• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 19
  • Tagged with
  • 19
  • 7
  • 6
  • 6
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Προσδιορισμός επιπέδων γκρελίνης και BNP ορού, σημασία της διαχρονικής μεταβολής τους και πιθανός προγνωστικός ρόλος τους σε ασθενείς με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια

Κανελλόπουλος, Κωνσταντίνος 11 February 2008 (has links)
Η γκρελίνη είναι ένα ακυλιωμένο πεπτίδιο που κατά κύριο λόγο παράγεται από το στόμαχο και αποτελεί το φυσικό μόριο-αγωνιστή του μέχρι πρόσφατα ορφανού υποδοχέα GHSR-1a (growth hormone secretagogue receptor type 1a).Η γκρελίνη διαθέτει ισχυρή ικανότητα απελευθέρωσης της αυξητικής ορμόνης καθώς επίσης ασκεί πολλαπλές δράσεις στο ΚΝΣ και σε άλλους ιστούς και όργανα που προκαλούν διέγερση της όρεξης, ρύθμιση του ενεργειακού ισοζυγίου, επίδραση στο γαστρεντερικό σύστημα και στην παγκρεατική λειτουργία.Επιπρόσ- θετα διαμεσολαβεί καρδιαγγειακές δράσεις όπως μείωση των περιφερικών αντιστάσεων, αύξηση της καρδιακής παροχής σε υγιή άτομα και σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια,εξα- σθένηση της καρδιακής καχεξίας, αντιαποπτωτική δράση στην καρδιακή ανεπάρκεια και αντιφλεγμονώδη δράση στο σχηματισμό της αθηρωματικής πλάκας. Η παρούσα εργασία,προσδιορίζοντας τα επίπεδα της γκρελίνης σε ασθενείς με οξεία πρωτοεμφανιζόμενη ή απορρύθμιση χρόνιας συστολικής καρδιακής ανεπάρκειας και μετά την συσχέτισή τους με διάφορες κλινικές,αιμοδυναμικές και υπερηχογραφικές παραμέτρους σε μια περίοδο παρακολούθησης 6 μηνών-1 έτους και την εφαρμογή βέλτιστης εξατομικευμένης φαρμακευτικής αγωγής ,κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρατηρούμενη διαχρονική αύξηση των επιπέδων της γκρελίνης σε συνδυασμό με την βελτίωση των ανωτέρω παραμέτρων προτείνει στην γκρελίνη ρόλο αιτίου ή αποτελέσματος στην πορεία βελτίωσης της καρδιακής ανεπάρκειας. / Ghrelin is an acylated peptide that mainly is produced from the stomach and constitutes the natural molecule-ligand of until recently orphan receptor GHSR-1a(growth hormone secretagogue receptor type 1a).Ghrelin allocates powerful ability of release of the growth hormone and also practices multiple actions in the CNS and in other tissues and organs that cause excitation of apetite, regulation of energy balance, effect in the gastrointestinal system and in function of pancreas.In addition, ghrelin mediates cardiovascular actions as reductions of systemic resistances, increase of cardiac output in healthy individuals and in patients with heart failure, attenuation of cardiac cachexia, inhibition of the apoptosis of myocardial cells in the heart failure and anti-inflammatory action in the progression of atherosclerosis. The present work, determining the levels of ghrelin in patients with acute de novo or decompensation of chronis systolic heart failure and afterwards their cross-correlation with various clinics, haemodynamic, and other parameters of the cardiac ultrasound in a period of follow-up of 6 months-1 year and the application of most optimal individualized pharmaceutical treatment, led to conclusion that the observed diachronic increase of levels of ghrelin in combination with the improvement of above parameters proposes in ghrelin role of reason or result in the course of improvement of heart failure.
2

Νεφρική παραγωγή ενδοθηλίνης σε φυσιολογικά άτομα και σε ασθενείς με σπειραματική βλάβη

Πετροπούλου, Χρυσάνθη 03 May 2010 (has links)
Η μελέτη αυτή είναι από τις πρώτες που ασχολήθηκαν με τη διερεύνηση του ρόλου της ενδοθηλίνης στη νεφρική νόσο, καθώς και με την παραγωγή της στο νεφρικό ιστό. Στο πρώτο μέρος της διατριβής επιλέχθηκαν δύο ομάδες ασθενών στις οποίες προσδιορίστηκαν τα επίπεδα ενδοθηλίνης-1 στο πλάσμα και στα ούρα: α) ασθενείς με νεφρωσικό σύνδρομο και β) ασθενείς με ΧΝΑ, χωρίς πρωτεϊνουρία. Στη συνέχεια εξετάστηκε κατά πόσο υπήρχε συσχετισμός των επιπέδων της ΕΤ-1 με διαφορετικές νεφρικές παραμέτρους μεγέθη όπως η κάθαρση της κρεατινίνης, η πρωτεϊνουρία και η ροή των ούρων. Τα πρώτα αποτελέσματα παρείχαν ενδείξεις για αυξημένη νεφρική παραγωγή ενδοθηλίνης-1 σε ασθενείς με σπειραματική βλάβη και η απεκκρινόμενη ΕΤ-1 είχε θετική συσχέτιση με το βαθμό της πρωτεϊνουρίας. Στη συνέχεια μελετήθηκε η έκφραση της στο νεφρικό ιστό και ακόμα ειδικότερα, στο σπείραμα, στα σωληνάρια και στο διάμεσο ιστό, καθώς και η μεταβολή των επιπέδων της απεκκρινόμενης ΕΤ-1 κατά τη θεραπευτική αντιμετώπιση της πρωτεϊνουρίας. Πιο αναλυτικά τα αποτελέσματα της διατριβής ήταν τα παρακάτω: α) Τα επίπεδα ΕΤ-1 στο πλάσμα ασθενών με νεφρική νόσο είναι αυξημένα και περίπου τριπλάσια από τα φυσιολογικά. Η αύξηση αυτή είναι ανεξάρτητη από την κάθαρση της κρεατινίνης και από το βαθμό ή την ύπαρξη της πρωτεϊνουρίας. β) Η απεκκρινόμενη ΕΤ-1 στα ούρα ασθενών με νεφρική νόσο, είναι αυξημένη στο διπλάσιο σε σύγκριση με τα φυσιολογικά επίπεδα και αντικατοπτρίζει τη νεφρική της παραγωγή. γ) Η ΕΤ-1 εντοπίζεται στο κυτταρόπλασμα των ενδοθηλιακών κυττάρων του σπειράματος και στα αγγεία του διάμεσου ιστού στο φυσιολογικό νεφρικό παρέγχυμα. δ) Στο νεφρικό ιστό των νεφρωσικών ασθενών η ΕΤ-1 εκτός από το σπείραμα και τα αγγεία του διάμεσου ιστού, εντοπίζεται και στο κυτταρόπλασμα των επιθηλιακών κυττάρων των σωληναρίων (εγγύς και άπω). ε) Δεν παρατηρείται καμία διαφορά στην κατανομή της ΕΤ-1 στις διάφορες τομές μεταξύ των ασθενών με νεφρωσικό σύνδρομο. Η κατανομή της ΕΤ-1 είναι ίδια και είναι ανεξάρτητη από τις διάφορες σπειραματικές νόσους στις οποίες οφείλεται η πρωτεϊνουρία. στ) Συνοπτικά, η έκφραση της ΕΤ-1 είναι μεγαλύτερη στο νεφρικό ιστό των ασθενών με πρωτεϊνουρία σε σύγκριση με την ομάδα των τομών από φυσιολογικό νεφρικό ιστό. ζ) Η απεκκρινόμενη ΕΤ-1 στα ούρα είναι ανάλογη του βαθμού της πρωτεϊνουρίας σε ασθενείς με νεφρωσικό σύνδρομο και μειώνεται παράλληλα με την πρωτεϊνουρία μετά από θεραπευτική αγωγή. / This study investigates the role of endothelin-1 (ET-1) and its production in the renal tissue. Endothelin-1 was determined in plasma and urine in two groups of renal patients: a) patients with nephrotic syndrome and b) patients with chronic renal failure without proteinuria. Endothelin levels were correlated with several renal function parameters such as creatinin clearance, proteinuria and urinary flow. Results showed an increased endothelin renal production in patients with glomerular injury and a positive correlation between endothelin renal excretion and proteinuria. The endothelin expression in the renal tissue was studied and particularly in the glomerulus, tubules and interstitial tissue. Further more, changes in endothelin renal excretion were investigated during immunosuppressive treatment of proteinuria. The results of this study are as follow: a) Endothelin-1 plasma levels in patients with renal disease are increased compared to controls. This increase was independent compared to creatinine clearance and the severity of proteinuria. b) The endothelin renal excretion in patients with renal disease is increased compared to controls and represents its renal production. c) ΕΤ-1 is localized in the cytoplasm of glomerular endothelial cells and in the vessel walls in the interstitial tissue in normal renal parenchyma. d) In patients with neprotic syndrome, ET-1 is also localized in the cytoplasm of epithelial cells in proximal and distal tubules. e) No differences in the renal distribution of ET-1 were observed among tissue samples of nephrotic patients with different primary causes of proteinuria. f) The ΕΤ-1 expression was increased in the renal tissue of patients with proteinuria compared to controls. g) The ΕΤ-1 excretion in urine was positive correlated to the degree of proteinuria and decreases with the reduction of proteinuria after immunosuppressive treatment.
3

Επίδραση της αιμοδιακάθαρσης στην κυτταρική ανοσία των ουραιμικών ασθενών

Χηνάρη, Ελένη 10 May 2010 (has links)
- / -
4

Ο ρόλος της εξωκυττάριας ουσίας στην παθογένεια της καρδιακής ανεπάρκειας

Γκίζας, Σπυρίδων 24 October 2007 (has links)
Ο ρόλος της εξωκυττάριας ουσίας στην καρδιακή ανεπάρκεια. / The functional role of extracellular matrix in heart failure.
5

Μοριακοί μηχανισμοί που εμπλέκονται στην ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης

Γιαννακοπούλου, Ιωάννα 13 November 2007 (has links)
Η αυξητική ορμόνη (GH), πολυλειτουργική ορμόνη που παράγεται από τα σωματοτρόπα κύτταρα του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης, προάγει την μεταγεννητική ανάπτυξη σκελετικών και μαλακών ιστών. Επίσης, ασκεί ποικίλες άλλες βιολογικές δράσεις, όπως ρύθμιση του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και του λίπους. Κατά συνέπεια, η ανεπάρκεια της εκτός από αναπτυξιακά μπορεί να προκαλέσει και σοβαρά μεταβολικά προβλήματα. Η GH δρα στους περιφερικούς ιστούς άμεσα αλλά και έμμεσα μέσω του ινσουλινόμορφου αυξητικού παράγοντα IGF-I. Μετά από πρόσδεση της GH στον υποδοχέα της (GHR), ο IGF-I παράγεται στο ήπαρ, όπου απελευθερώνεται στην γενική κυκλοφορία, αλλά παράγεται και τοπικά στους περιφερικούς ιστούς, όπου δρα με αυτοκρινή ή παρακρινή τρόπο. Η έκκριση της GH από την υπόφυση έχει παλμική μορφή και ρυθμίζεται κυρίως μέσω τριών υποφυσιοτρόπων παραγόντων: εκλυτική ορμόνη της GH (GHRH), σωματοστατίνη (SRIF) και γκρελίνη. Η απελευθέρωση της GHRH και της SRIH από τον υποθάλαμο επηρεάζεται και από μια ποικιλία άλλων νευροδιαβιβαστών, νευροορμονών και νευροπεπτιδίων. Έχει υπολογιστεί σε διάφορες μελέτες ότι κοντό ανάστημα συσχετιζόμενο με ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης (GHD) παρατηρείται με συχνότητα 1 στις 4000 έως 1 στις 10000 γεννήσεις. Παρόλο που οι περισσότερες περιπτώσεις είναι σποραδικές και θεωρούνται αποτέλεσμα περιβαλλοντικών εγκεφαλικών προσβολών ή αναπτυξιακών ανωμαλιών, γενετική αιτιολογία προτείνεται περίπου στο 10% των GHD περιπτώσεων, λόγω του ότι έχει προσβληθεί ένας τουλάχιστον πρώτου βαθμού συγγενής. Η διάγνωση της GHD είναι μια πολύπλευρη διαδικασία που απαιτεί εκτενή κλινική εκτίμηση, αξιολόγηση σωματομετρικών παραμέτρων, βιοχημικές δοκιμασίες του GH-IGF άξονα, και ακτινολογική εκτίμηση. Η GHD μπορεί να παρουσιάζεται είτε ως μεμονωμένο πρόβλημα (IGHD) είτε σε συνδυασμό με πολλαπλές ορμονικές ανεπάρκειες (CPHD). Μοντέλα ζώων έχουν χρησιμοποιηθεί για μελέτη της φυσιολογικής λειτουργίας του υποθαλαμικού-GH άξονα και των πιθανών διαταραχών που οδηγούν σε IGHD/CPHD στους ανθρώπους. Σύμφωνα με τα κλινικά χαρακτηριστικά, τον τρόπο κληρονομικότητας και την ανταπόκριση στην εξωγενή θεραπεία, τέσσερις τύποι οικογενούς IGHD έχουν περιγραφεί στον άνθρωπο. Μεταλλαγές έχουν βρεθεί να συμβαίνουν στο GH γονίδιο (GH1) και στο γονίδιο του υποδοχέα της GHRH (GHRH-R). Πολυμορφισμοί στον υποκινητή του GH1 γονιδίου μειώνουν επίσης την έκφραση του. Πρόσφατα, μεταλλαγές στο γονίδιο του υποδοχέα της γκρελίνης (GHS-R) συσχετίστηκαν με IGHD. Μεταλλαγές σε διακριτά γονίδια μεταγραφικών παραγόντων, που είναι βασικά για την ανάπτυξη και διαφοροποίηση των κυττάρων του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης, όπως Pit1/POU1F1, PROP1, HESX1, LHX3, LHX4, έχουν αναγνωρισθεί μέχρι σήμερα σε ανθρώπους με CPHD. Καθώς μεγάλο ποσοστό οικογενών περιπτώσεων IGHD/CPHD δεν οφείλεται σε μεταλλαγές σε κάποιο από τα ήδη γνωστά γονίδια, φαίνεται να εμπλέκονται μεταλλαγές σε επιπρόσθετα υποψήφια γονίδια. Περαιτέρω γενετικές μελέτες μπορούν να συμβάλλουν σε καλύτερη κατανόηση της GHD, σε πρώιμη διάγνωση και βελτίωση της θεραπευτικής αγωγής στα άτομα με GHD. / Growth hormone (GH), a multifunctional hormone which is synthesized in the somatotrope cells of the anterior pituitary gland, promotes postnatal development of skeletal and soft tissues. In addition, GH exerts multiple biological actions, such as regulating the metabolism of carbohydrates, proteins and fat. Consequently, GH deficiency (GHD) apart from causing developmental disorders can also have a deleterious effect on the body’s metabolism. GH acts on peripheral tissues both directly and indirectly, through the mediation of insulin-like growth factor-1 (IGF-1). Upon binding of GH to its receptor (GHR), IGF-1 is produced both in the liver, from where it is released into the general circulation, and locally in the peripheral tissues, such as bone, cartilage, and muscle, where it acts in an autocrine or paracrine fashion. GH is secreted from the pituitary gland in a pulsatile fashion. Major regulatory factors include three hypophysiotropic factors: GH releasing hormone (GHRH), somatostatin (SRIF), and ghrelin. Moreover, GH secretion can be affected by a variety of other neurotransmitters, neurohormones and neuropeptides. The diagnosis of GHD demands detailed clinical, auxological, radiological and biochemical evaluation of the GH-IGF axis. GHD may occur as isolated GHD (IGHD) or in combination with other pituitary hormone deficiencies (Combined Pituitary Hormone Deficiency, CPHD). The physiological actions of the hypothalamic-GH axis and the possible disorders leading to IGHD/CPHD in humans have been extensively studied in animal models. Short stature associated with GHD has been estimated to occur in about 1/4000-1/10000 in various studies. Whereas most cases are sporadic and believed to result from environmental cerebral insults or developmental anomalies, approximately 10% of the affected individuals have a first-degree relative with the same disorder, suggesting a hereditary trend and genetic factors affecting the disorder. Four types of familial IGHD have been described in humans according to clinical characteristics, the mode of inheritance and the response to exogenous therapy. Mutations reducing gene expression have been described in the GH1 gene and in the GHRH receptor (GHRH-R) gene. Polymorphisms found in the promoter of the GH1 gene can also reduce its expression. Recently, mutations in the ghrelin receptor (GHS-R) gene were associated with IGHD. Mutations in discrete genes of transcriptional factors necessary for the development and differentiation of anterior pituitary cells, such as Pit1/POU1F1, PROP1, HESX1, LHX3, LHX4 have been recognized in individuals with CPHD. Considering that a large proportion of familial cases of IGHD/CPHD are not caused by mutations in any of the known genes, mutations in additional candidate genes may be involved. Further genetic studies may contribute to a better understanding of GHD, earlier diagnosis and better therapeutic approaches for this disorder.
6

Επιρροή δομικών χαρακτηριστικών κτιρίων από φέρουσα τοιχοποιία στο βαθμό της σεισμικής τους επάρκειας σύμφωνα με τον EC8 και την προσεγγιστική μέθοδο του ΟΑΣΠ

Παπαλυμπέρη, Αργυρή 15 April 2015 (has links)
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι ο προσδιορισμός του βαθμού επάρκειας κτιρίων από φέρουσα τοιχοποιία παρουσία σεισμικής έντασης. Στόχος της εργασίας είναι να διερευνηθεί πως επηρεάζεται ο βαθμός σεισμικής επάρκειας μίας κατασκευής από την ύπαρξη διαφράγματος, το πλήθος των ορόφων, το πάχος των τοίχων, το υλικό της τοιχοποιίας, το μέγεθος των ανοιγμάτων και την ασυμμετρία της κάτοψης. Στο Πρώτο Κεφάλαιο, αρχικά, παρουσιάζονται κάποια γενικά στοιχεία για τη φέρουσα τοιχοποιία. Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στον προσδιορισμό των μηχανικών χαρακτηριστικών της τοιχοποιίας. Ακόμα, περιγράφεται η μεθοδολογία για τον έλεγχο των ανεπαρκειών με βάση τον EC8. Τέλος, παρουσιάζεται η μέθοδος του δευτεροβάθμιου προσεισμικού ελέγχου για την εύρεση της ανεπάρκειας ενός κτιρίου. Στο Δεύτερο Κεφάλαιο γίνεται μία σύντομη αναφορά στη παθολογία κατασκευών από φέρουσα τοιχοποιία. Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται τα αίτια που προκαλούν βλάβες στις κατασκευές, καθώς επίσης και οι βασικοί τύποι ρωγμών που απαντώνται πιο συχνά στα κτίρια από τοιχοποιία. Στο Τρίτο Κεφάλαιο παρουσιάζονται όλα τα στοιχεία που εισήχθησαν στο πρόγραμμα ETABS για τη δημιουργία κατάλληλου προσομοιώματος. Αρχικά, γίνεται πλήρης αναφορά των γεωμετρικών στοιχείων όλων των υπό εξέταση κτιρίων. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζονται τρεις περιπτώσεις κτιρίων: ιδεατά συμμετρικά, ιδεατά ασύμμετρα και πραγματικά κτίρια. Στη συνέχεια, γίνεται αναλυτικός υπολογισμός των μηχανικών χαρακτηριστικών της τοιχοποιίας σύμφωνα με κατάλληλη βιβλιογραφία και παρουσιάζονται οι επιφάνειες επιρροής με τις οποίες προσδιορίστηκαν τα φορτία των κατασκευών. Επιπλέον, γίνεται περιγραφή του τρόπου προσομοίωσης και αναφέρονται λεπτομερώς οι παραδοχές που έγιναν κατά την ανάλυση. Στο Τέταρτο Κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των αναλύσεων των ιδεατών συμμετρικών κτιρίων. Συγκεκριμένα, παρατίθενται οι ανεπάρκειες που προέκυψαν για την εντός επιπέδου ένταση με βάση τα μέγιστα αποδεκτά όρια του EC8 σε όρους γωνιακών παραμορφώσεων για στάθμη επιτελεστικότητας SD. Στη συνέχεια, διερευνάται η επιρροή της διαφραγματικής λειτουργίας, του πλήθους των ορόφων, του πάχους των τοίχων, του υλικού της τοιχοποιίας και του μεγέθους των ανοιγμάτων στις ανεπάρκειες τους. Στο Πέμπτο & Έκτο Κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των αναλύσεων για τα ιδεατά ασύμμετρα και τα πραγματικά κτίρια αντίστοιχα. Ομοίως, παρατίθενται οι ανεπάρκειες που προέκυψαν για την εντός επιπέδου ένταση με βάση τα μέγιστα αποδεκτά όρια του EC8 για στάθμη επιτελεστικότητας SD. Στη συνέχεια, διερευνάται η επιρροή της διαφραγματικής λειτουργίας, του πλήθους των ορόφων, του πάχους των τοίχων και του υλικού της τοιχοποιίας στις ανεπάρκειες τους. Στο Έβδομο Κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των ανεπαρκειών όλων των κτιρίων που προέκυψαν για την εκτός επιπέδου ένταση σύμφωνα με τα όρια των γωνιακών παραμορφώσεων που προτείνει η FEMA 356 για στάθμη επιτελεστικότητας LS. Ομοίως και σε αυτό το κεφάλαιο διερευνάται η επιρροή της διαφραγματικής λειτουργίας, του πλήθους των ορόφων, του πάχους των τοίχων και του υλικού της τοιχοποιίας στις ανεπάρκειες τους. Για τα ιδεατά συμμετρικά κτίρια εξετάζεται επιπλέον και η επιρροή του μεγέθους των ανοιγμάτων στις ανεπάρκειες τους. Στο Όγδοο Κεφάλαιο υπολογίζονται οι δείκτες ανεπάρκειας Η/R όλων των κτιρίων σύμφωνα με τη προσεγγιστική μέθοδο του ΟΑΣΠ. Επίσης, διερευνάται η αξιοπιστία του δείκτη ανεπάρκειας που προκύπτει από το δευτεροβάθμιο προσεισμικό έλεγχο μέσω της σύγκρισής του με τις ανεπάρκειες που προκύπτουν από τον EC8. Στο Ένατο Κεφάλαιο συνοψίζονται τα πιο σημαντικά συμπεράσματα που προέκυψαν από το σύνολο των διερευνήσεων που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια στης παρούσας εργασίας. Ακολουθεί η βιβλιογραφία και στο τέλος παρατίθενται τα παραρτήματα. / The purpose of this study is to determine the level of competence of masonry buildings subjected to seismic actions. The aim of this project is to investigate how the degree of seismic resistance of a structure is affected by existing diaphragms, the number of floors, the thickness of the walls, the material of the walls, the size of the openings and the symmetry in plan. Some general data for masonry is initially presented in chapter one. Subsequently, reference is made to the determination of the mechanical characteristics of the masonry. Furthermore, the assessment method based on EC8 is described. Finally, the second level pre-earthquake assessment method for masonry buildings is presented. In the second chapter, there is a brief description of the structural characteristics of masonry in relation to expected damaged. In particular, the causes of construction defects are presented as well as the basic types of cracks that can be found more frequently in masonry buildings. The third chapter lists all the data entered into the ETABS computer program to create appropriate simulations. Initially, the geometric data of all investigated buildings is given. More specifically, the following three cases of buildings are examined: idealised symmetric, idealised asymmetric and real buildings. Then, detailed calculations of the mechanical characteristics of masonry based on appropriate literature are performed and include using influence surfaces to determined the loads of the buildings. Moreover, a description of the simulation method and details of the assumptions made in the analysis are given. The fourth chapter presents the results of analyses of the idealised symmetrical buildings. Specifically, the inadequacies are listed that resulted from the specified maximum acceptable limits of EC8 in terms of displacements for the Significant Damage performance level. Then, the influence of diaphragm action, the number of floors, the thickness of the walls, the material of the walls and the size of openings and their deficiencies are investigated. In the fifth and sixth chapters, the results of analyses for idealised asymmetric and actual buildings are presented respectively. Similarly, the inadequacies are listed that resulted from the specified maximum acceptable limits of EC8 for the Significant Damage performance level. Then, the influence of diaphragm action, the number of floors, the thickness of the walls and the masonry type and the size of openings and their deficiencies are examined. The seventh chapter presents the results for all buildings based on the limits of deformations proposed by FEMA 356 for the Life Safety performance level. Similarly, the influence of diaphragm action, the number of floors, the thickness of the walls, building material and their weaknesses are examined. For idealised symmetrical buildings, the influence the size of the openings and their deficiencies are examined further. In chapter eight the deficiency indicator H/R is calculated for all buildings according to the approximate method of EPPO. The reliability failure index resulting from second level pre-earthquake assessment by comparison with the inadequacies arising from the EC8 is also investigated. The ninth chapter summarises the most important conclusions of all investigations carried out by the present project. After the references at the end, annexes are presented.
7

Μηχανισμοί εξέλιξης της σπειραματικής βλάβης προς χρόνια νεφρική ανεπάρκεια

Καλλιακμάνη, Παντελίτσα 27 June 2007 (has links)
Η πορεία μιας οξείας σπειραματικής νόσου προς τη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδεις διεργασίες που εντοπίζονται αρχικά στο σπείραμα, εν συνεχεία στον ενδιάμεσο χώρο, στα ουροφόρα σωληνάρια και τέλος στα νεφρικά αγγεία. Το πρωταρχικό αίτιο για την έναρξη των διεργασιών αυτών είναι η εναπόθεση ανοσοσυμπλεγμάτων στην περιοχή του σπειράματος και η ενεργοποίηση αντιδράσεων που οδηγούν τελικά στην εμφάνιση σπειραματικής σκλήρυνσης, ίνωσης του διαμέσου ιστού και ατροφίας των ουροφόρων σωληναρίων. Οι διεργασίες αυτές φαίνεται να πυροδοτούνται από κυτταροκίνες, όπως είναι οι ιντερλευκίνες (IL-1, IL-2, IL-6) και να εξελίσσονται περαιτέρω κάτω από την επίδραση αυξητικών παραγόντων, όπως είναι ο Transforming Growth Factor (TGF-β1), Epidermal Growth Factor (EGF) και Insulin-like Growth Factor (IGF-1). Πέραν των διεργασιών όμως αυτών, σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση της καταστροφής του νεφρώνα, φαίνεται να διαδραματίζει ο ρυθμός απόπτωσης των κυττάρων των ουροφόρων σωληναρίων. Πράγματι η απόπτωση αποτελεί ένα σημαντικό μηχανισμό αποικοδόμησης των κυττάρων που σε συνεργασία με την αναγέννησή τους συμβάλλει στη σταθερότητα όλων των βιολογικών συστημάτων (ομοιόσταση). Ο ρυθμός της απόπτωσης των κυττάρων βρίσκεται σε μια σταθερή σχέση με τον ρυθμό αναγέννησης, έτσι ώστε κάθε βιολογικό σύστημα να παραμένει δομικά και λειτουργικά σταθερό. Οι πρωτεΐνες bax και bcl-2 έχουν αποδειχθεί αξιόπιστοι δείκτες της αποπτωτικής διαδικασίας. Η παρούσα μελέτη έχει σαν στόχο να εξετάσει ποιοτικά και ποσοτικά τη συμμετοχή των αυξητικών παραγόντων (TGF-β1, EGF, IGF-1) και των δεικτών της κυτταρικής απόπτωσης (πρωτεΐνες bax και bcl-2) σε ασθενείς με σπειραματικές βλάβες, παρουσία ιστολογικών αλλοιώσεων διαφορετικής βαρύτητας και κατ’ επέκταση διαταραχή της λειτουργίας του νεφρού. Συμπεριελήφθησαν 76 ασθενείς (44 άνδρες και 32 γυναίκες) στους οποίους, με βάση τα ιστολογικά ευρήματα στις βιοψίες του νεφρικού ιστού, ετέθησαν οι διαγνώσεις: ιδιοπαθής μεμβρανώδης σπειραματονεφρίτιδα (n=26), IgA νεφροπάθεια (n=15), νόσος ελαχίστων αλλοιώσεων (n=12), ταχέως εξελισσόμενη σπειραματονεφρίτιδα (n=11), εστιακή σπειραματοσκλήρυνση (n=7) και νεφρίτιδα του λύκου (n=5). Η μέση χρονική διάρκεια παρακολούθησης των ασθενών ήταν 4 χρόνια. Το είδος και η βαρύτητα των δομικών αλλοιώσεων του νεφρικού ιστού συσχετίσθηκαν με την πορεία της νεφρικής λειτουργίας, αλλά και με παραμέτρους των φλεγμονωδών διεργασιών που προσδιορίσθηκαν ανοσοϊστοχημικά, όπως είναι οι αυξητικοί παράγοντες TGF-β1, EGF και IGF-1, οι μυοϊνοβλάστες (κύτταρα που συμμετέχουν στη διαδικασία ανάπτυξης της ίνωσης) και οι δείκτες της κυτταρικής απόπτωσης (πρωτεΐνες bax και bcl-2). Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι σε ασθενείς με σπειραματική βλάβη η παρουσία των αυξητικών παραγόντων, των μυοϊνοβλαστών και των δεικτών κυτταρικής απόπτωσης στα σπειράματα, στο διάμεσο χώρο και στα ουροφόρα σωληνάρια είναι έντονη. Μάλιστα αυτή του αυξητικού παράγοντα TGF-β1 των μυοϊνοβλαστών και των πρωτεϊνών bax και bcl-2 είναι εντονότερη σε ασθενείς με σημαντικού βαθμού σπειραματική σκλήρυνση, ίνωση του διάμεσου ιστού και ατροφία των ουροφόρων σωληναρίων. Διαπιστώθηκε επίσης σημαντική συσχέτιση της έκφρασης των παραμέτρων αυτών με τη βαρύτητα των ιστολογικών αλλοιώσεων (r=0.444, p<0.05) και το βαθμό έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας (r= 0.454, p<0.05) ενώ αντίθετα δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση με τον τύπο της σπειραματικής βλάβης. Αυξημένος ρυθμός κυτταρικής απόπτωσης παρατηρήθηκε στο νεφρικό ιστό ασθενών με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας κατά τη διάγνωση της νόσου. Συμπερασματικά διαπιστώθηκε ότι : 1) Σε όλους τους ασθενείς, ανεξάρτητα από τον τύπο της σπειραματονεφρίτιδας, εντοπίζονται ανοσοϊστοχημικά αυξητικοί παράγοντες στο σπείραμα, στο διάμεσο ιστό και στα ουροφόρα σωληνάρια και μυοϊνοβλάστες κυρίως στο διάμεσο χώρο. 2) Η ποσοτική έκφραση των αυξητικών παραγόντων και ιδιαίτερα του TGF-β1 φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με το βαθμό έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας και τη βαρύτητα των ιστολογικών αλλοιώσεων. 3) Ο ρυθμός της κυτταρικής απόπτωσης είναι ανάλογος της βαρύτητας των ιστολογικών αλλοιώσεων και του βαθμού έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας. / The evolution of an acute glomerular injury towards chronic renal failure is characterized by an inflammatory process that is initially localized in the glomeruli and then in the tubulointerstitial area and vessels of the kidney. The deposition of immune complexes in the glomeruli is the main cause of this process that leads to the development of glomerular sclerosis, interstitial fibrosis and tubular atrophy. In this process various cytokines [interleukins (IL), (IL-1, IL-2, IL-6)] and growth factors [Transforming Growth Factor-β (TGF-β), Epidermal Growth Factor (EGF) and Insulin Growth Factor (IGF-1)] are involved. The phenomenon of cellular apoptosis is implicated in the development of renal scarring. Apoptosis represents the programmed cellular death that is in balance with the generation of cells. The rate of cellular apoptosis is responsible for the preservation of homeostasis in each organism. Various genes and proteins are involved in the regulation of apoptosis within kidney. Bax and bcl-2 proteins represent markers of the apoptotic process since bax is related to an enhanced apoptotic rate whereas bcl-2 provides a survival advantage to renal cells. The aim of this study is to investigate the expression of growth factors (TGF-β1, EGF, IGF-1) and apoptotic markers (bax and bcl-2 proteins) in the renal tissue of patients with various types of glomerulonephritis and to identify any correlation of this expression with the severity of histological injury and with the course of renal function. Seventy six patients (44 males and 32 females) were included in the study. The histological diagnoses were: idiopathic membranous nephropathy (n=26), IgA nephropathy (n=15), minimal changes disease (n=12), rapidly progressive glomerulonephritis (n=11), focal segmental glomerulosclerosis (n=7) and lupus nephritis (n=5). The mean follow-up period was 4 years. The expression of growth factors, apoptotic markers and myofibroblasts (cells that are involved in the development of scarring) in the renal tissue was investigated by immunohistochemical technique and quantitated by morphometric analysis. In the renal tissue of patients with glomerulonephritis presence of growth factors, myofibroblasts and apoptotic markers was identified in the glomeruli and in the tubulointerstitial area. The expression of TGF-β1, myofibroblasts and bax, bcl-2 proteins was particularly severe in patients with glomerular sclerosis, interstitial fibrosis and tubular atrophy. The severity of this expression was related to the degree of histological damage (r=0.444, p<0.05) and that of renal impairment (r=0.454, p<0.05) whereas it was not related to the type of glomerulonephritis. In conclusion, it was found that: 1. Growth factors and myofibroblasts are localized in the glomeruli and in the tubulointerstitial area of patients with glomerulonephritis. 2. The severity of growth factors and in particular that of TGF-β1 expression is related to the degree of renal function impairment and to the severity of histological involvement. 3. The rate of cellular apoptosis in the kidney of patients with glomerulonephritis is also related to the severity of histological involvement and to the degree of renal function imparment.
8

Οι μεταβολές των επιπέδων ενδοθηλίνης κατά τη διενέργεια διαδερμικών επεμβάσεων στην καρδιολογία

Νταβλούρος, Περικλής Α. 27 June 2007 (has links)
Εισαγωγή: Τα επίπεδα της ενδοθηλίνης-1 (ΕΤ-1) στο περιφερικό πλάσμα αυξάνονται μετά από αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αρτηριών με μπαλόνι (PTCA) λόγω μηχανικής βλάβης του ενδοθηλίου των στεφανιαίων αρτηριών κατά την επέμβαση. Η ΕΤ-1 έχει ανεβρεθεί σε ανθρώπινα ενδοκαρδιακά και μυοκαρδιακά κύτταρα. Δεν είναι γνωστό αν η ΕΤ-1 αυξάνεται μετά από θερμική βλάβη του μυοκαρδίου κατά τη διενέργεια κατάλυσης αρρυθμιών με ρεύμα ραδιοσυχνότητας. Μέθοδοι: Προσδιορίσαμε τα επίπεδα ΕΤ-1 στο περιφερικό πλάσμα πριν την εκτέλεση, αμέσως μετά και στις 2 και 6 ώρες μετά από PTCA (31 ασθενείς), και κατάλυση με ρεύμα ραδιοσυχνότητας (16 ασθενείς). Δεκαπέντε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε διαγνωστικό καθετηριασμό και 13 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε διαγνωστική ηλεκτροφυσιολογική μελέτη χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες. Αποτελέσματα: Τα επίπεδα ΕΤ-1 στο περιφερικό πλάσμα αυξήθηκαν σημαντικά αμέσως μετά την PTCA σε σχέση με τα επίπεδα πριν την επέμβαση (55.1±20.1 vs. 42.7±14.9 pg/ml, p<0.01) και στις 2 ώρες μετά την κατάλυση με ρεύμα ραδιοσυχνότητας σε σχέση με εκείνα πριν την επέμβαση (98.0±11.7 vs. 53.0±17.4 pg/ml, p<0.01). Στις 2 ώρες μετά την PTCA και στις 6 ώρες μετά την κατάλυση με ρεύμα ραδιοσυχνότητας τα επίπεδα ΕΤ-1 πλάσματος δεν διέφεραν στατιστικά από τα επίπεδα πριν την επέμβαση. Στις ομάδες ελέγχου (στεφανιογραφία και ηλεκτροφυσιολογική μελέτη) δεν παρατηρήθηκε αύξηση της ΕΤ-1. Η καμπύλη κινητικής της ΕΤ-1 κατέδειξε πολύ υψηλότερες τιμές ΕΤ-1 στους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε κατάλυση με ρεύμα ραδιοσυχνότητας σε σχέση με αυτούς που υποβλήθηκαν σε PTCA (p<0.001). Τα επίπεδα ΕΤ-1 αμέσως μετά την PTCA συσχετίζονταν με το ολικό γινόμενο πίεσης-χρόνου διαστολής του μπαλονιού κατά την αγγειοπλαστική (r=0.56, p<0.01). Δεν υπήρχε συσχέτιση των επιπέδων ΕΤ-1 και του αριθμού των βλαβών που προκλήθηκαν κατά τη διενέργεια κατάλυσης με ρεύμα ραδιοσυχνότητας. Κανένας ασθενής στην ομάδα της PTCA δεν εμφάνισε οξεία ισχαιμία ή άλλη σοβαρή επιπλοκή μετά την επέμβαση. Κανένας ασθενής στην ομάδα της κατάλυσης με ρεύμα ραδιοσυχνότητας δεν εμφάνισε αρρυθμία ή άλλες ανεπιθύμητες επιπλοκές μετά την επέμβαση. Συμπεράσματα: Εκτός από τη μηχανική πίεση του ενδοθηλίου κατά τη διενέργεια PTCA, η βλάβη του ενδομυοκαρδίου από τη θερμική ενέργεια που χρησιμοποιείται κατά την κατάλυση με ρεύμα ραδιοσυχνότητας αντιπροσωπεύει άλλον έναν μηχανισμό αύξησης της ενδογενούς παραγωγής ενδοθηλίνης. Η πιθανή προέλευση αυτής της ΕΤ-1 είναι τα κύτταρα του ενδοκαρδίου ή/και μυοκαρδίου. Η αύξηση της ΕΤ-1 μετά την κατάλυση με ρεύμα ραδιοσυχνότητας είναι μεγαλύτερη και πιο καθυστερημένη σε σχέση με την αύξηση της ΕΤ-1 που παρατηρείται μετά PTCA. Παρόλαυτά δεν συνοδεύεται από ανεπιθύμητες κλινικές δράσεις στην άμεση περίοδο μετά την επέμβαση. / Background: Plasma levels of Endothelin-1 (ET-1) increase after coronary angioplasty (PTCA) due to endothelial injury during the procedure. ET-1 has been found in human endocardial and myocardial cells. It is not known whether ET-1 increases after thermal injury induced by radiofrequency ablation (RFA) lesions. Methods: We determined peripheral vein plasma ET-1 levels at baseline, immediately after, and at 2 and 6 hours post-procedure in 31 patients undergoing PTCA and 16 patients undergoing RFA. Patients subjected to diagnostic coronary angiography (n=15) and electrophysiologic study (n=13) served as controls. Results: ET-1 levels increased significantly from baseline immediately post-PTCA (55.1±20.1 vs. 42.7±14.9 pg/ml, p<0.01) and at 2 hours post-RFA (98.0±11.7 vs. 53.0±17.4 pg/ml, p<0.01) and returned to baseline at 2 hours post-PTCA and 6 hours post-RFA. There was no change in the control groups. ET-1 kinetics curve was significantly higher post-RFA compared to post-PTCA (p<0.001). ET-1 immediately post-PTCA correlated with total pressure-time product applied during the procedure (r=0.56, p<0.01). There was no correlation of ET-1 levels and the number of RFA applications. No patient developed ischemia post-PTCA. There were no complications or arrhythmia recurrence post-RFA. Conclusions: Endocardial thermal injury during RFA is another mechanism of endothelin increase apart from mechanical injury of the coronary endothelium during PTCA and represents further evidence for the existence of the peptide in the human endomyocardial cells. ET-1 increase is delayed and more pronounced post-RFA compared to post-PTCA. Despite that, it does not seem to have any clinical impact in the immediate post-RFA period.
9

Θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια : Κλινικές, ηλεκτροφυσιολογικές, και νευροορμονικές παράμετροι, και νεώτεροι ηχοκαρδιογραφικοί δείκτες

Καλογερόπουλος, Ανδρέας 27 May 2014 (has links)
Ένας μεγάλος αριθμός μελετών παρατήρησης καθώς και τυχαιοποιημένων ελεγχομένων κλινικών δοκιμών έχει πλέον τεκμηριώσει την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητα, καθώς και τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της θεραπείας καρδιακού επανασυγχρονισμού (ΘΚΕ) σε ασθενείς με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια, επηρεασμένη συσταλτικότητα της αριστεράς κοιλίας (ΑΚ) και ευρύ σύμπλεγμα QRS. Οι περισσότερες τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες με ΘΚΕ αναφέρουν την αποτελεσματικότητα της θεραπείας αυτής σε περίοδο 3 έως 12 μηνών. Αντίθετα, τα δεδομένα σχετικά με την μακροπρόθεσμη έκβαση, ειδικά των ασθενών με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια (λειτουργική κλάση III και IV), είναι περιορισμένα και όχι εντελώς σαφή. Σε αντίθεση με τον πλούτο των δεδομένων που αφορούν την αποτελεσματικότητα της ΘΚΕ όμως, και τα οποία έχουν προέλθει από πολλαπλές κλινικές δοκιμές, οι αναφορές σχετικά με την απόδοση της ΘΚΕ στην κλινική πράξη (εκτός δηλαδή ερευνητικών πρωτοκόλλων) είναι σχετικά περιορισμένες και οι μελέτες μακροχρόνιας παρακολούθησης είναι ακόμα λιγότερες. Οι μελέτες που έχουν ασχοληθεί ειδικά με την ηχοκαρδιογραφική ανταπόκριση μετά από ΘΚΕ είναι ως επί το πλείστον μέρος μιας μεγαλύτερης κλινικής δοκιμής. Τόσο σε μελέτες στα πλαίσια κλινικών δοκιμών όσο και σε μελέτες παρατήρησης όμως, οι έρευνες έχουν επικεντρώσει κυρίως σε περιόδους παρακολούθησης 3 έως 6 μηνών, ενώ λίγα μόνο δεδομένα υπάρχουν πέραν των 12 μηνών. Η αντίστροφη αναδιαμόρφωση της ΑΚ, κυρίως κατά την άμεση περίοδο μετά την εμφύτευση, φαίνεται να είναι και ο ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης επιβίωσης των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια που λαμβάνουν ΘΚΕ. Ωστόσο, καθώς η ΑΚ συνεχίζει να αναδιαμορφώνεται και μετά την εμφύτευση, είναι ασαφές κατά πόσον η βραχυπρόθεσμη ευνοϊκή ανταπόκριση που παρατηρείται στο 60% -70% των ασθενών διατηρείται μακροπρόθεσμα. Η ηχοκαρδιογραφία παραμόρφωσης έχει χρησιμοποιηθεί για την εξαγωγή δεικτών καρδιακού δυσυγχρονισμού και την εκτίμηση της λειτουργίας της ΑΚ πριν την εμφύτευση συσκευής ΘΚΕ (αμφικοιλιακού βηματοδότη με ή χωρίς δυνατότητα απινιδωτή). Η ανταπό-κριση των δεικτών παραμόρφωσης της ΑΚ μπορεί να έχει σημαντικές προγνωστικές επιπτώσεις για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε ΘΚΕ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι δείκτες παραμόρφωσης πρόσφατα εδείχθησαν να έχουν ισχυρότερη συσχέτιση με την πρόγνωση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια σε σχέση με το κλάσμα εξώθησης ή άλλους κλασσικούς δείκτες της λειτουργικής κατάστασης της ΑΚ. Παρ’ όλα αυτά, ελάχιστα ηχοκαρδιογραφικά δεδομένα υπάρχουν σχετικά με την ανταπόκριση των δεικτών παραμόρφωσης μετά από θεραπεία επανασυγχρονισμού, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία πέραν των 6 μηνών. Σε αυτή τη μελέτη, εκτιμήσαμε τη μακροπρόθεσμη ανταπόκριση της λειτουργίας της ΑΚ, όπως αυτή καταγράφεται ηχο¬καρδιο¬γραφικά μετά από τουλάχιστον 12 μήνες παρακολούθησης, μετά από εμφύτευση συσκευής καρδιακού επανασυγχρονισμού με δυνατότητες απινιδωτή (CRT-D). Ο πρωτογενής μας στόχος ήταν να καταγράψουμε συστηματικά, χρησιμοποιώντας συμβατικούς αλλά και νεώτερους ηχοκαρδιογραφικούς δείκτες (απεικόνιση παρα-μόρφωσης), τη μακροπρόθεσμη ανταπόκριση της λειτουργίας της ΑΚ μετά από εμφύτευση συσκευής ΘΚΕ με δυνατότητες απινιδωτή (CRT device with defibrillator capacity, CRT-D) σε ασθενείς με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια οι οποίοι λαμβάνουν βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή. Οι δευτερογενείς μας στόχοι ήταν (α) να καταγράψουμε τη μακροπρόθεσμη (>12 μήνες) ανταπόκριση του δυσσυγχρονισμού της ΑΚ, όπως αυτή καταγράφεται με ηχοκαρδιογραφική απεικόνιση παραμόρφωσης (β) να συσχετίσουμε τους δείκτες δυσσυγχρονισμού της ΑΚ πριν από την εμφύτευση με τη μακροπρόθεσμη ανταπόκριση της λειτουργίας της ΑΚ, και (γ) να συσχετίσουμε τους συμβατικούς και νεώτερους ηχοκαρδιογραφικούς δείκτες λειτουργίας της αριστεράς κοιλίας πριν από την εμφύτευση με τη μακροπρόθεσμη ανταπόκριση της λειτουργίας της ΑΚ. / Several observational studies and randomized controlled trials (RCTs) have demonstrated the safety, efficacy, and long-term effects of cardiac resynchronization therapy (CRT) in patients with advanced heart failure, reduced left ventricular systolic function, and wide QRS complex. Most clinical trials with CRT report efficacy within a 3-to-12 month time frame. However, data on long-term effects, especially for advanced heart failure patients with NYHA class III-IV, are limited and unclear. In contrast to the wealth of data on efficacy of CRT, reports on effectiveness of CRT in clinical practice (i.e. outside the context of RCTs) are limited and data on long-term effectiveness are scarce. Studies dealing with echocardio-graphic responses come largely from sub-studies of larger RCTs. However, both these sub-studies as well as observational studies have focused on short-term echocardiographic responses, whereas very limited data exist beyond 12 months. Reverse remodeling of the left ventricle in response to CRT in the immediate post-implant period is the strongest predictor of long-term prognosis in these patients. However, as the left ventricle continues to remodel long after CRT device implantation, it is unclear whether the initial favorable response observed in 60% to 70% of CRT recipients is maintained long term. Deformation echocardiography has been used to derive ventricular dyssynchrony indices and assess left ventricular function prior to CRT device implantation (biventricular pacemaker with or without defibrillator capacity). The response of myocardial deformation indices of the left ventricle may have important prognostic implications for CRT recipients, considering that deformation parameters have been shown to have a stronger association with prognosis compared with ejection fraction or other conventional indices of left ventricular function. Nevertheless, limited echocardiographic data exist on the response of myocardial deformation indices to CRT, whereas no data exist beyond 6 months post CRT. In this study, we have evaluated the long-term echocardiographic response of left ventricle to CRT after a minimum of 12 months of follow up after implantation of a CRT device with defibrillator capacity (CRT-D). Our primary aim was to systematically record, using both conventional and novel echocardiographic indices (myocardial deformation), the long-term (12 months or longer) response of the left ventricle after CRT-D device implantation in patients with advanced heart failure receiving optimal medical therapy. Our secondary aims were to (a) record the long-term response of left ventricular dyssynchrony assessed with myocardial deformation indices in these patients; (b) correlate left ventricular dyssynchrony indices before CRT-D device implantation with long-term response of the left ventricle, and (c) correlate both conventional and novel left ventricular function indices before implantation with long-term response of the left ventricle after CRT-D device implantation.
10

Εκτίμηση των επιπέδων λιποδιαλυτών βιταμινών στον ορό του αίματος υπερ-παχύσαρκων ασθενών που έχουν υποβληθεί σε βαριατρική επέμβαση τύπου Roux-en-Y γαστρικής παράκαμψης με χολοπαγκρεατική εκτροπή

Παναγή, Ζωή 19 February 2009 (has links)
Η βαριατρική χειρουργική είναι η μόνη διαδικασία που μπορεί να εφαρμοσθεί προκειμένου να επιτευχθεί μόνιμη απώλεια βάρους στην πλειονότητα των ασθενών με υπερ-νοσογόνο παχυσαρκία (130). Οι βαριατρικές χειρουργικές επεμβάσεις ορίζονται ως περιοριστικές, δυσαπορροφητικές ή περιοριστικές και δυσαπορροφητικές ταυτόχρονα. Οι περιοριστικού τύπου χειρουργικές επεμβάσεις έχουν συνδεθεί με αυξημένα ποσοστά αποτυχίας όσον αφορά στην απώλεια βάρους στους υπερ-παχύσαρκους ασθενείς, με αποτέλεσμα να παρατηρείται προοδευτική αύξηση της εφαρμογής βαριατρικών εγχειρήσεων δυσαπορροφητικού τύπου σε όλο τον κόσμο για αυτήν την υπο-ομάδα παχυσαρκίας (100, 108, 130, 131). Παρά την απώλεια βάρους που μπορεί να επιτευχθεί με αυτές τις χειρουργικές επεμβάσεις, οι μετεγχειρητικές ανεπάρκειες σε πρωτεΐνη, σίδηρο, βιταμίνες, άλατα και λιποδιαλυτές βιταμίνες αποτελούν σύνηθες φαινόμενο και απαιτούν χορήγηση συμπληρωμάτων προκειμένου να διατηρηθούν σε φυσιολογικά επίπεδα. Οι ανεπάρκειες αυτές οφείλονται στη δυσαπορρόφηση που προκύπτει από τη χειρουργική παράκαμψη τμημάτων του γαστρεντερικού σωλήνα, όπου τα διάφορα διατροφικά συστατικά απορροφούνται (118). Αν και αναμενόμενες, οι μεταβολικές ανωμαλίες πολύ συχνά δε διαγιγνώσκονται ή υποεκτιμούνται. Τα βιβλιογραφικά δεδομένα που αναφέρονται στις διατροφικές ανεπάρκειες που παρατηρούνται μετά τις βαριατρικές εγχειρήσεις είναι περιορισμένα, και απαρτίζονται από αναφορές σε μεμονωμένα περιστατικά ασθενών (124-126), από επισκοπήσεις αποτελεσμάτων παλαιότερων ερευνών (118, 132) και από περιστασιακές προοπτικές μελέτες (118, 131). Αν και υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για διατροφικά συστατικά, όπως είναι η πρωτεϊνη, ο σίδηρος, η βιταμίνη Β12, το φυλλικό οξύ και το ασβέστιο (118, 131), τα στοιχεία που παρατίθενται για τις λιποδιαλυτές βιταμίνες είναι ελάχιστα και ελλιπή. Αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη δυσκολία απομόνωσης και προσδιορισμού των λιποδιαλυτών βιταμινών από τον ορό του αίματος, διαδικασία αρκετά επίπονη, δαπανηρή και χρονοβόρα. Οι περισσότεροι χειρούργοι προσπαθούν να ελέγξουν με έμμεσο τρόπο τα επίπεδα των λιποδιαλυτών βιταμινών, όπως για παράδειγμα με παρακολούθηση των τιμών της PTH, άνοδος της οποίας συνηγορεί σε πιθανή ελάττωση των επιπέδων της βιταμίνης D3 (133), ή με παρακολούθηση του χρόνου προθρομβίνης των ασθενών ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αύξηση του οποίου μπορεί να υποδεικνύει την ελάττωση των επιπέδων της βιταμίνης Κ (134). Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ανεπάρκεια των λιποδιαλυτών βιταμινών γίνεται αντιληπτή μόνο από τις κλινικές της εκδηλώσεις ( 124, 125, 135). Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η προεγχειρητική εκτίμηση των επιπέδων λιποδιαλυτών βιταμινών στο αίμα υπερ-παχύσαρκων ασθενών που υποβλήθηκαν σε δυσαπορροφητική επέμβαση κατά Roux-en-Y γαστρικής παράκαμψης με χολοπαγκρεατική εκτροπή, καθώς και η μετεγχειρητική παρακολούθησή τους για ένα έτος, ώστε να καταστεί δυνατή η άμεση εκτίμηση της κατάστασης των ασθενών ως προς τα αποθέματα βιταμίνης A, D E και Κ και να διερευνηθεί κατά πόσο η χειρουργικά προκαλούμενη δυσαπορρόφηση λίπους επηρεάζει την απορρόφησή και τα επίπεδα των λιποδιαλυτών βιταμινών στο αίμα. / Background: Bariatric surgery seems to be the only effective approach for the long-term management of morbid obesity. Weight loss after Roux-en-Y Gastric Bypass with Biliopancreatic Diversion (RYGBP/BPD) is mainly due to decreased calorie absorption secondary to fat malabsorption. Fat malabsorption may also cause essential fat-soluble vitamin deficiencies which may become clinically significant if not recognized and properly treated. Prevention of these vitamin deficiencies includes both supplementation and routine measuring of serum values. In this work, an investigation was undertaken to examine preoperative and short-term (1 year) postoperative levels of fat-soluble vitamins in patients undergoing RYGBP/BPD. Methods: Study population consisted of 15 super-obese (BMI>50kg/m2) patients who had undergone RYGBP/BPD. Routine postoperative daily supplementation consisted of 4000 IU (1200 μg) vitamin A, 2000 IU (50 μg) vitamin D3, 10 mg vitamin E and 2000 mg calcium. Preoperative and postoperative serum levels of fat-soluble vitamins A, D3, 25(OH)D3, E, K2, were measured in these patients by HPLC. Results: All vitamin levels tended to decrease with time after RYGBP/BPD operation despite that all patients were taking daily multivitamin supplements p.o. postoperatively. One year after the bariatric operation, a significant decrease (P<0.05) in D3, 25(OH)D3, E and K2 levels was observed compared to the preoperative levels. This decrease led to vitamin deficiency one year after the operation, the incidence of which was 7,7% for vitamin A, 41.7% for vitamin 25(OH) D3 and 27.3% for K2. Concerning vitamin E, all patients had lower than normal levels even before operation and the deficiency insisted even after operation, despite the administration of vitamin supplements to the patients. The low preoperative serum vitamin E levels in the patients confirmed that obese individuals are at high risk of vitamin E deficiency. Conclusions: The serum levels of fat-soluble vitamins A, D, E and K decreased with time following RYGBP/BPD operation in morbidly obese patients, despite that the patients received vitamin supplements postoperatively. The results of our study indicate that patients undergoing the RYGBP/BPD operation need long-term postoperative monitoring of serum fat-soluble vitamin levels. This will facilitate the administration of appropriate doses of multivitamin supplements to these patients, preventing vitamin deficiency to become of clinical significance.

Page generated in 0.0305 seconds