• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 8
  • Tagged with
  • 8
  • 6
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Εφαρμογές των θαλάσσιων γεωφυσικών μεθόδων στην ενάλια αρχαιολογία: Νήσος Pag, Κροατία

Σούρα, Κωνσταντίνα 11 October 2013 (has links)
Η σύγχρονη υφαλοκρηπίδα διατηρεί πολύτιμα αρχεία καταγραφής της ανθρώπινης ιστορίας, ως συνέπεια της επίκλυσης της θάλασσας σε μεγάλο τμήμα της χέρσου μετά το τέλος της τελευταίας παγετωνικής περιόδου. Επιπλέον, ο θαλάσσιος πυθμένας βρίθει ενδείξεων για τις ναυτικές δραστηριότητες του παρελθόντος, συχνά σε βάθη που ξεπερνούν το ανώτατο όριο αυτόνομης κατάδυσης. Οι θαλάσσιες γεωφυσικές μέθοδοι εφαρμόζονται με επιτυχία στην ενάλια αρχαιολογία, καταργώντας τους περιορισμούς και απλοποιώντας σημαντικά τις συμβατικές μεθόδους υποβρύχιας έρευνας. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούνται στον ακριβή εντοπισμό σε οποιοδήποτε βάθος και στη λεπτομερή χαρτογράφηση σε σύντομο χρονικό διάστημα (α) αρχαίων ναυαγίων και (β) καταβυθισμένων ανθρωπογενών κατασκευών και παλαιοακτών στην επιφάνεια του πυθμένα ή θαμμένων κάτω από χαλαρά ιζήματα. Μέσω αυτών επιτυγχάνεται η παλαιογεωγραφική ανάπλαση παράκτιων περιοχών. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της θαλάσσιας γεωφυσικής έρευνας που πραγματοποίησε το 2012 το Ε.ΘΑ.ΓΕ.Φ.Ω. του Πανεπιστημίου Πατρών στον κόλπο Caska της νήσου Pag στην Κροατία, με τη χρήση τομογράφου υποδομής πυθμένα 3.5kHz υψηλής διακριτικής ικανότητας και ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης E.G&G 272TD διπλής συχνότητας (100 & 500 kHz), στο πλαίσιο του γεω-αρχαιολογικού ερευνητικού προγράμματος “Cissa Antiqua” που διεξάγει το Πανεπιστήμιο του Zadar σε συνεργασία με το Centre Camille Jullian (CNRS). Στις σεισμικές τομογραφίες αναγνωρίστηκαν τρεις σεισμικές ενότητες πρόσφατων ιζημάτων πάχους 12μ. που επικάθονται στο ήπια πτυχωμένο γεωλογικό υπόβαθρο. Σύμφωνα με τη σεισμική στρωματογραφία και τη σύγχρονη παράκτια γεωμορφολογία της περιοχής, προτείνεται η ύπαρξη συνθηκών απόθεσης γλυκού και υφάλμυρου νερού πριν από τη σταδιακή επίκλυση της θάλασσας στον κόλπο της Caska κατά το Ολόκαινο. Επιπλέον, τα τελευταία 2.000 χρόνια διαπιστώνεται στην περιοχή μια επεισοδιακή συν-σεισμική καταβύθιση. Τέλος, η ταξινόμηση με το λογισμικό TargAn και η στατιστική ανάλυση των στόχων που αναγνωρίστηκαν στην επιφάνεια του πυθμένα, ανέδειξε έξι στόχους πιθανού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που προτείνονται για οπτική επαλήθευση. / Marine geophysical techniques can be successfully applied to underwater archaeology, speeding up survey and making it possible to detect features of archaeological interest lying on the seafloor or embedded in sediments even beyond conventional diving limits. There are two general approaches regarding the application of these techniques in underwater archaeology: they are being used to identify, locate and map (a) ancient shipwrecks and (b) submerged sites of archaeological interest (ancient settlements, ports, man-made structures and palaeo-shorelines), thus enabling the palaeogeographic reconstruction of coastal areas. The applicability of marine remote sensing techniques in underwater archaeology is high-lighted through the current study case. In the framework of the geo-archaeological research project “Cissa Antiqua”, directed by the University of Zadar and Centre Camille Jullian (CNRS) a detailed marine remote sensing survey was carried out by the Laboratory of Marine Geology and Physical Oceanography of the University of Patras in Caska bay, Pag island, Croatia. The data collected by high resolution 3.5kHz subbottom profiling and towed E.G&G dual frequency (100 & 500kHz) side-scan sonar system have been analysed for the objectives of this study. According to the 3.5kHz profiles, the upper 12m of sediments consist of three distinct seismic sequences overlapping the gentle folded acoustic basement. The results of the seismic data in correlation to the present coastal geomorphology of the area suggest that these sequences correspond to phases of inundation by brackish water, before sea-water flooded the gulf, as consequence of the rapid sea-level rise of the Holocene. Furthermore, archaeological and geological data of the area suggest an episodical co-seismic submergence during the last 2 kyrs. The side-scan sonar survey revealed a large number of targets lying on the seafloor. Six of them have been selected by TargaAn software as targets of potential archaeological interest.
2

Ο εκτός σκηνής γλυπτός διάκοσμος του ρωμαϊκού θεάτρου και η σημασία του

Οικονόμου, Βασίλειος 07 October 2014 (has links)
Η παρούσα μελέτη έχει στόχο την προβολή, την ανάδειξη αλλά και τη διερεύνηση της σημασίας του εκτός σκηνής γλυπτού διακόσμου του ρωμαϊκού θεάτρου όπως παρουσιάζεται στο σωζόμενο και δημοσιευμένο αρχαιολογικό υλικό από τον ελλαδικό χώρο. Η σύλληψη αυτής της ιδέας προέκυψε από τον προσωπικό προβληματισμό για τον τρόπο που αντανακλάται η σχέση της τοπικής αριστοκρατίας με τους εκπροσώπους της ρωμαϊκής κυριαρχίας στους χώρους των δημοσίων θεαμάτων και συγκεκριμένα στα θέατρα. Η ψυχαγωγία του πληθυσμού αποτελούσε μέσο ελέγχου των πολιτών και μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στις τοπικές αρχές ή και τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας από τη μια πλευρά, και την κεντρική εξουσία από την άλλη. Ο γλυπτός διάκοσμος της scaenae frons των ρωμαϊκών θεάτρων στον ελλαδικό χώρο αποτελούσε συχνά αντικείμενο μελέτης και έρευνας με απόρροια τη διατύπωση διαφόρων ερμηνειών και προσεγγίσεων για το συμβολισμό της γλυπτής σύνθεσης. Από την προσπάθεια αυτή που εστιάζει στη μελέτη του εκτός του κτηρίου της σκηνής γλυπτού διακόσμου, είναι φανερό ότι ανακύπτουν εύλογα ερωτήματα: Ποιος είναι ο συμβολισμός και η ερμηνεία του εκτός του κτηρίου της σκηνής γλυπτού διακόσμου; Διαφοροποιείται από το γλυπτό σύνολο της scaenae frons; Η Παπασταμάτη – Von Moock, περιγράφοντας τις αλλαγές και προσθήκες που έλαβαν χώρα την Αδριάνεια περίοδο στο κοίλο του θεάτρου του Διονύσου Ελευθερέως, αναφέρει ότι ήταν σαφές ότι το πρόγραμμα ανακαίνισης και διακόσμησης της σκηνής εντασσόταν σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα ανακαίνισης και νοηματοδότησης του θεάτρου. Η θέση όμως αυτή δεν φαίνεται να μπορεί να χρησιμοποιηθεί με βεβαιότητα για το σύνολο των προς εξέταση θεάτρων, καθώς διαφοροποιείται ανά περιοχή ο ρόλος της τοπικής αριστοκρατίας (ελίτ) έναντι της ρωμαϊκής κεντρικής εξουσίας. / This study aims to show and exploring the significance of non-scaenae frons sculptural decoration of the Roman theater as presented and published in the surviving archaeological material from Greece. The conception of this idea came from a personal reflection on how that reflected the relationship of the local aristocracy with representatives of Roman rule in the spaces of public entertainment and specifically in theaters. The sculptural decoration of scaenae frons of the Roman theater in Greece was often the subject of study and research result of the wording of various interpretations and approaches to the symbolism of sculptural composition. From this effort that focuses on the study of the outside of the building sculptural decoration of the scene, it is clear that legitimate questions arise: What is the symbolism and interpretation of the outside of the building scene sculptural decoration? It differs from the sculpture entire scaenae frons; The Papastamati - Von Moock, describing the changes and additions that have occurred in the period of Hadrian's auditorium Dionysus Elefthereos says it was clear that the program of renovation and decoration of the scene was part of a wider refurbishment program and meaning to the theater. The position, however, does not seem to be used with certainty for all concerned to theaters, and varies by region, the role of the local elite (elite) vs. Roman central authority.
3

Παλαιογεωγραφική ανάπλαση της περιοχής Πόρου-Μοδιού με εφαρμογή μεθόδων θαλάσσιας γεωφυσικής διασκόπησης

Τσαμπουράκη-Κραουνάκη, Κωνσταντίνα 16 June 2011 (has links)
Οι θαλάσσιες γεωφυσικές μέθοδοι αποτελούν ένα πολύ χρήσιμο μέσο για τη μελέτη της ενάλιας αρχαιολογίας γιατί βοηθούν στη γρήγορη επισκόπηση μεγάλων εκτάσεων του πυθμένα και στον εντοπισμό αρχαιολογικών στόχων που μπορεί να βρίσκονται θαμμένοι κάτω από πετρώματα του πυθμένα. Επίσης οι θαλάσσιες γεωφυσικές μεθόδοι χρησιμοποιούνται για για τον προσδιορισμό των παλαιοακτών. Με αυτό τον τρόπο μπορει να γίνει ανάπλαση του παλαιόπεριβάλλοντος και της μορφολογίας μιας περιοχής και να συγκεντρωθούν πολύ σημαντικα στοιχεία για τη γεωλογία της περιοχής έρευνας και τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε με το πέρασμα των χρόνων. Η διπλωματική αυτή πραγματεύεται τον τρόπο έρευνας και τις γεωφυσικές μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπλαση των παλαιοακτών στην περιοχή Πόρου- Μοδίου, τα συμπεράσματα που προέκυψαν και οι`αρχαιολογικοί στοχοι οι οποιοι βρέθηκαν. Κατασκευάστηκε ο βυθομετρικός χάρτης της περιοχής, και έγινε η ανάπλαση των εντοπισμένων παλαιοακτών. Τέλος καταγράφηκε ο εντοπισμός ενός μυκηναικου ναυαγίου στο ένα άκρο της νήσου Μόδι. / Marine geophysical methods are a very useful tool for the study of underwater archeology, because they help in quick overview of large areas of the seafloor and identify archaeological objectives which can be found buried under the rock bottom. Also marine geophysical methods used to determine palaeoshorelines. In this way can be palaeoenvironmental reconstruction and morphology of an area and gather crucial information on the geology of the study area and how they evolved over the years. This dissertation discusses the research and the geophysical methods which were used for regeneration palaeoshorelines in Poros-Modi and the conclusions and the 'archaeological objectives which were found. Build a bathymetric map of the area, and became the regeneration of localized palaeoshorelines. Finally recorded the location of a Mycenaean wreck at one end of the island of Modi.
4

Οι προτεινόμενες μέθοδοι εντοπισμού ενάλιων αρχαιοτήτων με γεωφυσικές μεθόδους

Κυριάκου, Μαρία 15 October 2012 (has links)
Η εργασία περιγράφει τις γεωφυσικές μεθόδους εντοπισμού ενάλιων αρχαιοτήτων και σε ορισμένα ναυάγια του κόσμου ποιες μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν. Τα όργανα που χρησιμοποιούνται συνήθως σε αυτές τις μεθόδους περιγράφονται μέσα στο κείμενο και είναιτο δορυφορικό σύστημα προσδιορισμού θέσης, το βυθόμετρο, ο τομογράφος υποδομής πυθμένα, η ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης, το θαλάσσιο μαγνητόμετρο και το κατευθυνόμενο βαθυσκάφος. Ακολούθως, περιγράφονται οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν στο ναυάγιο του Μαζωτού, στη Λάρνακα Κύπρου, τον Απρίλιο του 2009, από την ομάδα ΕΘΑΓΕΦΩ, του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Η εργασία περιέχει, επίσης, φωτογραφικό υλικό από τα όργανα και το σκάφος όπου δούλευε η ομάδα. / This document describes the geophysical methods to identify marine archaeological shipwrecks and what methods were used to some of the world's shipwrecks. The instruments commonly used in these methods are described in the text, such as geographic positioning system (GPS), the sonar, the sub-bottom profiler, the side-scan sonar, the marine magnetometer and the remotely operated vehicle. Also, it describes the methods that were used ih the shipwreck of Mazotos in Larnaca of Cyprus in April 2009, of the team of the Marine Geology and Physical Oceanography Laboratory, of Department of Geology, of Patras University. The document also includes photographs of the instruments and the boat where the team worked.
5

Ανάπλαση του φυσικού περιβάλλοντος της παράκτιας ζώνης της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας (Αιγύπτου), με τη χρήση θαλάσσιων γεωφυσικών μεθόδων και γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών / Alexandrea ad Aegyptum : palaeoenvironmental reconstruction of the coastal zone, using geophysical techniques and Geographical Information Systems (GIS)

Χάλαρη, Αθηνά 01 September 2009 (has links)
Η παρούσα διδακτορική διατριβή μελετά την παράκτια ζώνη, της Αλεξάνδρειας (Αιγύπτου) με σκοπό: (1) την ανάπλαση του παράκτιου παλαιοπεριβάλλοντος στο οποίο αναπτύχθηκε η Ελληνιστική Αλεξάνδρεια και πώς αυτό επηρέασε στην ίδρυση και στην εξέλιξη της πόλης, (2) τον εντοπισμό ναυαγίων, καταβυθισμένων λιμενικών εγκαταστάσεων και άλλων μαρτυριών ανθρώπινης δραστηριότητας. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων xρησιμοποιήθηκαν εξειδικευμένες θαλάσσιες γεωφυσικές τεχνολογίες, όπως ηχοβολιστής πλευρικές σάρωσης, τομογράφος υποδομής πυθμένα, απλό και διαφορικό GPS. Η ανάλυση και επεξεργασία των συλλεγέντων δεδομέμων πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια των υπολογιστικών πακέτων Matlab και ArcGIS. Δημιουργήθηκαν πρωτότυπα και εύχρηστα μεθοδολογικά σχήματα (PalaeogAn και TargAn), με τη βοήθεια σύγχρονων μεθόδων επεξεργασίας και ανάλυσης εικόνας, με σκοπό την επεξεργασία των αναλογικών γεωφυσικών καταγραφών, σε ένα αυτοματοποιημένο ψηφιακό περιβάλλον. Η ανάλυση των γεωφυσικών καταγραφών έδειξε την ύπαρξη μίας kurkar δομής σχήματος Τ παρόμοιας σε σχήμα, σύσταση και προσανατολισμό με το δομικό σύστημα νήσος Φάρος-Επταστάδιο-Λιμένες της Αλεξάνδρειας, μετατοπισμένη προς τα ΒΑ. Η μελέτη των μεταβολών της στάθμης της θάλασσας και η ανάλυση των τομογραφιών, έδειξε ότι η παράκτια ζώνη της Αλεξάνδρειας διαμορφώνεται από μία σειρά επάλληλων παλαιοακτών, σε βάθη νερού 16, 14, 12, 10, 8 m, οι οποίες αντιστοιχούν στην ακτογραμμή της περιοχής το 3300π.Χ (βασίλειο Harpoon), 2700π.Χ, 2000π.Χ, 1400π.Χ (οικισμός Ραχώτιδας), και 300π.Χ (Πτολεμαϊκή Αλεξάνδρεια) αντίστοιχα. Η δομή Τ ήταν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και διαμόρφωνε ασφαλές αγκυροβόλιο (3300-2000π.Χ), ενώ αργότερα βυθίστηκε (2000-300π.Χ) αρχικά στα -2m (1400π.Χ) και στη συνέχεια στα -4m βάθος (300π.Χ), ενεργώντας ως φυσικός κυματοθραύστης που προστάτευε την ακτή από τη διάβρωση και τη θαλασσοταραχή. Επίσης φαίνεται ότι η είσοδος του Ανατολικού Λιμένα στα Πτολεμαϊκά χρόνια ήταν πολύ στενή (600m), στα ΒΑ της Άκρας Λοχιάδος και στο εσωτερικό του Ανατολικού Λιμένα εκείνη την εποχή υπήρχαν βραχονησίδες, το 92% της Άκρας Λοχιάδος είναι σήμερα καταβυθισμένο. Τέλος επιτεύχθηκε α) ο εντοπισμός ενός αρχαίου ναυαγίου, δύο περιοχών με έρματα αρχαίων πλοίων, δύο αρχαίων προβόλων, δύο σχηματισμών που πιθανώς αποτελούν αρχαία ναύδετα, β) ο εντοπισμός 57 στόχων, η αρχαιολογική σημασία των οποίων αξιολογήθηκε με τη βοήθεια του TargAn και πολυδιάστατων στατιστικών μεθόδων γ) η υπόδειξη νέων περιοχών αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. / The aim of this PhD is twofold: (a) to reconstruct the palaeoenvironmental setting where Hellenistic Alexandria was developed, (b) to detect the presence of any prehistorical and historical shipwrecks and evidence of human activity. In order to accomplish the above a geophysical survey was carried out, using a sidescan sonar and a subbottom profiler system, while the positioning was provided by a GPS and DGPS. The geophysical data were analyzed using a Matlab and an ArcGIS software. New, user-friendly methodological schemes, referred to as PalaeogAn και TargAn, were developed using image analysis techniques, in order to analyse analogue geophysical data in a digital environment. The geophysical data analysis shows the presence of a Τ-shape kurkar ridge, which stands at a minimum water depth of 11m below the seasurface at the north end of the Eastern Harbour of Alexandria. This kurkar formation is almost identical with that of the Pharos island–Heptastadion-Alexandria Harbours. Sea level changes and geophysical data analysis suggest that Alexandria’s coastal zone is characterized by a series of parallel submerged palaeoshorelines, at water depths of 16, 14, 12, 10 and 8 m, which represent the coastlines of 3300 BC (kingdom of Harpoon), 2700 BC, 2000 BC, 1400 BC (ancient Rachotis), and 300 BC (Ptolemaic Alexandria) respectively. The Τ-shape structure between 3300-2000BC was above msl creating a safe anchorage for ancient ships. In 1400 BC and 300 BC it was 2m and 4m under msl respectively, acting as a natural breakwater and protecting the coast from wave action. During the Hellenistic times (300 BC) the Eastern Harbour entrance was much smaller (600m) than today. At the northeastern end of Cape Lochias and in the inner Eastern Harbour dangerous shoals and reefs were scattered. Cape Lochias was much larger than it is today as the most of it (92%) is at present submerged. The insonification revealed (a) the existence of an ancient shipwreck, two areas with ship ballast, two structures which might have been used as buoys, two structures that were propably used as moles, (b) the presence of 57 acoustic anomalies, which were analyzed using the TargAn and multivariate statistical methods, (c) new areas of archaeological importance to be surrveyed in the near future. The results of the statistical analysis classified the acoustic anomalies into groups showing their archaeological validity.
6

Συμβολή στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς με τη χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών : Αρχαιολογική πληροφορία και πολεοδομικός σχεδιασμός : Η περίπτωση του Σχεδίου Πόλεως Πατρών

Σιμώνη, Ελένη 30 April 2014 (has links)
Κεντρικό σημείο αναφοράς της διατριβής είναι η σύγχρονη πόλη, στο υπέδαφος της οποίας σώζονται αρχαιολογικά στρώματα. Η ανακάλυψή τους κάτω από τον ενεργό οικιστικό ιστό καθώς και η αρχαιολογική έρευνα που ακολουθεί θεωρούνται από πολλούς αιτία ανάσχεσης της κατασκευαστικής και αναπτυξιακής διαδικασίας. Ωστόσο, εδώ υποστηρίζεται ότι η ύπαρξη αρχαιολογικού υποστρώματος στην πόλη αποτελεί ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της αναπτυξιακής της προοπτικής. Προς τούτο η ερευνητική μεθοδολογία χρησιμοποιεί ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα, ενώ ως μελέτη περίπτωσης επιλέγεται το Σχέδιο Πόλεως των Πατρών. Αρχικά η έρευνα βασίζεται στην αρχειακή και βιβλιογραφική επισκόπηση και στη διεξαγωγή δομημένων συνεντεύξεων με ειδικούς επιστήμονες. Στη συνέχεια, γίνεται χρήση της τεχνολογίας των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών και της Στατιστικής για τη δημιουργία βάσης δεδομένων, την ψηφιακή επεξεργασία της, την παραγωγή και δημιουργία προγνωστικών μοντέλων και την ανάδειξη της στατιστικής σχέσης της πολεοδομικής με την αρχαιολογική πληροφορία. Από τα αποτελέσματα, αποδεικνύεται ότι είναι δυνατή η κατασκευή μοντέλου πρόβλεψης της πιθανολογούμενης ύπαρξης αρχαίων σε μια πόλη, αλλά και του πιθανολογούμενου βάθους εντοπισμού τους, βασισμένη στην καταγραφή και επεξεργασία της πολεοδομικής και αρχαιολογικής πληροφορίας, που προέρχεται από τις εκσκαφές 5 συνεχόμενων ετών, ακόμα κι αν δεν γνωρίζει κανείς ή δεν λαμβάνει υπόψη τίποτε άλλο από την ιστορία της πόλης αυτής. Χρησιμοποιώντας αρχαιολογικές παραμέτρους σε συνδυασμό με πολεοδομικά δεδομένα είναι δυνατόν να κατασκευαστούν εξειδικευμένα μοντέλα, που μπορούν να αποτυπώσουν τις επιπτώσεις του αρχαιολογικού υποβάθρου μιας πόλης στις τρέχουσες λειτουργίες της και το αντίθετο. Τα αποτελέσματα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο σε επιχειρησιακό επίπεδο, στην άσκηση της αρχαιολογικής έρευνας και της παρακολούθησης της οικοδομικής δραστηριότητας στην πόλη, όσο και ως συμβολή σε μια ευρύτερη διερεύνηση για τη θέση της πολιτιστικής κληρονομιάς στη διαμόρφωση και προβολή της σύγχρονης πόλης. / The dissertation focuses on the contemporary city located on top of archaeological strata. Archaeological remains underneath, as well as their investigation, are considered by many as an obstacle towards the construction and development process. However, it is assumed here that the archaeological remains (below modern cities) consist a comparative advantage towards development. To justify this, qualitative and quantitative research methodology has been employed while the Town Plan of Patras, Greece is used as a case-study. Initially, an archive and literature survey takes place and structured interviews with field experts are conducted. Next, Geographical Information Systems and Statistics are applied for data processing and predictive modeling. Eventually, predictive models of the potential existence of archaeological sites and their expected depth are constructed, based on data from the excavations and the ground disturbance actions of 5 consecutive years. It becomes apparent that the results differ within the built and the unbuilt zones of a town. Using archaeological and urban parameters the impact of the archaeological background, over modern urban functions can be modeled and assessed. Moreover, the outcomes may be used by those involved in making and evaluating policies for the management of cultural heritage within planning.
7

Αρχαιολογικά κεραμικά ΒΔ Πελοποννήσου και προέλευση των πρώτων υλών τους : Πετρογραφική, ορυκτολογική, γεωχημική και αρχαιομετρική προσέγγιση

Ράθωση, Χριστίνα 08 February 2013 (has links)
Η παρούσα διατριβή είναι μία αρχαιομετρική μελέτη η οποία εστιάζεται στα ρωμαϊκά, ελληνιστικά και αρχαϊκά κεραμικά της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Πετρογραφική, ορυκτολογική και γεωχημική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε κεραμικά όστρακα ρωμαϊκών λυχναριών και ελληνιστικών και αρχαϊκών αγγείων διαφόρων τύπων (π.χ. κοτύλη, κάνθαρος, εξάλειπτρο, κιονωτός κρατήρας, μαγειρικό σκεύος). Τα ρωμαϊκά λυχνάρια (τέλη του 1ου μ.Χ.- έως το τέλος του 3ου-αρχές 4ου αι. μ.Χ..) προέρχονται από τρεις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην πόλη των Πατρών. Οι δύο από αυτές έφεραν στο φως τα εργαστήρια παραγωγής των λύχνων (Εργαστήριο Α: ερυθροβαφή λυχνάρια, και Εργαστήριο Β: άβαφα λυχνάρια) ενώ η τρίτη αφορά ένα Λυχνομαντείο (αποθέτης λυχναριών). Πριν την εύρεση των Εργαστηρίων Α και Β τα λυχνάρια που βρίσκονταν σε ανασκαφές της Πάτρας (και της ευρύτερης περιοχής της Αχαΐας) θεωρούνταν τα μεν ερυθροβαφή εισηγμένα από την Ιταλία τα δε άβαφα, λόγω του χρώματος του πηλού τους, εισηγμένα από την Κόρινθο. Τα αρχαϊκά και ελληνιστικά κεραμικά όστρακα προέρχονται από αποθέτη της ανασκαφής της Κάτω Αχαΐας, η οποία έφερε στο φως τον ελληνιστικό οικισμό της Αρχαίας Δύμης (3ος-2ος αι. π.Χ.). Η τυπολογία των αρχαϊκών οστράκων (τέλη 7ου αρχές 6ου αι. π.Χ.) ομοιάζει με την αντίστοιχη των κορινθιακών αρχαϊκών αγγείων. Προσδιορίζοντας τα πετρογραφικά, ορυκτολογικά και γεωχημικά χαρακτηριστικά των κεραμικών δειγμάτων καθορίστηκε η πηγή προέλευσης της πρώτης ύλης τους και κατ´ επέκταση ο τόπος παραγωγής τους, ενώ δημιουργήθηκαν ομάδες αναφοράς που χαρακτηρίζουν την αρχαϊκή, ελληνιστική και ρωμαϊκή κεραμική λεπτοκρυσταλλικών αγγείων σε περιοχές της ΒΔ Πελοποννήσου. Η γεωλογική πηγή προέλευσης της ασβεστούχου αργιλικής πρώτης ύλης για την παραγωγή των κεραμικών και των τριών ιστορικών περιόδων είναι κοινή και προέρχεται από τα τοπικά τεφρά έως πρασινότεφρα Πλειο-Πλειστοκαινικά λιμναία και λιμνοθαλάσσια αργιλικά ιζήματα της ΒΔ Πελοποννήσου. Σύγκριση των πετρογραφικών, ορυκτολογικών, ορυκτοχημικών και γεωχημικών αναλύσεων δειγμάτων τοπικής αργίλου από τις Πλειο-Πλειστοκαινικές αποθέσεις που συλλέχθηκαν από την ευρύτερη περιοχή των ανασκαφών και αρχαίων κεραμικών έδειξε πλήρη αντιστοιχία. Το πιο ισχυρό στοιχείο όμως για την εξαγωγή του συμπεράσματος, ότι οι αρχαίοι κεραμείς χρησιμοποίησαν τα αργιλικά ιζήματα της ευρύτερης περιοχής τους ως πρώτη ύλη των κεραμικών, είναι η παρόμοια διακύμανση των κανονικοποιημένων τιμών των ιχνοστοιχείων και των σπάνιων γαιών, το ίδιο σχήμα κατανομής του Eu, και οι παρόμοιοι λόγοι Th/Co, Th/Sc, La/Co, La/Sc. Η πιθανή θερμοκρασία όπτησης που προέκυψε από την οπτική ενεργότητα της μικρομάζας κατά την πετρογραφική παρατήρηση και τον προσδιορισμό των ορυκτών όπτησης (φασαΐτης, γκελενίτης, ανορθίτης, σανίδινο) με την περιθλασιμετρία ακτίνων Χ, έδειξε πως η θερμοκρασία όπτησης κυμάνθηκε από Τ<700°C έως Τ≥1000°C για τα ρωμαϊκά λυχνάρια και για τα αρχαϊκά και ελληνιστικά όστρακα και με οξειδωτική ατμόσφαιρα να επικρατεί ως επί το πλείστον εντός του κλιβάνου. Όμως, οι αρχαίοι κεραμείς των Αρχαϊκών και Ελληνιστικών χρόνων φαίνεται πως έδιναν μεγαλύτερη προσοχή στην εφαρμογή των συνθηκών όπτησης (θερμοκρασία, ατμόσφαιρα, χρόνος όπτησης) από τους κεραμείς των Ρωμαϊκών χρόνων. Η πρώτη ύλη δεν φαίνεται να έχει υποστεί κάποια μορφή επεξεργασίας πριν από το ζύμωμα από τους κεραμείς κατά την παραγωγή των λύχνων, ενώ για την παραγωγή των αρχαϊκών και ελληνιστικών αγγείων η ομοιομορφία της μικρομάζας τους και οι χαμηλότερες περιεκτικότητες K2O, Na2O, Cs, Rb, CaO, που τα διαχωρίζει από τα ρωμαϊκά λυχνάρια, είναι ενδείξεις ότι η πρώτη ύλη υπέστη μία μικρή επεξεργασία καθίζησης για την απομάκρυνση των πιο αδροκρυσταλλικών κλαστικών κόκκων. Για την ‘ταυτοποίηση’ της πρώτης ύλης και των συνθηκών όπτησης των αρχαίων κεραμικών, κατασκευάστηκαν στο εργαστήριο κεραμικά δοκίμια χρησιμοποιώντας δείγματα τοπικής αργίλου, τα οποία ψήθηκαν σε τρεις διαφορετικές θερμοκρασίες 850°, 950° και 1050°C με αργό ρυθμό όπτησης. Η μακροσκοπική, πετρογραφική, ορυκτολογική και ορυκτοχημική ανάλυση των κεραμικών δοκιμίων έδωσε αποτελέσματα παρόμοια έως ταυτόσημα με τα αντίστοιχα αποτελέσματα των αρχαίων κεραμικών. Οι ομάδες αναφοράς με τα αρχαιομετρικά χαρακτηριστικά των ρωμαϊκών, ελληνιστικών και αρχαϊκών κεραμικών από ανασκαφές της ΒΔ Πελοποννήσου και ο προσδιορισμός της τοπικής προέλευσης της πρώτης ύλης τους σκοπό έχουν να συνεισφέρουν σε μελλοντικές συγκρίσεις : 1. Των πατρινών λυχναριών με λυχνάρια που έχουν παραχθεί από εργαστήρια της Κορίνθου και των Αθηνών ώστε να μπορέσει να γίνει ο διαχωρισμός της πρώτης ύλης τους και της τεχνολογίας τους. 2. Τα Εργαστήρια Α και Β έκαναν εξαγωγές λυχναριών. Η σύγκριση των ομάδων αναφοράς των πατρινών λυχναριών με λυχνάρια από ανασκαφές άλλων περιοχών θα προσδιορίσει εάν τα λυχνάρια που συλλέχθηκαν στις συγκεκριμένες περιοχές έχουν πατρινή προέλευση παραγωγής. 3. Των αρχαϊκών και ελληνιστικών λεπτοκρυσταλλικών αγγείων που έχουν παραχθεί από εργαστήρια του νομού Αχαΐας με αντίστοιχα κεραμικά αγγεία (ίδιας τυπολογίας και χρονολογίας) από ανασκαφές άλλων περιοχών για να προκύψουν πιθανές εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές. / Petrographic, mineralogical and geochemical research was carried out on Roman ceramic lamps and Hellenistic and Archaic wares derived from excavations in northwestern Peloponnese. The studied sherds of Roman lamps (the late 1st A.D. - until the end of the 3rd - early 4th c. AD.) were collected from three excavations in the city of Patras, two pottery Workshops (A:produced red-painted lamps and B:produced unpainted lamps) and one Lychnomanteion. Until the excavations brought to light the existence of the two lamp Workshops (A and B), it was assumed that the red-painted lamps were imported from Italy and the unpainted lamps were imported from Corinth so as they were called “imported” and “Corinthian” lamps respectively. A deposit of Archaic ceramic sherds, dating from the late 7th - early 6th c. BC and Hellenistic sherds have been unearthed in the excavation of an Hellenistic settlement of Ancient Dyme (3th - 2nd c. BC) in the city of Kato Achaia. These sherds represent individual wares such as: skyphos, pinakio and krateras, and they display typological influence by Corinthian wares. The study of the petrographic, mineralogical and geochemical characteristics of ceramic samples allowed us to determine the provenance of the raw materials used by ancient potters for their productions. Also a database is created based on these archaeometric characteristics of ancient fine wares in northwestern Peloponnese. The provenance of raw materials for the production of the Roman lamps and the Archaic and Hellenistic sherds is similar and derived from the local Plio-Pleistocene lagoon and lacustrine sediments of northwestern Peloponnese. Clay samples were collected from the Plio-Pleistocene deposits around the excavations and they were subjected to petrographic, mineralogical and geochemical analyses. The comparison of the results of their analyses with those of ancient ceramics indicated complete similarity. A comparison of the rare earth element and trace elements variation diagrams (spidergrams) between ancient ceramics and clay samples shows that the geochemical patterns of the ancient ceramics are very similar and fit well to the geochemical patterns of the local clay samples. These similarities strongly confirm the above suggestion that the ancient ceramics were produced from clay-rich sedimentary deposits of NW Peloponnese. The firing-temperature which was estimated based on the optical activity of micromass and the new mineral phases crystallized during firing (fassaite, gehlenite, anorthite, sanidine) indicated that for Roman lamps and Archaic and Hellenistic wares, the firing temperature ranged from Τ<700°C to Τ≥1000°C with a prevailing oxidizing atmosphere in the kilns. The potters in Archaic and Hellenistic times paid greater attention to the application of the firing conditions such as temperature, atmosphere and firing time than potters in Roman period. For Roman lamps their raw material does not seem to have been subjected to any initial processes (e.x. levigation, settling, sieving), in contrast the raw materials of the Archaic and Hellenistic sherds could have been subjected to a small refinement. Using local clay material, ceramic bricks produced in the laboratory in order to facilitate through their comparison the ‘identification’ of raw materials and firing conditions of ancient ceramics. The macroscopic, petrographic, mineralogical results of ceramic bricks are similar or identical to those of ancient ceramics. The archaeometric study of Roman ceramic lamps and Hellenistic and Archaic wares from excavations in NW Peloponnese aims to contribute to future comparison such as : 1. Between lamps produced in Patraian workshops with lamps produced in Corinthian, Athenian and Italian workshops in order to determine the provenance of their raw materials and technology. 2. Workshop A and B exported lamps. So the comparison of the archaeometric data of their lamps with the archaeometric data of lamps which have been found or will be found in excavations out of Achaia county, will help to decipher if the latter lamps were produced in Workshops A or B. 3. The Archaic and Hellenistic fine sherds studied here were produced in workshops established in the county of Achaia. The comparison of their archaeometric data with that data of fine wares (same typology and chronology) collected in excavations of other regions may give information about the commercial and financial dealings of the inhabitants of the Achaia county (Ancient Dyme).
8

Οι απαρχές της ελληνικής γεωμυθολογίας μέσα από τις κοσμογονίες, τις θεογονίες και τον κύκλο του Ηρακλή

Μητροπέτρου, Ελένη 04 February 2014 (has links)
Σκοπός της διατριβής είναι να αποδειχθεί εάν οι μύθοι, οι οποίοι αναφέρονται σε δραστηριότητες θεών, ημιθέων, του Ηρακλή, αλλά και σε κατακλυσμούς και άλλα φυσικά φαινόμενα, έχουν πυρήνες αλήθειας ή όχι. Η αντιδιαστολή μύθου και πραγματικότητας που γίνεται από πολλούς, είναι λανθασμένη, διότι βασίζεται στην ψευδή αντίληψη ότι όλοι οι μύθοι είναι πλαστοί. Οι παραδοσιακοί όμως μύθοι είναι γνήσιοι και αυτό συνεπάγεται ότι περιέχουν στον πυρήνα τους αληθινά γεγονότα, γεωλογικού, αστρονομικού και ιστορικού περιεχομένου, που προσφέρονται για διεπιστημονική έρευνα. Οι πυρήνες των μύθων μπορούν να αποδειχθούν διεπιστημονικά, εφόσον έχουν σχέση με τις θετικές επιστήμες. Οι μύθοι είναι πνευματικά και πολιτισμικά παλίμψηστα, που φέρουν τα σημάδια της ιστορίας τους, δηλαδή των πολλαπλών επιπέδων χρήσης και αποκρυστάλλωσής τους. Κατ’ αρχάς, παρατίθενται οι ορισμοί αρχαίων συγγραφέων για την μυθολογία. Ενδεικτικά παρατίθενται δύο από αυτούς. α. Κατά τον Πλάτωνα (Κριτίας, 109 e 1 – 110 a 6), μυθολογία, δηλαδή λογική ερμηνεία των μύθων, είναι η πολύ προσεκτική και συστηματική έρευνα και αναζήτηση των παλαιών γεγονότων. β. Κατά τον Πλούταρχο τον Χαιρωνέα (Περί των εν Πλαταιαίς Δαιδάλων, απ. 157, 16 – 21), η παλαιά φυσική επιστήμη ήταν φυσικός λόγος κρυμμένος βαθειά μέσα σε μύθους. Σύμφωνα λοιπόν με τον Πλούταρχο, οι γνήσιοι μύθοι είναι επιστημονικοί λόγοι, κρυμμένοι βαθειά μέσα σε μυθικά περιτυλίγματα, που διατυπώνονται με αινιγματικά λόγια και υπονοούμενα. Στο επόμενο κεφάλαιο, που πραγματεύεται την ερμηνεία των μύθων, επισημαίνονται οι αρχές, που είναι χρήσιμες και αναγκαίες, για να διεισδύσει κάποιος στους πυρήνες αλήθειας των μύθων. Ακολούθως προσεγγίζεται η γεωμυθολογία και εξηγείται η ουσία της. Συγκεκριμένα, ο όρος «γεωμυθολογία», επινοήθηκε από την Αμερικανίδα γεωλόγο και ηφαιστειολόγο Dorothy Vitaliano. Σύμφωνα με αυτήν, γεωμυθολογία είναι η διεπιστημονική ανάλυση των γνησίων μύθων, η οποία οδηγεί στον εντοπισμό των γεωφυσικών και ενδεχομένως και άλλων συμβάντων, αστρονομικών ή και ιστορικών, που υποκρύπτονται σε αυτούς. Μερικές φορές αυτή η ανάλυση προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες και γνώσεις για κατακλυσμούς, που διασώζονται με μυθικό περίβλημα στις παραδόσεις των λαών, αλλά και για άγνωστους κατά τα άλλα αρχαίους σεισμούς, θαλάσσιους ή λιμναίους σεισμικούς κυματοσυρμούς, τεχνικά έργα, καθώς και άγνωστα αστρονομικά φαινόμενα (διελεύσεις κομητών, εκλείψεις, πτώσεις μετεωριτών, αλλαγές του βορείου πόλου της ουράνιας σφαίρας, συσχετισμούς αστερισμών με συγκεκριμένους ήρωες κλπ.), που συνέβησαν στο απώτερο παρελθόν. Στη συνέχεια, διερευνώνται οι τρεις κατακλυσμοί της ελληνικής παράδοσης, οι άθλοι και τα έργα του Ηρακλή, που έχουν γεωμυθολογικό ενδιαφέρον, και προτείνονται ταυτοχρόνως συγκεκριμένα περαιτέρω ερευνητικά πεδία για καλύτερη τεκμηρίωσή τους. Τέλος, διερευνάται η ώσμωση των πολιτισμών της ανατολικής Μεσογείου και δίνεται απάντηση στο ερώτημα, εάν η ελληνική μυθολογία απηχεί γεωλογικές και κλιματολογικές μεταβολές, που συνέβησαν μάλλον στην ευρύτερο χώρο του Αιγαίου ή σε άλλες περιοχές του κόσμου. Στο κεφάλαιο, που πραγματεύεται την ερμηνεία των μύθων, επισημαίνονται οι αρχές, που είναι χρήσιμες και αναγκαίες, για να διεισδύσει κάποιος στους πυρήνες αλήθειας των μύθων. Όμως, για να γίνει με σωστό τρόπο η ερμηνεία των γεωλογικής και αστρονομικής υφής μύθων, απαιτούνται ολοκληρωμένες γνώσεις στα πεδία της γεωλογίας, της αστρονομίας, της αρχαιολογίας, της φιλολογίας, της ιστορίας, της συγκριτικής μυθολογίας και της ανθρωπολογίας. Η γεωλογική, αστρονομική και εν γένει επιστημονική μελέτη της μυθολογίας μπορεί να αποκαλύψει κωδικοποιημένες μνήμες γεωλογικών και αστρονομικών συμβάντων του παρελθόντος, παρέχοντας έτσι μία δεξαμενή επιστημονικών δεδομένων. Από την άλλη μεριά συντελεί επίσης στο να δώσει μία νέα οπτική γωνία στην ιστορική, την αρχαιολογική και την ανθρωπολογική έρευνα, ανοίγοντας παράθυρα σε πεδία γνώσεων, που φωτίζουν την πρώιμη σύλληψη του κόσμου και βελτιώνουν την αυτογνωσία του ανθρώπου. Εν συνεχεία, η εργασία πραγματεύεται τους τρεις κατακλυσμούς της ελληνικής παράδοσης, που προσφέρονται για γεωμυθολογική έρευνα. Συγκεκριμένα, για τον κατακλυσμό του Δαρδάνου γράφει μεταξύ άλλων ο Διόδωρος Σικελιώτης: «Ο κατακλυσμός αυτός έγινε επειδή κατ’ αρχήν άνοιξε το στόμιο γύρω από τις Κυάνεες πέτρες, εκεί που τοποθετούνται οι Συμπληγάδες πέτρες (η θέση τους βρισκόταν κατά πάσα πιθανότητα στην έξοδο των στενών του Βοσπόρου προς τον Εύξεινο Πόντο). Στη συνέχεια άνοιξε το στόμιο του Ελλησπόντου. Αυτό συνέβη επειδή η Θάλασσα του Πόντου, δηλαδή ο υδάτινος όγκος του πόντου, που μέχρι τότε ήταν λίμνη, γέμισε από τα νερά των ποταμών που χύνονται σε αυτήν, με αποτέλεσμα να ανέβει η στάθμη της τόσο πολύ, ώστε να υπερχειλίσει τα στενά του Βοσπόρου, να γεμίσει την Προποντίδα και κατόπιν, αφού υπερχείλισε και το Στενό του Ελλησπόντου, να ξεσπάσει στο Αιγαίο. Το αποτέλεσμα ήταν να κατακλυστεί μεγάλη παραθαλάσσια περιοχή, όχι μόνον της Ασίας αλλά και της Σαμοθράκης». Σύμφωνα με την έρευνα, που διεξήχθη, ο κατακλυσμός του Δαρδάνου έγινε σε δύο φάσεις: μία κατά την οποία τα νερά του υδάτινου όγκου του Ευξείνου Πόντου χύθηκαν στο Αιγαίο (μεταξύ των ετών 14500 και 12500 Π.Α.Σ.) και μία κατά την οποία τα νερά του Αιγαίου πελάγους, μετά τη διάνοιξη του στενού του Βοσπόρου, χύθηκαν υπό μορφή μεγάλου καταρράκτη στην Μαύρη Θάλασσα περί το έτος 7600 Π.Α.Σ. (5600 π.Χ.). Κατά πάσα πιθανότητα η δεύτερη φάση αυτού του κατακλυσμού έδωσε το έναυσμα της δημιουργίας των μύθων των κατακλυσμών του Atrahasis, του Ziusudra, του Utnapistim και του Νώε. Οι δύο αυτές φάσεις του κατακλυσμού του Δαρδάνου χρειάζονται ωστόσο περαιτέρω συστηματικές γεωλογικές, γεωφυσικές και ενάλιες αρχαιολογικές έρευνες, για να τεκμηριωθούν πλήρως. Ως προς τον κατακλυσμό του Ωγύγου, ο Ελλάνικος γράφει ότι αυτός έγινε χίλια είκοσι έτη πριν από την πρώτη Ολυμπιάδα. Δεδομένου δε ότι η πρώτη Ολυμπιάδα τοποθετείται στο έτος 776 π.Χ., συνάγεται ότι ο κατακλυσμός αυτός έγινε το έτος 1796 π.Χ. Η συσχέτιση όμως του Ωγύγου με τον Κρόνο, τους Τιτάνες και τα γεωλογικά γεγονότα της Θεσσαλίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ομώνυμος κατακλυσμός θα πρέπει μάλλον να έγινε σε πολύ παλιά εποχή και κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ των ετών 14500 και 12500 Π.Α.Σ. Και αυτή όμως η εκδοχή χρήζει περαιτέρω γεωλογικής έρευνας, για να τεκμηριωθεί. Τέλος, ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα έχει σχέση κυρίως με τρία διαφορετικά σημεία αναφοράς: α. Με τον Κορινθιακό κόλπο. Η εκδοχή αυτή έχει πλήρως τεκμηριωθεί από τον Λυκούση και άλλους, σύμφωνα με τους οποίους ο κόλπος αυτός επανειλημμένως είχε μετατραπεί από λιμναία σε θαλάσσια λεκάνη και αντιστρόφως, κατά τη διάρκεια του ανώτερου Πλειστοκαίνου (126.000 – 10.000 Π.Α.Σ.), γεγονός που οφείλεται στην διακύμανση της στάθμης της παγκόσμιας θάλασσας και στο μικρό βάθος του στενού του Ρίου – Αντιρρίου. Ο Κορινθιακός κόλπος παρέμεινε απομονωμένος από την Μεσόγειο θάλασσα μέχρι 13000 χρόνια Π.Α.Σ. Η τελευταία αυτή χρονολογία αποτελεί και το όριο των λιμναίων καθιζήσεων και της εγκατάστασης θαλασσίων συνθηκών σε αυτόν. Με την εισροή των θαλασσίων υδάτων στον κόλπο πλημμύρισαν οι παράκτιες περιοχές, μεταξύ των οποίων και η περιοχή της τότε Φωκίδας, με την οποία συσχετίζεται και ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Ο Δευκαλίων σώθηκε με την κατασκευή κάποιας σχεδίας, η οποία προσάραξε στον Παρνασσό. Κατά πάσα όμως πιθανότητα ο γεωγραφικός όρος «Παρνασσός» δεν αναφέρεται μόνον στο ομώνυμο όρος, αλλά σε μία ευρύτερη περιοχή, η οποία συμπεριλαμβάνει και το όρος. β. Με την Θεσσαλία. Σχετικά με αυτή την εκδοχή, ο Απολλόδωρος γράφει ότι ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα έγινε όταν διαχωρίστηκαν τα όρη της Θεσσαλίας, γεγονός που συνέβη κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ των ετών 14500 και 12500 Π.Α.Σ. Σε αυτήν την περίοδο έχει επισημανθεί σημαντικές κλιματολογικές και γεωλογικές αναστατώσεις σε όλον τον πλανήτη. Εάν γίνουν γεωτρήσεις στη Θεσσαλία, θα καταστεί δυνατόν να αποδειχθεί εάν πράγματι έγινε στην περιοχή αυτή ένας ή περισσότεροι κατακλυσμοί. Οι πυρήνες των γεωτρήσεων μπορούν να χρονολογηθούν. Επίσης για τη σχέση του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα με τη Θεσσαλία και τον Παρνασσό, ο Παύλος Ορόσιος, Λατίνος συγγραφέας του 5ου αιώνα μ.Χ., γράφει ότι ο κατακλυσμός αυτός έγινε το έτος 810 προ της κτίσεως της Ρώμης (που έγινε το έτος 753 π.Χ.), όταν βασιλιάς της Αθήνας ήταν ο Αμφικτύων, τρίτος μετά τον Κέκροπα. Κατά τους χρόνους της βασιλείας του, πλημμύρες υδάτων κατέκλυσαν το μεγαλύτερο μέρος των λαών της Θεσσαλίας και μόνο λίγοι σώθηκαν, καταφεύγοντας στα όρη και κυρίως στον Παρνασσό, στην περιοχή του οποίου βασίλευε τότε ο Δευκαλίων, ο οποίος, αφού παρέλαβε με πλοία όσους κατέφυγαν προς αυτόν, τους περιέθαλψε και τους έθρεψε στις δίδυμες κορυφές του Παρνασσού. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, διαδίδουν ότι από αυτόν ξαναδημιουργήθηκε το γένος των ανθρώπων. Και αυτή όμως η εκδοχή χρειάζεται περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση. γ. Όμως το Πάριο χρονικό, χωρίς να συσχετίζει τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα με κάποια περιοχή, τον θεωρεί πολύ μεταγενέστερο. Συγκεκριμένα γράφει ότι ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα έγινε 1265 έτη πριν από τη συγγραφή του Χρονικού. Και δεδομένου ότι το Χρονικό αυτό συντάχθηκε το έτος 264 / 3 π.Χ., επί του Αθηναίου επωνύμου άρχοντος Διογνήτου, θα πρέπει να έγινε το έτος 1529 / 8 π.Χ. Υπάρχει όμως η πιθανότητα, ο κατακλυσμός που αναφέρεται στο Πάριο χρονικό, να είναι κάποιος μεταγενέστερος τοπικός κατακλυσμός της 2ης χιλιετίας π.Χ., που έχει διασωθεί με το ίδιο όνομα και που θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με γεωλογικές έρευνες στην περιοχή της Αττικοβοιωτίας. Καταλήγοντας, συνάγουμε το συμπέρασμα ότι και οι τρεις κατακλυσμοί της ελληνικής παράδοσης, του Δαρδάνου, του Ωγύγου και του Δευκαλίωνα, σχετίζονται με γεωλογικά φαινόμενα της ευρύτερης περιαιγαιακής περιοχής, που συνέβησαν κατά την τελευταία τήξη των παγετώνων και τις μεγάλες πλημμύρες που προκάλεσε αυτή, μεταξύ των ετών 14500 και 12500 Π.Α.Σ., επομένως πριν από την εποχή της Younger Dryas (12500 – 11400 Π.Α.Σ.), της τελευταίας δηλαδή από τις τρεις ψυχρές περιόδους (Oldest, Older και Younger Dryas), που διέκοψαν κατά διαστήματα την τάση αύξησης της θερμοκρασίας, η οποία είχε ήδη αρχίσει το 18000 Π.Α.Σ. Στη συνέχεια η έρευνα επικεντρώθηκε στους ακόλουθους άθλους του Ηρακλή, οι οποίοι παρουσιάζουν γεωμυθολογικό ενδιαφέρον: α. Η διαμάχη Ηρακλή και Αχελώου: Η πάλη του Ηρακλή με τον Αχελώο είναι η εκτροπή και διευθέτηση του ορμητικού σαν ταύρου ποταμού. Το φιδίσιο κορμί του είναι οι μαίανδροι που σχηματίζει, το δε κέρας που αποκόπτει ο Ηρακλής είναι η «ευθυγράμμιση» και παράκαμψη ενός μαιάνδρου, ο οποίος όταν αποκόπτεται από τη ροή του ποταμού, προσφέρεται ως εύφορη γη για καλλιέργειες. Η νέα γη, αποστραγγισμένη από τα νερά του ποταμού, είναι πραγματικά το κέρας της Αμαλθείας, δηλαδή το κέρας της Αφθονίας. Με τον θεό - ποταμό Αχελώο συνάπτεται και ο μύθος των Εχινάδων, που έχει γεωμυθολογική σημασία. Σύμφωνα με τον Λατίνο ποιητή Οβίδιο (Μεταμορφώσεις, VIII, στ. 573 – 591), οι Εχινάδες ήταν πέντε ναϊάδες νύμφες, που κατοικούσαν δεξιά και αριστερά του Αχελώου. Πρόσφεραν θυσίες σε όλους τους θεούς, εκτός από τον Αχελώο. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, αυτός οργίσθηκε και πέταξε τις Εχινάδες στη θάλασσα, μετατρέποντάς τις σε νησιά. Το μυθικό αυτό γεγονός υποκρύπτει ένα γεωλογικό συμβάν. Είναι διαπιστωμένο ότι πριν από 18000 χρόνια οι Εχινάδες νήσοι ήταν προέκταση της ξηράς της Αιτωλοακαρνανίας. Ανέβηκε, λοιπόν, η στάθμη της θάλασσας σιγά σιγά και κατέκτησε την ξηρά, αφήνοντας να προεξέχουν μόνον οι λόφοι. Αυτή η διεργασία ξεκίνησε 16.000-18.000 χρόνια πριν. Και στην περίπτωση αυτή ο μύθος αποδεικνύεται αληθινός. β. Ο μύθος του Ηρακλή και του Λίχα: Ο Ηρακλής λόγω των αφόρητων πόνων που του προκάλεσε ο χιτώνας τον οποίο του προσκόμισε κατ’ εντολή της Δηιάνειρας ο Λίχας, άρπαξε τον Λίχα και τον εκσφενδόνισε προς τη θάλασσα και κατά πάσα πιθανότητα προς τον βόρειο Ευβοϊκό Κόλπο. Τα κομμάτια του Λίχα σχημάτισαν τα νησάκια Λιχάδες και το όρος επάνω από το ακρωτήριο ονομάστηκε Λιχάς. Και σε αυτή την περίπτωση, ένα γεωλογικό γεγονός που είχε συμβεί στην περιοχή του Βόρειου Ευβοϊκού προ χιλιάδων ετών και σε κάθε περίπτωση μεταξύ των ετών 18000 και 6000 Π.Α.Σ., πιστώθηκε στον ήρωα Ηρακλή. Τα Λιχαδονήσια είναι ηφαιστειακά νησιά. Η εμφάνιση των νησιών ίσως βέβαια να είχε σχέση με το ανεβοκατέβασμα του νερού, εξ αιτίας των κλιματοευστατικών κινήσεων της στάθμης της θάλασσας, αλλά και με την άνοδο και πτώση των νερών της παλαιολίμνης, που υπήρχε πριν 9.000 χρόνια στην περιοχή, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα ο βόρειος Ευβοϊκός κόλπος. γ. Ο μύθος του Ηρακλή και του Προμηθέα: Ο Προμηθεύς είναι μία θεότητα της φωτιάς, όπως προκύπτει από την κλοπή και τη μεταφορά του πυρός στους ανθρώπους. Άλλωστε και το όνομά του συσχετίζεται με τη σανσκριτική λέξη pramantha, που σημαίνει «καλάμι, που παράγει φωτιά», στην περιοχή του Ινδού ποταμού. Όμως το γεγονός της τοποθέτησης ενός θεού της φωτιάς επάνω σε βουνό, θα μπορούσε, κατά τους E. και P. Barber, να μάς οδηγήσει στη σκέψη ενός ηφαιστείου, διότι συνήθως ένα ηφαίστειο είναι ένα βουνό που έχει φωτιά στην κορυφή του. Το όρος επάνω στο οποίο ήταν προσηλωμένος ο Προμηθεύς, σύμφωνα με τον Αισχύλο και τον Απολλόδωρο, ήταν ο Καύκασος της Σκυθίας. Πράγματι στην περιοχή που αναφέρουν οι αρχαίοι Έλληνες ότι ήταν προσηλωμένος ο Προμηθεύς, υπάρχει ένα ηφαίστειο, που θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Προμηθεύς ως γεωλογικό φαινόμενο, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε στον μύθο. Το ηφαίστειο αυτό είναι το Elbrus, που έχει ύψος άνω των 5.400 μέτρων, ανήκει στην οροσειρά του Καυκάσου και γειτονεύει με την ανατολική πλευρά της Μαύρης Θάλασσας. Πρόσφατες χρονολογήσεις των εκρήξεων του Elbrus προσφέρουν ένα πιθανό χρονοδιάγραμμα των αρχικών εκρήξεων, που οδήγησαν στην τεράστια φήμη του όρους αυτού. Μία σειρά εκρήξεων έγινε μεταξύ των ετών 5500 – 5200 π.Χ., μία δεύτερη μεταξύ των ετών 3300 – 2600 π.Χ. και μία τρίτη μεταξύ των ετών 1 – 100 μ.Χ. Πιθανόν λοιπόν η δεύτερη σειρά εκρήξεων του ηφαιστείου Elbrus, που ήταν και η πιο μακροχρόνια, να έδωσε το έναυσμα της δημιουργίας του μύθου του Προμηθέα, ο οποίος στην περιοχή του Καυκάσου έχει το όμοιό του στον μύθο του θεού Loki της Σκανδιναβικής μυθολογίας. Στην περίπτωση λοιπόν που ο Προμηθεύς είναι ηφαίστειο, τί ακριβώς θα μπορούσε να ήταν ο αετός, που υπερίπτατο του Προμηθέα και έτρωγε το συκώτι του; Τα τεράστια φτερά του αετού θα μπορούσαν να είναι μία εικόνα του σύννεφου στάχτης, που εξέρχεται από το ηφαίστειο και εκτοξεύεται προς τον ουρανό. Αυτό μπορεί να φαίνεται ίσως υπερβολικό, αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε πόσο κοινό είναι σε διάφορους λαούς να συσχετίζουν μείζονα καιρικά φαινόμενα με τις φτερούγες γιγάντιων πτηνών, όπως το Thunderbird, το πτηνό του κεραυνού, στην Αμερική. δ. Ο μύθος της Λερναίας Ύδρας: Ο Ηρακλής προσπαθώντας να εξολοθρεύσει την Λερναία Ύδρα, άρχισε να κόβει ένα προς ένα τα κεφάλια του θηρίου. Η αποκοπή ενός κεφαλιού, που αντιπροσωπεύει μία εκροή νερού σε κάποιο καρστικό σημείο, πιθανόν κατέστη δυνατή με την τοποθέτηση ενός βράχου στο σημείο όπου ανέβλυζε το νερό, για να εμποδίσει την έξοδό του ή για να το αναγκάσει να ακολουθήσει άλλη διαδρομή. Εάν κάποιος τοποθετήσει ένα βράχο μπροστά στο στόμιο μιας καρστικής πηγής, το νερό θα αναβλύσει από δύο ή περισσότερα άλλα σημεία. Αυτή είναι η αιτία του γεγονότος ότι στη θέση ενός κεφαλιού που απέκοπτε ο Ηρακλής, φύτρωναν δύο άλλα. ε. Ο μύθος του Αυγεία: Τα τεχνικά έργα, που συσχετίζονται με τον καθαρισμό της όνθου του Αυγεία δεν έγιναν κατά πάσα πιθανότητα στον χώρο της Ηλείας, αλλά στην περιοχή της Τίρυνθας, που κατά τον Μαριολάκο συσχετίζονται με την κατασκευή του μυκηναϊκού φράγματος της Τίρυνθας. Το φράγμα αυτό διατηρείται σε καλή κατάσταση, έχει διεύθυνση Βορρά-Νότου, μήκος 80-100 μέτρων, πλάτος βάσης 60 μέτρων και σωζόμενο ύψος 8 μέτρων. Η χρονολόγηση της κατασκευής του κατά τη διάρκεια της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β περιόδου (1300-1200 π.Χ.) συμπίπτει με την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Το τεχνικό αυτό επίτευγμα των Μυκηναίων μπορεί να συγκριθεί με τα αποστραγγιστικά έργα μεγάλης τάξεως στην Κωπαΐδα. Θα αποκτήσουμε όμως την βεβαιότητα ότι ο άθλος αυτός του Ηρακλή έγινε στην περιοχή της Τίρυνθας και όχι στην περιοχή των ποταμών Αλφειού και Πηνειού, μόνο εάν γίνει γεωαρχαιολογική έρευνα στην περιοχή της Δυτικής Πελοποννήσου και αποδειχθεί ότι δεν συνέβη εκεί το γεγονός που αναφέρεται στον μύθο. στ. Ο μύθος των Στυμφαλίδων ορνίθων: Υπάρχει το ενδεχόμενο ο μύθος αυτός να συσχετίζεται με έργα διαχείρισης των υδάτων της λίμνης Στυμφαλίας, που είχαν γίνει κατά στους προϊστορικούς χρόνους. Το εύρος των υδάτων της λίμνης αυτής ποίκιλλε ανάλογα με τη βροχόπτωση και τον έλεγχο της απορροής τους από φυσικές ή τεχνητές καταβόθρες. Ο άθλος του Ηρακλή συσχετίζεται πιθανότατα με το έργο αυτό. Ενισχυτικό της ερμηνείας αυτής είναι και το γεγονός ότι υδραυλικά έργα αντίστοιχης αρχαιότητας και τεχνικής έχουν επισημανθεί και στη γειτονική της Στυμφάλου κλειστή κοιλάδα της Φενεού, που οι αρχαίοι τα απέδιδαν στον Ηρακλή. ζ. Ο μύθος του Γηρυόνη: Γιατί ο Γηρυόνης έχει τρία κεφάλια και επίσης γιατί «κραυγάζει», πράγμα που ακριβώς σημαίνει το όνομά του; Ο «Γηρυόνης» είναι ένα γεωλογικό φαινόμενο, συνεπώς τα κεφάλια του μπορούν να νοηθούν το ένα μέσα στο άλλο, όπως τον περιγράφει ο Φιλόστρατος. Δηλαδή ομιλούμε για ένα συγκεντρικό διαπειρογενή πολυδακτυλιόσχημο κρατήρα τριών ομoκέντρων κύκλων. Εφόσον λοιπόν ισχύουν τα ανωτέρω, τότε η «κραυγή» του οφείλεται στο ότι στον συγκεντρικό κρατήρα του το συμπιεσμένο αέριο (μεθάνιο) που βρίσκεται μέσα στη γη, εκτονώνεται με ταχύτητα από κάτω προς τα πάνω, δημιουργώντας ήχο. η. Ο μύθος του Άτλαντα: Ο Άτλας είναι, κατά τον Ηρόδοτο, ένα πολύ υψηλό όρος στη Βόρειο Αφρική, στενό και κυκλοτερές, που οι εντόπιοι το ονομάζουν κίονα του ουρανού. Το γεγονός όμως της μεταφοράς της στήριξης του ουρανίου θόλου από τον Άτλαντα στον Ηρακλή και αντιστρόφως, πιθανόν να / The purpose of this paper is to show that myths referring to activities of gods, demigods, of Hercules, but also to floods and other natural phenomena, have cores of truth, that is they are genuine myths. The contrast between myth and reality applied by many is wrong, because it is based on the false notion that all myths are fake. However, traditional myths are genuine and that means that they contain at their core true events of geological, astronomical and historical content which are offered for interdisciplinary research. Cores of myths can be proved through interdisciplinary research, given their relation to applied sciences. Myths are spiritual and cultural palimpsests bearing scars of their history, namely of their multiple-level use and crystallization. Let us first present some definitions of ancient writers on mythology. Indicatively, we quote two of them. a. According to Plato (Critias, 109 e 1 – 110 a 6), mythology, that is a reasonable interpretation of myths, is a very careful and systematic investigation and research of past events. b. According to Plutarch of Chaeronea (On Daedali of Plataea, fr.157, 16 - 21), the old science of physics was a physical speech hidden deep within myths. So, according to Plutarch, genuine myths are scientific speeches hidden deep within wraps made up of myths and formulated with cryptic words and innuendoes. In the next chapter, which discusses the interpretation of myths, the principles useful and necessary to penetrate the myths’ cores of truth are identified. We then approach the geo-mythology and explain its essence. Specifically, the term "geo-mythology" was coined by an American geologist and volcanologist, Dorothy Vitaliano. According to her, geo-mythology is an interdisciplinary analysis of genuine myths, which leads to the identification of geophysical and possibly other events, astronomical or historical, that underlie them. Sometimes this analysis provides valuable information and knowledge about floods, which are preserved under a mythical wrap in the traditions of peoples, but also on otherwise unknown ancient earthquakes, seismic sea or lacustrian tsunami waves, technical structures and unknown astronomical phenomena (comet passes, eclipses, meteor falls, changes in the north pole of the celestial sphere, correlations of constellations with specific heroes, etc.) that occurred in the distant past. We then explore the three cataclysms of the Greek tradition, the labours and works of Hercules, which present a geo-mythological interest, while proposing specific further research areas for better documentation. Finally, it investigates the osmosis of cultures of the eastern Mediterranean and answers the question if the Greek mythology reflects geological and climatic changes that rather occurred in the broader Aegean area or elsewhere in the world. In the chapter which discusses the interpretation of myths, the principles useful and necessary to penetrate the myths’ cores of truth are identified. However, to perform properly the interpretation of myths of a geological and astronomical texture, comprehensive knowledge is required in the fields of geology, astronomy, archaeology, philology, history, comparative mythology and anthropology. The geological, astronomical and general scientific study of mythology can reveal encoded memories of geological and astronomical events of the past, thus providing a reservoir of scientific data. On the other hand, it also helps give a new perspective on historical, archaeological and anthropological research, opening windows in the fields of knowledge that illuminate the early conception of the world and improve the human self-knowledge. Following this, the paper deals with the three cataclysms of the Greek tradition, which are offered for geo-mythological research. Specifically, Diodorus Siculus writes on the flood of Dardanus: "This flood has in principle happened because the mouth around the Cyanean Rocks has opened, a site where the Symplegades Rocks are located (their location was probably close to the exit of the Bosporus to the Black Sea); then opened the mouth of the Hellespont. This occurred because the Sea of Pontus, that is the water body of the Black Sea, which until then was a lake, was filled by the waters of rivers that flow into it, resulting to its level rising so much that it has overflowed the Strait of Bosporus, filled the Propontis and then, having overflowed the Strait of Hellespont as well, has rushed out into the Aegean. The result was the flood of a large coastal area, not only in Asia but also in Samothrace". According to the research conducted, the flood of Dardanus took place in two phases: one in which the waters of the Black Sea poured into the Aegean Sea (between 14,500 and 12,500 Before Present - BP) and one in which the waters of the Aegean Sea, after the opening of the Strait of Bosporus, poured under the form of a large waterfall in the Black Sea around year 7,600 BP (5,600 BC.). This second phase of the cataclysm has probably triggered the creation of the cataclysm myths of Atrahasis, Ziusudra, Utnapistim and Noah. However, these two phases of the flood of Dardanus require additional systematic geological, geophysical and underwater archaeological research to be fully documented. Concerning the flood of Ogyges, Hellanicus writes that it occurred one thousand twenty years before the first Olympiad. Given that the first Olympiad is placed in the year 776 BC, it results that this flood took place in 1796 BC. However, the correlation of Ogyges with Saturn, the Titans and the geological events of Thessaly suggests that the namesake flood should have probably taken place in a very old age, most probably between 14,500 and 12,500 BP. This variant, however, requires further geological research to be documented, too. Finally, the flood of Deucalion is related to three different benchmarks: a. To the Corinthian Gulf. This version has been fully documented by Lykoussis and others, according to whom the gulf has repeatedly been transformed from a lake to a sea basin and vice versa during the Upper Pleistocene (126,000 to 10,000 BP), which is due to the variation of global sea level and the small depth of the Strait of Rio – Antirio. The Corinthian gulf remained isolated from the Mediterranean Sea until 13,000 years BP. The latter date is the limit for lake subsidence and the establishment of sea conditions within. With the influx of sea water into the Gulf coastal areas flooded, including the region of the then Phocis, which is also correlated to the flood of Deucalion. Deucalion survived thanks to the construction of a raft, which ran aground on Mount Parnassus. In all likelihood, however, the geographical term "Parnassus" is not only linked with the namesake mountain, but with a broader region, which includes the mountain. b. To Thessaly. Concerning this version, Apollodorus writes that the flood of Deucalion occurred when the mountains of Thessaly separated, which probably took place between 14,500 and 12,500 BP. In this period significant climatic and geological upheavals have been noted around the globe. If drilling takes place in Thessaly, it will be possible to prove if one or more floods have really occurred in the region. The drilling cores can be dated. Moreover, on the relationship of the flood of Deucalion with Thessaly and Parnassus, Paulus Orosius, Latin author of the 5th century AD, writes that this cataclysm took place 810 years before the creation of Rome (which occurred in year 753 AD), when Amphictyon was King of Athens, the third one after Cecrops. During the years of his reign, flood waters inundated most of the peoples of Thessaly and only a few survived, resorting to mountains and especially Parnassus, whose region was then under the reign of Deucalion who, after receiving by boats those who fled to him, took care of them and fed them on the twin peaks of Parnassus. Because of this fact, it is widely spread that the human race was re-created by him. However, this version needs further scientific investigation as well. c. The Parian chronicle, on the other hand, without associating the flood of Deucalion with a specific region, considers it of a much later era. Specifically, it says that the flood of Deucalion took place 1,265 years before the writing of the Chronicle. Since this Chronicle was written in the year 264 / 3 BC, during the reign of the Athenian archon Diognitos, the flood must have occurred in the year 1529 / 8 BC. There is always a possibility, however, that the flood mentioned in the Parian chronicle is a local flood of a later date in the 2nd millennium BC, which has been preserved with the same name and which should be confirmed by geological research in the area of Attica-Boeotia. In conclusion, it is concluded that all three cataclysms of the Greek tradition, of Dardanus, Ogyges and Deucalion, are related with geological phenomena of the wider Aegean region, which occurred during the last melting of glaciers and the great flood caused, among 14,500 and 12,500 years BP, therefore before the time of the Younger Dryas (12,500 – 11,400 BP), i.e. the last of the three cold periods (Oldest, Older and Younger Dryas), which periodically interrupted the warming trend, which had already started in 18,000 BP. Subsequently, investigation was focused on the following labours of Hercules, which present a geo-mythological interest: a. The controversy between Hercules and Achelous: The struggle of Hercules with Achelous corresponds to the diversion and settlement of the river rushing like a bull. His serpentine body represents the meanders he forms, and the horn cut out by Hercules is the "alignment" and deviation of a meander which, when cut off from the flow of the river, is offered as a fertile land for crops. The new land, drained by the waters of the river, is really the horn of Amalthea, i.e. the horn of plenty. With the God - River Achelous is also linked the legend of the Echinades, which has a geo-mythological importance. According to the Latin poet Ovid (Metamorphoses, VIII, f573 - 591), the Echinades were five Naiads, nymphs who lived on both sides of the river. They used to bring sacrifices to all the gods, except from Achelous. Because of this, he got angry and flew the Echinades into the sea, turning them into islands. This legendary event conceals a geologic event. It is established that 18,000 years ago the islands Echinades were an extension of the land of Aitoloakarnania. The sea level, thus, gradually increased and conquered the land, leaving only hills protruding. This process began 16,000-18,000 years ago. Again the myth proves to be true. b. The myth of Hercules and Lichas: Hercules, because of the intolerable pain caused by the robe Lichas produced to him at the behest of Deianeira, grabbed Lichas and hurled it towards the sea, probably to the northern Euboean Gulf. Pieces of Lichas formed the islands called Lichades, and the mountain above the promontory was named Lichas. In this case, too, a geological event which had happened in the northern Euboean Gulf before thousands of years and in each case between 18,000 and 6,000 BP, was credited to the hero Hercules. Lichades are volcanic islands. The emergence of the islands may of course be connected with the lowering or rising of the waters because of climatic-eustatic movements of sea level, but also with the rise and fall of the waters of an ancient lake that existed 9,000 years ago in the region, where is currently located the northern Euboean Gulf. c. The myth of Hercules and Prometheus: Prometheus is a god of fire, as it results from the theft and transfer of fire to humans. Besides, his name is correlated to the Sanskrit word pramantha, meaning "reed, which produces fire" in the Indus River region. However, the fact of placing a god of fire on a mountain could, according to E. and P. Barber, lead us to the thought of a volcano, because usually a volcano is a mountain that has fire on top. The mountain upon which Prometheus was nailed, according to Aeschylus and Apollodorus, was the Caucasus of Scythia. Indeed, in the area indicated by the ancient Greeks as the site where Prometheus was nailed, there is a volcano that could be Prometheus himself as a geological phenomenon which has crystallised in the myth. This volcano is Elbrus, which stands over 5,400 meters, belongs to the Caucasus Mountains and is adjacent to the eastern side of the Black Sea. Recent dating of Elbrus eruptions offer a possible timetable of the initial eruptions that led to the tremendous reputation of this mountain. A series of eruptions took place between the years 5,500 – 5,200 BC, a second between the years 3,300 – 2,600 BC and a third between the years 1 - 100 AD. So probably the second series of volcanic eruptions of Elbrus, which was the longest, spurred the creation of the myth of Prometheus, who in the Caucasus region has the like in the myth of the god Loki, in Norse mythology. If, then, Prometheus was a volcano, what could exactly be the eagle, which would flow over Prometheus and eat his liver? The huge wings of the eagle could be an image of the ash cloud getting out of the volcano and ejected skyward. This may perhaps seem excessive, but we must remember how common it is in several nations to correlate major weather phenomena with giant bird wings, like the Thunderbird, the bird of thunder, in America. d. The myth of Hydra: Hercules, when trying to kill the Hydra, began by cutting one by one the heads of the beast. Pinching a head, which represents an outflow of water in a karst point, was probably made possible by placing a rock at the point where water vents to prevent its exit or cause it to follow another path. If one places a rock in front of the mouth of a karst spring, the water vents from two or more other places. This is the cause of the fact that in the place of a head cut by Hercules, two more grew. e. The myth of Augeas: The technical works correlated to cleaning the dung of Augeas probably did not take place in the area of Elis, but in the area of Tiryns where, according to Mariolakos, are correlated to the construction of the Mycenaean dam of Tiryns. This dam is preserved in good condition, is directed north-south, and has a length of 80-100 meters, a base width of 60 meters and preserved height of 8 meters. The dating of its construction during the Late Helladic IIIB period (1,300-1,200 BC) coincides with the period of greatest prosperity of the Mycenaean civilization. This technical achievement of the Mycenaeans may be compared to the drainage works of great scale around the Lake Copais. However, we shall only be assured that this labour of Hercules took place in the area of Tiryns and not in the area of the rivers Alpheus and Peneus if geo-archaeological research is performed in the Western Peloponnese region and proves that the event mentioned in the myth has not happened there. f. The myth of the Stymphalian Birds: There is a possibility that this myth is correlated to water management works in Lake Stymphalia, which had taken place in prehistoric times. The range of lake waters varied depending on rainfall and runoff control through natural or artificial sinks. The labour of Hercules is probably correlated to this project. Supporting this interpretation is the fact that water works of corresponding oldness and technique have equally been identified in the neighbouring to Stymphalos, Feneos valley, works which the ancients attributed to Hercules. g. The myth of Geryon: Why does Geryon have three heads and, also, why does he "scream", which is exactly what his name mean? "Geryon" is a geological phenomenon, so his heads can be understood as being one inside another, as described by Philostratus. So, we talk of a concentric, multiple-ring-shaped crater shaped by fire, consisting of three concentric cycles. If the above is valid, then his "scream" is due to the fact that, in its concentric crater, the compressed gas (methane) found in the earth blasts rapidly from the bottom up, creating sound. h. The myth of Atlas: Atlas is, according to Herodotus, a very high mountain in North Africa, narrow and circular, which the natives called the column of the sky. The fact of the transfer of support of the sky dome from Atlas to Hercules and vice versa might also have an astronomical significance. Specifically, on account of the phenomenon of equinox precession, a change in the position of the earth's axis modifies also the poles of the celestial sphere, tracing circles, the northern and southern one, whose completion requires 25,796 years. Today, the north pole of the sky is in a distance of one degree from the "alpha" star of the Little Bear. During the third millennium BC, the polar star was Thuban or "alpha" of the constellation of Draco. At the end of the eleventh millennium BC, the north pole of the sky was among the stars "Iota" and "Theta" of the constellation of Hercules. The transfer, therefore, of support of the sky from Atlas to Hercules probably means this change in the north pole of the sky. Even the killing of the dragon that guarded the apples of the Hesperides by Hercules may have astronomical significance. The north pole of the sky was during the third millennium BC in the star Thuban or "alpha" of the constellation of Draco. Later, the north pole of the sky moved. This move resulted in the constellation of Draco as the north pole being sidelined, or, according to the mythical terminology, Draco being "killed". Since it was then considered that Draco (the dragon) was "killed" a great hero such as Hercules should have killed him. In other myths as dragon killers appear Apollo, who killed the dragon Python in Parnassus, Jason, who killed the dragon in Colchis with the help of Medea in order to grab the Golden Fleece, and finally Cadmus, who killed the dragon in Thebes and sowed his teeth, from which sprouted wickers. Another problem investigated is whether there was a cultural osmosis in the eastern Mediterranean. Some cases are indicative. It is worth mentioning the following examples: a. The battle of Zeus with Typhoeus / Typhon, which is very similar to the Hittite "Myth of Illuyankas", where the dragon Illuyankas fights against Teshub, the god of weather. b. The labours of Ninurta: There are striking similarities between the labours of the Sumerian god Ninurta and the corresponding ones of Hercules, demonstrating the mythological osmosis and the merge of elements of one culture into another. Ninurta's fame is based on a series of twelve "labours". He has defeated twelve mythical monsters, including a wild bull, a deer, a lion which was "the terror of the gods", and a seven-headed serpent. Ninurta is usually identified with the form of a god bearing a mace, bow and lion skin, depicted on Mesopotamian seals, and its association with Hercules becomes inevitable. In the latter part of the paper we investigated the question whether Greek mythology reflects geological and climatic changes that occurred in the broader Aegean area or elsewhere in the world. This question was answered by a combination of views expressed by Sakellariou (historian), Hourmouziadis (archaeologist), Mariolakos (geologist), Renfrew (archaeologist), Sampson (archaeologist), Cavalli-Sforza (geneticist), Triantafyllidis (geneticist) and Skoglund (biologist), and by investigation of linguistic, archaeological, geological, mythological and genetic data. The conclusion that emerges is that probably the inhabitants of today's Greek territory who evolved with this particular cultural identity easily recognized since the time of Homo Sapiens, 50,000 BP, even if during the prehistoric times they were not aware of their common origin, they must have had continuous presence in the Aegean area, at least for the last ten thousand years. Among other things, it should be noted that the paper deals with geo-mythological issues with a meticulous, where possible, use of ancient Greek and Latin sources.

Page generated in 0.0349 seconds