• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 17
  • Tagged with
  • 17
  • 17
  • 12
  • 8
  • 7
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Συγκριτική μελέτη της ανθρώπινης και χοίρειας ινσουλίνης σε ασθενείς με ινσουλινοεξαρτώμενο (τύπου Ι) σακχαρώδη διαβήτη

Ψυρογιάννης, Αγαθοκλής 11 May 2010 (has links)
- / -
2

Σχέσεις εμπιστοσύνης, βαθμός ικανοποίησης - δέσμευσης ασθενών - πελατών φαρμακείου που πάσχουν από διαβήτη

Νταλαχάνης, Ιωάννης 11 January 2011 (has links)
Ένα από τα πιο σημαντικά σημεία που χαρακτηρίζουν την πορεία των υπηρεσιών υγείας τον εικοστό πρώτο αιώνα είναι η μεγάλη ανάγκη που έχει διαπιστωθεί για μια νέου τύπου σχέση ιδιαίτερα με τους ασθενείς που πάσχουν από χρόνια μεταβολικά νοσήματα. Στην παρούσα εργασία επιχειρείται – με διεξαγωγή έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου - η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ φαρμακοποιών και πελατών - ασθενών που πάσχουν από διαβήτη, μιας πολυπληθούς και σημαντικής ομάδας, δεδομένου ότι ο διαβήτης λαμβάνει διαστάσεις παγκόσμιας επιδημίας με επιπτώσεις σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, σκοπός της έρευνας είναι να προσδιοριστεί το επίπεδο εμπιστοσύνης και ικανοποίησης της παραπάνω ομάδας ασθενών καθώς και ο βαθμός δέσμευσής τους στο φαρμακοποιό τους μαζί με τους παράγοντες που προσδιορίζουν αυτή τη δέσμευση. Τα ευρήματα έδειξαν ότι η άποψη του ασθενή με διαβήτη, είναι ιδιαίτερα καλή για το φαρμακοποιό του. Ο συμβουλευτικός ρόλος του φαρμακοποιού και η πελατοκεντρικότητα της σχέσης είναι καθοριστικός παράγοντας για τη δέσμευση του ασθενή στο φαρμακείο. / One of the most important things that characterize the health industry in the twenty first century is the established need for a new kind of relationship especially with patients with chronic metabolic diseases. The work presented here intends – with the use of questionnaires – to investigate the relationship between pharmacists and clients – patients with diabetes, a numerous group of people, given the great the expansion of the disease in recent years. Particularly, the objective of this research is to assess the level of trust and satisfaction of the afore-mentioned group of patients as well as the level of their commitment to their pharmacist along with the parameters that define this commitment. Findings have shown that patients with diabetes are satisfied with their pharmacist. Patient - centerdeness plays an important role in their commitment to the pharmacist.
3

Η σχέση της κλινικής και υποκλινικής μορφής αιμοχρωματώσεως με το σακχαρώδη διαβήτη

Χαμπαίος, Ιωάννης 26 June 2007 (has links)
Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στο μεταβολισμό του σιδήρου και το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Έτσι ο στόχος της παρούσης μελέτης ήταν διπλός. α) Να καθορισθεί η συχνότητα των μεταλλάξεων C282Y και H63D στον Ελληνικό πληθυσμό και να συγκριθεί με αυτήν άλλων χωρών και ταυτοχρόνως, να ελεγχθεί αν η συχνότητα των ανωτέρω μεταλλαγών είναι διαφορετική στους διαβητικούς τύπου 2 σε σχέση με το γενικό πληθυσμό και να γίνει συσχέτιση ανάμεσα στην ύπαρξη η όχι των μεταλλάξεων αυτών και σε δείκτες μεταβολισμού του σιδήρου όπως η φερριτίνη, ο σίδηρος, ο κορεσμός τρανσφερίνης. β) Να ελεγχθεί αν στους διαβητικούς τύπου 2, η συχνότητα της κληρονομικής αιμοχρωμάτωσης (ομοζυγώτες), όπως αυτή μπορεί να καθορισθεί με βάση το γονότυπο του γονιδίου HFE είναι αυξημένη σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Υλικό και μέθοδοι Αρχικά δείγμα 100 διαβητικών τύπου 2 και 100 ατόμων από το γενικό πληθυσμό ελέγθησαν για τις μεταλλάξεις του γονιδίου HFE C282Y και H63D με τη μέθοδο της PCR και RFLP. Στη συνέχεια μελετήθηκαν 500 διαβητικοί τύπου 2 και 423 μάρτυρες. Στα άτομα αυτά εκτιμήθηκε το φορτίο του οργανισμού σε σίδηρο (Σίδηρος ορού, ολική δεσμευτική ικανότητα σε σίδηρο, φερριτίνη) και καθορίστηκε ο γονότυπος αναφορικά με τις μεταλλάξεις C282Y και H63D με τη μέθοδο της PCR και RFLP. Αποτελέσματα- Συμπεράσματα 1. Η συχνότητα του αλληλομόρφου C282Y στον Ελληνικό πληθυσμό(0,0075) είναι χαμηλότερη των ατόμων Βορειοευρωπαικής καταγωγής και πλησιάζει αυτή ατόμων από περιοχές της νότιας Ευρώπης. Η συχνότητα του αλληλομόρφου H63D (0,115) είναι παρόμοια με αλλους πληθυσμούς. 2. Δεν ανευρέθη διαφορά στη συχνότητα των μεταλλάξεων C282Y και H63D ανάμεσα στην ομάδα των διαβητικών τύπου 2 και στο γενικό πληθυσμό. 3. Η παρουσία οποιασδήποτε από τις παραπάνω μεταλλάξεις στην ετερόζυγη μορφή συνεισφέρει στην αύξηση του φορτίου του οργανισμού σε σίδηρο. Αυτό βρέθηκε και στις δύο ομάδες. 4. Οι διαβητικοί τύπου 2 παρουσιάζουν μεγαλύτερο κορεσμό τρανσφερρίνης αίματος και υψηλότερα επίπεδα φερριτίνης συγκρινόμενοι με το γενικό πληθυσμό. Οι ανωτέρω δείκτες θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν αυξημένο φορτίο του οργανισμού σε σίδηρο. 5. Λόγω της χαμηλής συχνότητας του αλληλομόρφου C282Y δεν κατέστη δυνατή η ανίχνευση ομοζυγωτών C282Y/ C282Y. / Several authors have suggested a positive association between diabetes type 2 and the C282Y and H63D mutations of the hereditary hemochromatosis gene but others have disputed it. There are also papers reporting an increased iron load in diabetes type 2 and possible associations with the pathogenesis of the disease. We performed therefore a study in 100 type 2 diabetics and 100 age and sex matched controls to assess the role of the C282Y and H63D mutations in the HFE gene as a risk factor for type 2 diabetes mellitus in Greece. We also evaluated the iron load in 500 diabetes type 2 patients and 423 age and sex matched controls. We did not find any differences in the allele frequencies of the above mutations between patients with diabetes type 2 and the controls. The allele frequencies are estimated to be 0.0075 for the C282Y and 0.115 for the H63D mutation. Subjects with at least one mutation (C282Y or H63D) had higher transferrin saturation compared to those with no such mutations. This seems to apply to both diabetics (49± 8,6 vs 44,5± 5,4, p<0,01) and control group (49,3± 7,3 vs 42,6± 3,3 p<0,01). Patients with diabetes type 2 have higher transferrin saturation compared to the general population. These differences were found among men (n=250, mean± SD 31,8+11 vs n=73, mean± SD 29,5+8, p=0,05) as well as among women (n=250, mean± SD 28.5+10 vs n=350, mean± SD 25.5+9.6, p=0.001). The present study is in concord with previous work reporting that type 2 diabetes patients have higher ferritin levels compared to controls.
4

Διευρεύνηση παθογένειας του σακχαρώδη διαβήτη σε άτομα πάσχοντα από ομοζυγή β-μεσογειακή αναιμία

Σταράκης, Ιωάννης 11 May 2010 (has links)
- / -
5

Επίδραση αυξημένων επιπέδων γλυκόζης και φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στο σακχαρώδη διαβήτη σε λειτουργίες ενδοθηλιακών κυττάρων που εξαρτώνται από την πλειοτροπίνη

Μπουντούρης, Παναγιώτης 15 March 2012 (has links)
Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) είναι ομάδα μεταβολικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, είτε λόγω ανεπάρκειας παραγωγής ινσουλίνης είτε εξαιτίας της αντίστασης στην ινσουλίνη. Η επίπτωση του ΣΔ αυξάνει παγκοσμίως, αυξάνοντας και την ανησυχία για τις επιπλοκές της ασθένειας, όπως η νεφρική ανεπάρκεια, η τύφλωση και η αργή επούλωση τραυμάτων. Κοινός παρονομαστής σε αυτές τις επιπλοκές είναι η αυξημένη ή η ανεπαρκής αγγειογένεση. Οι αυξητικοί παράγοντες είναι μόρια‐κλειδιά και εμπλέκονται στις αγγειακές επιπτώσεις του ΣΔ. Η πλειοτροπίνη (pleiotrophin, PTN) είναι ένας εκκρινόμενος αυξητικός παράγοντας 18 kDa με υψηλή συγγένεια για την ηπαρίνη. Η PTN εκφράζεται σε πολλές καρκινικές σειρές και επηρεάζει πολλές διαδικασίες, όπως την επιβίωση και τη μετανάστευση κυττάρων, και την αγγειογένεση. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η επίδραση υψηλών επιπέδων D‐ και L‐γλυκόζης στην έκκριση και στη δράση της PTN στη μετανάστευση των ανθρώπινων ενδοθηλιακών κυττάρων ομφάλιου λώρου (HUVEC). Τόσο η D‐ όσο και η L‐γλυκόζη μειώνουν την έκκριση της PTN in vitro, προτείνοντας ότι το φαινόμενο οφείλεται στην αυξημένη ωσμωτική πίεση. Αντίθετα, HUVEC που απομονώθηκαν από διαβητικό ασθενή εκκρίνουν μεγαλύτερα ποσά PTN συγκριτικά με κύτταρα από μη διαβητικό ασθενή. Παρόλο που το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να επιβεβαιωθεί, εγείρει το ερώτημα της εγκυρότητας των αποτελεσμάτων από απλοποιημένα in vitro μοντέλα σε σχέση με το τι συμβαίνει σε διαβητικούς ασθενείς. Με μεθόδους όπως η δοκιμασία επούλωσης πληγών και το πείραμα χημειοτακτισμού Βoyden, διαπιστώθηκε ότι τα διαβητικά κύτταρα που εκτέθηκαν σε D‐γλυκόζη μεταναστεύουν γρηγορότερα σε σχέση με τα εκτεθειμένα σε L‐γλυκόζη κύτταρα, παρόλο που και στις δυο περιπτώσεις η μετανάστευση ήταν μειωμένη σε σχέση με αυτήν κυττάρων εκτεθειμένων σε φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης. Επιπλέον, τόσο η D‐ όσο και η L‐γλυκόζη αναστέλλουν πλήρως την επαγόμενη από PTN κυτταρική μετανάστευση, υποδηλώνοντας ότι η ώσμωση ίσως να παίζει κάποιο ρόλο. Οι θειαζολιδινεδιόνες είναι μια κατηγορία αγωνιστών του υποδοχέα PPARγ που μειώνουν την ινσουλινοαντίσταση σε διαβητικούς ασθενείς τύπου 2. Πρόσφατα έχει αναγνωριστεί ότι οι αγωνιστές του υποδοχέα PPARγ πιθανά εμπλέκονται σε μοριακούς μηχανισμούς που ρυθμίζουν την αγγειογένεση, είτε επηρεάζοντας την έκφραση αυξητικών παραγόντων, όπως ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF), είτε αναστέλλοντας τις επαγωγικές δράσεις αυτών σε αγγειογενετικές λειτουργίες των ενδοθηλιακών κυττάρων. Στην παρούσα μελέτη, εξετάστηκε η επίδραση του αγωνιστή του υποδοχέα PPARγ ροζιγλιταζόνη (RSG), στην έκφραση και την έκκριση της PTN, καθώς και στην επαγωγική δράση της PTN στη μετανάστευση των κυττάρων HUVEC και στην παραγωγή δραστικών μορφών οξυγόνου (ROS). Η RSG ανέστειλλε την έκκριση της PTN στο υπερκείμενο κυττάρων HUVEC αλλά είχε ένα διφασικό αποτέλεσμα στα ενδοκυττάρια επίπεδά της, όπως και στη μεταγραφή του γονιδίου ptn, με τις μικρότερες συγκεντρώσεις να προκαλούν αύξηση και τις μεγαλύτερες μείωση στα επίπεδα της PTN. Η RSG μείωσε σημαντικά τα επίπεδα των ROS και τη μη διεγερμένη μετανάστευση των ενδοθηλιακών κυττάρων. Την ίδια ακριβώς δράση είχε και ο εκλεκτικός ανταγωνιστής του υποδοχέα PPARγ, GW9662, υποδεικνύοντας ότι αυτές οι δράσεις της RSG είναι ανεξάρτητες από τον PPARγ. Επιπλέον, τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ότι ο GW9662 πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή ως ανταγωνιστής του υποδοχέα PPARγ σε φαρμακολογικά πειράματα. Η RSG ανέστειλε πλήρως την επαγόμενη από ΡΤΝ παραγωγή ROS αλλά δεν είχε καμία επίδραση στην επαγόμενη από ΡΤΝ κυτταρική μετανάστευση, σε αντίθεση με την πλήρη αναστολή που προκάλεσε στην επαγόμενη από VEGF κυτταρική μετανάστευση. Συνολικά, τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας υποδηλώνουν ότι τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης επηρεάζουν την έκφραση της PTN και την επαγόμενη από ΡΤΝ κυτταρική μετανάστευση in vitro, πιθανά μέσω της επίδρασης της αυξημένης ωσμωτικής πίεσης που ασκείται στα κύτταρα. Επιπλέον, παρόλο που η RSG φαίνεται να επηρεάζει την έκφραση και έκκριση της ΡΤΝ, την παραγωγή ενδογενών ROS και τη μετανάστευση των μη διεγερμένων κυττάρων HUVEC, δεν επηρεάζει την επαγόμενη από PTN μετανάστευση των HUVEC, υποδηλώνοντας ότι η ΡΤΝ δεν εμπλέκεται πιθανά στις αντιαγγειογενετικές της δράσεις. / Diabetes Mellitus (DM) is a group of metabolic disorders characterized by high blood sugar either because of inadequate insulin production or insulin resistance. The incidence of DM is rising globally, increasing the concern about the complications of the disease, such as renal failure, blindness and slow healing wounds. The common factor between them lies on either increased or inadequate angiogenesis. Growth factors are key molecules and are involved in the vascular effects of DM. Pleiotrophin (PTN) is an 18‐kDa secreted growth factor that has high affinity for heparin. PTN is expressed in various cancer cell lines and affects many different processes, such as cell growth, survival, migration and angiogenesis. In the present work we studied the influence of high D‐ and L‐glucose levels on the secretion or the effect on migration of PTN on human umbilical vein endothelial cells (HUVEC). Both D‐ and L‐glucose reduced PTN secretion in vitro, suggesting that this effect was due to high osmotic pressure. In contrast, HUVEC isolated from diabetic patient secreted increased amounts of PTN compared with cells from non diabetic donors. Although this effect needs to be verified, it raises the question οf the validity of the results from in vitro simplified models translated into what is happening in diabetic patients. In wound‐healing and boyden assays, D‐glucose‐treated cells migrated faster than L‐glucose‐treated cells, although in both cases, migration was inhibited compared to cells treated with normal glucose levels. PTN‐induced cell migration was inhibited in the presence of either D‐ or L‐glucose, suggesting that osmotic pressure may be responsible. Thiazolidinediones are a class of peroxisome proliferator activated receptor γ (PPARγ) agonists that reduce insulin resistance in type 2 diabetic patients. In recent years, there has been increasing appreciation of the fact that PPARγ agonists might be involved in the molecular mechanisms that regulate angiogenesis, by either affecting the expression levels of growth factors, such as vascular endothelial growth factor, or by inhibiting the stimulatory activities of growth factors on endothelial cell proliferation, survival, or migration. In the present study, we examined the effect of the PPARγ agonist rosiglitazone (RSG) on the expression and secretion of PTN, as well as on the stimulatory effect of PTN in human umbilical vein endothelial cell (HUVEC) migration and reactive oxygen species (ROS) production. RSG inhibited secretion of PTN into the cell culture medium of HUVEC but had a biphasic effect on the intracellular levels of PTN, as well as on ptn gene transcription, with the lowest concentrations causing increase and the highest concentrations causing a decrease in PTN amounts. RSG significantly decreased endogenous levels of ROS, as well as unstimulated endothelial cell migration. The selective antagonist of PPARγ, GW9662, also inhibited both HUVEC migration and ROS production to a similar degree compared with RSG, suggesting that these effects of RSG are PPARγ‐independent. These data also suggest that GW9662 should be treated cautiously as a PPARγ antagonist. Although RSG completely inhibited PTN‐induced production of ROS, it did not affect PTN‐induced HUVEC migration, in contrast to its effect on VEGF‐induced endothelial cell migration. Collectively, the data from the present study suggest that high glucose levels affect PTN expression and effect on migration, possibly due to high osmotic pressure, although this needs to be further examined. RSG affects PTN expression, endogenous ROS levels and migration of unstimulated HUVEC; however, it did not affect PTN‐induced HUVEC migration, suggesting that the signaling pathways activated by PTN may not be involved in its anti‐angiogenic effects.
6

Μελέτη και υλοποίηση κοινωνικού δικτύου γα διαβητικούς

Βλαχογιάννη, Μαρία-Όλγα 08 May 2013 (has links)
Η ύλη της διπλωµατικής οργανώνεται σε πέντε κεφάλαια, παρακάτω δίνεται µια σύνοψη των κεφαλαίων: • Στο κεφάλαιο 1, γίνεται µια συνοπτική παρουσίαση των υπαρχόντων κοινωνικών δικτύων που αφορούν το διαβήτη. Πιο συγκεκριµένα, για κάθε κοινωνικό δίκτυο αναφέρονται ο σκοπός που εξυπηρετεί, οι παροχές του προς το χρήστη καθώς και οι αδυναµίες του. Τέλος, γίνεται µια σύγκριση των δικτύων αυτών µε βάση κάποια προκαθορισµένα κριτήρια. • Στο κεφάλαιο 2, δίνεται µια αναλυτική περιγραφή της λειτουργικότητας που παρέχει το σύστηµα που υλοποιήθηκε. 6 • Στο κεφάλαιο 3, δίνεται µια συνοπτική περιγραφή της αρχιτεκτονικής του συστήµατος και πιο συγκεκριµένα των επιπέδων από τα οποία αποτελείται και του ρόλου τους. Πιο συγκεκριµένα, περιγράφεται το επίπεδο δεδοµένων (µοντέλο) και οι οντότητες οι οποίες χρησιµοποιούνται, το επίπεδο λειτουργιών δηλαδή οι αλγόριθµοι στους οποίους στηρίζονται οι βασικές λειτουργίες του συστήµατος και το επίπεδο παρουσίασης δηλαδή το περιβάλλον διεπαφής. • Στο κεφάλαιο 4, παρουσιάζονται συνοπτικά οι τεχνολογίες και τα εργαλεία που παρέχονται για την υλοποίηση κοινωνικών δικτύων καθώς και µια σύντοµη αξιολόγησή τους . • Στο κεφάλαιο 5, παρουσιάζεται συνοπτικά το joomla, το εργαλείο το οποίο επιλέχθηκε για την υλοποίηση του κοινωνικού δικτύου. • Στο κεφάλαιο 6, γίνεται µια σύντοµη αξιολόγηση του συστήµατος και παρουσιάζονται µελλοντικές βελτιώσεις. / Design and implementation of a social network for people who suffer from diabetes.
7

Είναι η διαμεσολαβούμενη από υποδοχέα κάθαρση της απολιποπρωτεΐνης Ε σημαντική για την εμφάνιση διατροφικά επαγόμενης παχυσαρκίας και δυσανεξίας στη γλυκόζη;

Καλογεροπούλου, Χριστίνα 02 March 2015 (has links)
Η απολιποπρωτεΐνη Ε (apoE) είναι κύριο συστατικό των VLDL λιποπρωτεϊνών και των υπολειμμάτων χυλομικρών και είναι υπεύθυνη για την απομάκρυνση των αθηρογενετικών λιποπρωτεϊνών από την κυκλοφορία. In vivo και in vitro μελέτες έχουν δείξει ότι μεταλλάξεις στην apoΕ που εμποδίζουν την πρόσδεση των λιποπρωτεϊνών που περιέχουν την apoΕ στον υποδοχέα της LDL (LDLr), συνδέονται με υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο πλάσμα και προκαλούν πρώιμη αθηροσκλήρωση σε ανθρώπους και πειραματόζωα. Στον άνθρωπο υπάρχουν τρεις κύριες φυσικές ισομορφές της apoE που ονομάζονται E2, E3, E4 και είναι αποτέλεσμα μεταλλάξεων στα αμινοξικά κατάλοιπα 112 και 158. Προηγούμενες μελέτες σε πειραματόζωα έχουν δείξει πως η apoE διαμεσολαβεί στην εμφάνιση διατροφικά επαγόμενης παχυσαρκίας. Σκοπός της εργασίας είναι να αξιολογήσουμε το ρόλο της κάθαρσης των λιποπρωτεϊνών που περιέχουν apoE μέσω του υποδοχέα LDLr στην εμφάνιση παχυσαρκίας, καθώς οι ισομορφές Ε3, Ε4 έχουν πολύ μεγαλύτερη συγγένεια για τον LDLr από την Ε2 ισομορφή. Τα πειραματόζωα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν πειραματικά ποντίκια αγρίου τύπου C57BL/6, ποντίκια με καθολική έλλειψη στην apoE (apoE-/- ) και ποντίκια που εκφράζουν την ανθρώπινη E2, E3, E4 ισομορφή αντίστοιχα. Τα πειραματόζωα τρέφονταν με δίαιτα δυτικού τύπου για ένα χρονικό διάστημα 24 εβδομάδων ενώ παράλληλα πραγματοποιήθηκαν βιοχημικές και μεταβολικές μελέτες. Παρατηρήσαμε πως τα ποντίκια που εκφράζουν την apoE2, παρά την χαμηλή συγγένεια που έχουν ως προς τον LDLr, αύξησαν το βάρος τους περισσότερο και εμφάνισαν υψηλότερες τιμές χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο αίμα σε σχέση με τις υπόλοιπες ισομορφές. Γεγονός που αποδεικνύει πως η κάθαρση των λιπιδίων του αίματος δεν σχετίζεται με την εμφάνιση παχυσαρκίας στα πειραματικά μοντέλα ποντικών. Αντίθετα οι δοκιμασίες ανοχής στη γλυκόζη που πραγματοποιήθηκαν έδειξαν πως τα apoE3 +/+ ποντίκια εμφάνισαν τη χειρότερη ανοχή στη γλυκόζη, ενώ οι apoE2 +/+ , apoE4 +/+ ομάδες ποντικών είχαν στατιστικά παρόμοιες καμπύλες. Σύμφωνα με τα παραπάνω προκύπτει πως εμφάνιση διαβήτη και διατροφικά επαγόμενης παχυσαρκίας είναι ανεξάρτητα πεδία που πρέπει να μελετηθούν ξεχωριστά. / Apolipoprotein E (apoE) is a major component of VLDL and chylomicron remnants and is responsible for the removal of atherogenic lipoproteins from the circulation. In vivo and in vitro studies have shown that apoE mutations that prevent the binding of apoE-containing lipoproteins to LDLr, are associated with high plasma cholesterol levels and cause premature atherosclerosis in humans and animals. In humans, there are three main natural isoforms of apoE called E2, E3, E4 and is the result of mutations in amino acid residues 112 and 158. Given that previous animal studies have shown that apoE mediates the development of diet-induced obesity, the aim of this study was the evaluation of the role of apoE-containing lipoprotein's clearance by the LDLr in the development of obesity. Taking into account that the E3, E4 isoforms have higher LDLr affinity compared to the E2 isoform, we focused on the role of different apoE isoforms in these metabolic diseases. The animals we used in this study were apoE-deficient mice (apoE-/-), mice expressing human E2 (apoE2+/+), E3 (apoE3+/+), E4 (apoE4+/+) isoform and wild type C57BL/6 mice as a control group. The animals were fed western type diet for a 24-week period while biochemical and metabolic studies were performed. We observed that mice expressing apoE2, despite having low LDLr affinity, had higher body weight compared to C57BL/6 and exhibited higher plasma cholesterol and triglyceride levels compared to the other isoforms. This observation demonstrates that the clearance of blood lipids is not associated with obesity in experimental mouse models. Conversely, the glucose tolerance tests carried out showed that the apoE3+/+ mice had the worst glucose tolerance, followed by apoE4+/+ and the apoE2+/+ mice groups (apoE3+/+>>apoE4+/+≥apoE2+/+) suggesting that in case of glucose tolerance the clearance of apoE-containing lipoproteins may be a factor. Based on the above, diet-induced obesity and diabetes are, probably, independent fields that should be studied separately.
8

Μελέτη των μεταβολών του εντεροπαγκρεατικού άξονα σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία μετά από χειρουργική επέμβαση γαστρικής παράκαμψης

Πολυζωγοπούλου, Ευτυχία Β. 23 January 2009 (has links)
Η αντίσταση στην ινσουλίνη και η απώλεια της πρώτης φάσης έκκρισης της ινσουλίνης σε απάντηση στην ενδοφλέβια χορήγηση γλυκόζης είναι οι δύο κύριες και πρωιμότερες διαταραχές στην φυσική εξέλιξη του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Στην παρούσα μελέτη διερευνήθηκε αν η απώλεια σωματικού βάρους μετά από χειρουργική επέμβαση για νοσογόνο παχυσαρκία σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μπορεί να αποκαταστήσει ευγλυκαιμία και φυσιολογική οξεία φάση έκκρισης ινσουλίνης σε ενδοφλέβια δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (IVGTT). Μελετήθηκαν 25 ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία – δώδεκα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, πέντε με παθολογική ανοχή γλυκόζης και οκτώ με φυσιολογική ανοχή γλυκόζης – πριν και μετά από χολοπαγκρεατική εκτροπή με Roux-en-Y γαστρική παράκαμψη. Δώδεκα άτομα με φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος ορίσθηκαν ως μάρτυρες. Δώδεκα μήνες μετά το χειρουργείο, στην ομάδα των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ο δείκτης μάζας σώματος μειώθηκε από 53,2 ± 2,0 σε 29,2 ± 1,7 kg/m2 , η γλυκόζη νηστείας ελαττώθηκε από 172,2 ± 15,1 σε 81,8 ± 2,4 mg/dl και η ινσουλίνη νηστείας μειώθηκε από 28,1 ± 4,3 σε 6,3 ± 0,7 μU/ml (mean ± SE, p<0,001). Η πρώτη φάση έκκρισης ινσουλίνης, η μέση τιμή συγκέντρωσης ινσουλίνης στα δύο, τρία και πέντε λεπτά μείον την βασική τιμή στην ενδοφλέβια δοκιμασία ανοχής γλυκόζης, αυξήθηκε κατά 770% και 935% στους τρεις και δώδεκα μήνες μετεγχειρητικά, αντίστοιχα (από 6,0 ± 3,8 σε 34,8 ± 7,2 και 41,3 ± 5,5 μU/ml, αντίστοιχα, p<0,001). Αντίθετα, στην ομάδα ασθενών με φυσιολογική ανοχή γλυκόζης, η πρώτη φάση έκκρισης ινσουλίνης, μειώθηκε κατά 40,5% (από 110 ± 10 σε 65,5 ± 15,5 μU/ml, p=0,027) δώδεκα μήνες μετά το χειρουργείο. Η χολοπαγκρεατική εκτροπή με Roux-en-Y γαστρική παράκαμψη στην οποία υπεβλήθησαν οι ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 οδηγεί σε σημαντική απώλεια σωματικού βάρους, ευγλυκαιμία και φυσιολογική ευαισθησία στην ινσουλίνη, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι αποκαθιστά φυσιολογική πρώτη φάση έκκρισης ινσουλίνης σε απάντηση στη γλυκόζη από το β-κύτταρο και φυσιολογική σχέση οξεία φάση έκκρισης ινσουλίνης / ευαισθησία στην ινσουλίνη. Η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που αποδεικνύει ότι η επαγόμενη από τη γλυκόζη απολεσθείσα πρώτη φάση έκκρισης στην ινσουλίνη, στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ήπιας ή μέτριας σοβαρότητας, είναι μια αναστρέψιμη διαταραχή. Η αποκατάσταση ευγλυκαιμίας και φυσιολογικής ευαισθησίας στην ινσουλίνη φαίνεται ότι αποτελούν βασική προυπόθεση για την επανεμφάνιση φυσιολογικής πρώτης φάσης έκκρισης της ινσουλίνης. / Insulin resistance and loss of glucose-stimulated acute insulin response (AIR) are the two major and earliest defects in the course of type 2 diabetes. We investigated whether weight loss after bariatric surgery in patients with morbid obesity and type 2 diabetes can restore euglycemia and normal AIR to IV glucose tolerance test (IVGTT). We studied 25 morbidly obese patients, 12 with type 2 diabetes (DM), 5 with impaired glucose tolerance (IGT) and 8 with normal glucose tolerance (NGT) prior to and after a biliopancreatic diversion with Roux-en-Y gastric bypass (BPD with RYGBP). Twelve subjects with normal BMI served as controls. Twelve months after surgery in the DM group, BMI decreased from 53.2 + 2.0 to 29.2 + 1.7 kg/m², fasting glucose decreased from 9.5 ± 0.83 to 4.5 ± 0.13 mmol/l (mean ± SE) and fasting insulin from 168.4 ± 25.9 to 37.7 ± 4.4 pmol/l (p<0.001). AIR, the mean of insulin concentration at 2, 3 and 5 minutes over basal in the IVGTT, increased by 770% and 935% at 3 and 12 months after surgery, respectively (from 24.0 ± 22.7 pmol/l, to 209 ± 43.4 and 248 ± 33.1 pmol/l respectively) (p<0,001). Conversely, in the NGT group, the increased AIR decreased by 40.5% (from 660 ± 60 to 393 ± 93 pmol/l) (p=0.027), 12 months after surgery. BPD with RYGBP performed in morbidly obese patients with type 2 diabetes leads to significant weight loss, euglycemia and normal insulin sensitivity, but most importantly, restores a normal β-cell AIR to glucose and a normal relationship of AIR for insulin sensitivity. This is the first study, which demonstrates that the lost glucose-induced AIR, in patients with type 2 diabetes of mild or moderate severity, is a reversible abnormality. Restoration of euglycemia and normal insulin sensitivity are basal preconditions for the reappearance of normal acute insulin response to glucose.
9

Ανίχνευση μεταλλάξεων του υποδοχέα της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH-R)σε αυτόνομα αδενώματα του θυρεοειδούς

Συκιώτης, Γεράσιμος Π. 07 July 2010 (has links)
- / -
10

Ρόλος των φλεγμονωδών παραγόντων στην ανάπτυξη των επιπλοκών του ινσουλινο-εξαρτώμενου σακχαρώδη διαβήτη

Κουτρουμάνη, Νικολίτσα 27 December 2010 (has links)
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 (ΣΔ1) αποτελεί τη συχνότερη μορφή διαβήτη στα παιδιά, συχνά συνοδεύεται από σοβαρές μικρο- και μακρο-αγγειακές επιπλοκές ενώ, η επίπτωσή του εμφανίζει ανησυχητικά αυξητική τάση τις τελευταίες δεκαετίες. Η ενεργοποίηση των μονοκυττάρων, η χημειοταξία τους (κύριος χημειοτακτικός παράγοντας μονοκυττάρων: MCP-1) και η μετατροπή τους σε μακροφάγα (δείκτης μακροφάγων: CD68) θεωρείται πως διαδραματίζουν προεξέχοντα ρόλο στην ανάπτυξη των διαβητικών αγγειακών αλλοιώσεων. Η πλεονάζουσα γλυκόζη που υπάρχει στο διαβήτη, αλληλεπιδρώντας μη ενζυματικά με πλήθος υποστρωμάτων, προκαλεί την παραγωγή των AGEs (τελικά προϊόντα προχωρημένης γλυκοζυλίωσης) τα οποία με τη σειρά τους ασκούν τις βλαπτικές τους δράσεις, είτε αλληλεπιδρώντας άμεσα με τα μόρια της εξωκυττάριας ουσίας ή μέσω σύνδεσης στους κυτταρικούς τους υποδοχείς (κυριότερος εκπρόσωπος: RAGE). Η ενεργοποίηση του RAGE, διαμέσου της ενεργοποίησης του μεταγωγικού μονοπατιού της πρωτεϊνικής κινάσης Β (Akt2/PKB) και του μεταγραφικού παράγοντα NF-κΒ, οδηγεί στην αυξημένη έκφραση προ-φλεγμονωδών [παράγοντας νέκρωσης όγκου-α (TNFα), ιντερλευκίνη-6 (IL-6)] και προ-θρομβωτικών παραγόντων [ιστικού παράγοντα (TF)], συμβάλλοντας κατ’αυτό τον τρόπο στην εμφάνιση ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας. Φραγμό στις δράσεις αυτές αποτελεί η διαλυτή μορφή του RAGE, sRAGE, η οποία συνδεόμενη με τα AGEs τα οδηγεί προς αποδόμηση και εμποδίζει την ενδοκυττάρια σηματοδότηση που πυροδοτούν τα AGEs. Σκοπός / μεθοδολογία: Προκειμένου να διερευνήσουμε τον πιθανό ρόλο των διεργασιών της φλεγμονής στην ανάπτυξη των διαβητικών επιπλοκών, σε μονοπύρηνα κύτταρα περιφερικού αίματος 47 προεφηβικών και εφηβικών παιδιών (ηλικίας 4-18 ετών) και 10 νεαρών ενηλίκων (ηλικίας 18-29 ετών) με ΣΔ1 και 39 μη διαβητικών μαρτύρων αντίστοιχης ηλικίας, μελετήσαμε: 1) με RT-PCR τη γονιδιακή έκφραση: του MCP-1, του CD68, της Akt2, του TNF-α, της IL-6 και του RAGE, 2) με ανοσοαποτύπωση κατά Western μετρήσαμε την πρωτεϊνική έκφραση της Akt2, του RAGE και του TF, 3) τα επίπεδα πλάσματος του sRAGE με τη μέθοδο της ELISA. Αποτελέσματα: Η μελέτη έδειξε ότι: (1) Το sRAGE: α) ήταν αυξημένο στους προεφηβικούς μάρτυρες σε σύγκριση με τους εφηβικούς και νεαρούς ενήλικες μάρτυρες, ενώ τα επίπεδα του ήταν μειωμένα στους προεφηβικούς διαβητικούς σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες και β) είχε μία τάση μείωσης με τα αυξανόμενα επίπεδα της HbA1c. (2) Η γονιδιακή έκφραση του RAGE: α) έτεινε να αυξηθεί στους προεφηβικούς διαβητικούς και αυξανόταν σημαντικά στους νεαρούς ενήλικες διαβητικούς σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες και β) σχετιζόταν αρνητικά με την HbA1c στους διαβητικούς ασθενείς >18ετών. (3) Η πρωτεϊνική έκφραση και των δύο ισομορφών του RAGE (46kDa και 80kDa) εμφάνισε μία τάση μείωσης με την εξέλιξη της εφηβείας (προεφηβικοί > εφηβικοί > νεαροί ενήλικες) στους μάρτυρες, μεταβολές που ακολούθησαν και οι διαβητικοί ασθενείς, αν και τα επίπεδα έκφρασης έτειναν να είναι πιο υψηλά. (4) Η 46kDa ισομορφή RAGE: α) ήταν αυξημένη στου νεαρούς ενήλικες διαβητικούς και μειωμένη στους διαβητικούς >13ετών με διάρκεια διαβήτη ≤5 έτη, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες αλλά και τους αντίστοιχης ηλικίας διαβητικούς με διάρκεια νόσου >5 έτη, β) έτεινε να αυξηθεί με τις τάξεις HbA1c: ≤7%-8% και να μειωθεί με τις τάξεις HbA1c: 8-10% και γ) συσχετίσθηκε θετικά με τη διάρκεια διαβήτη και με τα επίπεδα των τριγλυκεριδιών στο σύνολο των ασθενών. (5) Η 80kDa ισομορφή του RAGE: α) είχε μία τάση αύξησης στους διαβητικούς ασθενείς >13ετών με διάρκεια διαβήτη ≤5 έτη, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες και τους διαβητικούς αντίστοιχης ηλικίας αλλά διάρκεια νόσου >5έτη, β) συσχετίσθηκε αρνητικά με την HbA1c σε ασθενείς με διάρκεια νόσου ≤5έτη. (6) Το MCP-1: α) έτεινε να αυξηθεί στους διαβητικούς σε σύγκριση με τους μάρτυρες και συγκεκριμένα, η αύξηση ήταν σημαντική στους διαβητικούς με στάδιο εφηβείας ΙΙ και V, β) έτεινε να αυξηθεί με την HbA1c και αυξανόταν σημαντικά στους διαβητικούς με περίμετρο κοιλίας >75%. (7) Το CD68: α) βρέθηκε αυξημένο στα διαβητικά αγόρια >18 ετών σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες, β) έτεινε να μειωθεί στους διαβητικούς >13ετών με διάρκεια διαβήτη >5έτη, σε σύγκριση με τους αντίστοιχης ηλικίας μάρτυρες και γ) έτεινε να μειωθεί με τα αυξανόμενα επίπεδα της HbA1c και στους διαβητικούς με LDL >100 mg/dL. (8) To TNF-α έδειξε: α) σημαντική μείωση στους διαβητικούς ασθενείς σε σχέση με τους μάρτυρες και ιδιαίτερα σε αυτούς που ήταν ≤13ετών με διάρκεια διαβήτη >5 έτη και σε αυτούς με ηλικία >18ετών, β) μία τάση αύξησης με τις τάξεις HbA1c μέχρι του 10%. (9) Η IL-6 έδειξε: α) σημαντική μείωση στους μάρτυρες με την παράλληλη αύξηση της ηλικίας, β) σημαντική αύξηση στους διαβητικούς >18ετών σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες, γ) μία τάση μείωσης στους διαβητικούς ≤13ετών με διάρκεια διαβήτη >5έτη, σε σχέση με τους ηλικιακά αντίστοιχους μάρτυρες και δ) μία σημαντική μείωση στους διαβητικούς με HbA1c >10,1% σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τάξεις της HbA1c. (10) Ο TF βρέθηκε: α) σημαντικά αυξημένος στα διαβητικά αγόρια ≤13 ετών και έτεινε να αυξηθεί στα διαβητικά αγόρια >18ετών σε σχέση με τους αντίστοιχους μάρτυρες, β) σημαντικά μειωμένος στους διαβητικούς με διάρκεια νόσου >5έτη και έτεινε να μειωθεί στους διαβητικούς με HbA1c >10,1% και σε αυτούς με LDL >100 mg/dL. (11) Η γονιδιακή έκφραση της Akt2 έδειξε: α) σημαντική αύξηση στους προεφηβικούς διαβητικούς, β) σημαντική μείωση στους διαβητικούς με LDL >100mg/dl και σε αυτούς με HbA1c >9%, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες. (12) Η πρωτεϊνική έκφραση της Akt2 έδειξε: α) μία τάση αύξησης στους προεφηβικούς διαβητικούς και στους διαβητικούς που βρίσκονται στις τάξεις HbA1c: 7,1%-9%, ενώ αυξανόταν σημαντικά στους διαβητικούς με διάρκεια διαβήτη >5έτη, β) σημαντική αύξηση στους διαβητικούς με LDL >100mg/dl.l Συμπέρασμα: Στα άτομα με ΣΔ1, φαίνεται να υπάρχει μια ήπια διαδικασία χημειοταξίας και ενεργοποίησης των μονοκυττάρων, ωστόσο η έκφραση των κυτταροκινών και των υπολοίπων μορίων που εμπλέκονται σε αυτή δεν είναι εντυπωσιακά αυξημένη σε σχέση με τους μάρτυρες. Το γεγονός αυτό μπορεί να σχετίζεται αφενός με τον καλό γλυκαιμικό και λιπιδαιμικό έλεγχο των ασθενών και αφετέρου στην τροποποιημένη ανοσολογική απόκριση που εμφανίζουν τα άτομα αυτά. / Diabetes Mellitus type 1 (DM1) is one of the most common types of diabetes in children and its prevalence has increased over the past decades. DM1 is usually associated with severe micro- and macro- angiopathic complications. The activation of monocytes, their chemotaxis (major chemotactic factor of monocytes: MCP-1) and their transformation to macrophages (marker of macrophages: CD68) is known to play a central role in the development of those complications. The redundant glucose, that characterizes DM1, reacts non enzymatically with plural substrates and causes the formation of AGEs (Advanced Glycation Endproducts). AGEs can cause tissue damage either by direct interaction with extracellular matrix’s domains or via their receptor (main representative: RAGE). RAGE’s activation, through the activation of the intracellular signaling pathways of protein kinase B (Akt2/PKB) and nuclear factor κB (NF-κB), leads to the increased expression of pro-inflammatory [Tissue Necrosis Factor-α (TNF-α), Interleukin-6 (IL-6)] and pro-thrombotic factors [Tissue Factor (TF)], contributing to the development of endothelial dysfunction. As a decoy to these actions of AGEs, the soluble form of RAGE, sRAGE, binds AGEs, leading them to degradation and therefore inhibiting the AGE-induced intracellular signaling. Aim / Material- Methods: In order to investigate the role of the inflammatory procedures in the development of diabetic complications, in peripheral blood mononuclear cells (PBMCs) of 47 pre-pubertal and pubertal children (4-18 years of age) and 10 young adults (18-29 years of age) with DM1 and 39 age-matched controls, we studied: 1) with RT-PCR the gene expression of: MCP-1, CD68, Akt2, IL-6 and RAGE, 2) with Western Immunoblotting the protein expression of Akt2, RAGE and TF, 3) sRAGE plasma levels were determined by ELISA. Results: Our study showed that: (1) sRAGE: a) was increased in pre-pubertal controls in comparison to the pubertal and the young adult controls, while its levels were decreased in pre-pubertal DM1 patients in comparison to their controls and b) tended to decrease with the progressive increase of HbA1c levels in DM1 patients. (2) RAGE gene expression: a) tended to increase in pre-pubertal DM1 patients and was significantly increased in young adults DM1 patients in comparison to their age-matched controls and b) was negatively correlated with HbA1c levels in DM1 patients >18years of age. (3) Protein expression of both RAGE isoforms (46kDa & 80kDa) tended to decrease with the progression of puberty (pre-pubertal > pubertal > young adults) in the control group, changes that were also found in DM1 patients, although the expression was at higher levels. (4) Protein expression of 46 kDa RAGE isoform: a) was increased in DM1 young adults and decreased in DM1 patients >13 years of age and duration of diabetes ≤5years, in comparison to age-matched controls and age-matched DM1 patients with duration of diabetes >5years, b) tended to increase with levels of HbA1c ≤7%-8% and decrease with levels of HbA1c 8-10% and c) was positively correlated with the duration of diabetes and the levels triglycerides in DM1 patients’ group. (5) Protein expression of 80kDa RAGE isoform: a) tended to increase in DM1 patients aged >13 years and with duration of diabetes ≤5 years, in comparison to age-matched controls and age-matched DM1 patients with duration of diabetes >5years, b) negatively correlated with HbA1c levels in DM1 patients with ≤5 years duration of diabetes. (6) MCP-1: tended to increase in DM1 patients in comparison to controls and this increase was significant in DM1 patients with II and V Tanner stage of puberty, b) tended to elevate with the progressive increase of HbA1c and was significantly higher in DM1 patients with waist circumference >75%. (7) CD68: a) was increased in DM1 boys >18 years of age in comparison to the age-matched controls, b) tended to decrease in DM1patients >13 years of age and duration of diabetes >5years, in comparison to the age-matched controls and c) tended to decrease with the increasing levels of HbA1c and also in DM1 patients with LDL >100 mg/dL. (8) TNF-α: a) was significantly decreased in DM1 patients in comparison to controls and especially to those with age ≤13 years and duration of diabetes >5years and them with >18 years of age, b) tended to increase with the increasing levels of HbA1c until 10%. (9) IL-6 showed: a) significant decrease in controls with the parallel increase of the age, b) significant increase in DM1 patients >18 years of age in comparison to the age-matched controls, c) a tendency to decrease in DM1 patients ≤13 years of age and duration of diabetes >5years, in comparison to the age-matched controls and d) significant decrease in DM1 patients with HbA1c levels >10,1%, in comparison to the rest of the determined levels of HbA1c. (10) TF: a) was significant elevated in DM1 boys ≤13 years of age and tended to increase in DM1 boys >18 years of age in comparison to the age-matched controls, b) was significant decreased in DM1 patients with duration of diabetes >5years and tended to decrease in DM1 patients with HbA1c levels >10,1% and them with LDL >100mg/dl. (11) Akt2 gene expression showed: a) significant increase in pre-bubertal DM1 patients, b) significant decrease in DM1 patients with LDL >100mg/dl and them with HbA1c levels >9%, in comparison to their controls. (12) Akt2 protein expression showed: a) a tendency to increase in pre-pubertal DM1 patients and in those with HbA1c levels between 7,1-9%, whereas it was increased significantly in DM1 patients with duration of diabetes >5years, b) a significant increase in DM1 patients with LDL >100mg/dl. Conclusions: In the DM1 patients studied, a low grade procedure of chemotaxis and activation of macrophages is possibly present, although the cytokines’ and inflammatory factors’ expression was not remarkably increased in comparison to the controls. This may reflect the good glycemic and lipidemic control of these patients who at the same time possibly exhibit small modifications in their immunological response.

Page generated in 0.0238 seconds