• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 10
  • Tagged with
  • 10
  • 9
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Συμβολή εις την παρασκευήν άνυδρων αλάτων των σπάνιων γαιών ως και αντιδράσεις αυτών μετά της υγράς αμμωνίας

Αναγνωστόπουλος, Αυγουστίνος 01 October 2009 (has links)
- / -
2

Συμβολή εις την χημείαν των παραγώγων του δεϋδροαβιετανίου ( σουφονυλαμιδικά παράγωγα του δεϋδροαβιετικού οξέος και της δεϋδροαβιετινόλης )

Ντόκος, Γρηγόριος 06 October 2009 (has links)
- / -
3

Κατανομή των λιπαρών οξέων στα λιπίδια επιλεγμένων στελεχών Ζυγομυκήτων

Μπέλλου, Σταματία 21 October 2011 (has links)
Οι ελαιογόνοι Ζυγομύκητες έχουν την ικανότητα να συσσωρεύουν σημαντικές ποσότητες λιπιδίων, πλουσίων σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (PUFA) μεταβολίζοντας γλυκερόλη. Στο μυκήλιο όλων των στελεχών που μελετήθηκαν συσσωρεύτηκε μεγαλύτερη ποσότητα ουδέτερων λιπιδίων (NL) από ότι γλυκολιπιδίων, σφιγγολιπιδίων και φωσφολιπιδίων (P). Η βιοσύνθεση των P στους Mortierella ramanniana, Mucor sp. και Cunninghamella echinulata πραγματοποιήθηκε ενώ η διαδικασία συσσώρευσης των NL ήταν σε εξέλιξη. Η συγκέντρωση των PUFA μειώθηκε σε όλα τα λιπιδιακά κλάσματα του M. ramanniana κατά τη διάρκεια της αύξησης. Αντίθετα, στην περίπτωση του C. echinulata τόσο η συγκέντρωση του λινελαϊκού όσο και του γ- λινολενικού οξέος (GLA) αυξήθηκε με το χρόνο σε όλα τα κλάσματα, και κυρίως στο κλάσμα των P. Τα λιπίδια του Mucor sp. ήταν πλούσια σε ελαϊκό οξύ και GLA, ενώ τα Ρ του Thamnidium elegans παρόλο που ήταν πλούσια σε λινελαϊκό οξύ, αυτό δε μετατράπηκε σημαντικά σε GLA. Δεδομένου ότι η κύρια λειτουργία των PUFA στους Ζυγομύκητες σχετίζεται με τη συμμετοχή τους στις μυκηλιακές μεμβράνες θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η βιοσύνθεση αυτών των λιπαρών οξέων σχετίζεται άμεσα με τη μυκηλιακή αύξηση. Ωστόσο αυτό ισχύει μόνο για ορισμένες περιπτώσεις Ζυμομυκήτων όπως αυτή του M. ramanniana. Αντίθετα, υπό τις ίδιες πειραματικές συνθήκες, η βιοσύνθεση των PUFA στην περίπτωση του C. echinulata συνεχίζεται ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της αύξησης, υποδεικνύοντας ότι σε αυτό το είδος η βιοσύνθεση δεν σχετίζεται άμεσα με την πρωτογενή αύξηση. / Oleaginous Zygomycetes have the ability to accumulate large amounts of lipids rich in polyunsaturated fatty acids (PUFA) that are of pharmaceutical and nutritional interest. In all investigated strains fungal mycelia contained higher amounts of neutral lipids (NL) than glycolipids plus sphingolipids (G+S) and phospholipids (P), while biosynthesis of P in Mortierella ramanniana, Mucor sp. and Cunninghamella echinulata occurred though NL accumulation process was in progress. PUFA concentration gradually decreased in all lipid fractions of M. ramanniana during growth. In contrast, in C. echinulata concentration of both linoleic acid and γ-linolenic acid (GLA) strongly increased with time in all lipids, especially in P. Lipids of Mucor sp. were enriched in both oleic acid and GLA, while P of Thamnidium elegans were enriched in linoleic acid, but this fatty acid was not efficiently converted to GLA. Taking for granted that the main function of PUFA in Zygomycetes is associated to their participation in mycelial membranes we could suppose that biosynthesis of these fatty acids is strongly associated to mycelial growth. However, this is accurate only for some Zygomycetes, such as M. ramanniana. On the contrary, under the experimental conditions used in this work, PUFA biosynthesis in C. echinulata persists after growth cessation, suggesting that in this species biosynthesis is not a strictly growth-associated process.
4

Διαμετακίνησις εξωγενούς RNA εντός απομονωθέντων μιτοχονδρίων - σύμπλοκα αυτού μετα μιτοχονδριακών πρωτεϊνών

Κυριακίδης, Δημήτριος 18 March 2010 (has links)
- / -
5

Μελέτη της δράσης συνθετικών ρετινοειδών στην ενζυμική δραστικότητα της ριβονουκλεάσης Ρ

Παπαδήμου, Ευαγγελία 19 March 2010 (has links)
- / -
6

Μελέτες επί της ριβονουκλέασης Ρ απο τον μυξομύκητα dictyostelium discoideum

Σταθόπουλος, Κωνσταντίνος 19 March 2010 (has links)
- / -
7

Χημεία συμπλόκων ενώσεων με υποκαταστάτες μονοαμίδια αλειφατικών δικαρβοξυλικών οξέων: σύνθεση, δομικός χαρακτηρισμός και μελέτη τριαδικών συμπλόκων του χαλκού(ΙΙ) με το μηλεϊμικό οξύ και αρωματικούς Ν-δότες

Λαζάρου, Αικατερίνη Ν. 07 September 2010 (has links)
- / -
8

Παραγωγή βιοεπιφανειοδραστικών παραγόντων από ζύμες καλλιεργούμενες σε γλυκερόλη

Γιαννόπουλος, Ανδρέας 07 April 2011 (has links)
Οι επιφανειοδραστικοί παράγοντες είναι αμφίφιλα μόρια, αποτελούμενα από μια υδρόφιλη κεφαλή και μια υδρόφοβη ουρά. Η ιδιαίτερη δομή τους τα καθιστά ικανά να μειώνουν τις επιφανειακές και διεπιφανειακές τάσεις, μεταξύ διαφορετικών υγρών φάσεων, αλλά και μεταξύ αέριων-υγρών φάσεων. Η ιδιότητα τους αυτή, σε συνδυασμό με την ικανότητά τους να δομούν γαλακτώματα ελαίων σε νερό (oil in water) ή νερού εντός ελαίων (water in oil), αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη και εν δυνάμει εφαρμόσιμη, σε πολλούς τομείς της σύγχρονης βιομηχανίας. Από την σύνθεση απορρυπαντικών ουσιών και προϊόντων προσωπικής υγιεινής, την παραγωγή φυτοφαρμάκων, παρασιτοκτόνων, ζιζανιοκτόνων και μυκητοκτόνων, έως τη σύνθεση φαρμακευτικών σκευασμάτων, αλλά και τη χρήση τους για την ανάκτηση ελαίων και τη βιοεξυγίανση χερσαίων και υδρόβιων συστημάτων, φαίνεται η υψηλή σημασία των ουσιών αυτών. Σήμερα, οι χημικοί επιφανειοδραστικοί παράγοντες χρησιμοποιούνται ευρέως στο εμπόριο, τόσο λόγω του χαμηλού κόστους παραγωγής τους, όσο και της αποδοτικότητάς τους. Ωστόσο, οι βιολογικά συντιθέμενοι επιφανειοδραστικοί παράγοντες, προσφέρουν μια πληθώρα πλεονεκτημάτων έναντι των αντίστοιχων χημικών. Είναι πιο συμβατοί με το περιβάλλον, λιγότερο τοξικοί, συντίθενται από μια πληθώρα μικροοργανισμών και διαρκώς ανακαλύπτονται νέοι βιοεπιφανειοδραστικοί παράγοντες με διαφορετικές ιδιότητες. Εάν η σύνθεσή τους συνδυαστεί με την παραγωγή κέρδους, τότε θα έχουν όλα τα φόντα να παραγκωνίσουν τους χημικά συντιθέμενους ανταγωνιστές τους. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η σύνθεση βιοεπιφανειοδραστικών παραγόντων από ζύμες, καθώς οι μικροοργανισμοί αυτοί, στην πλειοψηφία τους, είναι ασφαλέστεροι από τα βακτήρια. Επιπλέον, η χρήση γλυκερόλης, που αποτελεί υδατοδιαλυτό υπόστρωμα, ως μοναδική πηγή άνθρακα και ενέργειας, οδηγεί σε πλήρη απελευθέρωση των ουσιών αυτών στο μέσο καλλιέργειας, στις περιπτώσεις που αυτές παράγονται. Στην παρούσα εργασία διερευνήθηκε η ικανότητα έξι στελεχών ζυμών να αυξάνονται, να συσσωρεύουν ενδοκυτταρικά λιπίδια και να συνθέτουν βιοεπιφανειοδραστικούς παράγοντες παρουσία υποστρώματος γλυκερόλης. Η ανάπτυξη όλων των ζυμών ήταν ικανοποιητική, εκτός από την περίπτωση της C. tropicalis, η οποία δεν αναπτύχθηκε, στο παρόν υπόστρωμα. Επιπλέον συσσώρευσαν ενδοκυτταρικά λιπίδια σε διαφορετικά ποσοστά, η σύσταση των οποίων σε λιπαρά οξέα ήταν τυπική για αυτούς τους μικροοργανισμούς. Δύο εκ των στελεχών που μελετήθηκαν, τα C. curvatus και P. ciferrii, βρέθηκε να συνθέτουν βιοεπιφανειοδραστικούς παράγοντες με γαλακτωματοποιητική ικανότητα. Για την πρώτη δεν έχει αναφερθεί στο παρελθόν η ικανότητα σύνθεσης τέτοιων ουσιών, ωστόσο για τη δεύτερη, είναι γνωστό ότι συνθέτει πλήρως ακετυλιωμένες τετραακέτυλ-φυτοσφιγγοσίνες, που αποτελούν πρόδρομα μόρια των σφιγγολιπιδίων, σημαντικό κλάσμα λιπιδίων των κυτταρικών μεμβρανών στα θηλαστικά. / Surfactants are amphiphilic molecules, comprising of a hydrophilic head group and a hydrophobic tail group. Their unusual structure makes them capable of reducing surface tension at the air/water interfaces and the interfacial tension at oil/water interfaces. This ability, which is sometimes associated, in the case of emulsifiers, with the formation of oil-in-water or water-in-oil emulsions, is very useful in many areas of industry. Many detergents and personal care products, as well as, many herbicides, pesticides and fungicides utilize surfactants as main ingredients. Their antimicrobial and anti-adhesive properties, makes them possible pharmaceutical agents. They can be also used in oil recovery and bioremediation processes. All these usages prove the great importance of surfactant agents. Today most of the commercially used surfactants are chemically synthesized, due to their low cost and high yield. However, biosurfactants present many advantages over the chemical ones. The first are more compatible with the environment, they present lower toxicity, they can be synthesized by many different microorganisms and newly synthesized biosurfactants, with various abilities, are being discovered all time. As soon as their production gets accompanied with profit, they will become extremely competitive over the chemically synthesized surfactants. The synthesis of biosurfactants from yeasts is quite important. These microorganisms, in their majority, are safer than bacteria. In addition, using glycerol, which is a water soluble substrate, as the only carbon and energy source, leads biosurfactants to be fully secreted in the culture medium. In the present study, the ability of six yeast strains to grow, accumulate intracellular lipids and produce biosurfactants on the presence of glycerol, was investigated. Growth of all microorganisms studied was satisfying, except for C. tropicalis, which showed no significant growth, on the current medium. They also accumulated intracellular lipids in various amounts. The fatty acid composition of these lipids was typical of these microorganisms. Two of the yeast strains studied, namely C. curvatus και P. ciferrii, was found to produce biosurfactants with emulsifying ability. No previous literature exists about the first one, producing such kind of agents. However, P. ciferrii is known to produce fully acetylated tetraacetyl-phytosphingosines, which constitute precursors of sphingolipids, an important fraction of lipids of mammalian cell membranes.
9

Η εκτίμηση με οπτική συνεκτική τομογραφία των ένοχων βλαβών μοσχευμάτων ασθενών με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο και προηγηθείσα αορτοστεφανιαία παράκαμψη / Evaluation of culprit saphenous vein graft lesions with optical coherence tomography in patients with acute coronary syndromes

Δαμέλου, Αναστασία 26 July 2013 (has links)
Στο συγκεκριμένο ερευνητικό πρωτόκολλο μελετήθηκαν οι πιθανές ένοχες βλάβες σε φλεβικά μοσχεύματα ασθενών με οξέα στεφανιαία σύνδρομα με τη μέθοδο της Οπτικής Συνεκτικής Τομογραφίας (OCT). • Οι αθηροσκληρωτικές βλάβες των φλεβικών μοσχευμάτων έχουν μελετηθεί in vivo με τη μέθοδο της αγγειοσκόπησης και της ενδαγγειακής υπερηχογραφίας (IVUS). Απεναντίας, η απεικόνιση των μοσχευμάτων με τη μέθοδο της OCT, η οποία χαρακτηρίζεται από σημαντικά μεγαλύτερη διακριτική ικανότητα σε σχέση με το IVUS και βελτιωμένη διεισδυτική ικανότητα συγκρινόμενη με την αγγειοσκόπηση, δεν έχει μελετηθεί συστηματικά. • Μέθοδος: Η απεικόνιση των ένοχων βλαβών των μοσχευμάτων πραγματοποιήθηκε, κατόπιν αγγειογραφίας τους, με τη μέθοδο χωρίς απόφραξη της OCT σε ασθενείς με ασταθή στηθάγχη (UA), έμφραγμα μυοκαρδίου με ανάσπαση του διαστήματος ST (STEMI) και έμφραγμα μυοκαρδίου χωρίς ανάσπαση του διαστήματος ST (non-STEMI). Ο ινώδης ιστός, ο λιπώδης ιστός, οι εναποθέσεις ασβεστίου, ο θρόμβος και η ρήξη της πλάκας ορίστηκαν σύμφωνα με τα κριτήρια απεικόνισης στοιχείων για την OCT, όπως περιγράφηκαν και στο γενικό μέρος. • Αποτελέσματα: Απεικονίστηκαν 28 φλεβικά μοσχεύματα (μέσης ηλικίας 14.6 ετών) σε 26 ασθενείς. Οι βλάβες χαρακτηρίστηκαν ως σύμπλοκες αγγειογραφικά σε ποσοστό 96.4%, ενώ εμφάνιζαν εξέλκωση σε ποσοστό 32.1% και θρόμβο σε ποσοστό 21.4%. Η OCT αποκάλυψε ινολιπώδη σύσταση σε όλες τις βλάβες, εναπόθεση ασβεστίου στο 32.1% των βλαβών, ρήξη πλάκας σε ποσοστό 60.7% και παρουσία θρόμβου σε ποσοστό 46.4%. Η παρουσία του θρόμβου ήταν προοδευτικά συχνότερη ανάμεσα στις ομάδες ανάλογα με το κλινικό τους σύνδρομο (UA έως STEMI, p=0.003, UA έναντι εμφράγματος μυοκαρδίου, p=0.006). Η λεπτή ινώδης κάψα καταγράφηκε οριακά συχνότερα στους ασθενείς με οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου (UA έναντι εμφράγματος μυοκαρδίου, p=0.06, STEMI 100% έναντι non-STEMI 53.3% έναντι UA 20%, p=0.03). Βλάβες με στοιχεία ευθρυπτότητας, όπως απεικονίζονταν στην OCT παρουσιάζονταν σε ποσοστό 67.9%, χωρίς όμως συσχέτιση με την κλινική εικόνα. • Συμπέρασμα: Οι ένοχες βλάβες φλεβικών μοσχευμάτων μεγάλης ηλικίας ασθενών με οξέα στεφανιαία σύνδρομα, όπως αυτές απεικονίζονται στην OCT, εμφανίζουν ινολιπώδη σύσταση, σχετικά λεπτή ινώδη κάψα, ρήξη πλάκας και θρόμβο που συσχετίζονται με το κλινικό φάσμα των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων. Αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι ίδιοι μηχανισμοί αθηροσκλήρωσης που οδηγούν στην εμφάνιση οξέων στεφανιαίων συνδρόμων στα γηγενή στεφανιαία αγγεία, είναι πιθανόν να ενέχονται και στην πρόκληση οξέων στεφανιαίων συνδρόμων λόγω αποτυχίας των φλεβικών μοσχευμάτων. / This study sought to assess, with optical coherence tomography (OCT), presumably culprit atherosclerotic lesions of saphenous vein grafts (SVGs) in patients with acute coronary syndromes (ACS). Background: Atherosclerotic lesions of SVGs have been studied in vivo with angioscopy and intravascular ultrasound. However, imaging with OCT, which has a higher resolution than intravascular ultrasound and better penetration than angioscopy, has not been conducted systematically. Methods Using a nonocclusive OCT technique, we performed angiography and OCT of culprit SVG lesions in patients with unstable angina (UA), ST-segment elevation myocardial infarction (STEMI), and non-STEMI. Fibrous and fatty tissue, calcification, thrombus, and plaque rupture were defined according to OCT objective criteria. Results: Twenty-eight SVGs (average age 14.6 years) in 26 patients were imaged. Lesions on angiography were complex (96.4%), with ulceration in 32.1% and thrombus in 21.4%. OCT disclosed a fibrofatty composition in all lesions, calcification in 32.1%, plaque rupture in 60.7%, and thrombus in 46.4%. Thrombus was progressively more frequent across groups (UA to STEMI, p=0.003; UA vs. myocardial infarction, p=0.006). A thin fibrous cap was marginally more frequent in myocardial infarction patients (UA vs. myocardial infarction, p=0.06; STEMI 100% vs. non-STEMI 53.3% vs. UA 20%, p=0.03). OCT features of friability were present in 67.9% of SVGs not correlating with clinical presentation. Conclusions: OCT of culprit lesions of old SVGs in patients with ACS demonstrates fibrofatty composition, relatively thin fibrous cap, plaque rupture, and thrombus, which correlate with the clinical spectrum of ACS. This suggests that similar mechanisms with native vessels’ atherosclerosis may be involved in SVG-related ACS.
10

Ρόφηση φαινανθρενίου σε γαιάνθρακες και χουμικά οξέα

Σοφικίτης, Ηλίας 16 June 2011 (has links)
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η κατανόηση του μηχανισμού ρόφησης του φαινανθρενίου σε δείγματα γαιανθράκων και των αντίστοιχων χουμικών τους οξέων και η διερεύνηση της καταλληλότητας τους ως ροφητικών υλικών για την απορρύπανση ποτάμιων και λιμναίων συστημάτων, στα οποία υπάρχει πρόβλημα ρύπανσης από πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού μελετήθηκαν τέσσερα δείγματα λιγνίτη και δύο δείγματα τύρφης και τα αντίστοιχα δείγματα των χουμικών οξέων. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την απομόνωση των χουμικών οξέων βασίστηκε στην τροποποιημένη μεθοδολογία, που προτείνεται από την IHSS (International Humic Substances Society). Για τη μελέτη της ρόφησης φαινανθρενίου κατασκευάστηκαν οι ισόθερμες καμπύλες ρόφησης, ύστερα από την πραγματοποίηση πειραμάτων ρόφησης με συγκεντρώσεις φαινανθρενίου σε υδατικά διαλύματα 30, 50, 100, 300 και 500 μg/l. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η ρόφηση στα περισσότερα δείγματα των χουμικών οξέων είναι μεγαλύτερη από ό,τι στα αντίστοιχα δείγματα των μητρικών τους γαιανθράκων. Επίσης στα δείγματα των γαιανθράκων παρατηρείται μεγαλύτερη ρόφηση στις χαμηλές συγκεντρώσεις φαινανθρενίου από ό,τι στις υψηλές, με αποτέλεσμα η ρόφηση να μην είναι γραμμική. Σχετικά με τη χρήση τους ως ροφητικά υλικά για απορρύπανση για δυο δείγματα λιγνίτη προτείνεται η χημική τους επεξεργασία, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως ροφητικά υλικά, ενώ για τα υπόλοιπα δείγματα η διαφορά στη ροφητική ικανότητα μεταξύ των μητρικών γαιανθράκων και των παραγόμενων χουμικών οξέων δεν είναι τόσο σημαντική, με αποτέλεσμα να μπορεί να χρησιμοποιηθεί απευθείας το μητρικό υλικό / The scope of this study is the determination of the phenanthrene sorption mechanism for some Greek lignite and peat samples, as well as for their extracted humic acids. The scope is to assess their suitability for application in remediation of fresh water environments from polycyclic aromatic hydrocarbons (PAHs) For the extraction of the humic acids, the methodology provided by the IHHS (International Humic Substances Society) with some alterations, was applied. The sorption experiments were conducted by mixing 0,004 g of the sorbent within water solutions of phenanthrene at different concentrations of 30, 50, 100, 300 and 500 μg/l. The results show that phenanthrene sorption is higher in the humic acid samples rather than in the original lignite and peat. The original samples display higher sorption at low phenanthere concentration solutions (30 μg/l) than at the denser phenanthrene concentration solution (500 μg/l). Thus, the sorption in these samples is non-linear. In order to use these materials as sorbents, the TH4 and MT6 samples might have to be treated, because sorption is higher in the humic acid fraction than in the source material. The rest of the samples display lower variation in the sorption capacity between the humic acid samples and the original samples, thus there is no need for chemical treatment.

Page generated in 0.0282 seconds