1 |
Ανάλυση λεμφοκυτταρικών υποπληθυσμών στην χρόνια λεμφογενή λευχαιμία με χρήση μονοκλωνικών αντισωμάτωνΑποστολόπουλος, Απόστολος 17 May 2010 (has links)
- / -
|
2 |
Ο ανοσοφαινότυπος της οξείας μυελογενούς λευχαιμίας σε υλικό οστεομυελικής βιοψίαςΠορίχη, Ουρανία 05 December 2008 (has links)
Η διάγνωση και τυποποίηση της οξείας μυελογενούς λευχαιμίας στηρίζεται στο
συνδυασμό των μορφολογικών ευρημάτων του επιχρίσματος υλικού αναρρόφησης
μυελού των οστών ή περιφερικού αίματος, και των ευρημάτων της κυτταροχημείας,
της ανοσοκυτταροχημείας, ή της ανοσοφαινοτυπικής εξέτασης με τη μέθοδο της κυτταρομετρίας ροής. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις το υλικό αναρρόφησης του
μυελού των οστών ή του περιφερικού αίματος δεν επαρκεί για να στηρίξει διάγνωση,
με συνέπεια η οστεομυελική βιοψία να αποτελεί το μοναδικό διαθέσιμο υλικό για να
τεθεί η διάγνωση. Με σκοπό την εκτίμηση της ακρίβειας της ανοσοϊστοχημικής
τυποποίησης της οξείας μυελογενούς λευχαιμίας σε υλικό οστεομυελικής βιοψίας,
μελετήσαμε 50 περιπτώσεις de novo οξείας μυελογενούς λευχαιμίας, οι οποίες είχαν
διαγνωσθεί κλινικά σε υλικό αναρρόφησης μυελού των οστών με κυτταροχημική
και/ή ανοσοφαινοτυπική εξέταση, και είχαν ταξινομηθεί σύμφωνα με τα κριτήρια της
FAB-Ταξινόμησης. Τομές παραφίνης των οστεομυελικών βιοψιών χρώσθηκαν
ανοσοϊστοχημικά με αντισώματα εναντίον της μυελοπεροξειδάσης (αντι-ΜΡΟ), δύο
επιτόπων του CD68 (KP-1 και PGM-1), της γλυκοφορίνης Α (αντι-GlycA), του
παράγοντα von Willebrand (αντι-vW), του CD34 και της TdT. Τα αποτελέσματά μας
εισηγούνται ότι η ανοσοϊστοχημική τυποποίηση της οξείας μυελογενούς λευχαιμίας
είναι εφικτή με τα αντισώματα αντι-ΜΡΟ, PGM-1, αντι-GlycA, αντι-vW και αντι-
CD34. Συμφωνία μεταξύ της κλινικής και παθολογοανατομικής τυποποίησης της
οξείας μυελογενούς λευχαιμίας παρατηρήθηκε σε 47 (94%) περιπτώσεις. / The diagnosis and subtyping of acute myeloid leukemia are based on the morphologic
examination of bone marrow aspirate and peripheral blood smears in conjunction with
cytochemistry, immunocytochemistry, or immunophenotyping by flow cytometry.
However, there are situations in which the smears of bone marrow aspirate or
peripheral blood are inadequate for study and the bone marrow biopsy specimens are
the only available source for the diagnosis and classification of acute myeloid
leukemia. To evaluate the accurate subtyping of acute myeloid leukemia based on the
immunohistochemical examination of routinely processed bone marrow biopsy
specimens, we studied 50 de novo cases of acute myeloid leukemia that where
clinically diagnosed on the basis of cytochemical findings and/or
immunophenotyping by flow cytometry of bone marrow aspirate smears and classified
according to FAB criteria. Paraffin-embedded bone marrow specimens were stained
using a panel of antibodies that included antimyloperoxidase (anti-MPO), two
epitopes of CD68 (KP-1 and PGM-1), antiglycoforin A (anti-GlycA), anti-von
Willebrand factor (anti-vW), anti-CD34 and anti-TdT. Our results suggest that the
immunohistochemical subtyping of acute myeloid leukemia is possible using the
paraffin reactive antibodies anti-MPO, PGM-1, anti-GlycA, anti-vW and anti-CD34.
Concordance between clinical and pathological subtyping of acute myeloid leukemia
was observed in 47 (94%) cases.
|
3 |
Model based characterization of pharmacokinetic interaction between voriconazole and cytarabine in patients with acute myeloid leukemiaΜατθιός, Ανδρέας 06 November 2014 (has links)
Voriconazole is a broad spectrum antifungal agent. Patients with acute myeloid leukemia that are susceptible to fungal infections receive simultaneously voriconazole and antitumor regimens. Drug-drug interactions between voriconazole and cytarabine involving the CYP3A4 enzyme are thought to affect the pharmacokinetic profile of the drugs and as a result their toxicological or pharmacological outcome. Population pharmacokinetic models were used to characterize these interactions and optimize the dose schemes after coadministration. Simulations and estimations were conducted by using NONMEM. The optimal dose for one hour intravenous infusion of voriconazole was estimated to 5mg/h. The proposed time points based on the pharmacokinetic profile of voriconazole for validated the model by using a small cohort of patients are 2h, 26h, 27h, 50h, 51h, 120h, 335h, 336h after the first administration of the antifungal agent. / Η βορικοναζόλη αποτελεί έναν ευρέως φάσματος αντιμυκητιασικό παράγοντα. Ασθενείς με οξεία μυελογενή λευχαιμία (ΟΜΛ) που θεωρούνται ευπαθείς στην ανάπτυξη μυκητιάσεων λαμβάνουν βορικοναζόλη σε συγχορήγηση με τα αντικαρκινικά φάρμακα. Αλληλεπιδράσεις φαρμάκων που λαμβάνουν χώρα κατά την διάρκεια του μεταβολισμού των χρησιμοποιούμενων φαρμάκων από κοινά ισοένζυμα του κυττοχρώματος P450 πιθανότατα να επιρεάζουν το φαρμακοκινητικό προφίλ τών φαρμάκων. Πληθυσμιακά φαρμακοκινητικά μοντέλα χρησιμοποιήθηκαν για τον χαρακτηρισμό αυτών των αλληλεπιδράσεων και την βελτιστοποίηση του δοσολογικού σχήματος. Προσομοιώσεις και υπολογισμοί πραγματοποιήθηκαν μέσω του προγράμματος NONMEM. Η βέλτιστη δόση μετά μια ώρα έγχυσης της βορικοναζόλης είναι 5mg/L. Τα προτεινόμενα χρονικά σημεία βασισμένα στο φαρμακοκινητικό προφίλ της βορικοναζόλης για την διεξάγωγή μικρού μήκους κλινικής μελέτης που θα επιτρέψει την αξιολόγηση του μοντέλου είναι 2h, 26h, 27h, 50h, 51h, 120h, 335h, 336h μετά την χορήγηση του αντιμυκητιασικού φαρμάκου.
|
4 |
Διερεύνηση του μηχανισμού αναιμίας στη χρόνια λεμφογενή λευχαιμία σε μοριακό και κυτταρικό επίπεδο / Investigation of mechanisms of anemia in CLL in molecular and cellular levelΤσοπρά, Όλγα 19 August 2009 (has links)
Η αναιμία σχετιζόμενη με τη νόσο στη χρόνια λεμφογενή λευχαιμία (ΧΛΛ) είναι διάγνωση εξ΄ αποκλεισμού και διαπιστώνεται στις περιπτώσεις που δεν ανευρίσκεται άλλο εμφανές αίτιο αναιμίας. Δεδομένου ότι η παθογένεια της αναιμίας αυτής δεν είναι διευκρινισμένη, μελετήσαμε διάφορες παραμέτρους της ερυθροποίησης σε πρωτοδιαγνωσθέντες ασθενείς με ΧΛΛ και αναιμία σχετιζόμενη με τη νόσο και τις συγκρίναμε με τα αντίστοιχα ευρήματα ασθενών με ΧΛΛ χωρίς αναιμία και χωρίς να έχουν λάβει θεραπεία και με αυτά των υγιών μαρτύρων.
Η διήθηση του μυελού των οστών από τα κακοήθη Β-λεμφοκύτταρα δεν ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για την πρόκληση αναιμίας. Τα CD34+ κύτταρα του μυελού των οστών στη ΧΛΛ δεν εμφάνισαν ενδογενή διαταραχή στη στροφή και περαιτέρω διαφοροποίησή τους προς την ερυθρά σειρά. Επιπλέον, δε διαπιστώθηκαν ανεπαρκή επίπεδα ερυθροποιητίνης ορού ούτε ελαττωματική απάντηση των ερυθροποιητικών προδρομικών κυττάρων στην ΕΡΟ στον άξονα ΕΡΟ-ΕΡΟ υποδοχέα κατά τη διέγερσή τους με ΕΡΟ ± TNF-α. Από την άλλη μεριά, τα επίπεδα του TNF-α βρέθηκαν αυξημένα στους ασθενείς με ΧΛΛ και αναιμία σχετιζόμενη με τη νόσο και φάνηκε ο TNF-α να ασκεί άμεση κατασταλτική δράση στη διαφοροποίηση των CD34+ κυττάρων προς κύτταρα της ερυθράς σειράς in vitro.
Η μελέτη μας έδειξε ότι η αναιμία σχετιζόμενη με τη νόσο στη ΧΛΛ δεν οφείλεται σε ενδογενείς διαταραχές των ερυθροποιητικών προδρομικών κυττάρων, αλλά πιθανότατα να αποδίδεται στην απευθείας κατασταλτική επίδραση του TNF-α . / Disease-related anemia in chronic lymphocytic leukemia (CLL) occurs when the obvious causes are excluded while its pathogenesis is still obscure. To investigate its underlying mechanisms we studied parameters of erythropoiesis at cellular and molecular level in newly diagnosed CLL patients with disease-related anemia in comparison with those of non-anemic CLL patients and normal controls.
Bone marrow (BM) infiltration by leukemic B cells was not exclusively responsible for the presence and the severity of disease-related anemia and BM CD34+ cells were intrinsically capable of generating erythroid precursors. No deficiency of serum erythropoietin (EPO) or defective intracellular response of erythroid precursors to EPO ± Tumor Necrosis Factor-α (TNF-α) stimulation was also observed. On the other hand, serum TNF-α levels were found increased in patients with CLL and disease-related anemia and TNF-α appeared to exert a direct inhibitory effect on the differentiation of CD34+ cells towards the erythroid lineage in vitro.
Our study showed that disease-related anemia in CLL was not due to intrinsic defects of erythroid precursors, but might result from the direct suppressive effect of TNF-α on the erythroid production.
|
5 |
Μελέτη γλυκοζαμινογλυκανών και πρωτεογλυκανών σε λευχαιμικά κύτταραΜακατσώρη, Ευδοκία 09 March 2010 (has links)
- / -
|
6 |
Μελέτη των μεταβολών μεθυλίωσης ογκογονιδίων σε λευχαιμικά κύτταραΠαπαγγέλη, Πιπίνα 18 March 2010 (has links)
- / -
|
7 |
Μελέτη ανασυνδυασμού DNA σε υπερπλασίες του λεμφικού συστήματος και λεμφώματαΟρφανός, Βασίλης 13 May 2010 (has links)
- / -
|
8 |
Ανοσολογική διερεύνηση ασθενών με μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα. Η σημασία των ανοσολογικών διαταραχών για την πρόγνωση και η πιθανή συσχέτισή τους με την παθολογική αιμοποίησηΣυμεωνίδης, Αργύρης 13 May 2010 (has links)
- / -
|
9 |
Φαρμακογονιδιωματική μελέτη της ανταπόκρισης ασθενών με λευχαιμία στη θεραπεία με 6-μερκαπτοπουρίνηΚασσελά, Αικατερίνη 11 October 2013 (has links)
Η μεθυλοτρανσφεράση της θειοπουρίνης (TPMT) είναι ένα ένζυμο του κυτταροπλάσματος, που καταλύει τη μεθυλίωση των θειοπουρινικών φαρμάκων, όπως η 6-μερκαπτοπουρίνη (6-MP), η οποία έχει καθιερωθεί στη θεραπεία συντήρησης παιδιών με ΟΛΛ. Ένα πολυμορφικό στοιχείο (VNTR) στον υποκινητή του γονιδίου ΤΡΜΤ, φαίνεται να επηρεάζει τα επίπεδα δραστικότητας του ενζύμου που παράγεται. Πρόκειται για διαδοχικές επαναλήψεις τριών διαφορετικών αλληλουχιών (A, B και C), ο αριθμός των οποίων κυμαίνεται από τρεις έως εννέα. Η περιοχή VNTR είναι πλούσια σε επαναλήψεις των βάσεων GC, οι οποίες αποτελούν πιθανές θέσεις πρόσδεσης μεταγραφικών παραγόντων.
Μερικοί ασθενείς, οι οποίοι ακολουθούν θεραπεία με 6-ΜΡ, δεν είναι ανθεκτικοί στην καθιερωμένη δόση του φαρμάκου και παρουσιάζουν μυελοτοξικότητα ως αποτέλεσμα της ανεπάρκειας του ενζύμου TPMT.
Στην παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε μία εκτεταμένη μελέτη της περιοχής VNTR, με απώτερο σκοπό την αξιολόγησή της ως πιθανό φαρμακογονιδιωματικό δείκτη, που να σχετίζεται με την πρόβλεψη ανεπιθύμητων παρενεργειών σε ασθενείς με ΟΛΛ, οι οποίοι λαμβάνουν 6-ΜΡ.
Αρχικά, προσδιορίστηκε η συχνότητα των διαφορετικών VNTR αλληλομόρφων στον ελληνικό πληθυσμό, σε ένα σύνολο υγιών ατόμων, με σκοπό να αντιπαραβάλλουμε τις συχνότητες αυτές με δεδομένα από άλλες πληθυσμιακές ομάδες. Τα αποτελέσματά που προέκυψαν συμφωνούν με τα αντίστοιχα στοιχεία που υπάρχουν για άλλους πληθυσμούς. Οι μέθοδοι γονοτύπησης που εφαρμόσθηκαν περιλαμβάνουν την αντίδραση της PCR και τον προσδιορισμό αλληλουχίας κατά Sanger.
Στη συνέχεια μελετήθηκε η επίδραση συγκεκριμένων μοτίβων VNTR στον υποκινητή του γονιδίου υγιών ατόμων, στη μεταγραφή του γονιδίου, καθώς και στην έκφραση του ενζύμου ΤΡΜΤ. Η ικανότητα μεταγραφής εκτιμήθηκε με τη μέθοδο της ποσοτικής Real Time PCR, ενώ τα επίπεδα έκφρασης του ενζύμου προσδιορίστηκαν μέσω της αντίδρασης χημειοφωταύγειας, με χρήση κατάλληλων αντισωμάτων.
Ο μικρός αριθμός δειγμάτων δεν επέτρεψε την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για το ρόλο της VNTR περιοχής, στην μεταγραφή του γονιδίου ΤΡΜΤ. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά μας, διακρίνεται μία τάση συσχέτισης, η οποία όμως απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση. / Thiopurine S-methyltransferase (TPMT) is a cytosolic enzyme that catalyzes S-methylation of thiopurine drugs, such as 6-mercaptopurine (6-MP), which is typically used as maintenance therapy in pediatric acute lymphoblastic leukemia (ALL). A variable number of tandem repeat (VNTR) within the TPMT promoter has been reported to “modulate” levels of this enzyme activity. The VNTR region architecture is defined by three types of repeats (A, B and C) rang¬ing from three to nine (VNTR*3 to VNTR*9). These repeats are GC rich, and are putative binding sites of various transcription factors.
Some patients do not tolerate standard doses of 6-MP and develop myelotoxicity as a consequence of inherited TPMT deficiency.
In this study, we performed an extensive analysis of VNTR region, in order to evaluate it as a putative pharmacogenomic marker to predict 6-MP toxicity, in ALL patients.
The frequency of TPMT alleles bearing different VNTR architectures was investigated in the Hellenic population. The results of this study were consistent with data, already existed, from other populations. The number and type of tandem repeats were determined by PCR amplification followed by direct re-sequencing.
Moreover, we explored the influence of specific VNTR motifs, within the TPMT promoter of healthy individuals, on transcription and expression of TPMT gene. Quantitative Real-Time PCR was performed in order to investigate the influence of VNTR architecture on TPMT gene transcription. The expression levels of TPMT enzyme were estimated by chemiluminescence reaction, using appropriate antibodies.
The role of VNTR region on TPMT gene transcription was not clarified through this study, owing to small cohort of samples included. A statistical trend of association has been observed, requiring, however, further investigation.
|
10 |
Δημιουργία διαδραστικής βάσης δεδομένων και μελέτη σχέσεων δομής-δράσης στεροειδών αλκυλιωτικών παραγόντωνΜπάρλα, Ελένη Δ. 19 February 2009 (has links)
Η ερευνητική προσπάθεια ανάπτυξης νέων αντινεοπλασματικών φαρμάκων, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την τροποποίηση γνωστών χημειοθεραπευτικών ενώσεων, με σκοπό την ελάττωση των τοξικών τους παρανεργειών και τη βελτίωση της δραστικότητας των παραγώγων τους. Τέτοιες ενώσεις αποτελούν οι στεροειδικοί αλκυλιωτικοί παράγοντες, οι οποίοι αποτελούν και το αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Ειδικότερα, μελετήθηκαν το προφίλ και η βιολογική δραστικότητα των χημικών αυτών ενώσεων έναντι της λευχαιμίας Ρ388, με απώτερο στόχο την προσπάθεια εξαγωγής Ποσοτικών Σχέσεων Δομής-Δράσης (QSAR).
Αρχικά δημιουργήθηκε μια διαδραστική βάση δεδομένων-χημική βιβλιοθήκη, στην οποία περιελήφθησαν όλες οι πληροφορίες που αφορούν φυσικοχημικά χαρακτηριστικά και δεδομένα βιολογικής δραστικότητας των υπό μελέτη ενώσεων. Στη συνέχεια από τα δεδομένα της βάσης αυτής, συγκρίθηκαν μεταξύ τους και αναλύθηκαν διάφοροι συσχετισμοί μεταξύ των ενώσεων αυτών.
Από την πρωταρχική μελέτη των ενώσεων που συμπεριλήφθηκαν στην βάση δεδομένων και εμφανίζουν αντινεοπλασματική δράση καθίσταται προφανές ότι άσχετα με το δοσολογικό σχήμα δραστικές έναντι της λευχαιμίας Ρ388 εμφανίστηκαν οι ίδιες (στην συντριπτική τους πλειοψηφία 43 έναντι 44 ανά κατηγορία δοσολογικού σχήματος) ενώσεις. Για τιμές λιποφιλικότητας LogP < 4, δεν καταγράφονται ενώσεις και αναγνωρίζεται μεγάλη ποικιλία συντεταγμένων, διότι είναι αρκετά δύσκολο να προκύψουν ενώσεις τόσο μικρής λιποφιλικότητας από το συνδυασμό στεροειδικού σκελετού και αλκυλιωτικού παράγοντα, εκτός αν προστεθούν στο στεροειδικό σκελετό και άλλες υδρόφιλες ομάδες.
Από την παρούσα μελέτη προκύπτει ότι ο κατάλληλος συνδυασμός αλκυλιωτικού παράγοντα και στεροειδικού σκελετού οδηγεί σε ενώσεις υψηλής εκλεκτικότητας, ενώ η εισαγωγή στον Β δακτύλιο του στεροειδικού σκελετού του συζυγιακού συστήματος, οδηγεί κατά κανόνα σε μόρια υψηλής αντινεοπλασματικής ικανότητας και χαμηλής τοξικότητας. / -
|
Page generated in 0.035 seconds