Spelling suggestions: "subject:"ελευθερίας"" "subject:"ελεύθερα""
1 |
Παιδική ελευθερία : μια ερευνητική προσέγγιση για την αίσθηση της ελευθερίας των μαθητών σε πολιτισμικά διαφορετικούς πληθυσμούςΦωκά, Σοφία 05 1900 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται το θέμα της Παιδικής Ελευθερίας. Εξετάζει επί της ουσίας, τη δυνατότητα των μαθητών να είναι ελέυθεροι μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αναλύει το κατά πόσο οι μαθητές μπορούν, στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας και ιδιαίτερα σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα, να εκφράζονται ελεύθερα, να αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους χωρίς περιορισμούς, να ασκούν την κριτική τους ικανότητα, να εκφράζουν την ιδιαίτερη κουλτούρα τους και να συμμετέχουν ελεύθερα σε συλλογικές διαδικασίες στην τάξη. / The present thesis focuses on the issue of children's freedom. It is studied the possibility that students have to be free in the context of the educational process. It examines students' capacity into school in multicultural environment, to express their opinion in a free way, to develop their personality without limits, to be able to criticize situations, to express their culture and be able to take part in group processes into class.
|
2 |
Καντ : από την ελευθερία της βούλησης στην αυτονομίαΚατσαριώτη, Κρυσταλένια 12 April 2013 (has links)
Κύριο θέμα αυτής της εργασίας αποτελεί η καντιανή έννοια της αυτονομίας, υπό την αναγκαία προϋπόθεση της ελευθερίας της βούλησης,η οποία καθιστά δυνατή την επιλογή και ως εκ τούτου την ηθική υπευθυνότητα των ανθρώπων. Το ενδιαφέρον εστιάζεται επίσης, και στην προσπάθεια του Καντ να δείξει ότι η ελευθερία και περαιτέρω η αυτονομία, μπορούν να συμβιβαστούν με το αυστηρό αιτιοκρατικό σύστημα. Eπιπλέον, η εργασία προσφέρει μια διεξοδική ανάλυση βασικών καντιανών εννοιών και επιχειρεί να φέρει στο προσκήνιο την αξία της καντιανής αυτονομίας, τονίζοντας ωστόσο τα ερμηνευτικά θέματα τα οποία εγείρονται. Τέλος, παρουσιάζει δυο θεμελιώδεις, αλλά αντίθετες, προσεγγίσεις της καντιανής αυτονομίας. / The main topic of this thesis is the kantian notion of autonomy, under the necessary presupposition of freedom of the will, which enables individuals to make free choices and consequently, to be morally responsible for these choices. Interest also, focuses on Kant's effort to show that freedom of the will, and further autonomy, can be reconciled with the strict deterministic system. Additionally, it offers an extensive analysis of basic kantian notions and undertakes to bring to the fore the value of kantian autonomy, whilst highlighting the interpretative issues which arise. Finally, it presents two fundamental, but different approaches to kantian autonomy.
|
3 |
Η έννοια του κακού στον Leibniz και τον SchellingΠέτρου, Βερονίκη 07 May 2015 (has links)
Εντός ενός εκτεταμένου φάσματος τόπων και χρόνων της ανθρώπινης διανόησης, τόσο ο ορισμός όσο και η επίλυση του προβλήματος του σχετικού με το κακό θα αναζητούνται διακαώς και αδιαλείπτως. Τα πλέον κεντροβαρή θέματα, τα οποία θα αποτελέσουν τα κλειδιά για τη διάνοιξη μίας ικανοποιητικής κατανόησης σχετικά με το διαχρονικό ρίζωμα του κακού εντός της κοσμικής ολότητας, επιβάλλουν τη διερεύνηση της σχέσης της ύψιστης οντότητας με αυτό, όπως και της πεπερασμένης έλλογης οντότητας με την ελευθερία της, έστω και εάν η ελευθερία αυτή αποδειχθεί εντέλει δυνητική, ενδεχομένως ανύπαρκτη.
Επικεντρωμένη στα κορυφαία έργα: Essais de Théodicée sur la Bonté de Dieu, la Liberté de l'Homme et l'Origine du Mal (Δοκίμια Θεοδικίας για την Καλοσύνη του Θεού, την Ελευθερία του Ανθρώπου και την Καταγωγή του Κακού) (1710) του Gottfried Wilhelm Leibniz [Λάιμπνιτς, 1646‒1716] και Philosophische Untersuchungen Über das Wesen der Menschlichen Freiheit und die Damit Zusammenhängenden Gegenstände (Φιλοσοφικές Έρευνες για την Ουσία της Ανθρώπινης Ελευθερίας και Περί Συναφών Θεμάτων) (1809) του Friedrich Wilhelm Joseph Schelling [Σέλλινγκ, 1775–1854], στα πλαίσια της κοσμοθεωρίας του καθενός στοχαστή, η παρούσα εργασία επιχειρεί σε δύο κύρια μέρη να αναδείξει το σχεσιακό πλέγμα επί του οποίου δομείται μία, όσο το δυνατόν περισσότερο, σαφής έννοια του κακού. Επιπρόσθετα, η εκπόνησή της φιλοδοξεί στον εντοπισμό των πιθανών σημείων επαφής–απόκλισης αναφορικά με τη συγκεκριμένη έννοια.
Το πρώτο μέρος της εργασίας αφορά την έννοια του κακού που θα δεχθεί επεξεργασία, θα αποσαφηνιστεί και θα επικρατήσει στη σκέψη του Leibniz. Κάτι τέτοιο κρίνεται ως εφικτό κυρίως μέσω της παρουσίασης, όπως και της διευκρίνισης των δύο βασικών επιχειρημάτων που θεμελιώνουν το εγχείρημα της θεοδικίας, δηλαδή του κακού εντός των ορίων της Θεωρίας του Καλύτερου Δυνατού Κόσμου και του κακού ως έλλειψης. Θεωρείται απαραίτητο το να διερευνηθούν λεπτομερώς οι συσχετίσεις της θεϊκής και της ανθρώπινης οντότητας με το κακό, όπως και η μεταξύ των δύο οντοτήτων διασύνδεση. Η προσπάθεια αυτής της διερεύνησης διεξάγεται στα πλαίσια της κοσμοθεώρησης του Leibniz η οποία άπτεται της περίοπτης θέσης της Μονάδας [La Monade], όπως και της Προδιατεταγμένης Αρμονίας [Le Système de l'Harmonie Préétablie] εντός αυτής.
Ο λαϊβνίτειος Θεός, ο δημιουργός, κατόπιν ο συντηρητής της κοσμικής ολότητας, κατέχει τη δύναμη και τη γνώση για να καταστρώσει, να πραγματώσει ελεύθερα το υπέρτατο σχέδιό του για έναν κόσμο που θα είναι ο καλύτερος δυνατός στη σύγκρισή του με τον οποιονδήποτε. Μόνο που το εν λόγω σχέδιό του φέρει ένα άκρως σημαντικό ψεγάδι που, αναφορικά με όλα ανεξαιρέτως τα «γνώριμα» όντα που βιώνουν το συγκεκριμένο συμπαντικό μοντέλο, διαβρώνει στον μέγιστο βαθμό την εικόνα που τείνει προς την τελειότητα. Αυτό το διαχρονικά αξιόμεμπτο ελάττωμα του συστήματος θα είναι το κακό [le mal]. Η Θεοδικία θα επιχειρήσει τη διεισδυτική προσέγγισή της στην έννοια, τη φύση και την προέλευση του κακού σε συνάρτηση με τον Θεό και τον άνθρωπο, συντάσσοντας συνάμα τη δεξιοτεχνικά δομημένη απάντηση στους διάφορους επικριτές της, στους φιλοσόφους μα και τους θεολόγους οι οποίοι θα επιμείνουν αφενός στο ασύμβατο της θεϊκής φύσης με το κακό, αφετέρου στο δισυπόστατό της.
Πριν από την έναρξη του δεύτερου μέρους το οποίο θα επικεντρωθεί στην έννοια του κακού βάσει της συλλογιστικής γραμμής του Schelling, στο κεφάλαιο «O Schelling για το “Κακό” του Leibniz» αντιπαρατίθεται το κακό τής ισχυρά ενεργής πνευματικής δύναμης στον αντίποδα της αντίστοιχης λαϊβνίτειας όψης, της βασισμένης σε ένα κακό στερημένο και συνάμα ελλειπτικό. Αυτή η αντιπαράθεση αποσκοπεί στην ανάδειξη των σημείων τομής, υπό την προϋπόθεση του ότι θα ληφθούν επίσης υπόψη τα διαφορετικά πλαίσια εντός των οποίων εκτυλίσσεται το έργο του καθενός στοχαστή: εκκινώντας από τον ενστερνισμό ενός αμετάκλητου Θεϊσμού προς την, μετέπειτα από έναν αιώνα, ενδυνάμωση, κατόπιν ακόμα και υπέρβαση των ορίων του Γερμανικού Ιδεαλισμού.
Στην Εισαγωγή της πραγματείας για την Ουσία της Ανθρώπινης Ελευθερίας, ο Schelling προαναγγέλλει τη στροφή, την πρωτότυπη μα συνάμα και προκλητική, στο ξετύλιγμα των διαδρομών της έρευνάς του: το ξερίζωμα της παραδοσιακής τοποθέτησης του πνεύματος αντιμέτωπου με το υποθετικά άλογο της φύσης και την αντικατάστασή του με το, εξίσου υποθετικά αντιθετικό, ζεύγος αναγκαιότητα–ελευθερία. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ολοκληρωτικής αυτής σάρωσης του εσώτερου φιλοσοφικού κέντρου, η πρωταρχική τοποθέτηση του καινοτόμου δίπολου θα ταλανίζει, χωρίς τη δυνατότητα απόρριψης ούτε του ενός ούτε του άλλου πόλου, εντατικά και επίμονα τους προβληματισμούς του Γερμανού φιλοσόφου.
Διαποτισμένη από μία εσώτερη πανίσχυρη βουλητική δραστηριότητα, η δυνατότητα για την ανθρώπινη ελευθερία περιστρέφει τον κύριο άξονα της πραγματείας, ενσωματώνοντας τη βαθειά απόφαση για το καλό, μα συνάμα και για το κακό ως την ειδοποιό διαφορά, σε σύγκριση με τη θεϊκή και όλες τις υπόλοιπες οντότητες, του ανθρώπινου Wesen, δηλαδή του είναι που συγκρατεί το ανθρώπινο μαζί με την ιδιαίτερη ελευθερία η οποία ουσιαστικά διεκδικεί την ιδέα του ανθρωπισμού. Ο ίδιος ο Schelling επισημαίνει πως στην πραγματεία του θα εκφράσει τη διαλογική γένεση των πάντων μέσα στο κείμενο.
Σε μία έτερη ερμηνευτική διαδρομή της ανάγνωσης του κορυφαίου αυτού φιλοσοφικού κειμένου, ο Wirth θα παραλληλίσει την εν λόγω γένεση με διαλεκτική καταιγίδα εν μέσω της διαφωνίας και της ανισορροπίας του Wesen, το οποίο εξάλλου, σε τελική ανάλυση, αναδεικνύεται μέσα από αυτήν τη λεκτική ρευστότητα. Μα θα είναι ο φιλόσοφος, εντέλει, εκείνος που θα γνωρίσει το ανέφικτο της όποιας απόπειρας για την εξ ολοκλήρου ιδιοποίηση του εννοιολογικού πλέγματος μίας τόσο αρχέγονης υφής, καθόσον ο διάλογος εκτυλίσσεται μεταξύ συνομιλητών που δεν είναι του ίδιου είδους. Μάλλον φαντάζει σαν κάποια στιχομυθία στην απόπειρα της επικοινωνίας με την ίδια τη φύση. σα να μιλά το φως με το κεκαλυμμένο, και μόνιμο, σκοτάδι του, και εκείνο να απαντά (Jason M. Wirth, The Conspiracy of Life ‒Meditations on Schelling and His Time, State University of New York Press, USA, 2003, σ.σ. 158‒160). / Within an extended spectrum of places and times of the human intellect, both the definition and the solution of the problem of evil will continuously and eagerly be sought. The most important issues, that form the key for the opening of a satisfactory understanding concerning the timeless evil's rootstock in the cosmic totality, impose the investigation of the relationship between the supreme entity with evil, just as the relationship between the finite rational entity with its freedom, even if this freedom is ultimately proven potential, possibly non-existent.
Focused on the outstanding works: Essais de Théodicée sur la Bonté de Dieu, la Liberté de l'Homme et l'Origine du Mal (Essays of Theodicy on the Goodness of God, the Freedom of Man and the Origin of Evil) (1710) by Gottfried Wilhelm Leibniz (1646‒1716) and Philosophische Untersuchungen Über das Wesen der Menschlichen Freiheit und die Damit Zusammenhängenden Gegenstände (Philosophical Investigations into the Essence of Human Freedom and Related Matters) (1809) by Friedrich Wilhelm Joseph Schelling (1775‒1854), the present paper attempts, in two main parts within the framework of each thinker's worldview, to feature the relational grid upon which has been structured a definite, as far as possible, sense of evil. Additionally, this paper aims to identify possible points of contact‒deviation regarding this specific concept, mainly within their stated works.
The first part of this thesis concerns the concept of evil that will be edited, elucidated, and also will be prevailed on the thought of Leibniz. This has been considered possible primarily through the presentation, as well as the clarification of the two key arguments that ground the operation of theodicy: evil within the Best of All Possible Worlds Theory and evil as a deficiency. It is essential to investigate in detail the correlations of the divine and the human being with evil, as well as the two entities interconnection. The essay of this investigation is conducted within the cosmic view of Leibniz which relates to the prominence of the Monad [La Monade], just as the Pre-established Harmony [Le Système de l'Harmonie Préétablie] therein.
The leibnizian God, the creator, then the cosmic whole maintainer, possesses the power and the knowledge to design, to realize freely his ultimate plan for a world that will be the best possible, comparing to any other. Though his project has a very important flaw which, at least for all, without any exception, its “familiar” beings that are experiencing this universal model, corrupts at the fullest extent the image which tends towards perfection. Evil [le mal] will be this timeless censurable fault within the system. The theodicy will attempt its penetrating approach to the conception, nature and origin of evil in relation to God and man, by composing the skillfully structured response to various critics, philosophers and theologians who will insist on both the incompatible of the divine nature with evil, and on the possibility of God's two natures.
Before the beginning of the second part, which will be focused on the concept of evil under the line of Schelling's reasoning, in chapter “ Schelling On Leibniz's 'Evil' ”, an evil of a powerful active spiritual power confronts the corresponding leibnizian aspect, based on a deprived yet elliptical evil. This debate aims to highlight the sectional points, provided that is also needed to take into account the different contexts within which each thinker's philosophical work is unfolding: starting from the embracement of a irrevocable Theism to, a century later, the reinforcement, then even the transcendence of the limits of German Idealism.
In the essay's Introduction on the Essence of Human Freedom, Schelling foreshadows the turn, both innovative yet provocative, during the unraveling of the inquiry's paths: the uprooting of spirit's traditional placement be faced with the hypothetical irrational nature and its replacement by the equally hypothetical oppositional pair of necessity‒freedom. Throughout the duration of this thoroughgoing total screening of the inner philosophical center, the central placement of the innovative dipole will torment, without the possibility of rejection either one or the other pole, intensively and persistently Schelling's thoughts.
Permeated by a mighty inner volitional activity, human freedom's potential rotates the main axis of the treatise, incorporating profound decision for good, but at the same time for evil as the determinant distinction, both from divine and all the other entities of the human Wesen ‒of being which is holding together the humane with the particular freedom that claims the very idea of humanity. Schelling himself points out the essay as a dialectical genesis of everything within the text.
In a parallel interpretive course that will be followed by reading this philosophical masterpiece, Wirth will compare that genesis with a dialectical storm amid the discordance and the imbalance of Wesen, which furthermore, in the final analysis, will be emerged through this verbal fluidity. But the very philosopher knows that it's not achievable to have totally appropriated the conceptual grid of this so much primitive texture, whereas the dialogue unfolds between interlocutors not of the same kind. Probably it is showing more like some crosstalk attempting communication with nature itself; it is like light addressees to its disguised and permanent darkness, and darkness responds (Wirth, 2003, p.p. 158‒160).
|
4 |
Ελευθερία και αναγκαιότητα κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή : προς μία οντολογία του προσώπου / Freedom and necessity in Maximus the Confessor : towards an ontology of the personΚαψιμαλάκου, Χριστίνα 17 September 2012 (has links)
Αντικείμενο της διδακτορικής αυτής διατριβής είναι το πρόβλημα περί της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, σε σχέση με την παρουσία της θείας προνοίας στη ζωή του όπως διατυπώνεται από τον Μάξιμο τον Ομολογητή (580-662), οπότε αναγκαίως εισήχθη στη συζήτηση και το μεταφυσικό στοιχείο με τις γενικές οντολογικές προκείμενες που το διέπουν και τις ειδικές κοσμολογικές που το ακολουθούν.
Τα κύρια σημεία που επιχειρούμε να αναδείξουμε, ως ερευνητικά προς εξειδίκευση ζητήματα, με συνοπτικό τρόπο είναι τα εξής: α΄. Ο άνθρωπος έχει τις προϋποθέσεις να φέρει στο προσκήνιο με ποιοτικούς όρους την ύπαρξή του υπό την οπτική του προσώπου, κατ’ αναλογίαν με τα Πρόσωπα της τριαδικής θεότητας, να πραγματοποιήσει δηλαδή τη ζωή ως αγάπη, δηλαδή ως ελευθερία και όχι ως φυσική αναγκαιότητα. β΄. Ο Θεός ελεύθερα δημιουργεί τον κόσμο και ανάγει το είναι στην ελευθερία, θέτοντας νέα δεδομένα στην οιονεί λογοκεντρική αναγκαιότητα που κατά περιπτώσεις παρουσιάζεται στην αρχαία ελληνική διανόηση της κλασικής περιόδου, παρά το ότι δεν πρέπει να μάς διαφεύγει ότι ο Δημιουργός στον πλατωνικό Τίμαιον διέπεται από προκεχωρημένο βαθμό ελεύθερων προσωπικών επιλογών. Γίνεται λόγος από τον Αθηναίο φιλόσοφο για ένα θείο πρόσωπο που βούλεται, βουλεύεται και κινείται με αισθητικά κριτήρια, τα οποία δεν υποτάσσονται σε αναγκαιότητες. Σημειωτέον μάλιστα ότι και ο νεοπλατωνικός Πρόκλος (412 - 485) επιμένει έτι περαιτέρω στις εν λόγω καταστάσεις. Η χριστιανική θεώρηση όμως της δημιουργίας διευρύνει σε μέγιστο βαθμό το βουλητικό και το βουλευτικό περιεχόμενο της θείας ενέργειας. Το κεφαλαιώδες μάλιστα μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας και ενανθρωπήσεως του θείου Λόγου, δηλώνει ακριβώς τη μεταμόρφωση του αιτιατού υπό τους όρους του αιτίου του. γ΄. Ο άνθρωπος διαθέτει φύσει – οντολογικά – ελευθερία βουλήσεως, και έτσι ενισχύεται εξ ορισμού το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας του και διασφαλίζεται το αυτεξούσιό του, ανεξάρτητα από το πώς θα το κατανοήσει και θα το προβάλει. δ΄. Η ανθρώπινη φύση φθάνει στην πληρότητά της ή στο καθ’ ομοίωσιν, διά της ελευθερίας του προσώπου, εφ’ όσον το ίδιο χρησιμοποίησε το αυτεξούσιον του προς την πραγμάτωση του αγαθού. Πρόκειται για μία ρήτρα που κινείται στον άξονα μιας απόλυτης συμμετρίας, καθότι η μία έννοια (αγαθόν) θέτει δι’ αμέσου συνεπαγωγής και την παρουσία της δεύτερης (ελευθερία) ή και αντιστρόφως.
Τέλος, προκειμένου να αναδείξουμε ευρύτερα την σχέση ελευθερίας –αναγκαιότητας, επιχειρήσαμε σε ορισμένες περιπτώσεις να την εντοπίσουμε, στις γενικές διατυπώσεις της, και στον χώρο του Νεοπλατωνισμού, και ιδιαίτερα στον Πρόκλο, ο οποίος έχει επεξεργασθεί συστηματικά το ζήτημα στα σχόλιά του στους Πλατωνικούς διαλόγους Αλκιβιάδης Α’, κυρίως, Πολιτεία και Τίμαιος, στα οποία μάλιστα αναπτύσσει μία γενικευμένη ανθρωπολογία. Μέσα από τις εν λόγω αναφορές, άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα, επιχειρήσαμε να διατυπώσουμε εκτιμήσεις για το φιλοσοφικό βάθος του στοχασμού του Μαξίμου, ο οποίος κινείται κυρίως στον θεολογικό άξονα έρευνας. Σε ορισμένα, επίσης, σημεία εξετάσαμε και τις σχέσεις του με την ηθική του Αριστοτέλη, κυρίως ως προς την έννοια της προαίρεσης. Τέλος οι αναφορές μας στους Στωικούς κυρίως είχαν ως βάση τις ανθρωπολογικές –ηθικές κατηγορίες του «ἐφ’ ἡμῖν» και του «οὐκ ἐφ ἡμῖν». / The subject of this doctoral dissertation is the problem of human free will in relation to the presence of divine providence in human life as is formulated by Maximus the Confessor. In this discussion the metaphysical element was necessarily introduced, together with the general ontological premises pertaining to it and the particular cosmological premises following it.
The main points we attempt to illuminate, as particular research topics, are concisely the following: (a) A human being has the presuppositions to bring to the fore his existence in qualitative terms under the perspective of the person, in a way analogous to the Persons of the triadic God, so as to realize life as love, i.e. freedom, and not as a natural necessity. (b) God freely creates the world and reduces being to freedom, thus imposing a new frame to the virtually rationalistic necessity which in certain cases appears in the ancient Greek thought of the classical period, even though it should not escape our notice that the Demiurge in the Platonic Timaeus enjoys freedom of personal choice to a greater degree. The Athenian philosopher discusses a deity who wills, deliberates and moves by means of application of aesthetic criteria, which are not subject to necessities. It should be noted that the Neoplatonist Proclus (412-485) insists further on these conditions. However, the Christian consideration of creation enhances to a maximum degree the presence of will and deliberation in the divine energy. The mystery of the incarnated economy and of the human form of the divine Word, which is of utmost importance, exactly declares the transformation of the effect in terms of its own cause. (c) The human being by nature - ontologically -possesses freedom of will, and thus by definition the right of personal freedom is reinforced and secured, independently of the way it will be comprehended and projected, (d) Human nature reaches its completion or the likeness to God by means of the freedom of person, since the latter itself used its free will for the realization of the Good. This is a clause which moves within the frame of an absolute symmetry, even though the first concept (Good) directly entails as well the presence of the second (Freedom) and vice versa.
Finally, in order to show the wider relation between freedom and necessity, we attempted to identify its general formulations in certain cases in the field of Neoplatonism, as well, and particularly in Proclus, who systematically dealt with this topic in his commentaries on the Platonic dialogues Alcibiades I, mainly, Republic and Timaeus, where he develops a generalized anthropology. Throughout these references, either clearly or indirectly, we attempted to formulate evaluations as to the philosophical depth of the thought of Maximus, who mainly moves within the frame of theological research. In certain cases we also examined his relation with Aristotelian ethics, mainly concerning the concept of choice. Finally, our references to the Stoics were mainly based on the anthropological - moral categories of that which is in our power (ἐφ’ ἡμῖν) and that which is not (οὐκ ἐφ’ ἡμῖν).
|
5 |
Dialogue, philosophie, éducation et conscientisationPetimeza, Chrisoula 04 1900 (has links)
No description available.
|
Page generated in 0.0215 seconds