• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 41
  • 1
  • Tagged with
  • 42
  • 38
  • 7
  • 6
  • 6
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Πλαστικές επανορθωτικές επεμβάσεις μετά από επέμβαση για νοσογόνο παχυσαρκία και μεγάλη απώλεια σωματικού βάρους

Φωτόπουλος, Λεωνίδας 23 January 2009 (has links)
Η χειρουργική της παχυσαρκίας προσφέρει ικανοποιητικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, με χαμηλό ποσοστό επιπλοκών. Μετά την εγχείρηση για την παχυσαρκία και την μεγάλη απώλεια βάρους, παρατηρείται περίσσεια δέρματος, η οποία προκαλεί λειτουργικά, δερματολογικά και αισθητικά προβλήματα. Οι ανατομικές περιοχές όπου παρατηρείται η δυσμορφία, είναι η έσω επιφάνεια των βραχιόνων, οι μαστοί, το θωρακικό και το κοιλιακό τοίχωμα καθώς και οι μηροί. Για την αποκατάσταση της δυσμορφίας, οι ασθενείς πρέπει να υποβληθούν σε μία ή περισσότερες περιοχικές δερμολιπεκτομές. Στην παρούσα μελέτη καταγράφουμε την εμπειρία μας, όσον αφορά την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων ασθενών. Από τον Οκτώβριο 1996 μέχρι τον Δεκέμβριο 2002, 46 ασθενείς υπεβλήθησαν σε 67 περιοχικές δερμολιπεκτομές. Σαράντα πέντε ασθενείς, υπεβλήθησαν σε δερμολιπεκτομή του κοιλιακού τοιχώματος. Ο μέσος χειρουργικός χρόνος ήταν 188,1 min (105-420 min). Το μέσο βάρος των εκταμειθέντων ιστών ήταν 2839,2 gr (850-7525 gr). Τέσσερις ασθενείς (8,8%) μεταγγίσθηκαν. Επτά ασθενείς(15,5%) παρουσίασαν επιπλοκές στις οποίες περιλαμβάνονται, 1 μετεγχειρητική αιμορραγία, 3 διαπυήσεις τραύματος, 2 διασπάσεις και 1 ορώδης συλλογή. Ο μέσος χρόνος νοσηλείας ήταν 8,9 ημέρες (5-22 ημέρες). Είκοσι πέντε από τους ασθενείς (55,5%), υπεβλήθησαν σύγχρονα σε αποκατάσταση μετεγχειρητικής κήλης, ενώ σε 9 (20%) χρησιμοποιήθηκε πλέγμα goretex. Οκτώ ασθενείς (17,3%) υπεβλήθησαν σε πλαστική των μαστών και ο μέσος χειρουργικός χρόνος ήταν 166,2 min (130-210 min). Σε μια ασθενή τοποθετήθηκαν ενθέματα. Δεν υπήρξε νοσηρότητα και ο μέσος χρόνος νοσηλείας ήταν 7,1 ημέρες (4-9 ημέρες). Επτά ασθενείς (15,2%) υπεβλήθησαν σε εγκάρσια λαγονο-μηρο- γλουτιαία ανόρθωση, τέσσερις ασθενείς (8,6%) υπεβλήθησαν σε δερμολιπεκτομή των μηρών, ενώ άλλοι τρεις (6,5%) υπεβλήθησαν σε δερμολιπεκτομή των βραχιόνων. Ο μέσος χειρουργικός χρόνος ήταν 297,1 min (160-420 min), 246,2 min (230-280 min) και 203,3 min (180-240 min) αντίστοιχα. Το μέσο βάρος των εκταμειθέντων ιστών ήταν 2245gr (725-4403 gr), 1342,5 gr (1050-1550gr) και 572,7 gr (400-848gr) αντίστοιχα. Οι επιπλοκές περιλαμβάνουν την διαπύηση του τραύματος σε 2 ασθενείς, μικρές διασπάσεις του δέρματος σε 5 ασθενείς και παρατεταμένο οίδημα του αριστερού κάτω άκρου σε μία ασθενή. Ο μέσος χρόνος νοσηλείας ήταν 10,6 ημέρες (6-23 ημέρες), 8 ημέρες (7-9 ημέρες) και 6 ημέρες (5-7 ημέρες) αντίστοιχα. Οι περιοχικές δερμολιπεκτομές, αποτελούν την μόνη εφικτή αντιμετώπιση της δυσμορφίας που προκαλείται από την μεγάλη απώλεια βάρους. Σύμφωνα με την εμπειρία μας, οι εγχειρήσεις αυτές είναι ασφαλείς, δίχως σοβαρές επιπλοκές και προσφέρουν καλά λειτουργικά και αισθητικά αποτελέσματα. / Bariatric surgery has been shown to be effective in providing substantial and sustained long-term weight loss with minimum complications. Following bariatric surgery and consequent loss of body weight, the skin begins to sag in various regions of the body, forming skin-folds, which cause serious functional, dermatological and aesthetic deformities. The regions of the body most commonly affected by excess skin tissue are the medial part of the arms, the breasts, the thoracic and abdominal wall, especially in the lateral areas and the inner and outer thigh. In order to correct this deformity, it is essential that they undergo a series of one or more regional dermolipectomies. In this article, we present our experience on how we manage these patients. From October 1996 until December 2002, 46 patients had 67 regional dermolipectomies. Forty-five patients underwent abdominal dermolipectomy. The average operative time was 188,1 min (105-420min). The average amount of tissue excised was 2839,2 gr (850-7525gr). Four patients (8,8%) required blood transfusion. Seven patients (15,5%) developed complications, which included 1 case of post-operative bleeding, 3 wound infections, 2 skin dehiscences and 1 seroma. Average length of hospital stay was 8,9 days (5- 22 days). Twenty-five of these patients (55,5%) simultaneously underwent abdominal incisional hernia repair; in 9 (20%), a goretex mesh was used. Eight patients (17,3%) had mammaplasty, with average operative time 166,2 min (130-210 min). In one of them, breast implants were placed. There was no morbidity, and the average hospitalization was 7,1 days (4-9 days). Transverse flank-thigh-buttock lift was done in seven patients (8,6%), and arm reduction plasty in three (6,5%). The average operative time was 297,1 min (160-420 min), 246,2 min (230-280 min) and 203,3 min (180-240) respectively. Average tissue excised was 2245 gr (725-4403 gr), 1342,5 gr (1050-1550 gr) and 572,7 gr (400-848 gr) respectively. Morbidity was related to wound infection in 2 patients, minor skin dehiscence in 5 patients and persistent edema of the left lower extremity in another. Average hospitalization was 10,6 days (6-23 days), 8 days (7-8 days) and 6 days (5-7 days) respectively. Regional dermolipectomies constitute the only available treatment for deformities following massive weight loss after bariatric surgery. Based on our experience, these procedures are safe, without serious complications and with good functional and esthetic results.
12

Το επιχειρηματικό σχέδιο μιας νεοσύστατης επιχείρησης πλαστικής χειρουργικής

Σαράκης, Πέτρος 02 November 2009 (has links)
Η εργασία αυτή πραγματεύεται την εφαρμογή των εργαλείων του Management στην σύσταση και λειτουργία μιας επιχείρησης Πλαστικής Χειρουργικής. Θα πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι η Πλαστική Χειρουργική είναι μία ιατρική ειδικότητα που δεν αφορά μόνο στις κοσμητικές επεμβάσεις, αλλά και στις λεγόμενες επανορθωτικές, μέρος των οποίων είναι θεραπευτικές σε προβλήματα που απειλούν την ζωή του ανθρώπου. Επομένως, είναι προς όφελος των ασθενών η σωστή και οικονομική λειτουργία μίας τέτοιας επιχειρήσεως. Επειδή στην βιβλιογραφία υπάρχουν αρκετές αναφορές στην επιχειρηματική οργάνωση εταιριών που προσφέρουν υπηρεσίες υγείας σε τριτοβάθμιο νοσοκομειακό επίπεδο, ενώ λείπουν αντίστοιχες για την οργάνωση σε επίπεδο προσωπικής επιχειρήσεως, επελέγη η εργασία να αφορά σε αυτό το μάλλον παραμελημένο τμήμα. Άλλωστε, οι ιατρικές υπηρεσίες είναι κατ’ εξοχήν προσωπικές όσον αφορά στον ιατρό και εξατομικευμένες όσον αφορά στον ασθενή. Έτσι, το θέμα που θα αναλυθεί είναι το “Eπιχειρηματικό σχέδιο μιας νεοσύστατης επιχειρήσεως Πλαστικής Χειρουργικής”. Όλα τα στοιχεία που αναφέρονται ανταποκρίνονται στην τρέχουσα αγορά, αποτελούν πόρισμα εξειδικευμένης γνώσης και πληροφόρησης και ταυτόχρονα με την εργασία βρίσκονται σε εφαρμογή σε πραγματική επιχείρηση. Το επιχειρηματικό σχέδιο εκπονήθηκε με βάση όλα τα απαραίτητα προς τούτο, εργαλεία του Management και τις αρχές της επιστήμης τόσο της ιατρικής όσο και της διοικήσεως επιχειρήσεων. Ο στόχος είναι να μπορεί με βάση το σχέδιο αυτό να αναπτυχθεί μία βιώσιμη και κερδοφόρα επιχείρηση στον τομέα αυτό. Έχει προηγηθεί η απαραίτητη έρευνα αγοράς, τόσο σε επίπεδο υφιστάμενου και μελλοντικού ανταγωνισμού όσο και σε επίπεδο αποτίμησης πόρων και χρηματοδοτήσεως από πιστωτικά ιδρύματα. Δεν έχει παραληφθεί και η αξιολόγηση των μελλοντικών αποδόσεων του χώρου και ακόμη και το ιδιαίτερο νομικό – ασφαλιστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα δράσει η επιχείρηση. / A business plan of a newly formed plastic surgery clinic.
13

Η εφαρμογή των κυκλικών συστημάτων εξωτερικής οστεοσύνθεσης στην αντιμετώπιση των υψηλής ενέργειας καταγμάτων του άνω πέρατος της κνήμης

Κατσένης, Δημήτριος 26 June 2007 (has links)
Πέρασαν εκατό πενήντα χρόνια από την πρώτη αναφορά – Tsamahyn 1852- στα κατάγματα των κνημιαίων κονδύλων και η θεραπεία τους εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για τον ορθοπαιδικό. Στις ενδαρθρικές κακώσεις υψηλής ενέργειας του άνω πέρατος της κνήμης, οι περισσότεροι συγγραφείς αναγνώρισαν πολύ γρήγορα τον συνοδό τραυματισμό όλων σχεδόν των ενδαρθρικών και εξωαρθρικών ανατομικών δομών του γόνατος με συνέπεια ολόκληρο το φάσμα των συντηρητικών και χειρουργικών θεραπευτικών μέσων να έχει προταθεί κατά καιρούς. Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, η θεραπευτική προσέγγιση των σύνθετων αυτών τραυματισμών μέσα από τις αρχές της ΑΟ (ανοιχτή ανάταξη-εσωτερική οστεοσύνθεση) αποτελούσε τη κύρια επιλογή των περισσότερων ορθοπαιδικών. Σύντομα όμως, η μέθοδος αυτή ενοχοποιήθηκε για μεγάλο αριθμό σοβαρών επιπλοκών με αποτέλεσμα καινούργιες εναλλακτικές λύσεις να αναζητηθούν. Η εφαρμογή των αρχών Ilizarov στην αντιμετώπιση σύνθετων καταγμάτων άρχισε να διαδίδεται στη Δυτική Ορθοπαιδική Κοινότητα στα μέσα του 1980 και στις αρχές του 1990 οι πρώτες εργασίες σχετικά με τη χρήση του συστήματος Ilizarov στα κατάγματα των κνημιαίων κονδύλων εμφανίσθηκαν στη διεθνή βιβλιογραφία. Με βάση τα δεδομένα αυτά, από το 1992 αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε τα κυκλικά και στη συνέχεια τα υβριδικά συστήματα εξωτερικής οστεοσύνθεσης για την αντιμετώπιση των καταγμάτων τύπου V και VI κατά Schatzker με στόχο αρχικά τη μείωση της αυξημένης νοσηρότητας της παραδοσιακής επεμβατικής μεθόδου της ανοιχτής ανάταξης και εσωτερικής οστεοσύνθεσης. Ο σκοπός της μελέτης αυτής είναι η αξιολόγηση των κλινικών και ακτινογραφικών αποτελεσμάτων, η ανεύρεση των πλεονεκτημάτων αλλά και των μειονεκτημάτων και τέλος η εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων αναφορικά με την εφαρμογή των κυκλικών και υβριδικών συστημάτων εξωτερικής οστεοσύνθεσης στην αντιμετώπιση ολόκληρης της παθολογίας των σύνθετων αυτών τραυματισμών. Τα κύρια χαρακτηριστικά της μεθόδου είναι η κλειστή ή περιορισμένη ανοιχτή ανάταξη, η συγκράτηση των οστέινων τεμαχίων με λεπτές λείες βελόνες με ή χωρίς ελαία, η προσαρμογή τους σε κυκλικούς δακτυλίους, και τέλος η διάταση των βελονών που από εύκαμπτα υλικά τα μετατρέπει σε ιδιαίτερα άκαμπτα ικανά να προσφέρουν την απαραίτητη συγκράτηση ώστε να ευοδωθεί η πώρωση του κατάγματος. Από το 1992 μέχρι το 2001 αντιμετωπίσαμε 82 κατάγματα τύπου V και VI κατά Schatzker. Όλα τα κατάγματα ήταν συνέπεια υψηλής ενέργειας κακώσεως ενώ 27 (33%) από αυτά ήταν ανοιχτά. Σύνθετος τραυματισμός με βάση τη ταξινόμηση Tscherne-Lobenhoffer καταγράφηκε σε 68(83%) κατάγματα. Η μέθοδος εφαρμόσθηκε κλειστά με τη χρήση των αρχών της συνδεσμόταξης σε 42 (51%) κατάγματα. Πρόσθετη εσωτερική οστεοσύνθεση τοποθετήθηκε σε 62(75.6%) κατάγματα. Τριάντα κυκλικά και πενήντα δύο υβριδικά συστήματα χρησιμοποιήθηκαν, ενώ επέκταση της εξωτερικής οστεοσύνθεσης κεντρικά της άρθρωσης κρίθηκε αναγκαία σε 42(51%) κατάγματα. Ο μέσος χρόνος μετεγχειρητικής παρακολούθησης ήταν 41.3(από 11 μέχρι 88) μήνες. Για τον καθορισμό της πώρωσης του κατάγματος χρησιμοποιήθηκαν κλινικά και ακτινογραφικά ευρήματα. Πλήρης φόρτιση του σκέλους χωρίς πόνο, με ακτινογραφική εξαφάνιση της γραμμής του κατάγματος, και εμφανή διέλευση των 131 συστημάτων δοκιδώσεως δια του κατάγματος απετέλεσαν τα κριτήρια για τον καθορισμό της πλήρους επούλωσης της οστικής βλάβης. Η πώρωση χαρακτηρίσθηκε σαν καθυστερημένη όταν δεν είχε ολοκληρωθεί μετά την διέλευση 20 εβδομάδων. Τέλος, η διαδικασία επούλωσης του οστίτη ιστού κρίθηκε ως μη ολοκληρωθείσα μετά την παρέλευση 32 εβδομάδων. Για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε το σύστημα αξιολογήσεως των Honkonen και Jarvinen, το οποίο συνεκτιμά την υποκειμενική γνώμη του ασθενούς, με το τελικό κλινικό, λειτουργικό και ακτινογραφικό αποτέλεσμα. Επιτυχής ακτινογραφική και κλινική πώρωση του κατάγματος επετεύχθη σε 69 (84%) από τα 82 κατάγματα, σε μέση χρονική διάρκεια 14.5 εβδομάδων (από 12 μέχρι 20 εβδομάδες). Η μέση χρονική διάρκεια που παρέμεινε η εξωτερική οστεοσύνθεση ήταν 16 εβδομάδες (από 13 μέχρι 30 εβδομάδες), η δε μέση χρονική διάρκεια της μηρο - κνημιαίας επέκτασης ήταν έξι εβδομάδες (από 4 μέχρι 6). Περίπου 58% των καταγματιών στη τελευταία κλινική και ακτινογραφική εξέταση είχαν άριστο ή καλό αποτέλεσμα. Η ακτινογραφική εικόνα όμως δεν συμβάδιζε πάντοτε με το κλινικό ή λειτουργικό αποτέλεσμα. Σε οκτώ κατάγματα (10%) παρατηρήθηκε καθυστερημένη πώρωση αλλά τελικά η επούλωση του κατάγματος ολοκληρώθηκε σε μέση χρονική διάρκεια 22 εβδομάδες (από 20 μέχρι 30 εβδομάδες) χωρίς να χρειασθεί πρόσθετη χειρουργική επέμβαση. Επιπολής φλεγμονή του χειρουργικού τραύματος παρατηρήθηκε σε 4 ασθενείς (5%). Όλες υποχώρησαν πλήρως με τη λήψη αντιβιοτικών από το στόμα. Επιφανειακές φλεγμονές στα σημεία εισόδου ή εξόδου των βελονών παρατηρήθηκαν σε 15(18.3%) ασθενείς. Όλες εκτός από μια υποχώρησαν με τη λήψη αντιβιοτικών από το στόμα. Δεν χρειάσθηκε να αφαιρέσουμε ή να αντικαταστήσουμε κάποια από τις βελόνες. Έξι ασθενείς (7.3%) με κλινική και εργαστηριακή διάγνωση εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης, αντιμετωπίσθηκαν επιτυχώς με θεραπευτική αντιπηκτική αγωγή. Πέντε ασθενείς (6%) με κλινική και εργαστηριακή διάγνωση πνευμονικής εμβολής έλαβαν θεραπευτική αγωγή και η νόσος λύθηκε απρόσκοπτα σε όλες τις περιπτώσεις. Επτά ασθενείς(8.5%) μετά την αφαίρεση της εξωτερικής οστεοσύνθεσης παρουσίασαν μη ικανοποιητική κινητικότητα της άρθρωσης. Πέντε υποβλήθηκαν σε κλειστή κινητοποίηση του γόνατος με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ένας ασθενής υποβλήθηκε σε ανοιχτή αρθρόλυση. Τέλος, ένας ασθενής παρέμεινε με πτωχή κινητικότητα της άρθρωσης. Σε τρία κατάγματα καταγράφηκε ανεπιτυχής πώρωση. Και τα τρία κατάγματα παρουσίασαν μη αποδεκτή ραιβοποίηση του μεταφυσιαίου τμήματος της κνήμης. Ένα κλειστό κάταγμα τύπου VI κατά Schatzker κατέληξε σε σηπτική ψευδάρθρωση του διαφυσιακού τμήματος του κατάγματος. Τέλος, δύο ασθενείς μετά την αφαίρεση της εξωτερικής οστεοσύνθεσης παρέμειναν με πάρεση του περονιαίου νεύρου. Η στατιστική μελέτη κατέδειξε στατιστικά σημαντική επιδείνωση της μετατραυματικής αρθρίτιδας με τη πάροδο του χρόνου. Δεν καταγράφηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό αποτέλεσμα και το τύπο του κατάγματος. Η γεφύρωση της άρθρωσης σχετίσθηκε με καλύτερα αποτελέσματα όχι όμως με στατιστικά σημαντική διαφορά. Σύμφωνα με τους περισσότερους συγγραφείς ο τελικός στόχος της θεραπείας των καταγμάτων των κνημιαίων κονδύλων θα πρέπει να είναι ένα ανώδυνο, σταθερό γόνατο, καλώς ελεγχόμενο από το μυϊκό σύστημα, με λειτουργική κινητικότητα, και χωρίς προδιαθεσικούς παράγοντες που μελλοντικά να ευνοούν την ανάπτυξη μετατραυματικής αρθρίτιδας. 132 Οι συνθήκες που θα πρέπει να εκπληρωθούν ώστε να οδηγηθούμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα είναι η ικανοποιητική ανάταξη του κατάγματος και της αρθρικής επιφάνειας, η σταθερή οστεοσύνθεση, η πώρωση του κατάγματος, η αποκατάσταση της σταθερότητας της άρθρωσης, η αποφυγή πρόσθετης- ιατρογενούς προελεύσεως – βλάβης των οστικών και μαλακών ιστών της άρθρωσης, η ταυτόχρονη και επιτυχής θεραπεία των συνοδών βλαβών, και τέλος η ελαχιστοποίηση των επιπλοκών. Η ποικιλία των χειρισμών ανατάξεως που προσφέρουν τα κυκλικά και υβριδικά συστήματα εξωτερικής οστεοσύνθεσης είναι μοναδική. Η προσαρμοστικότητά τους σε κάθε τρισδιάστατη παρεκτόπιση ακόμη και των μικρών οστέινων τεμαχίων σε συνδυασμό με την δυνατότητα που προσφέρουν για μετεγχειρητική διόρθωση της ανατάξεως μετατρέπει ουσιαστικά την εφαρμογή τους σε τετραδιάστατη. Σύμφωνα με τις αρχές της ΑΟ, στα κατάγματα τύπου VI κατά Schatzker είναι απαραίτητη η χρήση δύο πλακών οστεοσύνθεσης, ενώ σε ιδιαίτερα συντριπτικά και ασταθή κατάγματα η χρήση τριών ή και τεσσάρων πλακών έχει περιγραφεί. Ακόμη και έτσι όμως, η οστεοσύνθεση αυτή δεν κρίνεται επαρκής για την συγκράτηση των μικρών οστικών τεμαχίων, ιδιαίτερα σε οστεοπορωτικά οστά, και πολλοί συγγραφείς προτείνουν τη μετεγχειρητική προστασία του κατάγματος με γύψινους ή λειτουργικούς κηδεμόνες. Ο Watson συγκρίνοντας με μηχανικές μελέτες την επάρκεια της σταθεροποίησης ενός διακονδύλιου κατάγματος άνω πέρατος κνήμης, είτε με διπλή πλάκα οστεοσύνθεσης είτε με τρεις βελόνες διατάσεως προσαρμοσμένες σε κυκλικό δακτύλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και τα δύο συστήματα οστεοσύνθεσης προσφέρουν παρόμοια σταθερότητα. Χρησιμοποιώντας τα κυκλικά και υβριδικά συστήματα εξωτερικής οστεοσύνθεσης τα μικρά οστικά τεμάχια μπορούν να συγκρατηθούν με της μικρής διαμέτρου(1.5 χιλιοστά) βελόνες διατάσεως, ενώ το σπογγώδες μεταφυσιακό οστό να υποστηριχθεί επαρκώς, ακόμη και σε οστεοπορωτικά άτομα, μετατρέποντας έτσι λίαν ασταθή κατάγματα με μεγάλη συντριβή τη αρθρικής επιφάνειας, σημαντική εμβύθιση του σπογγώδους μεταφυσιακού οστού, και έλλειμμα της μεταφυσιοδιαφυσιακής περιοχής σε σταθερά. Σε ιδιαίτερα συντριπτικά κατάγματα των κνημιαίων κονδύλων, το δυνητικά ασταθές σύμπλεγμα εξωτερική οστεοσύνθεση – οστό μπορεί να μετατραπεί σε σταθερό με την επέκταση της εξωτερικής οστεοσύνθεσης στο περιφερικό άκρο του μηριαίου. Η γεφύρωση της άρθρωσης προσφέρει ένα είδος εξωτερικής ναρθηκοποίησης του κατάγματος παρέχοντας επιπλέον σταθερότητα για να ευοδωθεί η πώρωση του κατάγματος. Στη σειρά αυτή 38(46%) κατάγματα αναγνωρίσθηκαν με εκτεταμένη συντριβή της αρθρικής επιφάνειας και/ή έλλειμμα του μεταφυσιακού οστού και/ή εκτεταμένο μεταφυσιοδιαφυσιακό διαχωρισμό. Σε 29 από τα δυνητικά ασταθή αυτά κατάγματα υπήρξε γεφύρωση της άρθρωσης για επιπλέον σταθερότητα του συστήματος οστεοσύνθεσης. Σε κανένα από αυτά τα κατάγματα δεν καταγράφηκε μετεγχειρητική απώλεια της ανάταξης. Αντίθετα με την αρκετά συχνή ατελή πώρωση που παρατηρείται σε διορθωτικές οστεοτομίες του άνω πέρατος της κνήμης, ψευδάρθρωση μετά από κατάγματα των κνημιαίων κονδύλων δεν εμφανίζεται συχνά. Ο μέσος χρόνος πώρωσης στη σειρά αυτή είναι 14.5 εβδομάδες, διάρκεια που συγκρίνεται θετικά με άλλες παρόμοιες μελέτες. Δεν καταγράφηκε άσηπτη ψευδάρθρωση παρά το γεγονός ότι οκτώ κατάγματα (10%) χρειάσθηκαν πάνω από 20 εβδομάδες μέχρι να οδηγηθούν σε ασφαλή επούλωση. Η ιδιομορφία της προτεινόμενης μεθόδου επιτρέπει στον χειρουργό να εξατομικεύσει την χειρουργική προσπέλαση ανάλογα με την μορφολογική ιδιαιτερότητα του κατάγματος. Μικρές ή μεγαλύτερες προσπελάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν με 133 σεβασμό στην ακεραιότητα των μαλακών ιστών του περιοστέου και των μικρών οστέινων τεμαχίων παράγοντες που ευνοούν τη πώρωση και μειώνουν το ποσοστό μετεγχειρητικής φλεγμονής. Η μετεγχειρητική σταθερότητα της άρθρωσης του γόνατος αποτελεί έναν από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα του αποτελέσματος, τόσο άμεσα μετεγχειρητικά όσο και μακροπρόθεσμα. Σύμφωνα με τον Marsh το τελικό λειτουργικό αποτέλεσμα σχετίζεται περισσότερο με το βαθμό σταθερότητας του γόνατος παρά με την ανάταξη της αρθρικής επιφάνειας. Η αστάθεια της άρθρωσης μπορεί να οφείλεται είτε σε υπολειπόμενη οστική παρεκτόπιση είτε σε συνυπάρχουσα συνδεσμική βλάβη. Στη συγκεκριμένη μελέτη καθήλωση του συνδέσμου και γεφύρωση της άρθρωσης έγινε όταν υπήρχε σημαντική παρεκτόπιση του οστικού τεμαχίου ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις προτιμήθηκε η ναρθηκοποίηση της άρθρωσης δια της διαρθρικής επέκτασης της εξωτερικής οστεοσυνθέσεως. ‘Όταν η ρήξη των συνδεσμικών στοιχείων αφορούσε τη μάζα τους δεν έγινε προσπάθεια να αποκατασταθεί σε πρώτο χρόνο. Στη τελευταία μετεγχειρητική εξέταση 76 γόνατα (92%) βρέθηκαν σταθερά ή με αστάθεια πρώτου βαθμού. Απώλεια έκτασης μικρότερη από 5 μοίρες πέτυχαν 67 ασθενείς (82%) ενώ λειτουργική (μεγαλύτερη από 90 μοίρες) κάμψη παρατηρήθηκε σε 79 ασθενείς (99%). Τα αποτελέσματα αυτά είναι σαφώς καλύτερα από τα αντίστοιχα του Gaudinez που χρησιμοποιώντας την ίδια θεραπευτική διαδικασία για παρόμοια υψηλής ενέργειας κατάγματα των κνημιαίων κονδύλων πέτυχε μέσο εύρος μετεγχειρητικής κίνησης τις 85 μοίρες (από -8 μοίρες έκταση μέχρι 100 μοίρες κάμψη) και ελαφρώς καλύτερα από τα αποτελέσματα της σειράς του Raikin όπου όλοι οι ασθενείς - πλην ενός- πέτυχαν μετεγχειρητική κίνηση του γόνατος από –5 μοίρες μέχρι 106 μοίρες. Οι επιπλοκές που παρατηρήθηκαν στη μελέτη αυτή είναι λιγότερες σε αριθμό και σοβαρότητα από τη συμβατική μέθοδο. Η πλέον σοβαρή επιπλοκή που αναφέρεται στη βιβλιογραφία είναι η σηπτική αρθρίτιδα που όμως δεν είχαμε στη δική μας μελέτη. Ένα κάταγμα που κατέληξε σε σηπτική ψευδάρθρωση αποτελεί πολύ μικρό ποσοστό σε σχέση με τη παραδοσιακή συμβατική μέθοδο που το ποσοστό ανεβαίνει μέχρι και 50%. Οι κακώσεις υψηλής ενέργειας του άνω πέρατος της κνήμης προκαλούν σύνθετες βλάβες των οστέινων και μαλακών ιστών της περιοχής του γόνατος. Η βαρύτητα του αρχικού τραυματισμού σε συνδυασμό με τη θεραπευτική αντιμετώπιση καθορίζουν τη τελική έκβαση. Ο σεβασμός της βιολογικός ακεραιότητας των μαλακών ιστών του γόνατος, η ικανοποιητική ανάταξη του κατάγματος, η σταθερή συγκράτησή του, η επιτυχής θεραπεία των συνοδών τραυματισμών, η αποκατάσταση της σταθερότητας της άρθρωσης, η γρήγορη κινητοποίηση του καταγματία και η ελαχιστοποίηση των μετεγχειρητικών επιπλοκών αποτελούν τις συνθήκες εκείνες που θα πρέπει να εκπληρωθούν για την επίτευξη ικανοποιητικού τελικού αποτελέσματος. Η μέθοδος των κυκλικών και υβριδικών συστημάτων εξωτερικής οστεοσύνθεσης προσφέρει μια πολύπλευρη προσέγγιση των δύσκολων αυτών καταγμάτων οδηγώντας σε ικανοποιητικά αποτελέσματα αναλογικά με τη βαρύτητα του αρχικού τραυματισμού. Παρά τα βραχύ- και μακροπρόθεσμα ικανοποιητικά κλινικά αποτελέσματα που επετεύχθησαν με την εφαρμογή της μεθόδου ένας μεγάλος αριθμός των καταγμάτων αυτών θα πρέπει να αναμένεται ότι θα αναπτύξει μετατραυματική εκφυλιστική αρθρίτιδα. / Despite the fact that, the first paper on tibial plateau fractures was published by Tsamahyn in 1852, their treatment remains a challenge for the orthopaedic surgeon. Most authors recognized very soon that there is a strong association between the high energy tibial plateau fractures and coexisting lesions of the majority of intra- and extra articular tissues of the knee area, and subsequently, almost all the spectrum of conservative and surgical means have been applied for their treatment. From early ‘60s until late ‘80s, the most common treatment approach to these injuries was open reduction and internal fixation based on AO principles. However, this treatment was condemned with severe complications and alternative options were required. In mid ‘80s, the application of Ilizarov method for the treatment of complex fractures began to spread in Western Orthopaedic Community, and in beginning ‘90s the first reports on the treatment of tibial plateau fractures by Ilizarov technique appeared on the literature. Based on these preliminary reports, we started in 1992 to use the ring and hybrid external fixators for the treatment of Schatzker type V and VI fractures, aiming mainly to the elimination of the increased morbidity of the traditional method. The purpose of this study is to evaluate the clinical and radiological results, to identify the advantages and disadvantages of the method and finally to draw useful conclusions for the application of the ring and hybrid fixators in the treatment of the entire pathology of these injuries. The main characteristics of the method are the closed or limited open reduction, the stabilization of the fragments with smooth wires- with or without olive - the adjustment of the wires to circular rings and finally the tensioning of the flexible wires which converts them to rigid wires capable to withstand the interfragmental forces and lead to fracture healing. From 1992 until 2001 we treated 82 Schatzker type V and VI. All fractures were caused by a high energy impact, and 27(33%) were open. Complex injury based on Tscherne-Lobenhoffer classification was recorded in 68(83%) fractures. Using the principles of ligamentotaxis the treatment was applied by closed means in 42(51%) fractures. Additional internal fixation was added in 42(51%) fractures. We used thirty ring and fifty two hybrid fixators. Extension of the external fixation to the distal femur was considered mandatory in 42(51%) fractures. The average follow up was 41.3 months (range 11 to 88). To define the union of the fracture we included clinical and radiological criteria. A painfree joint with full weight bearing, radiographic absence of any fracture line and obvious evidence of bridging trabeculae were the main criteria to establish the fracture healing. The union was named as delayed if it had not been completed after a period of 20 weeks. Non union was considered after a period of 32 weeks. To assess the results we used the evaluation system of Honkonen-Jarvinen, that takes into consideration the final subjective, clinical, functional and radiological result. Solid radiographic and clinical union was achieved in 69 (84%) fractures with a mean time of union 14.5 weeks (range 12 to 20 weeks). The mean external fixation time was 16 weeks (range 13 to 30 weeks). The mean external fixation extension time was 6 weeks (range 4 to 6 weeks). At the last follow up, 58% of the patients presented with an excellent or good clinical and radiological result. However the radiographic appearance was not always consistent with the clinical or functional result. We recorded a delayed healing process in 8 fractures. All these fractures united at a mean time of 22 weeks (range 20 to 30 weeks) without any other action to be undertaken. Superficial inflammation of the surgical wound was recorded in 4 patients (5%). The inflammation subsided in all cases with oral antibiotics. Pin tract infection was noted in 15(18.3%) patients. All but one subsided with oral antibiotics. We did not need to replace or remove any of the transfixion wires. Six (7.3%) patients with a clinically and laboratory established deep venous thrombosis were treated successfully with anticoagulation medicines. Five (6%) patients with a clinically and laboratory established pulmonary embolism were treated conservatively and they recovered uneventfully. After the removal of the frame seven (8.5%) patients presented with no satisfactory motion of the joint. Five underwent a manipulation of the knee under anesthesia. One patient had an arthrolysis surgery. Finally one patient remained with poor knee motion. We recorded three fractures with malunion. All of them presented with an unacceptable varus deviation of the metaphysis. We had one patient with a septic pseudoarthrosis of the diaphyseal fragment. Two patients at the last follow up presented with peroneal nerve paresis. Statistical analysis showed significant deterioration of the posttraumatic arthritis over time. No significant correlation between the fracture type and the final result was found. Bridging of the knee improved the final score but without statistically significant difference. According to most surgeons the target of the treatment of the tibial condyles fractures should be a painfree, stable knee, well controlled by the musculature, with functional mobility and without all these factors which may lead to degenerative arthritis in the future. The parameters that must be established to achieve a functional result are the satisfactory reduction of the fracture and the articular surface, the stable osteosynthesis, the sound healing of the bone, the stability of the joint, the simultaneous treatment of the concomitant lesions, the avoidance of any additional iatrogenic damage of the osseous and soft tissues, and finally the elimination of the complications. The variety of reduction maneuvers that the ring and hybrid fixators offer is unique. Their adjustability at any three dimensional displacement even of the small fragments combined with the possibility of postoperative correction of the reduction renders them to a four dimensional apparatus. AO surgeons state that for Schatzker type VI fractures double plating is necessary whereas in severely comminuted fracrures three or even four plates have been proposed. Even so, the fixation is not always stable and sometimes additional knee braces have to be placed to protect postoperatively the reduction. Watson comparing double plating of the tibial bicondylar fractures with transfixion wires fixation found no difference. Using the ring and hybrid fixators, the small fragments can be stabilized by the fine (1.5 mm) wires, and the cancellous metaphyseal bone can be elevated and supported adequately converting the unstable fractures to stable. In severely comminuted fractures extension of the fixation to the distal femur offer additional stability to the complex bone-osteosynthesis. Bridging of the knee provide an external bracing of the unstable fracture which is beneficial for the healing process. In this study 38(46%) fractures were identified as very unstable with an extensive comminution of the articular surface, a deficit of the netaphyseal bone stock and metaphyseal-diaphyseal dissociation. Twenty-nine of them were treated with extension of the external fixation proximal to the knee. None of them lost the reduction. Contrary to high tibial corrective osteostomies, nonunion is very rare after tibial plateau fractures. In this study we had no aseptic nonunion despite the fact that we had eight (10%) fractures that took more than 20 weeks until the healing process was completed. The personality of the method allows to the surgeon to individualize the approach depending on the fracture pattern. Limited or extensive approaches may be used with respect to the integrity of the soft tissues, the periosteum and the small bony fragments. The postoperative stability of the joint is considered one of the most important factors that affect the final outcome. Marsh stated that the final functional result is related closer to the joint stability than the articular surface reduction. Laxity of the joint may be caused by either poor reduction or coexisting ligamentous lesion. In this study, osseous avulsion of the ligament insertion was an indication for acute ligament repair. Mid substance tear was treated with joint bracing through knee bridging. In the last follow up 76 (92%) knees were found stable or with a 1st degree laxity. Lack of extension less than 5 degrees was achieved in 67(82%) patients, whereas functional flexion was achieved in 79(92%) patients. These results are significantly better than Gaudinez’s study who achieved a range of motion from -8 degrees extension to 100 degrees flexion and slightly better than Raikin’s study who had a range of motion from –5 degrees extension to 106 degrees flexion. Complications encountered with the application of the ring and hybrid fixators are less severe than in the conventional treatment. The most serious complication is septic arthritis but in this study we had none. One septic pseudoarthosis was recorded but this impressively low comparing with other studies with open reduction and internal fixation where the rate of deep infection was recorded as high as 50%. High energy injury of the upper part of tibia usually cause a combined damage of the osseous and soft tissues of the knee area. The severity of the initial impact and the treatment approach define the final outcome. The respect of biological integrity of the soft tissues, the satisfactory reduction of the fracture, the stable fixation, the successful treatment of the coexisting lesions, the stability of the joint, the prompt rehabilitation of the patient, and the elimination of the postoperative complications are the main factors that affect the final result. Tension wires fixation offer an alternative approach to these difficult fractures with satisfactory results. However despite the early satisfactory results a great number of patients are expected that they will develop some degree of knee degenerative disease in the future.
14

Ο ρόλος της L-αργινίνης στο σύνδρομο επαναιμάτωσης σε δερματικούς κρημνούς στον επίμυ

Μαστοράκος, Δημήτριος 27 June 2007 (has links)
Η μεγάλη πρόοδος που έχει συντελεστεί στην Πλαστική Χειρουργική είναι αποτέλεσμα της βαθειάς γνώσης της ανατομικής των ιστών, της χρήσης των διατατήρων δέρματος αλλά και της προόδου της Μικροχειρουργικής. Με τη μέθοδο αυτή είναι πλέον δυνατή σε ευρεία κλίμακα η αυτομεταμόσχευση ιστών από μία ανατομική περιοχή σε άλλη. Οι δυνατότητες που ανοίγονται για αποκατάσταση ελλειμμάτων μετά τραυματισμό αλλά και μετά ογκολογική ή άλλη εκτομή είναι πράγματι πρωτοφανείς. Η αυτόλογη μεταφορά ιστών με τη χρήση μικροχειρουργικής αναστόμωσης όμως, απαιτεί πάντα κάποιο χρόνο αντοχής των ιστών στην ισχαιμία, καθώς κατά την εκτέλεση τέτοιων επεμβάσεων διακόπτεται η αιματική ροή διαμέσου των μεταφερομένων ιστών. Το ίδιο ισχύει και στις εγχειρήσεις ομολόγων μεταμοσχεύσεων οργάνων, κατά τις οποίες υπάρχει πάντοτε μιά άλλοτε άλλης διάρκειας ισχαιμία των ιστών που μεταμοσχεύονται. Οι ιστικές βλάβες που σχετίζονται με την παροδική διακοπή της αιματικής ροής διαμέσου ενός ιστού φαίνεται ότι σχετίζονται περισσότερο με την περίοδο επαναιμάτωσης παρά την ισχαιμία αυτή καθαυτή. Το σύνολο των βλαβών που παρατηρούνται σε ιστούς μετά την επαναιμάτωση, έπειτα από παρατεταμένη ισχαιμία, έχει ονομαστεί Σύνδρομο Επαναιμάτωσης (ΣΕ, Reperfusion Injury) ή Σύνδρομο Ισχαιμίας-Επαναιμάτωσης (ΣΙΕ, Ischemia-Reperfusion Injury) (1),(2). Το Σύνδρομο Επαναιμάτωσης λοιπόν ορίζεται ως το σύμπλεγμα των βλαβών που προκαλούνται στους ιστούς αφού επανέλθει η αιμάτωσή τους μετά από άλλοτε άλλη περίοδο ισχαιμίας, σε αντίθεση με τη νέκρωση που ορίζεται ως η βλάβη ιστών των οποίων διακόπτεται η αιμάτωση χωρίς όμως να επανέλθει (3). Η αυτόλογη μεταμόσχευση ιστών με χρήση μικροχειρουργικών τεχνικών έχει προχωρήσει σε σημείο ώστε να είναι δυνατή η μεταφορά δέρματος, μυός, εντερικού ή και οστικού ιστού ή και συνδυασμού των παραπάνω ιστών σε ακραίες περιοχές του σώματος για χρήση στην αποκατάσταση τραυματικών κακώσεων, βλαβών ή και χειρουργικών ελλειμμάτων. Κατά τη διάρκεια τέτοιων εγχειρήσεων ο ιστός πολλές φορές αποκόβεται από την αιματική κυκλοφορία για άλλοτε άλλο διάστημα, πού γιά την περίπτωση της Πλαστικής Χειρουργικής συνήθως διαρκεί 1 με 2 ώρες. Τέτοιου είδους επεμβάσεις αποτελούν καθημερινή πρακτική σε Ογκολογικά ή Τραυματολογικά Κέντρα. Εξάλλου η Χειρουργική του Χεριού και του Άνω Άκρου αποτελεί επίσης χώρο σημαντικής εφαρμογής των ίδιων τεχνικών, όπως στη Χειρουργική Νεύρων ή στη Χειρουργική Συγκόλλησης Άκρων. Οι περισσότεροι συγγραφείς αναφέρουν πως κατά την επαναφορά του ιστού στην κυκλοφορία, η κύρια κάκωση επισυμβαίνει κατά την διάρκεια της επαναιμάτωσης του ιστού (4),(5),(6). Είναι λοιπόν σαφές οτι η μείωση ή και ο πλήρης έλεγχος του ΣΙΕ θα είχε σημαντικά ωφέλη για τους αρρώστους που για λόγους τραυματικών ελλειμμάτων ή μετά ογκολογική Χειρουργική αντιμετωπίζουν μεγάλα τραύματα δέρματος, μυός, οστού ή ακόμα και αυλού του εντερικού σωλήνα (π.χ. οισοφάγος). Αντίστοιχα ωφέλη θα μπορούσε κανείς να περιμένει και στο χώρο των Μεταμοσχεύσεων (7),(8), της Καρδιοχειρουργικής(9) και της Αγγειοχειρουργικής των Μεγάλων Αγγείων αλλά και στην αντιμετώπιση της Καταπληξίας(10), που μπορεί να θεωρηθεί ως η οριακή μορφή ισχαιμίας όλου του σώματος. Εκτεταμένες έρευνες έχουν γίνει, κυρίως στο μυοκάρδιο, για να διαλευκάνουν το μηχανισμό με τον οποίο επισυμβαίνουν οι βλάβες μετά ισχαιμία και επαναιμάτωση. Έχει βρεθεί οτι το ενδοθήλιο των αγγείων παράγει Μονοξείδιο του Αζώτου (ΝΟ, Nitric Oxide) (11),(12) κατά τη μετατροπή της L-αργινίνης σε L-κιτρουλλίνη. Το 6 ενδοθήλιο των στεφανιαίων έχει μελετηθεί εντατικά ως προς αυτή του την ιδιότητα (13). Το μόριο αυτό αποτελεί σημαντικότατη ανακάλυψη των τελευταίων δεκαετιών, καθώς φαίνεται πως αποτελεί πανταχού παρόντα διαβιβαστή στο επίπεδο των ιστών(14). Το ΝΟ ειναι ισχυρός αγγειοδιαστολέας, αλλά σε μικρότερες συγκεντρώσεις έχει επίσης και δράση κατά των ουδετεροφίλων(15). Έτσι φαίνεται ότι περιορίζει και τη φλεγμονώδη συνιστώσα του ΣΙΕ. Το ενδοθήλιο φαίνεται να υφίσταται αλλοιώσεις τα πρώτα λεπτά μετά την επαναιμάτωση, πριν ακόμα τα ουδετερόφιλα μπορέσουν να συγκεντρωθούν σε αριθμούς ικανούς να προξενήσουν βλάβες και βέβαια πριν να εγκατασταθεί νέκρωση του μυοκαρδίου ή του μυός που έχει υποστεί το ΣΙΕ (16). Τα προηγούμενα φαίνεται να υποδεικνύουν πως η αρχική βλάβη του ενδοθηλίου μπορεί να αποτελεί τη θρυαλλίδα που βάζει σε κίνηση τον μεθισχαιμικό φλεγμονώδη μηχανισμό. Έρευνες απόφραξης και επαναιμάτωσης των στεφανιαίων αρτηριών δείχνουν ότι η αρχική βλάβη στο στεφανιαίο ενδοθήλιο παραβλάπτει την παραγωγή NO, που συνεπάγεται την εξάλειψη της ενδογενούς αντι-ουδετερόφιλης δράσης του NO(13). Η μειωμένη αυτή παραγωγή ενδογενούς NO και κατά συνέπεια η καρδιοπροστασία μπορούν ν' αποκατασταθούν είτε παρέχοντας ακριβώς κατά την έναρξη της επαναιμάτωσης την πρόδρομη ουσία του ΝΟ (L-αργινίνη) ή παρέχοντας ουσίες-δότες του ΝΟ(17). Σε πειραματικές εργασίες, η L-αργινίνη ή οι δότες NO μειώνουν το μέγεθος του εμφράκτου σε πειραματικά πρότυπα ισχαιμίας- επαναιμάτωσης (Ι-Ε) των στεφανιαίων, με αντίστοιχη βελτίωση της παρατηρούμενης καταπληξίας και κατά συνέπεια της επιβίωσης που προκύπτει (17). Ο μηχανισμός ή οι μηχανισμοί αυτής της καρδιοπροστασίας εμπεριέχουν τη διατήρηση της λειτουργίας του ενδοθηλίου και επίσης την αναστολή της συγκέντρωσης των ουδετεροφίλων στον ιστό που υπέστη Ι-Ε. Η δυνατότητα καρδιοπροστασίας του NO μας παρέχει μιά νέα θεραπευτική προσέγγιση στη μείωση του ΣΙΕ μετά χειρουργικές επεμβάσεις επαναιμάτωσης των στεφανιαίων μετά από απόφραξή τους αλλά και γενικότερα επαναιμάτωσης κάθε τύπου μυϊκού ιστού (18). Τα πολυμορφοπύρηνα και οι ελεύθερες ρίζες θεωρούνται ως οι κύριοι φορείς της βλάβης. Πολλές προσπάθειες περιορισμού του συνδρόμου στηρίζονται στη βάση αυτή (19),(2),(20). 7 Τελευταία η ανακάλυψη του μονοξειδίου του αζώτου (nitric oxide, NO) αγγειοδιασταλτικού παράγοντα που εκκρίνεται από το ενδοθήλιο (καθώς και πολλές άλλες κατηγορίες κυττάρων)(21) και που δρα κοντά στην περιοχή παραγωγής του, με ημιζωή της τάξης των δευτερολέπτων, έχει προσδόσει νέα ώθηση στην κατανόηση του συνδρόμου επαναιμάτωσης. Το μονοξείδιο του αζώτου εκκρίνεται από το ενδοθήλιο, τους λείους μύες των αγγείων, τα μακροφάγα, τα πολυμορφοπύρηνα, την παρεγκεφαλίδα, τα επινεφρίδια και τα κύτταρα του Kupffer. Αποτελεί κύριο παράγοντα ρύθμισης του αγγειακού τόνου και επιδρά στα πολυμορφοπύρηνα, τα αιμοπετάλια και δεσμεύει τις ελεύθερες ρίζες (22). Οι περισσότερες μελέτες συμφωνούν πως το ΝΟ παράγεται από το αμινοξύ L-αργινίνη από τη δράση του ενζύμου συνθάση του ΝΟ (Nitric Oxide Synthase, NOS)(22), με τρόπο στερεοσκοπικά ειδικό μόνο γιά την L- και όχι τη D-αργινίνη. Μελέτες σε καρδιακό και εντερικό ιστό έχουν δείξει ευεργετικά αποτελέσματα από τη χρήση L- αργινίνης σε πρότυπα συνδρόμου επαναιμάτωσης (23),(24). Παρά την έκταση των πληροφοριών, που υπάρχουν γιά το ΣΙΕ σε διάφορα συστήματα οργάνων, υπάρχουν λιγοστές πληροφορίες για τη δράση του ΝΟ και την επίδραση της L-αργινίνης πάνω στο δέρμα. ΣΗΜΑΣΙΑ Οι περισσότερες ουσίες που προστατεύουν από το σύνδρομο επαναιμάτωσης είναι τοξικές ή δύσχρηστες. Η L-αργινίνη χρησιμοποιείται ήδη κλινικά γιά δοκιμασίες έκκρισης αυξητικής ορμόνης(25). Εφόσον λοιπόν η L-αργινίνη αποδειχθεί εύχρηστη και με καλά αποτελέσματα, θα είναι μια ουσία που αποτελεί φυσικό συστατικό του ανθρώπινου σώματος, με πολύ εύκολη παραγωγή και χαμηλό κόστος και που ήδη χρησιμοποιείται κλινικά, που θα έχει την πρόσθετη ικανότητα να προστατεύει από το ΣΙΕ. Επίσης ενώ υπάρχουν αρκετά στοιχεία γιά την λειτουργία του ΝΟ στο μυϊκό ιστό, λίγα είναι τα στοιχεία γιά τη δράση του ΝΟ και της L-αργινίνης στο δέρμα. Κατά συνέπεια είναι και αυτό ένα σημείο έρευνας με σκοπό την κατανόηση του συνδρόμου επαναιμάτωσης στο δέρμα. 8 ΣΤΟΧΟΙ Οι στόχοι του πρωτοκόλλου ήσαν 1. Να διαπιστωθεί αν η L-αργινίνη δρα προφυλακτικά στο δέρμα επιμύων που έχει υποστεί σύνδρομο επαναιμάτωσης. 2. Να διερευνηθεί η επίδραση που έχει η L-αργινίνη πάνω στα πολυμορφοπύρηνα κύτταρα του δέρματος κατά την διάρκεια του συνδρόμου επαναιμάτωσης. 3. Να διαπιστωθεί αν υπάρχει κάποια δόση ή και συχνότητα χορήγησης της L- αργινίνης για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος. 4. Να διερευνηθεί η πιθανότητα εφαρμογής παρόμοιων τεχνικών τόσο σε νησιδωτούς κρημνούς / ελεύθερους κρημνούς όσο και σε μισχωτούς κρημνούς. / The intraperitoneal use of L-Arginine in a model of rat skin Ischemia-Reperfusion Injury using island- and pedicle-flaps, protects against flap neutrophil accumulation and flap tissue loss. Negation of such an effect by the use of the Nitric Oxide (NO) synthase blocker L-NAME (Νω-Nitro-L-Arginine-methylester) suggests this effect is NO mediated. / The intraperitoneal use of L-Arginine in a model of rat skin Ischemia-Reperfusion Injury using island- and pedicle-flaps, protects against flap neutrophil accumulation and flap tissue loss. Negation of such an effect by the use of the Nitric Oxide (NO) synthase blocker L-NAME (Νω-Nitro-L-Arginine-methylester) suggests this effect is NO mediated.
15

Κλινική μελέτη του γ-NAIL και του κοχλιωτού ολισθαίνοντα ήλου στην αντιμετώπιση των καταγμάτων της περιοχής των τροχαντήρων. Στοιχεία εμβιομηχανικής γ-NAIL

Σκριβιλιωτάκης, Σπύρος 12 April 2010 (has links)
- / -
16

Μελέτη των υποδοχέων νευροδιαβιβαστών στον αμφιβληστροειδή χιτώνα και στον εγκέφαλο γενετικών μοντέλων νευροεκφυλιστικών νόσων: επίδραση της εμφύτευσης εμβρυικών νευρώνων

Στάση, Καλλιόπη 12 April 2010 (has links)
- / -
17

Καρκίνος του θυρεοειδούς προεγχειρητική διάγνωση και αντιμετώπιση

Κακκός, Σταύρος 18 May 2010 (has links)
- / -
18

Συγκριτική μελέτη τεχνικών λαπαροσκοπικών απολινώσεων και διάφορων τύπων ραμμάτων

Πάτσαλος, Χριστάκης 25 May 2010 (has links)
- / -
19

Κλινική υπερηχογραφική - ακτινολογική μελέτη της μεσοστέου μεμβράνης κνήμης - περόνης στα κατάγματα της ποδοκνημικής B και C κατά Weber

Χριστοδούλου, Γεώργιος 25 May 2010 (has links)
- / -
20

Ολική αρθροπλαστική ισχίου χωρίς τσιμέντο υπολογιστικός προεγχειρητικός σχεδιασμός (CAD/CAE) και ποσοτικός προσδιορισμός της περιπροσθετικής οστικής αναγέννησης και ανακατασκευής με τη χρήση Q-Spect

Ζουμπούλης, Παναγιώτης 26 May 2010 (has links)
- / -

Page generated in 0.0401 seconds