Spelling suggestions: "subject:"μοντέλα"" "subject:"µοντέλα""
51 |
Μεταβατική συμπεριφορά γείωσης ανεμογεννητριώνΓκαμούρα, Χάρις 05 June 2012 (has links)
Τα κεραυνικά πλήγματα αποτελούν σημαντικό κίνδυνο ζημιάς στις ανεμογεννήτριες. Το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο καθώς ο αριθμός και το ύψος τους συνεχώς αυξάνεται. Έτσι τα κεραυνικά πλήγματα στις ανεμογεννήτριες είναι μια από τις κυριότερες αιτίες βλαβών που προκαλούν απώλειες της προβλεπόμενης παραγωγής ισχύος με σοβαρές οικονομικές συνέπειες.
Τα συστήματα γείωσης σχεδιάζονται με σκοπό να παρέχουν την απαραίτητη ασφάλεια τόσο σε συνθήκες κανονικής λειτουργίας όσο και σφάλματος. Όσον αφορά κεραυνικά ρεύματα ή ρεύματα βραχυκύκλωσης το σύστημα γείωσης θα πρέπει να επιτυγχάνει την απαγωγή και διάχυση των ρευμάτων αυτών μέσα στη γη, με ταχύτητα και ασφάλεια, χωρίς να δημιουργούν επικίνδυνες υπερτάσεις στον περιβάλλοντα χώρο. Η εμφάνιση των υπερτάσεων αυτών είναι ικανή να πλήξει των άνθρωπο αλλά και να προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στον εξοπλισμό.
Προκειμένου να ελεγθεί η αξιοπιστία ενός συστήματος γείωσης σε σχέση με την ασφάλεια που παρέχει σε συνθήκες σφάλματος είναι απαραίτητη η μελέτη της μεταβατικής συμπεριφοράς του. Έτσι μπορούμε να προβλέψουμε την απόδοση τους σε περιπτώσεις κρουστικών ρευμάτων κεραυνού.
Η παρούσα εργασία αναφέρεται στη μελέτη της μεταβατικής συμπεριφοράς συστημάτων γείωσης ανεμογεννήτριας μέσω της εξομοίωσης τους με το λογισμικό EMTP-ATP. Οι εξομοιώσεις γίνονται βάσει του μοντέλου κυκλωματικής προσέγγισης για διάφορες τιμές ειδικών αντιστάσεων εδάφους. Σκοπός είναι η σύγκριση των αποτελεσμάτων και η επιλογή του κατάλληλου συστήματος γείωσης.
Παρακάτω γίνεται σύντομη περιγραφή των κεφαλαίων
Στο Πρώτο Κεφάλαιο γίνεται αναφορά στο φαινόμενο του κεραυνού, στις παραμέτρους των ανερχόμενων και κατερχόμενων κεραυνών και τέλος στις επιπτώσεις των κεραυνικών πληγμάτων.
Στο Δεύτερο Κεφάλαιο γίνεται αναφορά στο ρόλο της γείωσης, στα διάφορα είδη γειωτών καθώς και στις μεθόδους υπολογισμού των παραμέτρων τους.
Στο Τρίτο Κεφάλαιο παρουσιάζονται χαρακτηριστικά μεγέθη που αφορούν την απόκριση των συστημάτων γείωσης όπως είναι η αντίσταση γείωσης, η ειδική αντίσταση εδάφους και η κρουστική σύνθετη αντίσταση.
Στο Τέταρτο Κεφάλαιο γίνεται αναφορά στα διάφορα μοντέλα συστημάτων γείωσης. Παρουσιάζονται τόσο αυτά που χρησιμοποιούνταν κατά το παρελθόν όσο και τα επικρατέστερα σύγχρονα.
Στο Πέμπτο Κεφάλαιο γίνεται αρχικά επιλογή του μοντέλου προσομοίωσης. Στη συνέχεια παρατίθενται τα στοιχεία των συστημάτων γείωσης που εξετάζουμε. Κατόπιν παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των εξομοιώσεων. Τέλος γίνεται σύγκριση των αποτελεσμάτων.
Από τις συγκρίσεις προκύπτουν οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η μεταβατική συμπεριφορά των εξεταζόμενων συστημάτων γείωσης.
Βάσει των αποτελεσμάτων παρατηρούμε αρχικά ότι η ειδική αντίσταση εδάφους έχει μεγάλη επίδραση στην μεταβατική απόκριση των συστημάτων γείωσης έχει. Συγκεκριμένα για μικρότερες τιμές ειδικής αντίστασης εδάφους έχουμε παράλληλη μείωση των τιμών των μέγιστων μεταβατικών υπερτάσεων στους κόμβους τους συστήματος.
Επιπλέον παρατηρούμε σημαντική εξάρτηση των τιμών των τάσεων στους κόμβους των συστημάτων από την απόστασή τους από το σημείο εγχύσεως του ρεύματος. Έτσι όσο απομακρυνόμαστε από το σημείο εγχύσεως του κρουστικού ρεύματος μειώνεται το δυναμικό των κόμβων.
Τέλος δεδομένων ίδιων τιμών ειδικής αντίστασης εδάφους, οι δύο διατάξεις παρουσίαζουν διαφορετικές μεταβατικές αποκρίσεις, / Lightning strokes consist one of the most important damage risks in wind turbines. The problem grows bigger as the number and height of modern wind turbines continuously increases. So lightning strikes on wind turbines are one of the most important malfunction causes which have serious inflictions on the predicted power production with severe economic consequences
.
Grounding systems are designed to provide the necessary safety on normal operation conditions as well as on fault conditions. The grounding system must be able to divert fault currents as well as lightning currents to the ground with speed and safety without the development of over voltages on the surrounding space. The appearance of over voltages is extremely dangerous both for people and equipment.
To test the reliability of a grounding system on fault conditions, a study of its transient behavior is necessary in order to predict the performance of the grounding system in the case of an impulse lightning current.
The purpose of this diploma thesis is to study the transient response of two grounding systems for wind turbines by means of simulation with the EMTP-ATP software. The equivalent circuits used for the simulation are based on the circuit theory approach for various values of soil resistivity. Finally the two grounding systems are compared regarding their transient response behavior.
Bellow follows a brief description of the chapters.
In Chapter One the phenomenon of lightning is presented including the parameters that define lightning as well as the effects of lightning strokes on people and equipment.
Chapter Two focuses on the role of grounding in electrical installations, the various types of grounding electrodes and the calculation methods of their parameters.
Chapter Three presents the effect of figures such as the grounding resistance, soil resistivity and impulse resistance on the response of grounding systems.
Chapter Four refers to the various modeling approaches for grounding systems. Modeling approaches such as the circuit theory approach, the electromagnetic field approach etc are presented an analyzed.
In Chapter Five the model for the simulation is selected and the values for the grounding system parameters are presented, followed by the results of the simulations. In conclusion the results of the simulations are compared.
From comparing the results of the simulations we observe that the soil resistivity has a great effect on the transient response of the simulated grounding systems. Moreover for low values of soil resistivity there is a parallel decrease of the peak voltage values on the system nodes.
Furthermore we observe a considerate dependence of the voltage values to the distance to the injection point of the lightning current. So as we move away from the injection point of the impulse current the node potential decreases.
Finally, given the same values of soil resistivity, the two grounding systems have different transient responses.
|
52 |
Πειραματική διερεύνηση της θόλωσης των υδρόφιλων ενδοφθάλμιων φακώνΔρίμτζιας, Ευάγγελος 01 October 2012 (has links)
Η χειρουργική καταρράκτη διαμέσου μικρής τομής με τη χρήση αναδιπλούμενων ενδοφθάλμιων φακών είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας νέας επιπλοκής˙ της θόλωσης των φακών. Αρκετοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί για την αιτιολόγηση του φαινομένου. Μεταξύ αυτών αναφέρονται η μετεγχειρητική φλεγμονή, η χρήση διαλυμάτων πλύσης και ιξωδοελαστικών υλικών, η σιλικόνη, τα λιπαρά οξέα που εμπεριέχονται στο υδατοειδές υγρό. Προηγούμενες αναφορές έχουν αποδώσει την αιτία του φαινομένου της θόλωσης των ενδοφακών στην ασβεστοποίηση. Για τη μελέτη του φαινομένου της ασβεστοποίησης έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί in vivo μοντέλα. Στα μοντέλα αυτά γίνονται απλοποιήσεις ώστε να προσομοιώνονται όσο το δυνατόν καλύτερα οι φυσικοχημικές συνθήκες των βιολογικών ρευστών που είναι σε επαφή με τους αντίστοιχους ιστούς. Ακριβείς θερμοδυναμικές μετρήσεις και μελέτες της κινητικής στις συνθήκες αυτές είναι δυνατόν να δώσουν χρήσιμες πληροφορίες όσον αφορά στην εμφάνιση και εξέλιξη με το χρόνο του φαινομένου της ασβεστοποίησης διάφορων ιστών ή οργάνων.
Στην παρούσα εργασία, και με στόχο να προσομoιωθούν οι συνθήκες του προσθίου θαλάμου κατά την επαφή του φακού με το υδατοειδές υγρό, κατασκευάσθηκε από πολυαμίδιο διπλότοιχος θερμοστατούμενος αντιδραστήρας συνολικού όγκου 10 ml. Ο πυθμένας και το άνω μέρος του αντιδραστήρα ήταν από γυαλί, έτσι ώστε το σύνολο να είναι δυνατόν να διευθετηθεί στο έδρανο οπτικού μικροσκοπίου διερχομένου φωτός, προκειμένου να είναι δυνατή η συνεχής παρατήρηση των δοκιμίων. Το συνθετικό υδατοειδές υγρό παρασκευάστηκε με τριπλά απεσταγμένο νερό στο οποίο διαλύθηκαν συγκεκριμένες ποσότητες κρυσταλλικών αλάτων έτσι ώστε η τελική σύσταση να αντιστοιχεί στη σύσταση του υδατοειδούς υγρού, σύμφωνα με την βιβλιογραφία. Η ροή του συνθετικού υδατοειδούς υγρού προς τον αντιδραστήρα γινόταν με τη βοήθεια αντλίας σύριγγας ρυθμιζόμενης παροχής. Ο ρυθμός ροής ήταν 0.2ml/h όπως και στην περίπτωση της ροής του υδατοειδούς υγρού στον πρόσθιο θάλαμο του φακού. Εντός του αντιδραστήρα τοποθετήθηκαν σε ειδικό δειγματοφορέα τρεις υδρόφιλοι ακρυλικοί ενδοφθάλμιοι φακοί (Α, Β και Γ) με περιεκτικότητα σε νερό 26% κ.β. Η μελέτη του συστήματος έγινε σε συνθήκες αντιπροσωπευτικές του oργανισμού, δηλαδή pH=7.4 και θερμοκρασία=37˚C. Η παρακολούθηση των φακών με τη βοήθεια του οπτικού μικροσκοπίου, το οποίο ήταν εφοδιασμένο με βιντεοκάμερα, γινόταν καθημερινά και λαμβάνονταν φωτογραφίες για περαιτέρω ανάλυση.
Οι φακοί Α, Β και Γ απομακρύνθηκαν από τον αντιδραστήρα στους πέντε, εννιά και δώδεκα μήνες αντίστοιχα, με σκοπό να μελετηθεί τόσο η επιφάνειά τους όσο και το εσωτερικό του πολυμερικού υλικού. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των εναποθέσεων εξετάσθηκαν και μελετήθηκαν με τη βοήθεια ηλεκτρονικού μικροσκοπίου σάρωσης ενώ η χημική σύσταση των κρυσταλλιτών ταυτοποιήθηκε με μικροανάλυση με φασματοσκοπία ενεργειακής διασποράς ακτίνων Χ (EDX). Περαιτέρω ταυτοποίηση έγινε με φασματοσκοπικές μεθόδους (φασματοσκοπία Raman) και με περίθλαση ακτίνων Χ. Η τελευταία τεχνική, λόγω της μικρής αναλογίας κρυσταλλικό στερεό/πολυμερές, δεν έδωσε αποτελέσματα και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως τεχνική ταυτοποίησης. Η χρήση της προϋποθέτει διαφορετική γεωμετρία δείγματος-ανιχνευτή.
Ο υπερκορεσμός είναι η κινητήρια δύναμη για την έναρξη της πυρηνογένεσης και της εν συνεχεία ανάπτυξης των σταθερών πυρήνων σε κρυσταλλίτες φωσφορικού ασβεστίου. Δεδομένου του ότι, η συγκέντρωση ασβεστίου του υδατοειδούς υγρού είναι χαμηλή, περίπου η μισή της αντίστοιχης του πλάσματος, υπετέθη, ότι κάθε αιτία τοπικής αύξησης του ασβεστίου και του φωσφόρου, εντός του υδατοειδούς υγρού, μπορεί ενδεχομένως να καταλήξει σε δυστροφική ασβεστοποίηση των φακών. Η μελέτη των φακών και η αξιολόγηση του φαινομένου στο πειραματικό μοντέλο που δημιουργήθηκε στην παρούσα εργασία έγιναν σε συνθήκες σταθερού υπερκορεσμού, δεδομένου του ότι υπήρξε συνεχής ανανέωση του υδατοειδούς υγρού εντός του αντιδραστήρα, κατά τρόπο κατάλληλο ώστε να επιτευχθεί ικανοποιητική προσομοίωση των in vivo συνθηκών.
Τα περισσότερα βιολογικά ρευστά, περιλαμβανομένου του υδατοειδούς υγρού είναι υπέρκορα ως προς διάφορες φάσεις αλάτων φωσφορικού ασβεστίου, οι οποίες κατά σειρά μειωμένης διαλυτότητας είναι το διένυδρο φωσφορικό ασβέστιο (CaHPO42H2O, DCPD), το φωσφορικό τριασβέστιο (Ca3(PO4)2, TCP), το φωσφορικό οκτασβέστιο (Ca8H2(PO4)65 H2O, OCP) και ο υδροξυαπατίτης (Ca10(PO4)6(OH)2, HAP). Η διαλυτότητα των κρυσταλλικών αυτών φάσεων και ο υπερκορεσμός των διαλυμάτων καθορίζονται από παράγοντες όπως η θερμοκρασία, το pH κτλ.
Η τάση για καταβύθιση και σχηματισμό συγκεκριμένης φάσης κρυσταλλικού ασβεστίου εντός του υδατοειδούς υγρού, μπορεί να καθοριστεί από το διάγραμμα διαλυτότητας και εξαρτάται από το pH του διαλύματος και από τη θερμοκρασία. Σε υψηλές τιμές υπερκορεσμού και σε διαλύματα με υψηλό pH, έχει ταυτοποιηθεί ο σχηματισμός και η σταθεροποίηση πρόδρομων φάσεων, ενώ σε συνθήκες χαμηλού υπερκορεσμού και μειωμένου pH σχηματίζεται απ’ ευθείας ΗΑΡ.
Η διαδικασία της ασβεστοποίησης των ενδοφακών επηρεάζεται από παράγοντες όπως η δομή και η κατεργασία του πολυμερούς υλικού βάσης (μήτρα), η παρουσία πόρων και η περιεκτικότητά του σε νερό. Τα ακρυλικά πολυμερή διαθέτουν επιφανειακές ιονιζόμενες καρβοξυλικές ομάδες, η παρουσία των οποίων σε ιονισμένη μορφή (-COO-, pH>4) ευνοεί τη συμπλοκοποίηση με ιόντα ασβεστίου του υδατοειδούς υγρού. Τα επιφανειακά αυτά σύμπλοκα είναι πιθανόν να λειτουργούν ως ενεργά κέντρα για την πυρηνογένεση και περαιτέρω ανάπτυξη των κρυστάλλων του φωσφορικού ασβεστίου.
Επιπλέον, η ασβεστοποίηση φαίνεται ότι είναι έντονη στους υδρόφιλους φακούς, λόγω της υψηλότερης ενυδάτωσης των υδρόφιλων πολυμερών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την υψηλότερη επιφανειακή συγκέντρωση των ιονισμένων ομάδων (ομάδες / m2) και συνεπώς και των επιφανειακών συμπλόκων- ενεργών κέντρων για την κρυσταλλική ανάπτυξη.
Στην παρούσα εργασία και στο in vitro μοντέλο με τη χρησιμοποίηση ενός υδρόφιλου φακού, διαπιστώθηκε ότι η διαδικασία της ασβεστοποίησης λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό των φακών, στην πολυμερική μήτρα. Οι σχηματισμοί στο πειραματικό μοντέλο εντοπίσθηκαν στο εσωτερικό των ενδοφακών και με την πάροδο του χρόνου, διαπιστώθηκε ότι μετατοπίζονταν προς τα επιφανειακά στρώματα των φακών. Επίσης, οι εναποθέσεις εμφανίσθηκαν ως γραμμικό μέτωπο παράλληλο προς την γραμμή της επιφάνειας των ενδοφακών. Τόσο η μορφολογική εξέταση των εναποθέσεων στο εσωτερικό όσο και η φασματοσκοπική τους ταυτοποίηση, έδειξε ότι η σύστασή τους ήταν εξ’ ολοκλήρου ΗΑΡ, χωρίς να αποκλείεται και ο σχηματισμός πρόδρομης φάσης OCP, δεδομένου του ότι βρέθηκαν κρυσταλλίτες οι οποίοι μορφολογικά παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα στη φάση αυτή.
Η ερμηνεία της διαπίστωσης του γεγονότος ότι η ασβεστοποίηση λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό των ενδοφακών, συνίσταται στο ότι η διάχυση των ιόντων Ca2+ και PO43- εντός της πολυμερικής μήτρας, προχωρεί μέχρι τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργούνται στο εσωτερικό του πολυμερούς συνθήκες τοπικού υπερκορεσμού, κατάλληλες για τη δημιουργία των αντίστοιχων κρυστάλλων. Με την υπόθεση ότι οι τιμές των συντελεστών διάχυσής των ιόντων Ca2+ και PO43- εντός της πολυμερικής μήτρας, είναι της αυτής τάξεως μεγέθους είναι δυνατόν να εξηγηθεί και η εμφάνιση μετώπου συγκέντρωσης των. Η συσσώρευση των ιόντων τα οποία αποτελούν τα δομικά συστατικά του ΗΑΡ συνεχίζεται μέχρις ότου επιτευχθεί μία κρίσιμη τιμή υπερκορεσμού. Σε αυτό το σημείο σχηματίζονται οι πυρήνες και λαμβάνει χώρα η κρυσταλλική ανάπτυξη με τον ερχομό και συσσώρευση επιπρόσθετων ιόντων.
Η ασβεστοποίηση των υδρόφιλων ενδοφακών είναι μία προοδευτική και συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία μετά την εμφύτευσή τους και όσο περισσότερο αφήνεται να εξελιχθεί τόσο αυξάνεται η πυκνότητα των εναποθέσεων στο εσωτερικό των φακών. Η επιφάνεια μπορεί να προσβληθεί μόνο σε όψιμες φάσεις και αρκετά χρόνια μετά την εμφύτευση των φακών. Στο σημείο αυτό κρύσταλλοι μπορεί να αναπτυχθούν και σε σημεία, στα οποία έχουν δημιουργηθεί στην επιφάνεια του πολυμερούς σχισμές και χαρακιές.
Το θέμα της έναρξης της ασβεστοποίησης (εσωτερικό ή επιφάνεια) χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. Σύμφωνα με κάποιες αναφορές στη βιβλιογραφία, προτείνεται ότι η έναρξη της ασβεστοποίησης γίνεται στην επιφάνεια των ενδοφακών. Στην παρούσα εργασία, σε συνθήκες χαμηλού υπερκορεσμού, ανάλογες με τις αντίστοιχες υγιούς υδατοειδούς υγρού η ασβεστοποίηση έλαβε χώρα στο εσωτερικό της πολυμερικής μήτρας του ενδοφακού και σε χρόνο και με τρόπο ο οποίος μπορεί να εξηγηθεί από τη (βραδεία) διάχυση των δομικών ιόντων του ΗΑΡ στο εσωτερικό της πολυμερικής μήτρας.
Τα ευρήματα και τα συμπεράσματα από την ολοκλήρωση της πειραματικής διαδικασίας με τη χρήση υδρόφιλων ενδοφακών με υδρόφοβη επικάλυψη δείχνουν ότι το θέμα της έναρξης της ασβεστοποίησης˙ εσωτερικό ή επιφάνεια φαίνεται ότι εκτός από τον υπερκορεσμό, υψηλός ή χαμηλός, εξαρτάται και από τη φύση του πολυμερούς του φακού˙ υδρόφιλη ή υδρόφοβη. Τα ευρήματα δείχνουν ότι η υδρόφιλη φύση ευνοεί τη διάχυση, ενώ το υδρόφοβο υλικό την έναρξη της ασβεστοποίησης στην επιφάνεια του φακού. Τα ευρήματα δείχνουν ότι η υδρόφιλη φύση ευνοεί τη διάχυση, ενώ το υδρόφοβο υλικό την έναρξη της ασβεστοποίησης στην επιφάνεια του φακού.
Συμπερασματικά, η όψιμη μετεγχειρητική ασβεστοποίηση των ενδοφακών συνιστά σοβαρή επιπλοκή και αιτία μείωσης της όρασης. Λόγω του ότι η διαδικασία και η εκδήλωση του φαινομένου έχει καθυστερημένη έναρξη, είναι σημαντική η μακροχρόνια και προσεκτική παρακολούθηση αυτών των ασθενών.
Αρκετοί οφθαλμίατροι δεν είναι ενήμεροι ως προς αυτήν την κλινική οντότητα και αναγνωρίζοντάς την βοηθούν ώστε να μην υποβάλλουν τους ασθενείς σε ανώφελες επεμβάσεις. Η χειρουργική εξαίρεση του φακού συνιστά τη μοναδική θεραπευτική προσέγγιση, καθώς ασθενείς με ασβεστοποιημένους φακούς παρουσιάζουν σταδιακή μείωση της οπτικής τους οξύτητας και καμία περίπτωση αυτόματης υποστροφής δεν έχει παρατηρηθεί. / Small incision cataract surgery with foldable IOL implantation resulted in a new postoperative complication, IOL opacification. Various factors implicated in the phenomenon have been suggested, including inflammation, irrigation solutions and viscosurgical devices, silicone and fatty acids contamination. There is increasing evidence that IOL opacification is due to calcification. Modeling in vivo processes by reliable and reproducible in vitro methods is of key importance to understand the underlying mechanisms. Precise thermodynamic calculations of equilibrium speciation in combination with kinetics measurements at conditions simulating the eye environment are expected to yield mechanistic information concerning the formation of calcium phosphate deposits.
In the present contribution we have developed an experimental approach for the investigation of the mechanism of calcification of hydrophilic acrylic IOLs. A double walled thermostated reactor was constructed, volume totaling 10 ml made of polyamide. The reactor had glass windows on top and bottom to allow for the direct observation of the IOL specimens in situ using an optical microscope combined with an image analysis system. In the external wall of the reactor, water supplied from a thermostat was circulated in order to maintain the temperature at 37.0 0.2˚C, while in the interior of the reactor constant flow of a simulated aqueous humor solution (SAH) was ensured with the help of a syringe pump. The SAH solution was introduced in the reactor in an once flow mode at a flow rate of 0.2ml/h, simulating the in vivo flow in the anterior chamber, where aqueous humor is fully renewed within 2 hours.
Hydrophilic acrylic IOLs (A, B and C) in triplicate, made of Poly-HEMA with 26% water content were placed in a special holder. The observation of IOLs was done in situ daily by optical microscopy, for the assessment of the opacification progress.
Five months after the initiation of the experiment, Lens A was removed in order to be inspected, both at the surface and in the interior. The morphology of the deposits was examined using Scanning Electron Microscopy (SEΜ). The composition of the deposits was identified by microanalysis with Energy Dispersive x-ray Spectroscopy (EDS). Lens B was removed on the ninth month, while Lens C was inspected one year after the onset of the experiment. Similar studies including SEM and EDS analysis were used for the investigation of both those lenses. Investigation showed deposits of calcium phosphate crystallites in the interior of opacified IOLs. These deposits however, were not observed on the IOL’s surface.
The thermodynamic driving force for the formation of a salt from solution is the difference between the chemical potentials of the salt in solution from the equilibrium.
Taking into account that the calcium concentration in normal aqueous humor is low, about half of the respective value in blood serum, it may be assumed that any cause of localized increase in calcium and phosphorus might result in dystrophic calcification. The experiments in the present work were done at conditions of practically constant supersaturation, since the solution in the experimental reactor was flown once through thus providing a reasonable simulation of the in vivo conditions.
Heterogeneous nucleation, an almost ubiquitous phenomenon, is initiated at impurity sites and foreign surfaces in contact with supersaturated solutions. The induction time preceding the formation of nuclei of solids which grow to crystals depends on several factors, including temperature, pH, ionic strength, solution composition which determine the thermodynamic driving force for the formation of the solid phase.
Biological fluids like blood serum or aqueous humor are supersaturated with respect to a number of different phases of calcium phosphate salts, in the order of decreasing solubility: Calcium phosphate dehydrate (CaHPO42H2O, DCPD), Tricalcium phosphate (Ca3(PO4)2, TCP), Octacalcium phosphate (Ca8H2(PO4)65 H2O, OCP) and Hydroxyapatite (Ca10(PO4)6(OH)2, HAP). HAP is the thermodynamically stable phase while the rest of the crystalline phases are precursors which may be formed and/or stabilized in supersaturated solutions depending on the conditions in the supersaturated solutions. The tendency for particular calcium phosphate phases to form in supersaturated solutions may be estimated from the solubility phase diagrams of calcium phosphates. Unstable precursor phases, if formed, they convert through hydrolytic processes to the thermodynamically most stable.
The process of biomaterial calcification seems moreover to be influenced by factors such as polymer structure, polymer porosity and water content. The ionizable surface hydroxyl groups (present in the carboxyl functional groups) available on the surface of the acrylic polymers may act as sites for nucleation and growth of mineral phase, through surface complexation with calcium ions. The presence of larger numbers of –COOH groups on the polymers accelerate the process of Ca-P overgrowth.
The higher extend of hydration in hydrophilic materials leads to higher ionization of the surface functional groups, thus promoting calcification through the formation of complexes with Ca2+ ions. The higher calcification incidents observed in IOLs with higher water content has been attributed to this fact. The polar functional groups (-COO) on the surface of the polymeric matrix of IOLs result in the significant increase in electron density and the subsequent reduction of the interfacial energy between the polymer and aqueous solution. The energy barrier to diffusion of calcium and phosphate species from the bulk solution to the substrate is also reduced, through the formation of surface complexes, which favor the accumulation of Ca2+ and PO43- ions, thus promoting calcification.
Our in vitro model experiments have shown that IOL’s calcification is a process initiated at the interior of the IOLs tested. SEM investigation in combination with EDS microanalysis, confirmed the presence of HAP crystallites with sizes less than 100nm. Raman spectroscopy analyses of the opacified lenses corroborated the findings for HAP formation in the interior of the polymeric matrix. X-Ray diffraction measurements failed to identify the presence of minerals apparently because of the low content (by mass) of solid in the polymeric matrix.
Supersaturation of the aqueous humor, with respect to calcium phosphate, is the driving force a necessary condition for nucleation of Ca-P salts. The formations observed in our experimental set-up which simulated closely in vivo conditions, were found exclusively in the interior of the IOLs. The solid deposits formed linear fronts parallel to the lens surfaces, advancing with time. It may be suggested therefore that the deposits fronts is the result of diffusion of Ca2+, PO43- and OH- ions through the polymer matrix in contact with the polymer. Assuming similar values for the diffusion coefficients of Ca2+, PO43- and OH- ions in the gel (bulk polymer) material the formation of linear deposits fronts may be explained from the formation of the supersaturated solutions at a depth in which a critical supersaturation was reached. At this point calcium phosphate nuclei form and grow with the arrival of additional ions.
IOL’s calcification is an ongoing process after IOL implantation, and the longer the process proceeds, the density of the deposits in the interior of the IOL increases. In all of the cases surface was free of deposits and the distortions that were observed are thought to be due to changes in polymer structure in the IOL’s interior. Surface can be affected only in late phases of calcification and many years after IOL implantation. At this stage crystals may outgrow especially at places in which the polymer’s surface has developed fissures.
The issue of calcification’s process initiation (interior or surface) needs further investigation. Reports in the literature, suggest that calcification is initiated on the surface of the IOL. In our experiment where low supersaturation conditions have been achieved, diffusion was favored resulting in calcification at the interior of the polymeric matrix.
Investigation and analysis of IOLs with hydrophobic surface confirmed that the issue of calcification`s process initiation is more over influenced by factors others than supersaturation conditions, such as the hydrophilic or hydrophobic nature of the IOLs surface. The experimental analysis proved that hydrophilic IOLs favor ions diffusion while hydrophobic material limits calcification process on the surface.
In conclusion, late postoperative IOL opacification causes a severe loss of visual acuity. Because calcification process appears to be of delayed onset it is important to be vigilant in the long-term follow-up of these patients. Many ophthalmologists are not aware of this clinical problem and recognizing this phenomenon will help prevent patients from undergoing useless procedures. IOL exchange is the only therapeutic approach, in such patients, as patients with calcified IOLs have gradual deterioration of their visual acuity and no case of spontaneous recovery has been observed.
|
53 |
Διερεύνηση παραμέτρων σχεδίασης ασύρματου μητροπολιτικού δικτύου στις ζώνες 2.4GHz και 5GHzΙσμαήλ, Ιωσήφ 08 January 2013 (has links)
Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μία εισαγωγή στην βασική θεωρία ασύρματης τεχνολογίας. Παρουσιάζονται βασικά χαρακτηριστικά όπως το φάσμα, η διάδοση, οι παρεμβολές και η διάθλαση, οι συχνότητες και τα κανάλια. Ακολουθεί η θεωρία κεραιών, η τοπολογία δικτύων και η εφαρμογή όλων των παραπάνω στα ασύρματα μητροπολητικά δίκτυα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα πρωτόκολλα ασύρματων δικτύων και η εφαρμογή τους, στις ζώνες 2,4GHz και 5GHz και η σύγκριση των δύο παραπάνω ζωνών. Ακολουθεί η διευθυνσιοδότηση του δικτύου με το πρωτόκολλο IP και ο διαμοιρασμός του υποδικτύου 10.0.0.0/8 σε Β-class διευθύνσεις για κάθε νομό. Τέλος παρουσιάζονται τα πρωτόκολλα δρομολόγησης δικτύων και τα πλεονεκτήματα της χρήσης στατικής ή δυναμικής δρομολόγησης στα ασύρματα μητροπολιτικά δίκτυα.
Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται διερεύνηση στα μοντέλα ηλεκτρομαγνητικής κάλυψης ανοικτών χώρων. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζονται τα μοντέλα Free space loss, Hata, Walfisch-Bertoni και Walfisch – Ikegami, και οι παράμετροι και ο τρόπος εφαρμογής τους για τον υπολογισμό των απωλειών στον χώρο διάδοσης.
Στο τέταρτο κεφάλαιο επιδιώκεται η εφαρμογή μοντέλων του κεφαλαίου 3 στα ασύρματα μητροπολιτικά δίκτυα με σκοπό την μοντελοποίηση τους. Γίνονται μετρήσεις σε ασύρματους σταθμούς βάσης σε αστική και ημιαστική περιοχή για τις ζώνες 2.4GHz και 5GHz. Ακολουθεί ο υπολογισμός του μέσου σφάλματος των μοντέλων του κεφαλαίου 3 για τα σημεία μετρήσεων και ο έλεγχος της αξιοπιστίας τους ώστε να είναι εφικτή η εφαρμογή των μοντέλων στις ζώνες 2.4GHz και 5GHz οι οποίες δεν ανήκουν στο εύρος συχνοτήτων που υποστηρίζουν τα μοντέλα. Σκοπός της παραπάνω διαδικασίας είναι η δυνατότητα εύρεσης της βέλτιστης θέσης σταθμών βάσης πριν την εγκατάστασή τους και η βελτιστοποίηση της θέσης υπαρχόντων σταθμών βάσης. / The first chapter is an introduction to the basic theory of wireless technology. Presents key characteristics such as range, propagation, interference and diffraction, frequencies and channels. Next, we represent the theory of antennas, network topology and application of the above in wireless metropolitan networks.
In the second chapter there are presented the protocols of wireless networks and their application in zones 2,4 GHz and 5GHz and the comparison of these two zones. Below addressing network with the IP protocol and sharing the subnet 10.0.0.0 / 8 to B-class addresses for each county. Finally we represent the routing protocols and the advantages of using static or dynamic routing in wireless metropolitan area networks.
The third chapter is exploring electromagnetic models covering open spaces. More specifically, we present the models Free space loss, Hata, Walfisch-Bertoni and Walfisch - Ikegami, and their parameters and how they are applied to calculate the loss in space propagation.
In the fourth we try to apply the models of Chapter 3 in wireless metropolitan area networks in order to model them. We Perform measurements in wireless base stations in urban and suburban areas for the bands 2.4GHz and 5GHz. Followed by the calculation of the average error of the models of Chapter 3 points for measurement and control reliability so as to enable the application of models to 2.4GHz and 5GHz bands which do not belong to the range of frequencies that support the models. The purpose of this procedure is the finding of the optimal location of base stations before their installation and optimize the position of existing base stations.
|
54 |
Ρύθμιση του μοντέλου βροχής-απορροής MIKE-SHE για το ορεινό τμήμα της λεκάνης του Γλαύκου και σύγκριση με το μοντέλο ENNSΣιαμπή, Κυριακή 12 May 2013 (has links)
Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η εφαρμογή του μοντέλου βροχής-απορροής MIKE-SHE στο ορεινό τμήμα της λεκάνης του Γλαύκου. Σκοπός της μελέτης ήταν η διαμόρφωση της εσωτερικής δομής του MIKE-SHE έτσι ώστε να προσομοιώνει την διαδικασία της απορροής στην λεκάνη του Γλαύκου, η βαθμονόμηση των παραμέτρων του και η σύγκριση των αποτελεσμάτων των μοντέλων βροχής-απορροής MIKE-SHE και ENNS (Nachtnebel et al., 1993). Η ρύθμιση του μοντέλου ENNS πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της εργασίας των Kaleris and Langousis (2012).
Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας καθορίζεται η περιοχή μελέτης, τα χαρακτηριστικά της και τα δεδομένα εισαγωγής στο υδρολογικό μοντέλο MIKE SHE. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά αποτελούν η γεωμετρία, η γεωλογία και οι χρήσεις γης της λεκάνης απορροής. Επιπλέον παρουσιάζονται τα διαθέσιμα δεδομένα(βροχόπτωση, θερμοκρασία, μετρημένη απορροή) και η αξιολόγησή τους
Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφεται η αδρομερής μορφή του μοντέλου MIKE-SHE, η οποία χρησιμοποιήθηκε για την προσομοίωση. Για τις επιμέρους διαδικασίες επιλέχτηκαν οι εξής τρόποι υπολογισμού: η επιφανειακή ροή υπολογίζεται με την εξίσωση του Manning, η ροή στην ακόρεστη ζώνη με την μέθοδο του υδατικού ισοζυγίου (απλοποιημένη ροή μέσω μακροπόρων και μοντέλο κατείσδυσης Green and Ampt) και η υπεδάφια απορροή με τη μέθοδο του γραμμικού ταμιευτήρα.
Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφεται η διαδικασία βαθμονόμησης των παραμέτρων του μοντέλου MIKE-SHE και παρουσιάζονται οι αναλύσεις ευαισθησίας των σημαντικότερων παραμέτρων του μοντέλου. Η ανάλυση ευαισθησίας για τον προσδιορισμό των τιμών των παραμέτρων του μοντέλου MIKE-SHE πραγματοποιήθηκε για την περίοδο 1984-1989, καθώς ο λόγος ΕΤ/Ρ δεν παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις για τις χρονιές αυτές. Οι βέλτιστες τιμές των παραμέτρων για την ρύθμιση του μοντέλου MIKE-SHE, οι οποίες προέκυψαν για την ανωτέρω χρονική περίοδο, εφαρμόστηκαν για την προσομοίωση της απορροής και τις υπόλοιπες χρονιές.
Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα του μοντέλου MIKE-SHE σε σύγκριση με εκείνα του μοντέλου βροχής-απορροής ENNS. Αρχικά, συγκρίνεται η συνολική απορροή των δυο μοντέλων μεταξύ τους και με την μετρημένη και εν συνεχεία, συγκρίνονται οι επιμέρους υδρολογικές συνιστώσες του υδρολογικού ισοζυγίου των δυο μοντέλων.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, παρουσιάζονται συνοπτικά τα συμπεράσματα, τα οποία εξήχθησαν από την σύγκριση των δυο μοντέλων αλλά και από την γενική συμπεριφορά του μοντέλου MIKE-SHE. / The subject of my thesis is the application of the rainfall-runoff model MIKE-SHE in the mountainous part of Glafkos’s basin. The aim of this study is to calibrate the model and to compare the simulations of MIKE-SHE with corresponding simulations of ENNS (Nachtnebel et al., 1993). The simulations with ENNS have been presented by Kaleris and Langousis (2012).
Specifically, in the first chapter the study area and its characteristics (morphology, geometry, geology), the available data for the runoff simulations (rainfall, temperature, measured runoff) and their evaluation are presented.
In the second chapter is described the structure of the model MIKE-SHE. For the simulation of the individual processes the following concepts are used in MIKE-SHE: the surface flow is calculated using the equation of Manning and for the flow in the unsaturated zone the two-layer water balance method (simplified flow through macropores and infiltration model Green and Ampt) has been used. Finally, for the subsurface runoff the linear reservoir’s equations has been used.
In the third chapter the parameters varied in the calibration of MIKE-SHE and the sensitivity of the runoff with respect to these parameters have been presented. By means of the sensitivity analysis the most important parameters, which have been varied for the model calibration have been selected.
The fourth chapter presents the results of the MIKE-SHE calibration and their comparison with the results of the rainfall-runoff model ENNS. Particularly, this chapter contains the comparison of the simulated hydrographs of the total runoff with the corresponding measured hydrographs and the hydrographs resulting from ENNS, as well as the comparison of the other water budget components resulting from the two models.
The last chapter summarizes the conclusions which are drawn from the comparison of the two models and the evaluation of the behavior of the model MIKE-SHE.
|
55 |
Empirical pharmacokinetic models in breast MRI / Εμπειρικά φαρμακοκινητικά μοντέλα στην απεικόνιση μαστού με MRIΛιάσκος, Μελέτιος 07 June 2013 (has links)
The purpose of this study is the comparison of methods of image enhancement kinetics in breast MRI tomography, according to 4 models, that analyze dynamic image series. Specifically, the following models have been implemented: (a) the Kuhl empirical approach, (b) a 3-parameter empirical model, (c) the 3 parameter mathematical model of Jansen and (d) the 5-parameter mathematical model of Fan. These models have been tested in a classification task of breast lesions (benignity/malignancy), using a k-ΝΝ (k=3 and k=7) classifier. A case sample of 29 benign and 49 malignant lesions, originating from 1.5T system, were analyzed. A graphical user interface has been implemented, intended as a visual aid to guide the identification of the location of the analyzing Region of Interest (ROI) of the lesion. In this study, the enhancement kinetic features of the two empirical models, as well as the primary and the secondary kinetic features of the two mathematical models were calculated. For proper ROI selection, 2 feature maps (a) the initial enhancement and (b) the 3 Time Point (3TP) kinetic map (Hauth et al. 2006), were utilized as pre-processing step. To evaluate the classification performance, indices such as sensitivity, specificity and accuracy were utilized. Employing the initial enhancement map, classification performance obtained for Kuhl empirical approach (Kuhl et al. 1999), the 3-parameter empirical model, the mathematical model of Jansen et al (Jansen et al. 2008) and the mathematical model of Fan (Fan et al. 2004, 2007) was: (0.87, 0.34, 67.9%), (0.81, 0.65, 70.5%), (0.85, 0.55, 70.5%) and (0.81, 0.58, 67.9%), respectively. Classification results employing the 3TP kinetic map for the Kuhl empirical approach (Kuhl 1999), 3-parameter empirical model, the mathematical model of Jansen and the mathematical model of Fan were: (0.95, 0.58, 82.0%), (0.95, 0.82, 84.6%), (0.85, 0.68, 78.2%) and (0.93, 0.79, 79.4%), respectively. In conclusion, the 3TP kinetic contributed in the proper location of the analyzing ROI and subsequently in the improved classification of malignant from benign lesions for all enhancement kinetic models studied. / Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η σύγκριση μεταξύ μεθόδων ανάλυσης της κινητικής του σκιαγραφικού στην μαγνητική τομογραφία μαστού, σύμφωνα με 4 μοντέλα ανάλυσης που αξιοποιούν τα απεικονιστικά δεδομένα δυναμικών ακολουθιών εικόνων. Συγκεκριμένα, υλοποιήθηκαν: (α) η εμπειρική προσέγγιση Kuhl et al. (Kuhl et al. 1999), η οποία χρησιμοποιεί 1 ποσοτικό δείκτη της αρχικής ενίσχυσης του σήματος και ποιοτική εκτίμηση της κινητικής του σκιαγραφικού στη φάση έκπλυσης, (β) ένα εμπειρικό μοντέλο 3 ποσοτικών δεικτών που ποσοτικοποιούν την πρόσληψη και έκπλυση, (γ) το 3-παραμετρικό εμπειρικό μαθητικό φαρμακοκινητικό μοντέλο των Jansen et al. (Jansen 2008), (δ) το 5-παραμετρικό εμπειρικό φαρμακοκινητικό μαθητικό μοντέλο των Fan et al. (Fan et al. 2004, 2007), στα πλαίσια ταξινόμησης αλλοιώσεων του μαστού (καλοήθεια/κακοήθεια) με χρήση ταξινομητή k-ΝΝ (k=3 και k=7). Μελετήθηκαν 29 καλοήθεις και 49 κακοήθεις αλλοιώσεις, και οι λήψεις των εικόνων έγιναν από 1.5 T μαγνητικό τομογράφο. Υλοποιήθηκε γραφικό περιβάλλον διεπαφής (Graphical User Interface-GUI), προτεινόμενο ως εργαλείο υποβοήθησης για την επιλογή της τοποθέτησης της περιοχής ενδιαφέροντος για την αξιολόγηση των κινητικών χαρακτηριστικών της αλλοίωσης. Στα πλαίσια της παρούσας μελέτης, υπολογίστηκαν τα κινητικά χαρακτηριστικά για τα δύο εμπειρικά μοντέλα καθώς και τα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα χαρακτηριστικά για τα μαθηματικά μοντέλα. Για την επιλογή της περιοχής ενδιαφέροντος υλοποιήθηκαν: (α) ένας κινητικός χάρτης πρώιμης ενίσχυσης σήματος, (β) ο κινητικός χάρτης 3TP (Hauth et al. 2006), οποίος εκφράζει τη συνολική κινητική του σκιαγραφικού. Για την αξιολόγηση της απόδοσης ταξινόμησης (διαφοροποίηση καλοήθειας/κακοήθειας) χρησιμοποιήθηκαν οι δείκτες ευαισθησία, ειδικότητα και ακρίβεια. Με χρήση του χάρτη πρώιμης ενίσχυσης για την επιλογή της περιοχής ενδιαφέροντος, η απόδοση ταξινόμησης, του εμπειρικού μοντέλου Kuhl et al. (1999), του εμπειρικού μοντέλου των 3 παραμέτρων, του μαθηματικού μοντέλου Jansen και του μαθηματικού μοντέλο Fan (Fan et al. 2004, 2007) ήταν: (0.87, 0.34, 67.9%), (0.81, 0.65, 70.5%), (0.85, 0.55, 70.5%) και (0.81, 0.58, 67.9%), αντιστοίχως. Με χρήση του κινητικού χάρτη 3TP η απόδοση ταξινόμησης του εμπειρικού μοντέλου Kuhl (Kuhl et al. 1999), του εμπειρικού μοντέλου των 3 παραμέτρων, του μαθηματικού φαρμακοκινητικού μοντέλου Jansen et al. (Jansen et al. 2008) και του μαθηματικού φαρμακοκινητικού μοντέλου Fan (Fan et al. 2004, 2007) ήταν: (0.95, 0.58, 82.0%), (0.95, 0.82, 84.6%), (0.85, 0.68, 78.2%) και (0.93, 0.79, 79.4%), αντιστοίχως. Συμπερασματικά, χρήση του κινητικού χάρτη 3TP συνεισφέρει σε ορθότερη επιλογή της θέσης της περιοχής ενδιαφέροντος προς ανάλυση, βελτιώνοντας αποτελέσματα της ταξινόμησης των κακοηθών από καλοήθεις αλλοιώσεις για όλα τα μοντέλα κινητικής σκιαγραφικού που μελετήθηκαν.
|
56 |
Δυναμικά μοντέλα χωροθέτησης εγκαταστάσεωνΣκούτα, Μαρία 26 July 2013 (has links)
Σε μια εποχή που οι αλλαγές του οικονομικού περιβάλλοντος συμβαίνουν όλο και πιο συχνά, κάθε επιχειρηματικός οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ικανότητα να παίρνει γρήγορα τις σωστές αποφάσεις και να τις υλοποιεί.
Η λήψη αποφάσεων αποτελεί σημαντικότατο στοιχείο της καθημερινής μας ζωής και καθορίζει τη μετέπειτα πορεία μας καθώς τα αποτελέσματά της φαίνονται σε διάφορους τομείς. Το πλήθος των αποφάσεων που καλούμαστε να λάβουμε είναι τέτοιο που αρκετές φορές αποφασίζουμε ασυνείδητα και μηχανικά.
Ωστόσο, το ίδιο δεν μπορεί να συμβεί και στο επιχειρηματικό περιβάλλον όπου οι αποφάσεις έχουν συνήθως στρατηγική σημασία και επηρεάζουν τόσο τη σωστή λειτουργία όσο τη καλή πορεία και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.
Ο σκοπός της συγκεκριμένης διπλωματικής εργασίας είναι η ανάδειξη του ρόλου της εφοδιαστικής αλυσίδας στη λήψη αποφάσεων. Μέσα από τη δημιουργία κατάλληλων μοντέλων γραμμικού προγραμματισμού, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας, είναι εφικτή η πρόβλεψη πιθανών μελλοντικών σεναρίων. Συνεπώς, η διοίκηση μιας εταιρείας θα μπορεί να είναι σε θέση να λαμβάνει γρήγορα και αντικειμενικά τις απαραίτητες αποφάσεις στρατηγικής σημασίας για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε κατάστασης.
Η παρούσα διπλωματική εργασία στηρίχτηκε στην εργασία των M.T. Melo, S. Nickela,b, F. Saldanha da Gama «Dynamic multi-commodity capacitated facility location: a mathematical modeling framework for strategic supply chain planning». Το συγκεκριμένο paper βραβεύτηκε ως ένα από τα καλύτερα το 2012 στο «Euro Award for the Best Ejor Paper 2012». Η δομή της εργασίας είναι η εξής: Στο 1ο κεφάλαιο γίνεται μια εισαγωγή σε βασικές έννοιες όπως αυτή της χωροθέτησης εγκαταστάσεων και της εφοδιαστικής αλυσίδας. Επίσης παρουσιάζεται και η μεθοδολογική προσέγγιση για την παρουσίαση των προβλημάτων.
Στο 2ο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα μοντέλα χωροθέτησης. Αυτά κατηγοριοποιούνται στα Βασικά Μοντέλα Χωροθέτησης όπου παρατίθενται αναλυτικά οχτώ από αυτά, στα Δυναμικά Μοντέλα Χωροθέτησης και στα Στοχαστικά Μοντέλα Χωροθέτησης. Το 3ο κεφάλαιο ασχολείται με την εφαρμογή. Συγκεκριμένα, παρουσιάζεται η περιγραφή και η διατύπωση του προβλήματος όπου παρατίθενται εκτενώς τα σύνολα, οι παράμετροι, οι μεταβλητές απόφασης και οι περιορισμοί που απαιτούνται για την επίλυση του μοντέλου μας.
Το 4ο κεφάλαιο ασχολείται με την ανάλυση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν ύστερα από την επίλυση του μοντέλου στο περιβάλλον του AIMMS. Συγκεκριμένα παρατίθενται αναλυτικά τα σενάρια που έχουμε θεωρήσει ως πραγματικά καθώς και οι βέλτιστες λύσεις για κάθε ένα ξεχωριστά από αυτά. Εν κατακλείδι, στο 5ο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα συμπεράσματα της συγκεκριμένης εργασίας και η μελλοντική έρευνα. / We are living in a time where the economic environment changes are happening more and more frequently. For that reason, every business organization must acquire capacity to make and implement the right decisions quickly.
Decision making is an important part of our daily lives and determines our future since the results are shown in different areas. The number of decisions we take are so many that we decide unconsciously and mechanically.
However, the same cannot happen in the business environment where the decisions are usually of strategic importance, while they affect both the proper functioning and the good performance and sustainability of the business.
The purpose of this thesis is to highlight the role of supply chain decision making. Through the creation of suitable linear programming models, which represent the operation of the supply chain, it is possible to predict potential future scenarios. Therefore, the management of a company will be able to quickly and objectively make the necessary strategic decisions to deal with any situation.
This thesis was based on the work of MT Melo, S. Nickel, F. Saldanha da Gama «Dynamic multi-commodity capacitated facility location: a mathematical modeling framework for strategic supply chain planning». This paper was awarded as one of the best in 2012 in «Euro Award for the Best Ejor Paper 2012». The structure of the paper is as follows: The first chapter contains an introduction to basic concepts such as the facilities location and supply chain. Also, it is presented the methodological approach to the problems.
In the second chapter, they are presented the facility location models. These are categorized into Basic Location Models, into Dynamic Location Models and into Stochastic Location Models. The third chapter deals with the application. Specifically, it is presented the description and the formulation of the problem, in detail, along with the sets, the parameters, the decision variables and the constraints that are required in order to solve our model.
The fourth chapter deals with the analysis of the results obtained after solving the model in the environment of AIMMS. Specifically, they are presented in detail the scenarios that we consider as real along with the best solutions for each one of them. In conclusion, in the fifth chapter they are presented the conclusions of this study and the future research.
|
57 |
Επεξεργασία δεδομένων ηλεκτρικής τομογραφίας μέσω τρισδιάστατης απεικόνισης για εντοπισμό γεωλογικών ασυνεχειών στην περιοχή της ΠανεπιστημιούποληςΜουρελάτος, Στέφανος, Σμαΐλης, Λάμπρος 07 June 2013 (has links)
Στον χώρο της Πανεπιστημιούπολης, πιστοποιήθηκε η ύπαρξη μιας γεωλογικής ασυνέχειας που ήδη έχει προξενήσει ζημιές τόσο σε κτίρια του Πανεπιστημίου όσο και στο οδόστρωμα.
Έτσι ομάδα από το Εργαστήριο γεωφυσικής άρχισε την χαρτογράφηση της ασυνέχειας αυτής με την βοήθεια της κατακόρυφης ηλεκτρικής απεικόνισης.
Σκοπός της παρούσας πτυχιακής εργασίας είναι η ανάδειξη λεπτομερειών της υπάρχουσας γεωλογικής ασυνέχειας καθώς και παρουσίαση αυτής μέσω μαθηματικού προτύπου τριών διαστάσεων.
Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η απεικόνιση της κατανομής της ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης στον χώρο, ενώ ταυτόχρονα παρέχονται πληροφορίες για τις διάφορες μεταβολές των υποκείμενων γεωλογικών σχηματισμών λόγω της υπάρχουσας γεωλογικής ασυνέχειας. / At the University of Patras we certified the existence of a geologic discontinuation
which has caused damages throughout the years to both buildings as well as the
surrounding environment.
That is why our team here at the Geophysics lab started to map this discontinuation
with the help of vertical electronic imaging (G.R.P.)
The purpose of this project is to determine the details of this geologic discontinuation
as well as to define its importance to the geology of the area. This will be done by
presenting it through a mathematical model in three dimension projection (3D).
By doing that we manage to represent the distribution of the specific resistivity in the
area while at the same time we can get information about the continuous changes
of the underlying geologic formations due to the presence of the geologic
discontinuation.
|
58 |
Advanced and complete functional series time-dependent ARMA (FS-TARMA) methods for the identification and fault diagnosis of non-stationary stochastic structural systems / Εξελιγμένες και πλήρεις μέθοδοι συναρτησιακών χρονικά μεταβαλλόμενων μοντέλων αυτοπαλινδρόμησης και κινητού μέσου όρου (FS-TARMA) για την δυναμική αναγνώριση και διάγνωση βλαβών σε μη-στάσιμα στοχαστικά συστήματα κατασκευώνΣπυριδωνάκος, Μηνάς 01 February 2013 (has links)
Non-stationary signals, that is signals with time-varying (TV) statistical properties, are commonly encountered in engineering practice. The vibration responses of structures, such as traffic-excited bridges, robotic devices, rotating machinery, and so on, constitute typical examples of non-stationary signals. Structures characterized by properties that vary with time are generally referred as TV structures and their vibration-based identification under normal operating conditions is a significant and challenging problem. An important class of parametric methods for the solution of this problem is based on Functional Series Time-dependent AutoRegressive Moving Average (FS-TARMA) models. These models have parameters that explicitly depend on time, with the dependence described by deterministic functions belonging to specific functional sub-spaces.
The focus of the present thesis is on the development of complete and advanced FS-TARMA methods that will offer important improvements in overcoming drawbacks of existent methods and will further foster practical use and application of FS-TARMA models in non-stationary vibration analysis. The specific objectives of the thesis are: a) The introduction of a novel class of Adaptable FS-TARMA (AFS-TARMA) models and the development of a method for their effective identification. AFS-TARMA models are adaptable in the sense that they are not based on basis functions of a fixed form, but instead, they use basis functions with a-priori unknown properties that may adapt to the specific random signal characteristics. b) The postulation of a vector FS-TARMA method for output-only structural identification and the development of effective tools for both model parameter estimation and model structure selection. c) The introduction of a statistical method for vibration-based fault diagnosis in TV structures. d) The presentation of a thorough review on FS-TARMA models covering both theoretical and practical aspects of the model parameter estimation and structure selection problems with special emphasis being placed on promising recent methods.
The methods that are developed in each chapter of this thesis are validated through their application in both numerical and experimental case studies and comparisons with currently available non-stationary signal identification methods. The results of the study demonstrate the new methods' applicability, effectiveness, and high potential for parsimonious and accurate identification and dynamic analysis of TV structures. / Μη-στάσιμα σήματα, δηλαδή σήματα με χρονικά μεταβαλλόμενες (ΧΜ) στατιστικές ιδιότητες, απαντώνται συχνά στην επιστήμη του μηχανικού. Τυπικά παραδείγματα αποτελούν οι ταλαντωτικές αποκρίσεις κατασκευών, όπως γέφυρες με κινούμενα οχήματα, ρομποτικές διατάξεις, περιστρεφόμενες μηχανές και άλλες. Κατασκευές που χαρακτηρίζονται από ιδιότητες οι οποίες μεταβάλλονται με τον χρόνο αναφέρονται ως ΧΜ κατασκευές και η δυναμική αναγνώριση και ανάλυση τους επί τη βάση ταλαντωτικών σημάτων απόκρισης αποτελεί σημαντικό και ταυτόχρονα δύσκολο πρόβλημα. Μια σημαντική τάξη παραμετρικών μεθόδων για την επίλυση αυτού του προβλήματος βασίζεται στα συναρτησιακά χρονικά μεταβαλλόμενα μοντέλα αυτοπαλινδρόμησης κινητού μέσου όρου (FS-TARMA, Functional Series Time-Dependent Auto-Regressive Moving Average). Τα μοντέλα αυτά χαρακτηρίζονται απο ΧΜ παραμέτρους οι οποίες ακολουθούν καθοριστικό πρότυπο και κατά συνέπεια μπορούν να προβληθούν σε κατάλληλα επιλεγμένους συναρτησιακούς υποχώρους.
Ως βασικός στόχος της παρούσας διατριβής ορίζεται η ανάπτυξη εξελιγμένων μεθόδων μοντελοποίησης FS-TARMA οι οποίες θα προσφέρουν σημαντικές βελτιώσεις στις υπάρχουσες προσεγγίσεις και θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση πρακτικών προβλημάτων που σχετίζονται τόσο με την αναγνώριση των δυναμικών χαρακτηριστικών όσο και την διάγνωση βλαβών σε ΧΜ κατασκευές. Οι συγκεκριμένοι στόχοι της διατριβής μπορούν να περιγραφούν ως ακολούθως: α) Εισαγωγή καινοτόμων προσαρμόσιμων μοντέλων FS-TARMA και ανάπτυξη κατάλληλης μεθόδου για την αποτελεσματική εκτίμηση τους. Τα νέα μοντέλα είναι προσαρμόσιμα υπό την έννοια ότι δεν βασίζονται σε προκαθορισμένες συναρτήσεις βάσης, αλλά αντιθέτως χρησιμοποιούν συναρτήσεις βάσης με εκ των προτέρων άγνωστες ιδιότητες οι οποίες μπορούν να προσαρμοστούν στα χαρακτηριστικά συγκεκριμένου σήματος. β) Ανάπτυξη διανυσματικής μεθόδου εκτίμησης μοντέλων FS-TARMA για την αναγνώριση κατασκευών μέσα από διανυσματικά σήματα ταλαντωτικής απόκρισης. Ανάπτυξη αποδοτικών εργαλείων τόσο για το πρόβλημα εκτίμησης των παραμέτρων όσο και της επιλογής της δομής του μοντέλου. γ) Εισαγωγή στατιστικής μεθόδου για την διάγνωση βλαβών σε ΧΜ κατασκευές μέσω μοντέλων FS-TAR. δ) Παρουσίαση μιας διεξοδικής επισκόπησης των μοντέλων FS-TARMA η οποία καλύπτει τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά ζητήματα των προβλημάτων εκτίμησης των παραμέτρων και επιλογής της δομής των μοντέλων.
Η αποτελεσματικότητα των μοντέλων και των μεθόδων που αναπτύσσονται σε κάθε κεφάλαιο αυτής της διατριβής διερευνάται µέσω της εφαρµογής τους τόσο σε αριθµητικές όσο και πειραµατικές µελέτες και συγκρίσεις µε υπάρχουσες µη-στάσιµες µεθόδους αναγνώρισης σηµάτων. Τα αποτελέσματα της εργασίας αυτής επιδεικνύουν την ικανότητα των νέων μοντέλων να παρέχουν εξαιρετικά ακριβείς αναπαραστάσεις ΧΜ κατασκευών κατάλληλων τόσο για την δυναμική ανάλυση όσο και για την διάγνωση βλαβών σε αυτές.
|
59 |
Μελέτη του Νομού Αχαΐας με χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (GIS)Γκαμούρα, Κανέλλα 04 December 2014 (has links)
Αυτή η εργασία έχει ως στόχο την περιβαλλοντική αξιολόγηση των δήμων του Νομού Αχαΐας με τη χρήση του GIS και των Ψηφιακών Υψομετρικών Μοντέλων Εδάφους(Ψ.Υ.Μ.Ε ή DEM). Τα παραπάνω δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περιπτώσεις εφαρμογών όπως: 1.Για κατασκευή ψηφιακών τοπογραφικών χαρτών 2.Για παραγωγή χαρτών σκιασμένου αναγλύφου (shaped relief maps),υψομέτρων,κλίσεων και εκθέσεων 3.Για ομαδοποίηση και καταμέτρηση χαρακτηριστικών αντικειμένων κατά κλάσεις υψομέτρων,κλίσεων και εκθέσεων 4.Για διευκόλυνση υδρολογικών μελετών (υδρογραφικό δίκτυο,όρια λεκάνης απορροής,κ.ά.) Επιπλέον,στο φυσικό περιβάλλον η μορφολογία εδάφους και οι καλύψεις της Γης μπορούν να βοηθήσουν στο σχεδιασμό(κόστος και τρόπος ανάπτυξης)ενός δικτύου κινητής ή σταθερής ασύρματης τηλεφωνίας αφού η διάδοση και η εμβέλεια του σήματος επηρεάζονται από αυτό. Στόχος της εργασίας αυτής είναι να ταξινομηθούν οι δήμοι του Ν.Αχαΐας βάση μορφολογικών παραμέτρων,να βρεθούν οι καλύψεις Γης από δορυφορικές φωτογραφίες και η ορατότητα των κεραιών βάση του DEM. / This work aims at assesing the environmental evaluation of municipalities of Prefecture Achaia with the use of GIS and Digital Hypsometric Models of Territory(DEM). The previous data can be used in cases of applications as: 1.For the manufacture of digital topographic maps 2.For the production of maps of shaded bas-relief(shaped relief maps),altitudes,bents and reports 3.For the regrouping and measurement of characteristic objects at age-groups of altitudes,bents and reports 4.For the facilitation of hydrologic studies (hydrographical network,limits of run-off plane,etc) Moreover,in the natural environment the morphology of soil and the covers of Earth can help in the planning(cost and way of growth)of a networkmobile or constant wireless telephony after the distribution and the scope of signal are influenced by this. The target of this work is to categorize the municipalities of Prefecture of Achaia base on morphological parameters,to find the covers of Earth from satelite photographs and the visibility of aerials base on DEM.
|
60 |
Μελέτη μοντέλων αειφόρου ανάπτυξης και πράσινη καινοτομίαΣπυροπούλου, Αθανασία 27 April 2015 (has links)
Οι ραγδαίες εξελίξεις σε επίπεδο τεχνολογίας καθώς και η κακή διαχείριση από ανθρώπινης πλευράς έχουν φτάσει σε οριακό σημείο το φυσικό περιβάλλον του πλανήτη. Η αειφόρος ανάπτυξη, λοιπόν, αποτελεί έννοια κλειδί για τον 21ο αιώνα καθώς δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί τόσο από τους επιστήμονες που ασχολούνται με θέματα ανάπτυξης και περιβάλλοντος όσο και από τον κάθε πολίτη που προβληματίζεται για την κατάσταση στο σύγχρονο κόσμο.
Η έννοια της βασίζεται στην οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ισότητα και την προστασία του περιβάλλοντος. Συνεπώς, στην υιοθέτηση της οποιαδήποτε πολιτικής κανένα από τα τρία δεν θα πρέπει να θυσιάζεται ή να δίνεται περισσότερο βαρύτητα από το άλλο. Στο ίδιο πλαίσιο, προσπάθειες έχουν γίνει προκειμένου να κατασκευαστούν μοντέλα αειφόρου ανάπτυξης πάνω στα οποία θα μπορούν να στηριχτούν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και οι υπόλοιπες χώρες σε διεθνές επίπεδο.
Παράλληλα, η περιβαλλοντική καινοτομία, αναγνωρίζεται ως ένα νέο κίνητρο για την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης κερδίζοντας συνεχώς έδαφος καθώς οι χώρες αναζητούν ολοένα και περισσότερο καινοτόμους τρόπους για την προώθηση των οικονομικών δραστηριοτήτων των επιχειρηματικών τομέων τους. Η ταχεία και ευρύτερη διάδοση των οικολογικών καινοτομιών μπορεί να έχει σημαντική επίδραση σε θέματα περιβάλλοντος, καθώς και για την οικονομική και κοινωνική βελτίωση.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αναδείξει τις έννοιες των μοντέλων αειφόρου ανάπτυξη, της οικολογικής καινοτομίας καθώς τους προσδιοριστικούς παράγοντες αυτής. / Rapid developments in technology level and poor management of human side have reached a breaking point the natural environment of the planet. Sustainable development, therefore, is a key concept for the 21st century as it can not be ignored both by scientists dealing with development and environment and by every citizen who is concerned about the situation in the modern world.
The concept is based on economic growth, social equity and environmental protection. Therefore, the adoption of any policy none of the three should be sacrificed or given more weight than the other. In the same context, efforts have been made to build sustainable development models on which they can build the European Union Member States and other countries internationally.
At the same time, environmental innovation is recognized as a new incentive for achieving sustainable development is continuously gaining ground as countries are increasingly seeking innovative ways to promote the economic activities of the business segments. The rapid and wider dissemination of eco-innovations can have a significant effect on the environment, and for economic and social improvement.
The purpose of this paper is to highlight the concepts of sustainable development models, eco-innovation as determinants of this.
|
Page generated in 0.0415 seconds