov device remained during consolidation phase (according to the usual technique). Formatted callus was studied by radiographs, ultrasonograms, triplex and digital angiograms. All animals were sacrificed 70 days after osteotomy and bone specimens, were evaluated by computed tomograms and histopathologic examination. In group A, all animals successfully tolerated intramedullary nailing attaining limb alignment and formatted mature callus (which had started the remodeling phase), before being sacrificed. In group B, 5/6 formatted mature callus, 3 had serious axis disorder, 3 persistent superficial pin-track infections and 1 deep infection. The method decreases the total duration of external fixation, limits joint stiffness, pin-track infections and axial deformities, and provides protection against re-fracture. We also evaluated the outcome in 30 patients (33 segments) with secondary intramedullary nailing during the consolidation phase after callus distraction using an external device. Docking site nonunion (17 patients), angular deformity or fracture of the lengthened area (8 patients), or intolerance to the external device (5 patients), in combination or not with a delayed distracted callus maturation, were the main reasons for nailing. The average follow-up time was 4 (2-12 years). Intramedullary infection after nailing occurred in 1 case, and slight callus length loss in 5 cases. Failure of union at the docking site with nail breakage occurred in 1 case. In the other patients, consolidation in the lengthened callus area as well as union at the docking site was achieved average 6 months after nailing. Secondary intramedullary nailing during the consolidation phase of distraction osteogenesis is a treatment option for intolerance of the external fixator, delayed callus maturation or docking site nonunion, reducing the prolonged use of the external fixator.
13

Σχεδιασμός ενδομυελικού ήλου διατατικής οστεογένεσης καταγμάτων με χρήση έξυπνων υλικών με μνήμη σχήματος : εφαρμογή των έξυπνων υλικών με μνήμη σχήματος στην ορθοπαιδική

Κόκκινος, Αναστάσιος Α. 08 September 2009 (has links)
- / -
14

Μελέτη οστεοενσωμάτωσης οστικών εμφυτευμάτων

Κόκκινος, Πέτρος 20 October 2009 (has links)
Το ερευνητικό πεδίο της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν η οστεοενσωμάτωση οστικών εμφυτευμάτων. Οι βασικοί στόχοι της έρευνας αφορούσαν την κατανόηση του ρόλου τριών βασικών ρυθμιστικών παραγόντων της διαδικασίας οστεοενσωμάτωσης, δηλαδή της μηχανικής φόρτισης, της επιφανειακής τοπογραφίας και της επιφανειακής (βιο)χημείας, καθώς και τη μελέτη του βασικότερου λόγου αστοχίας των ορθοπεδικών εμφυτευμάτων, της παραγωγής μικροσωματιδίων προϊόντων φθοράς τους. / -
15

Ολική αρθροπλαστική χωρίς τσιμέντο τύπου Zweymuller σε εγχειρίσεις αναθεώρησης μετά από αποτυχία ημιολικών και ολικών αρθροπλαστικών ισχύου με ή χωρίς τη χρήση ακρυλικού τσιμέντου : μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα αναθεώρησης του μηριαίου στελέχους

Ρεπαντής, Θωμάς 31 March 2010 (has links)
Η αναθεώρηση μιας ολικής αρθροπλαστικής ισχίου λόγω χαλάρωσης του μηριαίου τμήματος της αποτελεί μια πρόκληση ακόμα και για πεπειραμένους χειρουργούς. Η άσηπτη χαλάρωση συνήθως σχετίζεται με κάποιο βαθμό οστικής απώλειας. Διερευνήσαμε εάν η πρόθεση Zweymüller SLR-Plus ®, μαζί με την βιολογική αναδόμηση με αλλομοσχεύματα του ελλειμματικού οστικού περιβάλλοντος του μηριαίου, θα επιτύγχανε επιβίωση, οστεοενσωμάτωση και σταθερότητα παρόμοια ή και καλύτερη από άλλες προθέσεις που χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία για αναθεώρηση του μηριαίου τμήματος ΟΑΙ. Εξετάσαμε αναδρομικά 69 επιλεγμένους ασθενείς (70 ισχία) οι οποίοι υποβλήθηκαν σε αναθεώρηση του μηριαίου τμήματος με χρήση του SLR-Plus ® στειλεού σε μια περίοδο 10 ετών. Οι ενδείξεις για την αναθεώρηση περιελάμβαναν άσηπτη και σηπτική αποτυχία της βιολογικής στερέωσης, εσφαλμένη εμφύτευση, και περιπροθετικό κάταγμα. Επτά ασθενείς πέθαναν και τέσσερις χάθηκαν κατά το διάστημα παρακολούθησης. Πενήντα οκτώ από τους 69 ασθενείς (59 ισχία) ήταν διαθέσιμοι σε μέσο χρονικό διάστημα 8,3 ± 2,7 χρόνια (εύρος, 4-14 ετών) μετά τη χειρουργική επέμβαση αναθεώρησης. Υπήρχαν 14 άνδρες και 44 γυναίκες (μέση ηλικία, 69 έτη, εύρος, 42-89 ετών). Τέσσερις μηριαίες προθέσεις (7%) αναθεωρήθηκαν ξανά. Η 10ετής επιβίωση της πρόθεσης λαμβάνοντας ως αιτία αναθεώρησης την άσηπτη χαλάρωση ήταν 95% (95% C.I.: 86% -98%). Δεν παρατηρήθηκε περιπροθετική οστεόλυση του μηριαίου γύρω από την πρόθεση και 91% των SLR-Plus στειλεών εμφανίστηκε ακτινολογικά σταθερό είτε μέσω οστεοενσωμάτωσης είτε μέσω ινώδους στερέωσης. Με βάση τα στοιχεία επιβίωσης, πιστεύουμε ότι η χρήση του SLR-Plus® στειλεόυ είναι μια αξιόπιστη λύση για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση αναθεώρησης ΟΑΙ, με απώλεια οστικής μάζας στο κεντρικό τμήμα του μηριαίου. / Revision after failed THA resulting from loosening of the femoral component can be challenging even for experienced surgeons. Aseptic loosening usually is associated with some degree of bone loss. We asked whether the Zweymüller SLR-Plus®, along with allograft reconstruction of the deficient femoral bone stock, would provide survivorship, osseointegration, and stability similar to or better than previously reported implants for femoral revision. We retrospectively reviewed 69 selected patients (70 hips) who underwent revision of the femoral component using the SLR-Plus® stem during a 10-year period. The indications for revision included aseptic and septic failure of biologic fixation, incorrect implantation, and periprosthetic fracture. Seven patients died and four were lost to followup. Fifty-eight of the 69 patients (59 hips) were available at a mean 8.3 ± 2.7 years (range, 4–14 years) after revision surgery. There were 14 men and 44 women (mean age, 69 years; range, 42–89 years). Four stems (7%) were rerevised. With rerevision for aseptic reasons, the survival at 10 years was 95% (95% confidence interval, 86%–98%). No femoral periprosthetic osteolysis occurred around the stem and 91% of stems appeared stable radiographically (osseointegration, fibrous). Based on the survival data, we believe the SLR-Plus® stems are reliable for patients undergoing hip revision surgery with central bone loss.
16

Tests des composés de nacre sur l'activité des ostéoblastes et leur identification / Testing of nacre compounds on osteoblast activity and their identification

Zhang, Ganggang 29 June 2017 (has links)
Avec de nombreuses qualités exceptionnelles (biocompatible et ostéogénique), la nacre représente un biomatériau naturel comme substitut osseux. Mais les composés ostéogéniques dans la nacre ne sont pas encore connus. Nos travaux visent à l’identification des composés ostéogéniques de la nacre. L’ESM (éthanol soluble matrix) est un extrait de la nacre qui est démontré ostéogénique. A partir d’ESM, nous avons essayé plusieurs approches pour cibler et identifier ces composés. Grâce au couplage des cellules MC3T3-E1 et d’ostéoblastes humains arthrosiques, nous avons démontré que la partie cationique d’ESM est ostéogénique, sans interaction avec la partie anionique. Le calcium joue un rôle dans l’activité ostéogénique d’ESM. Ensuite, nous avons créé une lignée cellulaire exprimant de manière stable un plasmide contenant un gène rapporteur ostéogénique (ATDC5 pMetLuc2 ColX promoteur). Grâce à cette lignée, nous avons découvert que les lipides et les sucres présents dans l’ESM ont un effet ostéogénique. Les peptides précipités par TCA sont aussi démontrés ostéogéniques, et ont conduit à leur identification partielle par LC-MS. Ces résultats nous permettent d’avancer plus loin et plus rapidement vers l’identification des composés ostéogéniques de la nacre et vers les applications de la nacre en orthopédie clinique / With many exceptional qualities (biocompatible and osteogenic), nacre represents a natural biomaterial as a bone substitute. However, the osteogenic compounds in nacre are not yet known. Our work aims at the identification of the osteogenic compounds in nacre. The ESM (soluble ethanol matrix) is an extract of nacre that is shown to be osteogenic. From the ESM, we have tried several approaches to target and identify these compounds. Thanks to the coupling of MC3T3-E1 cells and the human osteoarthritis osteoblasts, we demonstrated that the cationic part of the ESM is osteogenic, without interaction with the anionic part. Calcium plays a role in the osteogenic activity of the ESM. Then, we created a cell line stably expressing a plasmid containing an osteogenic reporter gene (ATDC5 pMetLuc2 ColX promoter). Thanks to this cell line, we found out that the lipids and sugars in the ESM have an osteogenic effect. The peptides precipitated by TCA are also demonstrated to be osteogenic, which have led to their partial identification by LC-MS. These results allow us to move farther and faster towards the identification of osteogenic compounds in nacre and the applications of nacre in clinical orthopaedics
17

Osseo-integration assessment by means of digital panoramic radiography and cone beam CT due to platelet rich plasma employment and graft placement in jaw bone defects / Εκτίμηση της οστεοποίησης με ψηφιακή πανοραμική φωτογραφία ή υπολογιστική τομογραφία μετά από τοποθέτηση αυξητικών παραγόντων και μοσχευμάτων σε οστικές ελλείψεις των γνάθων

Γεωργακόπουλος, Ιωάννης 07 July 2015 (has links)
Thirty eligible patients are randomly assigned to two groups. The test group received PRP application around new implants, while in the control group no PRP treatment was made. The bone-to-implant contact region was analyzed in a clinical sample of 60 Digitized Panoramic Radiographs, 30 corresponding to immediate implant loading (Class-I) and 30 after an 8 month follow-up period (Class-II). This region was sampled by 1146 circular Regions-of-Interest (ROIs), resulting from a specifically designed segmentation scheme based on Markov-Random-Fields (MRF). From each ROI, 41 textural features were extracted, then reduced to a subset of 4 features due to redundancy and employed as input to Receiver-Operating-Characteristic (ROC) analysis, to assess the textural differentiation between two classes. / Σε αυτή την έρευνα για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε μια υπολογιστική μελέτη υφής για την εκτίμηση της διαφοροποίησης της υφής που συνδέεται με τις ιδιότητες του σχηματισμού των οστών, περιμετρικά του εμφυτεύματος μετά την χρήση πλάσματος πλούσιο σε αιμομετάλια (Platelet-Rich-Plasma), σε πανοραμικές ακτινογραφίες. Ο κύριος στόχος ήταν να ποσοτικοποιηθεί οποιαδήποτε διαφοροποίηση της υφής σε εικόνες πανοραμικής ακτινογραφίας σε μια περίοδο παρακολούθησης 8 μηνών, στην διεπαφή οστών-εμφυτεύματος, μεταξύ των δύο κατηγοριών (0 & 8 μήνες) και κατά συνέπεια να αξιολογηθεί οποιαδήποτε στατιστική διαφορά στα χαρακτηριστικά υφής των ακτινογραφιών μεταξύ των ομάδων ελέγχου και δοκιμασίας που μπορεί να αποδοθεί στη θεραπεία PRP. Η ανάλυση υφής σε συνδυασμό με τις ιδιότητες του σχηματισμού των οστών γύρω περιμετρικά του εμφυτεύματος πραγματοποιήθηκε με ROC ανάλυση.
18

Πειραματική συγκριτική μελέτη αναγγείων μοσχευμάτων για την πλήρωση οστικών ελλειμάτων / Comparative experimental study of nonvascular bone grafts for bone defect filling

Αθανασίου, Βασίλειος 31 March 2010 (has links)
Σκοπός αυτής της πειραματικής μελέτης είναι ο έλεγχος βιολογικής συμπεριφοράς διαφόρων τύπων μοσχευμάτων που σήμερα χρησιμοποιούνται ευρέως ως υποκατάστατα οστοών. Υλικό–Μέθοδος: Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιήθηκαν 90 κουνέλια Νέας Ζηλανδίας, ηλικία 3.5 μηνών και βάρους 4(0.25)kg, τα οποία χωρίσθηκαν σε 6 ομάδες, η κάθε μία εκ των οποίων περιελάμβανε 15 κουνέλια. Υπό γενική αναισθησία, με ενδομυϊκή χορήγηση κεταμίνης 35mg/kg και ξυλαζίνης 5mg/kg, δημιουργήθηκε, με πλάγια χειρουργική προσπέλαση, μια οπή με φρέζα διαμέτρου 4.5mm και βάθους 8mm, στους μηριαίους κονδύλους των 2 οπισθίων άκρων του κάθε κουνελιού (σύνολο 180 οπές). Στις οπές αυτές τοποθετήθηκαν τα ακόλουθα μοσχεύματα: Ομάδα Ι-αυτομόσχευμα, Ομάδα ΙΙ-αλλομόσχευμα (Grafton®), Ομάδα ΙΙΙ-ξενομόσχευμα (Lubboc®), Ομάδα ΙV-συνθετικό υποκατάστατο οστικών μοσχευμάτων (Ceraform®), Ομάδα V- συνθετικό υποκατάστατο οστικών μοσχευμάτων (Οsteoset®), Ομάδα VI-χωρίς μόσχευμα. Μετά την τοποθέτηση των μοσχευμάτων, τα κουνέλια θυσιάστηκαν με ενδοφλέβια νατριούχο θειοπεντάλη 5ml (pentothal) 10%, σε 1, 3 και 6 μήνες όπου έγινε λήψη δειγμάτων (το κάτω τριτημόριο του μηριαίου) για ιστολογική μελέτη. Τα δείγματα αξιολογήθηκαν με μια ιστολογική κλίμακα βαθμολόγησης 15-point για να καθοριστεί η ποιότητα της πώρωσης, η παρουσία οστικού ελλείμματος, η νέοαγγειογένεση και η αντιδραστική παρουσία κυττάρων φλεγμονής, καθώς και ο βαθμός ενσωμάτωσης και ανακατασκευής του πώρου. Αποτελέσματα: Σύμφωνα με την ιστολογική κλίμακα το αυτομόσχευμα έδειξε τα καλύτερα αποτελέσματα σε όλες τις χρονικές στιγμές. Όλοι οι άλλοι τύποι μοσχεύματος έδειξαν σημαντικά κατώτερα αποτελέσματα σε σχέση με το αυτόλογο μόσχευμα (p≤0.05). Το Lubboc είχε σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα σε σχέση με τα άλλα τρία μοσχεύματα (Grafton, Ceraform και Osteoset). Το Ceraform είχε τα κατώτερα αποτελέσματα σε όλες τις κατιγορίες Συμπεράσματα: Το αυτόλογο μόσχευμα παραμένει το πρότυπο αναφοράς “gold standard” των μοσχευμάτων, επιδεικνύοντας εξαιρετικές ικανότητες ενσωμάτωσης. Το βόειο ξενομόσχευμα (Lubboc®) συνέβαλλε στη σύνθεση του πεταλιώδους οστού πιο αποτελεσματικά από το αλλομόσχευμα (Grafton®). Τα υποκατάστατα οστών (Ceraform® και Οsteoset®) ήταν κατώτερα από τα αλλομοσχεύματα και τα ξενομοσχεύματα / Background: Different types of bone-graft substitutes have been developed and are on the market worldwide to eliminate the drawbacks of autogenous grafting. This experimental animal study was undertaken to evaluate the different histological properties of various bone graft substitutes utilized in this hospital. Material/Methods: Ninety New Zealand white rabbits were divided into six groups of 15 animals. Under general anesthesia, a 4.5 mm-wide hole was drilled into both the lateral femoral condyles of each rabbit, for a total of 180 condyles for analysis. The bone defects were filled with various grafts, these being 1) autograft, 2) DBM crunch allograft (Grafton(R)), 3) bovine cancellous bone xenograft (Lubboc(R)), 4) calcium phosphate hydroxyapatite substitute (Ceraform(R)), 5) calcium sulfate substitute (Osteoset(R)), and 6) no filling (control). The animals were sacrificed at 1, 3, and 6 months after implantation and tissue samples from the implanted areas were processed for histological evaluation. A histological grading scale was designed to determine the different histological parameters of bone healing. Results: The highest histological grades were achieved with the use of cancellous bone autograft. Bovine xenograft (Lubboc) was the second best in the histological scale grading. The other substitutes (Grafton, Ceraform, Osteoset) had similar scores but were inferior to both allograft and xenograft. Conclusions: Bovine xenograft showed better biological response than the other bone graft substitutes; however, more clinical studies are necessary to determine its overall effectiveness.
19

Επίδραση μηχανικού ερεθίσματος στην έκφραση μορίων προσκόλλησης ανθρώπινων οστεοβλαστών σε επίστρωση νανοσωλήνων άνθρακα / Influence of mechanical stimulation on expression of adhesion molecules of human osteoblasts cultured on carbon nanotubes substrate

Jumah, Bani Essa 11 July 2013 (has links)
Με την ηλικία, νόσοι που σχετίζονται με δομικά ελαττώματα των οστών που οφείλονται σε κατάγματα ή εκφυλισμούς, αναμένονται να αυξηθούν σε συχνότητα. Επιπλέον, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής επιβάλλει τη χρήση βελτιωμένων συνθετικών υλικών για την αντικατάσταση νοσούντων οστών, για παράδειγμα κατά τη χρήση μεταλλικών ράβδων σε περιπτώσεις βλαβών μη-ένωσης και στις χειρουργικές επεμβάσεις αντικατάστασης ισχίου. Τα υπάρχοντα υλικά σχετίζονται με υπο-βέλτιστη οστεοενσωμάτωση και προβληματική μακροπρόθεσμη επιβίωση του σύνθετου εμφυτεύματος. Για το λόγο αυτό, η βελτίωση των υλικών επικάλυψης και των μηχανικών ιδιοτήτων των νέων, κυτταρικά συμβατών, συστατικών είναι επιτακτική. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, υλικά νέας γενιάς είναι διαθέσιμα, ενδεχομένως με καλύτερες ιδιότητες ως υπόστρωμα προσκόλλησης για τα κύτταρα των οστών. Ο σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να εκτιμηθεί η ικανότητα ενός νέου, ειδικά κατασκευασμένου υλικού απο νανοσωλήνες άνθρακα ως προς τη διατήρηση της σωστής έκφρασης των χαρακτηριστικών γονιδίων των οστεοβλαστών, με έμφαση στην έκφραση των γονιδίων που εμπλέκονται στις αλληλεπιδράσεις οστεοβλαστών-υποστρώματος και έτσι προωθούν την σταθερή προσκόλληση των κυττάρων στο υπόστρωμα. Παράλληλα, ερευνήσαμε και την επίδραση της μηχανικής καταπόνησης στην έκφραση των γονιδίων αυτών σε κύτταρα που καλλιεργήθηκαν σε νανοσωλήνες άνθρακα. Χρησιμοποιήσαμε δύο ανεξάρτητες απομονώσεις οστεοβλαστών διαφοροποιημένων από ανθρώπινα μεσεγχυματικά βλαστικά κύτταρα μυελού των οστών, δηλαδή προχωρήσαμε σε δύο ανεξάρτητα πειράματα. Και στα δύο, για να γίνει ο πειραματισμός όσο εγγύτερα στις πραγματικές συνθήκες, καλλιεργήσαμε τους οστεοβλάστες υπο στατικές συνθήκες όσο και υπό συνθήκες μηχανικής καταπόνησης, για την προσομοίωση "in vivo" συνθηκών, και συγκρίθηκε η γονιδιακή έκφραση οστεοβλαστών που καλλιεργήθηκαν σε πλαστικό έναντι επιφανειών επικαλυμμένων με νανοσωλήνες άνθρακα. Απομονώσαμε το RNA από τους οστεοβλάστες μετά από την καλλιέργειά τους για 3 και 24 ώρες και προσδιορίσαμε, χρησιμοποιώντας την τεχνική real time RΤ-PCR, την έκφραση των ακόλουθων γονιδίων σε επίπεδο mRNA: κολλαγόνο-α1, αλκαλική φωσφατάση, οστεοποντίνη, βινκουλίνη και ιντεγκρίνες α4, αV, β1 και β3. Συνολικά, τα αποτελέσματα της ανάλυσης του κυτταρικού mRNA έδειξαν ότι η γονιδιακή έκφραση μετά από 3 ώρες καλλιέργειας είναι πολύ μεταβλητή, και οριστικά συμπεράσματα δεν θα μπορούσαν να εξαχθούν. Ωστόσο, αφού δίνεται η ευκαιρία στα κύτταρα να προσκολληθούν σταθερά, στις 24 ώρες, κατέστη σαφές ότι: α) η κυτταρική ταυτότητα των διαφοροποιημένων οστεοβλαστών διατηρείται, με βάση το γεγονός ότι η έκφραση αυτών των χαρακτηριστικών γονιδίων, που σχετίζονται με την προσκόλληση, συντηρείται σωστά, αν και σε διάφορα επίπεδα, β) σε στατικές συνθήκες, το επίπεδο της έκφρασης των εξετασθέντων γονιδίων είναι κατά τι χαμηλότερο σε οστεοβλάστες που καλλιεργηθήκαν σε επικαλυμμένη επιφάνεια με νανοσωλήνες άνθρακα σε σύγκριση με τα κύτταρα που καλλιεργηθήκαν σε πλαστικό, και γ) σε σύγκριση με τις στατικές συνθήκες, το μηχανικό ερέθισμα ενισχύει την έκφραση αυτών των γονιδίων οστεοβλαστών όταν καλλιεργούνται σε νανοσωλήνες άνθρακα, για την επίτευξη υψηλών επιπέδων mRNA έκφρασης των γονιδίων κυτταρικής προσκόλλησης. Τα αποτελέσματα της τελευταίας ανάλυσης της γονιδιακής έκφρασης είναι επίσης συμβατά με τις συνολικές ποσότητες RNA που λαμβάνονται, υποστηρίζοντας έμμεσα τη σταθερή προσκόλληση και επιβίωση των οστεοβλαστών σε νανοσωλήνες άνθρακα υπο συνθήκες μηχανικής καταπόνησης. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι το νέο υπόστρωμα από νανοσωλήνες άνθρακα που αναλύθηκε σε μηχανικές συνθήκες διέγερσης που προσομοιάζουν, κατά το δυνατόν, συνθήκες καταπόνησης in vivo, συνιστά ένα κατάλληλο κυτταρικό υπόστρωμα, συμβατό με την επιβίωση των οστεοβλαστών, τη διαφοροποίηση, την ανάπτυξη και την σταθερή προσκόλλησή τους στο υπόστρωμα νανοσωλήνων. Η εργασία αυτή υποστηρίζει την πιθανότητα της χρήσης αυτών των νέων υλικών στο μέλλον για την επικάλυψη σκελετικών προσθέσεων, με σκοπό την απόκτηση βέλτιστης οστεοενσωμάτωσης. / As population ages, diseases related to bone structural defects due to fracture or degeneration are expected to increase in frequency. In addition, the increase in life expectancy necessitates better composite materials for replacement of diseased/fractured bones, for example during the use of metal rods for non-union defects and in hip replacement surgery. The existing materials are associated with sub-optimal osseointegration and problematic long-term survival of the composite graft. For this reason, improvement of coating materials and engineering of novel cell-compatible components is imperative. To address this problem, new-generation materials are available, with possibly better bone cell adherence properties. The Aim of this work was to evaluate the ability of a novel, specially-constructed carbon nanotube material to sustain proper expression of characteristic osteoblast genes, with emphasis on the expression of genes that are functionally involved in osteoblast-matrix interactions and promote firm cell adherence to substrate. We used two independent isolates of osteoblasts differentiated from human bone marrow mesenchymal stem cells, ie we proceeded to two independent experimental runs. In both, to make the experimentation more context-relevant, we grew the osteoblasts in static as well as under mechanical strain, to simulate in vivo conditions, and also compared gene expression in osteoblasts grown on plastic versus carbon nanotube-coated surface. We isolated RNA from the osteoblasts at 3 hours and 24 hours after seeding them on the culture vessels and determined, using real-time RT-PCR techniques, the level of expression of the following genes at the mRNA level: α1-collagen, alkaline phosphatase, osteopontin, vinculin, and integrins α4, αV, β1 and β3. All in all, the results on cell mRNA analysis indicated that gene expression at 3h post-plating is too variable and no firm conclusions could be drawn. However, once the cells are given a chance to firmly adhere, at 24h, it became clear that: a) osteoblast cell identity is maintained, based on the fact that the expression of these characteristic matrix- and adhesion-related genes is properly maintained, albeit in various levels, b) in static conditions, the level of expression of the examined genes is lower in cells grown on nanotube-coated surface compared to cells grown on plastic, and c) in comparison to static conditions, mechanical stimulation enhances expression of these genes in osteoblasts grown on nanotubes, to attain robust levels of cell adherence gene mRNA expression. The results of the latter gene expression analysis are also compatible with total RNA quantities obtained, indirectly arguing firm osteoblast adhesion/survival on nanotubes under mechanical strain conditions. We therefore conclude that the novel carbon nanotubes assayed herein in lifelike mechanical stimulation conditions, constitute an appropriate cell-bearing surface, compatible with osteoblast survival, differentiation, growth and firm adherence to substrate. This work raises the possibility of using this novel material in the future to coat skeletal prostheses, in order to obtain improved osseointegration.

Page generated in 0.0209 seconds