• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 6
  • Tagged with
  • 6
  • 6
  • 5
  • 4
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Η εισαγωγή και εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Αναζήτηση των πιθανών μεταβολών στο εσωτερικό της εκπαιδευτικής πρακτικής: μια ποιοτική προσέγγιση

Σουβαλιώτη, Αικατερίνη 10 October 2008 (has links)
Σκοπός της εργασίας μας είναι η διερεύνηση των μεταβολών που συντελούνται στο εσωτερικό της εκπαιδευτικής πρακτικής εξαιτίας της ενσωμάτωσης των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία. Από τα δεδομένα προκύπτει πως η εισαγωγή των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας προκύπτει από ρυθμιστικές αρχές που όμως δεν έχουν μεταβάλλει τον τρόπο άσκησης του συμβολικού ελέγχου του σχολείου.Η σχέση του εκπαιδευτικού και του μαθητού συνεχίζει να δομείται στα πλαίσια μιας ορατής παιδαγωγικής,ενώ αναδύονται οι πρώτες μεταβολές στο περιεχόμενο της μεταδιδόμενης και προσληφθείσας γνώσης. Όσον αφορά τους μαθητές, υπάρχει μια πρώτη σύνδεση με το πεδίο της παραγωγής, τόσο εξαιτίας της ενασχόλησης και εξοικείωσής τους με τα τεχνολογικά μέσα στο σχολείο, όσο και της σχετικής παιδαγωγικής στήριξης που παρέχεται από το σπίτι. / Τhe purpose of this study is to investigate the possible changes are made to the internal of educational proccess due to the introduction of Information, and Communication Technologies, ICT. After procssing the collected information it emerges that indroduction of ICT is based on regulatory principles that have not changed the way in which education exercises symbolic control. The relationship between teacher ang pupil continues to be built on a visible pedagogic while the first changes emerged in the context of incepted and transferred knowledge. For pupils there is a first connection of new technologies with the field of production due to their activity with technological means at school, as well as well as the further pedagogic supprt is given by parents.
2

Διερεύνηση των αντιλήψεων εκπαιδευτικών του δημοτικού αναφορικά με τη διδακτική αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας

Κουτσούκου, Πηνελόπη 13 January 2015 (has links)
Η παρούσα εργασία διερεύνησε τις αντιλήψεις εκπαιδευτικών του Δημοτικού αναφορικά με τη διδακτική αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας. Στόχοι της έρευνας αποτέλεσαν η ανάδειξη των αντιλήψεων που έχουν σχηματίσει οι εκπαιδευτικοί του Δημοτικού σχετικά με τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών στη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας και η επισήμανση ή μη της ανάγκης για επιμόρφωση τους αναφορικά με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία της Ιστορίας. Η έρευνα διεξήχθη κατά το σχολικό έτος 2013-2014 με δώδεκα εκπαιδευτικούς του Δημοτικού ηλικίας 22- 54 χρονών οι οποίοι κατά το τρέχον σχολικό έτος εργάζονται σε σχολεία της Πάτρας και της Ναυπάκτου. Οι εκπαιδευτικοί προέρχονται τόσο από τη δημόσια όσο και από την ιδιωτική εκπαίδευση. Συγκεντρώθηκαν τα ποιοτικά δεδομένα από τις 12 ημι-δομημένες συνεντεύξεις οι οποίες αποσκοπούσαν στη διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών σχετικά με τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας με τη χρήση των νέων τεχνολογιών: δόθηκε έμφαση στη γνώμη τους για τα οφέλη από τη διδακτική αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στο μάθημα της ιστορίας τόσο για τον μαθητή όσο και για τον ίδιο τον εκπαιδευτικό, τους παράγοντες που δυσχεραίνουν την προσπάθειά τους για ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στη διδακτική διαδικασία, τα συναισθήματα που τους δημιουργεί η διαδικασία ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών, την άποψη τους για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να αξιοποιήσουν διδακτικά τις νέες τεχνολογίες καθώς και για την ανάγκη ή μη επιμόρφωσης σε θέματα σχετικά με τη διδασκαλία με τις νέες τεχνολογίες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι εκπαιδευτικοί διάκεινται θετικά απέναντι στην προσπάθεια ενσωμάτωσης των ΤΠΕ στη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας ενώ ακόμη και με τους στοιχειώδεις τρόπους με τους οποίους επιχειρούν την ένταξη αυτή φανερώνεται η διάθεσή τους για αλλαγή από τον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας του συγκεκριμένου μαθήματος. Ακόμη επισημάνθηκε από όλους η ανάγκη για επιμόρφωση σε θέματα σχετικά με τη διδακτική αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας ενώ έγιναν και προτάσεις προς τους εκπονητές των Αναλυτικών Προγραμμάτων για περαιτέρω διευκόλυνση τους στο διδακτικό τους έργο. / The present work investigates the primary teachers’ understanding in respect of teaching applications of new technologies during the teaching of History subject. The emergence of the perceptions, that primary teachers have adopted, has been the research objective, taking into consideration the use of computers during the teaching of History and labelling or the lack of necessity for teacher training regarding the use of new technologies in the teaching of history. The survey was conducted during the 2013-2014 school year with twelve primary teachers aged 22 to 54 years old who were working, during the current school year in schools of Patras and Nafpaktos. The teachers belonged to both public and the private schools’ faculty. Qualitative data was collected from 12 semi-structured interviews, which were designed to explore the views of teachers on the teaching of history with the use of new technologies and to focus on their opinion about what would be the benefits of teaching applications with new technologies in the course of history for both the student and the teacher himself, what are the factors that hinder their efforts to integrate new technologies in the teaching process, the feelings that are created by the process of integrating new technologies into the course of history, their view on how they can make the most out of teaching with new technologies the course of history and the need of training on issues related to teaching with new technologies or not. The results showed that the teachers were positively disposed towards the effort to integrate the technologies of information and communication in the teaching of history while even with the basic ways with which they attempt to integrate this, their mood for a change and an abruption of the traditional way of teaching this course is evident. Furthermore it was noted by everyone the need for training on issues related to the use of new teaching technologies in teaching of history while there were proposals to the elaborated curricula for further facilitate their teaching work.
3

Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μέσω της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και καινοτομιών

Ζουγανέλη, Σοφία 03 May 2010 (has links)
Οι αλλαγές των τελευταίων ετών όπως εκφράζονται από την αλματώδη- συνεχή τεχνολογική ανάπτυξη και τη διεθνοποίηση των αγορών διαμόρφωσαν ένα νέο τοπίο για τις επιχειρήσεις και τα κράτη. Η επιβίωση-εξέλιξη των επιχειρήσεων εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το πόσο ανταγωνιστικές είναι και μπορούν να γίνουν σε ένα πιεστικό περιβάλλον όπου το ρίσκο για υιοθέτηση νέων τεχνολογιών/καινοτομιών είναι κρίσιμο και αναγκαίο για τη σταθερότητα και το μέλλον τους. Η εργασία λοιπόν αφορά την ανάλυση όλων των παραγόντων στη διαμόρφωση της ανταγωνιστικότητας στον ευρωπαϊκό και ελληνικό χώρο και το πώς επηρεάζουν οι νέες τεχνολογίες/καινοτομίες τις επιχειρήσεις στη δημιουργία ισχυρού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. / The changes of the last few years, as they are expressed from the huge-continuous technological development and the globalization of the markets, created a totally new environment for the enterprises and nations. The survival and the development of the enterprises mainly depend on the following fact: how much competitive the enterprises are and would be in a pressing environment where the risk for adopting new technologies and innovations is crusial and necessary for the stability and the future of the enterprises. Consequently, this master concerns on the analysis of all the factors that contributed in the formation of competitiveness in Europe and in Greece. In addition, it also concerns on how the new technologies/innovations influence and form a strong competitive achievement.
4

Διδασκαλία μαθηματικών εννοιών με χρήση εργαλείων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

Γιαννοπούλου, Αρετή 03 November 2011 (has links)
Στην εργασία αυτή γίνεται προσπάθεια για μια εκτενή διερεύνηση των σύγχρονων εργαλείων που χρησιμοποιούνται για την εξ αποστάσεως διδασκαλία των μαθηματικών. Αρχικά παρουσιάζονται οι διάφορες μορφές διδασκαλίας και μάθησης, έτσι όπως αυτές προκύπτουν από τους διαφορετικούς ρόλους επικοινωνίας μεταξύ των εκπαιδευτικών, των μαθητών, των περιεχομένων και των μέσων διδασκαλίας. Οι μορφές αυτές είναι οι δασκαλοκεντρικές-μετωπικές, οι μαθητοκεντρικές, οι μεικτές και οι ομαδοκεντρικές. Στη συνέχεια παρουσιάζονται κάποιες νεότερες αντιλήψεις για τη μάθηση, όπως είναι η διερευνητική μάθηση και η μέθοδος project, καθώς και τα πλεονεκτήματά τους έναντι των παλαιότερων μορφών διδασκαλίας. Στην επόμενη ενότητα παρουσιάζεται ο τρόπος που οι νέες τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας (ΤΠΕ) χρησιμοποιούνται ως μέθοδοι διερευνητικής μάθησης, επηρεάζοντας τη μαθηματική εκπαίδευση. Οι σύγχρονες τεχνολογίες προσφέρουν στους μαθητές δυνατότητες για μάθηση μέσα από ένα παιγνιώδη τρόπο, ενώ μπορούν ταυτόχρονα να βοηθήσουν τους μαθητές να αναπτύξουν ανώτερη μαθηματική σκέψη. Το συντριπτικό ποσοστό των παραπάνω εφαρμογών και λογισμικών ΤΠΕ αφορά λογισμικό που κυρίως χρησιμοποιείται μέσα στην τάξη. Οι νέες τάσεις όμως ευνοούν τη λεγόμενη εξ αποστάσεως εκπαίδευση (distance learning) με χρήση ηλεκτρονικών μέσων και τεχνολογιών ΤΠΕ. Αν θέλαμε να περιγράψουμε απλώς την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια εκπαιδευτική διαδικασία όπου ο διδασκόμενος βρίσκεται σε φυσική απόσταση από το διδάσκοντα και τον εκπαιδευτικό φορέα. Ωστόσο οφείλουμε να δώσουμε κι έναν επιπλέον, παιδαγωγικής διάστασης ορισμό: η εκπαίδευση που διδάσκει το μαθητή πώς να μαθαίνει μόνος του και πώς να λειτουργεί αυτόνομα προς μια ευεργετική πορεία αυτομάθησης και γνώσης. Η επόμενη ενότητα αναφέρεται στο Web. Το Web έχει συνεισφέρει αρκετά τα τελευταία χρόνια στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Η ανεξαρτησία από την τάξη και από κάποια συγκεκριμένη πλατφόρμα λογισμικού, η διαθεσιμότητα εργαλείων για τη δημιουργία μαθημάτων στο Web, η φθηνή και αποδοτική αποθήκευση και διανομή του υλικού των μαθημάτων, υπερσύνδεσμοι σε προτεινόμενες σελίδες και υλικό, οι ψηφιακές βιβλιοθήκες και διάφορες άλλες πηγές αποτελούν μερικά από τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η βασισμένη στο Web εκπαίδευση. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση μέσω διαδικτύου έχει πλέον κάνει αισθητή την παρουσία της στη Δευτεροβάθμια και κυρίως στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Δεδομένης της αναποτελεσματικότητας της χρήση των δικτυακών τόπων (λόγω του κόστος κατασκευής και συντήρησης που απαιτούν σε ότι αφορά οικονομικές αλλά και ανθρώπινες πηγές) αναπτύχθηκαν τα συστήματα διαχείρισης περιεχομένου και τάξεων, τα οποία υποστηρίζουν εφαρμογές δημιουργίας και διαχείρισης εκπαιδευτικού υλικού. Τα περισσότερα από αυτά τα οποία είναι και ευρέως χρησιμοποιούμενα αποτελούν εφαρμογές ανοιχτού κώδικα, γεγονός που ισχυροποιεί την επιλογή χρήσης τους. Ορισμένα από τα συστήματα διαχείρισης που αναφέρονται είναι το Moodle, το eFront, το open eClass και το Lams. Η επόμενη ενότητα αναφέρεται στα χαρακτηριστικά ενός εκπαιδευτικού υλικού για την εξ αποστάσεως διδασκαλία του και τα κριτήρια αξιολόγησης του διδακτικού υλικού της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Ως συνέπεια των παραπάνω, χρησιμοποιήθηκε το δυναμικό περιβάλλον γεωμετρίας Geogebra για την παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού. Έπειτα ακολουθεί μια ενότητα το περιεχόμενο της οποίας ασχολείται με την διδασκαλία των τριγωνομετρικών αριθμών οξείας γωνίας και ένα σενάριο για την εξ αποστάσεως διδασκαλία τους, το οποίο τοποθετήθηκε στο εργαλείο διαχείρισης LAMS (Learning Activity Management System) ώστε να είναι προσβάσιμο μέσω διαδικτύου, παρουσιάζοντας με τον τρόπο αυτό την απτή πραγματικότητα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. / This paper attempts a comprehensive exploration of modern tools used for distance teaching of mathematics. Originally presented in various forms of teaching and learning, as reflected by the different roles of communication between teachers, students, content and methods of teaching . These forms are teacher-centered-frontal, the student-centered, the mixed and omadokentrikes. Here are some newer ideas about learning, such as exploratory learning and the method of project, and their advantages over older forms of teaching. The next section presents the way the new information and communication technologies (ICTs) are used as methods of exploratory learning, affecting mathematics education. Modern technologies offer students opportunities to learn through a playful way and same time can help students develop higher mathematical thinking. The overwhelming proportion of these applications and software for ICT software is mainly used in the classroom. New trends, however, favor the so-called distance education (distance learning) using electronic media and ICT. If we were to simply describe the distance education, we would say that this is an educational process where the student is in physical proximity to the teacher and the educational institution. But we must also give an additional, pedagogical dimension definition: training that teaches the student how to learn for themselves and how to operate autonomously in a beneficial way self-learning and knowledge. The next section discusses the Web. The Web has contributed to several recent years in distance education. Independence from the classroom and a particular software platform, the availability of tools to create courses on the Web, the cheap and efficient storage and distribution of course material, hyperlinks to pages and proposed materials, digital libraries and other sources are few the advantages of Web-based education. Distance education via the Internet has now made its presence felt in secondary and especially tertiary education. Given the inefficiency of the use of websites (due to construction costs and maintenance required in terms of financial and human resources) developed content management systems and classes that support applications for creating and managing learning materials. Most of them which is a widely used open source applications, which strengthens the option to use them. Some of the management systems are listed in Moodle, the eFront, the open eClass and the Lams. The next section refers to features of an educational material for distance teaching and evaluation criteria of teaching material for distance learning. As a consequence, used a dynamic geometry environment Geogebra to produce educational material. Then follows a section whose content deals with the teaching of trigonometric numbers acute angle and a scenario for distance teaching, which was placed in administration tool LAMS (Learning Activity Management System) to be accessible via the Internet, showing the Thus the reality of distance education.
5

Σχεδιασμός, ανάπτυξη και σύνθεση οντολογιών για την υποστήριξη της εκπαίδευσης στην αντικειμενοστρεφή ανάλυση

Μπαγιαμπού, Μαρία 25 January 2012 (has links)
Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές έρευνες οι οποίες δείχνουν πως οι Οντολογίες και οι τεχνολογίες βασισμένες σε οντολογίες, βρίσκουν ευρεία εφαρμογή στην εκπαίδευση και αποτελούν έναν από τους πιο σημαντικούς τομείς έρευνας της εκπαιδευτικής τεχνολογίας. Μια οντολογία αποτελεί την τυπική προδιαγραφή κάποιας περιοχής γνώσης (Gruber, 1993). Παρέχει τις βασικές έννοιες του πεδίου γνώσης που περιγράφεται και τις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και την ορολογία με την οποία αναφερόμαστε στις έννοιες και τις σχέσεις αυτές. Δηλαδή, μια οντολογία παρέχει τόσο λεξιλόγια και όσο και σχήματα οργάνωσης της γνώσης, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν ως κοινά πλαίσια επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων, συστημάτων και οργανισμών, διευκολύνοντας το διαμοιρασμό, την διαλειτουργικότητα και την επαναχρησιμοποίηση πόρων (Uschold & Gruninger, 1996). Οι Οντολογίες συνδέονται στενά με το λεγόμενο Σημασιολογικό Ιστό, που αναφέρεται στη σημασιολογική διασύνδεση των πληροφοριών που υπάρχουν στον Παγκόσμιο Ιστό με τρόπο κατανοητό από μηχανές (Berners Lee et al., 2001). Μια τέτοια διασύνδεση θα έδινε πολύ μεγάλες προοπτικές όσον αφορά στο διαμοιρασμό, ανάκληση και επαναχρησιμοποίηση της πληροφορίας τόσο στην εκπαίδευση όσο σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων μας. Η εργασία μας συνίσταται στη δημιουργία μιας εκπαιδευτικής εφαρμογής για τη διαχείριση μαθησιακού υλικού και μαθησιακών στόχων σχετικών με το αντικείμενο της Αντικειμενοστρεφούς Ανάλυσης και συγκεκριμένα με το γνωστικό πεδίο των Διαγραμμάτων Περιπτώσεων Χρήσης, η οποία βασίζεται σε οντολογίες. Χρησιμοποιούμε οντολογίες για να περιγράψουμε με τυπικό τρόπο τρεις βασικές συνιστώσες της μαθησιακής διαδικασίας: το γνωστικό πεδίο, τα μαθησιακά αντικείμενα και τους μαθησιακούς στόχους, με σκοπό να γίνει δυνατή η αυτόματη επεξεργασία των παραπάνω συνιστωσών από εφαρμογές ηλεκτρονικής μάθησης και να προωθείται η επικοινωνία, η διαλειτουργικότητα και ο διαμοιρασμός πόρων. Ακόμα, ζητούμενο της εφαρμογής μας αποτελεί η ενσωμάτωση σε αυτήν δυνατοτήτων παροχής προσωποποιημένων υπηρεσιών. Αφού κάνουμε μια σύντομη επισκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τη χρήση οντολογιών στην Εκπαίδευση αναφερόμαστε στις Οντολογίες που δημιουργήσαμε και στον τρόπο που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για να επιτευχθούν οι προαναφερθέντες στόχοι. Σημειώνουμε ότι στην παρούσα εργασία δεν περιλαμβάνεται η εκπαιδευτική αξιολόγηση του συστήματος (μετά από πιλοτική χρήση), αλλά μόνο η επαλήθευση της λειτουργίας του. / An ontology is a formal specification of a conceptualization (Gruber, 1993). It provides terminology and conceptual schemas concerning a domain, and can be used as a communication framework between humans, software systems and organizations, promoting interoperability and reusability of resources. Our work concerns the creation of an ontology-based educational application that aims at the management of educational resources and instructional goals related to the field of Object-Orient Analysis and specifically the field of Use Case Diagrams. As part of our work, we have used ontologies to formally describe three basic components of the educational process: the learning material, the knowledge domain and the learning goals. We created three ontologies: the use case diagram ontology (domain ontology), the competency ontology (to model the learning goals) and the learning object ontology (to describe the learning material), which we ultimately combined in one application. The inclusion of components like learning objects and competencies in our application, as well as the use of ontologies to formally describe them, are features that can promote interoperability and resource reuse and can be used to provide personalised services. In this paper, we first describe ontologies and their current uses in the education field according to recent research and then we proceed with the analytic description of our ontologies and our application.
6

Το "παράδοξο της ενέργειας" στην ελληνική βιομηχανία : έκταση, υιοθέτηση τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας και αντιρρύπανσης και επιδράσεις στην απόδοση, αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα

Κουνετάς, Κωνσταντίνος 13 April 2009 (has links)
Το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής αποτελεί έναν από τα κυριότερα σημεία έντονου ενδιαφέροντος για τις περισσότερες χώρες. Μάλιστα, τα επόμενα χρόνια αναμένεται να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην ανάπτυξη πολιτικών που θα μειώνουν τις εκπομπές ρυπογόνων αέριων ρύπων. Η εξοικονόμηση ενέργειας, ως μέτρο πολιτικής, θα συνεχίσει να αποτελεί μια σημαντική στρατηγική ανάπτυξης για την οικονομία της χώρας μας, μια και συνδέεται σε σημαντικό βαθμό, με την κατανάλωση ενέργειας όπως και με την μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων. Επιπλέον, συντονισμένες προσπάθειες τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από άλλους οργανισμούς (IEA, OECD) θέτουν σε βασικό άξονα προτεραιότητας την μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, την χρησιμοποίηση εναλλακτικών μορφών και ανανεώσιμων πηγών και την μείωση των ρυπογόνων εκπομπών ιδιαίτερα στον βιομηχανικό κλάδο. Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής αναλύονται θέματα που σχετίζονται με την υιοθέτηση τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας από Βιομηχανικές επιχειρήσεις. Κεντρικό στοιχείο αυτής της προσέγγισης είναι το “Παράδοξο της Ενεργειακής Αποδοτικότητας”. Τρία συγκεκριμένα θέματα εξετάζονται σε αυτή την κατεύθυνση. Πρώτον, η διερεύνηση των παραγόντων που οδηγούν στην εμφάνιση του “παραδόξου της ενεργειακής αποτελεσματικότητας” και συγκεκριμένα αν οι αποφάσεις των επιχειρήσεων για υιοθέτηση τέτοιων τεχνολογιών συνυπολογίζουν το στοιχείο της αποδοτικότητας των επενδεδυμένων κεφαλαίων. Δεύτερον, και με δεδομένο ότι στα αποτελέσματα του προηγούμενου σταδίου ανάλυσης αναδεικνύουν την σημαντικότητα του παράγοντα της πληροφορίας, αναπτύσσεται μια εκτενής προσέγγιση που αφορά τόσο το περιεχόμενο όσο και τον ρόλο του παράγοντα της πληροφορίας στην διαδικασία υιοθέτησης ΤΕΕ. Τρίτο, διερευνάται η επίδραση της υιοθέτησης των ΤΕΕ στην παραγωγική αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Για τις ανάγκες της ανάλυσης αυτών των θεμάτων αναπτύσσονται δύο επιμέρους μικροοικονομικά υποδείγματα και μια μέθοδος μέτρησης της παραγωγικότητας σε ετερογενής τεχνολογίες. Το πρώτο μικροοικονομικό υπόδειγμα διερευνά την διαδικασία λήψης επενδυτικών αποφάσεων σε ΤΕΕ υπό το πρίσμα της συσχέτισης της επενδυτικής επιλογής με την κερδοφορία, σε πλαίσιο μερικής παρατηρησιμότητας. Το δεύτερο μικροοικονομικό υπόδειγμα επανατοποθετεί την έννοια της πληροφορίας και διερευνά τους παράγοντες που προσδιορίζουν το επίπεδο πληροφόρησης της επιχείρησης για ΤΕΕ. Τέλος για την μέτρηση της επίδρασης των ΤΕΕ στην παραγωγική αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα αναπτύσσεται μια μέθοδος που λαμβάνει ρητά υπόψη της την τεχνολογική ετερογένεια. Η διερεύνηση των τριών αυτών ζητημάτων βασίζεται στην ανάλυση εμπειρικών δεδομένων που αφορούν επιχειρήσεις οι οποίες ενέταξαν στην παραγωγική τους διαδικασία τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας στην περίοδο 1990-2004. Οι επενδύσεις αυτές επιδοτήθηκαν κυρίως στα πλαίσια του Β’ και Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν με την μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων (ερωτηματολόγια). Συμπληρωματικά δεδομένα αντλήθηκαν από την βάση δεδομένων της ICAP. / The improvement for energy efficiency is generally viewed as an important option to reduce greenhouse gas emissions and environmental damage caused by other pollutants (e.g. NOX,SOX). Moreover, is clearly interwoven with the exploitation of new and innovative technologies through the production process and its consequent paradox, the so called “energy efficiency paradox”. This paradox has recently attracted the interest of researchers and organizations (IEA,OECD) in an attempt to bring to light the source of it, the causalities between the adoption of energy efficient technology (EET) and the behaviour of firms . Three research questions have been examined in the specific Phd Thesis. Our first main research question were examined by formulating and testing the following hypothesis: the decision of the firms to adopt or not EET, is correlated to their profitability. Our second research project develops in two stages. The first stage aims at examining the factors influencing retrieval of information concerning EETs by manufacturing firms, while at the second stage we distinguish between readily available and emerging energy efficiency technologies and examine the factors affecting information acquisition for each one of these two broad sets of technologies. Finally, in order to disentangle firm’s heterogeneity we developed a methodological framework to calculate total factor productivity and its components differences arising from EETs adoption. Our first research question examines the energy efficiency paradox demonstrated in Greek manufacturing firms through a partial observability approach. Maximum likelihood estimates that arise from an incidental truncation model reveal that the adoption of the energy saving technologies is indeed strongly correlated to the returns of assets that are required in order to undertake the corresponding investments. The source of the energy efficiency paradox lies within a wide range of factors. Policy schemes that aim to increase the adoption rate of energy saving technologies within the field of manufacturing are significantly affected by differences in the size of firms. Finally, mixed policies seem to be more effective than polices that are only capital subsidy or regulation oriented. Answering the second research question, we aim to redefine the notion of awareness regarding the adoption of EETs. In a second stage we explore the crucial factors that affect the information level of EET adopters, distinguishing between epidemic and emerging technologies information. Our empirical findings reveal that the main factor that exerts positive influence on the level of information acquired by the firms may be encompassed in a set of variables that reflect what may be called a “business culture” regarding the EET Finally, we examined the impact of EETs adoption to Greek manufacturing firms operating under heterogeneous technology sets and we measured the components of total factor productivity (TFP) and its components arising from scale and technological differences. In order to examine our research questions we formulate a unique database. Our database came to light from the necessity of the Greek government to conserve energy in manufacturing and to reduce dangerous emissions in order to meet the criteria of the Kyoto Protocol. An extensive questionnaire was addressed to the 298 firms across the country that adopt EETs that have been subsidized from (i) the Support Frameworks for Regional and Industrial Development, (ii) the Energy Operational Program (OPE), which was part of the second European Union Support Framework (1994-2000) and (iii) the Operational Program ‘Competitiveness’, which is part of the third European Union Support Framework (2000-2006). Finally, 161 of them agreed to be interviewed on the basis of the questionnaire. Face to face interviews took place in the first six months of 2004. Additional data derived from ICAP financial database.

Page generated in 0.0313 seconds