Spelling suggestions: "subject:"βάθος"" "subject:"προς""
1 |
Αύξηση παιδιών καπνιστριών μητέρων έως την ηλικία των έξι χρόνων / Course of growth during the first 6 years in children exposed in utero to tobacco smoke.Κανελλόπουλος, Θεόδωρος 12 November 2007 (has links)
Σκοπός: Η μεταγεννητική αύξηση των παιδιών που εκτέθηκαν στον καπνό του τσιγάρου ενδομητρίως δεν είναι πλήρως κατανοητή. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να ερευνήσει την αύξηση παιδιών των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κατά τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής τους.
Μέθοδοι: Το βάρος σώματος, το μήκος σώματος και η περίμετρος κεφαλής μετρήθηκαν στη γέννηση και κατόπιν ετησίως για έξι έτη σε 100 παιδιά των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν (ομάδα μελέτης) και 100 παιδιά των οποίων οι μητέρες δεν κάπνιζαν (ομάδα ελέγχου).
Αποτελέσματα: Το βάρος και η περίμετρος κεφαλής ήταν σημαντικά μικρότερα στα νεογνά των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν >15 τσιγάρα την ημέρα, αλλά η διαφορά έχασε τη στατιστική σημαντικότητα στον τρίτο χρόνο της ζωής. Το μήκος ήταν σημαντικά μικρότερο στα νεογνά της ομάδας μελέτης στη γέννηση και ακολουθούσε αύξηση της διαφοράς από το φυσιολογικό έως το δεύτερο έτος, οπότε η μέση διαφορά των παιδιών που οι μητέρες τους κάπνιζαν >15 τσιγάρα την ημέρα από τα παιδιά της ομάδας ελέγχου ήταν -3,4 εκατοστά (p<0,0001). Στη συνέχεια, τα παιδιά των καπνιστριών μητέρων παρουσίασαν επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης και η διαφορά από την ομάδα ελέγχου στα 3, 4, 5 και 6 χρόνια ζωής ήταν -2,5 (p<0,0001), -2,2 (p=0,005), -2,1 (p=0,013), και -1,9 εκατοστά (p=0,055), αντίστοιχα. Η καθυστερημένη αύξηση σχετιζόταν με το κάπνισμα αυτό καθ’εαυτό και δείχθηκε ότι η καθυστέρηση της αύξησης είναι ανεξάρτητη από πολλούς συμπαράγοντες. Επίσης, στη γέννηση υπήρχε σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των τσιγάρων που καπνίζονταν ημερησίως και των παραμέτρων αύξησης που μελετήθηκαν. Η αρνητική συσχέτιση παρέμεινε σημαντική έως τον έκτο χρόνο ζωής μόνο για το ύψος.
Συμπέρασμα: Το μήκος παρουσιάζει την πιο επίμονη καθυστέρηση της αύξησης από τις παραμέτρους που μελετήθηκαν, δηλαδή το βάρος σώματος και την περίμετρο κεφαλής, αλλά μετά το δεύτερο έτος της ζωής συμβαίνει επιτάχυνση της αύξησης, και έτσι η ενδομήτρια έκθεση στον καπνό του τσιγάρου φαίνεται να μην έχει μόνιμη επίδραση στην τελική αύξηση των παιδιών. / Objectives: Postnatal growth in children exposed in utero to tobacco smoke is not well understood. This study investigated growth during the first 6 years in children whose mothers smoked during pregnancy.
Materials and Methods: Weight, length, and head circumference were measured annually for 6 years in 100 children in each group of smoking (study) and non smoking (control) mothers.
Results: Weight and head circumference were significantly smaller in the neonates whose mothers smoked >15 cigarettes/day, but the difference disappeared by 3 years of life. Length was significantly smaller in the study neonates at birth, followed by increasing divergence from normality up to 2 years, when the mean difference of children whose mothers smoked >15 cigarettes/day from control children was -3.4 cm (p<0.0001). Subsequently, they manifested catch-up growth, and the difference from the controls at 3, 4, 5, and 6 years was -2.5 cm (p<0.0001), -2.2 cm (p=0.005), -2.1 cm (p=0.013), and -1.9 cm (p=0.055), respectively.
Discussion: The delayed growth was related to smoking per se and appeared to be independent of several confounding factors. At birth, there was a significant negative correlation between the number of cigarettes smoked per day and the growth parameters studied; it remained significant up to the sixth year only for length.
Conclusion: Length exhibits the most persistent growth delay of the parameters studied, but catch-up growth occurs after the second year of life, and thus, intrauterine exposure to tobacco smoke seems to have no permanent effect on children’s growth.
|
2 |
Μελέτη των παραγόντων που οδηγούν στη μεταβολή του σωματικού βάρους ασθενών με εξωπυραμιδική συνδρομή, που υποβάλλονται σε χειρουργική θεραπεία με εμφύτευση ηλεκτροδίων στον εγκέφαλο και εν τω βάθει ηλεκτρικό ερεθισμόΜαρκάκη, Έλλη 16 May 2014 (has links)
Ο εν τω βάθει ηλεκτρικός εγκεφαλικός ερεθισμός (DBS) αποτελεί μία ευρέως αποδεκτή και πολύ αποτελεσματική θεραπευτική μέθοδο για ασθενείς με φαρμακοανθεκτική ν. Πάρκινσον. Διάφορες μελέτες έδειξαν ότι το DBS στον υποθαλάμιο πυρήνα (STN) οδηγεί σε αύξηση του σωματικού βάρους, ο μηχανισμός της οποίας παραμένει άγνωστος. Τα τελευταία χρόνια διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες για τον πιθανό μηχανισμό αυτής της αύξησης βάρους. Σύμφωνα με μία από τις πιο ενδιαφέρουσες θεωρίες, η αύξηση βάρους οφείλεται σε διαταραχή του μηχανισμού ρύθμισης της λήψης τροφής σε υποθαλαμικό επίπεδο. Είναι γνωστό ότι ο υποθάλαμος κατέχει κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση της ομοιόστασης της ενέργειας: δέχεται, επεξεργάζεται και ερμηνεύει ορεξιογόνα και ανορεξιογόνα σήματα όπως η γκρελίνη, το ΝΡΥ και η λεπτίνη. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της πιθανής συμμετοχής του ηλεκτρικού ερεθισμού του υποθαλάμιου πυρήνα στη ρύθμιση της ομοιόστασης της ενέργειας, μέσω της διαταραχής των ορεξιογόνων και ανορεξιογόνων πεπτιδίων γκρελίνη, ΝΡΥ και λεπτίνη. Για το σκοπό αυτό μελετήθηκαν 23 από τους ασθενείς με ν.Πάρκινσον που υποβλήθηκαν σε STN DBS στην κλινική μας (15 άντρες-8 γυναίκες, ηλικία: 65,2 ± 8,9χρόνια, διάρκεια νόσου:12,7 ± 6χρόνια). Κάθε ασθενής εξετάστηκε σε 3 διαδοχικές χρονικές στιγμές: 3 μέρες πριν το χειρουργείο, 3 και 6 μήνες μετά το χειρουργείο και υπεβλήθη σε μέτρηση του σωματικού βάρους και του BMI, λιπομέτρηση και μέτρηση των επιπέδων γκρελίνης, λεπτίνης, NPY και κορτιζόλης ορού. Τρεις μέρες πριν και 6 μήνες μετά το χειρουργείο, πραγματοποιήθηκε κλινική εκτίμηση των ασθενών με τη χρήση των: Unified Parkinson’s Desease Rating Scale (UPDRS), Schwab and England Scale και Hoehn Yahr scale, καθώς και υπολογισμός της ημερήσιας δόσης ντοπαμίνης (LEDD). Τα αποτελέσματα της μελέτης μας συνοψίζονται ως εξής: 3 μήνες μετά τη χειρουργική επέμβαση διαπιστώθηκε σημαντική αύξηση βάρους των ασθενών μας: (3.09±5.00kg, P=0.007), χωρίς περαιτέρω αύξηση στους 6 μήνες. Τα επίπεδα του ΝΡΥ στο περιφερικό αίμα αυξήθηκαν σημαντικά 3 μήνες μετά το χειρουργείο (p=0.05), ενώ τα επίπεδα της γκρελίνης αυξήθηκαν σημαντικά στους 6 μήνες (p=0.001). Η αύξηση του σωματικού βάρους συσχετίστηκε σημαντικά με τη μεταβολή των επιπέδων της γκρελίνης και της λεπτίνης στους 3 και 6 μήνες αντίστοιχα. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το STN DBS φαίνεται να προκαλεί μία προσωρινή δυσλειτουργία της υποθαλάμιας έκκρισης ΝΡΥ και γκρελίνης. Η μεταβολή του σωματικού βάρους μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη έκκριση γκρελίνης και λεπτίνης. Περαιτέρω μελέτες με μεγαλύτερο αριθμό ασθενών απαιτούνται για να επιβεβαιωθεί ο ρόλος της πεπτιδιακής δυσλειτουργίας στην αύξηση βάρους μετά τη νευροδιέγερση και για να διερευνηθεί η πιθανή νευροπροστατευτική δράση που το DBS μπορεί να ασκήσει μέσω της αύξησης των επιπέδων της γκρελίνης. / Deep brain stimulation (DBS) is a widely accepted and highly effective treatment method for patients with medically refractory idiopathic Parkinson's desease. Various studies have shown that DBS of the subthalamic nucleus (STN) results in increased body weight, the mechanism of which is still unknown. In recent years there were various theories as to the possible mechanism of this weight gain. According to the most interesting theory, weight gain is due to a disruption of the central mechanism that regulates food intake. It is known that the hypothalamus plays a central role in the regulation of energy homeostasis: it receives, processes and interprets orexigenic and anorexigenic signals such as ghrelin, NPY and leptin. The aim of this study was to investigate the possible involvement of STN DBS in the regulation of energy homeostasis, through the disruption of orexigenic and anorexigenic peptides ghrelin, leptin and NPY. Twenty three patients with idiopathic Parkinson’s desease who underwent STN DBS in our clinic were included in our study (15 males - 8 females, age : 65,2 ± 8,9 years, disease duration : 12,7 ± 6chronia ). Each patient was examined at three consecutive time points: 3 days before surgery, 3 and 6 months after surgery. At each clinical appointment all patients underwent body composition measurements including body weight, body mass index (BMI) and fat mass, as well as blood sampling for the measurement of the circulating levels of ghrelin, leptin, NPY and cortisol. Three days before and 6 months after surgery patients were clinically evaluated with the use of the Unified Parkinson's Desease Rating Scale (UPDRS), Schwab and England Scale and Hoehn Yahr scale and the L-dopa daily dose (LEDD) was recorded. The results of our study are summarized as follows : 3 months after surgery there was a significant increase of body weight: (3.09 ± 5.00kg, P = 0.007), with no further increase at 6 months. NPY levels increased significantly 3 months after surgery (p = 0.05), while ghrelin levels increased significantly at 6 months (p = 0.001). Weight gain was significantly correlated with the change of ghrelin and leptin levels at 3 and 6 months respectively. In conclusion, STN DBS seems to temporarily dysregulate the hypothalamic secretion of NPY and ghrelin and weight gain can be attributed to the increased secretion of leptin and ghrelin. Further studies with a larger number of patients are required to confirm the role of peptide dysfunction on weight gain after neurostimulation and to investigate the possible neuroprotective role of DBS, exerted through the increase of ghrelin levels.
|
3 |
Η εγκυμοσύνη μετά τη χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας : Θρεπτική κατάσταση και έκβαση / Pregnancy following bariatric surgery : Nutritional status and outcomeMead, Nancy 09 October 2014 (has links)
Nutritional status during pregnancy and the effects of nutritional deficiencies on pregnancy outcomes following bariatric surgery is an important issue that warrants further study.
Objective: To investigate pregnancy outcomes and nutritional indices following restrictive and malabsorptive procedures.
Setting: University Hospital, Greece.
Methods: We investigated pregnancy outcomes of 113 women who gave birth to 150 children following biliopancreatic diversion (BPD), Roux-en-Y gastric bypass (RYGB) and sleeve gastrectomy (SG) between June 1994 and December 2011. Biochemical indices and pregnancy outcomes were compared among the different types of surgery and to overall 20-year hospital data, as well as to 56 pre-surgery pregnancies in 36 women of the same group.
Results: Anemia was observed in 24.2% and 15.6% of pregnancies following BPD and RYGB, respectively. Vitamin B12 levels decreased postoperatively in all groups, with no further decrease during pregnancy; however, low levels were observed not only after BPD (11.7%) and RYGB (15.6%), but also after SG (13.3%). Folic acid levels increased. Serum albumin levels decreased in all groups during pregnancy, but hypoproteinemia was seen only after BPD. Neonates after BPD had significantly lower average birth weight without a higher frequency of low birth weight defined as less than 2500gr. A comparison of neonatal data between babies born before surgery (BS) and siblings born after surgery (AS) showed that AS newborns had lower average birth weight with no significant differences in body length or head circumference and no cases of macrosomia.
Conclusions: Our study showed reasonably good pregnancy outcomes in this sample population following all types of bariatric surgery provided nutritional supplement guidelines are followed. Closer monitoring is required in pregnancies following malabsorptive procedures especially regarding protein nutrition. / Η θρεπτική κατάσταση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και οι συνέπειες διατροφικών ανεπαρκειών στην έκβαση της, που ακολουθεί μια χειρουργική επέμβαση για κλινική σοβαρή παχυσαρκία αποτελεί θέμα που χρήζει περαιτέρω έρευνας.
Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν η διερεύνηση της θρεπτικής κατάστασης και της έκβασης της εγκυμοσύνης, τόσο στις μητέρες όσο και στα νεογνά, σε γυναίκες που είχαν υποβληθεί στο παρελθόν σε περιοριστικές και δυσαπορροφητικές επεμβάσεις για κλινικά σοβαρή παχυσαρκία.
Μελετήθηκαν 113 γυναίκες που γέννησαν 150 παιδιά μετά από χολοπαγκρεατική εκτροπή (BPD), Roux-en-Y γαστρική παράκαμψη (RYGB) και επιμήκη γαστρεκτομή μεταξύ Ιουνίου 1994 και Δεκεμβρίου 2011. Συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα των θρεπτικών δεικτών και της έκβασης της εγκυμοσύνης μεταξύ των επεμβάσεων καθώς και με τα 20ετή στοιχεία γεννήσεων του νοσοκομείου μας και τα αποτελέσματα από 56 προεγχειρητικές εγκυμοσύνες σε 36 από τις ίδιες γυναίκες.
Αναιμία παρατηρήθηκε σε 24.2% και 15.6% των κυήσεων μετά από BPD και RYGB, αντίστοιχα. Τα επίπεδα της βιταμίνης B12 μειώθηκαν μετεγχειρητικά σε όλες τις ομάδες, χωρίς περαιτέρω μείωση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης• όμως, χαμηλά επίπεδα παρατηρήθηκαν σε κάποιες γυναίκες όχι μόνο μετά από BPD (11.7%) και RYGB (15.6%), αλλά και μετά από SG (13.3%). Τα επίπεδα του φυλλικού οξέος αυξήθηκαν μετεγχειρητικά και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η τιμή της αλβουμίνης μειώθηκε σε όλες τις ομάδες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά υποπρωτεϊναιμία παρατηρήθηκε μόνο μετά από BPD. Τα νεογνά μετά από BPD είχαν χαμηλότερο μέσο όρο βάρους γέννησης (p<0.05), χωρίς να υπάρχει μεγαλύτερη συχνότητα χαμηλού βάρους γέννησης (<2500gr). Η σύγκριση μεταξύ των νεογνών που γεννήθηκαν πριν και μετά το χειρουργείο έδειξε ότι τα νεογνά που γεννήθηκαν μετά είχαν χαμηλότερο βάρος (p<0.001) χωρίς σημαντικές διαφορές στη διάρκεια κύησης, στο μήκος ή στην περίμετρο της κεφαλής και καθόλου μακροσωμία.
Συμπερασματικά, η δική μας μελέτη έδειξε σχετικά καλή θρεπτική κατάσταση και έκβαση στη εγκυμοσύνη μετά από όλους τους τύπους επεμβάσεων στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα εφόσον υπάρχει συστηματική παρακολούθηση και ακολουθούνται οι διατροφικές οδηγίες. Πιο στενή παρακολούθηση χρειάζεται μετά από δυσαπορροφητικές επεμβάσεις ιδιαίτερα ως προς το θέμα της πρωτεϊνικής θρέψης
|
4 |
Ανάπτυξη υπολογιστικής μεθοδολογίας εξόρυξης, ανάλυσης και παρουσίασης δεδομένων πρωτεωμικής καρκινικών δειγμάτωνΑλεξανδρίδου, Αναστασία 17 September 2012 (has links)
Τα πεπτίδια, είτε ως πρωτεϊνικά θραύσματα είτε ως φυσικές οντότητες, χαρακτηρίζονται από την ακολουθία τους και από τα λειτουργικά τους χαρακτηριστικά. Ο σκοπός αυτής της Διδακτορικής Διατριβής είναι η ανάπτυξη μιας μεθοδολογίας εξόρυξης δεδομένων για μοναδικά tags και πεπτιδικά/πρωτεϊνικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου πρωτεώματος καθώς επίσης η ανάλυση και η εφαρμογή αυτών των βιολογικών δεδομένων σε πρωτεϊνες που σχετίζονται με τον καρκίνο.
Δημιουργήθηκε μια αποθήκη αρχείων η οποία περιέχει μοριακά βάρη με ακρίβεια 0.01 Da που συνδέονται με τις αντίστοιχες πεπτιδικές ακολουθίες ανθρώπινων πρωτεϊνών της Swiss-Prot βάσης. Αυτές οι πρωτεϊνες διασπάστηκαν εξαντλητικά παρέχοντας ανεξαρτησία στις πεπτιδικές ακολουθίες από άλλες μεθόδους που βασίζονται στην ενζυματική διάσπαση. Από αυτήν την αποθήκη δεδομένων, διαχωρίστηκαν τα μοριακά βάρη που είναι μοναδικά και φτάνουν μέχρι τα 10 kDa καθώς και οι μοναδικές πεπτιδικές ακολουθίες (μέχρι 10 kDa).
Στα πλαίσια της αξιοποίησης των δεδομένων εξόρυξης για την ταυτοποίηση των πρωτεϊνών, αναπτύχθηκε μια ευρέως διαθέσιμη διαδικτυακή εφαρμογή όπου γίνεται η αντιστοίχιση των μοριακών βαρών υψηλής ανάλυσης με πεπτίδια και πρωτεϊνες.
Μια ακόμη διαδικτυακή εφαρμογή αναπτύχθηκε για να προσφέρει την πληροφορία της μοναδικότητας των μοριακών βαρών και των πεπτιδικών ακολουθιών στο ανθρώπινο πρωτέωμα. Η εφαρμογή μπορεί να αναζητήσει μοναδικά πρωτεϊνικά θραύσματα που προκύπτουν από την εζυματική διάσπαση πρωτεϊνών και να προσφέρει την πληροφορία για όλα τα μοναδικά μοριακά βάρη και τις μοναδικές πεπτιδικές ακολουθίες που περιέχονται σε μια πρωτεϊνη.
Πολλές φορές χρειάζεται η μαζική διαχείριση των πεπτιδίων από λίστες. Για το σκοπό αυτό, αναπτύχθηκε ένας web server ο οποίος διαχειρίζεται τις πεπτιδικές λίστες, αναλύοντας τα χαρακτηριστικά των πεπτιδίων και ομαδοποιώντας τα πεπτίδια σύμφωνα μα αυτά τα χαρακτηριστικά, ενώ οπτικοποιείται η ομαδοποίηση με την χρήση ενός java applet. Το PepServe είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση της κατανομής των πεπτιδικών χαρακτηριστικών για ένα σύνολο πεπτιδίων.
Τέλος, αναλύθηκαν σύνολα πρωτεϊνών που σχετίζονται με διάφορες περιπτώσεις καρκίνων, για πεπτιδικά χαρακτηριστικά. Αυτή η ανάλυση έχει σκοπό την εύρεση πιθανών προτιμήσεων σε χαρακτηριστικά και την εύρεση μοναδικών tags των πρωτεϊνών που σχετίζονται με καρκίνους. Τα μοναδικά tags μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ανακάλυψη βιοδεικτών και την ανάπτυξη νεων φαρμάκων για την πιο αποτελεσματική διάγνωση και θεραπεία. / Peptides, either as protein fragments or as naturally occurring entities are characterized by their sequence and function features. The purpose of the present Ph.D. thesis is to develop a datamining method for unique tags and peptide/protein characteristics in the human proteome and to analyze and apply the derived biological data in cancer-related proteins.
A file repository has been created, containing indexed information that relates molecular masses with an accuracy of 0.01 Da to the corresponding peptides existing in human proteins. These proteins have been deposited in a completely digested protein database (Swiss-Prot) providing independence from any specific enzyme/digestion method. From this repository, the unique molecular masses, ranging from 1 to 10 kDa, and the unique peptide sequences from all the possible sequence fragments (up to 10 kDa) have been mined.
A publicly available web application has been developed which facilitates a high resolution mapping of measured molecular masses to peptides and proteins, irrespectively of the enzyme/digestion method used. Μulti-filtering may be applied in terms of measured mass tolerance, molecular mass and isoelectric point range as well as pattern matching to refine the results
In addition, another publicly available web application has been developed that offers information concerning the uniqueness of molecular masses and peptide sequences in the human proteome. The application is able to search for unique protein fragments derived computationally from enzymatic digestion driven by certain enzymes. Furthermore, the application can list all the unique masses and peptides of a given protein. Through this application, researchers are able to find unique tags, either on a molecular mass level or on a sequence level.
A web server has beed developed that manages peptide lists in terms of feature analysis as well as interactive clustering and visualization of the given peptides. PepServe is a useful tool towards understanding peptide feature distribution among a group of peptides.
Finally, cancer-related proteins have been analyzed producing peptide features and peptide feature’s sequence uniqueness resulting in some feature preferences and peptide unique tags. These unique tags can be used in biomarker discovery, and novel drug development for an efficient diagnosis and treatment.
|
Page generated in 0.0333 seconds