• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 10
  • 1
  • Tagged with
  • 11
  • 11
  • 11
  • 11
  • 11
  • 5
  • 5
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Χρήση NMR, περίθλασης ακτίνων-Χ και μοριακών γραφικών, για τη μελέτη των διαμορφώσεων ανταγωνιστών της αγγειοτασίνης ΙΙ καθώς και της αλληλεπίδρασής τους με τις βιολογικές μεμβράνες και τον ΑΤ1 υποδοχέα

Ζουμπουλάκης, Παναγιώτης Γ. 21 July 2010 (has links)
- / -
2

Φαρμακολογικές και βιολογικές μελέτες αναλόγων επιτόπων της βασικής πρωτεΐνης της μυελίνης (MBP) : αλληλεπιδράσεις Losartan και κανναβινοειδών μορίων στις μεμβράνες

Νταλιάνη, Ιωάννα 22 July 2010 (has links)
- / -
3

Σχεδιασμός και σύνθεση αναλόγων επιτόπων της μυελίνης καθώς και αναλόγων της Β αλυσίδας του υποδοχέα της ιντερλευκίνης-2 : μελέτη δομής - βιολογικής δραστηριότητας

Δεράος, Σπύρος 03 August 2010 (has links)
- / -
4

Σύνθεση και βιολογική δράση αναλόγων της μυελίνης

Τσέλιος, Θεόδωρος 07 May 2010 (has links)
- / -
5

Μελέτη διαμόρφωσης επιτόπου 87-99 της ανθρώπινης μυελίνης που εμπλέκεται στην σκλήρυνση κατά πλάκας

Ματσούκα, Ελισάβετ Μ. 07 May 2010 (has links)
- / -
6

Η αποκάλυψη της διάγνωσης στους πάσχοντες από σκλήρυνση κατά πλάκας : απόψεις πασχόντων ασθενών και θεραπόντων ιατρών

Νικολακοπούλου, Αναστασία 20 October 2010 (has links)
Οι χρόνιες και ανίατες ασθένειες όπως η Σκλήρυνση κατά πλάκας, δημιουργούν βιοηθικό δίλλημα στα μάτια του κλινικού γιατρού, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη διάγνωση και την ανάγκη του ασθενούς για ενημέρωση. Τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιηθεί στη χώρα μας στροφή στα δυτικά πρότυπα και πλέον ο ασθενής ενημερώνεται για την πάθηση του, όσο και αν αυτή θεωρείται ανίατη. Επιπλέον η εισαγωγή, στο χώρο της θεραπευτικής της ΣΚΠ, των ανοσοτροποιητικών επιβάλλει την πρώιμη και πλήρη ενημέρωση του ασθενούς. Σύμφωνα με τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας «ο ιατρός έχει καθήκον αληθείας προς τον ασθενή». Οι αρχές της σύγχρονης βιοηθικής: η αρχή του «ωφελέειν», η αρχή της αυτονομίας του ασθενούς και η αρχή της δικαιοσύνης συνηγορούν με τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης. Ο ασθενής όταν έρχεται αντιμέτωπος με την οδυνηρή αλήθεια αντιδρά αρχικά με άρνηση, αλλά αυτό αποτελεί μέρος της διαδικασίας προσαρμογής του στην νέα πραγματικότητα. Επομένως ο γιατρός οφείλει να αναγνωρίζει και να συμφιλιώνεται με τα μεταβατικά αυτά στάδια, ώστε να προσαρμόζει ανάλογα τον τρόπο με τον οποίο αποκαλύπτει τη διάγνωση. Στην παρούσα μελέτη καταγράψαμε τις απόψεις και επιθυμίες των ασθενών και των θεραπόντων νευρολόγων, ώστε να προσεγγίσουμε ποια κατεύθυνση είναι καλύτερη για τον σύγχρονο νευρολόγο. Αρχικά στείλαμε ερωτηματολόγια στα μέλη της Ελληνικής Εταιρείας της ΣΚΠ (1200) και κατόπιν στα μέλη της Ελληνικής Νευρολογικής εταιρείας (580), αναζητώντας την άποψη των ασθενών και των νευρολόγων αντίστοιχα, για την ανάγκη πλήρους ενημέρωσης των ασθενών, τα θέματα εμπιστοσύνης προς τον γιατρό, που προκύπτουν από την έλλειψη ενημέρωσης, την συμμετοχή των συγγενών και άλλες παρατηρήσεις. Το 55% (657) των ασθενών και το 37,41% (217) των νευρολόγων, απάντησαν αντίστοιχα. 91% των ασθενών και 94,9% των γιατρών υποστηρίζουν την άμεση ενημέρωση του ασθενούς σε περίπτωση βέβαιης διάγνωσης. Από τους ασθενείς μόνο το 44% είχε την εμπειρία της έγκαιρης ανακοίνωσης της διάγνωσης, το 29% πληροφορήθηκαν τη διάγνωση σε διάστημα 1-3 ετών, ενώ το 27% πολύ αργότερα. Το 73,6% των νευρολόγων απαντούν ότι ενημερώνουν άμεσα τον ασθενή, αλλά μόνο το 41,7% χρησιμοποιούν τον όρο Σκλήρυνση κατά πλάκας. Σύμφωνα με τους νευρολόγους η χρονική στιγμή της ανακοίνωσης της διάγνωσης, εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του ασθενούς, κυρίως (62,5%). Οι περισσότεροι νευρολόγοι (78,7%) ανακοινώνουν τη διάγνωση στους συγγενείς, αλλά με την παρουσία του ασθενούς. Η απόκρυψη της διάγνωσης από τον γιατρό οδηγεί σε απώλεια της εμπιστοσύνης του ασθενούς προς αυτόν (76,8%), σύμφωνα με τις απαντήσεις των πασχόντων. Αντίθετα το 59,5% των νευρολόγων πιστεύουν ότι σε αυτή την περίπτωση οι ασθενείς δεν χάνουν την εμπιστοσύνη τους. Οι μέχρι σήμερα μελέτες υποστηρίζουν παρόμοια αποτελέσματα, αν και αφορούν πολύ μικρότερα δείγματα και έχουν γίνει σε λίγες ευρωπαϊκές χώρες. Με βάση τα προαναφερόμενα οι νευρολόγοι οφείλουν να γίνουν περισσότερο σκεπτικοί στην πρακτική τους όταν παραπλανούν, κατά την γνωστοποίηση της διάγνωσης, τον ασθενή με διάφορους τρόπους και να καθιερώσουν καθολικά αποδεκτές φόρμες, που θα προσαρμόζουν στον εκάστοτε ασθενή. Αυτό απαιτεί και ανάλογη εκπαίδευση των γιατρών κατά τα φοιτητικά και μεταπτυχιακά τους χρόνια. / Chronic and incurable diseases such as multiple sclerosis, create a bioethical issue in the eyes of the clinician, when confronted with the diagnosis and the patient's need for information. During the last years, there has been a trend toward to Western standards, now the patient is being informed of his condition, even if it is considered incurable. Moreover, the introduction of immunomodifying agents into the therapeutic arena of MS, requires early and complete patient information. According to the code of medical ethics «the physician has a duty to the patient of disclosing the truth». The principles of contemporary bioethics: the principle of «benefiting», the principle of patient autonomy and the principle of justice argue with the results of this work. The patient, when confronted with the painful truth, initially reacts with denial, but this is part of the adaptation process to the new reality. Therefore, the physicians must recognize and reconcile with the transitional stages of the patient to adjust the way they reveal the diagnosis. In this work, we studied the views and wishes of patients and treating neurologists, towards what direction is best for the latter. Initially, we sent out 1200 questionnaires to members of the Greek Society of MS and then 580 to members of the Greek Neurological Society , seeking the views of patients and neurologists, respectively, to the need for full patient disclosure, issues of trust in the doctor resulting from the lack of information, the involvement of relatives and other observations. Accordingly, 55% (657) of the patients and 37.41% (217) of the neurologists responded, respectively. 91% of the patients and 94.9% of the doctors support direct patient information when definite diagnosis is made. Of the patients, only 44% had an experience of announcing the diagnosis, 29% learned of the diagnosis within 1-3 years, while 27% much later. 73.6% of the neurologists that replied inform the patient directly, but only 41.7% use the term multiple sclerosis. According to neurologists, the timing of disclosure of the diagnosis mainly depends on the personality of the patient (62.5%). Most neurologists (78.7%) announce the diagnosis to relatives, but with the presence of the patient. The concealment of the diagnosis by a doctor leads to a loss of confidence on behalf of the patient (76.8%), according to the responses of patients. In contrast, 59.5% of neurologists believe that in this case patients do not lose confidence. Past studies support similar results, although on much smaller samples, and have been conducted in a few European countries. On this basis, neurologists ought to be more skeptical in their practice when they are misleading the patient in different ways, during the communication of the diagnosis. They also need to establish universally acceptable forms, matched to each patient. This requires appropriate training during academic years.
7

Ανοσολογικές αποκρίσεις πεπτιδικών αναλόγων της μυελίνης συζευγμένα με μαννάνη ή αναμεμειγμένα με ανοσοενισχυτικό CFA σε πειραματικά μοντέλα της σκλήρυνσης κατά πλάκας

Κατσάρα, Μαρία Γ. 09 September 2010 (has links)
- / -
8

Σχεδιασμός και σύνθεση πεπτιδικών και μη πεπτιδικών αναλόγων επιτόπων της μυελίνης για πιθανή ανοσοθεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας

Φρυλίγγου, Ειρήνη 10 September 2010 (has links)
- / -
9

Σχεδιασμός και σύνθεση αναλόγων του επιτόπου 83-99 της βασικής πρωτεΐνης της μυελίνης και τροποποιημένων παραγώγων της: εν δυνάμει προϊόντα στην ανοσοθεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας

Δεράος, Γεώργιος 27 September 2010 (has links)
- / -
10

Η σκλήρυνση κατά πλάκας στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας - επιδημιολογία της νόσου και κλινική μελέτη των πασχόντων

Γουρζουλίδου, Ευθυμία 23 October 2008 (has links)
Από τη μελέτη μας πάνω στην ΣκΠ τα τελευταία 23 χρόνια, προέκυψαν στοιχεία χρήσιμα τόσο για την επιδημιολογία της νόσου στην περιοχή μελέτης όσο και για τα κλινικά χαρακτηριστικά αυτής . Μετά από λεπτομερή εξέταση όλων των στοιχείων που υπήρχαν καταχωρημένα στο αρχείο της κλινικής από το 1984 ( έτος έναρξης λειτουργίας της κλινικής είναι το 1983 στο Γενικό νομαρχιακό Νοσοκομείο «Αγ. Ανδρέας») ως και το 2006, βρήκαμε ότι σε αυτό το διάστημα των 23 χρόνων είχαν γίνει 1651 εισαγωγές-νοσηλείες ασθενών με συμπτωματολογία πιθανής ή βεβαίας ΣκΠ. Με τον έλεγχο και τη διασταύρωση των στοιχείων που ακολούθησε, καταλήξαμε στον αριθμό των 834 εισαγωγών-νοσηλειών ασθενών με διάγνωση βεβαίας ΣκΠ. Η μορφή της νόσου ήταν: RRMS (υποτροπιάζουσα με εξάρσεις και υφέσεις ΣΚΠ) για το 61.7% των ασθενών, SPMS (δευτεροπαθώς προιούσα ΣΚΠ) για 22.1% και PPSM (πρωτοπαθώς προϊούσα ΣΚΠ) για το 16.2% των ασθενών. Από τον συνολικό αριθμό περιστατικών με τη νόσο της ΣκΠ, 483(57.9%) ήταν γυναίκες και 351 ( 42.1%) άνδρες, δηλαδή αναλογία των γυναικών προς τους άνδρες 1.4. Η μέση ηλικία του συνόλου των ασθενών βρέθηκε 38.04 χρόνια με τυπική απόκλιση (SD) 11.9 χρόνια και εύρος 69 χρόνια. Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έδειξε ότι υπάρχει διαφορά στην ηλικία μεταξύ των δύο φύλων, με μικρότερη αυτή των γυναικών (Ζ =-4.261, p-value <0.001<0.05). Δηλαδή νοσούν περισσότερες γυναίκες και σε μικρότερη ηλικία σε σχέση με τους άνδρες. Αναλύοντας τη μέση ηλικία του συνολικού δείγματος ως προς το έτος της νοσηλείας (από το 1984 ως το 2006) βρήκαμε μια διακύμανση αυτού με τη μέση τιμή του να κυμαίνεται μεταξύ 30.45 και 41.25 χρόνια και την τυπική απόκλιση (SD) να φτάνει τα 14.3 χρόνια. Επίσης βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στις μέσες τιμές ηλικίας των ασθενών κατά το πρώτο ή τα πρώτα συμπτώματα της νόσου μεταξύ των δύο φύλων (t=(348)=2.451, p-value=0.015<0.05). Η μέση ηλικία του δείγματος στο πρώτο σύμπτωμα της πάθησης ήταν 31,41 χρόνια (SD = 10,970), ευρήματα που συμφωνούν με τα διεθνή δεδομένα (μέση ηλικία εκδήλωσης της νόσου το διάστημα μεταξύ 20 και 40 χρόνων). Μελετήσαμε την εκδήλωση της νόσου κατά την έναρξή της και κατατάξαμε τα δεδομένα σύμφωνα με τα λειτουργικά συστήματα κατά Kurtzke που είναι αποδεκτά στην EDSS (Expanded Disability Status Scale). 19.5% των πασχόντων είχαν συμμετοχή πολλών συστημάτων κατά Kurtzke, όταν το 80.5% είχε μεμονωμένη κλινική εκδήλωση σε ένα λειτουργικό σύστημα. Τα αισθητικά συμπτώματα παρατηρήθηκαν σε 33.2% των ασθενών, πυραμιδικά συμπτώματα είχαν 22.3% και συμπτώματα από την όραση το 27.0%. Η διαφορά σε χρόνια μεταξύ του 1ου συμπτώματος και της βεβαίας διάγνωσης της νόσου είχε μέση τιμή 2.6 χρόνια με τυπική απόκλιση (SD) 5.6 και εύρος 40. Την μέση τιμή της κλίμακας αξιολόγησης της ανικανότητας (EDSS) τη βρήκαμε 2.88 (SD=1.8). Ο έλεγχος της κλίμακας αυτής ως προς το φύλο ανέδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά της μεταβλητής ως προς το φύλο (p-value 0.002<0.05) με μεγαλύτερη EDSS να παρουσιάζουν οι άνδρες. Μελετήθηκε η μέση ετήσια επίπτωση της πάθησης ανά φύλο και για τον συνολικό πληθυσμό μας. Από 2,7 /100.000 το διάστημα 1984-1989 η επίπτωση στους άνδρες, γίνεται 8,44/100.000 κατοίκους το 2002-2006. Για τις γυναίκες η μεταβολή για τα ίδια χρονικά διαστήματα είναι από 2,70/100.000 σε 13,26 /100.000 κατοίκους. Στο σύνολο των ασθενών η επίπτωση αυξήθηκε από 2,71 το 1984-1989 σε 10,73/100.000 κατοίκους το 2002-2006. Η τιμή του επιπολασμού που βρήκαμε είναι 119,61/100.000 κατοίκους στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Η μεγαλύτερη τιμή επιπολασμού καταγράφηκε στην ηλικιακή ομάδα 35-54 χρόνων, με κορυφή στην ηλικία 45-54 χρόνων. Επιπλέον οι γυναίκες έδειξαν μεγαλύτερη τιμή επιπολασμού σε σύγκριση με το ανδρικό φύλο. Αυτά τα ευρήματα συμφωνούν με δημοσιεύσεις που υποστηρίζουν τον υψηλότερο επιπολασμό των γυναικών . Οι τιμές μας είναι μεγαλύτερες από όλες όσες αφορούν στον ελλαδικό χώρο, αλλά είναι κοντά στις τιμές που πρόσφατα δημοσιεύτηκαν στην νότια Ιταλία, την Σικελία, 165.8/100.000, την Κατάνια της νοτιοδυτικής Ιταλίας με 92.0/100.000, τη Γένοβα με 94.0/100.000, την Κωνσταντινούπολη στηΤουρκία με`101.4/100.000, την Ισπανία στα Κανάρια Νησιά με 77.5/100.000 κατοίκους. Ο εποπολασμός στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά από 10.1/100.000 το 1984 στην νότια Ελλάδα, 29.5 /100.000 το 1990 στη βόρεια Ελλάδα και 38.9/100.000 στον Έβρο στις 31 Δεκεμβρίου 1999, σε 119,61/100.000 πληθυσμού στις 31 Δεκεμβρίου 2006 στη περιοχή της δυτικής Ελλάδας, τιμή που είναι παραπλήσια με αυτήν που δίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για τη χώρα μας. Η ετήσια επίπτωση (τυποποιημένη τιμή σε σχέση με τον πρότυπο ευρωπαϊκό πληθυσμό) της ΣΚΠ αυξήθηκε από 2,23/100.000 το 1984 σε 9,48 /100.000 κατοίκους το 2006 για την περιοχή της δυτικής Ελλάδας. Αυτές οι τιμές που βρήκαμε είναι ανάμεσα στις μεγαλύτερες στην Ευρώπη και επιβεβαιώνουν τον Rosati190 που ισχυρίζεται ότι οι χαμηλές τιμές που δημοσιευτήκαν από προηγούμενες μελέτες στην Ελλάδα, δεν αντανακλούν τη πραγματική συχνότητα της νόσου στη χώρα μας. Παρά τις αυξημένες ενδείξεις ότι η γενετική προδιάθεση/ευπάθεια μπορεί να επηρεάζει την νόσηση με ΣΚΠ, ένα απόλυτα γενετικό μοντέλο δεν φαίνεται ότι μπορεί να εξηγήσει τις αλλαγές που φαίνονται και είναι βέβαιο ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες ή το γεωγραφικό πλάτος δεν μπορούν να αγνοηθούν. Παράγοντες που συνετέλεσαν στην εύρεση αυξημένων τιμών είναι :  οι αλλαγές σε επίπεδο υποδομών στις κατά τόπους νομαρχίες, που είχαν ως αποτέλεσμα τη γρήγορη και εύκολη πρόσβαση των ασθενών στο Νοσοκομείο,  η βελτίωση του εθνικού συστήματος υγείας και της παροχής νευρολογικών υπηρεσιών,  η ευκολία στην πραγματοποίηση των εξετάσεων (π.χ. ΕΝΥ και μαγνητικής τομογραφίας, ιδιαίτερα χρήσιμων για τη διάγνωση της νόσου),  η εγρήγορση και ενημέρωση των ασθενών αλλά και του γενικού πληθυσμού πάνω σε θέματα υγείας και  η ευχέρεια των ιατρών –νευρολόγων να θέτουν τη διάγνωση, βασισμένοι στα διεθνώς αποδεκτά διαγνωστικά κριτήρια. Τα ευρήματά μας τοποθετούν την περιοχή σε ζώνη υψηλής επικινδυνότητας για τη νόσο και αντανακλούν μια τάση αυξητική της επίπτωσής της στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας την περίοδο 1984-2006. Σκόπιμο θα ήταν να γίνουν μελλοντικές μελέτες προκειμένου να καταγραφούν οι τάσεις του επιπολασμού και της επίπτωσης της πάθησης στη χώρα μας και να διερευνηθούν οι πιθανοί παράγοντες κινδύνου για αυτήν (γενετικοί, λοιμώδεις, περιβαλλοντικοί ή άλλοι).Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τόσο την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των πασχόντων και των ποικίλων προβλημάτων τους (κινητικών, συναισθηματικών, νοητικών, κοινωνικοοικονομικών), όσο και την κατανόηση του μηχανισμού παθογένεσης της νόσου με στόχο την επίτευξη της πλέον αποτελεσματικής θεραπείας της και ενδεχομένως και η πρόληψή της . / From our 23 year study on MS useful clinical and demographical data were obtained. After careful observation of our data from the Neurological clinic (beginning in 1983 from Agios Andreas General Hospital) we found 1651 cases with possible or definite MS. Of these, 834 eventually had definite MS. From the total 834 patients included in the study, the course of disease was not specified in 12 patients, as they lacked follow up data, although they had the diagnosis of definite MS. For the remaining 822 the course of disease was remitting-relapsing in 61.7%, secondary progressive in 22.1% and primary progressive in 16.2%. According to the Kurtzke functional systems incorporated in the Expanded Disability Status Scale (EDSS) many of our patients had more than one manifestation at onset. Specifically, 19.5 % had multiple Kurtzke functional systems involved, while 80.5% had their initial clinical manifestation in only one functional system. Sensory symptoms were observed in 33.2% of our patients, pyramidal symptoms in 22.3% and symptoms of the visual system in 27.0%. The remaining patients were suffering from signs of the cerebellar system (5.1%), symptoms of the urogenital system (3.5%), brainstem system (3.8%) and symptoms related to mental and other functions e.g., seizures and non specific pain. The mean score for the Kurtzke Expanded Disability Status Scale (EDSS) was 2.88 (SD= 1.8), range (0-9.5), with males showing significantly higher disability compared to females (Z = -3.138, p< .001). The mean age of the total sample of MS patients was 38.04 years, (SD =12.34) and the age range (15-75 years). Mean age of females was 36.61 years, (SD= 12.40) and for males 40.08 years, (SD=11.96). The mean age at onset of the first symptom for males was 32.97 years, (SD = 11.85) range (9-66 years), and 30.29 years, (SD= 10.16) for females, range (9-68). A dependent samples t-test indicated a significant difference between the mean age at onset between males and females [t (348) = 2.451, p = .015], with females showing earlier age at onset of first symptoms. As a group the mean age at onset was 31.41 years, (SD= 10.97), a finding that is congruent with international data (mean age of disease onset between 20-40 years old). The mean duration of illness, from onset of disease until diagnosis was 2.62 years, (SD= 5.26) range (0- 40 years). We calculated mean annual incidence rate of definite MS for the period 1984 - 2006, which increased from 2.71 for the period 1984 -1989 to 8.44/100,000 in 2002-2006 for males. For females we had increases from 2, 70/100.000 to 13, 26 /100.000. The total increase in incidence was from 2.71 to 10.73/100,000 population. We found a prevalence rate of 119.61/100,000 population and an increase in the mean annual incidence rate from 2.71 for the period 1984 -1989 to 10.73/100,000 in 2002-2006. The highest prevalence rate was in the 35-54 age range, with a peak in the 45 -54 range. Women also generally had higher rates than men. These figures place western Greece in the high risk area (and agree with the international literature) and are higher than reported previously in Greece but close to those reported recently in Southern Italy, Caltanissetta 165.8/100.00, and Catania 92.0/100,000, northwestern Italy, Genoa 94.0/100,000, Turkey, Istanbul 101.4/100.000, and Spain, Canary islands 77.5/100,000 population. The prevalence of MS in Greece rose significantly from 10.1/100.000 as recorded in 1984, 29.5 /100,000180 in 1990, in northern Greece and 38.9/100,000181 in Evros, on December 31, 1999 to 119.61/100,000177 population on December 31, 2006 in western Greece. The crude annual incidence rate increased from 2.11/100,000 in 1984 to 8.77/100,000 population in 2006. In the beginning of 1990, incidence rates were relatively low, gradually increasing from 1994 onwards, and eventually reaching a peak 14.85/100,000 population in 2004. The rates reported in this study are among the highest in Europe, and confirm Rosati in that the substantially lower prevalence rates noted in previous surveys in Greece, do not actually reflect the true frequency of MS in the country Factors that influenced our findings include:  The decreasing delay in the time between symptom onset and diagnosis of MS noted in the study clearly reflects the contribution of the most recently proposed diagnostic criteria of McDonald for MS, which rely heavily on the use of MRI findings.  With formal alterations in diagnostic criteria as applied in the study, increased awareness of MS due to easier availability and access to MRI and CSF analysis, in addition to increased awareness of MS therapies, the proportion of minimally affected individuals diagnosed with MS appears to be increasing substantially in western Greece.  Furthermore, the inclusion of only definite cases in serial prevalence studies like this survey, provide the most reliable and comparable estimate of MS frequency  Easier diagnosis of MS from neurologists and changes in diagnostic criteria probably affected the incidence and prevalence rates noted in this study. Although these findings support the role of exogenous factors towards the acquisition of MS during the studied period, interactions between genetic background and environmental factors are noted as a possible cause of MS. Future studies are however needed in order to further examine epidemiological issues in Western Greece and the possible predisposing variables (genetic, viral, environmental or combination of these) towards MS acquisition. This will result in better health – care for these patients including their motor, emotional, cognitive and socioeconomic needs and the under covering of the mechanism of pathogenesis for the disease process, leading to better therapeutic and possibly preventive strategies.

Page generated in 0.056 seconds