• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 32
  • Tagged with
  • 32
  • 16
  • 9
  • 9
  • 8
  • 7
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Κράτος και επιλογή στελεχών της εκπαίδευσης : Ο λόγος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας (1964-2004)

Αλεξανδρόπουλος, Γεώργιος 30 April 2014 (has links)
Η ακόλουθη μελέτη επιδιώκει να φωτίσει τη δράση δύο σημαντικών φορέων δράσης του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, του υπουργείου Παιδείας και της Δ.Ο.Ε., σχετικά με την επιλογή των στελεχών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η προσπάθειά μας έγκειται στο να αναδείξουμε όσα συμβαίνουν ή δε συμβαίνουν τη στιγμή που η επίσημη πολιτεία και ο οργανωμένος κλάδος των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αλληλεπιδρούν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το προαναφερόμενο πρόβλημα. Το ερευνητικό μας υλικό συνίσταται από γραπτά τεκμήρια (νόμοι, προεδρικά διατάγματα, τεύχη του δημοσιογραφικού οργάνου της ΔΟΕ (Διδασκαλικό Βήμα), δελτία τύπου, ανακοινώσεις, αποφάσεις, ψηφίσματα). Για την περιγραφή και την ανάλυση αυτών των κειμένων χρησιμοποιούμε τη μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου. Για το σκοπό αυτό διαμορφώθηκε επαγωγικό σύστημα κατηγοριών, κατηγοριών δηλαδή που πήγασαν από τα δεδομένα των υπό ανάλυση κειμένων. Η θεωρητική προσέγγιση που υιοθετούμε αντλεί το εννοιολογικό της περιεχόμενο από τρεις περιοχές της πολιτικής επιστήμης: τις θεωρίες περί πολιτικής κυριαρχίας, τις απόψεις για τις ομάδες πίεσης, καθώς και τους κορπορατιστικούς ιδεότυπους διαμεσολάβησης συμφερόντων. Οι πρώτες μας παρέχουν μια εικόνα της λειτουργίας του κράτους. Οι δεύτερες αναλύουν τη δράση της Δ.Ο.Ε. ως ομάδας συμφερόντων, ενώ με την τρίτη θεώρηση επιδιώκουμε τη συνάρθρωση των δύο φορέων (Δ.Ο.Ε. – ΥΠ.Ε.Π.Θ.), έναν τρόπο σύνδεσης των οργανωμένων συμφερόντων ενός κοινωνικού χώρου με τις δομές του κράτους. Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η ισχύς του κράτους και των αποφάσεων του πολιτικού συστήματος στα ζητήματα της στελέχωσης της εκπαίδευσης είναι καταλυτική. Το πολιτικό πεδίο δύναμης διαθέτει τη νομιμοποιημένη δυνατότητα παρέμβασης στα περισσότερα από τα στάδια της επιλεκτικής διαδικασίας. Το σημαντικότερο όλων: μπορεί να καθορίζει τη νομική παραγωγή, η οποία με τη σειρά της ρυθμίζει σε μεγάλο βαθμό το συγκεκριμένο ζήτημα. Η Δ.Ο.Ε. θα παραγάγει θέσεις για το στελεχιακό (δυναμικό), οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις δε θα διαμορφωθούν ανταποκριτικά σε αντίστοιχες πρωτοβουλίες του υπουργείου Παιδείας. Η τελευταία διαπίστωση είναι ιδιαίτερα εμφανής μετά το 1980. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα, τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα πριν το 1974. Η υπαγωγή των σχέσεων των δύο φορέων σε κορπορατιστικές λογικές διαμεσολάβησης συμφερόντων εντοπίζεται σε αρκετά τμήματα των δεδομένων. Απαιτεί, όμως, περαιτέρω επεξεργασία. Τα ευρήματα την επιβεβαιώνουν μόνο εν μέρει. Η πρόταξη των επιλογών του κράτους δε συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τον κορπορατιστικό «χειρισμό» ή την εξασφάλιση της συναίνεσης της Δ.Ο.Ε. (εκτός από τη σαφή περίπτωση της επταετίας). Η τελευταία εκδοχή προσιδιάζει περισσότερο σε λογικές κρατισμού, παρά στις κορπορατιστικές αντίστοιχες. Τέλος, το πεδίο έρευνας γίνεται περισσότερο πολύπλοκο εξαιτίας των επιβιώσεων σε κάθε περίοδο άλλων μορφών άρθρωσης συμφερόντων (συντεχνιασμός, αυταρχικός κορπορατισμός, πελατειακές σχέσεις). Η προσπάθεια διαφύλαξης του ερευνητικού εγχειρήματος απαιτεί την περαιτέρω εξέταση της πλευράς αυτής. Επιπλέον, την πιθανή συλλογή πρόσθετων δεδομένων και τη διαμόρφωση νέων / διαφορετικών αναλύσεων, προκειμένου να σχηματίσουμε μια πιο σαφή εικόνα για τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών της χώρας μας, αλλά και για το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα. / The aim of this study is to shed light on the action of two major actors of the Greek educational system; the Ministry of Education and the Hellenic Primary School Teachers' Federation (H.P.S.T.F.), during the years 1964-2004, regarding the selection of administrative executives. Our effort lies in highlighting what is happening or not happening, when the State and the organized sector of primary school teachers interact and deal with the aforementioned problem. Our research material consists of written documents (laws, decrees, Issues of the journal of the H.P.S.T.F. “Didaskaliko Vima”, press releases, announcements, decisions, resolutions). For the description and analysis of the texts we use the method of content analysis. For this purpose an inductive system of categories was formed, i.e. the categories derive from the actual content of the analyzed texts. The theoretical approach, which we adopt, draws its conceptual content from three areas of political science: the theories of sovereignty, the views on lobbying and the ideal type of corporatist mode of interest intermediation. The first area provides an insight into the function of the State. The second area analyzes the action of H.P.S.T.F as an interest group, while with the third area we seek to interlink the two stakeholders (H.P.S.T.F - Ministry of Education), thus looking for a way to relate the organized interests with the Solid State Structures. Our findings prove that the power of the state and the strength of the political system’s decisions, regarding educational staffing issues, are crucial. The political field of force has the legitimate power to intervene in most stages of the selection process. Most importantly it can determine the lawmaking, which in turn determines this matter to a large extent. The H.P.S.T.F takes a stand on staffing issues, which in many cases are not on the same line with the initiatives of the Ministry of Education. This became especially evident after 1980, whereas this was not the case before 1974. The fact that the relations between the two actors have been incorporated under the corporatist logic of interest intermediation can be traced in most of the findings. Nevertheless further processing is required because the findings only partially confirm this fact. The fact that the State’s decisions precede, does not necessarily imply the corporatist "handling" of the issue or that the consent of the H.P.S.T.F is guaranteed (apart from the clear case of the dictatorship). The last approach is more akin to the logic of Statism, rather than to the corresponding corporatist logics. Finally, the research field becomes more complicated because of the survival in each period of other forms of interest group systems (guild mentality, authoritarian corporatism, clientelism). The effort to preserve the product of the research endeavor requires further examination of this aspect. Moreover, a collection of additional data is potentially required, as well as a new / different analysis, in order to gain a clearer picture of the Teachers’ Unions in our country and of the educational system, itself.
12

Αποτίμηση μεθόδων εκπαίδευσης τεχνητών νευρωνικών δικτύων και εφαρμογές

Λιβιέρης, Ιωάννης 31 August 2009 (has links)
Τα τεχνητά νευρωνικά δίκτυα είναι μια μορφή τεχνητής νοημοσύνης, τα οποία αποτελούνται από ένα σύνολο απλών, διασυνδεδεμένων και προσαρμοστικών μονάδων, οι οποίες συνιστούν ένα παράλληλο πολύπλοκο υπολογιστικό μοντέλο. Μέχρι σήμερα έχουν εφαρμοστεί επιτυχημένα σε ένα ευρύ φάσμα περιοχών για την επίλυση προβλημάτων ταξινόμησης ή πρόβλεψης, όπως η βιολογία, η ιατρική, η γεολογία, η φυσική κ.ά. Σε αυτήν την εργασία θα ασχοληθούμε με την εκπαίδευση τεχνητών νευρωνικών δικτύων ανά πρότυπο εισόδου. Αυτή η προσέγγιση θεωρείται κατεξοχήν κατάλληλη για περιπτώσεις όπου η εκπαίδευση διαθέτει σημαντικό χρόνο και απαιτεί μεγάλο αποθηκευτικό χώρο, όπως συμβαίνει συχνά όταν έχουμε μεγάλα σύνολα προτύπων ή/και δίκτυα. Μέχρι σήμερα έχουν προταθεί πολλοί αλγόριθμοι εκπαίδευσης νευρωνικών δικτύων, καλύπτοντας ο ένας τα κενά του άλλου, σχεδιασμένοι ώστε να επιλύουν τα προβλήματα που παλιότερα ήταν δύσκολο να επιλυθούν. Στόχος της εργασίας είναι η εκτενής ανάλυση και αξιολόγηση των αλγορίθμων εκπαίδευσης καθώς και η ικανότητα γενίκευσης των εκπαιδευόμενων δικτύων σε μια ποικιλία προβλημάτων από τους τομείς τις ιατρικής και της βιοπληροφορικής. Επίσης επηρεασμένοι από τη δυνατότητα για την επίτευξη καλύτερης απόδοσης θα μελετήσουμε την συμβολή των νευρωνικών δικτύων στη μηχανική μάθηση. Συγκεκριμένα θα αποτιμήσουμε τη συνεισφορά των νευρωνικών δικτύων στη δημιουργία αξιόπιστων συστημάτων αποφάσεων χρησιμοποιώντας τεχνικές συνδυασμού ταξινομητών. Τέλος, θα μελετήσουμε τις δυνατότητες συνδυασμού τους με διάφορες άλλες κατηγορίες ταξινομητών μηχανικής μάθησης για την ανάπτυξη ισχυρότερων υβριδικών συστημάτων εξαγωγής πληροφορίας. / Literature review corroborates that artificial neural networks are being successfully applied in a variety of regression and classification problems. Due of their ability to exploit the tolerance for imprecision and uncertainty in real-world problems and their robustness and parallelism, artificial neural networks have been increasingly used in many applications. It is well-known that the procedure of training a neural network is highly consistent with unconstrained optimization theory and many attempts have been made to speed up this process. In particular, various algorithms motivated from numerical optimization theory have been applied for accelerating neural network training. Moreover, commonly known heuristics approaches such as momentum or variable learning rate lead to a significant improvement. In this work we compare the performance of classical gradient descent methods and examine the effect of incorporating into them a variable learning rate and an adaptive nonmonotone strategy. We perform a large scale study on the behavior of the presented algorithms and identify their possible advantages. Additionally, we propose two modifications of two well-known second order algorithms aiming to overcome the limitations of the original methods.
13

Η ιδέα της "ισορροπίας της φύσης" στη σκέψη φοιτητών επιστημών της εκπαίδευσης

Αμπατζίδης, Γεώργιος 21 March 2011 (has links)
Η ιδέα της «ισορροπίας της φύσης» αποτελεί μια μεταφορά που υπονοεί πως στη φύση υπάρχει σταθερότητα και τάξη, η οποία υπαγορεύεται από ένα «δημιουργό» ή την ίδια τη φύση, και άρα προβλεψιμότητα. Η «ισορροπία της φύσης» ξεκίνησε ιστορικά ως ένα στοιχείο του αρχαίου πολιτισμού που εντοπίζεται σε διάφορες κοσμοθεωρίες, αλλά ενσωματώθηκε και στην επιστήμη της οικολογίας και έφτασε να την επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό από την εμφάνισή της ως νέας επιστήμης μέχρι και πριν μερικά χρόνια. Η ιδέα της «ισορροπίας της φύσης» έχει αναθεωρηθεί στο πλαίσιο της οικολογίας με τη διαμόρφωση νέων θεωριών και μοντέλων για τη λειτουργία της φύσης, αλλά εξακολουθεί να κυριαρχεί στην κοινωνία ως προς την περιβαλλοντική στάση και κουλτούρα της ως συνόλου, τη χάραξη στόχων και στρατηγικών από περιβαλλοντικές, μη κυβερνητικές οργανώσεις, αλλά και τη χάραξη των επίσημων πολιτικών διαχείρισης και προστασίας του περιβάλλοντος. Ακόμα, η ιδέα της «ισορροπίας της φύσης» κυριαρχεί στη σχολική επιστήμη όπου παρουσιάζεται στα σχολικά εγχειρίδια και στη σκέψη των παιδιών όλων των ηλικιών και των νεαρών ενηλίκων, όπως προκύπτει από έρευνες στο χώρο της διδακτικής της βιολογίας. Η κυριαρχία της ιδέας της «ισορροπίας της φύσης» στην εκπαιδευτική πραγματικότητα φαίνεται να δρα ως εμπόδιο στην οικοδόμηση της επιστημονικής γνώσης των παιδιών για τη φύση (δηλαδή στην προσέγγιση των σύγχρονων μοντέλων για τη λειτουργία της), αλλά και στην ανάπτυξη περιβαλλοντικά υπεύθυνης στάσης και συμπεριφοράς απέναντι σε αυτή. Υπαγορεύοντας ότι οι συνέπειες των παρεμβάσεών μας στη φύση είναι αναστρέψιμες, η ιδέα αυτή δημιουργεί την ψευδαίσθηση των «μαγικών» λύσεων, ενώ όπως έχει φανεί, η εφαρμογή της στις πολιτικές διαχείρισης της φύσης μπορεί να οδηγεί τα οικοσυστήματα σε αποτελέσματα που δεν είναι ούτε «κανονικά», ούτε «προβλέψιμα». Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, είναι σκόπιμη μία συστηματική προσπάθεια αποσταθεροποίησης της ιδέας της «ισορροπίας της φύσης» στο πλαίσιο της εκπαίδευσης. Αυτή προϋποθέτει ασφαλώς το σχεδιασμό ενός κατάλληλου μαθησιακού περιβάλλοντος, ο οποίος με τη σειρά του προϋποθέτει την ανίχνευση των ιδεών των μαθητών, καθώς σύμφωνα με τον εποικοδομισμό, που έχει επικρατήσει έναντι πιο παραδοσιακών επιστημολογικών ή γνωστικών προσεγγίσεων, η προηγούμενη γνώση του υποκειμένου έχει καθοριστική σημασία στην οικοδόμηση νέας γνώσης από αυτό. Η έρευνα με τίτλο «η ιδέα της “ισορροπίας της φύσης” στη σκέψη φοιτητών επιστημών της εκπαίδευσης» ανιχνεύει τις αντιλήψεις που έχουν σε σχέση με την ιδέα της «ισορροπίας της φύσης», παιδιά που έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έχουν εισαχθεί στην τριτοβάθμια, και διερευνά το πώς αυτές οι αντιλήψεις ενσωματώνονται στους συλλογισμούς που αυτά αναπτύσσουν για φυσικές διαταραχές ή ανθρώπινες παρεμβάσεις στη φύση. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν πως η ιδέα της «ισορροπίας της φύσης» είναι καλά εδραιωμένη στον τρόπο με τον οποίο οι φοιτητές σκέφτονται για τη φύση. Για τους περισσότερους φοιτητές η «ισορροπία της φύσης» είναι μια πραγματικότητα και μέσα από αυτό το πρίσμα συζητούν και κάνουν προβλέψεις για τα οικοσυστήματα. Ακόμα, φαίνεται ότι οι φοιτητές θεωρούν πως ο άνθρωπος με τις ενέργειές του μπορεί να ενισχύσει και να προστατεύσει αυτή την «ισορροπία», και οι διαταραχές που προκαλούνται από ανθρώπινη δραστηριότητα θεωρούνται ιδιαίτερα κρίσιμες. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν πως στην πλειοψηφία τους οι μαθητές των οποίων οι ιδέες διερευνήθηκαν σκέφτονται για τη λειτουργία της φύσης μέσα από το πρίσμα της ύπαρξης μιας «ισορροπίας», και προσφέρουν υλικό για το σχεδιασμό ενός μαθησιακού περιβάλλοντος το οποίο θα προωθεί τα νέα μοντέλα λειτουργίας της φύσης και θα επιχειρεί να αποσταθεροποιήσει την έννοια της «ισορροπίας» η οποία, όπως αναφέρθηκε, δρα ως εμπόδιο στην εκπαίδευση και στην κοινωνική πρακτική. / -
14

Εκπαιδευτική πολιτική για την ποιότητα της εκπαίδευσης : ο σχολικός σύμβουλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης / Educational policy for the quality in educatio : the school consultant of primary education

Μπαρτζάκλη, Μαριάννα 07 April 2011 (has links)
Η παρούσα διατριβή ασχολείται με την έννοια της Ποιότητας της Εκπαίδευσης και συγκεκριμένα εστιάζεται στο ρόλο και τη δράση του Σχολικού Συμβούλου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο θέμα αυτό ως υπεύθυνου για την επιστημονική και παιδαγωγική καθοδήγηση και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Οι πολιτικές για την ποιότητα φαίνεται ότι δεν προέρχονται από την ελληνική παράδοση ή και τις ελληνικές εκπαιδευτικές προτεραιότητες. Είναι περισσότερο επίδραση της συμμετοχής της χώρας σε υπερ-εθνικούς και διεθνείς θεσμούς και μορφώματα. Κατά συνέπεια, η μελέτη αυτή εκκινεί από τη διττή διαπίστωση πως η διερεύνηση της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής για την εκπαίδευση δεν μπορεί παρά να εστιάζει ταυτόχρονα, τόσο στο διεθνές περιβάλλον (ΕΕ και μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί) όσο και στις ιδιαιτερότητες του εθνικού μέσα από τις δράσεις φορέων που μπορούν να διαμορφώσουν, να επηρεάσουν ή να καθορίσουν την τελική επιτυχία μιας οποιασδήποτε δέσμης πολιτικών αποφάσεων κατά την εφαρμογή τους. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται απόπειρα να αναλυθεί η έννοια της Ποιότητας της Εκπαίδευσης, να διερευνηθεί το πώς προσεγγίζεται από τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς και πώς σχεδιάζεται και εν τέλει υλοποιείται ως εκπαιδευτική πολιτική. Στη συνέχεια, ενδιαφέρει το πώς αυτή η πολιτική μεταφέρεται, εφαρμόζεται και προσαρμόζεται τελικά στην ελληνική πραγματικότητα. Μέσα από την ανάλυση περιεχομένου κειμένων διεθνών οργανισμών, ευρωπαϊκών νομοθετικών κειμένων, ελληνικών νομοθετημάτων και του Διδασκαλικού Βήματος (1993-2008) καθώς και την ανάλυση ημί-δομημένων συνεντεύξεων σε 28 Σχολικούς Συμβούλους Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης επιχειρείται η ανάλυση και ερμηνεία τόσο των πολιτικών για την εκπαίδευση, διεθνώς και στην Ελλάδα, όσο και το ρόλο του Σχολικού Συμβούλου σε αυτές. Στα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύονται και ερμηνεύονται οι λόγοι απόστασης θέσπισης και εφαρμογής των νομοθετημάτων που παρατηρείται στην ελληνική εκπαιδευτική πολιτική. Ακόμα συγκαταλέγονται τα εμπόδια που συναντά ο Σχολικός Σύμβουλος κατά τη δράση του, οι περιορισμοί της δράσης του καθώς επίσης και τα περιθώρια που έχει να αναπτύξει πρακτική που στοχεύει στην ποιότητα της εκπαίδευσης. Προς επικύρωση αλλά και ανάδειξη της καλής πρακτικής χρησιμοποιούνται ευρήματα έρευνας πεδίου σε εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. / The present thesis deals with the subject of quality in education. More specifically it deals with the role and action of the Scholikou Symvoulou of Primary Education. This person in the Greek educational system is responsible for the scientific and pedagogical guidance, consultation and the evaluation of teachers. It seems that the Greek educational policies that concerns quality in education do not have roots in the Greek educational tradition. They come as a result and consequence to the Greek’s participation in International Organizations and Unions. The dissertation focus starts from the dual point that the study of Greek educational policy should consider on the one hand the international makers of educational policy (European Union and International Organizations) and on the other the national specific under which the action of players who can modify, affect or determine the final success of political decision in their implementation. In this context we attempt to understand the meaning of quality in education, to study how this notion is used by the international organizations and how it is formulated and implemented in the Greek educational system. Through the content analysis of documents of International Organizations, of the European Union, of the Greek regulative framework and of the journal “Didaskaliko Vima” (1993-2008) and also the findings of the 28 semi-structured interviews of Scholikous Symvoulous we attempt on the one hand to analyze and explain the implementation of the Greek regulative framework and on the other to clarify and analyze the role and actions of Scholikou Symvoulou. The findings of the research bring to light the gap between formulation and implementation of the Greek educational policy that concerns quality in education. Furthermore the findings bring to light the obstacles, the restrictions of his/ her action but also the ways that he/ she has to develop action that promotes quality in education. In order to make clear this action that promotes quality, findings are used from semi-structured interviews to teachers.
15

Θεματολογικές και θεωρητικές τάσεις στην αρθρογραφία της τελευταίας πενταετίας (2004-2009) στην ιστορία της εκπαίδευσης στο παράδειγμα των επιστημονικών περιοδικών "History of Education Quatrerly", "History of Education", "Historica Paedagogica" και "Θέματα Ιστορίας Εκπαίδευσης" / Thematological and theoritical tedencies in the atricles of the last five years (2004-2009) in history of education in the example of the scientific journals "History of Education Quatrerly", "History of Education", "Historica Paedagogica" and "Subjects of History of Education"

Κοκκινάκη, Δήμητρα 09 January 2012 (has links)
Σε αυτήν την εργασία αξιοποιούνται οι συνεισφορές από τα τέσσερα πλέον σημαντικά επιστημονικά περιοδικά Ιστορίας της Εκπαίδευσης: History of Education Quarterly, History of Education, Historica Paedagogica και Θέματα Ιστορίας Εκπαίδευσης, τα οποία εξετάζονται σε θεματολογικό και θεωρητικό επίπεδο. Στόχος της είναι: η ανίχνευση, συστηματική καταγραφή και ανάδειξη θεματολογικών και θεωρητικών τάσεων στα τέσσερα αυτά περιοδικά το διάστημα 2004-2009, η διερεύνηση της προέλευσης, ακαδημαϊκής και γεωγραφικής των αρθρογράφων τους, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα με βάση τις πρόσφατες διεθνείς επιστημονικές εξελίξεις στην Ιστορία της Εκπαίδευσης. Πρόκειται για έρευνα σε τρία αγγλόφωνα περιοδικά και ένα ελληνικό, ή με βάση την ακαδημαϊκή προέλευση των αρθρογράφων τους δύο ευρωπαϊκά, ένα αμερικάνικό και ένα ελληνικό. Βασική σε αυτήν την εργασία είναι η αντίληψη ότι τα επιστημονικά περιοδικά αποτελούν σημαντικούς φορείς εκφοράς επιστημονικής γνώσης σε ειδικούς τομείς εκπαίδευσης. Παρουσιάζονται οι θεματικές και θεωρητικές τάσεις των τεσσάρων περιοδικών και συγκρίνονται οι σχέσεις ομοιότητας και διαφοράς που προκύπτουν. Η θεωρητική κατάταξη στηρίζεται στην αναζήτηση και τον εντοπισμό των κοινωνικών θεωριών στην εκπαίδευση και ειδικότερα στην ανίχνευση των συγκρουσιακών και φιλελεύθερων κοινωνικών θεωριών των άρθρων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλες σημαντικές θεωρίες που δε συμπεριλαμβάνονται σε αυτά τα πλαίσια. Η ανάλυση δείχνει ότι τα ευρωπαϊκά περιοδικά συγκλίνουν ως προς τη θεματικής τους κατάταξη, ενώ το αμερικανικό διαφοροποιείται. Αναφορικά όμως με τη θεωρητική τους κατάταξη παρατηρείται αξιοσημείωτη ομοιογένεια. Τα αποτελέσματα συζητούνται λαμβάνοντας υπόψιν τις σχέσεις τους με τα ευρύτερα κοινωνικο-πολιτικά, οικονομικά, πολιτισμικά και εκπαιδευτικά δεδομένα, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Βασική θεωρείται η αντίληψη ότι οι συστατικές συνθήκες των διανοητικών σχηματισμών αλλάζουν μαζί με τις κοινωνικές συνθήκες. Η μελέτη αυτή επικεντρώνεται στην πενταετία 2004-2009, διότι το διάστημα αυτό σημειώθηκαν ραγδαίες εξελίξεις σε όλους τους τομείς της ζωής. Η ερμηνεία των εκπαιδευτικών εξελίξεων, ειδικά των τελευταίων χρόνων και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, είναι αποτέλεσμα πρωτίστως των τεράστιων αλλαγών που έχουν συντελεστεί έξω από το χώρο του σχολείου: μεταβιομηχανική, μετανεωτερική κοινωνία παγκοσμιοποίηση, κοσμοπολιτισμός, πλανητική αλληλεξάρτηση, διαπολιτισμική επικοινωνία, εποχή του διεθνισμού κυριαρχία της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, οικονομία της γνώσης και των παγκόσμιων πόλεων μονοκρατορία μιας υπερδύναμης, κοινωνία της γνώσης ή των πληροφοριών, εποχής πληροφορίας, επιστημονική διεθνοποίηση, εισαγωγή της έννοιας του δικτύου, είναι ορισμένες από τις βασικές έννοιες που εξετάζονται. Οι συνθήκες αυτές διαμόρφωσαν και την παγκόσμια ιστορία. Από τα τέλη του 20ου αι. σημειώθηκε το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων και των καθολικών θεωριών, που υποκίνησε την εμφάνιση των μαύρων, Λατίνων, ομοφυλοφίλων, γυναικών, αντρών, μετα-αποικιακές, μετα-κοσμικές, μετα-εθνικές, οπτικές, υλικές και άλλες ιστορίες. Τα σύγχρονα δεδομένα επιβάλλουν τη διαμόρφωση σφαιρικής ιστορικής συνείδησης, οι ιστορικοί, επιζητούν να καταστήσουν τον κόσμο ως σημείο αναφοράς. Και η εκπαίδευση προσπαθεί να συμβαδίσει με τις σύγχρονες ανάγκες των καιρών, όπως προκύπτουν από την κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας που ξεπρόβαλλε από την τεχνολογική επανάσταση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι θεματικές και θεωρητικές τάσεις των τεσσάρων περιοδικών παρουσιάζονται, οι βασικοί θεωρητικοί και θεματικοί τους άξονες περιγράφονται και οι ιδιαίτερες σχέσεις τους με την κοινωνική πραγματικότητα αξιολογούνται. Τα συμπεράσματα που προκύπτον είναι ενδεικτικά της στενής σχέσης που υπάρχει μεταξύ εκπαίδευσης και κοινωνίας και λειτουργούν ενθαρρυντικά για περαιτέρω έρευνα, και προτρεπτικά για μεγαλύτερη συμμετοχή των Ελλήνων κυρίως επιστημόνων στο διεθνή επιστημονικό χώρο Iστορίας της Εκπαίδευσης. / In this study the contributions of the most important scientific journals in the History of Education, are valuated in a thematological and theoritical level. Its aim is: the detection, systematic recording and appointment of thematological and theoritical tendencies og this four magazines during the period 2004-2009, the investigation of the origin, academic and geografic of the writters, in order to conduct conclusions due to the recent international scientific developments ih the History of Education. It involves research into three anglophone magazines and one greek or due to ths academic origin of its writters, two europpean, one american and one greek. Basic to this work is the view that scintific magazines constitute significant institutions of scientific knowledge of srecific aducational sectors.The thematological and theoritical tedencies of ths four journals are presented and the relations of difference and resemblance are compared. The theoretical classification is supported in the search and the localisation of social theories in the education and more specifically in the detection the conflict and liberal social theories of the articles, without meaning the absence of other important theories that are not included in these frames.The analysis shows that the European magazines converge as for their thematic classification, while American is differentiated. Relatively however with their theoretical classification is observed remarkable homogeneity.The results are discussed taking in mind their relations with the wider sociopolitical, economically, cultural and educational data, in national and international level. Basic is considered the perception that the constitutive conditions of mental shapings change with the social conditions. This study is focused in the period 2004-2009, because during this interval rapid developments in all the sectors of life were taken place. The interpretation of educational developments, specifically the last years and in Greece and in the abroad, is result of mainly enormous changes that has taken place outside from the space of school: industrial society globalisation, cosmopolitanism, planitjki' interdependence, cross-cultural communication, season of internationalism sovereignty of economy of free market, economy of knowledge and world cities autocracy of superpower, society of knowledge or information, season of information, scientific internationalisation, import of significance of network, are certain from the basic significances that are examined.This conditions shaped also the world history. The 20th century was marked by the end of big narrations and catholic theories, that instigated the appearance of blacks, Latins, homosexuals, women, men, colonial, secular, national, optical, material and other histories. The modern data impose the configuration of overall historical conscience, the historians, seek to render the world as point of report. Education as well tries to keeps pace with the modern needs of times, as they result from the society of knowledge and information that emerged from the technological revolution. In this frame, the thematic and theoretical tendencies of four journals are presented, their main theoretical and thematic axes are described, their particular relations with the social reality are also evaluated. The conclusions that emegre are indicatively of narrow relation that exists between education and society and function encouraging for further research, and bigger attendance of Greek mainly scientists in the international scientific space of History of Education.
16

Μη γραμμικές μέθοδοι συζυγών κλίσεων για βελτιστοποίηση και εκπαίδευση νευρωνικών δικτύων

Λιβιέρης, Ιωάννης 04 December 2012 (has links)
Η συνεισφορά της παρούσας διατριβής επικεντρώνεται στην ανάπτυξη και στη Μαθηματική θεμελίωση νέων μεθόδων συζυγών κλίσεων για βελτιστοποίηση χωρίς περιορισμούς και στη μελέτη νέων μεθόδων εκπαίδευσης νευρωνικών δικτύων και εφαρμογών τους. Αναπτύσσουμε δύο νέες μεθόδους βελτιστοποίησης, οι οποίες ανήκουν στην κλάση των μεθόδων συζυγών κλίσεων. Οι νέες μέθοδοι βασίζονται σε νέες εξισώσεις της τέμνουσας με ισχυρά θεωρητικά πλεονεκτήματα, όπως η προσέγγιση με μεγαλύτερη ακρίβεια της επιφάνεια της αντικειμενικής συνάρτησης. Επιπλέον, μία σημαντική ιδιότητα και των δύο προτεινόμενων μεθόδων είναι ότι εγγυώνται επαρκή μείωση ανεξάρτητα από την ακρίβεια της γραμμικής αναζήτησης, αποφεύγοντας τις συχνά αναποτελεσματικές επανεκκινήσεις. Επίσης, αποδείξαμε την ολική σύγκλιση των προτεινόμενων μεθόδων για μη κυρτές συναρτήσεις. Με βάση τα αριθμητικά μας αποτελέσματα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι νέες μέθοδοι έχουν πολύ καλή υπολογιστική αποτελεσματικότητα, όπως και καλή ταχύτητα επίλυσης των προβλημάτων, υπερτερώντας σημαντικά των κλασικών μεθόδων συζυγών κλίσεων. Το δεύτερο μέρος της διατριβής είναι αφιερωμένο στην ανάπτυξη και στη μελέτη νέων μεθόδων εκπαίδευσης νευρωνικών δικτύων. Προτείνουμε νέες μεθόδους, οι οποίες διατηρούν τα πλεονεκτήματα των κλασικών μεθόδων συζυγών κλίσεων και εξασφαλίζουν τη δημιουργία κατευθύνσεων μείωσης αποφεύγοντας τις συχνά αναποτελεσματικές επανεκκινήσεις. Επιπλέον, αποδείξαμε ότι οι προτεινόμενες μέθοδοι συγκλίνουν ολικά για μη κυρτές συναρτήσεις. Τα αριθμητικά αποτελέσματα επαληθεύουν ότι οι προτεινόμενες μέθοδοι παρέχουν γρήγορη, σταθερότερη και πιο αξιόπιστη σύγκλιση, υπερτερώντας των κλασικών μεθόδων εκπαίδευσης. Η παρουσίαση του ερευνητικού μέρους της διατριβής ολοκληρώνεται με μία νέα μέθοδο εκπαίδευσης νευρωνικών δικτύων, η οποία βασίζεται σε μία καμπυλόγραμμη αναζήτηση. Η μέθοδος χρησιμοποιεί τη BFGS ενημέρωση ελάχιστης μνήμης για τον υπολογισμό των κατευθύνσεων μείωσης, η οποία αντλεί πληροφορία από την ιδιοσύνθεση του προσεγγιστικού Eσσιανού πίνακα, αποφεύγοντας οποιαδήποτε αποθήκευση ή παραγοντοποίηση πίνακα, έτσι ώστε η μέθοδος να μπορεί να εφαρμοστεί για την εκπαίδευση νευρωνικών δικτύων μεγάλης κλίμακας. Ο αλγόριθμος εφαρμόζεται σε προβλήματα από το πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης και της βιοπληροφορικής καταγράφοντας πολύ καλά αποτελέσματα. Επίσης, με σκοπό την αύξηση της ικανότητας γενίκευσης των εκπαιδευόμενων δικτύων διερευνήσαμε πειραματικά και αξιολογήσαμε την εφαρμογή τεχνικών μείωσης της διάστασης δεδομένων στην απόδοση της γενίκευσης των τεχνητών νευρωνικών δικτύων σε μεγάλης κλίμακας δεδομένα βιοϊατρικής. / The contribution of this thesis focuses on the development and the Mathematical foundation of new conjugate gradient methods for unconstrained optimization and on the study of new neural network training methods and their applications. We propose two new conjugate gradient methods for unconstrained optimization. The proposed methods are based on new secant equations with strong theoretical advantages i.e. they approximate the surface of the objective function with higher accuracy. Moreover, they have the attractive property of ensuring sufficient descent independent of the accuracy of the line search, avoiding thereby the usual inefficient restarts. Further, we have established the global convergence of the proposed methods for general functions under mild conditions. Based on our numerical results we conclude that our proposed methods outperform classical conjugate gradient methods in both efficiency and robustness. The second part of the thesis is devoted on the study and development of new neural network training algorithms. More specifically, we propose some new training methods which preserve the advantages of classical conjugate gradient methods while simultaneously ensure sufficient descent using any line search, avoiding thereby the usual inefficient restarts. Moreover, we have established the global convergence of our proposed methods for general functions. Encouraging numerical experiments on famous benchmarks verify that the presented methods provide fast, stable and reliable convergence, outperforming classical training methods. Finally, the presentation of the research work of this dissertation is fulfilled with the presentation of a new curvilinear algorithm for training large neural networks which is based on the analysis of the eigenstructure of the memoryless BFGS matrices. The proposed method preserves the strong convergence properties provided by the quasi-Newton direction while simultaneously it exploits the nonconvexity of the error surface through the computation of the negative curvature direction without using any storage and matrix factorization. Our numerical experiments have shown that the proposed method outperforms other popular training methods on famous benchmarks. Furthermore, for improving the generalization capability of trained ANNs, we explore the incorporation of several dimensionality reduction techniques as a pre-processing step. To this end, we have experimentally evaluated the application of dimensional reduction techniques for increasing the generalization capability of neural network in large biomedical datasets.
17

Απόφοιτοι του τομέα Οικονομίας-Διοίκησης των Τεχνικών Επαγγελματικών Εκπαιδευτηρίων και αγορά εργασίας

Χατζηγαρυφάλλου, Ευφροσύνη 31 August 2009 (has links)
Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια σύνδεσης της τεχνικής εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Για το λόγο αυτό, στόχος της διατριβής είναι η διερεύνηση της απασχόλησης των αποφοίτων σε θέσεις εργασίας που έχουν άμεση σχέση με τις σπουδές τους, δηλαδή η αντιστοίχιση της εκπαίδευσης με την απασχόληση. Η έρευνα(ποιοτική και ποσοτική)αναπτύχθηκε στους Νομούς Θεσσαλονίκης και Αχαϊας και βασίστηκε σε δομημένο ερωτηματολόγιο. Από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε διαπιστώθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα εξής: η ανεργία μεταξύ των αποφοίτων είναι πολύ υψηλή εφόσον σε μεγάλο ποσοστό εργοδοτών τα πτυχία των αποφοίτων δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα. Επιπλέον, οι απόφοιτοι δηλώνουν ότι μέχρι σήμερα ετεροαπασχολούνται σε εργασίες άσχετες με την εκπαίδευσή τους, ενώ πολλοί είναι και εκείνοι που δεν έχουν εργασθεί ποτέ, επειδή δε βρίσκουν καμία εργασία στην ειδικότητά τους ή σε άλλη ειδικότητα. Τα συμπεράσματα της έρευνας δίνουν έναυσμα για τη διατύπωση προτάσεων που θα συμβάλλουν στην επίλυση του προβλήματος της ανεργίας των αποφοίτων της τεχνικής εκπαίδευσης,όπως η ανανέωση των προγραμμάτων σπουδών, και η εφαρμογή πρακτικής άσκησης των μαθητών σε επιχειρήσεις, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ουσιαστικής αρωγής της ουσιαστικής αρωγής της πολιτείας. / Until today, it has not been made any effort to connect the vocational education with labour market. For this reason, the aim of the thesis is the examination of the employment of graduates in job positions that are directly ralated with their studies, which means matching and schooling. The research (qualitive and quantitive) was developed in Prefecture of Thessaloniki and Achaia and was based on a strustured questionnaire. The results of the research, among others, are the following: The unemployment level is very high among the graduates, by the time that a great percentage of employers do not recognize their diplomas. Moreover, almost half of the graduates declare that until today they are employed in jobs, irrelevant to their education, while many others have never been employed because they could not find any job in their speciality or in any else. The conclusions of the research can be taken as a suggestion for the solution of unemployment problem of graduates of vocational education, like the renewal of time- tables and application of practice of students in enteprices, that can be achieved only through the essential help of public sector.
18

Προσόντα και ικανότητες των εκπαιδευτών ενηλίκων στην Ελλάδα : η περίπτωση του Εθνικού Προγράμματος Εκπαίδευσης Εκπαιδευτών

Παπασπύρου, Γεωργία 06 November 2008 (has links)
Η ανεπαρκής εκπαίδευση των εκπαιδευτών αποτελεί ένα ζήτημα που διαχρονικά τίθεται στο πεδίο της Εκπαίδευσης Ενηλίκων στην Ελλάδα. Με δεδομένο πως η τυπική και μη-τυπική εκπαίδευση στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έντονη προσκόλληση στο δασκαλοκεντρικό πρότυπο, στις περισσότερες των περιπτώσεων η διδακτική παρέμβαση των εκπαιδευτών ενηλίκων δομείται κατά τρόπο ασύμβατο με τα επιστημονικά δεδομένα της Εκπαίδευσης Ενηλίκων, τις αρχές μάθησης, τα χαρακτηριστικά και τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής μάθησης των ενηλίκων εκπαιδευομένων. Στην εργασία αυτή διερευνάται ο βαθμός στον οποίο η υλοποίηση εξειδικευμένων προγραμμάτων, όπως εν προκειμένω το Εθνικό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Εκπαιδευτών, μπορεί να συνεισφέρει στην απόκτηση εκείνων των ικανοτήτων και προσόντων που θεωρούνται απαραίτητα για την αποτελεσματική παρέμβαση των εκπαιδευτών ενηλίκων / The inadequate training of trainers constitutes an issue which ages since has been reckoned in the field of Adult Education in Greece. Given that the formal and non formal education in Greece is characterized by intense adherence to the teacher-centered model, in most cases the teaching intervening of adult trainers is constructed incompatibly to the scientific facts of Adult Education, the principles of learning, the characteristics and the prerequisites of the Adult trainees’ effective learning. The present study aims to investigate the degree in which the materialization of specific programs, as in this case the “National Program of Trainers training” can contribute to the acquirement of those skills and qualifications which are considered to be essential to the effective intervening of adult trainers
19

Οι προτιμώμενοι τρόποι μάθησης, στο πλαίσιο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, σύμφωνα με το μοντέλο εμπειρικής μάθησης του Kolb: Η περίπτωση των μεταπτυχιακών φοιτητών στα προγράμματα “Σπουδές στην εκπαίδευση” και “Εκπαίδευση ενηλίκων” του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου

Θανοπούλου, Μαρία 21 October 2011 (has links)
Στην παρούσα έρευνα επιχειρείται η διερεύνηση των προτιμώμενων τρόπων μάθησης των μεταπτυχιακών φοιτητών στα προγράμματα σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου «Σπουδές στην Εκπαίδευση» και «Εκπαίδευση Ενηλίκων», στο πλαίσιο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Ως ερμηνευτικό πλαίσιο της έρευνας χρησιμοποιείται η θεωρία της εμπειρικής μάθησης του Kolb. Η συλλογή των δεδομένων στηρίχθηκε στη μέθοδο της επισκόπησης, με εργαλείο μέτρησης το ερωτηματολόγιο. Από την ποσοτική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων διαπιστώνεται η τάση των μεταπτυχιακών φοιτητών προς τον συγκλίνοντα μαθησιακό τύπο. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η μεθοδολογία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης εμπίπτει στις προτιμώμενες μαθησιακές συνθήκες του συγκεκριμένου μαθησιακού τύπου. / This research focuses on the attempt to look into the learning preferences of Hellenic Open University’s post graduate students, in the fields of “Education” and “Adult Education”, that they study in the context of open and distance learning methodology. The interpretative context of the research is formed by Kolb’s theory of experiential learning. The research method is based on the questionnaire. The quantitative processing of data ascertains the tendency of post graduate students towards convergent learning style. The results demonstrate that the methodology of open and distance education, as a learning environment, supports the preferences which associate with convergent learning style.
20

Πολιτισμικές διαφορές και κοινωνικές ανισότητες : κοινωνική ανισότητα κι εκπαίδευση διαφοροποιημένων πολιτισμικά μαθητών στην ελληνική βιβλιογραφία της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης

Βλάχος, Κωνσταντίνος 09 January 2012 (has links)
Η παρουσία μαθητών στο ελληνικό σχολείο που προέρχονται από ποικίλα γλωσσικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα έφερε νέα δεδομένα στην άσκηση του εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού έργου και ανέδειξε αιτήματα για ισοτιμία μορφωτικών ευκαιριών για όλους τους μαθητές, για εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών μάθησης, για ανάπτυξη κινήτρων ισότιμης και ενεργούς συμμετοχής όλων των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αυτά τα σύνθετα αλλά και πολύπλοκα θέματα περιέχονται στο γενικότερο προβληματισμό της αντιμετώπισης ζητημάτων ετερότητας, που ως ευαίσθητοι εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε μόνο θεωρητικά αλλά και μέσα από τις πραγματικές συνθήκες της σχολικής τάξης. Με την εργασία αυτή προσπαθούμε να διερευνήσουμε κατ΄ αρχήν πώς είναι αντιληπτή στην ελληνική βιβλιογραφία η εκπαίδευση των μαθητών που προέχονται από ποικίλα γλωσσικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα και κατά πόσο η ένταξή τους στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα σχετίζεται με επιβάρυνση της κοινωνικής τους θέσης και τις αντίστοιχες κοινωνικές ανισότητες. Βασική μας υπόθεση στην εργασία είναι ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι προσανατολισμένο προς μια πολιτική αφομοίωσης των μαθητών που προέρχονται από ποικίλα γλωσσικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα , η οποία επιβεβαιώνεται αφ΄ ενός από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο και αφ΄ ετέρου από το σύνολο της σχετικής ελληνικής βιβλιογραφίας. Σκοπός της εργασίας αποτελεί η εξέταση της ελληνικής βιβλιογραφίας στη διαπολιτισμική εκπαίδευση στο πώς αξιολογεί το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα σε ότι αφορά την εκπαίδευση και αντιμετώπιση των γλωσσικά και πολιτισμικά διαφοροποιημένων μαθητών. Γίνεται επίσης μια σύντομη αναφορά στα μοντέλα εκπαίδευσης των μεταναστών μαθητών, τα οποία ακολουθήθηκαν από διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα, για να αναδειχθεί μετά από σύγκριση η σπουδαιότητα του διαπολιτισμικού μοντέλου, το οποίο κρίνεται ως το αποτελεσματικότερο και το καλύτερο σήμερα για την αντιμετώπιση των διακρίσεων όσο και των σχολικών αποτυχιών των μεταναστών μαθητών. Μέσα από βιβλιογραφική διερεύνηση των παραγόντων που επιδρούν στη διαδικασία εκπαίδευσης και ένταξης των «άλλων» μαθητών έχουμε σαν στόχο την ανίχνευση των αιτιών μιας σειράς προβλημάτων άμεσα συνδεδεμένων με τη σχολική επίδοση αυτών των μαθητών, ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά και να μην οδηγούνται στην περιθωριοποίηση και τον σχολικό αποκλεισμό. Η διαπολιτισμική εκπαίδευση οφείλει να δώσει μια απάντηση στην πολυπολιτισμικότητα του ελληνικού σχολείου και θα αφορά όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από εθνικές, γλωσσικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Πρέπει να καταπολεμήσει την μονοπολιτισμική και εθνοκεντρική λογική, που είναι έντονη στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. / --

Page generated in 0.0511 seconds