• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 31
  • 1
  • 1
  • Tagged with
  • 33
  • 10
  • 7
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Πετρογραφικά και φυσικά χαρακτηριστικά των ψαμμιτών των περιοχών Ναυπάκτου, Ευήνου και Γούμερου

Κάτσικα, Πηνελόπη 07 October 2011 (has links)
Προσδιορισμός των πετρογραφικών και φυσικών χαρακτηριστικών των ψαμμιτών των περιοχών Ναυπάκτου, Ευήνου και Γούμερου. Μετρήθηκαν ορισμένοι πετρογραφικοί δείκτες, μελετήθηκαν τα πετρώματα με βάση την κλίμακα Udden- Wentworth και πραγματοποιήθηκαν κάποιες δοκιμές με στόχο τον προσδιορισμό του πορώδους. / Determination of physical characteristics and petrography of sandstones of Nafpaktos Evinos and Goumeros. Also, some petrographic indicators measured on the studied rocks based on the Udden-Wentworth scale, and made ​​some tests to determine the porosity.
2

Δείκτες ποιότητας στην κλινική μηχανική. Η σημασία τους για τα ελληνικά νοσοκομεία / Quality indicators in clinical engineering. Their importance to Greek hospitals

Στυλιάρη, Ιωάννα Δανάη 09 January 2012 (has links)
Στόχος αυτής της Διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη των Δεικτών Ποιότητας στην Κλινική Μηχανικη. Οι δείκτες ποιότητας είναι αντικειμενικές, αξιόπιστες, έγκυρες, ποιοτικές μετρήσεις διαδικασιών και χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των διαδικασιών αυτών με όρους ποιότητας. Με τη διαδικτυακή εφαρμογή Web – Praxis, που έχει αναπτυχθεί μέσα από τη συνεργασία του Ινστιτούτου Βιοϊατρικής Τεχνολογίας (ΙΝΒΙΤ) και του εργαστηρίου Ιατρικής Φυσικής του τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Πατρών, συλλέχθησαν και καταγράφηκαν δεδομένα που υπήρχαν στο τμήμα Βιοϊατρικής Τεχνολογίας (ΤΒΙΤ) του Γ.Ν.Ν.Θ.Α. «Η Σωτηρία». Έπειτα, μετα από κατάλληλη επεξεργασία και συζήτησ, επιλέχθηκαν κάποιοι αντιπροσωπευτικοί δείκτες με τους οποίους μελετάται, στα πλαίσια αυτής τησ διπλωματικής εργασίας, εάν ένα μεγάλο ελληνικό νοσοκομείο ικανοποιεί τα πρότυπα της βελτίωσης, της ασφάλειας και της αποδοτικότητας. Ο σχολιασμός των αποτελεσμάτων κα ικανοποιεί τους στόχους της έρευνας και τέλος θα γίνει πρόταση για τη βελτιστοποίηση των εργαλείων και την καλύτερη αξιοποίηση των δεδομλενων, μέσα από νέους δείκτες. / The goal of this Master Diploma Thesis is the investigation of Quality Indicators in Clinical Engineering. A quality indicator is an objective, valid, quantitative measurement of a process: they are used for the evaluation of these processes with terms of quality assurance. With the web - based application Web – Praxis, that has been developed through the collaboration of the Institute of Biomedical Engineering (INBIT) and the University of Patras Medical Physics laboratory, the available data in the Clinical Engineering Department of the General Hospital “H Sotiria” were collected and registered in the program. Afterwards, through the appropriate editing and discussion, some representative quality indicators were chosen, with which it is studied if such a big Greek Hospital satisfies the safety, improvement and efficiency standards. The commentary of the results will satisfy the goals of this research and in the end there will be suggestions for the optimization of the existing tools and for new quality indicators that could improve the performance of the department and satisfy the goals.
3

Εκτίμηση του ποσού των περιεχόμενων φωτοσυνθετικών χρωστικών σε καρπούς με τη χρήση φασμάτων της in vivo ανακλαστικότητας

Κυζερίδου, Αλεξάνδρα 03 May 2010 (has links)
Οι πράσινοι καρποί φέρουν ενεργούς χλωροπλάστες, οι οποίοι επιτελούν φωτοσύνθεση και αναπτύσσονται σε ένα ιδιαίτερο μικροπεριβάλλον, που διαφέρει σημαντικά από αυτό των φύλλων. Συγκεκριμένα, χαρακτηρίζεται από υποξία, πολύ υψηλές συγκεντρώσεις CO2 και χαμηλές εντάσεις φωτός, ιδιαίτερα στα εσώτερα σημεία του καρπού. Οι συνθήκες αυτές διαμορφώνονται από τα ανατομικά χαρακτηριστικά των καρπών και από τον υψηλό μεταβολικό ρυθμό που επιδεικνύουν. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εσωτερικού του καρπού επηρεάζουν αντίστοιχα τα επίπεδα των συνολικών χλωροφυλλών (Chla+b) και τις σχετικές αναλογίες των φωτοσυνθετικών χρωστικών του (Chla/b, Car/Chla+b). Στην παρούσα εργασία, το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στη μελέτη των φωτοσυνθετικών χρωστικών των καρπών και στη σύγκριση του προτύπου που διαμορφώνεται μεταξύ φύλλων, περικαρπίων και σπερμάτων, σε όσο το δυνατόν περισσότερα φυτικά είδη. Για τον σκοπό αυτό επιλέξαμε να αξιοποιήσουμε τους αντίστοιχους δείκτες της in vivo ανακλαστικότητας (NDI, δείκτης Chla/b και PRI) ως μια γρήγορη, ευαίσθητη και μη καταστρεπτική μέθοδο εκτίμησης των φωτοσυνθετικών χρωστικών. Παράλληλα, θέλοντας να ελέγξουμε την αξιοπιστία των ανωτέρω δεικτών ανακλαστικότητας και στους καρπούς, προσδιορίσαμε τα επίπεδα των φωτοσυνθετικών χρωστικών και των σχετικών αναλογιών τους και με την παραδοσιακή μέθοδο της εκχύλισης-φασματοφωτομέτρησης. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν ότι σε όλες τις περιπτώσεις, τα περικάρπια περιέχουν σαφώς λιγότερες συνολικές χλωροφύλλες και ακολουθούν τα σπέρματα με ακόμα λιγότερες. Η σχετική αναλογία Chla/b είναι χαμηλότερη στα περικάρπια και τα σπέρματα έναντι των φύλλων, γεγονός που μπορεί εν μέρει να ερμηνευθεί ως σκιόφιλη προσαρμογή (περίπτωση σπερμάτων). Ωστόσο, οι εξωτερικές (πλήρως φωτιζόμενες) και οι εσωτερικές (σκιαζόμενες) πλευρές των περικαρπίων εμφανίζουν ίδια επίπεδα του λόγου Chla/b στα περισσότερα είδη που μελετήθηκαν. Αυτό μας υποδεικνύει ότι, ενδεχομένως, άλλοι παράγοντες πέραν του φωτός επηρεάζουν τη σχετική αναλογία των δύο χλωροφυλλών. Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε μη αναμενόμενη, αυξημένη σχετική αναλογία των συνολικών καροτενοειδών σε σχέση με τις συνολικές χλωροφύλλες (Car/Chla+b) των περικαρπίων και των σπερμάτων έναντι των αντίστοιχων φύλλων, εύρημα που χρήζει επίσης περαιτέρω μελέτης. / Green fruits contain active chloroplasts, which are driving the reactions of photosynthesis and function in a particular microenvironment, completely different from that of leaves. This microenvironment is characterized by hypoxia, extremely high internal CO2 concentrations and low light intensity, especially in the inner part of the fruit. The above conditions are shaped by fruit anatomical features and their high metabolic rhythm. The special characteristics of the fruit’s internal affect the total chlorophyll concentration (Chla+b), the ratio of Chla to Chlb (Chla/b) and the carotenoid to chlorophylls ratio (Car/Chla+b). In this study, the photosynthetic pigment profile of green fruits (pericarps and seeds) of 15 different species was investigated, with the corresponding leaves serving as controls. To this aim, the appropriate in vivo spectral reflectance indices (NDI, Chla/b index and PRI) were used, as a rapid, sensitive and non-destructive method for photosynthetic pigment estimation. In order to assess the reliability of the above indices in fruits, we estimated in parallel the photosynthetic pigment levels and their ratios with traditional extracting methods. Our results indicated that compared to leaves, pericarps are characterized by lower levels of total chlorophylls followed by seeds with even lower. The Chla/b ratio is lower in pericarps and seeds. As a consequence the lower Chla/b ratio could only partly be attributed to a shade adaptation. However, the exposed and shaded sides of pericarps displayed similar values for Chla/b ratio in the most of the species tested. Moreover, pericarps and seeds showed unexpectedly, higher carotenoid/chlorophyll ratios.
4

Αιμοδυναμικές παράμετροι σε ασθενείς με χρόνια ηπατοπάθεια και κίρρωση ήπατος (κλινική μελέτη με έγχρωμο doppler υπερηχογράφημα σε συνδυασμό με κλινικοεργαστηριακά χαρακτηριστικά και ιστολογική συσχέτιση) / Haemodynamic parameters in patients with chorinic hepatitis and cirrhosis (clinical study with color doppler ultrasonography and histopathologic correlation)

Ηλιόπουλος, Παναγιώτης 21 July 2008 (has links)
H παρούσα μελέτη είχε σαν στόχο την μελέτη και τον προσδιορισμό των αιμοδυναμικών αλλαγών που συμβαίνουν στο ηπατικό παρέγχυμα με τη βοήθεια της απλής (Gray Scale Ultrasonography, GSU) και της έγχρωμης Doppler υπερηχοτομογραφίας (Color Doppler, CDU), στην διάρκεια της χρόνιας ηπατικής νόσου. Ο απώτερος σκοπός ήταν ο διαχωρισμός της χρόνιας νόσου του ήπατος από την αρχόμενη καλά αντιρροπούμενη κίρρωση σε ομάδα ασθενών με ένα καλά τεκμηριωμένο ιστολογικό profil. Για τον λόγο αυτό, έγινε προσπάθεια να απομονωθούν εκείνες οι GSU και CDU παράμετροι που με μεγάλη ακρίβεια διαχώριζαν τους ασθενείς με τη χρόνια ηπατίτιδα από αυτούς που έπασχαν από καλά αντιρροπούμενη κίρρωση αρχικού σταδίου (CIR). / To assess the value of gray scale (GS) and colour Doppler ultrasonography (CDU) in differentiating the progression of chronic viral hepatitis (CVH) and compensated liver cirrhosis (CIR).
5

Υποδείγματα δεικτών διάχυσης (diffusion index models) : μια εφαρμογή σε δεδομένα του ελληνικού πληθωρισμού / Diffusion index models : an application in data of Greek inflation

Κανελλόπουλος, Βασίλειος 01 June 2010 (has links)
Τα υποδείγματα δεικτών διάχυσης χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη χρονοσειρών όπως το ΑΕΠ ή ο πληθωρισμός.Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στην εκτίμηση παραγόντων με την μέθοδο των κύριων συνιστωσών. / Diffusion Index Models are used in forecasts of time series such as GNP or inflation.This method is based on estimation of factors with the method of principal components.
6

Μοριακοί δείκτες στη σταδιοποίηση της λεμφαδενικής νόσου στον καρκίνο του προστάτη

Τορονίδης, Χαράλαμπος 06 September 2010 (has links)
Η αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη (αλλά και των υπόλοιπων νεοπλασματικών νοσημάτων) δεν περιλαμβάνει απλώς την ανεύρεση νέων χημειοθεραπευτικών φαρμάκων. Αφορά και την κατοχύρωση ορισμένων δεικτών που μπορούν να μας δώσουν περισσότερες πληροφορίες για την ύπαρξη της νόσου, αλλά και του σταδίου εξέλιξης που βρίσκεται έτσι ώστε να παίρνονται οι πλέον σωστές αποφάσεις για την διαχείριση του ασθενούς. Η βιβλιογραφική αναφορά που ακολουθεί θα ασχοληθεί εκτενώς με αυτά τα ζητήματα (δηλ. τους δείκτες νόσου/σταδίου νόσου του καρκίνου του προστάτη) και ιδιαίτερα με μια υποομάδα αυτών: των μοριακών δεικτών της σταδιοποίησης της λεμφαδενικής νόσου στον καρκίνο του προστάτη. Αφορά μια πολλά υποσχόμενη μερίδα μοριακών δεικτών στην αντιμετώπιση της συγκεκριμένης νόσου που ενδέχεται να επηρεάσει και την προσέγγιση άλλων συμπαγών όγκων. / Use of new molecular markers for staging of lymph node disease in the prostate cancer.
7

Δείκτες επίδοσης των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα κατά πανεπιστημιακό τμήμα: Ενδείξεις από διαστρωματικές χρονοσειρές / Graduates performance indicators of higher education in the university departments of Greece: Evidence from cross-sectional time series

Δαουλάρη, Νικολίτσα-Ευγενία 08 July 2011 (has links)
Στην παρούσα εργασία διερευνήθηκαν οι προσδιοριστικοί παράγοντες της επίδοσης των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (πανεπιστημιακής) στην Ελλάδα. Για τους σκοπούς της ανάλυσης χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία διαστρωματικών χρονοσειρών σε επίπεδο πανεπιστημιακού τμήματος για την περίοδο 2001-2007 (Ελληνική Στατιστική Αρχή, ΕΛ.ΣΤΑΤ). Ως δείκτης επίδοσης χρησιμοποιήθηκε το ποσοστό των αποφοίτων με βαθμό πτυχίου “άριστα”, “λίαν καλώς” και “καλώς” και ως εκ τούτου το οικονομετρικό υπόδειγμα που εφαρμόστηκε είναι τύπου fractional logit. Βασιζόμενοι στην σχετική διεθνή βιβλιογραφία, ως επεξηγηματικές μεταβλητές χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες ανά πανεπιστημιακό τμήμα για την βάση εισαγωγής, το αντικείμενο σπουδών του τμήματος, την παλαιότητά του, το ποσοστό των φοιτητών που δηλώνουν ως τόπο κατοικίας την ίδια πόλη με αυτή της σχολής καθώς και την αναλογία φοιτητών ανά μέλη ΔΕΠ. Με βάση τα αποτελέσματα βρέθηκε ότι το αντικείμενο σπουδών και η παλαιότητα του πανεπιστημιακού τμήματος αποτελούν τους βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της επίδοσης των αποφοίτων στα ελληνικά πανεπιστήμια. Να σημειωθεί ότι τα παραπάνω αποτελέσματα βρίσκονται σε συμφωνία με αυτά της σχετικής βιβλιογραφίας. / --
8

Προσδιοριστικοί παράγοντες βαθμού αποφοίτησης των πτυχιούχων των τμημάτων Οικονομικής Επιστήμης στην Ελλάδα

Κακαρούμπα, Νικολίτσα 14 October 2013 (has links)
Στην παρούσα εργασία διερευνήθηκαν οι προσδιοριστικοί παράγοντες του βαθμού αποφοίτησης των πτυχιούχων των τμημάτων Οικονομικής Επιστήμης στην Ελλάδα. Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της ανάλυσης προέρχονται από τα δευτερογενή δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και αφορούν απόφοιτους σε επίπεδο πανεπιστημιακού τμήματος για τα έτη 2001-2007. Ως δείκτες επίδοσης χρησιμοποιήθηκε το ποσοστό των αποφοίτων με βαθμό πτυχίου " Άριστα", "Λίαν Καλώς" και "Καλώς". Στην εμπειρική ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν υποδείγματα τύπου "fractional logit" επειδή η προς εξέταση μεταβλητή εμφανίζεται σε ποσοστά. Με βάση προγενέστερες μελέτες, κυρίως σε διεθνές επίπεδο, ως ερμηνευτικές μεταβλητές χρησιμοποιήσαμε το βαθμό εισαγωγής στα τμήματα Οικονομικής Επιστήμης που εξετάζουμε, την παλαιότητα των τμημάτων, το ποσοστό των φοιτητών που φοιτούν στον τόπο μόνιμης κατοικίας τους, την πληθυσμιακή πυκνότητα των νομών όπου είναι εγκατεστημένα τα τμήματα, τους δείκτες ερευνητικής επάρκειας των μελών ΔΕΠ και την αναλογία μελών ΔΕΠ σε κάθε βαθμίδα προς το σύνολό τους. Ακόμα συμπεριλάβαμε το έτος αποφοίτησης, αλλά και την αναλογία εγγεγραμμένων φοιτητών στα πλαίσια του κανονικού ορίου φοίτησης (συνολικά και μόνο τις γυναίκες) και φοιτητών πέραν του κανονικού ορίου φοίτησης προς το σύνολο των εγγεγραμμένων φοιτητών αντίστοιχα. Σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας ανάλυσης ο βαθμός αποφοίτησης των πτυχιούχων των τμημάτων Οικονομικής Επιστήμης δεν διαμορφώνεται με τον ίδιο τρόπο αλλά φαίνεται να διαφέρει συστηματικά μεταξύ των τμημάτων. Ειδικότερα, ο βαθμός εισαγωγής αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα του βαθμού επίδοσης, αποτέλεσμα που συμβαδίζει με τη διεθνή εμπειρική ένδειξη. Περαιτέρω, εμφανίζεται σημαντική η αναλογία μελών ΔΕΠ σε κάθε βαθμίδα προς το σύνολό τους αλλά και το έτος αποφοίτησης. / In this study we investigated the determinants of degree performance of graduates of Economic Departments in Greece.
9

Απόβλητα ελαιοτριβείου και βιολογικές επιπτώσεις τους σε ιστούς του κοινού μυδιού Mytilus galloprovincialis

Δανελλάκης, Δημήτριος 10 June 2013 (has links)
Στην παρούσα μελέτη διερευνώνται οι πιθανές επιπτώσεις των αποβλήτων που προέρχονται από ελαιοτριβεία τριών φάσεων σε ιστούς του μυδιού Mytilus galloprovincialis. Άτομα που εκτέθηκαν για 5 ημέρες σε διαφορετικές αραιώσεις/συγκεντρώσεις του αποβλήτου παρουσίασαν μεγάλη θνησιμότητα σε αραιώσεις 1/1000 και 1/500, ενώ έκθεση των μυδιών σε μεγαλύτερες αραιώσεις του αποβλήτου (1/1000 και 1/10000), έδειξε μικρότερη θνησιμότητα. Οι υπο-θανατογόνες συγκεντρώσεις του αποβλήτου χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση α) της σταθερότητας των λυσοσωμικών μεμβρανών σε αιμοκύτταρα της αιμολέμφου (lysosomal membrane stability/LMS), β) της συχνότητας εμφάνισης μικροπυρήνων (micronuclei frequency/MN) και κυτταρικών ανωμαλιών σε αιμοκύτταρα, γ) της δραστικότητας της ακετυλ-χολινεστεράσης (AChE) στην αιμόλεμφο και τα βράγχια των εκτιθέμενων ατόμων, καθώς και ε) την εκτίμηση των επιπέδων των μεταλλοθειονινών (ΜΤ) στα βράγχια. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, άτομα που εκτέθηκαν σε αραιώσεις 1/1000 και 1/1000 του αποβλήτου, εμφάνισαν σημαντική μείωση του χρόνου αποσταθεροποίησης των λυσοσωμικών μεμβρανών των αιμοκυττάρων τους, με ταυτόχρονη αύξηση της συχνότητας εμφάνισης μικροπυρήνων και κυτταρικών ανωμαλιών. Επιπλέον, σημαντική μείωση της δραστικότητας της AChE παρατηρήθηκε σε όλους τους ιστούς (αιμόλεμφος και βράγχια), σε σχέση με τα αντίστοιχα επίπεδα δραστικότητας που μετρήθηκαν στους ιστούς ατόμων που δεν εκτέθηκαν στο απόβλητο, ενώ σημαντική αύξηση των επιπέδων ΜΤ παρατηρήθηκαν στα βράγχια των εκτιθέμενων ατόμων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το υψηλό οργανικό φορτίο, η μεγάλη συγκέντρωση φαινολών, καθώς και η ύπαρξη μεταλλικών στοιχείων μπορεί να ευθύνονται για την πρόκληση των επιβλαβών επιπτώσεων του αποβλήτου σε υδρόβιους οργανισμούς, όπως τα Δίθυρα μαλάκια, προκαλώντας σημαντικές βλάβες τόσο σε κυτταρικό όσο και σε μοριακό επίπεδο. / The present study investigates the biological effects of olive oil mill wastewaters (OMW) on tissues of mussels Mytilus galloprovincialis. Mussels exposed to different quantities of OMW (dilution factors 1/100 and 1/500) for 5 days showed increased levels of mortality, while mussels’ mortality observed after exposure to lower quantities of the OMW (dilution factors 1/1000 and 1/1000) was negligible. According to the latter, prepathological alterations occurred in tissues of mussels exposed to sub-lethal concentrations of OMW were further investigated with the use of stress-indices, such as lysosomal membrane stability (via the neutral red retention time assay/NRRT), acetylcholinesterase (AChE) activity, metallothionein (MT) content and micronuclei frequency (MN). According to the results of the present study, decreased NRR time values and significantly elevated levels of MN and nuclear abnormalities were observed in haemocytes of exposed mussels in each case. Moreover, mussels exposed to either 1/1000 or 1/10000 diluted OMW showed significantly decreased levels of AChE activity in haemolymph and gills, as well as increased MT levels in gills, compared with levels measured in the respective tissues of control mussels. The results of the present study indicates that biological effects of OMW could be due to the high organic loading toxicity of OMW, its high levels of phenolic compounds, as well as the presence of metallic anions, thus giving rise to the hypothesis that short-time exposure of marine organism to OMW could resulted in the induction of severe cytotoxic and genotoxic damage.
10

Θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με IgA νεφροπάθεια με βάση κλασικούς και νεότερους δείκτες εξέλιξης της νόσου

Γερόλυμος, Μιλτιάδης 05 August 2014 (has links)
Η ΙgΑ νεφροπάθεια αποτελεί την πιο συχνή μορφή πρωτοπαθούς σπειραματονεφρίτιδας η οποία αντιμετωπίζεται με την εφαρμογή διαφόρων θεραπευτικών σχημάτων. Στο πρώτο σκέλος της παρούσας διδακτορικής διατριβής, αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα θεραπευτικών σχημάτων που χορηγήθηκαν με βάση τα κλινικά και ιστολογικά χαρακτηριστικά των ασθενών με ΙgΑ νεφροπάθεια για περίοδο παρακολούθησης 5 ετών. Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν 50 ασθενείς, οι οποίοι χωρίστηκαν σε 4 ομάδες. Ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία και πρωτεϊνουρία <1,0 g/24h δεν έλαβαν ειδική αγωγή (Ομάδα Α, n=6). Ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, πρωτεϊνουρία >1,0 g/24h και με ήπια έως μέτρια μεσαγγειακή υπερπλασία και διαμεσοσωληναριακή συμμετοχή αντιμετωπίστηκαν με αγωγή που περιελάμβανε α-ΜΕΑ και κορτικοστεροειδή (Ομάδα Β, n=23). Ασθενείς με αρχική κρεατινίνη ορού Scr<2,5 mg/dL, πρωτεϊνουρία >3,5 g/24h και/ή μέτριες έως σοβαρές ιστολογικές αλλοιώσεις αντιμετωπίστηκαν με συνδυασμό α-ΜΕΑ, κορτικοστεροειδών και άλλων ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων (Ομάδα Γ, n=18). Ασθενείς με αρχική τιμή Scr >2,5 mg/dL, με παρουσία σοβαρής σπειραματοσκλήρυνσης και διαμεσοσωληναριακής βλάβης αντιμετωπίστηκαν μόνο με α-ΜΕΑ και ιχθυέλαια (Ομάδα Δ, n=3). Από τους 50 ασθενείς, οι 9 (18%) παρουσίασαν διπλασιασμό της αρχικής κρεατινίνης ορού, 2 από την ομάδα Β (8,7%), 5 από την ομάδα Γ (27,7%) και 2 από την ομάδα Δ (66,7%). Από τους 7 ασθενείς που εμφάνισαν νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, ένας ήταν από την ομάδα Β (4,3%), 4 από την ομάδα Γ (22%) και 2 από την ομάδα Δ (66,7%). Ύφεση της πρωτεϊνουρίας παρατηρήθηκε σε όλους τους ασθενείς της ομάδας Β και σε 15 ασθενείς της ομάδας Γ (83,3%). Παρενέργειες παρατηρήθηκαν σε 3 (7,3%) ασθενείς που έλαβαν ανοσοκατασταλτική αγωγή. Σε ασθενείς με IgA νεφροπάθεια η χορήγηση εξατομικευμένου θεραπευτικού σχήματος που βασίζεται στα κλινικά και ιστολογικά χαρακτηριστικά ενός εκάστου των ασθενών φαίνεται ότι μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη του μέγιστου θεραπευτικού αποτελέσματος με τον ελάχιστο κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών. Στο δεύτερο σκέλος μελετήθηκαν δυνητικά πρώιμοι δείκτες εξέλιξης της νεφρικής βλάβης τόσο στον νεφρικό ιστό, όσο και σε ούρα ασθενών. Μελέτες στο γονιδίωμα και το πρωτέωμα υποδηλώνουν ότι η τρανσγελίνη πιθανόν εμπλέκεται στην νεφρική βλάβη μέσω ενεργοποίησης των μυοϊνοβλαστών. Σε τομές νεφρικού ιστού 67 ασθενών έγινε ανίχνευση με ανοσοϊστοχημική μέθοδο και ανοσοφθορισμό και ποσοτική εκτίμηση της παρουσίας αφενός μεν της τρανσγελίνης αφετέρου της α-ακτίνης των λείων μυϊκών ινών (α-SMA), γνωστού δείκτη ενεργοποίησης των μυοϊνοβλαστών στο νεφρικό ιστό. Έκφραση της τρανσγελίνης και της α-SMA εντοπίστηκαν στα σπειράματα και στο διάμεσο χώρο. Σε ασθενείς με IgA νεφροπάθεια και εστιακή τμηματική σπειραματοσκλήρυνση η έκφραση της τρανσγελίνης ήταν εντονότερη από αυτήν της α-SMA. Η ανοσοϊστοχημική έκφραση της τρανσγελίνης σχετιζόταν με το βαθμό σπειραματικής σκλήρυνσης (p=0,035) και ίνωσης του διάμεσου χώρου (p=0,047), με το βαθμό μεσαγγειακής υπερπλασίας (p=0,034), με την ύφεση της λευκωματουρίας (p=0,041) και την έκβαση της νεφρικής λειτουργίας (p=0,009). Η μελέτη συνεντοπισμού των τρανσγελίνης και α-SMA στο νεφρικό ιστό έδειξε ότι σε κάποιες περιοχές οι δύο πρωτεΐνες εκφράζονταν ταυτόχρονα και σε άλλες περιοχές κάθε πρωτεΐνη εκφραζόταν χωριστά. Έντονη παρουσία της τρανσγελίνης παρατηρήθηκε στο νεφρικό ιστό ασθενών με διάφορους τύπους σπειραματονεφριτίδων. Η παρουσία μυοϊνοβλαστών που παράγουν τρανσγελίνη ή α-SMA ή και τις δύο πρωτεΐνες μαζί, υποδηλώνει την πιθανή παρουσία διαφορετικών υποπληθυσμών μυοϊνοβλαστών στο νεφρικό ιστό ασθενών με διάφορους τύπους σπειραματονεφριτίδων. Επιπλέον, προσδιορίστηκαν τα επίπεδα απέκκρισης προφλεγμονωδών (IL-2, IL-17, TNF-α, INF-γ, IL-6) και αντιφλεγμονωδών (IL-4, IL-10, TGF-β1) κυτταροκινών καθώς και της χημειοκίνης MCP-1 σε ούρα ασθενών με IgA νεφροπάθεια και συγκρίθηκαν με αυτά υγειών εθελοντών δοτών καθώς και ασθενών με διαφόρους τύπους σπειραματο-νεφρίτιδας που βρίσκονταν σε κλινική ύφεση της νόσου. Μελετήθηκαν 97 ασθενείς με πρωτοπαθή σπειραματονεφρίτιδα και όλοι ήταν σε κλινική ύφεση μετά από ανοσοκατασταλτική αγωγή. Από τους 97 ασθενείς, οι 31 είχαν IgA νεφροπάθεια (IgAΝ), οι 36 μεμβρανώδη (MN) και οι 30 νόσο ελαχίστων αλλοιώσεων ή εστιακή τμηματική σπειραματοσκληρυνση (MC/FSGS). Τα επίπεδα των Th-κυτταροκινών και της MCP-1 μετρήθηκαν σε τυχαίο δείγμα ούρων και συγκρίθηκαν με τα επίπεδα 17 υγειών εθελοντών δοτών. Οι ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα, σε σύγκριση με τους υγιείς, είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα απέκκρισης σε όλες τις κυτταροκίνες που μελετήθηκαν, εκτός από την IL-4 και τον TNF-α. Στην ομάδα των ασθενών διαπιστώθηκε ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων του TGF- β1 και της MCP-1 (p=0,000, r=0,721). Σε ασθενείς με IgAΝ εντοπίστηκαν σημαντικές διαφορές στην απέκκριση των IL-2 (p=0,0345), IL-17A (p=0,005), TNF-α (p=0,0098), TGF-β1 (p=0,0092) και MCP-1 (p=0,0301) σε σύγκριση με ασθενείς με MN και στην απέκκριση της IL-2 σε σχέση με ασθενείς με MC/FSGS (p=0,0018). Η παρατήρηση αυτή υποδηλώνει τη συνεχιζόμενη παρουσία φλεγμονώδους διαδικασίας στο νεφρικό ιστό των ασθενών με διαφόρους τύπους σπειραματονεφριτίδων ακόμα και μετά την επίτευξη ύφεσης. Η διαφορετική έκφραση των Th κυτταροκινών μεταξύ των διαφόρων τύπων σπειραματονεφριτίδων μπορεί να αντανακλά ειδικούς δείκτες εξέλιξης της νεφρικής βλάβης αλλά αυτό απαιτεί περαιτέρω μελέτη. Η συνύπαρξη τόσο της Th1/Th17 όσο και της Th2 απόκρισης ενδεχομένως υποδηλώνει την πιθανή ύπαρξη ενός ανοσορυθμιστικού μηχανισμού που στοχεύει στην ανοσολογική ομοιόσταση του νεφρικού ιστού, ο οποίος χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. / IgA nephropathy represents a common glomerular disease treated by various therapeutic regimens. In the first part of the current thesis, the effect of different therapeutic regimens based on the severity of clinical and histological involvement, in the clinical outcome of patients with IgA nephropathy over a follow-up period of 5 years was estimated. Fifty patients were included in the study and were divided in four groups. Patients with normal renal function and proteinuria <1g/24h received no treatment (Group A, n=6). Patients with normal renal function, proteinuria >1g/24h and mild to moderate histological lesions received angiotensin converting enzyme inhibitors (ACEi) and corticosteroids (Group B, n=23). Patients with baseline serum creatinine (Scr) <2.5mg/dl, proteinuria >3.5g/24h and severe histological lesions received ACEi, corticosteroids and other immunosuppressive drugs (Group C, n=18). Patients with Scr >2.5mg/dl, glomerulosclerosis and tubulointerstitial fibrosis received ACEi and fish oil (Group D, n=3). Doubling of baseline Scr was observed in 9 of 50 patients (18%), 2 from group B (8.7%), 5 from group C (27.7%) and 2 from group D (66.7%). Out of 7 (14%) who reached ESRD, 1was from group B (4.3%), 4 from group C (22%) and 2 from group D (66.7%). Reduction of proteinuria was observed in all patients from group B and in 15 from group C (83.3%). Adverse reactions occurred in 3 (7.3%) patients treated with immunosupressive drugs. The choice of therapeutic regimen used in the treatment of patients with IgA nephropathy could be based on the severity of clinical and histological involvement in order to achieve the maximun effect with less adverse reactions. In the second part potential early markers for progression of renal injury in both kidney tissue and urine of patients were studied. Genomic and proteomic studies suggest that transgelin represents a protein that may be involved in renal injury. Transgelin was identified in biopsy sections of 67 patients by immunohistochemistry and immunofluorescence. Its distribution was compared to that of α-smooth muscle actin (α-SMA), a marker of myofibroblast activation in the kidney. Transgelin and α-SMA expression was identified within glomeruli and interstitium. In patients with IgA nephropathy and focal segmental glomerulosclerosis, glomerular expression of transgelin was higher than that of α-SMA. The extent of transgelin immunostaining was related to mesangial proliferation (p=0.034), glomerular sclerosis (p=0.035), interstitial fibrosis (p=0.047) and to the clinical course (p=0.009). Colocalization studies showed that in some areas of kidney tissue both proteins were expressed with comparable intensity, whereas in other areas expression of either transgelin or α-SMA was predominant. Strong transgelin expression was observed in renal tissue of patients with glomerulonephritis. The observed differences in the pattern of transgelin and α-SMA expression suggest that either different subpopulation of myofibroblasts exist, or that these proteins are activated at different stages of renal injury/scarring. Moreover, the levels of pro-inflammatory (IL-2, IL-17, TNF-α, INF-γ, IL-6) and anti-inflammatory (IL-4, IL-10, TGF-β1) cytokines as well as chemokine MCP-1 excretion in the urine of patients with IgA nephropathy were measured and compared with those of healthy individuals and patients with various types of glomerulonephritis after clinical remission of the disease. Ninety seven patients with primary glomerulonephritis were studied. All patients were in clinical remission following immunosuppressive treatment. The original diagnoses were IgA nephropathy (IgAN) in 31, membranous nephropathy (MN) in 36, and minimal changes disease or focal segmental glomerulosclerosis (MC/FSGS) in 30 out of 97 patients. Th- cytokine and MCP-1 levels were measured in a random urine sample and compared to those of 17 healthy individuals. Subgroup analysis of various types of GN was also performed. Patients with glomerulonephritides had significantly higher urinary levels of all tested cytokines, apart from IL-4 and TNF-α, in comparison to healthy individuals. A strong positive correlation of TGF- β1 concentration in the urine with that of MCP-1 was noted in patients with various glomerulonephritides (p=0.000, r=0.721). Subgroup analysis showed statistically significant differences in the concentration of IL-2 (p=0.0345), IL-17A (p=0.005), TNF-α (p=0.0098), TGF-β1 (p=0.0092) and MCP-1 (p=0.0301) between patients with IgAN and MN. Furthermore, a significant difference was observed in the urinary levels of IL-2 between patients with IgAN and those with MC/FSGS (p=0.0018). Th-cytokines and MCP-1 urinary levels of IgAN patients in clinical remission showed an ongoing inflammation of renal tissue. The different concentration of Th cytokines in various types of GN, may represent specific markers of disease activity but this needs to be further investigated. The coexistence of Th1/Th17 and Th2 immune responses may suggest the presence of an immunoregulatory mechanism that triggers renal immune homeostasis.

Page generated in 0.0508 seconds