Spelling suggestions: "subject:"minerals."" "subject:"inerals.""
511 |
Reactivity and galvanic interactions between sulphide minerals in acidified hydrogen peroxide.Lephuting, Senzeni Sipho. January 2013 (has links)
M. Tech. Metallurgical Engineering. / Aims to provide a mineralogical basis for understanding the galvanic dissolution and interaction of sulphide ores in presence of hydrogen peroxide using electrochemical technique. The research aim to achieve the following objectives: study the mineralogical characteristics of different sulphide ores ; study the sulphuric acid dissolution behaviour of the sulphide ores in the presence of hydrogen peroxide and to investigate the interaction of the mineralogy on the ores and hydrogen peroxide during dissolution.
|
512 |
Mineralogy, zoning, and paragenesis of sulfide ores at the Ground Hog mine, central district, New MexicoCatlin, Steven Allen January 1981 (has links)
No description available.
|
513 |
Clay mineralogy and petrology of the Lower Cretaceous fine-grained clastic rocks, southeastern ArizonaJones, Marilyn Gail, 1963- January 1989 (has links)
No description available.
|
514 |
Κοιτασματογένεση πλατινοειδών ορυκτών και χρωμιτών συνδεόμενων με την πετρογενετική εξέλιξη των οφιολιθικών συμπλεγμάτων Βούρινου και Πίνδου / Platinum group mineral and chromitite genesis associated with the petrogenetic evolution of the Vourinos and Pindos ophiolite complexes, NW GreeceΚαψιώτης, Αργύριος 03 August 2010 (has links)
Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής μελετήθηκαν οι διεργασίες κοιτασματογένεσης των χρωμιτιτικών εμφανίσεων των οφιολιθικών συμπλεγμάτων του Βούρινου και της Πίνδου, σε συνδυασμό με τη συνδεόμενη με αυτές μεταλλοφορία των στοιχείων της ομάδας του λευκόχρυσου (PGE). Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε επίσης στην πετρογενετική εξέλιξη των μανδυακών ενοτήτων των δύο οφιολιθικών ακολουθιών, προκειμένου να εξαχθούν γενικότερα συμπεράσματα σχετικά με την προέλευση και τη διαμόρφωση των οφιόλιθων του ΒΑ Ελλαδικού χώρου.
Γεωτεκτονικά το οφιολιθικό σύμπλεγμα του Βούρινου τοποθετείται στην Υποπελαγονική ζώνη, ενώ εκείνο της Πίνδου βρίσκεται τεκτονικά επωθημένο επί του Ηωκαινικής ηλικίας φλύσχη της ομόνυμης ισοπικής ζώνης. Αμφότερα τα συμπλέγματα θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν υπολείμματα του ενός ενιαίου ωκεανού, τα οποία σήμερα βρίσκονται επωθημένα επί του δυτικού περιθωρίου της Πελαγονικής μικροπλάκας. Αν και εμφανίζουν έντονα χαρακτηριστικά τεκτονικής καταπόνησης και οι δύο ακολουθίες διατηρούν όλο τους τύπους πετρολογικών ενοτήτων που συνθέτουν το φάσμα ενός πλήρως ανεπτυγμένου οφιολιθικού συμπλέγματος. Όλοι οι σχηματισμοί που μελετήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής προέρχονται από τις μανδυακές σειρές των δύο οφιολιθικών συμπλεγμάτων. Οι μανδυακοί τεκτονίτες αποτελούν τον κύριο όγκο του συμπλέγματος του Βούρινου, ενώ οι μανδυακής προέλευσης σχηματισμοί στο οφιολιθικό σύμπλεγμα της Πίνδου συνθέτουν την επονομαζόμενη ενότητα της Δραμάλας. Στον Βούρινο η δειγματοληπτική έρευνα κάλυψε τις σημαντικότερες από κοιτασματολογικής άποψης περιοχές του βόρειου και νότιου τμήματός του, ενώ στην Πίνδο δείγματα συλλέχθηκαν από τα κεντρικά και νότια τμήματα της όλης ενότητας της Δραμάλας, καθώς και από μανδυακής προέλευσης, ευμεγέθη, εξωτικά τεμάχη εντός της ενότητας της Αβδέλλας mélange.
Η υπαίθρια μελέτη των μανδυακών ενοτήτων και στα δύο συμπλέγματα οδήγησε στις ακόλουθες διαπιστώσεις: α) το βόρειο τμήμα του οφιολιθικού συμπλέγματος του Βούρινου εμφανίζει σαφώς εντονότερα χαρακτηριστικά πλαστικής παραμόρφωσης σε σχέση με το νότιο, στο οποίο επικρατούν χαρακτήρες εύθραυστης-ημιπλαστικής παραμόρφωσης. Μια ανάλογη διάκριση, ασθενέστερα ωστόσο εκπεφρασμένη, θα μπορούσε να ειπωθεί πως ισχύει και όσον αφορά στην διάρθρωση των περιοχών Μηλιάς-Πεύκης, αντίστοιχα, στην Πίνδο. β) Η στατιστική ανάλυση των κινηματικών δεικτών συμφωνεί με μια προς τα ΒΑ διεύθυνση επώθησης για τον βόρειο Βούρινο και τη Μηλιά και με μια ΝΑ διεύθυνση τοποθέτησης για τον νότιο Βούρινο και το υπερβασικό τέμαχος της Πεύκης. γ) Οι χρωμιτιτικές εμφανίσεις φιλοξενούνται από δουνίτες και συγκεκριμένα στην πλειονότητα των θέσεων που παρατηρείται η ανάπτυξη χρωμιτικής μεταλλοφορίας το συνοδό είδος περιδοτίτη είναι ο λεπτοκρυσταλλικός δουνίτης (υγιής ή σερπεντινιωμένος). Πέρα από την σε όρους κοκκομετρικού μεγέθους διαφορά του σε σχέση με τον αντίστοιχο αδροκρυσταλλικό λιθότυπο, μια επιπλέον διαφοροποίησή του από αυτόν είναι η έλλειψη φολιωμένης δομής στον πρώτο. δ) Οι χρωμιτίτες του βόρειου Βούρινου και της Μηλιάς είναι συνήθως θυλακοειδούς μορφής, ασύμφωνα-παρασύμφωνα ανεπτυγμένοι σε σχέση με τους πιο άμεσους προς αυτούς αδροκρυσταλλικούς δουνιτικούς-χαρτσβουργιτικούς περιδοτίτες, ενώ τα χρωμιτικά κοιτάσματα του νότιου Βούρινου και της Πεύκης ακολουθούν στρωματοειδή, σύμφωνη-παρασύμφωνη δομική ανάπτυξη. ε) Οι χρωμιτίτες και των δύο συμπλεγμάτων εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία ιστολογικής ανάπτυξης, ωστόσο διαπιστώθηκε μια συστηματική διαφοροποίηση όσον αφορά στο κύριο τύπο ιστού της κάθε χρωμιτικής μεταλλοφορίας. Έτσι στους χρωμιτίτες του βόρειου Βούρινου και της Μηλιάς επικρατεί ο συμπαγής και ο ιστός τύπου λεοπαρδάλεως, ενώ στους χρωμιτίτες του νότιου Βούρινου και της Πεύκης το επικρατέστερο είδος είναι ο ιστός κατά πλάκες. στ) Στο νότιο Βούρινο και στην Πεύκη παρατηρούνται συχνά εναλλασσόμενοι χαρτσβουργιτικοί-δουνιτικοί "πάγκοι", ενδεικτικοί μιας στρωματομένης κατάστασης του υπολειμματικού τμήματος του μανδύα που εκτίθεται επί των συγκεκριμένων περιοχών. Επίσης, ο αριθμός των πυροξενιτικών (ροδινγκιτιωμένων και μη) φλεβών είναι υψηλότερος στις περιοχές αυτές σε σχέση με εκείνων του βόρειου Βούρινου και της Μηλιάς. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι φλέβες διατέμνουν τα κοιτάσματα χρωμίτη, στοιχείο που υποδεικνύει ότι δεν συνδέονται γενετικά μαζί τους, με μόνη εξαίρεση μια χρωμιτική εμφάνιση που φιλοξενείται σε πυροξενιτική φλέβα στην περιοχή της Πεύκης. ζ) Πάντα κοντά στις περιοχές εμφάνισης των κοιτασμάτων η τυπική λιθολογική διαδοχή προς αυτά είναι η: ±κλινοπυροξενομιγής χαρτσβουργίτης-κανονικός χαρτσβουργίτης-μεταβατικός χαρτσβουργίτης-αδροκρυσταλλικός δουνίτης-λεπτοκρυσταλλικός δουνίτης-χρωμιτίτης. Η οποιαδήποτε απόκλιση από την γενική αυτή διαδοχή είναι σπάνια, ακόμη και σε περιπτώσεις μικρών χρωμιτικών φακών. η) Η συχνή παγίδευση χαρτσβουργιτικών τεμαχών εντός αδροκρυσταλλικών δουνιτών υποδηλώνει την προέλευση των τελευταίων από τους πρώτους, ωστόσο περιπτώσεις αντικατάστασης φολιωμένων χαρτσβουργιτών από λεπτοκρυσταλλικούς δουνίτες υποδεικνύουν ότι κάποιοι λιθότυποι δεν έχουν, όπως αναμένεται, υπολειμματική προέλευση. θ) Η παρουσία κλινοπυροξενομιγών χαρτσβουργιτών είναι πιο συστηματική στην Πίνδο, ενώ στον Βούρινο απαντώνται πιο συχνά στείροι λεπτοκρυσταλλικοί δουνίτες κυρίως υπό τη μορφή φλεβών, πάγκων ή φακών. ι) Το χρωμιτικό κοίτασμα του Κορυδαλλού φιλοξενείται μέσα σε ένα εξωτικό, δουνιτικό τέμαχος, το οποίο περιέχεται εντός της οφιολιθικής mélange της ενότητας της Αβδέλλας που αναπτύσσεται στη συγκεκριμένη περιοχή.
Τέλος, η συνολική αξιολόγηση όλων των διαθέσιμων γεωλογικών, ορυκτοχημικών, πετρολογικών και κοιτασματολογικών στοιχείων, υποδηλώνει ότι οι μανδυακές ενότητες και των δύο ακολουθιών γεννήθηκαν σε ένα κέντρο ώριμης διάνοιξης (MOR) και στη συνέχεια αναδιαμορφώθηκαν ως τμήματα ενός περιθωρίου πάνω από μια ζώνη καταβύθισης (SSZ). Η μετάβαση από τον Βούρινο στη Μηλιά και την Πεύκη και εν τέλει στον Κορυδαλλό πιθανά ισοδυναμεί με τη μετάβαση από το περιβάλλον μιας λεκάνης μπροστά από νησιωτικό τόξο στο (χώρο κάτω από το) ίδιο το τόξο και τέλος σε μια μικρών διαστάσεων περιθωρειακή λεκάνη πίσω από αυτό. / In the present thesis the processes of the genesis of the chomitite occurrences of the Vourinos and Pindos ophiolite complexes combined with their content in platinum group elements are studied. Special attention is given to the petrogenetic evolution of the mantle units of both ophiolite sequences in an attempt to understand better the origin and the formation of the ophiolites of the NW Greek area.
In geotectonic terms the ophiolite complex of Vourinos belongs to the Ypopelagonic isopic zone, while the Pindos ophiolites are tectonically thrusted onto the Eocenic flysch of the Pindos zone. Both complexes are considered as remnants of a certain ocean, which today are found tectonically thrusted over the west margin of the Pelagonic micro-plate. Beyond the fact that both complexes show characteristics of intense tectonic deformation, they do preserve all the types of the petrologic sequences that compose a complete ophiolite complex. All the formations that have been studied in the present thesis are coming from the mantle units of both complexes. The main part of the Vourinos ophiolite complex is composed of mantle tectonites, while the mantle formations in the Pindos ophiolite complex compose the so-called Dramala unit. In the Vourinos complex the sampling covered the most important ore hosting areas of its northern and southern part, while in the Pindos complex several samples were taken from the central-southern parts of the Dramala unit and from exotic blocks of mantle origin of the Avdella mélange unit.
The field investigation in both complexes has led to the following conlusions: a) The northern part of the Vourinos ophiolite complex shows clearly more characteristics of plastic deformation compared to its southern part in which characteristics of brittle to semi-plastic deformation prevail. A similar, but not so well-expressed discrimination can be made as far as concerns the structure of the areas of Milia and Pefki in the Pindos complex. b) The statistical analysis of several motional indicators shows a NE thrust direction for the northern sector of the Vourinos complex and the area of Milia and a SE direction of motion for southern Vourinos and Pefki. c) The chromitites are hosted in dunites and in the majority of the chromitite occurrences the accompanying rock-type is thin-grained dunite (serpentinised or not). In contrast to coarse-grained dunite the thin-grained variety of dunite is not foliated. d) The chromitites of northern Vourinos and Milia are usually of podiform type, discordantly to sub-concordantly developed to their neighbouring thick-grained dunitic to harzburgitic peridotites. The chromite ores of southern Vourinos and Pefki are stratiform, having a concordant to sub-concordant structure. e) Chromitites of both complexes show a great variety of chromite textures, although in each deposit a certain type of texture predominates. In northern Vourinos and Milia the dominant textural type is massive and leopard chromitite, while in southern Vourinos and Pefki the most common texture in chromitite is schlieren. f) In southern Vourinos and Pefki are commonly observed interlayered bodies of harzburgite and dunite, which are indicative of a stratified structure of the residual mantle superimposed on these areas. The number of the pyroxenite dykes (rodingitised or not) is higher in these areas compared to those in northern Vourinos and Milia. In their vast majority these dykes cut chromitite bodies, which indicates that they are not genetically related to the ores, except for one case of a chromitite that is hosted in a pyroxenite dyke in the northern part of the area of Pefki. g) Always in the vicinity of the chromitites the lithology follows the sequence: ±Clinopyroxene-bearing harzburgite, normal harzburgite, transitional harzburgite, coarse-grained dunite, thin-grained dunite, chromitite. A different lithological transition is quite unusual. h) The common entrapment of harzburgite blocks in dunites indicates that the latter comes from the former, although replacements of foliated harzburgites from thin-grained dunite that show no mark of foliation supports the fact that some rocks may not be simply of residual origin. I) The presence of clinopyroxene-bearing harzburgites is more common in the Pindos ophiolite complex, while in the Vourinos ophiolite complex bodies of thin-grained dunite in the form of dykes, layers or lenses are more commonly observed.
Finally, taking into account all the available geological, mineral chemistry and petrological data, it can be said that the mantle units of both complexes have been initially formed in a mid-ocean ridge and then have been furtherly affected by the processes that take place in the mantle wedge above a SSZ. Thus the transition from Vourinos to Milia and Pefki and then to Korydallos is obviously equivalent to the "passage" from a fore arc basin to the arc and finally to a small back arc basin.
|
515 |
Lietuvos mineralinių išteklių naudojimo efektyvumo įvertinimas / The estimation of mineral resourceseco-efficiency in LithuaniaLiobikienė, Genovaitė 28 June 2008 (has links)
Didėjant žmonių poreikiams, didėja ir išteklių naudojimas. Todėl yra labai svarbu išteklius naudoti kuo efektyviau. O kadangi mineraliniai ištekliai yra neatsinaujinantys ištekliai, tai jų efektyvus naudojimas yra ypač svarbus. Šio darbo tikslas ir buvo atlikti Lietuvos mineralinių išteklių naudojimo pokyčių analizę darnaus vystymosi požiūriu.
Mineraliniai ištekliai bendroje išteklių struktūroje sudarė 32 %. Lietuvoje yra eksploatuojamos 5 mineralinių išteklių rūšys: smėlis bei žvyras, klintis, dolomitas ir molis. Smėlis bei žvyras sudaro pagrindinę eksploatuojamų išteklių dalį - 75, dolomitas – 14 %, klintis – 8 %, molis – 3 %. Visų mineralinių išteklių bendrą balansą sudar����� gavyba 95 %, importas – 5 %, eksportas – 4 %. Mineralinių išteklių bendras bei vietinis sunaudojimas nuo 1996 m. iki 2006 m. kito netolygiai. Didžiausias jų sunaudojimo augimas buvo nuo 2001 m. iki 2006 m., jis išaugo 2 kartais.
Mineralinių išteklių ekologinis efektyvumas (EE) 1996 – 2006 m. buvo nepastovus. Tam turėjo įtakos 1999 m. Rusijos ekonominė krizė, kuri iškraipė 1998 – 2002 m. EE duomenis. Tačiau 2006 m. ekologinis efektyvumas buvo net 46 % didesnis lyginant su 1996 m.
Didžiausią įtaką vietiniam mineralinių išteklių sunaudojimui turėjo pastatytų naujų namų skaičius. Tiesioginių užsienio investicijų statybų sektoriui, bendro BVP įtaka mineralinių išteklių naudojimui buvo mažesnė. Mažiausiai šių išteklių vietinį sunaudojimą veikė naudingo ploto tenkančio vienam gyventojui veiksnys bei... [toliau žr. visą tekstą] / Physical growth of society increases the consumption of materials. Therefore nowadays the material eco-efficiency became very important. Since the construction minerals are one of the non-renewable resources thus their eco-efficiency is the most important. The aim of this work was to evaluate the eco-efficiency of construction minerals by sustainability approach.
It is estimated that the construction minerals make 32 % of all resources. In Lithuania there are five kinds of construction minerals that are exploited: limestone, dolomite, clay, gravel and sand. Sand and gravel form a major part of all exploitable resources (75 %), while dolomite only 14 %, limestone – 8 %, and clay – 3 %. The extraction of all construction minerals is estimated to be 95 %, import – 5%, and export – 4% of total construction mineral input. In this work it was determined that during the analysed period, from 1996 to 2006, the direct construction materials input and consumption fluctuated. The biggest consumption’s growth – twofold incease – was during the period of 2001-2006.
It was determined that the eco-efficiency of construction minerals also underwent fluctuation during 1996-2006. It was influenced by the economical crisis in Russia in 1999ies. However, the change of eco-efficiency got a tendency of slight increase, and in 2006 the eco-efficiency was higher by 46 % than in 1996.
It can be concluded that construction sector, especially new buildings, has the highest impact on the consumption of... [to full text]
|
516 |
THE FORMATION OF CARBON DIOXIDE HYDRATE IN SOLID SUSPENSIONS AND ELECTROLYTESLamorena, Rheo B., Lee, Woojin 07 1900 (has links)
Evaluation of host geologic sediment interactions with carbon dioxide is very important in sequestration strategies. The objective of the study is to experimentally investigate the effects of different soil mineral types on carbon dioxide hydrate formation. At isothermal, isochoric, and isobaric conditions, batch experiments were conducted with different types of solids (bentonite, kaolinite, nontronite, pyrite, and soil) and electrolytes (NaCl, KCl, CaCl2, and MgCl2) to measure carbon dioxide hydrate formation times. A 50 mL pressurized vessel was used for the experiment by bubbling gaseous CO2 into the solid suspension. We observed that the formation time of carbon dioxide hydrate was dependent on the reactor temperature (273.4 K and 277.1 K) and types of solid and electrolyte. A clear peak was observed in the temperature profile of each experimental run and determined as the hydrate formation time. This is due to the initiation of the hydrate crystallization and latent heat release at the hydrate formation time. The temperature profiles vary significantly with respect to the types of solids and electrolytes. As crystallization initiates, peaks were observed at higher temperatures in pyrite and soil suspensions. The results showed that hydrate formation times for clay minerals in water were approximately twice and 10 times faster than that for pyrite and soil, respectively. The rates of gas consumption were able to be determined by the pressure monitoring. The kaolinite appeared to have the fastest gas consumption rate among the clay mineral suspensions, which was 2.4 times and 7.4 times faster than nontronite and bentonite, respectively. Results from these experiments seem to provide an insight on the formation and growth of carbon dioxide hydrate, once sequestered into the sea bed sediments under the deep sea environment.
|
517 |
Provenance and Depositional History of Late Pleistocene New Jersey Shelf SedimentsTurner, Roxie Jessica 12 May 2005 (has links)
Pleistocene New Jersey shelf sedimentology is strongly influenced by glacially driven sea level changes. A combination of regressive shoreline processes, subaerial exposure, fluvial downcutting, and deposition and reworking during transgression has influenced the NJ shelf sediment composition. Sediment provenance and transport history may be determined on a shelf environment through analysis of grain size distribution, heavy mineral content, magnetic mineral concentrations, and isotopic dating methods. A combination of surface grab and stratigraphic samples were analyzed within the study area. Relatively high percentages of heavy minerals were found in the 2 phi and 3 phi size fractions and hornblende grains provided K-Ar age values indicating two groups of sediment sources. The first source is Grenville with apparent ages above 900 Ma deposited during marine OIS 1. The second source is a mixed assemblage of Grenvillian and Paleozoic sources deposited during marine OIS 3, with apparent ages of approximately 850 ± 20 Ma.
|
518 |
Political Opportunity and Public Participation: EIA in Northern Canada and South AfricaBoyco, Morgan Walter 24 January 2011 (has links)
This research critically examines the process of public participation in the politically contested arena of environmental impact assessment (EIA) in two case studies: the Ekati diamond mine in Canada’s Northwest Territories and the Richards Bay Minerals project in KwaZulu-Natal, South Africa. Each case offers the chance to examine and compare the potentialities of expanded public participation in EIA and the promise of deliberative environmental decision-making. The concept of deliberative public participation has become the new normative standard for citizen engagement in numerous planning and policy-making processes, including EIA. It calls for increased participation by previously disadvantaged communities in the decisions that affect them through multi-stakeholder dialogue. Addressing the need for a realistic assessment of deliberative democratic practice, this study explores the limits of deliberative process by looking at specific examples of EIA, bringing into focus political processes, power relations and the structural conditions affecting citizen engagement.
|
519 |
Effect of nitrate upon the digestibility of kikuyu grass (Pennisetum clandestinum)Marais, Johan Pieter. 30 September 2013 (has links)
The factors affecting the accumulation of nitrate in kikuyu
grass pastures and the effect of elevated nitrate levels upon
digestion in the ruminant were investigated. A high potassium
level in the soil seems to be the major factor stimulating
the accumulation of excessive amounts of nitrate in kikuyu
grass, when the nitrate content of the soil is also high. The
continuous elongation of kikuyu grass tillers allows constant
exposure of high nitrate containing stem tissue to the
grazing ruminant.
Digestibility studies in vitro showed that nitrite, formed
during the assimilatory
reduction of nitrate to ammonia,
reduces cellulose digestion, but the degree of reduction also
depends upon the presence of readily available carbohydrates
and protein in the digest.
Studies in vivo showed that the microbial population can
adapt to metabolise high concentrations of nitrate (500 mg%
N, m/m) in fresh kikuyu grass, without the accumulation of
nitrite in the rumen. However, introduction into the rumen of
nitrite in excess of the capacity of the nitrite reducing
microbes, causes nitrite accumulation. Nitrite has no direct
effect upon rumen cellulase activity. Due to the affinity of
rumen carbohydrases for the substrate, attempts to isolate
these enzymes by means of isoelectric focusing and other separation techniques met with limited success.
Nitrite strongly reduces the xylanolytic, total and
cellulolytic microbial numbers with a concomitant decrease in
xylanase and cellulase activity of the digest. Decreased
microbial numbers could not be .attributed to a less negative
redox potential of the digest in the presence of nitrite, nor
could the effect upon the cellulolytic microbes be attributed
to an effect of nitrite on branched chain fatty acid
synthesis required for cellulolytic microbial growth. A study
of the effect of nitrite upon the specific growth rate of
pure cultures of the major cellulolytic bacteria,
Ruminococcus flavefaciens strain FDI, Butyrivibrio
fibrisolvens strain Ce 51, Bacteroides succinogenes strain S
85 and Ruminococcus albus strain 22.08.6A and the
non-cellulolytic bacterium Selenomonas ruminantium strain
ATCC 19205 revealed the extreme sensitivity to nitrite of
some of these bacteria and the relative insensitivity of
others. Growth inhibition seems to depend primarily upon the
extent to which these microbes derive their energy from
electron transport-mediated processes. / Thesis (Ph.D.)-University of Natal, Pietermaritzburg, 1985.
|
520 |
The petrology, geochemistry and classification of the Bien Venue massive sulphide deposit, Barberton mountain land.Murphy, Philip William. January 1990 (has links)
The Bien Venue massive sulphide deposit is associated with a felsic volcanic succession
developed in the north-eastern part of the Barberton Greenstone Belt, Eastern Transvaal. The
deposit is situated 8km east-north-east of Louw's Creek between the Lily Syncline to the south
and the Stentor Pluton to the north. The stratigraphy of the Onverwacht, Fig Tree and
Moodies Groups in the vicinity of the deposit is poorly documented, and the exact stratigraphic
position of the host felsic volcanics is not known. They are tentatively correlated with the felsic
volcanics from the Theespruit Formation, Onverwacht Group.
The felsic volcanics have undergone low-grade greenschist facies metamorphism and occur as
quartz-sericite schists. Detailed petrography enables sub-division of the volcanic succession into
distinct units. A lapilli metatuff unit hosts the base metal and precious metal mineralisation.
The sulphides are best developed in the upper part of this unit, together with intercalated
barite-rich horizons and cherts. A series of structural events have modified the attitude of the
lithological units and disrupted the continuity of the orebody.
The orebody comprises stratabound lenses of massive to semi-massive and often banded
sulphides, as well as disseminated sulphide mineralisation. The dominant base metal mineralogy
consists of pyrite, sphalerite, chalcopyrite, galena and tennantite. Native silver and various
copper-silver sulphides are also associated with the base metal sulphides. A vertical zonation
of the mineralisation exists, from pyrite-chalcopyrite-rich ore in the footwall, to pyrite -
chalcopyrite-sphalerite-galena-barite-rich ore towards the hanging wall.
Geochemical studies indicate that the Bien Venue lithologies are rhyolitic to rhyodacitic in
composition and show a calc-alkaline affinity. The mobility of some elements at Bien Venue
has been clearly demonstrated. This is believed to be associated with hydrothermal alteration
that has led to SiO2 and MgO enrichment, as well as K2O depletion, in the wall rocks of the
deposit.
The geological setting and nature of the mineralisation at Bien Venue suggest that it is an
example of a volcanogenic exhalative sulphide deposit. In terms of the classification scheme
suggested by Hutchinson (1973, 1980), Bien Venue would best be described as a Primitive type
deposit that contains barite. / Thesis (M.Sc.)-University of Natal, 1990
|
Page generated in 0.0588 seconds