• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 17
  • Tagged with
  • 17
  • 16
  • 14
  • 14
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Το οικονομικό και το πολιτισμικό κεφάλαιο των εκπαιδευομένων των ΣΔΕ, καθώς και οι προσδοκίες τους στην περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η περίπτωση του ΣΔΕ Αγ. Αναργύρων

Κυριαζοπούλου, Ευανθία 03 May 2015 (has links)
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι αφενός να διερευνήσει το οικονομικό και πολιτισμικό κεφάλαιο των εκπαιδευομένων του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ) Αγίων Αναργύρων κι αφετέρου να ανιχνεύσει τις προσδοκίες που αναμένουν από την αύξηση του συνολικού τους κεφαλαίου μέσω της αξιοποίησης του νεοαποκτηθέντος απολυτηρίου τους. Επιπλέον, αναζητά τον βαθμό ταύτισης των προσδοκιών τους με τους διακηρυγμένους στόχους του θεσμού των ΣΔΕ. Το θεωρητικό πλαίσιο της έρευνάς μας βασίζεται στη θεωρία της πρακτικής του Pierre Bourdieu η οποία συνδέει το κεφάλαιο με την έξη (habitus) και το πεδίο. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με τη χρήση 14 ημι-δομημένων συνεντεύξεων και η επεξεργασία τους με ποιοτική ανάλυση περιεχομένου. Τα ερευνητικά μας ευρήματα κατέδειξαν ότι υπάρχει διαφοροποίηση των προσδοκιών μεταξύ των ενήλικων εκπαιδευομένων οι οποίες οφείλονται στις ενσωματωμένες «έξεις» τους καθώς και στο διαφορετικό οικονομικό και πολιτισμικό τους κεφάλαιο. Διαπιστώνεται επίσης ότι οι προσδοκίες των εκπαιδευομένων κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης δεν ταυτίζονται με τους διακηρυγμένους στόχους των ΣΔΕ, όσον αφορά τη μετάβασή τους στο πεδίο της εργασίας. / The purpose of this study is to investigate on the one hand, the economic and cultural capital of learners of Second Chance School (SCS) of Ag. Anargiroi and on the other hand, to detect their expectations on the increase of their total capital by boosting their qualifications through the newly acquired High school degree. Furthermore, the research focuses on to what extent their expectations meet the stated goals of the institution of SCSs. The theoretical framework of our research is based on the theory of practice by Pierre Bourdieu, which connects the capital both with the exis (habitus) and social field. The data collection was performed by using the technique of 14 semi-structured interviews which were thereafter processed with the use of qualitative content analysis. The surveyed data showed that there is a variation among adult learners’ expectations which were mostly due to their embodied "habitus", as well as, their different economic and cultural capital. What is more, the results demonstrated that the learners’ expectations during the period of economic crisis do not identify with the stated goals of SCS regarding their transition to the field of labor.
12

Ημερήσια παραγωγή αβγών και ενδιαίτημα ωοτοκίας του γαύρου, Engraulis encrasicolus (Linnaeus, 1758), στο ΒΑ Αιγαίο / Daily egg production and spawning habitat of anchovy, Engraulis encrasicolus (Linnaeus, 1758), in NE Aegean

Σχισμένου, Ευδοξία 28 June 2007 (has links)
Στην παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε εκτίμηση της αναπαραγόμενης βιομάζας του ευρωπαϊκού γαύρου, Engraulis encrasicolus, στην περιοχή του Βορειοανατολικού Αιγαίου (Θρακικό Πέλαγος, Κόλπος Καβάλας, Στρυμωνικός Κόλπος, Λήμνος) τα έτη 2003 και 2004 με τη Μέθοδο Ημερήσιας Παραγωγής Αβγών (DEPM). Για την εφαρμογή της μεθόδου πραγματοποιήθηκαν δύο ωκεανογραφικά ταξίδια με το Ε/Σ «ΦΙΛΙΑ» κατά το μέγιστο της ωοτοκίας του γαύρου τον Ιούνιο του 2003 και του 2004. Στη διάρκεια τους συλλέχθηκαν δείγματα ιχθυοπλαγκτού για την εκτίμηση της ημερήσιας παραγωγής αβγών, ενώ πραγματοποιήθηκαν και λήψεις κατακόρυφων διατομών θερμοκρασίας και αλατότητας σε εκτεταμένο δίκτυο σταθμών. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες ενήλικων ατόμων γαύρου είτε επί του επαγγελματικού στόλου των γρι-γρι της περιοχής, είτε με την πελαγική τράτα του «ΦΙΛΙΑ», τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση της αναλογίας φύλου, της γονιμότητας ομάδας, της συχνότητας ωοτοκίας και του μέσου βάρους των θηλυκών. Όσον αφορά στις περιβαλλοντικές συνθήκες, το 2003 παρατηρήθηκε αυξημένη στρωματοποίηση των υδάτων, χαμηλότερη επιφανειακή αλατότητα και υψηλότερες τιμές χλωροφύλλης-α, διαφορές που πιθανώς οφείλονται σε αυξημένη εκροή νερού της Μαύρης Θάλασσας. Και τα δύο έτη η βιομάζα του ζωοπλαγκτού ήταν περίπου ίδια. Μέσω απλής ανάλυσης πηλίκου για το χαρακτηρισμό του αναπαραγωγικού ενδιαιτήματος του γαύρου, βρέθηκε ότι και τις δύο χρονιές η ωοτοκία πραγματοποιήθηκε σε νερά με χαμηλή αλατότητα (<34.5), πλούσια σε χλωροφύλλη-α και ζωοπλαγκτό. Αντίθετα, τα θερμοκρασιακά εύρη κατά τις δύο χρονιές διέφεραν, γεγονός που φαίνεται να αντανακλά περισσότερο τις διαφορές θερμοκρασίας ανάμεσα στα δύο έτη παρά διαφορετική προτίμηση για ωοτοκία. Επιπλέον, το 2004 η παραγωγή αβγών ήταν μειωμένη, το πεδίο αναπαραγωγής είχε συρρικνωθεί και η ωοτοκία ήταν επικεντρωμένη στην περιοχή του Θρακικού. Για την εκτίμηση της συχνότητας ωοτοκίας πραγματοποιήθηκε ιστολογική ανάλυση των θηλυκών γονάδων του γαύρου, από την οποία προέκυψε ότι ενώ τα στάδια ανάπτυξης των υγιών ωοκυττάρων ήταν παρόμοια με περιγραφές για το είδος Engraulis mordax, τα στάδια της ατρησίας παρουσίασαν ορισμένες διαφορές. Αυτές αφορούσαν στην εμφάνιση καφε-κίτρινων χρωστικών (χαρακτηριστικό γνώρισμα της δ-ατρησίας) στο τέλος της β-ατρησίας. Επιπλέον, η απορρόφηση των κενών ωοθυλακίων διαρκούσε δύο ημέρες σε αντίθεση με παρατηρήσεις για το Engraulis mordax, όπου παρατηρούνταν και κενά ωοθυλάκια τριών ημερών, διαφορά που οφείλεται στις υψηλότερες θερμοκρασίες του ΒΑ. Αιγαίου σε σχέση με περιοχές αναβλύσεων. Οι παράμετροι των ενηλίκων που προέρχονταν από δείγματα της επαγγελματικής και πειραματικής αλιείας δεν εμφάνισαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Αντίθετα, διαφορές παρατηρήθηκαν ανάμεσα στα δύο έτη όσον αφορά στις παραμέτρους του μέσου βάρους, της συχνότητας ωοτοκίας και της γονιμότητας. Συγκεκριμένα, το 2004 τα ψάρια ήταν βαρύτερα, πιο εύρωστα και απελευθέρωναν μεγαλύτερο αριθμό αβγών ανά μικρότερα χρονικά διαστήματα. Αν λάβει κανείς υπ’όψιν ότι το 2004 η αναπαραγόμενη βιομάζα ήταν σημαντικά μικρότερη ενώ η βιομάζα του ζωοπλαγκτού παρέμεινε η ίδια, οι παραπάνω διαφορές μπορούν να εξηγηθούν από φαινόμενα εξάρτησης των παραμέτρων αυτών από την πυκνότητα του πληθυσμού (density dependence). Η αναπαραγόμενη βιομάζα το 2004 (6251t) ήταν σημαντικά μειωμένη και αντιστοιχούσε σχεδόν στο 1/3 της βιομάζας του 2003 (17600t). Η μείωση αυτή πιθανώς να οφείλεται σε συνδυασμό έντονης αλιευτικής πίεσης και χαμηλών επιπέδων στρατολόγησης της ηλικιακής κλάσης του 2003. / The spawning biomass of the European anchovy, Engraulis encrasicolus, stock in the N.E. Aegean Sea was estimated by means of the Daily Egg Production Method (DEPM) for the years 2003 and 2004. Two oceanographic surveys were conducted with the R/V “PHILIA” during the maximum reproductive activity of the anchovy population in June 2003 and 2004. Ichthyoplankton sampling and vertical profiles of temperature and salinity were performed over an extensive grid of stations. At the same time adult anchovy samples were collected either on board the commercial purse-seine fleet or by means of an experimental pelagic trawl operated by “PHILIA”. The adult samples were used to estimate parameters of the DEPM: sex ratio, mean female weight, batch fecundity and spawning frequency. Significant interannual differences were found in the environmental conditions. In June 2003 the water column was more stratified, less saline (5m) and richer in chlorophyll-α, which probably were due to larger outflow of Black Sea Water (BSW). The zooplankton biomass remained the same during 2003 and 2004. A simple quotient rule analysis was applied to characterize the spawning habitat of anchovy. In both years anchovy spawning appeared to take place in less saline waters (34.5), rich in chlorophyll-α and zooplankton. On the contrary, anchovy spawning appeared to take place over different temperature range in the two years. This rather reflects different temperature values in 2003 and 2004 than different selection for spawning. In 2004 the daily egg production was reduced, the spawning area was limited and the spawning activity took place mainly in the Thracian Sea. Histological analysis of the female anchovy gonads was carried out in order to estimate the spawning frequency. The developmental stages of healthy oocytes were similar to those of the species Engraulis mordax. However, the atresia stages were different with regard to the appearance of brown-yellow pigments at the end of beta stage atresia instead of the end of delta stage atresia. Moreover, the absorption of the postovulatory follicle lasted two days instead of three days. The higher temperatures in the N.E. Aegean Sea were responsible for the shorter duration of the postovulatory follicle absorption. There were no statistically significant differences between DEPM adult parameters calculated from purse-seine samples compared to pelagic trawl samples. On the contrary, mean female weight, fecundity and spawning frequency showed statistically significant differences between the two years. In 2004 the anchovies were in better condition and produced numerous eggs in short interspawning intervals. Since the estimated biomass was lower in 2004 while the zooplankton biomass remained stable, it seems that density-dependence phenomena could justify the interannual differences. The estimated spawning biomass in 2004 (6251t) was significantly lower compared to that of 2003 (17600t). Intense fishing effort and low levels of recruitment of the 2003 cohort are probably responsible for this decrease.
13

Δια βίου μάθηση : μια συγκριτική μελέτη πολιτικών και πρακτικών στο παράδειγμα Ελλάδας και Ιρλανδίας

Πανδής, Προκόπης 07 December 2010 (has links)
Η μελέτη αυτή έχει ως βασική επιδίωξη την καταγραφή, τη συστηματική παρουσίαση και τη σύγκριση των πολιτικών Δια βίου μάθησης στην Ελλάδα και την Ιρλανδία. Στόχος είναι να αποκτηθεί ολοκληρωμένη εικόνα για τις πολιτικές αντιλήψεις, τους θεσμούς και τις πρακτικές Δια Βίου μάθησης στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα των δύο χωρών. Επιπλέον στόχος, η ανίχνευση της σχέσης των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπερεθνικές πολιτικές) με τις εκπαιδευτικές πολιτικές Ελλάδας και Ιρλανδίας (εθνικές πολιτικές). Για την επίτευξη των στόχων της έρευνας χρησιμοποιείται η συγχρονική συγκριτική μέθοδος, η οποία αφορά τη μελέτη του εκπαιδευτικού φαινομένου σε διαφορετικούς χώρους αλλά στον ίδιο χρόνο. Η διαδρομή που ακολουθεί η έρευνα είναι: αφήγηση των γεγονότων, κατανόηση και ερμηνεία. Οι κατηγορίες σύγκρισης και ανάλυσης των δύο χωρών είναι πέντε και είναι το ιστορικό υπόβαθρο, το νομοθετικό πλαίσιο, η χρηματοδότηση, οι φορείς και οι δομές Δια Βίου μάθησης καθώς επίσης η συμμετοχή στη Δια Βίου μάθηση και οι δείκτες της Στρατηγικής της Λισσαβόνας. Τα συμπεράσματα της διατριβής μπορούν να συνοψισθούν στα παρακάτω: Oι δύο χώρες ξεκίνησαν την προσπάθεια για δημιουργία ολοκληρωμένης πολιτικής Δια Βίου μάθησης από διαφορετική αφετηρία, εξαιτίας του ιστορικού τους υπόβαθρου. H Ιρλανδία, αν και στο νομοθετικό τομέα της Δια Βίου έχει μεγαλύτερο παρελθόν, δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να εκμεταλλευτεί την εμπειρία της και να δημιουργήσει ένα συνεκτικό νομοθετικό πλαίσιο, που να καθορίζει τη δομή και τη λειτουργία του συνόλου της Δια Βίου μάθησης στη χώρα. Αντίθετα, η Ελλάδα παρά την σχετική απειρία και την έλλειψη νομοθετικού παρελθόντος γύρω από θέματα Δια Βίου μάθησης ψήφισε ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο γύρω από τη Δια Βίου. Οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει παρόμοιες δομές για την ανάπτυξη και την προώθηση της Δια Βίου, ακολουθώντας τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ Ιρλανδίας και Ελλάδας: Στην Ιρλανδία πέρα από τους δημόσιους φορείς και τις αυτόνομες δομές, δραστηριοποιούνται δύο μεγάλοι ιδιωτικοί/εθελοντικοί φορείς, ο AONTAS και η NALA. Η διαδρομή που είχαν να καλύψουν οι δύο χώρες απέχει πάρα πολύ, κάτι που τελικά αποτυπώνεται σήμερα στους συγκριτικούς δείκτες και εν τέλει στα ποσοστά συμμετοχής στη Δια Βίου μάθηση (2,1% η συμμετοχή στη Δια Βίου στην Ελλάδα για το έτος 2007 και 7,6% το αντίστοιχο ποσοστό για την Ιρλανδία). Πριν την Λισσαβόνα, η Ιρλανδία ήταν πιο κοντά σε αυτό που θα αποκαλούσαμε «υπάκουη» ευρωπαϊκή χώρα, σε σχέση με τις πολιτικές Δια Βίου μάθησης. Οι δύο χώρες, μετά την Λισσαβόνα (2000), είναι εξίσου «υπάκουες» στις ευρωπαϊκές επιθυμίες και οι ευρωπαϊκές πολιτικές έχουν επιβληθεί (σχεδόν πλήρως) στις εθνικές πολιτικές. / The purpose of this study is to detect, present and compare the lifelong learning policies in Greece and Ireland. The main aim is to obtain an integrated view about the political perceptions, the institutions and the practices of lifelong learning in the national education systems of those two countries. An additional target is to trace the relation between the supra-national education policies and the national educational policies. In order to achieve the forth mentioned targets the comparative method is used. The route of the study is: narration of the phenomena, comprehension and finally interpretation. There are five categories of comparison and analysis between the two countries: historical background, legislative framework, financing, structures, participation in lifelong learning as well as the indicators of the Lisbon Strategy. The conclusions of the study can be summarized in the followings: these two countries began their efforts for the formation of a coherent lifelong learning policy from a totally different starting point, due to their historical background. In the legislative field, Ireland has greater tradition (mainly in education training) but until today has not yet create o coherent legislative framework for lifelong learning. On the other hand, Greece despite the lack of experience has created (in 2005) a coherent legislative framework for lifelong learning. The two countries have also developed similar structures to promote and to develop lifelong learning, following the guidelines from the European Union. The greatest diversification between those two countries is the involvement of the private sector. In Ireland, AONTAS and NALA, which are private-volunteer structures, are mega actors in the field of lifelong learning while in Greece there is almost no interest from the private sector for the lifelong learning policies. Today, the participation percentage in lifelong learning activities shows a 5,5% difference between the two countries, as Ireland has a 7,6% of participation in lifelong learning while Greece has only a 2,1% being the worst country in European Union. Finally, we could say that both countries are very obedient to the wills of European Union and the supra national policies have overruled the national policies.
14

Ο λόγος του διαδικτύου στη διαμόρφωση κοινοτήτων γνώσης : το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Ενηλίκων (NILE) : μελέτη περίπτωσης / Technocratic discourse in adult education : the reason of internet in (to) the Articulation of Communities of Knowledge : the European Network on Intercultural Adult Learning : a case study

Τσεκούρα, Βασιλική 15 February 2011 (has links)
Η διαδικτυακή επικοινωνία αποτελεί σύγχρονο μέσο πραγματοποίησης αλληλοδράσεων και στον εκπαιδευτικό χώρο. Η Εκπαίδευση Ενηλίκων ως ενεργός χώρος έκφρασης του προτάγματος της Δια Βίου Μάθησης έχει προχωρήσει στην ανάπτυξη συλλογικών υποκειμένων – Δίκτυα – δια των οποίων το Διαδίκτυο, μέσω των ποικίλων εφαρμογών του, αξιοποιείται ως μέσο επικοινωνίας και μάθησης μεταξύ των μελών που εργάζονται σε κοινούς στόχους. Η επικοινωνία μεταξύ των μελών δομείται με αξιώσεις εγκυρότητας, δηλαδή με εκείνες τις αναγκαίες προϋποθέσεις που καθιστούν την διυποκειμενική συνάντηση, πεδίο της συναινεσιακής θεωρίας της αλήθειας. Στην παρούσα εργασία το διακύβευμα αφορά στην κριτική διερεύνηση των αξιακών απαιτήσεων των συμμετεχόντων στο διαδικτυακό διάλογο, όπως τον μεταφέρουν τα μέλη του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Ενηλίκων (NILE) σε μια αναστοχαστικά διατυπωμένη εμπειρία καθώς και τη συσχέτιση της στάσης τους με την νομιμοποιημένη σε επίπεδο ευρωπαϊκής ρητορικής χρήσης του Διαδικτύου, ως απόδειξη της διαλεκτικής που διέπει τον τεχνοκρατικό λόγο στην Εκπαίδευση Ενηλίκων και του λόγου του στην διαμόρφωση Κοινοτήτων Γνώσης. / The digital communication consists a modern medium for the implementation of interactions in the field of Education. In particular The Adult Education as active agent where the Life Long Learning doctrine grounded, proceeds in articulating collective subjects – Networks – where Communication and learning is possible among participants collaboration within the Internet multiple applications. The Communication is articulated in validity claims, named those prerequisites that validate the intersubjectivity as the space of ‘the consensual theory of Truth’. The present thesis is referred to the claims that participants of the European Network on Intercultural Adult Learning (NILE) critical reveal through reflective utterances, concerning the internet discourse development. Hence, we are looking into the relationship of their attitude towards internet discourse with the legitimation of the digital communication in European policy rhetoric. Our basic aim is to justify the dialectics that regulates the technοcratic discourse of the Communication in Adult Education and its reason to the articulation of the Communities of Knowledge.
15

Εκπαίδευση ενηλίκων και τριτοβάθμια εκπαίδευση : Διερεύνηση δυνατότητας για ανάπτυξη κριτικού στοχασμού σε εκπαιδευόμενους εκπαιδευτικούς

Ράικου, Αναστασία 26 July 2013 (has links)
Η παρούσα διατριβή έχει ως αντικείμενο τη μελέτη επιλεγμένων διαστάσεων της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών και συγκεκριμένα τη διερεύνηση της δυνατότητας ανάπτυξης κριτικού στοχασμού σε εκπαιδευόμενους εκπαιδευτικούς στο πλαίσιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σκοπός είναι η μελέτη της εφαρμογής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μιας σύγχρονης μεθόδου η οποία στηρίζεται στη χρήση της τέχνης και προέρχεται από το χώρο της εκπαίδευσης ενηλίκων. Ένας από τους επιδιωκόμενους στόχους είναι η εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής της, σε τυπικό εκπαιδευτικό πλαίσιο και σε εκπαιδευόμενους που διανύουν τη φάση της πρώιμης ενηλικιότητας, προκειμένου να ενισχυθεί και να προωθηθεί η ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού. Παράλληλα, η παρούσα έρευνα στοχεύει στη διερεύνηση πιθανών αλλαγών στις παραδοχές των εκπαιδευομένων, οι οποίες συνδέονται με την εφαρμογή της μεθόδου, εστιάζοντας ιδιαίτερα στη μελέτη του βαθμού διάρκειας και ευρύτητας των αλλαγών αυτών. / The present dissertation has as its object the study of selected dimensions of teacher education and specifically the investigation of developing critical thinking in learners and educators in the context of higher education. The aim is to study the implementation in higher education of a modern method which relies on the use of art and comes from the field of adult education. One of the objectives is the examination of the applicability, in formal educational context and to learners who are going through the phase of early adulthood, in order to strengthen and promote the development of critical reflection. At the same time, this research aims to investigate possible changes to assumptions of trainees, which are associated with the implementation of the method, focusing particularly on the study of the degree of maturity and breadth of these changes.
16

Η διαπολιτισμική ικανότητα του εκπαιδευτή ενηλίκων : Μια έρευνα στο πεδίο της διδασκαλίας της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας

Σιμόπουλος, Γιώργος 19 August 2014 (has links)
Σκοπός της διατριβής ήταν να διερευνηθεί η συγκρότηση των παραδοχών, στάσεων και πρακτικών που συνδέονται με τη διαπολιτισμική ικανότητα των εκπαιδευτών ενηλίκων στο πεδίο της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας σε μετανάστες εκπαιδευόμενους. Εξετάστηκε η σχέση του βαθμού διαπολιτισμικής ικανότητας των εκπαιδευτών ενηλίκων με τις παραδοχές τους σε σχέση με την επαγγελματική τους ταυτότητα, καθώς και με βασικές αρχές της εκπαίδευσης ενηλίκων. Διερευνήθηκε, επίσης, η συνάφεια της ανάπτυξης της διαπολιτισμικής ικανότητας με επιλογές επαγγελματικής ανάπτυξης που σχετίζονται με θεωρητικές αναφορές σχετιζόμενες με το πλαίσιο της μετασχηματίζουσας μάθησης. Η έρευνα βασίστηκε σε μεθοδολογική τριγωνοποίηση, αξιοποιώντας ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε από 211 εκπαιδευτές που διδάσκουν την ελληνική γλώσσα ως δεύτερη ή ξένη, παρατήρηση 20 τμημάτων διδασκαλίας, συνεντεύξεις με τους εκπαιδευτές και δείγμα εκπαιδευομένων αυτών των τμημάτων (23 και 47 συνεντεύξεις αντίστοιχα) και συμμετοχική παρατήρηση των συναντήσεων και του εξ αποστάσεως διαλόγου μιας –σε εθελοντική βάση συγκροτημένης– ομάδας 18 εκπαιδευτών. Τα δεδομένα της έρευνας αποτυπώνουν την κυριαρχία, στο μεγαλύτερο μέρος των εκπαιδευτών, μονοπολιτισμικών οπτικών ως προς το στόχο διδασκαλίας της δεύτερης γλώσσας και τη διαχείριση πολιτισμικών πλαισίων αναφοράς. Οι εκπαιδευτές αυτοί υιοθετούν εκπαιδευτικές πρακτικές μετωπικής διδασκαλίας, ενώ, παράλληλα, η διάκριση ανάμεσα σε εκπαιδευόμενους «με» και «χωρίς» κουλτούρα, οδηγεί ένα μέρος τους σε έντονα αρνητικά συναισθήματα και πρακτικές υποτίμησης ορισμένων ομάδων εκπαιδευομένων. Μειοψηφική (της τάξης του 20-25%) εμφανίζεται η ομάδα των εκπαιδευτών που είναι ανοιχτοί στη διαπραγμάτευση των παραδοχών, δημιουργώντας χώρους διαλόγου, αποστασιοποίησης από τις «ασφαλείς παραδοχές» και κριτικού στοχασμού που ενδέχεται να λειτουργήσει μετασχηματιστικά. Οι εκπαιδευτές αυτοί αντιμετωπίζουν τους εκπαιδευόμενους ως ενεργούς συνδημιουργούς γνώσης, υιοθετούν σε μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχικές εκπαιδευτικές τεχνικές, ενώ αναζητούν και αξιοποιούν την ανατροφοδότηση από εκπαιδευόμενους και κριτικούς φίλους, σε συνδυασμό με πρακτικές ενδοσκόπησης, ως στοιχεία της επαγγελματικής τους ανάπτυξης. Από τα δεδομένα της έρευνας αναδεικνύεται, τέλος, η συμβατότητα της μεθοδολογίας ανάπτυξης της διαπολιτισμικής ικανότητας με εκείνη που οδηγεί σε μετασχηματίζουσα μάθηση, ως προς χαρακτηριστικά όπως ο βιωματικός προσανατολισμός και η εστίαση στην επεξεργασία των παραδοχών αλλά και στην ανάδυση των συναισθημάτων που τις συνοδεύουν. / The purpose of this thesis was to investigate the formation of assumptions, attitudes and practices related to intercultural competence of adult educators in the field of teaching Greek as a second language to immigrant students. The thesis examined the relationship between the degree of intercultural competence of adult educators and their assumptions in relation to their professional identity and basic principles of adult learning. It also investigated the relevance between the development of intercultural competence and professional development options related to the context of transformative learning. The research was based on a methodological triangulation, utilizing questionnaire completed by 211 educators who teach Greek as a second or foreign language, observation of 20 teaching groups, interviews with trainers and trainees sample of the above mentioned groups (23 and 47 interviews respectively) and participatory observation of the meetings and the distance conversation of a voluntary structured group formed by 18 trainers . The research data illustrate that monocultural views in relation to the target of teaching a second language, as well as management of cultural frames of reference, are common for the majority of trainers. These educators adopt frontal teaching educational practices, while at the same time the distinction between learners 'with' and 'without ' culture leads a number of trainers into intense negative emotions and practices of devaluation of certain groups of learners. The group of educators that appear open to assumptions’ negotiation seems to be a minority (approximately 20-25 %). These educators keep a distance from "consolidated assumptions" and create spaces of dialogue and critical reflection, that may have a transformational effect. They treat students as active co-creators of knowledge and adopt a greater degree of participatory training techniques, while seeking and utilizing feedback from students and “critical friends”, combined with introspection practices, as elements of their professional development. From the research data emerges, finally, the compatibility of the methodology for the development of intercultural competence and the methodology that leads to transformative learning, in terms of characteristics such as experiential orientation and focus on treatment of the assumptions and the emergence of feelings that accompany assumptions.
17

Η μετεκπαίδευση των δασκάλων στο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης Γενικής Αγωγής Πατρών κατά τις τρεις πρώτες περιόδους λειτουργίας του (1998-2000, 1991-2001 και 2000-2002). Επιστημολογικό εμπόδιο και επαγγελματική εξέλιξη

Τζιντζίδης, Αναστάσιος 08 July 2011 (has links)
Η λειτουργία των Διδασκαλείων, ως θεσμού μετεκπαίδευσης, αποτελεί εκπαιδευτική πολιτική που αποσκοπεί στην άνοδο του επιπέδου των σπουδών και στη βελτίωση των προσόντων των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η ένταξή του θεσμού της μετεκπαίδευσης στα Παιδαγωγικά Τμήματα των Πανεπιστημίων αποτελεί πολιτική αποκέντρωσης. Στη διατριβή μας, παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα της εμπειρικής μας έρευνας που αναφέρεται στη διερεύνηση των απόψεων 133 δασκάλων που αποφοίτησαν από το Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης Γενικής Αγωγής Πατρών «Ευάγγελος Παπανούτσος». Το κεντρικό ερώτημα της μελέτης μας είναι κατά πόσο οι εκπαιδευτικοί που αποφοίτησαν από το συγκεκριμένο Διδασκαλείο πιστεύουν ότι η ακαδημαϊκή γνώση που τους προσφέρθηκε κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους σ’ αυτό είναι επαρκής και κατάλληλη στο να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες απαιτήσεις της καθημερινής τους διδασκαλίας και του παιδαγωγικού τους έργου. Η διατριβή αποσκοπεί στο να αποδείξει ότι οι έννοιες του Bachelard «επιστημολογικό εμπόδιο» (είναι οι βαθιά ριζωμένοι τρόποι σκέψης, παλιές, εννοιολογικές και μεθοδολογικές δομές που εμποδίζουν την πρόοδο της επιστημονικής γνώσης) και επιστημολογική τομή (είναι οι τρόποι με τους οποίους η επιστημονική γνώση αντικρούει τις ιδέες ή τις πεποιθήσεις που προέρχονται πρωτίστως από την άμεση γνώση, τη διαίσθηση και τον κοινό νου) θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στη μετεκπαίδευση των εκπαιδευτικών. / The preservation of the Teacher Training College or Didaskaleio as an institution of in-service training is an educational policy which is intended to assist in a real raising of the level of studies and an improvement in the quality of the educational qualifications of primary school teachers. Its integration into the Pedagogical Schools of the Universities constitute a policy of decentralization. In this thesis, we present the results of our empirical research, that concerning the assessments gathered from 133 teachers who graduated from Evangelos Papanoutsos Training College (Didaskaleio) in the Primary Education Department of the University of Patras, in Greece. One key question lies at the heart of our study: whether the teachers who graduated from Didaskaleio believe that the academic knowledge they are offered is adequate and appropriate to meet the increasing demands of their everyday teaching and pedagogical work. This thesis aims to show that Bachelard’s concepts of “epistemological obstacles” (they are ingrained ways of thinking, old structures, both conceptual and methodological, impeding the progress of scientific knowledge) and “epistemological break” (in general terms, they are the ways in which scientific knowledge contradicts the ideas or beliefs that come from foremost primary knowledege, intuitive and common sense) could be applied to in-service education and training of teachers.

Page generated in 0.0229 seconds