• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 8
  • Tagged with
  • 8
  • 6
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Επιδημιολογική διερεύνηση κλινικών στελεχών P. aeruginosa από νοσοκομειακούς ασθενείς

Κουτσογιάννου, Μαρία 11 October 2013 (has links)
Κατά τη χρονική περίοδο 2006-2007 απομονώθηκαν συνολικά 952 στελέχη P. aeruginosa στο Μικροβιολογικό Εργαστήριο του ΠΓΝΠ. Επιλέχθηκαν για μελέτη 240 στελέχη, τα πρώτα δέκα από κάθε μήνα και ένα στέλεχος από κάθε ασθενή. Τα στελέχη απομονώθηκαν μετά από καλλιέργεια κλινικών δειγμάτων: τραυμάτων-υγρών, κεντρικών φλεβικών καθετήρων, αναπνευστικού συστήματος, ούρων, κοπράνων και αίματος. Τα κλινικά δείγματα προέρχονταν από ασθενείς που νοσηλεύονταν στη ΜΕΘ, τις Παθολογικές Κλινικές, τις Χειρουργικές Κλινικές, την Παιδιατρική Κλινική και προσέρχονταν στα Εξωτερικά Ιατρεία του ΠΓΝΠ. Φαινοτυπικές και μοριακές μεθόδοι χρησιμοποιήθηκαν για την επιδημιολογική διερεύνηση των στελεχών. Ανιχνεύθηκε ο βιότυπος, έγινε έλεγχος της ευαισθησίας στα αντιβιοτικά, έλεγχος της παραγωγής MBLs και ορολογική τυποποίηση των στελεχών. Οι μοριακές μέθοδοι περιλάμβαναν την ανίχνευση των γονιδίων blaVIM, exoY, exoT, exoS και exoU με PCR, τυποποίηση του γονιδίου blaVIM με ανάλυση της αλληλουχίας και εφαρμογή των μεθόδων PFGE (SpeI) και MLST ταυτοποίηση κλώνων. Τα περισσότερα στελέχη εμπλέκονταν σε λοιμώξεις (65,42%). Τα περισσότερα δείγματα προήλθαν από τη ΜΕΘ (92/240, 38%), σημαντικό ποσοστό των οποίων αφορούσε τη χλωρίδα των ασθενών (56/92, 61%). Τα περισσότερα στελέχη ήταν MDRPA (63,33%) και άνηκαν στον ορότυπο Ο11 (49,16%). Το 33% των ιμιπενέμη ανθεκτικών στελεχών ήταν blaVIM θετικά (κυρίως blaVIM2, και blaVIM1). Με την PFGE τα στελέχη διακρίθηκαν σε 5 κύριους τύπους a, d, b, c και s, με επικρατούντες τους a (33,75%) και d (13,75%). Με την MLST τα στελέχη διακρίθηκαν κυρίως στους δύο παγκόσμιους κλώνους ST235 (PFGE τύποι a, d και b) και ST111 (PFGE τύπος b). Η παρούσα μελέτη αναδεικνύει μία επιδημική έξαρση από MDRPA στο ΠΓΝΠ. Τα MDRPA ανήκαν κυρίως στους PFGE τύπους a και d του ορότυπου Ο11 και κλώνου ST235, με γονοτυπικό προφίλ exoU +/exoS - που επικρατούσαν στη ΜΕΘ. Η παρατήρηση ότι τα περισσότερα στελέχη που απομονώθηκαν από δείγματα αποικισμού των ασθενών (49/83) ανήκαν στον κλώνο ST235 υποδεικνύει ότι ο αποικισμός των ασθενών της ΜΕΘ συμβάλλει στη λοίμωξη από στελέχη P. aeruginosa και στη διασπορά τους στις άλλες κλινικές του νοσοκομείου. Το γεγονός ότι τα περισσότερα των στελεχών (18/33) του PFGE τύπου d (ST235) φέρουν το γονίδιο blaVIM2 ενισχύει την άποψη ότι η κλωνική διασπορά διαδραμάτισε ρόλο στην επιδημική έξαρση από ιμιπενέμη-ανθεκτικά στελέχη P. aeruginosa. / During the period 2006-2007 a total of 952 P. aeruginosa strains were isolated in the Microbiology Laboratory of the University Hospital of Patras. Two hundred and forty, the first ten from every month no replicate isolates (one isolate per patient), were selected to be studied further. The strains were isolated after inoculation of clinical specimens: wound-liquids, intravenous catheters, respiratory samples, urine, stool and blood. P. aeruginosa was identified by standard phenotypic methods. The clinical samples were collected from patients hospitalized in the ICU, Internal Medicine, Surgical Units, Pediatric Unit and the Department of Outpatients. Phenotypic and molecular methods were applied for the epidemiological study. Phenotypic methods were: antibiotic susceptibility testing, metallo-beta-lactamases (MBL) production and serotyping. The molecular methods included detection of genes blaVIM, exoY, exoT, exoS, exoU by PCR, blaVIM gene sequencing, PFGE (SpeI) and MLST. The majority of isolates were infection-related (65,42%). Most of them were recovered from ICU patients (92/240, 38%), 61% (56/92) of which were colonizing isolates. Most strains were MDRPA (63,33%) and belonged to serotype O11 (49,16%). Thirty three percent (33%) of imipenem non-susceptible isolates were blaVIM positive (specifically blaVIM2, and blaVIM1). PFGE exhibited five main types: a, d, b, c and s [predominant a (33,75%), d (13,75%)]. By MLST, the strains were classified mainly in the two international clones ST235 (PFGE types a, d and b), and ST111 (PFGE type b). The present study revealed an outbreak of MDRPA in the University Hospital of Patras. MDRPA belonged mainly to PFGE types a and d of serotype O11 and clone ST235, showing the profile exoU +/exoS -, and predominaded in ICU. The observation that most colonizing isolates (49/83) belonged to ST235 indicates that colonization during ICU hospitalization contributes to infection and spread of MDRPA to other wards. The fact that the majority (18/33) of PFGE type d strains (ST235) carry blaVIM2 gene, reinforces that clonal spread may have played a role in the outbreak of imipenem non-susceptible P. aeruginosa strains.
2

Μια ανασκόπηση του ζητήματος των ασθενών βοηθητικών μεταβλητών / A review on the weak instruments "issue"

Χατζηκωνσταντή, Βασιλική 22 September 2009 (has links)
Σε ένα γραμμικό υπόδειγμα βοηθητικών μεταβλητών η ασθενής συσχέτιση των βοηθητικών μεταβλητών με τις ενδογενείς ερμηνευτικές μεταβλητές είναι γνωστή στη βιβλιογραφία ως το ζήτημα των ασθενών βοηθητικών μεταβλητών. Στην παρούσα εργασία διερευνώνται διάφορες πτυχές του εν λόγω ζητήματος και επισημαίνονται πιθανές μέθοδοι για την αντιμετώπισή του. Επίσης, μελετάται η απόδοση των εκτιμητών OLS, TSLS, BTSLS, LIML και Fuller-k κάτω από την υπόθεση των ασθενών βοηθητικών μεταβλητών, μέσω ενός πειράματος Monte Carlo, με τα αποτελέσματα να τεκμηριώνουν τη δυσκολία λήψης αξιόπιστων σημειακών εκτιμήσεων. / Weak instruments arise when the instruments in linear instrumental variables (IV) regression are weakly correlated with the included endogenous variables. We review most of the recent studies on weak instruments and point to several methods that have been proposed to deal with such instruments. Using a Monte Carlo experiment we study the performance of OLS, TSLS, BTSLS, LIML and Fuller-k estimators under weak instruments. Our results indicate the difficulty of obtaining reliable point estimates.
3

Συμμόρφωση ασθενών με μυασθένεια gravis ανάλογα με την αγωγή που λαμβάνουν

Δημακάκου, Σταυρούλα 11 October 2013 (has links)
Η βαριά μυασθένεια (Myasthenia gravis-MG) είναι μία επίκτητη αυτοάνοση δυσλειτουργία στη νευρομυϊκή σύναψη που προκαλείται από αντισώματα που κατευθύνονται ειδικά έναντι του μυϊκού τύπου νικοτινικού υποδοχέας της ακετυλοχολίνης (AChR) που βρίσκεται στα μυϊκά κύτταρα. Τα αντισώματα μειώνουν τον αριθμό των λειτουργικών υποδοχέων με αποτέλεσμα οι μυς να μην μπορούν να ανταποκριθούν στα μηνύματα που λαμβάνουν από τα νευρικά κύτταρα. Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από χρόνια μυϊκή αδυναμία. Η σωστή διάγνωση από τον θεράποντα ιατρό και ο σχεδιασμός της κατάλληλης θεραπείας, αποτελούν τη βάση για την αντιμετώπιση μιας νόσου και την ενίσχυση της ποιότητας ζωής. Η μη συμμόρφωση όμως του ασθενούς, στη θεραπεία που του προτείνεται, αποτελεί αντικείμενο έρευνας τις τελευταίες δεκαετίες. Η μη συμμόρφωση έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους περίθαλψης, προκαλώντας μεγάλες κοινωνικοοικονομικές συνέπειες. Στην παρούσα έρευνα δημιουργήθηκε ένα ερωτηματολόγιο και διατέθηκε σε δείγμα 30 μυασθενών. Μέσω της συλλογής των απαντήσεων έγινε μια προσπάθεια να προσδιοριστούν οι παράγοντες που οδηγούν σε μη συμμόρφωση. Διερευνάται η στάση ζωής που κρατά ο ασθενής, η εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του και ο ρόλος που έχουν το στενό περιβάλλον, ο ιατρός και ο φαρμακοποιός του, ούτως ώστε, ο ασθενής να είναι συνεπής στην αγωγή που του έχει προταθεί. / Myasthenia Gravis (MG) is an acquired autoimmune neuromuscular junction disorder caused by antibodies directed specifically toward the skeletal muscle nicotinic acetylcholine receptor (AChR). The antibodies decrease the number of functional AChRs which compromises neuromuscular transmission. The clinical course of MG is characterized by muscular weakness and fatigability. The right diagnosis of the attending physician and the design of appropriate therapy are determinant for the treatment of a disease and enhance quality of life. Non-compliance of the patient (also adherence or capacitance) to the treatment that his doctor suggested, however, is being investigated in the last decades. Non-compliance increase health care costs and evoke considerable socioeconomic consequences. Worldwide, non-compliance is a major obstacle to the effective delivery of health care. In the present dissertation a questionnaire is created and distributed to a sample of 30 MG patients. Through the collection of responses we attempted to analyze the factors that lead to non-compliance. The objective was to identify how the patient sees himself. It was also made an effort to clarify the roles of doctor, pharmacist and family in patient compliance when long term medication is needed.
4

Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη στάση ασθενών-καταναλωτών και επαγγελματιών υγείας στην Ελλάδα σχετικά με τα γενόσημα φάρμακα

Σκαλτσά, Λεονώρα 11 October 2013 (has links)
Στην Ελλάδα ο όρος “γενόσημα” φάρμακα έχει γίνει ευρέως γνωστός τον τελευταίο καιρό, παρ’ό,τι στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες του κόσμου η χρήση γενοσήμων είναι γνωστή εδώ και δεκαετίες. Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει σκοπό να μελετήσει τους παράγοντες που επηρεάζουν τη στάση ασθενών-καταναλωτών και επαγγελματιών υγείας ως προς τα γενόσημα φάρμακα. Πιο συγκεκριμένα, μελετώνται διάφοροι παράγοντες που βρέθηκαν μέσα από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση ότι επηρεάζουν τις πεποιθήσεις των ασθενών-καταναλωτών και των επαγγελματιών υγείας. Αρχικά, έγινε μια βιβλιογραφική ανασκόπηση σε μελέτες της διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με το θέμα των γενόσημων φαρμάκων. Στη συνέχεια, κατασκευάστηκαν δύο ερωτηματολόγια, ένα που απευθυνόταν σε ασθενείς-καταναλωτές και ένα που απευθυνόταν σε επαγγελματίες υγείας. Το πρώτο ερωτηματολόγιο συμπλήρωσαν 364 ασθενείς-καταναλωτές. Το δεύτερο συμπλήρωσαν 95 επαγγελματίες υγείας (ιατροί και φαρμακοποιοί). Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από τα ερωτηματολόγια αναλύθηκαν στη συνέχεια με τη βοήθεια του προγράμματος SPSS. Από τις αναλύσεις που έγιναν, διαπιστώσαμε πως στους περισσότερους πλέον ασθενείς ο όρος «γενόσημα φάρμακα» είναι γνώριμος αλλά, υπάρχει έλλειψη σωστής πληροφόρησης. Παρόλα αυτά, οι μισοί σχεδόν ασθενείς έχουν θετική στάση προς τα γενόσημα φάρμακα και είναι διατεθειμένοι να τα χρησιμοποιήσουν μετά από σύσταση του ιατρού κυρίως, ή και του φαρμακοποιού. Επίσης, οι πιο σημαντικοί λόγοι που τους ωθούν να αγοράσουν ένα φάρμακο είναι η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά του. Από τις αναλύσεις των απαντήσεων των επαγγελματιών υγείας διαπιστώσαμε πως υπάρχει έλλειψη γνώσεων και σωστής πληροφόρησης. Ενώ είναι πρόθυμοι να συνταγογραφήσουν/χορηγήσουν γενόσημα φάρμακα, παρόλα αυτά, προτιμάται η χρήση πρωτότυπων φαρμακευτικών σκευασμάτων, πιθανότατα λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τον ΕΟΦ. Πιστεύεται πως η βελτίωση της αξιοπιστίας του Οργανισμού και η καλύτερη ενημέρωση των επαγγελματιών υγείας θα συμβάλει στην αύξηση χρήσης των γενοσήμων. Το κράτος έχει θεσπίσει ήδη αρκετά μέτρα για την αύξηση χρήσης των γενοσήμων. Προτείνεται όμως, να γίνει μια πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια μέσα από τα κανάλια των επαγγελματιών υγείας, της φαρμακευτικής βιομηχανίας αλλά και των ασθενών-καταναλωτών, ώστε να αποδώσει η προσπάθεια αυτή και επιτευχθεί ο σκοπός της. / In Greece the term "generic" drugs has become widely known lately, although in Europe and other countries of the world, generics are known for decades. This thesis aims to study the factors that affect the attitude of patients-consumers and health professionals to generics. More specifically, it examines various factors found through the literature to influence the beliefs of patients, consumers and healthcare professionals. Initially, there was a literature review on studies of the literature on the subject of generic drugs. Then, we constructed two questionnaires, one aimed at patients-consumers and one that was aimed at health professionals. The first questionnaire was completed by 364 patient-consumers. The second was completed by 95 health professionals (doctors and pharmacists). The data collected from the questionnaires were then analyzed using the SPSS program. From the analyzes, we found that among most patients the term "generic" is familiar, but there is a lack of proper information. However, almost half patients have positive attitude towards generics and are willing to use them with the recommendation of a physician primarily, or a pharmacist. Also, the most important reasons that make them buy a drug is knowing it’s safe and effective. The analyzes of the responses of health professionals found that there is lack of knowledge and correct information among them. While they are willing to prescribe/dispense generics, however, original drugs are preferred, probably due to lack of confidence in the regional EMEA. According to them, improvement of the reliability of the Agency and better information of the health professionals will help increase the use of generics. The state has already adopted several measures to increase the use of generics. But it is proposed that a more integrated effort, through the channels of health professionals, pharmaceutical industry and patients and consumers should take place so that to this effort and purpose are achieved.
5

Η επίδραση της μουσικής στην ψυχολογία των ασθενών στις αίθουσες αναμονής των ιατρείων

Χατζηαντωνίου, Στυλιανή 03 April 2015 (has links)
Οι χώροι αναμονής των ιατρείων είναι τοποθεσίες στις οποίες όλοι μας, άλλοι λιγότερες και άλλοι περισσότερες φορές, έχουμε παρευρεθεί κατά την επίσκεψή μας σε ιατρεία. Αποτελούν χώρους εναλλαγής συναισθημάτων και σκέψεων μέχρι τη στιγμή που ο ιατρός θα καλέσει τον ασθενή για εξέταση. Στην παρούσα διπλωματική εργασία θα εξετάσουμε τον τρόπο, αλλά και την ένταση επιρροής ασθενών σε χώρους αναμονής ιατρείων ανάλογα με την μουσική, το τέμπο της μουσικής και άλλες παραμέτρους τις οποίες θα αναφέρουμε εκτενώς στο κυρίως μέρος της παρούσας εργασίας. Διάφορες μελέτες σχετικές με τη μουσική και τους ασθενείς που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς, στο εξωτερικό ως επί το πλείστων, επιστημονικά άρθρα, υπάρχουσα βιβλιογραφία για την ψυχολογία και τη μουσική, αποτελούν το έρεισμα πάνω στο οποίο διεξάγεται η θεωρητική προσέγγιση του θέματος που πραγματεύεται η παρούσα διπλωματική εργασία. Με την διανομή ερωτηματολογίων σε ιατρεία πνευμονολόγων τα οποία συμπληρώθηκαν από τους ασθενείς, προέκυψαν δεδομένα, με την ανάλυση των οποίων – με λογισμικό στατιστικής επεξεργασίας, SPSS 19 - επιχειρείται να γίνει κατανοητή η επιρροή που ασκεί η μουσική στους χώρους αναμονής ιατρείων. / The waiting areas of dispensaries are places where all of us, others less and others more times, have been attended during our visit in clinics. Waiting areas of clinics and dispensaries are places where feelings and thoughts are exchanged until the time the doctor asks the patient for examination. In this paper we will examine the way, but also the intensity of influence of patients in clinic waiting rooms depending on the music, the music volume, tempo and other parameters which we will extensively examine in the main part of this paper. Various studies on music and patients that have been conducted occasionally, abroad mostly, scientific articles, literature on psychology and music, are the basis on which the theoretical approach conducted in this thesis. By distributing questionnaires in different disciplines surgeries which were completed by patients, resulting data and their analysis - with SPSS 19 – is an attempt to understand the influence of music in clinic waiting rooms.
6

Στατιστική επεξεργασία ιατρικών δεδομένων : μελέτη περίπτωσης

Παραμέρα, Σπυριδούλα 11 July 2013 (has links)
Στην παρούσα μεταπτυχιακή εργασία αξιολογήθηκε η συνδυαστική θεραπευτική φαρμακευτική αγωγή των HIV οροθετικών ασθενών βασιζόμενη σε 2 δείκτες: 1) στο ιϊκό φορτίο VL (Varial Load, copies/ml) που εκφράζει τις συγκεντρώσεις του RNA του HIV στο αίμα και 2) στον αριθμό των CD4 Τ-λεμφοκυττάρων (κύτταρα/mm3) που εκφράζει των αριθμό των κυττάρων τα οποία βοηθούν τον ασθενή να καταπολεμήσει την λοίμωξη. Συγκεντρώθηκαν δεδομένα από 278 ασθενείς και 32 ‘παλιούς’, από όλη την Ελλάδα, για το χρονικό διάστημα 1990-2006 (Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ρίο). Για καθέναν από τους ασθενείς ελήφθησαν δεδομένα σε φύλλα του excel, μη κατηγοριοποιημένα, και για καθέναν υπήρχαν από 20 έως 100 μετρήσεις. Μια τόσο εκτεταμένη συγκέντρωση δεδομένων για HIV οροθετικούς ασθενείς γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η θεραπεία για τον HIV περιλαμβάνει συνήθως 3 ή περισσότερα φάρμακα (HAART). Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιήθηκαν 3 κατηγορίες αντιρετροϊκών φαρμάκων: 1. Νουκλεοσιδικοί αναστολείς της ανάστροφης μεταγραφάσης (NRTIs) (ομάδα πράσινη), (10 φάρμακα) 2. Mη νουκλεοσιδικοί αναστολείς της ανάστροφης μεταγραφάσης (NNRTIs) (ομάδα κίτρινη), (3 φάρμακα) 3. Αναστολείς των πρωτεασών (PIs) (ομάδα μπλέ) (11 φάρμακα) Οι ασθενείς ανάλογα με την αγωγή της πρώτης θεραπείας τους κατηγοριοποιήθηκαν σε ομάδες (4) και σε υποομάδες με βάση τα επιμέρους φάρμακα κάθε ομάδας: Ομάδα πράσινη (ΝRTIs) (72 ασθενείς) Ομάδα πράσινη- μπλε (ΝRTIs-PIs) (139 ασθενείς)και 8 επιμέρους υποομάδες Ομάδα πράσινη- κίτρινη (ΝRTIs-NΝRTIs) (35 ασθενείς)και 2 επιμέρους υποομάδες Ομάδα πράσινη-κίτρινη-μπλε (ΝRTIs-NΝRTIs- PIs) (3 ασθενείς) Οι ασθενείς των ομάδων και υποομάδων μελετήθηκαν ξεχωριστά, χωρισμένοι σε μη-πεπειραμένους (naïve) και σε πεπειραμένους (experienced). Η αξιολόγηση της θεραπείας των ασθενών (κατά ομάδες και υποομάδες) έγινε με βάση:  το % ποσοστό που πέτυχαν ‘μη-ανιχνεύσιμο’ VL≤50, καθώς και VL≤200 και VL≤500, ανά τρείς μήνες (διαγραμματική παρουσίαση).  Το ποσοστό των ασθενών που δεν πέτυχαν VL≤50.  Τον μέσο χρόνο που πέτυχε VL≤50 το 50% των ασθενών (ταχύτητα ανταπόκρισης στη θεραπεία).  Τη συσχέτιση των τιμών VLέναρξης και CD4έναρξης που είχαν οι επιτυχημένοι ασθενείς κατά την έναρξη της θεραπείας (κατηγοριοποίηση σε κλίμακες), καθώς και του CD4 την στιγμή επίτευξης VL≤50, με ταυτόχρονο υπολογισμό των %μεταβολών των VL και CD4. Με βάση τα παραπάνω προέκυψαν τα ακόλουθα: Η λήψη αποκλειστικά NRTIs (ποσοστό αποτυχίας VL≤50 78,5%) ήταν λιγότερο αποτελεσματική σε σχέση με συνδυαστική αγωγή NRTIs-ΡIs (επιτυχία 81,8%), ή με NRTIs-NNRTIs (επιτυχία 81,6%). Για να δράσει η αγωγή με αποκλειστικά NRTIs, απαιτείται μεγαλύτερο διάστημα, στο οποίο μπορεί η τιμή του VL να ελαττωθεί <500, αλλά είναι λιγότερο πιθανό να πέσει <200. Μεταξύ των NRTIs-PIs & NRTIs-NNRTIs λαμβάνοντας υπόψη και τον χρόνο που πέτυχε το 50% των ασθενών, η αγωγή NRTIs-NNRTIs ήταν πιο αποτελεσματική αφού επιτεύχθηκε VL≤50 σχεδόν στο 1/3 του χρόνου. Όσον αφορά τις επιμέρους υποομάδες (NRTIs-PIs & NRTIs-NNRTIs) οι naïve ασθενείς έφταναν ταχύτερα σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα VL σε σχέση με τους experienced (μικρότερη ταχύτητα ανταπόκρισης), με όλα τα ΡΙs που συνδυαζόταν με NRTIs, και είχαν μικρότερα ποσοστά αποτυχίας. Οι experienced ασθενείς (ποσοστά αποτυχίας 11 έως 87%) είχαν ως πιο επιτυχημένες αγωγές την πράσινο-μπλε4 (NRTIs-NLF), την πράσινο-μπλε3 (NRTIs-IND), ακολουθούμενη από την πράσινο-μπλε5 (NRTIs-SAQ) και λιγότερο επιτυχημένη την πράσινο-μπλε1 (NRTIs-RIT), ενώ για τις πράσινο-μπλε8 (ΝRTIs-ΑΒΤ), πράσινο-μπλε1,2 (ΝRTIs-RIT-ΙΝV) και πράσινο-μπλε1,3 (ΝRTIs-RIT-ΙΝD) δεν προέκυψαν ασφαλή συμπεράσματα. Στους naïve ασθενείς υπήρχαν διαφορές στην ταχύτητα ανταπόκρισης ανάλογα με τον ληφθέντα PI. Ταχύτερη ανταπόκριση παρατηρήθηκε με την αγωγή της πράσινο-κίτρινο (συνδυασμός NRTIs-EFV & NRTIs-VIR). Όσον αφορά την αγωγή NRTIs-ΡΙ, πιο αποτελεσματική ήταν η πράσινο-μπλέ4, ακολουθούμενη από την πράσινο-μπλέ5, ενώ αντίθετα οι συνδυασμοί πράσινο-μπλέ8 και πράσινο-μπλέ2 ήταν οι λιγότερο επιτυχημένοι. Υψηλή τιμή του CD4έναρξης και χαμηλή του VLέναρξης βοηθά στην επίτευξη VL≤50. Οι περισσότεροι naïve ασθενείς είχαν χαμηλό VLέναρξης 1.000-10.000 και υψηλό CD4έναρξης (όπως και οι περισσότεροι experienced) 300-550. Οι naïve ασθενείς της πράσινο-μπλε2 (μεγαλύτερα ποσοστά αποτυχίας) είχαν σχετικά χαμηλό VLεν (<50.000) και CD4εν>100. Οι ασθενείς της πράσινο-μπλε4, είχαν τα μεγαλύτερα ποσοστά επιτυχίας πιθανόν λόγω χαμηλού VLεν (1.000-50.000) και υψηλού CD4εν (300-750 και >750). Το 85% των ασθενών της πράσινο-μπλε5 (επιτυχημένη), είχαν VLεν <10.000 και μάλιστα όταν ήταν <1.000 η ταχύτητα ανταπόκρισης ήταν η μισή σε σχέση με όταν ήταν 1.000-10.000. Οι ασθενείς της πράσινο-μπλε8, (επιτυχημένοι ακόμα και στις υψηλές κλίμακες VLεν), είχαν μεγάλο χρόνο ανταπόκρισης. Οι περισσότεροι (n=20) ασθενείς της πράσινο-κίτρινο3, είχαν VLεν 1.000-50.000 και υψηλό CD4εν 300-550 και πέτυχαν σε μεγαλύτερο χρόνο απ’ ότι της πράσινο-κίτρινο1. Για τους experienced ασθενείς της πράσινο-μπλε2, αν και υπήρχαν ευνοϊκές συνθήκες (VLεν 1.000-50.000 και CD4εν 300-550) είχαν μεγάλο ποσοστό αποτυχίας. Οι ασθενείς της πράσινο-μπλε5 (επιτυχημένη) είχαν VLεν<10.000 και όταν το CD4εν ήταν 550-750, η ταχύτητα ανταπόκρισης ήταν 4 φορές μεγαλύτερη. Οι επιτυχημένοι ασθενείς της πράσινης ομάδας κατά την επίτευξη VL≤50 (Μ.Ο.~47 μήνες) είχαν CD4 κατά ~33% αυξημένο σε σχέση με το CD4εν. Οι επιτυχημένοι ασθενείς της πράσινο-μπλε είχαν CD4 όταν VL≤50 (Μ.Ο.~27 μήνες) αυξημένο κατά ~125% σε σχέση με το CD4εν και VLεν~80πλάσιο (Μ.Ο.~86.000). Οι επιτυχημένοι ασθενείς της πράσινο-κίτρινο είχαν επίσης ανάλογο αριθμό CD4εν, αλλά ο Μ.Ο. CD4 όταν VL≤50 ήταν μικρότερος (αυξημένος κατά 21,6% έναντι 125%). Πέτυχαν σε μόλις κατά Μ.Ο. 15 μήνες, έχοντας πολύ υψηλό Μ.Ο. VLεν (~129.000) και με ποσοστό επιτυχίας ανάλογο με αυτό της πράσινο-μπλέ ομάδας (~81,6%). Οι επιτυχημένοι naïve ασθενείς των υποομάδων πράσινο-μπλε, που είχαν τις υψηλότερες τιμές VLεν κατά σειρά αποτελεσματικότητας ήταν: Π-Μπλέ1,3(3 ασθενείς)> Π-Μπλέ1>Π-Μπλέ8. Τα CD4 των επιτυχημένων ασθενών της πράσινο-μπλέ4 την στιγμή που πέτυχαν (Μ.Ο.~22 μήνες), ήταν τα πιο υψηλά (Μ.Ο. 720). Οι επιτυχημένοι ασθενείς της πράσινο-μπλέ5 είχαν τις χαμηλότερες τιμές VLεν (Μ.Ο.~ 7.000) και CD4 την στιγμή που πέτυχαν υψηλά (Μ.Ο. ~600). Οι επιτυχημένοι ασθενείς των υποομάδων πράσινο-κίτρινο, είχαν υψηλές τιμές VL έναρξης (Μ.Ο.~130.000). Οι επιτυχημένοι experienced ασθενείς που είχαν τις υψηλότερες τιμές VLεν ήταν της πράσινο-μπλέ1 (Μ.Ο.~162.000), (αποτυχία~62%), της πράσινο-μπλέ2 (αποτυχία~87%) (Μ.Ο.~90.000), καθώς και των επιτυχημένων πράσινο-μπλέ3 και πράσινο-μπλέ4 (Μ.Ο.~86.000-130.000), ενώ της επιτυχημένης πράσινο-μπλέ5 είχαν χαμηλό VLεν (Μ.Ο.~3.000). / -
7

Εκτίμηση του βαθμού οστεοπενίας και οστεοπόρωσης σε ομόζυγους β-θαλασσαιμικούς ασθενείς. Σύγκριση και συσχέτιση των αποτελεσμάτων της διπλής φωτονιακής απορρόφησης (DXA) με αυτά της ποσοτικής υπολογιστικής τομογραφίας (QCT)

Μυλωνά, Μαρία 11 September 2008 (has links)
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ομόζυγης β-θαλασσαιμίας είναι η οστεοπάθεια, η οποία αποτελεί μία πολυπαραγοντική διαταραχή, που δεν έχει πλήρως διευκρινισθεί. Μελετήσαμε τους οσφυϊκούς σπονδύλους 48 ασθενών με τις μεθόδους Dual-Energy X-ray Absorptiometry (DXA) και Quantitative Computed Tomography (QCT), και εστιάσαμε στις δομικές οστικές ιδιότητες, όπως προσδιορίζονται από την υψηλής ευκρίνειας Υπολογιστική τομογραφία (HRCT). Οι τιμές της οστικής πυκνότητας (BMD values) εκφράσθηκαν ως Z-scores και τα αποτελέσματα συσχετίσθηκαν. Εκτιμήθηκε η επίδραση της ηλικίας, του φύλου, του τύπου της θαλασσαιμίας και των ορμονικών παραγόντων στις τιμές ΒΜD. Αξιολογήσαμε, με βάση την HRCT, την ακεραιότητα του φλοιού και τον αριθμό και πάχος των δοκίδων της σπογγώδους ουσίας. Με βάση τον αριθμό των δοκίδων ταξινομήσαμε τους ασθενείς σε κλίμακα τριών βαθμίδων. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν ότι ο συνολικός επιπολασμός της οστεοπόρωσης με την μέθοδο DXA ήταν 44 % και με την QCT 6 %. Και οι δύο μέθοδοι έδειξαν μία αρνητική συσχέτιση μεταξύ της ηλικίας και της BMD, ενώ οι ορμονικοί παράγοντες παρουσίασαν συσχετίσεις τόσο με τις μετρήσεις της QCT όσο και με τις αντίστοιχες της DXA. Ο συντελεστής συσχέτισης μεταξύ της BMD της DXA και της σπογγώδους BMD της QCT ήταν 0,545 (p<0,001) ενώ η αντίστοιχη τιμή για τα Ζ-scores ήταν 0,491 (p<0,001). Η ομαδοποίηση των ασθενών σε φυσιολογικούς, οστεοπενικούς και οστεοπορωτικούς, με βάση το Ζ της QCT, ήταν σε καλύτερη συμφωνία με την ταξινόμηση με βάση τον αριθμό των δοκίδων (K=0,209, p=0,053), σε σύγκριση με την ομαδοποίηση σύμφωνα με το Ζ της μεθόδου DXA (K=0,145, p=0,120). Η εκτίμηση του φλοιού με την HRCT έδειξε διακοπές στη συνέχειά του σε 15 ασθενείς. Και οι δύο μέθοδοι δείχνουν μία επιδείνωση της οστεοπόρωσης με την πρόοδο της ηλικίας. Η ανεπάρκεια των ορμονών συσχετίζεται με την θαλασσαιμική οστεοπόρωση, ενώ η οτπική εκτίμηση του φλοιώδους οστού δείχνει ότι οι ενδιάμεσου τύπου θαλασσαιμικοί πάσχουν σε μεγαλύτερο βαθμό από τους ασθενείς με μείζονα μορφή θαλασσαιμίας. Με τον αριθμό των δοκίδων ως δείκτη οστεοπόρωσης, φαίνεται ότι η QCT μπορεί να εκτιμήσει την οστεοπάθεια καλύτερα από την DXA. Δεδομένου ότι η QCT έχει την ικανότητα να μετρήσει την οστική πυκνότητα του σπογγώδους και φλοιώδους οστού, ξεχωριστά, μπορεί να παρέχει πρώιμη ένδειξη του ποιο από τα δύο μεταβάλλεται πιο γρήγορα και σε τι βαθμό. - / Osteopathy, as a major feature of homozygous beta-thalassaemia, is a multifactorial disorder, not fully understood. We studied the lumbar vertebrae of 48 patients using Dual-Energy X-ray Absorptiometry (DXA) and Quantitative Computed Tomography (QCT), and we focused on structural properties, assessed by High Resolution Computed Tomography (HRCT). Bone Mineral Density (BMD) values were expressed as Z scores and the results were correlated. The effect of age, sex, type of thalassaemia and hormonal factors on BMD was assessed. We estimated, with HRCT, the cortex integrity and the number and thickness of trabeculae; the latter were classified to a three-grade scale. Our results showed the overall prevalence of osteoporosis to be 44 % with DXA and 6 % with QCT. Both techniques revealed an inverse correlation between age and BMD, whereas hormonal factors demonstrated associations with QCT and DXA measurements. The correlation coefficient between DXA’s BMD and QCT’s trabecular BMD was 0.545 (p<0.001) whereas the corresponding value for Z scores was r=0.491 (p<0.001). The classification of the patients into normal, osteopenic and osteoporotic categories, using QCT’s Z, was in better agreement with the assignment based on trabecular number (K=0.209, p=0.053) than the classification using DXA’s Z (K=0.145, p=0.120). Cortex evaluation by HRCT showed discontinuity in 15 patients. Both methods indicate a progression of osteoporosis with age. Hormonal deficiency is associated with thalassaemic osteoporosis whereas the visual estimation of cortex indicate that TI could be more affected than TM. Using the trabecular number as an indicator of osteoporosis, it seems that QCT may evaluate osteopathy better than DXA. Since the former has the ability to measure trabecular and cortical BMD separately, it could give early indication of which changes more rapidly and to what degree.
8

Χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής των ασθενών με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια που υποβάλλονται σε θεραπεία υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας με αιμοκάθαρση, περιτοναϊκή κάθαρση, ή έχουν υποβληθεί σε επιτυχή μεταμόσχευση νεφρού

Παναγοπούλου, Αλκυόνη 07 June 2010 (has links)
Η εργασία αυτή αποτελεί μία από τις πρώτες που ασχολήθηκαν με τη διερεύνηση του τρόπου ζωής των ασθενών με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, οι οποίοι υποβάλλονται σε μέθοδο υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας με αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποβληθεί σε επιτυχή μεταμόσχευση νεφρού στον Ελλαδικό χώρο και συγκρίνει τα αποτελέσματα με τα υπάρχοντα από ανάλογες εργασίες που έχουν επιτελεστεί στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική. Στο πρώτο μέρος της διατριβής έγινε αναφορά: α) στους νεφρούς και στη λειτουργία τους και β) στη διαχρονική εξέλιξη των μεθόδων υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας. Στο δεύτερο μέρος αναφέρθηκαν τα γενικά χαρακτηριστικά των ασθενών σε υποκατάσταση και στη συνέχεια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ανάλογα με την μέθοδο υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας, αιμοκάθαρση ,περιτοναϊκή κάθαρση ή μεταμόσχευση Στη συνέχεια για κάθε ομάδα ασθενών προσδιορίστηκαν: α) δημογραφικά χαρακτηριστικά (ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, τόπος κατοικίας, γραμματικές γνώσεις, χρονικό διάστημα σε υποκατάσταση) β) επαγγελματική κατάσταση γ) δραστηριότητες και φυσική κατάσταση δ) κοινωνική κατάσταση (σεξουαλική ζωή, συμμετοχή στις κοινωνικές εκδηλώσεις, ικανοποίηση από τη ζωή, τις κοινωνικές παροχές, την ιατρική και νοσηλευτική φροντίδα, σχέσεις με οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον ) ε) ψυχολογική κατάσταση ως προς το άγχος και την κατάθλιψη και ζ) έγινε σύγκριση των αποτελεσμάτων με αυτά από ανάλογες εργασίες που έχουν επιτελεστεί στον Ευρωπαϊκό και στον βόρειο-αμερικανικό χώρο. Από τα αποτελέσματα της διατριβής προκύπτει ότι από τις διάφορες μεθόδους αντιμετώπισης της ΧΝΝ τελικού σταδίου, η νεφρική μεταμόσχευση φαίνεται να υπερέχει, συμβάλλοντας σε καλύτερο βαθμό συνολικής αποκατάστασης, αφού εξασφαλίζει βελτιωμένη φυσική κατάσταση, καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση και κοινωνική ευεξία. Ακολουθούν οι ασθενείς υπό ΣΦΠΚ οι οποίοι φαίνεται να έχουν καλύτερη ψυχολογική προσαρμογή με λιγότερο stress, άγχος και κατάθλιψη, μεγαλύτερη αυτονομία και ανεξαρτησία. Αυτό τους διευκολύνει για καλύτερη κοινωνική προσαρμογή με μεγαλύτερες δυνατότητες και ευκαιρίες απασχόλησης και κοινωνικής δραστηριοποίησης. Αντίστοιχα η ζωή των ασθενών υπό ΑΚ επηρεάζεται ιδιαίτερα, ο τρόπος ζωής αλλάζει δραματικά σε όλους τους παραπάνω τομείς, αν και δείχνουν να προσαρμόζονται καλύτερα στις αντίξοες συνθήκες που βιώνουν έναντι των ασθενών άλλων χωρών. Πιο αναλυτικά τα αποτελέσματα της διατριβής ήταν τα παρακάτω: - Οι ασθενείς των ομάδων ΑΚ και ΣΦΠΚ είναι κυρίως ηλικιωμένα άτομα, ενώ οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς είναι άτομα νεαρής ηλικίας. Ως προς την οικογενειακή κατάσταση και τον τόπο κατοικίας και οι τρεις ομάδες ακολουθούν την κατανομή του γενικού πληθυσμού. Οι γραμματικές γνώσεις των ασθενών των ομάδων ΑΚ και ΣΦΠΚ είναι κυρίως επιπέδου δημοτικού σχολείου, ενώ των μεταμοσχευμένων ασθενών επιπέδου γυμνασίου. Μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε θεραπεία υποκατάστασης παρουσιάζουν οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς. - Οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς παρουσιάζουν καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση και ακολουθούν οι ασθενείς υπό ΣΦΠΚ, ενώ το ποσοστό των ασθενών υπό Α/Κ που εργάζεται είναι πολύ μικρό. - Προβάδισμα στις δραστηριότητες, φυσική κατάσταση έχουν και πάλι οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς έναντι των άλλων ομάδων και ακολουθούν οι ασθενείς υπό ΣΦΠΚ. - Οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς παρουσιάζουν καλύτερο επίπεδο κοινωνικής κατάστασης. - Σε καλύτερη ψυχολογική κατάσταση βρίσκονται οι ασθενείς υπό ΣΦΠΚ και ακολουθούν με μικρή διαφορά οι μεταμοσχευμένοι. - Αντίστοιχα αποτελέσματα δίνουν έρευνες που έχουν γίνει σε ασθενείς σε άλλες Ευρωπαϊκές και Βόρειο-Αμερικανικές χώρες αν και οι ασθενείς της παρούσας έρευνας και των τριών ομάδων δείχνουν να έχουν καλύτερους δείκτες αναφορικά με τις παραπάνω παραμέτρους και να προσαρμόζονται καλύτερα στις αντίξοες συνθήκες που βιώνουν, έναντι των ασθενών άλλων χωρών. / The present work is one of the first dealing with the study of the lifestyle of patients with end stage renal failure, under renal function substitution with haemodialysis or peritoneal dialysis or successful kidney transplantation, in Greece, and compares this data with existing results from Europe and North America. In the first part of the thesis there is a presentation of: a) the kidneys and their function and b) the evolution of renal function substitution methods through time. In the second part, the general characteristics of the included patients are reported, followed by the specific characteristics due to the renal substitution methods, haemodialysis, peritoneal dialysis or transplantation. In every group of patients the following parameters were determined: α) demographic data (age, family status, place of living, education, time in renal substitution) β) job status γ) activities and physical status δ) social status (sex life, participation in social events, satisfaction due to life, social benefits, medical and nursery care, relations with friends and relatives) ε) psychology due to stress and depression ζ) comparison of these results with other from Europe and North America. The results of this work reveal that renal transplantation preponderates all other substitution methods for renal function, since it guarantees improved physical status, better job rehabilitation and social welfare. Patients in peritoneal dialysis come next in adaptation, with lesser stress anxiety and depression, bigger autonomy and independence. They have more possibilities and opportunities to work and participate in social activities. On the contrary, the lifestyle of renal patients under dialysis is more negatively affected and their lives changes dramatically in all of the above sections; even though they seem to adapt better in the adverse conditions they are dealing with. In detail, the results of this work are: - Patients under haemodialysis (HD) or peritoneal dialysis (PD) are older people, while transplanted patients are younger. All patients follow the general population distribution, as for family status and place of living. The education level of the HD and PD patients is mostly elementary, while, most transplanted patients have a high school degree. These patients have spent longer periods under renal substitution. - Transplanted patients present better job rehabilitation, followed by patients in PD, while the percentage of working patients in HD is too small. - Transplanted patients have a better physical condition, followed by PD patents. - Transplanted patients are in a better level of social status compared with other renal patients. - Patients in PD seem to have a better psychological profile slightly higher than transplanted patients. - Similar results are presented in other studies from Europe and North America, although patients of all groups, in the present work, show better indices as for the above parameters and adapt better in adverse living conditions, compared with patients of other countries.

Page generated in 0.0184 seconds