• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 7
  • Tagged with
  • 7
  • 5
  • 5
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

'Αμεση έναντι καθυστερημένης αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αρτηριών μετά φόρτιση [sic] με υψηλή δόση κλοπιδογρέλης / Ad-hoc versus delayed percutaneous coronary angioplasty after a high loading dose of clopidogrel

Αρσενίου, Άγγελος 16 May 2014 (has links)
Σκοπός: Τα επιστημονικά δεδομένα για το κλινικό όφελος που μπορεί να έχει η στρατηγική καθυστέρησης της αγγειοπλαστικής των στεφανιαίων αρτηριών μετά τη χορήγηση δόσης φόρτισης κλοπιδογρέλης παραμένουν ασαφή. Συγκρίναμε σε ασθενείς με σταθερή ή ασταθή στηθάγχη, οι οποίοι δεν λάμβαναν προηγουμένως κλοπιδογρέλη, την αγγειοπλαστική που πραγματοποιείται με καθυστέρηση 2 ωρών, μετά τη στεφανιογραφία και τη χορήγηση δόσης φόρτισης κλοπιδογρέλης 900 mg, με την αγγειοπλαστική που πραγματοποιείται αμέσως μετά τον καθετηριασμό και τη λήψη των 900 mg κλοπιδογρέλης. Μέθοδοι: Στα πλαίσια τυχαιοποιημένης προοπτικής μελέτης, 199 ασθενείς υποβλήθηκαν είτε σε άμεση αγγειοπλαστική (ομάδα Α, n=103), είτε σε καθυστερημένη επέμβαση (ομάδα Β ή ομάδα προθεραπείας, n=96). Μετρήθηκαν οι βασικές τιμές, οι τιμές αμέσως πριν την αγγειοπλαστική, στις 6-8 ώρες και στις 24 ώρες μετά την επέμβαση, της καρδιακής τροπονίνης Ι (cTnI) , της κινάσης της κρεατίνης MB (CK-MB) και της μυοσφαιρίνης, οι οποίες είναι δείκτες μυοκαρδιακής νέκρωσης, καθώς και οι τιμές της υψηλής ευαισθησίας C αντιδρώσας πρωτεΐνης (hs-CRP) και της διαλυτής P-σελεκτίνης (sPS), οι οποίες είναι δείκτες φλεγμονώδους αντίδρασης και ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων αντίστοιχα. Το σύνθετο κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν ο συνδυασμός καρδιαγγειακού θανάτου, περιεπεμβατικού εμφράγματος του μυοκαρδίου (ΕΜ), αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (ΑΕΕ) και επείγουσας επαναγγείωσης, εντός 30 ημερών από την αγγειοπλαστική. Ως περιεπεμβατικό ΕΜ ορίσθηκε το κλινικώς προφανές έμφραγμα και/ή η τριπλάσια της ανώτερης φυσιολογικής τιμής (ΑΦΤ) τουλάχιστον αύξηση της cTnI. Ως δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία θεωρήθηκαν οποιαδήποτε περιεπεμβατική αύξηση της CK-MB μεγαλύτερη του τριπλασίου της ΑΦΤ, οποιαδήποτε περιεπεμβατική αύξηση των δεικτών μυοκαρδιακής νέκρωσης μεγαλύτερη της ΑΦΤ, η μη βέλτιστη ροή στο αγγείο μετά την επέμβαση (ροή κατά TIMI <3), οποιαδήποτε μείζων αιμορραγία κατά ΤΙΜΙ, η θρομβοκυττοπενία με αριθμό αιμοπεταλίων <70.000/ml και οποιαδήποτε αύξηση της hs-CRP και της sPS. Αποτελέσματα : Το σύνθετο κύριο καταληκτικό σημείο συνέβη στο 12,6% της ομάδας άμεσης αγγειοπλαστικής έναντι του 15,6% των ασθενών της ομάδας της προθεραπείας (p=0,34). Δύο ασθενείς της ομάδας Α απεβίωσαν εντός 24ώρου από την επέμβαση, ενώ ουδείς απεβίωσε στην ομάδα της καθυστερημένης αγγειοπλαστικής (p=0,49). Το συχνότερο μεμονωμένο κύριο καταληκτικό σημείο ήταν το περιεπεμβατικό έμφραγμα (12,6% έναντι 14,6%, p=0,42). ΑΕΕ συνέβη σε έναν ασθενή της ομάδας της προθεραπείας και σε κανέναν της ομάδας της άμεσης αγγειοπλαστικής. Επείγουσα επαναγγείωση χρειάσθηκε ένας ασθενής της ομάδας Β και κανείς της ομάδας Α . Η hs-CRP αυξήθηκε μετά την αγγειοπλαστική και στις δύο ομάδες (p<0,0001), χωρίς να υπάρχει διαφορά στις τιμές της μεταξύ των δύο ομάδων (p=0,5). Οι αρχικές τιμές της sPS δεν διέφεραν μεταξύ των δύο ομάδων (p=0,5), και επίσης δεν υπήρχε μεταβολή στις τιμές της sPS μετά την αγγειοπλαστική. Μείζων αιμορραγία καταγράφηκε στο 2,9% των ασθενών της ομάδας της άμεσης αγγειοπλαστικής και στο 3,1% των ασθενών της ομάδας της προθεραπείας (p=0,9). Kαμία στατιστικά σημαντική διαφορά δεν υπήρξε επίσης στα υπόλοιπα δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία μεταξύ των δύο ομάδων. Συμπέρασμα: Σε ασθενείς με σταθερή ή ασταθή στηθάγχη, οι οποίοι δεν λάμβαναν προηγουμένως κλοπιδογρέλη και υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αρτηριών, η στρατηγική καθυστέρησης της αγγειοπλαστικής για 2 ώρες μετά τη χορήγηση υψηλής δόσης φόρτισης κλοπιδογρέλης 900 mg, δεν φαίνεται να προσφέρει επιπλέον κλινικό όφελος, συγκριτικά με την άμεση αγγειοπλαστική. / Aim: Εvidence that the strategy of delaying percutaneous coronary intervention (PCI) after clopidogrel loading is beneficial remains inconclusive. We compared the delayed for 2 hours PCI with the ad-hoc PCI, after loading with 900 mg of clopidogrel, in clopidogrel-naive patients with stable or unstable angina who had already underwent coronary angiography and were subjected to PCI. Methods: In a prospective randomized study 199 patients underwent either ad-hoc PCI (group A, n=103) or delayed PCI ( pretreatment group, group B, n=96). Cardiac troponin I (cTnI), creatine kinase-MB (CK-MB), myoglobin which are biomarkers of myocardial injury, high sensitivity C-reactive protein (hs-CRP), a marker of inflammatory status and soluble P-selectin (sPS), a marker of platelets activation were measured baseline, just before PCI, 6-8 hours after PCI and 24 hours later. Combined primary end point was the composite of cardiovascular death, periprocedural myocardial infarction (MI), stroke and urgent revascularization within 30 days after PCI. Periprocedural MI was defined as any clinical apparent MI and/or the increase of cTnI >3 times above the upper limit of normal (ULN). Secondary endpoints were considered any periprocedural increase of CK-MB above x3 ULN, any periprocedural increase of myocardial injury biomarkers above ULN, TIMI flow <3 after PCI, any major bleeding (TIMI criteria), thrombocytopenia with platelet count <70,000/mL and any elevation of hs-CRP and sPS. Results: The combined primary end point occurred in 12.6% of ad-hoc PCI group versus 15.6% of pretreatment group patients (p=0.34). There were 2 deaths in group A, which occurred within 24 hours post-PCI and no death in the delayed PCI group (p=0.49). Among the components of the combined primary end point, periprocedural MI was the most frequently encountered event (12.6% versus 14.6%, p=0.42). Stroke occurred in one patient of the pretreatment group, and in no patient of the ad-hoc PCI group. Urgent revascularization was performed in one patient of group B and in no patient of group A. High sensitivity CRP increased in both groups after PCI (p<0.0001) without difference between groups (p=0.5). Baseline sPS levels did not differ between the 2 groups (p=0.5) and there was no significant change of sPS over time. Major bleeding occurred in 2.9% ad-hoc PCI group versus 3.1% pretreatment group patients (p=0.9). There was also no difference in any other secondary end point between the two groups. Conclusion: In clopidogrel-naive patients with stable or unstable angina, a strategy of delaying PCI for 2 hours after high-dose clopidogrel loading of 900 mg does not seem to confer any benefit compared to ad-hoc PCI.
2

Διαδερμική αγγειοπλαστική (PTA) επιπολής μηριαίας αρτηρίας : πρόληψη επαναστένωσης με ακτινοθεραπεία

Ζαμπάκης, Πέτρος Ε. 23 January 2009 (has links)
Σκοπός της πρόδρομης αυτής τυχαιοποιημένης μελέτης ήταν να εκτιμήσουμε την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής ακτινοβόλησης και την προφυλακτική της δράση στην μείωση της επαναστένωσης του αυλού της επιπολής μηριαίας αρτηρίας μετά από αγγειοπλαστική και τοποθέτηση μεταλλικής ενδοπρόθεσης (stent). Στην μελέτη συμπεριελήφθησαν ασθενείς με σοβαρού βαθμού στένωση ή απόφραξη της επιπολής μηριαίας αρτηρίας, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε διαδερμική αγγειοπλαστική με μπαλόνι και τοποθέτηση stent για την αποκατάσταση του προβλήματός τους, και τυχαιοποιήθηκαν σε δυο ομάδες. Οι ασθενείς της πρώτης ομάδας υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική με μπαλόνι και τοποθέτηση stent στην περιοχή της στένωσης ή της απόφραξης χωρίς να υποβληθούν σε εξωτερική ακτινοβόληση της περιοχής. Οι ασθενείς της δεύτερης ομάδας, 24 ώρες μετά την αγγειοπλαστική με μπαλόνι και τοποθέτηση stent στην περιοχή της στένωσης ή της απόφραξης, υποβλήθηκαν σε εξωτερική ακτινοβόληση στην περιοχή, με συνολικά χορηγούμενη δόση 24Gy που δόθηκαν σε 6 συνεδρίες ανά 48 ώρες. Μετά το τέλος της ακτινοβόλησης οι ασθενείς παρακολουθούνταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Η συνολική διάρκεια παρακολούθησης ήταν 1 έτος, με τελικό σημείο αξιολόγησης το 1 έτος. / Purpose: To evaluate the long-term results of external beam irradiation (EBI), for the prevention of neointimal hyperplasia, after percutaneous transluminal angioplasty (PTA) and stenting of the superficial femoral artery. Materials and methods: A prospective randomised study was conducted from November 2000 to February 2002. A total of 60 patients who suffered from superficial femoral artery stenoses or short occlusions included in this study. Following successful post-angioplasty stenting, patients were randomly assigned in two groups and thirty of them received external beam irradiation (6 MV photons, total dose of 24 Gy in 6 fractions,during a 2 week period) at the stented area (EBI group) while the rest thirty received no radiation therapy (Control group).All patients were advised to receive anti-platelet therapy. Results and conclusions: Radiation therapy was technically feasible in all patients, without radiation related side effects. Statistically significant differences (p<0,05) observed at the 1- year follow-up concerning the primary patency (66% for the irradiated patients vs 33% for the control patients) and re-intervention rates (40% for the irradiated patients vs 70% for the control patients) between the two groups. Irradiated patients revealed re-stenotic lesions mainly at the stent ends, while control group patients suffered extensive re-stenotic lesions within the stent lumen and the stent ends.Our study suggests that EBI is feasible, safe and effective method for the prevention of neointimal hyperplasia at the superficial femoral artery. Further studies are deemed necessary to optimize the radiation dose and the number of fractions.
3

Μελέτη της συσχέτισης του -308 γενετικού πολυμορφισμού του TNFα με κλινική υποτροπή ή αγγειογραφική επαναστένωση, μετά από διαδερμική αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αρτηριών (PTCA)

Καρπέτα, Μαρία 21 July 2008 (has links)
Ο σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας ήταν να διερευνήσει την ενδεχόμενη συσχέτιση του γενετικού πολυμορφισμού -308 (G→A) του προαγωγέα (promoter) του γονιδίου του TNFα με την κλινική υποτροπή ή αγγειογραφική επαναστένωση, σε 40 Έλληνες ασθενείς μετά από αγγειοπλα-στική των στεφανιαίων αρτηριών (PTCA). Στη μελέτη περιελήφθησε και ένας πληθυσμός 30 υγιών μαρτύ-ρων. Η παρούσα μελέτη αποσκοπούσε ακριβώς στο να διερευνήσει τη συχνότητα της κλινικής υποτροπής ή αγγειογρα-φικής επαναστένωσης 6-8 μήνες μετά από PTCA, σε πληθυσ-μούς της περιοχής μας σε σχέση με το γονότυπο των ασθενών αυτών για το παραπάνω γονίδιο. Η πλειοψηφία των ασθενών 95% (38/40) ήταν ομόζυγοι για τον άγριο τύπο W του αλληλομόρφου και είχαν τον γονότυπο WW, 5% (2/40) ήταν ετεροζυγώτες WM, ενώ δεν ανευρέθησαν ομοζυγώτες MM για τον πολυμορφισμό. Στο δείγμα των 30 υγιών μαρτύρων, 90% (27/30) ήταν ομόζυγοι για τον άγριο τύπο W του αλληλομόρφου και είχαν τον γονότυπο WW, 10% (3/30) ήταν ετεροζυγώτες WM, ενώ δεν ανευρέθησαν ομοζυ-γώτες MM για τον πολυμορφισμό. Αγγειογραφική επαναστέ-νωση συνέβη σε 7 (οι 6/7 ασθενείς έχουν WW γονότυπο και ο 1/7 έχει τον WM γονότυπο) από τους 40 ασθενείς. Στην παρούσα μελέτη, δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση του -308 γενετικού πολυμορφισμού του TNFα με την αγγειογραφική επαναστένωση ή την κλινική υποτροπή μετά από αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αρτηριών (PTCA), δείχνοντας ότι ο -308 γενετικός πολυμορφισμός του TNFα δεν είναι από μόνος του ένας βασικός παράγοντας κινδύνου, τουλάχιστον στον Ελλαδικό πληθυσμό με στεφανιαία νόσο. Βέβαια, τα αρνητικά μας ευρήματα σχετίζονται άμεσα με τη χαμηλή συχνότητα εμφάνισης του συγκεκριμένου πολυμορφισμού στους διάφορους πληθυσμούς, αλλά και με τον πολύ μικρό αριθμό ατόμων των παρατηρήσεων. / A follow-up study was conducted to investigate whether -308 genetic polymorphism of TNF-α gene was associated with the increased risk of restenosis in 40 Greek coronary artery disease patients undergoing coronary angioplasty and stent implanta-tion. For comparison of genotype frequency, a control group of 30 asymptomatic individuals was also studied. The end-point of the current study was the incidence of restenosis at 6-8 months of clinical follow-up. The majority of patients (38/40) had the WW genotype (homozygous for the wild-no polymorphic type allele) and only 2/40 patients had the WM genotype (heterozygous). Patients homozygous for the polymorphism (MM genotype) were not found. The frequency distribution was not different from that of the control subjects. Restenosis occurred in 7 of the 40 patients. In the population studied, -308 genetic polymorphism of TNF-α gene was not found to predispose patients to an increased incidence of restenosis. Nevertheless, these findings should be considered as preliminary, taking into account the small number of patients that were studied and the rarity of the -308 genetic polymorphism of TNF-α gene.
4

Κρυοπλαστική. Εφαρμογή σε in vivo πειραματικό μοντέλο αρτηριών κονίκλων και προοπτική κλινική μελέτη στην επιπολής μηριαία αρτηρία διαβητικών ασθενών με περιφερική αγγειοπάθεια

Σπηλιόπουλος, Σταύρος 12 August 2011 (has links)
Περισσότεροι από 20 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ευρώπη πάσχουν από περιφερική αποφρακτική αρτηριοπάθεια των κάτω άκρων (ΠΑΑΚΑ) και ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί πλέον διαπιστωμένα έναν από τους ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου της νόσου. Ο μηριαίο-ιγνυακός άξονας είναι γνωστός ως μια ιδιαίτερα “εχθρική” ανατομική περιοχή, όσον αφορά στην ενδαγγειακή αντιμετώπιση της ΠΑΑΚΑ, καθώς παρά τα υψηλά ποσοστά άμεσης τεχνικής επιτυχίας, παρουσιάζει επίσης υψηλά ποσοστά κλινικής υποτροπής και επανεπεμβάσεων λόγω του φαινομένου της επαναστένωσης. Η κρυοπλαστική έχει προταθεί ως μια νέα μέθοδος αντιμετώπισης της ΠΑΑΚΑ του μηριαίο-ιγνυακού άξονα, παρουσιάζοντας ικανοποιητικά αρχικά αποτελέσματα. Σκοπός της συγκεκριμένης ερευνητικής εργασίας ήταν τόσο η κλινική μελέτη των άμεσων και μακροχρόνιων αποτελεσμάτων της εμπορικά διαθέσιμης κρυοπλαστικής, όσον αφορά στην αντιμετώπιση της ΠΑΑΚΑ του μηριαίο-ιγνυακού άξονα διαβητικών ασθενών, όσο και η πειραματική εφαρμογή της σε in vivo αρτηριακό μοντέλο κονίκλων, συγκριτικά με την συμβατική αγγειοπλαστική. Το διπλό αυτό επιστημονικό πρωτόκολλο, απέφερε τα πρώτα μακροχρόνια αγγειογραφικά και κλινικά δεδομένα της τυχαιοποιημένης σύγκρισης μεταξύ της κρυοπλαστικής και της συμβατικής αγγειοπλαστικής στην συγκεκριμένη ανατομική περιοχή, καθώς και τα πρώτα in vivo αποτελέσματα της σύγκρισης των δύο μεθόδων, αλλά και της διπλής εφαρμογής της κρυοπλαστικής στο αρτηριακό τοίχωμα. Τα κλινικά αποτελέσματα δεν επαλήθευσαν την ανωτερότητα της κρυοπλαστικής έναντι της συμβατικής αγγειοπλαστικής, καθώς η πολύπαραγοντική Cox ανάλυση ανίχνευσε μεγαλύτερο ποσοστό κινδύνου όσον αφορά στην απώλεια της πρωτογενούς βατότητας και στην διενέργεια επανεπεμβάσεων, ενώ η διωνυμική Kaplan-Meyer ανάλυση προέβλεψε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό επαναστένωσης στα 3 έτη. Εν αντιθέσει, τα αποτελέσματα του πειραματικού πρωτοκόλλου εξακρίβωσαν μεγαλύτερα ποσοστά απόπτωσης των λείων μυϊκών κυττάρων του μέσου χιτώνα στην ομάδα της κρυοπλαστικής, συγκριτικά με την συμβατική αγγειοπλαστική. Επίσης η διπλή εφαρμογή της κρυοπλαστικής απεδείχθη ασφαλής, με χαμηλό βαθμό αρτηριακού τραυματισμού και φλεγμονής. Παρά ταύτα η διπλή εφαρμογή δεν απέφερε ποσοτική αύξηση της απόπτωσης των λείων μυϊκών κυττάρων του μέσου χιτώνα, συγκριτικά με την μονή εφαρμογή. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης επιστημονικής εργασίας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πράγματι η κρυοπλαστική αποτελεί μια ελάχιστα τραυματική μέθοδο αγγειοπλαστικής, η οποία επάγει την απόπτωση των λείων μυϊκών κυττάρων, χωρίς να προκαλεί νέκρωση των κυτταρικών στοιχείων του αρτηριακού τοιχώματος, αλλά η βελτιστοποίηση του συστήματος αποτελεί αναγκαιότητα για την περαιτέρω κλινική της εφαρμογή. / Peripheral obstructive arterial disease (PAOD) represents a pathology affecting over 20 million people in Europe and diabetes mellitus (DM) has been long recognized as an independent risk factor of PAOD. The main artery affected by the disease is the femoropopliteal axis, which constitutes a particularly hostile territory, regarding the percutaneous endovascular treatment, due to the disappointedly high percentages of restenosis and clinically driven repeated procedures. Cryoplasty has been proposed as a novel method of endovascular treatment of the femoropopliteal axis, with acceptable initial results. This particular scientific research was aiming in the clinical investigation of the immediate and long term results of the commercially available cryoplasty system in the femoropopliteal artery of patients suffering from DM, as well as the study of cryoplasty application in an experimental in vivo animal model, compared to conventional balloon angioplasty (COBA). This double scientific protocol reported the first long-term angiographic and clinical data, regarding the randomized comparison of cryoplasty and COBA in the specific anatomical region and also the first results from the direct comparison of the single and double PolarCath application versus a conventional balloon catheter, in an in vivo arterial animal model. Cryoplasty was not proven superior to COBA, as the multivariable Cox statistical model detected cryoplasty as an independent predictor of reduced primary patency and elevated repeated clinically driven procedures, while the bivariable Kaplan-Meyer estimated significantly higher restenosis rate in the cryoplasty group, up to 3 years follow-up. On the other hand, the results from the in vivo application of cryoplasty detected superior smooth muscle cells (SMC) apoptotic rates, compared to the control group. The double application of cryoplasty on the arterial wall was safe as it resulted in low grade arterial barotrauma and inflammation scores. However, the double application of cryoplasty was not able to induce superior rates of apoptosis of the SMC, compared to the single application. The results herein reported, suggest that although cryoplasty can be considered a safe and minimally traumatic method of angioplasty, which induces apoptosis and not necrosis of the SMC, the optimization of the system is fundamental, in order to be further applied in every day clinical practice.
5

Συμβολή στη μελέτη της επίδρασης του τοπικού πειραματικού τραύματος του τοιχώματος της θωρακικής αορτής σ' ό,τι αφορά στις ανατομοφυσιολογικές μεταβολές του, σε συνάρτηση με το υπερλιπιδαιμικό προφίλ του αίματος και πιθανοί φαρμακευτικοί χειρισμοί τροποποίησής των

Κόνιαρη, Ιωάννα 28 February 2013 (has links)
Η επαναστένωση των στεφανιαίων αρτηριών μετά από αγγειοπλαστική αποτελεί μια συχνή επιπλοκή, που αναπαριστά την επουλωτική απόκριση του αρτηριακού τοιχώματος στο μηχανικό τραυματισμό. Οι στατίνες σταθεροποιούν τις αθηρωματικές πλάκες, αφενός μειώνοντας τα λιπίδια και τη θρομβογενητικότητά τους και αφετέρου μέσω της αντιφλεγμονώδους δράσης τους και της βελτίωσης της ενδοθηλιακής λειτουργίας. Πρόσφατες πειραματικές μελέτες αποδεικνύουν ότι η ιβαμπραδίνη ελαττώνοντας την καρδιακή συχνότητα συντελεί στη μείωση του μεγέθους της αθηρωματικής πλάκας . Πρωταρχικός σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανάπτυξη ενός καινοτόμου και ασφαλούς μοντέλου διωτιαίας επαγωγής μηχανικού τραυματισμού στην κατιούσα θωρακική αορτή κονίκλων Νέας Ζηλανδίας, διατρεφόμενων με υπερχοληστερολαιμική δίαιτα, ως εναλλακτικό μοντέλο προσομοίωσης της επαναστένωσης των στεφανιαίων αγγείων. Επιπλέον, η μελέτη αυτή σχεδιάστηκε για να καθορίσει αν η υπερχοληστερολαιμική δίαιτα προάγει την εξέλιξη αυθόρμητων και επαγόμενων από αγγειοπλαστική αθηρωματικών βλαβών και αν η σιμβαστατίνη και η ιβαμπραδίνη αναστέλλουν περαιτέρω την αθηρωμάτωση και την επαναστένωση. Υλικό-μέθοδοι: Τα πειραματόζωα τυχαιοποιήθηκαν σε 2 πειραματικά πρωτόκολλα, που περιλάμβαναν 40 κονίκλους το καθένα, ανάλογα με το αν επρόκειτο να υποβληθούν σε μηχανικό τραυματισμό ή όχι. Εν συνεχεία, οι κόνικλοι του κάθε πειραματικού πρωτοκόλλου τυχαιοποιήθηκαν σε 4 ομάδες που περιλάμβαναν 10 ζώα η καθεμιά ως εξής: ομάδα Α- ομάδα αθηρογενετικής δίαιτας (4% δίαιτα εμπλουτισμένη σε χοληστερόλη), ομάδα Β- αθηρογενετική δίαιτα σε συνδυασμό με σιμβαστατίνη (5 mg/kg/day) ομάδα Γ- αθηρογενετική δίαιτα σε συνδυασμό με ιβαμπραδίνη (5 mg/kg/day) και ομάδα Δ – αθηρογενετική δίαιτα σε συνδυασμό με ταυτόχρονη χορήγηση σιμβαστατίνης (5mg/kg/day) και ιβαμπραδίνης (5 mg/kg/day) για 9 εβδομάδες. Μία εβδομάδα αργότερα, διάστημα ικανοποιητικό για την αύξηση των επιπέδων της χοληστερόλης τα πειραματόζωα του πειραματικού πρωτοκόλλου Ι υποβλήθηκαν σε τραυματισμό με μπαλόνι της κατιούσας θωρακικής αορτής μέσω διαδερμικού καθετηριασμού της ωτιαίας αρτηρίας. Στο τέλος των 9 εβδομάδων έγινε ευθανασία των κονίκλων, εκτομή της ανιούσας και της κατιούσας θωρακικής αορτής και ιστολογική / ανοσοϊστοχημική αξιολόγηση με αντισώματα έναντι των αφρωδών μακροφάγων (RAM 11) και της α-ακτίνης λείων μυϊκών κυττάρων (HHF-35). Ενώ, τμήμα της τραυματισθείσας κατιούσας αορτής καταψύχθηκε για μοριακή εκτίμηση της νίτρωσης των πρωτεϊνών με Western Blot. Τέλος, έγινε ιστομορφομετρική ποσοτικοποίηση της υπερπλασίας του νέου έσω χιτώνα και προσδιορισμός του λόγου έσω /μέσου χιτώνα , της αυλικής και της συνολικής περιοχής του αγγείου με το λογισμικό Image J. Αποτελέσματα: Οι τραυματισθείσες κατιούσες αορτές ανέδειξαν ιστολογικά σοβαρότερες αθηρωματικές βλάβες και σημαντική αύξηση του λόγου έσω /μέσου χιτώνα σε σύγκριση με τις μη τραυματισθείσες. Η χορήγηση σιμβαστατίνης πέρα από την ελάττωση των επιπέδων της χοληστερόλης, οδήγησε σε σημαντική ελάττωση του αριθμού των αφρωδών μακροφάγων και των SMCs και σε περαιτέρω αναστολή των αυθόρμητων και των επαγόμενων από αγγειοπλαστική αθηρωματικών βλαβών. Επιπλέον, η σιμβαστατίνη οδήγησε σε σημαντική ελάττωση της υπερπλασίας του έσω χιτώνα και του λόγου έσω /μέσου χιτώνα στις τραυματισθείσες και μη τραυματισθείσες αορτές. Ενώ, η σιμβαστατίνη ανέστειλε σημαντικά την ελάττωση της περιοχής του αυλού και της συνολικής περιοχής της τραυματισθείσας αορτής, διατηρώντας το αγγειακό τοίχωμα σε επίπεδο αντίστοιχο με το φυσιολογικό. Η ιβαμπραδίνη εμφάνισε σημαντική ελάττωση των αφρωδών μακροφάγων στις αυθόρμητες και επαγόμενες από αγγειοπλαστική αθηρωματικές βλάβες, αποκαλύπτοντας μικρότερη αποτελεσματικότητα τη σιμβαστατίνη. Η ιβαμπραδίνη δεν κατόρθωσε να ελαττώσει σημαντικά τον αριθμό των SMCs στις αυθόρμητες βλάβες της ανιούσας και στις επαγόμενες από αγγειοπλαστική αθηρωματικές βλάβες της τραυματισθείσας κατιούσας αορτής. Ωστόσο, εμφάνισε σημαντική ελάττωση των SMCs στις μη τραυματισθείσες κατιούσες αορτές. Η ιβαμπραδίνη ανέστειλε την επαγωγή σοβαρών αυθόρμητων και επαγόμενων από αγγειοπλαστική βλαβών και ελάττωσε σημαντικά την υπερπλασία του έσω χιτώνα και του λόγου έσω / μέσου χιτώνα. Ωστόσο, η ιβαμπραδίνη αποκάλυψε σημαντική απώλεια του αυλού και της συνολικής περιοχής του τραυματισθέντος αγγείου παρά την ελάττωση της υπερπλασίας του έσω χιτώνα. Σε μοριακό επίπεδο η σιμβαστατίνη και η ιβαμπραδίνη ανέστειλαν την επαγόμενη από χοληστερόλη καθώς και την επαγόμενη από χοληστερόλη και αγγειοπλαστική νίτρωση σε θέση τυροσίνης των πρωτεϊνών σε εκχυλίσματα κατιούσας αορτής. Συμπεράσματα: Η σιμβαστατίνη και η ιβαμπραδίνη ανέστειλαν την αθηρογένεση στις τραυματισθείσες με μπαλόνι και μη τραυματισθείσες αορτές υπερλιπιδαιμικών κονίκλων. Ειδικότερα, η σιμβαστατίνη και η ιβαμπραδίνη ανέστειλαν την υπερπλασία του έσω χιτώνα και σε μοριακό επίπεδο ελάττωσαν το οξειδωτικό στρες. Καινοτόμο εύρημα της μελέτης αποτελεί η προστατευτική δράση της σιμβαστατίνης στη διατήρηση του αυλού και στην αναστολή της περιοριστικής αναδιαμόρφωσης του αγγείου, μετά από τραυματισμό με μπαλόνι. Η ιβαμπραδίνη αποκάλυψε σημαντική απώλεια του αυλού και επαγωγή της αρνητικής αναδιαμόρφωσης του αγγείου μετά από τραυματισμό με μπαλόνι. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί η δυνητική ευεργετική δράση της ιβαμπραδίνης στην αναστολή της επαναστένωσης μετά από τοποθέτηση stent, όπου η υπερπλασία του έσω χιτώνα αποτελεί το μοναδικό μηχανισμό επαναστένωσης. Συνεπώς, η σιμβαστατίνη και ιβαμπραδίνη δυνητικά κατέχουν ανασταλτικό ρόλο στην επαναστένωση των στεφανιαίων μετά από τοποθέτηση stent, εύρημα που χρήζει περαιτέρω τεκμηρίωση με κλινικές μελέτες. / Coronary post- angioplasty restenosis constitutes a common complication, depicting arterial wall healing response to mechanical injury. Statins stabilize atherosclerotic plaques either by reducing their lipids levels’ and their thrombogenicity or by restoring endothelial function through anti-inflammatory action. Recent studies demonstrate that ivabradine via heart rate reduction contributes to the reduction of atherosclerotic plaque size. Primary aim of this study is the demonstration of an innovative and safe model of transauricular balloon angioplasty in the descending thoracic aorta of high-cholesterol fed rabbits, as an alternative model of coronary restenosis simulation. In addition, this study was designed to determine if hypercholesterolemic diet promotes the development of spontaneous and angioplasty-induced atherosclerotic lesions and further if simvastatin and ivabradine inhibit atherogenesis and restenosis progression. Materials and Methods: Rabbits randomized in two experimental protocols of 40 animals each, based on the mechanical injury induction or not. Rabbits of each experimental protocol further randomized to 4 groups of 10 animals each, as follows: group A or group of atherogenic diet (4% hypercholesterolemic diet), group B or group of atherogenic diet plus simvastatin (5 mg/kg/day), group C or group of atherogenic diet plus ivabradine (5 mg/kg/day), and group D or group of atherogenic diet plus simvastatin (5 mg/kg/day) combined with ivabradine (5 mg/kg/day) for 9 weeks. A week later, after the sufficient elevation of cholesterol levels, rabbits of experimental protocol I underwent transauricular balloon angioplasty of descending aorta. At the end of 9 weeks, rabbits euthanisized and ascending and descending aortas removed for further histological and immunochemical evaluation with a foam macrophage antibody (RAM-11) and a SMCs a-actin antibody (HHF-35). Furthermore, a segment of descending aortas was frozen for the Western Blot evaluation of protein tyrosine nitration. Also, histomorphometric quantification of intimal thickening, intima /media ratio, lumen and total vessel area was performed using Image J software. Results: Injured thoracic aortas revealed more severe histological lesions and further more significant increase of intima/media ratio compared to non-injured. Beyond its lipid lowering effect, simvastatin resulted in significant reduction of the amount of foam cells and SMCs and further inhibition of spontaneous and angioplasty induced lesions. Moreover, simvastatin reduced significantly intimal thickening and intima / media ratio in both injured and non-injured aortas. Also, simvastatin inhibited significantly the lumen and total vessel reduction after balloon angioplasty. Ivabradine revealed a significant reduction of foam cells in spontaneous and angioplasty induced atherosclerotic lesions, showing less effectiveness compared with simvastatin. Ivabradine did not attempt to reduce significantly the number of SMCs in spontaneous lesions of ascending aortas and in angioplasty-induced lesions, respectively. While, ivabradine reduced significantly the amount of SMCs in non-injured descending aortas. Ivabradine inhibited the development of severe spontaneous and angioplasty-induced atherosclerotic lesions as well as intimal thickening and intima/media ratio. Despite the inhibition of intimal hyperplasia, ivabradine revealed a significant lumen and total vessel area reduction. In molecular level simvastatin and ivabradine inhibited both the cholesterol and cholesterol/ angioplasty induction of tyrosine nitration in proteins of descending aortas. Conclusions: Both simvastatin and ivabradine inhibited atherogenesis in injured and non-injured aortas of hyperlipidemic rabbits. Specifically, simvastatin and ivabradine inhibited intimal thickening and further reduced oxidation stress in molecular level. Innovative finding of the study constitutes the protective effect of simvastatin, concerning the lumen restoration and further the inhibition of constrictive remodelling after balloon angioplasty. Ivabradine revealed a significant lumen loss and further induction of constrictive remodelling after balloon angioplasty. However, it should be noted the potential beneficial impact of ivabradine on restenosis inhibition after stent deployment, as intimal hyperplasia comprises the only mechanism of restenosis in this case. Consequently, simvastatin and ivabradine possess a potentially inhibitory role in coronary restenosis after stent deployment, fact that should be further documented with clinical trials.
6

Κλινική μελέτη των καλυμμένων με φαρμακευτικές ουσίες ενδοπροθέσεων στα κνημιαία αγγεία

Κρανιώτης, Παντελής 26 January 2009 (has links)
Σκοπός: Η μελέτη είχε ως σκοπό την διερεύνηση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των sirolimus-eluting stent, σε σχέση με τα απλά μεταλλικά stent, στα πλαίσια αγγειοπλαστικής των κνημιαίων αγγείων, σε ασθενείς με χρόνια κρίσιμη ισχαιμία του κάτω άκρου. Πρόκειται για μια προοπτική ελεγχόμενη, κλινική μελέτη με διπλό σκέλος. Τα stent τοποθετήθηκαν σε περιπτώσεις μη ικανοποιητικής αγγειοπλαστικής (δηλ. σε περιπτώσεις ελαστικής επαναφοράς-υπολειμματικής στένωσης >30% και σε περιπτώσεις διαχωρισμού). Οι ασθενείς ελέγχθηκαν κλινικά και αγγειογραφικά στο εξάμηνο και στο 1 έτος. Ασθενείς και μέθοδοι: 29 ασθενείς, εκ των οποίων 8 γυναίκες και 21 άνδρες, με μέση ηλικία τα 68,7 έτη υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική στα κνημιαία αγγεία, με απλά μεταλλικά stent, ομάδα Β. Σε αυτή την ομάδα τοποθετήθηκαν απλά stent σε 65 αλλοιώσεις, εκ των οποίων 38 στενώσεις και 27 αποφράξεις σε συνολικά 40 κνημιαία αγγεία. Άλλοι 29 ασθενείς, 8 γυναίκες και 21 άνδρες, με μέση ηλικία τα 68,8 έτη αντιμετωπίστηκαν με sirolimus-eluting stent, ομάδα S. Σε αυτή την ομάδα αντιμετωπίστηκαν 66 αλλοιώσεις εκ των οποίων 46 στενώσεις και 20 αποφράξεις, σε 41 συνολικά αγγεία. Οι ασθενείς επανελέγχθηκαν κλινικά και με ενδαρτηριακή αγγειογραφία στους 6 μήνες και στο 1 έτος, μετά την αρχική επέμβαση. Έγινε στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων. Αποτελέσματα: Οι συνοδές νόσοι ήταν περισσότερες στην ομάδα S (όπως η συμπτωματική νόσος από την καρδιά και τις καρωτίδες, καθώς και η υπερλιπιδαιμία, p<0.05). Η τεχνική επιτυχία ήταν 96,6% (28/29 άκρα) στην ομάδα Β έναντι 100% (29/29 άκρα) στην ομάδα S (p=0.16) Στον επανέλεγχο εξαμήνου: Η βατότητα ήταν 68,1% στην ομάδα Β και 92,0% στην ομάδα S, (p<0.002). Τα μεγαλύτερα ποσοστά βατότητας των sirolimus-eluting stent, μετά από πολυπαραγοντική regression analysis είχαν OR 5.625, με 95% CI 1.711- 18.493, που ήταν στατιστικά σημαντικό (p=0.004). Η δυαδική επαναστένωση εντός του stent ήταν 55,3% ενώ η επαναστένωση στα άκρα του stent ήταν 66,0% στους ασθενείς με τα απλά μεταλλικά stent. Αντιθέτως τα ποσοστά στους ασθενείς με sirolimus-eluting stent ήταν 4,0% και 32,0% αντίστοιχα. Συγκεκριμένα η επαναστένωση εντός του stent είχε OR 0.067, με 95% CI 0.021-0.017, και η επαναστένωση στα άκρα του stent είχε OR 0.229 με 95% CI 0.099-0.533. Και τα δύο ήταν ήταν στατιστικά σημαντικά με p<0.001 και p=0.001, αντίστοιχα. Τα συνολικά ποσοστά επανεπέμβασης (TLR) στο εξάμηνο ήταν 17,0% στην ομάδα Β έναντι 4,0% στην ομάδα S, (OR 0.057, με 95% CI 0.008-0.426). Το αποτέλεσμα ήταν επίσης στατιστικά σημαντικό υπέρ των sirolimus stent. (p=0.02) Η διάσωση του άκρου ήταν 100% και στις δύο ομάδες. Η θνησιμότητα και ο ελάσσων ακρωτηριασμός στο εξάμηνο ήταν 6,9% και 17,2% στην ομάδα Β έναντι 10,3% και 3,4% στην ομάδα S (p=0.32 και p=0.04, αντίστοιχα). Στον επανέλεγχο έτους: Τα sirolimus-eluting stent σχετίζoνταν και πάλι με καλύτερη πρωτογενή βατότητα (OR 10.401, με 95% CI 3.425-31.589, p<0.001) και σημαντικά μειωμένη δυαδική επαναστένωση εντός του stent (OR 0.156, με 95% CI 0.060-0.407, p<0.001), καθώς και στα άκρα του stent. (OR 0.089, με 95% CI 0.023-0.349, p=0.001) Τα ποσοστά επανεπέμβασης στις βλάβες (TLR) ήταν πολύ μικρότερα στην ομάδα του sirolimus (OR 0.238, με 95% CI 0.067-0.841, p=0.026) . Δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες Β και S όσον αφορά στα ποσοστά θνησιμότητας 10,3% έναντι 13,8%, στη διάσωση του άκρου 100% έναντι 96% και στους ελάσσονες ακρωτηριασμούς 17,2% έναντι 10,3% αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Τα sirolimus-eluting stents περιορίζουν την ενδοθηλιακή υπερπλασία στα κνημιαία αγγεία. Η εφαρμογή τους έχει ως αποτέλεσμα την σημαντική μείωση των ποσοστών επαναστένωσης και μειώνει την ανάγκη για επανεπεμβάσεις. / Aim : The purpose of our study was to investigate the 6-month and 1-year angiographic and clinical outcome in the setting of a controlled clinical study. The study examined the safety and relative effectiveness of sirolimus-eluting stents opposed to conventional metal stents, in the infrapopliteal vessels, in patients with critical limb ischemia (CLI). The stents were used in a bail-out setting during infrapopliteal endovascular procedures, i. e. stenting was carried out in cases of suboptimal angioplasty results (recoil - residual stenosis >30%, or in cases of dissection, after angioplasty). Patients and Methods: Twenty-nine patients comprising 8 women and 21 men with a mean age of 68.7 years were submitted to infrapopliteal revascularization with conventional (bare) metal stents, called group B. In these patients 65 lesions were treated with bare stents, of whom 38 stenoses and 27 occlusions, in a total of 40 infrapopliteal vessels. Another 29 patients, again 8 women and 21 men, with a mean age of 68.8 years were treated with sirolimus-eluting stents, named group S. There were 66 lesions in this group with 46 of them stenoses and 20 occlusions, in a total of 41 arteries. Patients were followed-up with clinical examination and intrarterial angiography 6 months and 1 year after the procedure. Both results were subsequently analyzed statistically. 135 Results: Co morbidities like symptomatic cardiac and carotid disease, as well as hyperlipidemia were more prominent in group S (p<0.05). Technical success was 96.6% (28/29 limbs) in group B against 100.0% (29/29 limbs) in group S (p=0.16). During 6-month patient follow-up: Primary patency was 68.1% in group B opposed to 92.0% in group S (p<0.002). Sirolimus-eluting stents exhibited higher primary patency with OR 5.625 and 95% CI 1.711-18.493, which was statistically significant (p=0.004). Binary in-stent restenosis rate was 55.3% while in-segment restenosis was 66.0%, in patients who had received bare metal stents. In opposition the respective restenosis rates, in patients with sirolimus-eluting stents were 4.0% and 32.0%. Diminished in-stent (OR 0.067 with 95% CI 0.021-0.017) and insegment (OR 0.229 with 95% CI 0.099-0.533) binary restenosis were both statistically significant with p values being p<0.001 and p=0.001 respectively. Collective target lesion re-intervention (TLR) at 6 month follow-up was 17.0% in group B against 4.0% (OR 0.057 with 95% CI 0.008-0.426) in group S, which proved again statistically significant for sirolimus stents (p=0.02). Six-month limb salvage rate was 100% in both groups. Six-month mortality and minor amputation rates were respectively 6.9% and 17.2%, in group B versus 10.3% and 3.4%, in group S (p=0.32 and p=0.04, respectively). During 1-year patient follow-up: 136 SES were still related with better primary patency rate (OR 10.401 with 95% CI 3.425-31.589, p<0.001) and considerably lesser events of in-stent binary restenosis (OR 0.156, 95% CI 0.060-0.407, p<0.001) as well as insegment (OR 0.089, 95% CI 0.023-0.349, p=0.001) binary restenosis. Target lesion re-intervention (TLR), was much lower in the SES patients group during 1-year follow-up (OR 0.238 with 95% CI 0.067-0.841, p=0.026) . At 1 year follow-up there were no statistically significant differences among group B and group S regarding mortality (10.3% against 13.8%), limb salvage rates (100% vs. 96%) and minor amputation (17.2% vs. 10.3%). Conclusions: Sirolimus-eluting stents appear to limit intimal hyperplasia in the infrapopliteal vessels. The use of sirolimus-eluting stents decreases considerably restenosis rates in the infrapopliteal vessels and reduces the need for repeat interventions
7

Ενδοαγγειακή απεικόνιση των αγγείων κάτωθεν του βουβωνικού συνδέσμου με Οπτική Συνεκτική Τομογραφία (Optical Coherence Tomography)

Παρασκευόπουλος, Ιωάννης 18 June 2014 (has links)
Η οπτική συνεκτική τομογραφία με τη χρήση συχνοτήτων ( FD-OCT) είναι μια ενδαγγειακή απεικονιστική μέθοδος που χρησιμοποιεί εγγύς στο υπέρυθρο φως, για να παράγει υψηλής ανάλυσης εικόνες του τοιχώματος του αυλού του αγγείου. Όπως και στην τεχνολογία υπερήχων, εκπέμπεται φωτεινή ενέργεια η οποία ανακλάται και εξασθενεί, σύμφωνα με την υφή του προσπιπτομένου ιστού. Το OCT μπορεί να απεικονίσει, με ανάλυση από 10 έως 20 μm, μικροδομές του αγγειακού τοιχώματος με εξαίσια λεπτομέρεια. Μέχρι σήμερα, η δυνατότητα εφαρμογής της μεθόδου είχε περιοριστεί σε μικρές αρτηρίες διαμέτρου έως 4mm και δεν είχε εφαρμοστεί in vivo στα αγγεία των κάτω άκρων, κάτωθεν του επιπέδου των βουβώνων. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να αναφερθεί για παγκοσμίως πρώτη φορά η ασφάλεια και η σκοπιμότητα της απεικόνισης με Οπτική Συνεκτική Τομογραφία του αρτηριακού άξονα των κάτω άκρων , κάτωθεν του επιπέδου της βουβώνας ( μηροϊγνυακός άξονας και κνημιαία αγγεία), καθώς και οι σχετιζόμενες με το FD-OCT επιπλοκές. Επιπρόσθετα, να διερευνηθούν για πρώτη φορά, με τη χρήση FD-OCT, τα χαρακτηριστικά του αγγειακού τοιχώματος του ανωτέρω άξονα (τόσο πριν όσο και μετά από αγγειοπλαστική ή/και τοποθέτηση stent), η μορφολογία της αθηρωματικής πλάκας, η μορφολογία και η ποσοτικοποίηση της υπερπλασίας του νέου εσωτερικού χιτώνα (neointima) εντός του stent, η επαναστένωση εντός του stent (ISR) και η κακή εναπόθεση (malapposition) των stent struts σε μια σειρά από ασθενείς που πάσχουν από περιφερική αρτηριοπάθεια (PAD). Μελετήθηκαν, με ποσοτική ανάλυση του αυλού τους (Quantitative vascular analysis), αρτηρίες με διάμετρο έως 7 χιλιοστά. Μικτά χαρακτηριστικά από περιοχές πλούσιες σε λιπίδια, εναποθέσεις ασβεστίου και ασβεστοποιημένες πλάκες, νεκρωτικές περιοχές και ίνωση εντοπίστηκαν σε όλες τις απεικονιζόμενες αθηροσκληρωτικές βλάβες. Ωστόσο, με βάση το επικρατέστερο από τα παραπάνω απεικονιστικά χαρακτηριστικά, οι βλάβες στο πλαίσιο της έρευνας ταξινομήθηκαν ως αμιγώς ινωτικές, ως ινοασβεστοποιημένες, ως πλούσιες σε λιπίδια και τέλος ως νεκρωτικές/ασβεστοποιημένες. Συσσώρευση των μακροφάγων εντός της αθηρωματικής πλάκας σημειώθηκε σε μικρό ποσοστό των de novo αθηρωματικών αλλοιώσεων. Ποικίλοι βαθμοί υπερπλασίας του νέου έσω χιτώνα απεικονίσθηκαν σε όλες τις περιπτώσεις ISR αλλοιώσεων, με καθαρά ινωτικά χαρακτηριστικά και σημαντική νεοαγγείωση σε κάποιες από αυτές. Η νεοαγγείωση συνέπεσε με το επίπεδο της μέγιστης στένωσης του αγγειακού αυλού. Σημαντικού βαθμού διαχωρισμός με μεγάλο περιορισμό του αγγειακού αυλού, τέτοιος ώστε να απαιτηθεί να τοποθετηθεί ενδοαυλικό stent, ανιχνεύθηκε σε αρκετές περιπτώσεις της de novo αθηρωμάτωσης. Η ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία παρέλειψε να προσδιορίσει μεγάλο ποσοστό των σοβαρών διαχωρισμών μετά από αγγειοπλαστική. Η νεοαθηροσκλήρυνση εντός του νέου έσω χιτώνα των κνημιαίων φαρμακευτικών stents (DES), είναι ένα συχνό εύρημα τόσο στους συμπτωματικούς όσο και στους ασυμπτωματικούς ασθενείς. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, κατά αναλογία με τα εμφυτευμένα DES στα στεφανιαία αγγεία, η ελαττωματική ενδοθηλιοποίηση που προκαλείται από την εκλυόμενη φαρμακευτική ουσία, μαζί με την νεοαγγείωση που αναπτύσσεται μεταξύ των stent struts, μπορούν να υποδαυλίσουν την νεοαθηροσκλήρυνση εντός του νέου έσω χιτώνα των κνημιαίων DES, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε επαναστένωση εντός του stent (ISR) και απώλεια του εμβαδού του αυλού των περιφερικών αρτηριών. Οι παρατηρήσεις της μελέτης αυτής θέτουν σε αμφισβήτηση το παραδοσιακό τρόπο κατανόησης της περιφερειακής επαναστένωσης εντός του stent ως μιας απλής υπερπολλαπλασιαστικής απάντησης στο βαρότραυμα. Η απεικόνιση με FD-OCT είναι ένα βέλτιστο πειραματικό εργαλείο για την αξιολόγηση της εξέλιξης της αθηροσκληρωματικής νόσου και την επαναστένωση του αγγείου. Μπορεί να παρέχει υψηλής ευκρίνειας ενδοαγγειακή απεικόνιση κατά τη διάρκεια αγγειοπλαστικών επεμβάσεων στα κάτω άκρα και θα μπορούσε να αποδειχθεί κλινικά χρήσιμο για τον προσδιορισμό της εντός του stent πρόπτωσης ιστού και του strut malapposition. Παρ 'όλα αυτά, δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για τη συνήθη κλινική πρακτική μέχρι να προκύψουν στοιχεία από περαιτέρω κλινικές δοκιμές για τον καθορισμό των ειδικών ενδείξεων της απεικόνισης με FD-OCT στις περιφερικές αρτηρίες. / Optical coherence tomography (OCT) is a catheter-based imaging method that employs near-infrared light to produce high-resolution intravascular images. OCT can readily visualize vessel microstructure at a 10- to 20-μm resolution with exquisite detail. To date, however, applicability of the method has been limited to small diameter arteries (≤4 mm). To the best of the author’s knowledge, this study is the first worldwide that demonstrates the safety and clinical feasibility of frequency domain Optical Coherence Tomography (FD-OCT) imaging of infrainguinal vessels in vivo during infrainguinal angioplasty procedures. It is also the first study that reports the use of intravascular FD-OCT to detect and characterize in-stent neointimal tissue following infrapopliteal drug eluting stent (DES) placement in patients suffering from critical limb ischemia. Quantitative lumen analysis of arteries with diameter up to 7 mm was performed. High-resolution OCT images provided exquisite two-dimensional axial and longitudinal views of the infrainguinal arteries and allowed thorough investigation of a variety of angioplasty sequela, including and not limited to intimal tears and dissection flaps, white and red thrombus, stent mesh malapposition, and intrastent plaque prolapse. Of interest, OCT identified cases of suboptimal postangioplasty outcome that single-plane subtraction angiography did not recognize and accounted. Mixed features of lipid pool areas, calcium deposits and calcified plaques, necrotic areas, and fibrosis were identified in all of the imaged atherosclerotic lesions. However, based on the predominant baseline imaging findings, lesions under investigation were classified as purely fibrotic, fibrocalcific, mostly lipid-laden and necrotic/calcified. Intraplaque accumulation of macrophages was noted in some of de novo atheromatic lesions. Varying degrees of neointimal hyperplasia were demonstrated in all cases of in stent restenosis (ISR) lesions with purely fibrotic features and considerable neovascularization in some of them. The latter finding coincided with the level of maximum vessel stenosis in all cases. Neoatherosclerosis following infrapopliteal DES placement is a frequent finding in both symptomatic and asymptomatic patients. Our preliminary observations allow us to speculate that analogous to coronary implanted DES, defective endothelialization induced by the eluted drug, along with neovascularization developing between the stent struts, may incite neointimal neoatherosclerosis, which may result in ISR and lumen loss of the peripheral arteries. It also seems that infrapopliteal neoatherosclerosis may be a significant contributing factor for ISR rather than a minor and sporadic process, highlighting the clinical significance of the phenomenon. Our observations put in dispute the traditional way of understanding peripheral in-stent restenosis as a simple hyperproliferative response to barotraumas and may explain the paramount importance of aggressive risk factor modification strategies. Neointimal neoatherosclerosis as identified by FD-OCT may have a role in the development of below-the-knee restenosis and thus warrants further investigation by larger controlled studies. Moreover, it may prove clinically useful for the determination of intrastent tissue prolapse and strut malapposition. FD-OCT should not be utilized as a tool for routine clinical practice until evidence from further clinical trials emerge to determine the specific indications for OCT imaging of the peripheral arteries.

Page generated in 0.0266 seconds