Spelling suggestions: "subject:"διαφορετικές"" "subject:"διαφορετικά""
1 |
Δοκίμια στην οικονομική της παχυσαρκίαςΔαβίλλας, Απόστολος 30 April 2014 (has links)
Η αύξηση των ποσοστών της παχυσαρκίας, σε παγκόσμιο επίπεδο, ακολουθεί αυξανόμενους ρυθμούς κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον ενός σημαντικού αριθμού επιστημόνων στον τομέα των οικονομικών της υγείας. Η παρούσα διατριβή έχει σκοπό να καλύψει τέσσερα ερευνητικά ερωτήματα που σχετίζονται με τα οικονομικά της παχυσαρκίας. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια του πρώτου δοκιμίου, η παχυσαρκία μοντελοποιείται ως μια στοχαστική διαδικασία, διερευνάται ο δυναμικός της χαρακτήρας καθώς και οι πηγές της παρατηρούμενης εμμονής. Για αυτό το σκοπό εκτιμώνται κατάλληλα δυναμικά υποδείγματα διακριτών επιλογών, χρησιμοποιώντας διαστρωματικά στοιχεία χρονολογικών σειρών για την περίπτωση ενηλίκων στις ΗΠΑ (NLSY79). Στα πλαίσια του ίδιου κεφαλαίου, επιχειρείται επίσης και μια μελέτη της εμμονής στο σύνολο των κατηγοριών του σωματικού βάρους (φυσιολογικού βάρους, υπέρβαροι, παχύσαρκοι) εφαρμόζοντας δυναμικά διατεταγμένα υποδείγματα. Τέλος, παρουσιάζονται οι απορρέουσες προτάσεις πολιτικής.
Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας διαχρονικά στοιχεία από την ίδια βάση δεδομένων (NLSY79), διερευνάται η εμμένουσα συμπεριφορά της διάρκειας της παχυσαρκίας καθώς και οι προσδιοριστικοί παράγοντες των πιθανοτήτων εξόδου από την παχυσαρκία και επαν-εισόδου στην παχυσαρκία. Εφαρμόζοντας μη-παραμετρικά μοντέλα καθώς και πολυ-μεταβλητά διακριτά υποδείγματα κινδύνου, που λαμβάνουν υπόψη τους τη μη-παρατηρούμενη χρονικά αμετάβλητη ετερογένεια των ατόμων, καταδεικνύεται ότι η πιθανότητα εξόδου από την κατάσταση της παχυσαρκίας χαρακτηρίζεται από μια αρνητική εξάρτηση από τη διάρκεια (negative duration dependence). Όσον αφορά στις επιπτώσεις πολιτικής, η ύπαρξη «πραγματικής» εξάρτησης από τη διάρκεια υποδηλώνει ότι οι παρεμβάσεις των πολιτικών δημόσιας υγείας πρέπει να στοχεύουν πρωτίστως στους «πρόσφατα παχύσαρκους». Το τρίτο εμπειρικό δοκίμιο πραγματεύεται τις επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην αγορά εργασίας των ΗΠΑ και ειδικότερα στην περίπτωση των μισθών. Εκμεταλλευόμενοι τα ευρήματα των προηγούμενων αναλύσεων σχετικά με την εμμένουσα συμπεριφορά της παχυσαρκίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι η παχυσαρκία αποτελεί μια σχετικά σταθερή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μειωμένη κινητικότητα. Ως εκ τούτου, γίνεται εφικτή η ανάλυση των μισθολογικών χασμάτων μεταξύ παχύσαρκων και μη-παχύσαρκων εργαζομένων, εφαρμόζοντας κατάλληλα υποδείγματα διάσπασης μισθών κατά Oaxaca-Blinder. Τα σχετικά ευρήματα καταδεικνύουν την ύπαρξη μισθολογικών χασμάτων εις βάρος των παχύσαρκων λευκών ανδρών και γυναικών. Τα εν λόγω μισθολογικά χάσματα μπορούν να ερμηνευθούν -σε ικανοποιητικό βαθμό- από τις διαφορές στα παρατηρούμενα χαρακτηριστικά μεταξύ παχύσαρκων και μη παχύσαρκων εργαζομένων και, ειδικότερα, από τις διαφορές στο επίπεδο εκπαίδευσης. Τέλος, το τελευταίο δοκίμιο της παρούσας διατριβής διερευνά τους προσδιοριστικούς παράγοντες των αποτελεσμάτων σωματικού βάρους στην περίπτωση της Ελλάδας χρησιμοποιώντας -για πρώτη φορά- πρόσφατα δεδομένα από την Εθνική Έρευνα Υγείας (GNHS-2009). Για τις ανάγκες της ανάλυσης εφαρμόστηκε μια σειρά από οικονομετρικές τεχνικές εκτίμησης διαφορετικής φύσης (γραμμικά υποδείγματα ελαχίστων τετραγώνων, διατεταγμένα μοντέλα και μη-δεσμευμένες παλινδρομήσεις ποσοστιαίων σημείων). Τα σχετικά αποτελέσματα δείχνουν ότι οι εκτιμήσεις μη-δεσμευμένων παλινδρομήσεων ποσοστιαίων σημείων οδηγούν σε σημαντικές ποσοτικές και ποιοτικές διαφοροποιήσεις στις επιπτώσεις των διαφόρων προσδιοριστικών παραγόντων του σωματικού βάρους, σε σχέση τόσο με τα διατεταγμένα μοντέλα όσο και με τις γραμμικές παλινδρομήσεις ελαχίστων τετραγώνων. Επομένως, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής για την αντιμετώπιση του αυξημένου σωματικού βάρους στην Ελλάδα θα πρέπει να βασίζονται σε εμπειρικά μοντέλα και τεχνικές εκτίμησης που λαμβάνουν υπόψη τους το σύνολο της κατανομής του ΔΜΣ και όχι συγκεκριμένα τμήματά της. / Recently economists pay a lot of attention on the analysis of obesity since the prevalence of obesity is widespread. This dissertation examines four research questions associated with the Economics of Obesity. Specifically, with respect to the first empirical chapter, obesity is modeled as a dynamic stochastic process and patterns of obesity experiences are investigated. Longitudinal data from US adults (NLSY79) and appropriate dynamic models were utilized. Strong persistence was detected in obesity and the body-mass-index (BMI), albeit with different properties. While controlling for initial conditions (early-life endowments and family background), the identified obesity persistence was decomposed into unobserved heterogeneity and genuine state dependence. Results from the sensitivity analysis show that obesity has a lasting effect, which however is not stable across the BMI distribution, exhibiting a steeper decline at BMI levels close to the clinical definition of obesity. Moreover, in the same chapter, we also explore the dynamic behavior of alternative fatness states (normal weight, overweight and obese) and the corresponding persistence, utilizing appropriated dynamic ordered models. Relevant policy implications are discussed.
The second chapter investigates the dynamic patterns the duration of obesity and identifies the determinants of obesity-spell exits and re-entries. We utilize longitudinal data from the NLSY79, as before. Non-parametric techniques are applied to investigate the relationship between exit from obesity and spell duration. Multivariate discrete hazard models are also estimated, taking into account duration dependence and observed and time-invariant unobserved heterogeneity. In all cases, the probability of exiting obesity is inversely related to the duration of the obesity spell. Without controlling for unobserved heterogeneity, the probability of exit after one wave in obesity is 31.5 per cent; it is reduced to 3.8 per cent after seven or more waves. When time-invariant unobserved heterogeneity is taken into account, the estimated probabilities are slightly larger and broadly similar (36.8 and 10.3, respectively), which suggests that the identified negative duration dependence is not primarily due to composition effects. The obtained results indicate that public health interventions targeting the newly obese may be particularly effective at reducing incidence of long durations of obesity.
In the third empirical chapter we investigate obese/non-obese wage differentials using data for white individuals from the 2000 wave of the NLSY79. Based on the results from the previous chapters, we assume that obesity is a rather permanent characteristic that associated with relatively small mobility. Hence, typical Oaxaca-Blinder wage decompositions could be applied in order to identify the proportion of the observed gender-specific wage differential between obese and non-obese. Based on numerous specifications and alternative sub-samples the results provide strong evidence for the existence of wage differentials in favor of non-obese individuals, which can be mostly explained by differences in early human capital investments and especially schooling investments. Finally, an attempt was made to identify the determinants of body-weight in Greece, utilizing individual-level data from the National Health Survey of 2009. BMI is treated as both, a cardinal and an ordinal measure of body-weight, while different estimation techniques are applied (OLS, ordered probit and unconditional quantile regressions). We employ a wide range of demographic, socio-economic, lifestyle, health-related and regional characteristics. The unconditional quantile regression estimates indicate that the impact of several correlates across the BMI distribution is distinctive. This differentiation concerns the effects of age, education, family income, physical activity, employment status, smoking, health-related impairments and regional characteristics. Thus, examining the entire BMI distribution and targeting specific segments of the Greek population can improve the efficiency of public health policies against obesity.
|
2 |
Διερεύνηση της οπτικής συμπεριφοράς του μανδύα αορατότητας επιπέδου με τη μέθοδο των πεπερασμένων διαφορών στο πεδίο του χρόνουΚυρίμη, Βασιλική 01 October 2012 (has links)
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να παράσχει χρήσιμες πληροφορίες για την πρακτική κατασκευή συσκευών αορατότητας. Αρχικά, παρουσιάζονται οι διαφορετικοί τύποι των δισδιάστατων μέσων μετασχηματισμού (συσκευών αορατότητας) και διαπιστώνεται η υπεροχή του δισδιάστατου μανδύα αορατότητας επιπέδου από διηλεκτρικό. Προκειμένου να διερευνήσουμε αριθμητικά την οπτική συμπεριφορά αυτού του τύπου μανδύα, χρησιμοποιούμε τις εξισώσεις που εξάγονται από τη θεωρία της οπτικής μετασχηματισμών, και μέσω της μεθόδου F.D.T.D υπολογίζουμε το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο σε όλα τα σημεία του υπολογιστικού πλέγματος. Στα όρια του πλέγματος αυτού τοποθετείται ένα στρώμα τέλειας προσαρμογής , έτσι ώστε να ελαχιστοποιούνται οι ανακλάσεις στα όρια αυτά, σε αναλογία με το πραγματικό πείραμα. Υλοποιώντας έναν κώδικα σε Μatlab, υπολογίζουμε την ένταση της σκεδαζόμενης ακτινοβολίας, για εγκάρσια μαγνητικά επίπεδα κύματα που προσπίπτουν υπό γωνία σε ένα αντικείμενο που περιβάλλεται από έναν μανδύα από διηλεκτρικό και είναι τοποθετημένο σε επίπεδο. Συγκεκριμένα, μελετάμε: την επίδοση της συσκευής συναρτήσει του βαθμού διακριτοποίησης του αριθμητικού πλέγματος, την επίδραση της απορρόφησης και της τυχαίας διαταραχής της επιτρεπτότητας των δομικών υλικών του μανδύα, καθώς και την επίδοση για πρόσπτωση υπό διαφορετικές γωνίες. Τέλος, εκτιμάμε τις ιδιότητες των στρώσεων από διηλεκτρικά που θα μπορούσαν να περιβάλουν τον μανδύα και να βελτιώσουν την αποδοτικότητά του στο ορατό φάσμα. / This work aims to provide useful information for the fabrication of practical cloaking devices. Initially, different types of two dimensional transformation media (invisibility devices) are presented and it is concluded that the all dielectric, two dimensional electromagnetic ground plane cloak dominates. In order to perform a numerical study of the sensitivity of this type of cloak, we use the equations deduced from the transformation optics via finite difference time domain method, for the electromagnetic wave, at every single point of the numerical domain. In the boundaries of this domain, we place a perfectly matched layer in order to minimize the reflections in those boundaries. That would replicate the real experiment with our simulations. By the application of a code written in Matlab, we calculate the scattering signature of an object surrounded by an all dielectric cloak and placed on a ground plane. Transverse magnetic plane waves are launched at an angle towards the object. In particular, we study the performance of the system as a function of the number of distinct components the cloak is divided into, the effects of lossy elements, the angle of incidence, as well as typical random variations of the permittivity of the building materials. Finally, we evaluate impedance matching layers that can surround the cloak and improve its effectiveness in the visible spectrum.
|
3 |
Δοκίμια για το θεσμικό πλαίσιο και τη δομή των μισθών στην ελληνική αγορά εργασίαςΛαλιώτης, Ιωάννης 27 May 2014 (has links)
Στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση της δομής των μισθών και των μισθολογικών διαφορών στην Ελληνική αγορά εργασίας, δεδομένων ορισμένων χαρακτηριστικών της, ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται με το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και ρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις. Η διδακτορική διατριβή αποτελείται από τέσσερις ξεχωριστές μελέτες, ωστόσο τα ευρήματα και συμπεράσματα της κάθε μίας έχουν γενικότερη εφαρμογή και ερμηνεία.
Το πρώτο μέρος της διδακτορικής διατριβής ερευνά τις μισθολογικές διαφορές που
οφείλονται στο μέγεθος των επιχειρήσεων, όπως αυτό μετράται από τον συνολικό
αριθμό των εργαζόμενων σε αυτές. Οι εκτιμήσεις πραγματοποιούνται μέσω της χρήσης διαστρωματικών ενοποιημένων δεδομένων εργαζόμενων-εργοδοτών. Τα αποτελέσματα των οικονομετρικών εκτιμήσεων υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός μισθολογικού πλεονεκτήματος υπέρ των εργαζόμενων σε επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους, το μέγεθος του οποίου είναι ανάλογο με αντίστοιχα εκτιμημένα πλεονεκτήματα τα οποία αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία. Επίσης, εξετάζεται η εγκυρότητα διαφόρων
πιθανών ερμηνειών που έχουν προταθεί στην σχετική βιβλιογραφία. Σύμφωνα με τα
αποτελέσματα των εκτιμήσεων, οι διαφορές σε ανθρώπινο κεφάλαιο, η ύπαρξη ανταποδοτικών αμοιβών, οι μισθοί αποδοτικότητας και η λειτουργία εσωτερικών αγορών εργασίας είναι παράγοντες ικανοί να ερμηνεύσουν το μεγαλύτερο μέρος του μισθολογικού πλεονεκτήματος υπέρ των εργαζόμενων σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Επίσης,
τα αποτελέσματα των εκτιμήσεών υποδεικνύουν ότι το υπό εξέταση μισθολογικό πλεονέκτημα μεταβάλλεται, ανάλογα με τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας.
Σκοπός του δεύτερου κεφαλαίου της παρούσας διδακτορικής διατριβής, είναι η διερεύνηση των επιπτώσεων της σύναψης επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας στη δομή των μισθών στην αγορά εργασίας. Για τους σκοπούς της ανάλυσης χρησιμοποιούνται ενοποιημένα στοιχεία εργαζόμενων-εργοδοτών για το έτος 2006, εκτιμήσεις μη δεσμευμένων ποσοστημορίων καθώς και οι σχετικές μέθοδοι διαχωρισμού
επιδράσεων. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός μισθολογικού πλεονεκτήματος υπέρ των εργαζόμενων που καλύπτονται από επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, το οποίο ακολουθεί μια κοίλη τάση κατά μήκος κατανομής των ατομικών αμοιβών. Επιπλέον, οι μισθολογικές διαφορές μεταξύ των εργαζόμενων που καλύπτονται από επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις και εκείνων που καλύπτονται
από συλλογικές συμβάσεις που υπογράφονται σε πιο κεντρικά επίπεδα διαπραγμάτευσης, οφείλονται σε διαφορές στον τρόπο συλλογικής διαπραγμάτευσης για όσους βρίσκονται στο αριστερό ήμισυ της συνολικής κατανομής των ατομικών αμοιβών, ενώ για όσους βρίσκονται στο δεξί ήμισυ της κατανομής, το μεγαλύτερο μέρος των μισθολογικών διαφορών εξηγείται από διαφορές στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων.
Το τρίτο μέρος της διδακτορικής διατριβής ερευνά την ύπαρξη μιας καμπύλης μισθών στην Ελληνική αγορά εργασίας χρησιμοποιώντας μικροοικονομικά δεδομένα για την περίοδο 2001-2012.Τα εκτιμημένα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι ο “εμπειρικός νόμος της Οικονομικής Επιστήμης” σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει μια βραχυχρόνια αρνητική σχέση μεταξύ ατομικών αμοιβών και τρέχουσας περιφερειακής ανεργίας, μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο για την περίοδο μετά το 2010, όπου μια σειρά δημοσιονομικών μέτρων και μεταρρυθμίσεων του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων
έλαβαν μέρος, με στόχο τη μείωση του μισθολογικού κόστους και την αύξηση του βαθμού ευελιξίας της αγοράς εργασίας. Πριν το 2010, δεν ήταν δυνατός ο προσδιορισμός
μιας συστηματικής σχέσης μεταξύ ατομικών αμοιβών και περιφερειακής ανεργίας. Η
ανυπαρξία μιας τέτοιας σχέσης, μπορεί να αποδοθεί κυρίως σε θεσμικές δυσκαμψίες
οι οποίες απαγόρευαν τις μισθολογικές προσαρμογές προς τα κάτω. Το συμπέρασμα
αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η ύπαρξη καμπύλης μισθών πριν το 2010, δεν
επιβεβαιώνεται ανεξάρτητα από το επίπεδο των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο
οποίο προσδιορίζονται οι αμοιβές στην Ελληνική αγορά εργασίας.
Τέλος, το τέταρτο μέρος της παρούσας διδακτορικής διατριβής πραγματοποιεί την
πρώτη αποτίμηση μιας πρόσφατης θεσμικής μεταρρύθμισης στην Ελληνική αγορά εργασίας. Σκοπός της μεταρρύθμισης αυτής είναι η αποκέντρωση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων έτσι ώστε να διευκολύνεται η προσαρμογή των μισθών στα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων και στις επικρατούσες συνθήκες στην αγορά εργασίας. Για τους σκοπούς αυτής της μελέτης, αναπτύχθηκε μια μοναδική βάση δεδομένων αποτελούμενη από πληροφορίες που προέρχονται από το σύνολο των επιχειρησιακών συμβάσεων που υπογράφηκαν στην ελληνική αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια. Τα αποτελέσματα μιας σειράς εκτιμήσεων υποδειγμάτων περιορισμένων εξαρτημένων μεταβλητών υποδεικνύουν ότι η εισαγωγή της νέας εργασιακής νομοθεσίας επηρεάζει σημαντικά την πιθανότητα τα διαπραγματευόμενα μέρη να συμφωνήσουν σε προς τα κάτω μισθολογική προσαρμογή, ειδικά στο επίπεδο του κατώτατου μισθού που περιγράφεται στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ενώ οι τρέχουσες
συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας είναι επίσης σημαντικοί προσδιοριστικοί παράγοντες των συμφωνηθεισών μισθολογικών προσαρμογών. / The purpose of this doctoral thesis, is the investigation of the wage structure and
the wage differentials in the Greek labour market, given some specific characteristics,
especially those pertaining to the institutional framework which underlies it and governs the labour relations. This thesis consists of four distinct essays, however, their findings and conclusions can be more generally applied.
The first part of this doctoral thesis examines the establishment size-wage premium
in Greece using a matched employer-employee dataset. The results of the econometric
estimation suggest that such a premium is also present in the Greek market sector
and its magnitude is in line with those reported in other economies. The validity of
various explanations of the size-wage premium, put forward in the pertinent economics literature, is also tested. This exercise suggests that in the Greek case, human capital, compensating wage differentials, incentive payment schemes and internal labor markets are primarily responsible for its presence. Lastly, the analysis reveals that the premium
is sector-specific.
The second part of this doctoral thesis analyzes the effect of firm-level contracting on the wage structure in the Greek private sector. Using a matched employer–employee dataset for 2006, unconditional quantile regressions and relevant decomposition methods, leads to the identification of a wage premium associated with firm-level contracting, which follows a hump-shaped profile across the wage distribution. Furthermore, the wage differential between workers under firm-level and broader-level collective agreements can be primarily attributed to differences in the regime-specific wage setting structure, for those below the median of the unconditional wage distribution, and to differences in
worker and firm-specific characteristics for those in the upper tail.
The third part of this doctoral thesis investigates the existence of a wage curve in
Greece using microdata for the period 2001-2012. According to the estimated results, the
implied by the “empirical law of Economics” short-run negative relationship between
regional unemployment and wage levels can be only identified for the period after 2010
where, due to the increasing unemployment rate, a series of fiscal cuts and reforms of
the collective bargaining system were imposed in order to reduce the labour cost in
the private sector of the economy. Regarding the period before this structural break,
a systematic relationship between regional unemployment and individual wage levels
could not be identified. This finding can be mainly attributed to institutional rigidities
which prevented downward wage flexibility, since a wage curve could not be established
at any level of collective bargaining either.
Finally, the fourth part of this doctoral thesis uses a unique dataset developed from
official firm-level collective agreements signed during the period 2009-2012 to perform
a first evaluation of a recent institutional reform which decentralized the highly regulated Greek labour relations framework in order to facilitate wage adjustments to firm-specific and prevailing labour market conditions. The estimated results from a series of limited dependent variable models indicate that the new labour law affects significantly the probability of a bargained downward wage adjustment, especially to the national minimum level, while the prevailing labour market conditions are also important determinants of the bargained wage cuts.
|
4 |
Η διαπολιτισμική επάρκεια και ετοιμότητα των διευθυντών σχολικών μονάδων της α/βάθμιας εκπαίδευσης στο σημερινό σχολείοΑντωνοπούλου, Πατρούλα 16 June 2011 (has links)
Σήμερα διανύουμε μια νέα εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από πολιτισμική και εθνική ανομοιογένεια. Η πολυπολιτισμική σύνθεση της κοινωνίας και η συνακόλουθη αρχή του σεβασμού της διαφορετικότητας έχουν εμφανέστατα μεταφερθεί στην εκπαίδευση, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κοινωνικό περιβάλλον όπου συντελείται.
Οι δημογραφικές αλλαγές έχουν προφανώς αντίκτυπο στο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο καλείται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία προϋποθέσεων αποδοχής και αναγνώρισης του πλουραλισμού και της ετερότητας ως βασικών γνωρισμάτων των σύγχρονων κοινωνιών. Η εκπλήρωση του ρόλου αυτού απαιτεί προσαρμογή του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος στα νέα δεδομένα κοινωνικοποίησης που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Απαιτεί ταυτόχρονα πέρα από την αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου, του Αναλυτικού Προγράμματος και των προσφερόμενων προγραμμάτων και διδακτικού υλικού, τον εφοδιασμό των εκπαιδευτικών και των στελεχών της Εκπαίδευσης με σύγχρονες γνώσεις και δεξιότητες, οι οποίες θα τον καταστήσουν ικανό να χρησιμοποιεί την κατάλληλη μεθοδολογία και να εφαρμόζει τις απαραίτητες στρατηγικές, ώστε το εκπαιδευτικό και διοικητικό του έργο να είναι αποτελεσματικό. Ο ρόλος του Διευθυντή είναι καθοριστικός για την ομαλή και αποφασιστική λειτουργία του σχολείου. Η Διαπολιτισμική εκπαίδευση μπορεί να επιτύχει τους στόχους της αν υπάρξει αλλαγή στάσεων στο εκπαιδευτικό δυναμικό τόσο στο επίπεδο της διοίκησης όσο και στο επίπεδο της διδακτικής και παιδαγωγικής πρακτικής.
Στην παρούσα εργασία το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο κάθε Διευθυντής της κάθε σχολικής μαινάδας διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα και τις ικανότητες να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στο έργο του, δηλαδή αν έχει Διαπολιτισμική και διοικητική επάρκεια και ετοιμότητα σε θέματα που σχετίζονται με την ύπαρξη αλλά και τον τρόπο εργασίας με αλλόγλωσσους μαθητές. / Today we are going through a new area, which is characterized by a cultural and ethnic heterogeneity. The multicultural composure of society and the following principles of respect towards differencicition have obviously transfer to education, which is inseparable linked to the social environment where it takes place.
The demographic changes have an obvious impact on the educational system. Which is summoned to a role of creating conditions of acceptance and recognition of pluralism and otherness as the basic characteristics of modern societies. The fulfillment of this role requires adjustments to the educational system itself towards the new data of social inclusion that characterizes our societies. Expect of the simultaneous adjustments to the legal framework, changes are also required concerning the curriculum, the offered programs, the teaching material, the supplement of teachers and executives of education with modern knowledge and abilities which will make them capable of using the right method and following the needed strategies so their educational and leading work is effective. The principals role is defining for the smooth and effective function of a school intercultural education can reach its goals if theirs is a change of attitudes in educational dynamic as much on an executive level as in teaching and educational practice.
In this thesis the given question is whether each principal of each school unit has the required qualifications and abilities to react accordingly concerning his work, meaning whether or not he has intercultural and leading capabilities and confidence concerning intercultural issues about working with foreign speaking students.
|
5 |
Calculation of electrical conductivity and electrothermal analysis of multilayered carbon reinforced composites: application to damage detection / Προσδιορισμός της ηλεκτρικής αγωγιμότητας και ηλεκτροθερμική ανάλυση ανισότροπων πολύστρωτων υλικών ενισχυμένων με ίνες άνθρακα: εφαρμογή στην ανίχνευση βλάβης σε κατασκευές από σύνθετα υλικάΑθανασόπουλος, Νικόλαος 09 July 2013 (has links)
During this thesis, it has been proved that the electrical conductivity of multilayered and electrically anisotropic carbon fiber materials can be expressed by an equivalent second order tensor, which is equal to sum of each layer’s electrical conductivity tensor. The aforementioned equivalent electrical conductivity tensor is valid assuming that the material’s thickness is negligible compared to the other dimensions of the body. The mathematical expression for the prediction of the electrical conductivity of a multilayered material for any stacking sequence, is based on the electric current conservation, and was validated using different methods. Each layer’s electrical conductivity was experimentally studied at the two principal directions. Transverse to the fibers’ direction, an empirical model was developed for the prediction of the electrical conductivity as a function of the layer’s thickness, of the fibre volume fraction and of temperature. All cases involved the study of multidirectional and unidirectional carbon fiber materials without the presence of matrix (porous form – CF preform) as well as in the presence of polymeric matrix (CFRP).
The validation of the equivalent tensor was achieved through three different ways: a) through the measurement of the electric resistance, for various stacking sequences, b) through the Joule heating effect, by recording and comparing the developing temperature field to the respective numerically calculated, c) through 3D numerical models which approximate the analytical solution of the 2D domain problem. Moreover using the finite difference method, certain electrothermal models were developed in order to study the temperature field for different stacking sequences. The electrical problem can be expressed by an elliptic PDE, for the case where the material is electrically anisotropic and homogeneous, or non-homogeneous. On the other hand, the transient heat transfer problem involves the case where the material is thermally anisotropic and homogeneous. Using the equivalent tensor, the 3D domain problem is simplified to a 2D domain problem resulting in less computational requirements for the solution of the problem.
The present research study could be used in a plethora of application, such as the development of carbon fibre reinforced heating elements (direct heating CFRP molds) as well as damage detection in multidirectional composite materials with electrical conductive
reinforcement. / Κατά τη διάρκεια της παρούσας διδακτορική διατριβής, αποδείχθηκε ότι η ηλεκτρική αγωγιμότητα των πολύστρωτων και ηλεκτρικά ανισότροπων υλικών με ίνες άνθρακα, μπορεί να εκφραστεί από έναν ισοδύναμο τανυστή δεύτερης τάξης, ο οποίος είναι το άθροισμα των τανυστών κάθε στρώσης. Ο ισοδύναμος τανυστής ισχύει υποθέτοντας ότι το πάχος συγκριτικά με τις υπόλοιπες διαστάσεις του υλικού είναι πολύ μικρό. Η μαθηματική έκφραση με την οποία μπορεί να προβλεφθεί η ηλεκτρική αγωγιμότητα ενός πολύστρωτου υλικού για οποιαδήποτε αλληλουχία στρώσεων αποδείχτηκε με συστηματικό τρόπο και βασίζεται στην αρχή διατήρησης του ηλεκτρικού φορτίου. Η ηλεκτρική αγωγιμότητα κάθε στρώσης μελετήθηκε πειραματικά στις δύο κύριες διευθύνσεις. Κάθετα στη διεύθυνση των ινών αναπτύχθηκε ένα εμπειρικό μοντέλο πρόβλεψης της ηλεκτρικής αγωγιμότητας συναρτήσει του πάχους της στρώσης, της περιεκτικότητας σε ίνες άνθρακα και της θερμοκρασίας. Σε όλες τις περιπτώσεις μελετήθηκαν πολύστρωτα υλικά ινών άνθρακα χωρίς μήτρα (πορώδης μορφή-CF preforms) και με πολυμερική μήτρα (CFRPs).
Η επιβεβαίωση της εγκυρότητας του ισοδύναμου τανυστή έγινε με τρεις διαφορετικούς τρόπους: α) μέσω μετρήσεων της ηλεκτρικής αντίστασης, για διαφορετικές αλληλουχίες στρώσεων, β) μέσω του φαινομένου Joule, καταγράφοντας και συγκρίνοντας το αναπτυσσόμενο θερμοκρασιακό πεδίο με το θερμοκρασιακό πεδίο που υπολογίζεται αριθμητικά, γ) μέσω τρισδιάστατων αριθμητικών μοντέλων όπου τείνουν στην αναλυτική λύση του δισδιάστατου προβλήματος.
Στη συνέχεια αναπτύχτηκαν ηλεκτροθερμικά μοντέλα με τη μέθοδο των πεπερασμένων διαφορών με σκοπό τη μελέτη του θερμοκρασιακού πεδίου για διαφορετικές αλληλουχίες στρώσεων. Το ηλεκτρικό πρόβλημα εκφράζεται από μία ελλειπτική διαφορική εξίσωση όπου το υλικό είναι ηλεκτρικά ανισότροπο και ομογενές ή μη ομογενές ενώ το θερμικό πρόβλημα είναι θερμικά ανισότροπο και ομογενές. Χρησιμοποιώντας τον ισοδύναμο τανυστή το τρισδιάστατο πρόβλημα μετατρέπεται σε ένα δισδιάστατο πρόβλημα με αποτέλεσμα να απαιτούνται λιγότεροι πόροι για την επίλυση του προβλήματος.
Η συγκεκριμένη εργασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μία πληθώρα εφαρμογών όπως στην ανάπτυξη και στη λειτουργία θερμαινόμενων στοιχείων ενισχυμένων με ίνες άνθρακα (καλούπια όπου το θερμαντικό στοιχείο το αποτελούν οι ίνες άνθρακα) αλλά και στην ανίχνευση βλάβης συνθέτων υλικών με αγώγιμη ενίσχυση.
|
Page generated in 0.0518 seconds