• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 8
  • Tagged with
  • 8
  • 7
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Η λήψη αντικειμενικών αποφάσεων στην τεχνητή διατροφή με την βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή

Μάρκου, Σπύρος 20 April 2010 (has links)
- / -
2

Βιταμίνη Α και πειραματική καρκινογένεση στο πάγκρεας

Χριστοπούλου-Σπηλιώτη, Αθηνά 13 May 2010 (has links)
- / -
3

Η επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος στην σύσταση της εντερικής μικροβιακής χλωρίδας

Ζαππή, Μαριάννα 09 January 2014 (has links)
Η εντερική χλωρίδα θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα μικροβιακό όργανο, μείζονος σημασίας για την ομοιόσταση του οργανισμού, εξαιτίας της συμμετοχής του σε πολλαπλές και διαφορετικές λειτουργιές όπως η πέψη, η απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών, η αποβολή των άχρηστων ουσιών και η φυσική ανοσία. Η σύστασή της έχει παρατηρηθεί ότι διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ενώ οι κυριότεροι παράγοντες που διαμορφώνουν το τελικό μικροβιακό περιεχόμενο περιλαμβάνουν την ηλικία, το περιβάλλον, τις διαιτητικές συνήθειες, το γενετικό υπόβαθρο, την καταγωγή, την χρήση αντιβιοτικών, πρεβιοτικών ή προβιοτικών, την έκθεση σε ποικιλλία μικροβίων και τις χειρουργικές επεμβάσεις. Η ανθρώπινη εντερική χλωρίδα αποτελείται κατά κύριο λόγο από μόλις τέσσερα φύλα βακτηρίων, τα Bacteroidetes (23%), τα Firmicutes (64%), τα Actinobacteria (3%), και τα Proteobacteria (8%). Τα τελευταία χρόνια αρκετό είναι το ερευνητικό ενδιαφέρον στην μελέτη της σχέσης μεταξύ της σύνθεσης της εντερικής χλωρίδας και της παχυσαρκίας. Η έρευνα των πιθανών μηχανισμών αλληλεπίδρασης του μικροβιακού περιεχομένου και του ξενιστή εκτελείσεται τόσο με την χρήση πειραματοζώων όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο. Έχει αποδειχθεί ότι σε παχύσαρκα άτομα υπάρχει χαμηλότερο ποσοστό Bacteroidetes και μεγαλύτερο Firmicutes, σε σύγκριση με άτομα κανονικού βάρους. Αν και έχουν επίσης διατυπωθεί αντίθετα αποτελέσματα. Οι διαιτητικές συνήθεις είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν την σύσταση της εντερικής χλωρίδας. Παράλληλα, είναι γνωστό ότι το μοντέλο της οικογένειας και το γονεϊκό πρότυπο είναι καθοριστικής σημασίας στην διαμόρφωση διαιτητικών και διατροφικών επιλογών. Στην παρούσα μελέτη στόχος ήταν να ερευνήσουμε την επιρροή του οικογενειακού περιβάλλοντος, της μεσογειακής διατροφής και της παχυσαρκίας στην σύσταση της εντερικής χλωρίδας. Στην έρευνα συμμετείχαν 35 άτομα, από 12 οικογένειες, ηλικίας από 18 ετών έως και 77 ετών. Όλοι είναι μέλη οικογενειών που κατοικούν στην περιοχή της Πάτρας, και αφού πληροφορήθηκαν εκτενώς για τον σκοπό και την μεθεδολογιά της, συνένεσαν εθελοντικά. Μετρήθηκαν τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά κάθε εθελοντή, και υπολογίστηκε ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), καταγράφηκαν, μέσω ερωτηματολογίων, δημογραφικά, κοινωνικο-οικονομικά στοιχεία και οι διαιτητικές-διατροφικές τους συνήθειες. Ακόμα έγινε συλλογή κοπράνων, από όπου απομονώθηκε DNA και αναλύθηκε με την χρήση Real Time PCR. Μετά την στατιστική επεξεργασία, δεν επιβεβαιώθηκε η αρχική εκτίμηση για παρόμοια βακτηριακή κατανομή μεταξύ των μελών της κάθε οικογένειας και τελικά δεν σχετίστηκε στατιστικά σημαντικά η υιοθέτηση της Μεσογειακής διατροφής (MedDiet score) με την σύσταση της εντερικής χλωρίδας. / The intestinal flora is a microbial organ of major importance for the homeostasis of human organism, because of its participation in multiple and diverse functions such as digestion, absorption of nutrients, elimination of waste products and immunity. Gut flora is affected by various factors, such as the age, environment, dietary habits, host’s genotype, origin, using of antibiotics, prebiotics or probiotics, exposure to a variety of microbes and surgeries. Human intestinal flora consists primarily of four bacterial genders: the Bacteroidetes (23%), the Firmicutes (64%), the Actinobacteria (3%), and the Proteobacteria (8%). In the last years, many scientists study the correlation between the gut microbiota and obesity. Although, there are conflicting results, there is evidence that obese people have lower percentage of Bacteroides and higher percentage of Firmicutes, when compared with normal weight. It is known that dietary habits affect the composition of gut flora. Furthermore, it has also been proved that type of family and/or parenting model are crucial factors in shaping dietary and nutritional choices. The objective of this study was to investigate the correlation between the Mediterranean diet, obesity and family’s environment with gut microbiota. The survey involved 35 people, from 12 different families, aged from 18 years to 77 years. We measured anthropometric characteristics of each volunteer, calculated body mass index (BMI) and then demographic, socio-economic data and dietary-nutritional habits were recorded through questionnaires. We collected stool sample from every partitipant, DNA was isolated and analyzed using Real-Time PCR. Statistical analysis did not confirm the initial estimate for similar bacterial distribution among the members of each family, and eventually the adherence to Mediterranean Diet (MedDiet score) was not significally related with changes of the intestinal flora.
4

Επίδραση των διατροφικών επιπέδων βιταμίνης Α στην οστεολογική ανάπτυξη του λαβρακιού, Dicentrarchus labrax (Linnaeus, 1758)

Γλυνάτση, Νομική 23 October 2008 (has links)
Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η επίδραση των διατροφικών επιπέδων βιταμίνης Α στην ανάπτυξη των σκελετικών δυσπλασιών και των μεριστικών χαρακτήρων του λαβρακιού. Εφαρμόσθηκαν 7 διαφορετικά διατροφικά επίπεδα ρετινόλης (0, 5, 10, 15, 25, 35 και 70 mg ρετινόλης ανά Kg ξηράς τροφής) σε 21 νυμφικούς πληθυσμούς λαβρακιού (3 επαναλήψεις ανά διατροφική ομάδα). Η εφαρμογή των διαφορετικών συνθηκών έλαβε χώρα στο διάστημα των πρώτων 45 ημερών ανάπτυξης. Συνολικά μελετήθηκαν 1098 νύμφες και 1053 ιχθύδια. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι διαφορετικές συγκεντρώσεις της βιταμίνης Α επιδρούν σημαντικά στην ανάπτυξη σκελετικών παραμορφώσεων στις νύμφες και τα ιχθύδια του λαβρακιού, καθώς επίσης και στους μεριστικούς χαρακτήρες. Οι διάφορες σκελετικές δομές δεν παρουσίασαν την ίδια ευαισθησία στη βιταμίνη Α. Σημαντικά επηρεάστηκαν δομές του κρανίου όπως οι βραγχιοστεγείς ακτίνες, το υοειδές τόξο και οι γνάθοι, καθώς και τα σκελετικά στοιχεία των πτερυγίων. Τα βέλτιστα επίπεδα των εξεταζόμενων συγκεντρώσεων βιταμίνης Α στα οποία παρατηρούνται οι μικρότερες συχνότητες εμφάνισης δυσπλασιών διαφοροποιήθηκαν σημαντικά, ανάλογα με την εξεταζόμενη ανατομική περιοχή. Εντούτοις, η συγκέντρωση 5-10 mg Kg-1 παρατηρήθηκε σε πολλές περιπτώσεις να αντιστοιχεί στο βέλτιστο. Στο εύρος αυτό της συγκέντρωσης ρετινόλης παρατηρήθηκε και η μεγιστοποίηση του ρυθμού σωματικής αύξησης των ατόμων, όπως αυτή εκτιμήθηκε από το ολικός μήκος σώματος στην ηλικία των 45 ημερών μετά την εκκόλαψη. Όσον αφορά στους μεριστικούς χαρακτήρες, αυξανομένης της συγκέντρωσης της ρετινόλης οι προ-αιματικοί σπόνδυλοι τείνουν να αυξηθούν ενώ ο αριθμός των ραχιαίων στοιχείων όπως και των δερματοτρίχιων φαίνεται να μειώνεται. Τα αποτελέσματα συζητούνται ως προς τα αποτελέσματα παρόμοιων εργασιών για άλλα είδη ψαριών, ως προς τους πιθανούς μηχανισμούς δράσης της ρετινόλης, καθώς και ως προς την υπόθεση της αλλαγής των διατροφικών προτιμήσεων του λαβρακιού κατά τη διάρκεια της οντογένεσης. / The goal of the current MSc Thesis was to examine the effect of Vitamin A both on the development of skeletal deformities and of the meristic characters in European sea bass. The experimental design involved 7 different dietary levels of retinol (0, 5, 10, 15, 25, 35, 70 mg retinol kg-1 of dry food) and included 3 repetitions. Due to the fact that both the meristic characters and the skeletal deformities develop during early developmental stages, the application of the experimental dietary levels took place during the first 45 days post hatching. In total 1098 larvae and 1053 juveniles were examined. Results demonstrated that the different dietary levels of Vitamin A significantly affected the development of skeletal deformities in both the larval and juvenile stage, as well the meristic characters. The different anatomical areas exhibited different sensitivity in Vitamin A. There was a significant effect on cephalic structures such as the branchiostegal rays, hyoid arch and the jaws and on the internal skeletal elements of the fins. The optimum levels of dietary Vitamin A where the lowest frequencies of skeletal deformities were observed differed between the different anatomical areas. However, the dietary level of 5-10 mg Kg-1 was identified as the common optimum. In this range of dietary retinol the growth rate was maximized, as it was estimated by the body fork length at the age of 45 days post hatching. As far as the meristic characters are concerned, the number of pre-haemal vertebra tended to increase whereas the number of dorsal elements and caudal dermatotrichia to decrease at elevated retinol levels. The results are discussed in respect to similar studies for other fish species, the presumable molecular mechanisms of retinol action, as well as the hypothesis of switching dietary preferences of sea bass during ontogeny.
5

Επίδραση των ω-3 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων της διαίτης στο ανοσολογικό σύστημα και την επιβίωση ασθενών με συμπαγείς όγκους

Γκινόπουλος, Παναγιώτης 18 May 2010 (has links)
- / -
6

Μοριακή ανάλυση μικροοργανισμών σε κοπρανώδη δείγματα από παχύσαρκους και νορμοβαρείς και η συσχέτισή τους με διατροφικούς δείκτες

Χατζηπέρη, Χριστίνα 12 April 2013 (has links)
Η ανθρώπινη εντερική χλωρίδα είναι ένα «ουσιώδες» όργανο, το οποίο συμβάλλει στη θρέψη, την ανοσία, την ανάπτυξη των εντερικών επιθηλιακών κυττάρων του ξενιστή, αλλά και συμμετέχει σε διάφορα μεταβολικά μονοπάτια αυτού. Επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, όπως η ηλικία, ο γονότυπος του ξενιστή, το περιβάλλον, το στρες, η δίαιτα, καθώς και η πρόσληψη προβιοτικών, πρεβιοτικών, αντιβιοτικών. Η ανθρώπινη εντερική χλωρίδα αποτελείται κυρίως από δύο φύλα βακτηρίων: τα Bacteroidetes και τα Firmicutes. Τα τελευταία χρόνια πολλοί ερευνητές έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στη μελέτη της σχέσης που έχει η παχυσαρκία με την εντερική χλωρίδα. Τα αποτελέσματα είναι αντικρουόμενα. Συγκεκριμένα, έχει αποδειχθεί ότι σε παχύσαρκα άτομα υπάρχει χαμηλότερο ποσοστό Bacteroidetes και μεγαλύτερο Firmicutes, σε σχέση με άτομα φυσιολογικού βάρους. Στη συγκεκριμένη μελέτη ερευνήθηκε η επιρροή της παχυσαρκίας, της απώλειας βάρους, της διατροφής και της μεσογειακής δίαιτας στη σύσταση της εντερικής χλωρίδας. Η πειραματική πορεία που ακολουθήθηκε είναι η εξής: απομόνωση DNA, ηλεκτροφόρηση, φωτομέτρηση και Real Time – PCR. Η παχυσαρκία και ο αυξημένος Δείκτης Μάζας Σώματος σχετίστηκε, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό, με μειωμένα ποσοστά Bacteroides και Bifidobacterium στα κόπρανα. Ακόμα, η απώλεια βάρους σχετίστηκε με μειωμένη ποσότητα Lactobacillus. Η υιοθέτηση της Μεσογειακής Διατροφής δε φάνηκε να σχετίζεται με διαφορές στην εντερική χλωρίδα σε στατιστικά σημαντικό βαθμό. Ενώ, όσον αφορά τη διατροφική πρόσληψη, βρέθηκε η κατανάλωση φρέσκων φρούτων, μοσχαριού και αναψυκτικών να σχετίζεται αρνητικά με την ποσότητα Clostridium. Η κατανάλωση οσπρίων σχετίστηκε θετικά με την ποσότητα Bacteroides, ενώ την ποσότητα των Bifidobacterium φάνηκε να επηρεάζει αρνητικά η κατανάλωση φρέσκων φρούτων και θετικά η κατανάλωση λαχανικών. / Gut flora is an «essential» part of human life that contributes positive to nutrition, to immunity and to the growth of the epithelial gut cells of the host. Moreover, it sprigthfully participates at host’s different metabolic paths. Gut flora is affected by various factors, such as the age, host’s genotype, environment, stress, diet and intake of probiotics, prebiotics or antibiotics. The gut flora of human consists of two main bacterial genders: The Bacteroidetes and the Firmicutes. Last years, many scientists have focused their interest on researches which deal with the correlation between the obesity and the gut flora. But, there are conflicting results on these researches. In particular, it is proved that the humans who suffer from obesity have smaller percentage of Bacteroidetes and bigger percentage of Firmicutes concerning with humans with normal weight. This research tries to correlate the obesity, the weight loss, the nutrition and the Mediterranean diet with the gut flora. The research has the next experimental development: DNA isolation, electrophoresis, photometry and Real Time – PCR. Obesity and increased Body Mass Index were related, in significant level, with reductions in Bacteroides and Bifidobacterium percentage in feces. Additionally, weight loss was related with decreased Lactobacillus percentage in feces. Adherence to Mediterranean Diet was not related with significant changes in gut microbiota. The consuming of fresh fruits, beef and soft drinks was, in significant level, related negatively with Clostridium levels in feces. The consuming of legumes was related positively with Bacteroides levels and, finally, Bifidobacterium levels in feces were affected negatively by fresh fruits consuming and positively by salads consuming.
7

Υπηρεσίες διατροφογονιδιωματικής : απήχηση και κατανόηση του ρόλου τους από το ελληνικό κοινό

Μπαράκου, Αγλαΐα 17 September 2012 (has links)
Η παρούσα εργασία αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια αξιολόγησης της απήχησης των υπηρεσιών Διατροφογονιδιωματικής στην Ελλάδα, που ακόμα είναι ελάχιστα αναπτυγμένες στην χώρα μας. Στόχος της είναι η κατανόηση των στάσεων και απόψεων του ελληνικού κοινού αναφορικά με τη σχέση γενετικής και διατροφής. Με τη μελέτη αυτή επιδιώκουμε επίσης να εκτιμήσουμε το επίπεδο γνώσεων και το ενδιαφέρον του ευρέος κοινού στους τομείς αυτούς και να σκιαγραφήσουμε τη διάθεσή τους να υποβληθούν σε γενετικές εξετάσεις με στόχο την συσχέτιση του γενετικού τους προφίλ με τη διατροφή τους και την ακόλουθη λήψη διαιτητικών συστάσεων. Για τους σκοπούς της έρευνας συντάχθηκε ένα Ερωτηματολόγιο με 16 ερωτήσεις κλειστού τύπου. Το δείγμα μας αποτέλεσαν 300 τυχαία επιλεγμένα άτομα στην πόλη της Πάτρας, που δέχτηκαν να απαντήσουν στο Ερωτηματολόγιο. Οι απαντήσεις μελετήθηκαν σε σχέση με το Φύλο, την Ηλικιακή Ομάδα και τον Δείκτη Σωματικού Βάρους των ερωτηθέντων, για να ελεγχθεί πιθανή επίδραση των παραγόντων αυτών στις απαντήσεις τους. Τα αποτελέσματά μας καταγράφουν ότι το ευρύ κοινό στην Ελλάδα εμφανίζεται να γνωρίζει τι είναι DNA και γενετικό υλικό καθώς και το ρόλο των γονιδίων στον καθορισμό της υγείας. Επίσης, φαίνεται να υπάρχει μια καλή θεώρηση της σχέσης μεταξύ διατροφής και υγείας. Υψηλό ποσοστό του κοινού εμφανίζονται ενήμεροι σχετικά με τα πιθανά οφέλη των γενετικών αναλύσεων, αν και το ποσοστό αυτό μειώνεται με την ηλικία. Τα δεδομένα μας έδειξαν ότι μόνο στο 9.7% από τους ερωτηθέντες έχει προταθεί να υποβληθούν σε μια γενετική εξέταση για τη σχέση γονιδίων και διατροφής, παρόλο που το 84% των συμμετεχόντων απάντησαν ότι θα ήταν διατεθειμένοι να το κάνουν. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κοινού προτιμά την παραπομπή ενός γιατρού για μια τέτοια εξέταση και πολύ λιγότερο τη συμβουλή ενός διατροφολόγου/διαιτολόγου. Συμπερασματικά, η μελέτη αυτή αποτελεί την πρώτη κριτική αξιολόγηση των απόψεων του ευρέος κοινού στην Ελλάδα όσον αφορά στις υπηρεσίες γενετικών εξετάσεων με στόχο συμβουλευτική διατροφής. Εφόσον δεν έχει διεξαχθεί άλλη τέτοια έρευνα, θεωρούμε ότι θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν πρότυπο για να μελετηθούν και άλλοι πληθυσμοί, και να στοχευθούν καλύτερα εκείνοι που: α) έχουν πραγματική ανάγκη τέτοιων αναλύσεων (πχ οικογενειακό ιστορικό παχυσαρκίας η καρδιαγγειακών νοσημάτων) και β) είναι επιστημονικά στοιχειωδώς ενήμεροι και φαίνονται διατεθειμένοι να υποβληθούν στις ανάλογες αναλύσεις (άρα έχουν εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητά τους). / This research constitutes a first attempt to understand the general public’s knowledge concerning basic notions and services in genetics-based nutrition, as well as reveal their attitudes and perceptions on Nutrigenomics. With this research we also aspire to assess the level of knowledge an interest of the general public in this field and evaluate their willingness to undergo such genetic analyses, in order to correlate their genetic profile with their nutrition and receive dietary recommendations. For the purposes of this study, we designed a questionnaire of 16 questions and conducted a general public survey. Our sample consists of 300 participants, randomly chosen from the public, in the city of Patras in Greece. The answers were analyzed by grouping them according to Gender, Age group and the BMI of the participants, in order to check for potential influence of these factors on the answers. Our analysis indicated that the public in Patras appears quite knowledgeable concerning DNA and the role of the genome in determining overall health. Participants also have a good grasp of the relation of nutrition to health conditions. A large proportion of the general public is aware of the existence of gene-based disorders and the potential benefits of genetic testing, although this proportion declines steadily with age. Our data revealed that only 9.7% of respondents from the general public had been advised to take a genetic test in order to explore the relationship between their genes and their nutritional status. However, 84% of them would be willing to undergo nutrigenomic analysis to correlate their genetic profile with their diet. Interestingly, to do so, the vast majority of the general public would prefer referral from a physician than from a dietitian/nutritionist. Our study has provided the first critical evaluation of the views of the general public with regard to genetics and genetic testing services in Greece and, since no other such study has been conducted so far, it should serve as a model for replication in other populations, so that we could target the groups that a) are in need of such analyses due to family history of obesity or cardiovascular disease, and b) are fundamentally scientifically aware and seem willing to undergo such tests.
8

Συστηματική και βιολογία των κεφαλοπόδων στο Βόρειο Αιγαίο

Λευκαδίτου, Ευγενία 02 December 2008 (has links)
Σκοπός της παρούσας διατριβής, ήταν α) η μελέτη της συστηματικής των Κεφαλοπόδων και ειδικώτερα της κατανομής και των συναθροίσεών τους στο Θρακικό πέλαγος και τους κόλπους Στρυμωνικό, Συγγιτικό, Τορωναίο, Θερμαϊκό και β) η μελέτη του βιολογικού κύκλου των ειδών Loligo vulgaris (καλαμάρι), Illex coindetii (θράψαλο) και Sepietta oweniana. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε προήλθε κυρίως από 8 δειγματοληψίες (9/91 – 12/93) που πραγματοποιήθηκαν από το EΛ.ΚΕ.Θ.Ε., με τράτα βυθού, σε βάθη 17- 400 m. Για τη μελέτη της βιολογίας των 2 Τευθοειδών το υλικό συμπληρώθηκε με μηνιαία λήψη δειγμάτων (2/92 – 6/93) από την επαγγελματική αλιεία στο ΒΑ Αιγαίο. Συνολικά προσδιορίστηκαν 28 είδη Κεφαλοπόδων, από 8 διαφορετικές οικογένειες: Enoploteuthidae (1 είδος), Histioteuthidae (1 είδος), Loliginidae (3 είδη), Ommastrephidae (3 είδη), Sepiidae (3 είδη), Sepiolidae (9 είδη), Argonautidae (1 είδος) και Octopodidae (7 είδη). Πολυπαραγοντικές αναλύσεις των λογαριθμικά τροποποιημένων δεδομένων αφθονίας των ειδών ανά δειγματοληπτική σύρση, έδειξαν διαφοροποιήσεις στη δομή των συναθροίσεων των Κεφαλοπόδων κατά κύριο λόγο με το βάθος και σε μικρότερο βαθμό με την εποχή και τη γεωγραφική περιοχή δειγματοληψίας. Στα είδη I. coindetii και S. oweniana διαπιστώθηκε αναπαραγωγική δραστηριότητα καθόλη τη διάρκεια του χρόνου, με μέγιστη ένταση αντίστοιχα το φθινόπωρο και χειμώνα – άνοιξη. Η αναπαραγωγική περίοδος για το νηριτικό L. vulgaris ήταν σχετικά πιό περιορισμένη (μέσα χειμώνα - αρχές φθινοπώρου) με μέγιστη ένταση την άνοιξη. Η ηλικία των 2 τευθοειδών, που εκτιμήθηκε απο την ανάγνωση των αυξητικών δακτυλίων σε στατολίθους, δεν ξεπερνά τους 14 μήνες ενώ ο ημερήσιος ρυθμός αύξησης του μανδύα φτάνει για το καλαμάρι τα 2-2,5 mm και για το θράψαλο τα 0,5-0,6 mm. Οι Οστειχθείς και τα Κεφαλόποδα αποτελούσαν τις πιο συχνά εμφανιζόμενες λείες στο στομαχικό περιεχόμενο των δύο Τευθοειδών, ενώ τα Καρκινοειδή την προτιμώμενη λεία για το είδος S. oweniana. / The twofold aim of this study was: firstly to contribute to the knowledge of the cephalopod species taxonomy in the Greek Seas, focusing particularly on faunistic composition at the N. Aegean (ΝΕ Mediterranean), and secondly to investigate the life history patterns of the species Loligo vulgaris, Illex coindetii and Sepietta oweniana. Faunistic study was based on samples collected from the N. Aegean Sea (N>39ο 50΄) during eight trawl surveys (9/91 – 12/93), carried out at depths 17 - 400 m. For the study of the two squid species biology, additional monthly samples were collected from commercial fishery in NE Aegean Sea during the period February 1992 - June 1993. In all, 28 species of cephalopods belonging to 8 families were identified including Enoploteuthidae (1 species), Histioteuthidae (1 species), Loliginidae (3 species), Ommastrephidae (3 species), Sepiidae (3 species), Sepiolidae (9 species), Argonautidae (1 species) and Octopodidae (7 species). To detect zonation patterns in cephalopod community structure, multivariate analyses of species abundance data per haul were performed. Considerable variability was shown in assemblage structure, determined primarily by depth, and to a lesser extent, by geographical location and season. Intermittent terminal spawning pattern has been shown for all 3 examined species. Spawning occurs throughout the year for I. coindetii and S. oweniana in the N. Aegean Sea, peaking respectively in autumn and winter-spring, as indicated by minimum ML50 values. The breeding season of neritic L. vulgaris extends from late winter to early autumn, with spawning intensity varying among years, due to variation in temperature and population age structure. Age of both teuthoid species, estimated by growth increment counts on statoliths, did not exceed 14 months. Daily growth rate (DGR) reached 2-2,5 mm in L. vulgaris and 0,5-0,6 mm in I. coindetii. L. vulgaris and I. coindetii feed primarily on fishes and cephalopods in the N. Aegean Sea, whereas S. oweniana on crustacean and fishes.

Page generated in 0.4071 seconds