• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 6
  • Tagged with
  • 6
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Αύξηση της χωρικής ανάλυσης για βελτίωση της ποιότητας των εικόνων (super resolution imaging)

Μπακούλιας, Κωνσταντίνος 20 April 2011 (has links)
Η επεξεργασία εικόνας πλέον είναι απαραίτητη σε ένα μεγάλο πεδίο εφαρμογών που χρησιμοποιούν εκατομμύρια χρήστες σε όλο τον κόσμο. Σίγουρα οι αισθητήρες σύλληψης της εικόνας έχουν βελτιωθεί κατά πολύ με την ραγδαία εξέλιξη που έχει ο χώρος των ηλεκτρονικών. Η ελαττωμένη χωρική ανάλυση των εικόνων οφείλεται στους περιορισμούς που εμφανίζουν οι αισθητήρες. Η αύξηση της χωρικής ανάλυσης είναι και το αντικείμενο της παρούσας εργασίας. Στην εργασία αυτή μελετήσαμε διάφορες τεχνικές με τις οποίες προσπαθούμε να αυξήσουμε την χωρική ανάλυση για να βελτιώσουμε την ποιότητα της εικόνας [1]. Η υλοποίηση της έγινε με την βοήθεια των εκτιμητών πυκνότητας πιθανότητας (Kernels). Ως συγκριτική μέθοδος χρησιμοποιήσαμε την συνάρτηση παρεμβολής του matlab (interp2) [8]. Επίσης, το μέσω τετραγωνικό σφάλμα ( Mean Square Error ) και ο μέγιστος λόγος σήματος προς θόρυβο ( Peak Signal to Noise Ratio ) είναι δύο από τους βασικούς τρόπους σύγκρισης της τεχνική μας με την μέθοδο παρεμβολής του matlab. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τα αποτελέσματά μας αν και χρησιμοποιήσαμε στατιστικά πρώτης τάξης είναι ικανοποιητικά παραπλήσια της μεθόδου παρεμβολής του matlab. Ως σημείο αναφοράς της σύγκριση της τεχνική μας με την μέθοδο παρεμβολής του matlab είναι η αρχική εικόνα. Τέλος, στην προσπάθεια μας να βελτιώσουμε την τεχνική μας, δοκιμάσαμε και άλλες τεχνικές, οι οποίες θα περιγραφούν με λεπτομέρεια στην εργασία αυτή, τα αποτελέσματα των οποίων δεν ήταν τα επιθυμητά. / The image processing is now needed in a wide range of applications used by millions of users around the world. Certainly the design of image sensors have improved greatly with the rapid development that has an area of electronics. The reduced spatial resolution of images due to the limitations inherent in the sensors. Increased spatial resolution is the subject of this work. This thesis reviews various techniques that try to increase the spatial resolution to improve the image quality [1]. Driving done with the help of probability density estimators (Kernels). As a comparative method used the interpolation function of matlab (interp2) [8]. Also, the means square error (Mean Square Error) and the maximum signal to noise ratio (Peak Signal to Noise Ratio) are two basic ways of comparing our technique with the method of interpolation matlab. It should be mentioned that although our results using statistical first order is approaching a satisfactory method of interpolation matlab. As a benchmark comparison of our technique with the method of interpolation matlab is the original image. Finally, in our efforts to improve our technique, testing and other techniques, which will be described in detail in this work, the results of which were not desired.
2

Σχέση κλίσης και παραγωγής : η εμφάνιση εσωτερικής αύξησης στους προθηματοποιημένους ρηματικούς τύπους της ΚΝΕ

Κουτσούκος, Νίκος 25 May 2009 (has links)
Στην παρούσα εργασία, διερευνούμε τη σχέση μεταξύ κλίσης και παραγωγής και διατυπώνουμε επιχειρήματα υπέρ της θεώρησης της κλίσης ως μορφολογικής διαδικασίας που διέπεται από τις ίδιες αρχές και τους ίδιους κανόνες την παραγωγή. Για να στηρίξουμε τη θέση μας, εξετάζουμε την εμφάνιση της εσωτερικής αύξησης στους προθηματοποιημένους ρηματικούς τύπους της ΚΝΕ και διαπιστώνουμε ότι το καθολικό του Greenberg που ορίζει ότι η πλίση εμφανίζεται πιο περιφερειακά από την παραγωγή δεν αποτελεί απαραβίαστη αρχή. / In this thesis we discuss the main theoretical problem of the relation between Inflection and Derivation. Every approach to such a topic entails taking a position in the current theoretical debate about the issue if there is a sharp boundary between the two categories. We adopt the idea there is a cline from derivation to inflection rather than a clear-cut dichotomy between the two. In this view, interactions between Derivation and Inflection show that Inflection may feed Derivation. Central to the discussion are Modern Greek prefixed verbs with internal augment but also other European languages that is to say Germanic Languages, Romance Languages and some Modern Greek dialects.
3

Αύξηση παιδιών καπνιστριών μητέρων έως την ηλικία των έξι χρόνων / Course of growth during the first 6 years in children exposed in utero to tobacco smoke.

Κανελλόπουλος, Θεόδωρος 12 November 2007 (has links)
Σκοπός: Η μεταγεννητική αύξηση των παιδιών που εκτέθηκαν στον καπνό του τσιγάρου ενδομητρίως δεν είναι πλήρως κατανοητή. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να ερευνήσει την αύξηση παιδιών των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κατά τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής τους. Μέθοδοι: Το βάρος σώματος, το μήκος σώματος και η περίμετρος κεφαλής μετρήθηκαν στη γέννηση και κατόπιν ετησίως για έξι έτη σε 100 παιδιά των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν (ομάδα μελέτης) και 100 παιδιά των οποίων οι μητέρες δεν κάπνιζαν (ομάδα ελέγχου). Αποτελέσματα: Το βάρος και η περίμετρος κεφαλής ήταν σημαντικά μικρότερα στα νεογνά των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν >15 τσιγάρα την ημέρα, αλλά η διαφορά έχασε τη στατιστική σημαντικότητα στον τρίτο χρόνο της ζωής. Το μήκος ήταν σημαντικά μικρότερο στα νεογνά της ομάδας μελέτης στη γέννηση και ακολουθούσε αύξηση της διαφοράς από το φυσιολογικό έως το δεύτερο έτος, οπότε η μέση διαφορά των παιδιών που οι μητέρες τους κάπνιζαν >15 τσιγάρα την ημέρα από τα παιδιά της ομάδας ελέγχου ήταν -3,4 εκατοστά (p<0,0001). Στη συνέχεια, τα παιδιά των καπνιστριών μητέρων παρουσίασαν επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης και η διαφορά από την ομάδα ελέγχου στα 3, 4, 5 και 6 χρόνια ζωής ήταν -2,5 (p<0,0001), -2,2 (p=0,005), -2,1 (p=0,013), και -1,9 εκατοστά (p=0,055), αντίστοιχα. Η καθυστερημένη αύξηση σχετιζόταν με το κάπνισμα αυτό καθ’εαυτό και δείχθηκε ότι η καθυστέρηση της αύξησης είναι ανεξάρτητη από πολλούς συμπαράγοντες. Επίσης, στη γέννηση υπήρχε σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των τσιγάρων που καπνίζονταν ημερησίως και των παραμέτρων αύξησης που μελετήθηκαν. Η αρνητική συσχέτιση παρέμεινε σημαντική έως τον έκτο χρόνο ζωής μόνο για το ύψος. Συμπέρασμα: Το μήκος παρουσιάζει την πιο επίμονη καθυστέρηση της αύξησης από τις παραμέτρους που μελετήθηκαν, δηλαδή το βάρος σώματος και την περίμετρο κεφαλής, αλλά μετά το δεύτερο έτος της ζωής συμβαίνει επιτάχυνση της αύξησης, και έτσι η ενδομήτρια έκθεση στον καπνό του τσιγάρου φαίνεται να μην έχει μόνιμη επίδραση στην τελική αύξηση των παιδιών. / Objectives: Postnatal growth in children exposed in utero to tobacco smoke is not well understood. This study investigated growth during the first 6 years in children whose mothers smoked during pregnancy. Materials and Methods: Weight, length, and head circumference were measured annually for 6 years in 100 children in each group of smoking (study) and non smoking (control) mothers. Results: Weight and head circumference were significantly smaller in the neonates whose mothers smoked >15 cigarettes/day, but the difference disappeared by 3 years of life. Length was significantly smaller in the study neonates at birth, followed by increasing divergence from normality up to 2 years, when the mean difference of children whose mothers smoked >15 cigarettes/day from control children was -3.4 cm (p<0.0001). Subsequently, they manifested catch-up growth, and the difference from the controls at 3, 4, 5, and 6 years was -2.5 cm (p<0.0001), -2.2 cm (p=0.005), -2.1 cm (p=0.013), and -1.9 cm (p=0.055), respectively. Discussion: The delayed growth was related to smoking per se and appeared to be independent of several confounding factors. At birth, there was a significant negative correlation between the number of cigarettes smoked per day and the growth parameters studied; it remained significant up to the sixth year only for length. Conclusion: Length exhibits the most persistent growth delay of the parameters studied, but catch-up growth occurs after the second year of life, and thus, intrauterine exposure to tobacco smoke seems to have no permanent effect on children’s growth.
4

Μία μέθοδος ανάλυσης της αποδοτικότητας μεγάλων οργανισμών

Καρατζάς, Ανδρέας 18 February 2010 (has links)
Σκοπός αυτής της διπλωματικής είναι να παρουσιάσει τη μεθοδολογία της Data Envelopment Analysis, μιας τεχνικής σύγκρισης οργανισμών με απώτερο σκοπό τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας τους και τη μέτρηση της αποδοτικότητας τους. Γενικά οι μέθοδοι της ΠΕΑ χρησιμοποιούνται ως εργαλείο ώστε να αντιληφθούμε καλυτέρα και να αναλύσουμε το πώς κατανέμονται οι πόροι μιας επιχείρησης και πως αυτοί συνεισφέρουν στην παραγωγή της. Επιπρόσθετα, έχουν ως σκοπό να μεγιστοποιήσουν την απόδοση της επιχείρησης είτε περιορίζοντας τους πόρους της διατηρώντας το παραγόμενο προϊόν σταθερό είτε ελαχιστοποιώντας το παραγόμενο προϊόν διατηρώντας τους πόρους σταθερούς. Προκειμένου να μελετηθεί μια μονάδα απόφασης διαχωρίζεται σε «εισόδους» και «εξόδους». Όταν μιλάμε για εισόδους της υπό μελέτης μονάδας εννοούμε τους αναγκαίους πόρους που χρειάζεται για να λειτουργήσει ενώ αντίστοιχα ως εξόδους αναφέρουμε τα παραγόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρει. Για παράδειγμα, ως είσοδοι σε τραπεζικά υποκαταστήματα μπορεί να θεωρηθούν τα λειτουργικά κόστη του ακινήτου και το προσωπικό ενώ ως έξοδοι το σύνολο των χρηματικών συναλλαγών που πραγματοποιούνται ή ο αριθμός των πελατών που έχουν συνάψει συνεργασία με το υποκατάστημα αυτό. Παρουσιάζεται αρχικά το μοντέλο CCR που είναι το βασικότερο ανάμεσα στις μεθόδους της DEA (παρουσιάστηκε το 1978 από τους Charnes, Cooper και Rhodes). Παρατίθεται η υπολογιστική διαδικασία του μοντέλου ΕΟΚ καθώς και μία επέκταση του με την χρήση του δυϊκού προβλήματος το οποίο υπερτερεί έναντι του πρωτεύοντος σε ταχύτητα επίλυσης σε μεγάλο αριθμό μονάδων απόφασης καθώς επίσης και στο εύρος λύσεων του προβλήματος. Το μοντέλο CCR καθώς και οι επεκτάσεις του στηρίχτηκαν στον ορισμό των σταθερών οικονομιών κλίμακας δηλαδή θα πρέπει να ισχύει ότι εάν μια δράση (x,y) είναι εφικτή, τότε για κάθε θετικό αριθμό t, η δράση (tx,ty) είναι επίσης εφικτή. Έτσι, αν αποδώσουμε γραφικά την αποδοτικότητα όλων των μονάδων απόφασης και σχεδιάσουμε το σύνορο αποδοτικότητας, αυτό θα αποτελείται από ευθύγραμμα τμήματα με ακμές τις μονάδες απόφασης. Το επόμενο μοντέλο που παρουσιάζεται είναι αυτό των Banker, Charnes και Cooper (BBC) όπου η κύρια διάφορα του με το προηγούμενο έγκειται στο γεγονός ότι το σύνολο παραγωγικότητας είναι το κυρτό σύνολο των σημείων που απεικονίζουν τις μονάδες απόφασης (και όχι τα ευθύγραμμα τμήματα τους). Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο παραπάνω μοντέλων είναι ότι κάθε φορά στην ανάλυση των δεδομένων πρέπει να εστιάσουμε είτε στην ελαχιστοποίηση των εισόδων είτε στην μεγιστοποίηση των εξόδων για να εξάγουμε συμπεράσματα. Τα προσθετικά μοντέλα που παρουσιάζονται στη συνέχεια δεν κάνουν αυτόν τον διαχωρισμό καθώς στηρίζονται στην ελαχιστοποίηση της περίσσειας πόρων εισόδου και την ταυτόχρονη μεγιστοποίηση των παραγόμενων εξόδων. Επιπρόσθετα, πλεονέκτημα των προσθετικών μοντέλων είναι η ανάλυση αρνητικών δεδομένων κάτι που δεν ήταν εφικτό από τα προηγούμενα μοντέλα. Παρουσιάζεται, επίσης, μια επέκταση του προσθετικού μοντέλου όπου η μέτρηση της αποδοτικότητας δεν επηρεάζεται από τυχόν διαφορές στις μονάδες μέτρησης ανάμεσα στις εξόδους και τις εισόδους. Τέλος περιγράφεται η ανάλυση ευαισθησίας που είναι μία σημαντική παράμετρος των μεθόδων της DEA καθώς δίνει την δυνατότητα σε κάποιον να μελετήσει τις διαφοροποιήσεις όταν εισάγονται η διαγράφονται μονάδες λήψης αποφάσεων η όταν εισάγονται η διαγράφονται είσοδοι και έξοδοι σε ένα πρόβλημα. / The purpose of this thesis is to present the methodology of Data Envelopment Analysis, a technique to compare organizations with a view to optimizing the operation and measurement of their profitability. Generally, methods of DEA are used as a tool to better understand and analyze how resources are distributed and how each one contributes to company’s production. Additionally, they are designed to maximize the performance of business by limiting its resources while maintaining the output constant or by minimizing the product obtained by maintaining the resources constant. The unique characteristics of every decision making unit are "inputs" and "outputs". Inputs of a unit correspond to the resources needed for the company to operate and outputs correspond to the products or services offered. For example, inputs in bank branches can be considered all the operating costs of the property and the personnel occupied and us outputs all financial transactions carried out or the whole number of customers that have made transactions with a particular branch. Initially the CCR model is presented as it is considered to be the very first method of DEA (firstly introduced by Charnes, Cooper and Rhodes). The whole process of the CCR model is presented and also an extension and the use of the dual problem that outweighs the computational speed of the primary model in solving a large number of decision points as well as the range of solutions to the problem. The CCR model and its extensions are based on the definition of constant economies of scale which can be expressed as if an action (x, y) is feasible, then for each positive number t, the action (tx, ty) is also feasible. Thus, if we depict the performance of every decision making unit in a single graph with their corresponding performance, then the efficient frontier consists of segments that have decision making units in each edge The next model presented is that of Banker, Charnes and Cooper (BBC) where the main difference with the previous lies in the fact that total productivity is the convex set of points that reflects the decision making units (and not their segments). A common feature of both these models is that each time the data analysis should focus either on minimizing inputs or on maximizing outputs to come over a conclusion. The additive models presented does not make this distinction as they are based on the minimization of the excess resources of inputs and simultaneously on the maximization of produced outputs. Additionally, a competitive advantage of the additive model is the analysis of negative data which was not possible with previous models. An extension of the additive model is presented where the measurement of efficiency is not affected by any differences in units between the inputs and outputs. Finally, the sensitivity analysis is described as an important parameter of DEA’s methods as it analyses the differences in production when a decision making unit is imported or deleted or when inputs and outputs are being inserted or deleted in a problem set.
5

Σχέση σειράς γέννησης παιδιού και καπνίσματος μητέρας με λόγο αγοριών/ κοριτσιών και ενδομήτρια αύξηση

Ασημακοπούλου, Ασπασία 10 June 2014 (has links)
Σκοπός: Να αξιολογηθεί ο λόγος αγόρια/κορίτσια (sex ratio) στα παιδιά καπνιστριών και μη καπνιστριών μητέρων, σε σχέση με τη σειρά γέννησης των παιδιών (τόκος). Να αξιολογηθεί το αποτέλεσμα του καπνίσματος της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη στην εμβρυική ανάπτυξη σε σχέση με τον τόκο την ηλικία και τον αριθμό των τσιγάρων που κάπνιζαν οι μητέρες ανά ημέρα κατά την εγκυμοσύνη και το φύλο των παιδιών. Σχεδιασμός: Προοπτική μελέτη. Τόπος: Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών. Αντικείμενο: Μελετήθηκαν 2.108 τελοιόμηνα νεογνά που γεννήθηκαν από το 1993 έως και το 2002, 665 νεογνά καπνιστριών μητέρων και 1.443 νεογνά μη καπνιστριών μητέρων. Αποτελέσματα: Ο λόγος αγόρια/κορίτσια στο σύνολο των νεογνών που μελετήθηκε ήταν 1,09. Η υπεροχή των αγοριών στα παιδιά των καπνιστριών και μη καπνιστριών μητέρων ήταν 1,26 και 1,03 αντίστοιχα. Στα παιδιά των καπνιστριών μητέρων που ήταν τόκων 1, 2 και ≥3 ήταν 1,47, 1,35 και 0,92 αντίστοιχα, ενώ στα παιδιά των μη καπνιστριών μητέρων ήταν 1,04, 1,00 και 1,03 αντίστοιχα. Η στατιστική ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι η πιθανότητα για γέννηση αγοριού από καπνίστριες μητέρες ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στις πρωτότοκες παρά στους τόκους ≥3, ανεξάρτητα από την ηλικία της μητέρας. Αντίστροφα, η σειρά γέννησης των παιδιών δεν επηρέασε τον λόγο αγόρια/κορίτσια στις μη καπνίστριες μητέρες. Αυξανομένου του τόκου στα νεογνά των μη καπνιστριών μητέρων παρατηρήθηκε μια σταδιακή αύξηση της ανάπτυξης ενώ στα νεογνά μη καπνιστριών μητέρων παρατηρήθηκε μια σταδιακή μείωση της ανάπτυξης. Αυτό το αποτέλεσμα ήταν περισσότερο εμφανές στα αγόρια. Ένα σημαντικά αρρνητικό αποτέλεσμα στην αύξηση παρατηρήθηκε από την στην συσχέτιση του καπνίσματος με τον τόκο (p=0,0013) και, με το φύλο και τον τόκο (p=0,001). Υπήρχε μια σημαντική αρρνητική συσχέτιση ανάμεσα στον αριθμό των τσιγάρων που καπνίζονταν ανά ημέρα και της αύξησης η δύναμη της οποίας αυξανόταν με την αύξηση του τόκου, κυρίως στα αγόρια. Συμπεράσματα: Οι πρωτότοκες μητέρες που κάπνιζαν κατά την εγκυμοσύνη γέννησαν σημαντικά περισσότερα αγόρια απ’ ότι κορίτσια, ενώ μητέρες με τόκους ≥3 γέννησαν περισσότερα κορίτσια. Δευτερότοκες γυναίκες που κάπνιζαν λιγότερα από 10 τσιγάρα την ημέρα γέννησαν σημαντικά περισσότερα αγόρια, αλλά ο λόγος αγόρια/κορίτσια ελαττώθηκε όταν κάπνιζαν ≥10 τσιγάρα την ημέρα. Το κάπνισμα της μητέρας κατά την κύηση προκαλεί καθυστέρηση στην εμβρυική αύξηση, κυρίως στα αγόρια, ένα αποτέλεσμα που ενισχύεται με τον τόκο αλλά είναι ανεξάρτητο από την ηλικία της μητέρας. / Objective: To assess the sex ratio in offspring of smoking and nonsmoking mothers in relationship to the parity. To examine the effect of maternal smoking during pregnancy on fetal growth in relationship to maternal parity, age and number of cigarettes smoked/day, and offspring’s gender. Design: Prospective study. Setting: University hospital. Subjects: Were studied 2018 term singleton neonates born form 1993 to 2002, 665 from smoking and 1443 from nonsmoking mothers. Main outcome measures: Secondary sex ratio in regard to maternal periconseptual smoking and parity. Results: The male preponderance in the offspring of smoking and nonsmoking mothers was 0.558 and 0.506, respectively (p=0.031). In the smoking women parity 1, 2 and 3 it was 0.596, 0.574 and 0.462, respectively, whereas in the nonsmoking it was 0.511, 0.500 and 0.508, respectively (p=0.02, 0.04 and 0.64, respectively). Logistic regression analysis showed that the possibility for a boy to be delivered by mothers who smoked was significantly greater in primiparous than in party ≥3, independently of the maternal age. Conversely, parity did not affect the sax ratio in the offspring of the nonsmoking mothers. With increasing parity, in the neonates of nonsmoking mothers there was a gradual increase of growth, whereas in neonates of smoking mothers there was a gradual decrease of growth. This effect was more pronounced in males. A significant negative main effect on growth resulted from the interaction of smoking with parity (p=0,013), and with gender and parity (p=0,001). There was a significant negative correlation between number of cigarettes smoked per day and growth, the strength of which increased with parity, mainly in males. Conclusions: Among women who smoked in the periconceptual period, significantly more male than female offspring are born from primiparous, whereas parity >3 give birth to more female offspring; women parity 2 give birth to significantly more male, but the sex ratio declines when they smoked ≥10 cigarettes/day. Maternal smoking during pregnancy causes a delay in getal growth, which is greater in male offspring, an effect that is enhanced with parity but is independent of maternal age.
6

Συστηματική και βιολογία των κεφαλοπόδων στο Βόρειο Αιγαίο

Λευκαδίτου, Ευγενία 02 December 2008 (has links)
Σκοπός της παρούσας διατριβής, ήταν α) η μελέτη της συστηματικής των Κεφαλοπόδων και ειδικώτερα της κατανομής και των συναθροίσεών τους στο Θρακικό πέλαγος και τους κόλπους Στρυμωνικό, Συγγιτικό, Τορωναίο, Θερμαϊκό και β) η μελέτη του βιολογικού κύκλου των ειδών Loligo vulgaris (καλαμάρι), Illex coindetii (θράψαλο) και Sepietta oweniana. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε προήλθε κυρίως από 8 δειγματοληψίες (9/91 – 12/93) που πραγματοποιήθηκαν από το EΛ.ΚΕ.Θ.Ε., με τράτα βυθού, σε βάθη 17- 400 m. Για τη μελέτη της βιολογίας των 2 Τευθοειδών το υλικό συμπληρώθηκε με μηνιαία λήψη δειγμάτων (2/92 – 6/93) από την επαγγελματική αλιεία στο ΒΑ Αιγαίο. Συνολικά προσδιορίστηκαν 28 είδη Κεφαλοπόδων, από 8 διαφορετικές οικογένειες: Enoploteuthidae (1 είδος), Histioteuthidae (1 είδος), Loliginidae (3 είδη), Ommastrephidae (3 είδη), Sepiidae (3 είδη), Sepiolidae (9 είδη), Argonautidae (1 είδος) και Octopodidae (7 είδη). Πολυπαραγοντικές αναλύσεις των λογαριθμικά τροποποιημένων δεδομένων αφθονίας των ειδών ανά δειγματοληπτική σύρση, έδειξαν διαφοροποιήσεις στη δομή των συναθροίσεων των Κεφαλοπόδων κατά κύριο λόγο με το βάθος και σε μικρότερο βαθμό με την εποχή και τη γεωγραφική περιοχή δειγματοληψίας. Στα είδη I. coindetii και S. oweniana διαπιστώθηκε αναπαραγωγική δραστηριότητα καθόλη τη διάρκεια του χρόνου, με μέγιστη ένταση αντίστοιχα το φθινόπωρο και χειμώνα – άνοιξη. Η αναπαραγωγική περίοδος για το νηριτικό L. vulgaris ήταν σχετικά πιό περιορισμένη (μέσα χειμώνα - αρχές φθινοπώρου) με μέγιστη ένταση την άνοιξη. Η ηλικία των 2 τευθοειδών, που εκτιμήθηκε απο την ανάγνωση των αυξητικών δακτυλίων σε στατολίθους, δεν ξεπερνά τους 14 μήνες ενώ ο ημερήσιος ρυθμός αύξησης του μανδύα φτάνει για το καλαμάρι τα 2-2,5 mm και για το θράψαλο τα 0,5-0,6 mm. Οι Οστειχθείς και τα Κεφαλόποδα αποτελούσαν τις πιο συχνά εμφανιζόμενες λείες στο στομαχικό περιεχόμενο των δύο Τευθοειδών, ενώ τα Καρκινοειδή την προτιμώμενη λεία για το είδος S. oweniana. / The twofold aim of this study was: firstly to contribute to the knowledge of the cephalopod species taxonomy in the Greek Seas, focusing particularly on faunistic composition at the N. Aegean (ΝΕ Mediterranean), and secondly to investigate the life history patterns of the species Loligo vulgaris, Illex coindetii and Sepietta oweniana. Faunistic study was based on samples collected from the N. Aegean Sea (N>39ο 50΄) during eight trawl surveys (9/91 – 12/93), carried out at depths 17 - 400 m. For the study of the two squid species biology, additional monthly samples were collected from commercial fishery in NE Aegean Sea during the period February 1992 - June 1993. In all, 28 species of cephalopods belonging to 8 families were identified including Enoploteuthidae (1 species), Histioteuthidae (1 species), Loliginidae (3 species), Ommastrephidae (3 species), Sepiidae (3 species), Sepiolidae (9 species), Argonautidae (1 species) and Octopodidae (7 species). To detect zonation patterns in cephalopod community structure, multivariate analyses of species abundance data per haul were performed. Considerable variability was shown in assemblage structure, determined primarily by depth, and to a lesser extent, by geographical location and season. Intermittent terminal spawning pattern has been shown for all 3 examined species. Spawning occurs throughout the year for I. coindetii and S. oweniana in the N. Aegean Sea, peaking respectively in autumn and winter-spring, as indicated by minimum ML50 values. The breeding season of neritic L. vulgaris extends from late winter to early autumn, with spawning intensity varying among years, due to variation in temperature and population age structure. Age of both teuthoid species, estimated by growth increment counts on statoliths, did not exceed 14 months. Daily growth rate (DGR) reached 2-2,5 mm in L. vulgaris and 0,5-0,6 mm in I. coindetii. L. vulgaris and I. coindetii feed primarily on fishes and cephalopods in the N. Aegean Sea, whereas S. oweniana on crustacean and fishes.

Page generated in 0.0319 seconds