21 |
Στρατηγική οργάνωσης και διοίκησης των νέων τεχνολογιών στις μικρομεσαίες επιχειρήσειςΠαπασταθόπουλος, Αβραάμ 11 January 2010 (has links)
Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται το θέμα της επιχειρησιακής στρατηγικής των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜΜΕ), καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίο οι ΤΠΕ επηρεάζουν στην πραγματικότητα την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των ΜΜΕ. Ο λόγος που στρέψαμε το ερευνητικό ενδιαφέρον μας στις ΜΜΕ έγκειται στη κοινή παραδοχή ότι συμβάλλουν αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη, την παραγωγή, την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση καθώς επίσης στην αποκέντρωση και την κοινωνική συνοχή. Επίσης, λειτουργούν ως φυτώρια νέων επιχειρήσεων, καινοτόμων ειδών και εφαρμογών, ευέλικτων επιχειρηματικών σχημάτων, εξυπηρέτησης τοπικών αναγκών καθώς και χωροταξικής κατανομής θέσεων απασχόλησης και εισοδήματος. Από την άλλη, η αναγκαιότητα ύπαρξης μιας σύγχρονης τεχνολογικής υποδομής στο επιχειρηματικό περιβάλλον θεωρείται πλέον μία αυτονόητη αξία, καθώς συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας μιας επιχείρησης, ενώ, ταυτοχρόνως της παρέχει την απαιτούμενη ευελιξία για να προσαρμόζεται στις ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς.
Για την βιβλιογραφική ανασκόπηση του θέματος βασιστήκαμε σε μεγάλο αριθμό επιστημονικών μελετών καθώς και στη μελέτη σχετικών ερευνών με το αντικείμενο της έρευνάς μας. Η συλλογή των πρωτογενών στοιχείων πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων και με τη χρήση δομημένου ερωτηματολόγιου στο χώρο εργασίας των ερωτώμενων. Από τις εκατό ΜΜΕ που προσεγγίσαμε, αποκρίθηκαν θετικά για συμμετοχή στην έρευνας μας οι πενήντα τέσσερις (54). Η επιλογή του δείγματος έγινε με τυχαία στρωματοποιημένη δειγματοληψία στους Νομούς Αττικής, Θεσσαλονίκης, Αχαΐας και Ηρακλείου.
Η εμπειρική ανάλυση ανέδειξε σημαντικά στατιστικά στοιχεία για την χρήση των ΤΠΕ στις διάφορες κατηγορίες των ΜΜΕ και στους τέσσερις κλάδους οικονομικής δραστηριότητας που έλαβαν μέρος στην έρευνα μας. Επίσης, σημαντικές στατιστικές υποθέσεις ελέγχτηκαν για την εξακρίβωση της σχέσης-εξάρτησης μεταξύ των ΤΠΕ και των διαφορετικών κατηγοριών και των κλάδων των ΜΜΕ. Εν συνεχεία, η ταξινόμηση των ΤΠΕ καθώς και η δημιουργία των νέων οργανωτικών δομών (ΤΠΕ-Οργανωτικές δομές – οργανωτικές δομές που προέκυψαν ανάλογα με το είδος των ΤΠΕ που έχουν υιοθετηθεί από τις ΜΜΕ) μας έδωσαν την ευκαιρία για περαιτέρω στατιστικούς ελέγχους καθώς και την δυνατότητα δημιουργίας τριών υποδειγμάτων, εκ των οποίων, το πρώτο εξετάζει την πιθανότητα ανάπτυξη των ΜΜΕ μέσω των ΤΠΕ, το δεύτερο υπόδειγμα εξετάζει την επίδραση των ΤΠΕ-οργανωτικών δομών και των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας στις επενδύσεις σε ΤΠΕ από τις ΜΜΕ και το τρίτο υπόδειγμα εξετάζει την επίδραση από την ύπαρξη συγκεκριμένης στρατηγικής υιοθέτησης και χρήσης των ΤΠΕ και των νέων ΤΠΕ-οργανωτικών δομών στις επενδύσεις σε ΤΠΕ από τις ΜΜΕ. / The present doctoral thesis deals with the subject of Strategic Management of Technologies of Information technology and Communications (ICT) in Small to medium-sized Enterprises (SME), as well as the way in which the ICT influence actually the growth and the competitiveness of SME. The reason, we turned our inquiring interest in the SME lies in the common admission that small and medium sized enterprises decisively contribute to economic development, production, competitiveness, employment, as well as decentralization and social coherence. They also function as the seedbed of new enterprises, innovative products and applications, flexible business forms, servicing of local needs and a zoning plan for the distribution of employment and income. On the other hand, the existence necessity of a modern technological infrastructure is considered as an obvious value in the enterprising environment, as contributes to the increase of productivity and the competitiveness of enterprise. At the same time, new technological inventions give the necessary flexibility to SME for adapting themselves rapidly to the altering conditions of markets.
PhD combines a significant literature review of relevant journal publications with primary data collected from the various SMEs. A joint methodology of fully-structured questionnaire and in-depth interviews was selected as the primary research instrument in order to gain as broad a view as possible of the issues surrounding application of ICT. A total of 100 companies was selected and letters were sent out requesting an interview, while follow-up telephone calls by the researchers negotiated access to each business. Fifty-four SMEs were positive responded. A stratified random sample of SMEs was drawn among a spectrum of SMEs in the Prefectures of Attica, Thessaloniki, Achaia and Heraclion.
The empirical analysis brought out important statistical elements in the use of ICT for the various categories of SME in the four sectors of economic activity. Also, important statistical hypotheses were tested for the verification of the relationship-dependence between the ICTs and SMEs. The classification of ICT and the creation of new organizational forms (ICT-organizational forms, which have been come from the type of ICT that have been adopted by the SME) offered us the opportunity for further statistical tests as well as the capability for the creation of three models. The first model examines the probability of small firm’s development through the effective-efficient use of ICT (The potential for development of the SMEs was evaluated through a model of binomial logistic regression). The second model examines the influence of ICT-Organizational Forms and Industry Sectors on ICT-Investments, and, the third model tests the influence of ICT-Organizational Forms & ICT-Strategy (SMEs, which have set up a specific strategy for the adoption and use of ICTs) on ICT-Investments in SME sector. (The influence of ICT-Organizational Forms was evaluated through a model of a two-way Analysis of Variance-ANOVA).
|
22 |
Μεθοδολογικό πλαίσιο υποστήριξης της εξόρυξης γνώσης από δεδομένα με την χρήση αρχών της πολυκριτήριας ανάλυσης αποφάσεωνΜαστρογιάννης, Νικόλαος 11 January 2010 (has links)
Η εξόρυξη γνώση από δεδομένα είναι μια νέα και δυναμική τεχνολογία που βοηθάει τις επιχειρήσεις να επικεντρωθούν στην σημαντική πληροφορία που βρίσκεται μέσα στις αποθήκες δεδομένων τους, αναζητώντας κρυμμένα πρότυπα και ανακαλύπτοντας πληροφορίες που οι ειδικοί μπορεί να χάσουν ή να παραβλέψουν. Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί πλήθος αλγορίθμων της εξόρυξης δεδομένων, οι οποίοι ακολουθούν διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζουν σημαντική ποικιλία εφαρμογών. Η προσπάθεια ωστόσο για βελτιωμένους και αποδοτικότερους αλγορίθμους συνεχίζεται.
Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει σαν βασικό της στόχο να συνεισφέρει στην προσπάθεια αυτή, βελτιώνοντας και ενισχύοντας την θεωρητική θεμελίωση υφιστάμενων αλγορίθμων της εξόρυξης δεδομένων. Ειδικότερα, μέσα από μια διαφορετική λογική, η οποία βασίζεται σε έννοιες και διαδικασίες της πολυκριτήριας ανάλυσης αποφάσεων, και ειδικότερα της μεθόδου ELECTRE I της θεωρίας των σχέσεων υπεροχής, η διδακτορική διατριβή αναπτύσσει ένα νέο μεθοδολογικό πλαίσιο για την εξόρυξη δεδομένων. Ενσωματώνοντας στην συνέχεια αυτό το μεθοδολογικό πλαίσιο σε υφιστάμενους αλγορίθμους, δημιουργούνται ουσιαστικά νέοι, αποτελεσματικότεροι και ακριβέστεροι αλγόριθμοι, για επιμέρους διαδικασίες και εφαρμογές της εξόρυξης δεδομένων.
Πιο συγκεκριμένα, το προτεινόμενο μεθοδολογικό πλαίσιο, εφαρμόστηκε, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις, στις διαδικασίες της ταξινόμησης και της ομαδοποίησης κατηγορικών αντικειμένων, μέσω των μεθόδων CLEDM και CLEKMODES, αντίστοιχα. Τα καλά αποτελέσματα από την εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων σε μια σειρά ευρέως χρησιμοποιούμενων βάσεων δεδομένων, σε συνδυασμό με την δυνατότητα επέκτασης του μεθοδολογικού πλαισίου και σε άλλες διαδικασίες της εξόρυξης δεδομένων, διαμορφώνουν ένα νέο «υβριδικό» πεδίο έρευνας. Το πεδίο αυτό, αφενός έχει την δυναμική παραγωγής συνεχώς καλύτερων αλγορίθμων για την εξόρυξη δεδομένων, αφετέρου μπορεί να εξερευνήσει εις βάθος και να τυποποιήσει περαιτέρω την αλληλεπίδραση της εξόρυξης δεδομένων με την πολυκριτήρια ανάλυση αποφάσεων. / Data mining is a new and advancing technology that helps corporations to focus on the most important pieces of information stored in their data warehouses. In particular, data mining searches for hidden patterns and is able to discover information that otherwise could be missed or overlooked by experts. During the last years, a series of data mining algorithms has been developed. These algorithms are based on different methodological patterns and they can be implemented to solve a large variety of applications. However, the effort to build more advanced and efficient data mining algorithms has never stopped.
The goal of this PhD thesis is to significantly contribute to the above effort by enhancing and improving the theoretical framework of existing data mining algorithms. More specifically, a different theoretical perspective is introduced, that is based on concepts and procedures of multicriteria analysis and in particular the ELECTRE I method of the outranking relations theory. Consequently, the PhD thesis develops a new methodological framework for data mining that can be incorporated to existing algorithms. This incorporation essentially develops new, more effective and accurate data mining algorithms, for a series of tasks and applications.
In particular, the proposed methodological framework was applied, properly modified, to the tasks of classification and clustering, through the CLEDM and CLEKMODES methods, respectively. The good results of these methods in a series of widely used databases, and the perspective of expanding the new methodological framework to other data mining tasks as well, are able to introduce a new “hybrid” research field. This research field has the potential of producing better data mining algorithms and furthermore the potential to thoroughly explore and further formalize the interaction of data mining and multicriteria analysis.
|
23 |
Optimization of cDNA microarray image analysis methods / Βελτιστοποίηση της επεξεργασίας εικόνας μικροσυστοιχιών DNAΔασκαλάκης, Αντώνιος 03 May 2010 (has links)
The expression of genetic information, in all organisms, might be characterized as in a constant state of flux with only a fraction of the gene within a genome being expressed at any given time. The genes’ expression pattern reflects the response of cells to stimuli that control growth, development and signal environmental changes. Understanding genes’ expression at the level of transcription and/or other stages of gene regulation at the mRNA level (half life of mRNA, RNA production from primary transcript) might reveal insights into the genes expression mechanisms that control these changes.
With the DNA microarray technology researchers are now able to determine, in a single experiment, the gene expression profiles of hundreds to tens of thousands of genes in tissue, tumors, cells or biological fluids. Accordingly, and since the patterns of gene expression are strongly functionally correlated, microarrays might provide unprecedented information both on basic research (e.g. expression profiles of different tissues) and on applied research (e.g. human diseases, drug and hormone action etc).
While the simultaneous measurement of thousands of gene expression levels potentially serves as source of profound knowledge, genes quantification (i.e. extraction of the genes expression levels) is confounded by various types of noise originating both from the microarray experimental procedure (e.g. sample preparation) and the probabilistic characteristics of the microarray detection process (e.g. scanning errors). The “noisy” nature of the measured gene expression levels obscures some of the important characteristics of the biological processes of interest. The latter, as a direct effect, renders the extraction of biological meaningful conclusions through microarray experiments difficult and affects the accuracy of the biological inference. Thus, as a major challenge in DNA microarray analysis, and especially for the accurate extraction of genes expression levels, might be considered the effective separation of “true” gene expression values from noise.
Noise reduction is an essential process, which has to be incorporated into the microarray image analysis pipeline in order to minimize the “errors” that propagate throughout the microarray analysis pipeline and, consequently, affect the extracted gene expression levels. A possible solution, as proposed in previous studies, for addressing microarray image noise is image enhancement. Results of these studies have indicated a superior quality of the enhanced images, without however examining whether enhancement leads to more accurate spot segmentation or reduces the variability of the extracted gene expression levels.
As foresaid, noise also complicates the extraction of meaningful biological conclusions. While more advanced methods have been introduced [28-32] that attempt to prevent the noisy set of genes from being grouped, there is a lack of consensus among experts on the selection of a single method for determining meaningful clusters of genes. The latter, directly affects the biological inference, since different number of clusters are produced when different clustering techniques or either different parameters in the clustering algorithms are utilized.
Thus, it turns up that it is not only important to assess the performance of each analysis stage independently (i.e. whether the techniques employed in the microarray analysis pipeline provide accurate extracted gene expression levels or the clustering techniques group biologically related genes) but it is also necessary to ensure an acceptable performance of all steps, as a whole, in terms of biologically meaningful information.
This thesis has been carried out towards the development of a complete microarray image processing and analysis framework in order to improve the extraction and, consequently, the quantification of gene expression levels on spotted complementary DNA (cDNA) microarray images. The aims of the present thesis are: a) to model and address the effects of cDNA microarray image noise in such a way that it will increase the accuracy of the extracted gene expression levels, b) to investigate the impact of noise and facilitate genes expression data analysis in order to allow biologists to develop an integrated understanding of the process being studied, c) to introduce a semi-supervised biologically informed criterion for the detection of meaningful biological clusters of genes that answer specific biological questions, d) to investigate the performance and the impact of various state-of-art and novel cDNA microarray image segmentation techniques in the quantification of genes expression levels
For exploring all of these aspects, a complete and robust framework of microarray image processing and analysis techniques was designed, built and implemented. The framework incorporated in the microarray analysis pipeline a novel combination of image processing and analysis techniques originating from the comprehensive quantitative investigation of the impact of noise on spot segmentation, intensity extraction and data mining. Additionally, novel formulations of known image segmentation techniques have been introduced, implemented and evaluated in the task of microarray image segmentation. The usefulness of the proposed methods has been validated experimentally on both simulated and real cDNA microarray images. / Η έκφραση της γενετικής πληροφορίας, σε όλους τους οργανισμούς, χαρακτηρίζεται από μια σταθερή κατάσταση «ροής» στην οποία όμως μόνο ένα μέρος του γονιδίου μέσα στο γονιδίωμα (genome) εκφράζεται ανά χρονική στιγμή. Το γονιδιακό μοτίβο έκφρασης (gene expression pattern or gene expression profile) θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντανακλά την αντίδραση των κυττάρων στα διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα. Για να μπορέσουν να απαντηθούν ερωτήματα σχετικά με τους μηχανισμούς που επηρεάζουν και μεταβάλλουν τη γονιδιακή έκφραση ανάλογα με το εξωτερικό ερέθισμα είναι απαραίτητη η μελέτη της γονιδιακής έκφρασης σε μεταγραφικό επίπεδο (transcription level) ή/και άλλα στάδια (παράγοντες) που ρυθμίζουν τη γονιδιακή έκφραση (gene regulation) σε επίπεδο mRNA.
Με τη χρήση της τεχνολογίας των μικροσυστοιχιών, οι ερευνητές έχουν πλέον τη δυνατότητα να μελετήσουν ταυτόχρονα την γονιδιακή έκφραση δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων γονιδίων σε ιστούς, κύτταρα όγκους κλπ με τη χρήση ενός και μόνο πειράματος. Κατά συνέπεια, και από τη στιγμή που τα γονιδιακά μοτίβα έκφρασης συσχετίζονται έντονα λειτουργικά (functionally correlated), η τεχνολογία των μικροσυστοιχιών παρέχει ανεκτίμητης αξίας πληροφορίες που μπορούν να δώσουν ώθηση τόσο στην ανάπτυξη της βασικής έρευνας π.χ. μελέτη των γονιδιακών προφίλ έκφρασης διαφορετικών ιστών όσο και στην ανάπτυξη της εφαρμοσμένης έρευνας π.χ. μελέτη ασθενειών, δράση φαρμάκων και ορμονών κλπ.
Παρά τη δυνατότητα που παρέχει η τεχνολογία των μικροσυστοιχιών για την ταυτόχρονη μέτρηση των επιπέδων έκφρασης χιλιάδων γονιδίων, η ποσοτικοποίηση της γονιδιακής έκφρασης (δηλ. η εξαγωγή των επιπέδων έκφρασης των γονιδίων), επηρεάζεται από τους διάφορους τύπους θορύβου που υπεισέρχονται τόσο κατά την πειραματική διαδικασία κατασκευής των μικροσυστοιχιών (π.χ. προετοιμασία δειγμάτων) όσο και από τα πιθανοκρατικά χαρακτηριστικά που διέπουν τη διαδικασία ανίχνευσης (microarray scanning procedure) των μικροσυστοιχιών (π.χ. λάθη ανίχνευσης). Η «θορυβώδης» φύση των γονιδίων και κατά συνέπεια των μετρούμενων γονιδιακών εκφράσεων «κρύβει» (obscure) μερικά από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά των βιολογικών διαδικασιών ενδιαφέροντος και καθιστά δύσκολη την εξαγωγή χρήσιμων βιολογικών συμπερασμάτων.
Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι η μείωση του θορύβου είναι μια πολύ σημαντική διαδικασία η οποία θα πρέπει να ενσωματωθεί στην αλγοριθμική μεθοδολογία που μέχρι στιγμής χρησιμοποιείται για την εξαγωγή των γονιδιακών εκφράσεων από τις εικόνες μικροσυστοιχιών. Με αυτό τον τρόπο θα ελαχιστοποιηθούν τα πιθανά «λάθη» τα οποία μεταφέρονται (propagate) κατά τη διαδικασία εξαγωγής των εντάσεων (μέσω της χρησιμοποιούμενης αλγοριθμικής μεθοδολογίας) και τελικά επηρεάζουν την «ακριβή» εξαγωγή των γονιδιακών εκφράσεων.
‘Ως πιθανή λύση για την αντιμετώπιση του θορύβου στις εικόνες μικροσυστοιχιών, έχει προταθεί στη διεθνή βιβλιογραφία η χρήση τεχνικών αναβάθμισης εικόνας. Τα αποτελέσματα αυτών των επιστημονικών εργασιών συμπεραίνουν ότι με τη χρήση τεχνικών αναβάθμισης η ποιότητα των επεξεργασμένων εικόνων είναι σαφώς καλύτερη. Ωστόσο, καμία από αυτές τις εργασίες δεν μελετάει εάν οι τεχνικές αναβάθμισης οδηγούν στον ακριβέστερο προσδιορισμό των παρυφών των κουκίδων (spot) από τις οποίες εξάγονται οι γονιδιακές εκφράσεις ή εάν βοηθάνε στη μείωση της μεταβλητότητας (variability) των εξαγόμενων γονιδιακών εκφράσεων.
Επιπρόσθετα, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, ο θόρυβος παρεμποδίζει την εξαγωγή χρήσιμων βιολογικών συμπερασμάτων. Παρά το μεγάλο πλήθος εξελιγμένων μεθόδων που έχουν προταθεί στη διεθνή βιβλιογραφία για την αποτροπή της ομαδοποίησης γονιδίων που χαρακτηρίζονται ως «θορυβώδη», δεν έχει καθοριστεί ακόμα (από τους ειδικούς) μια ενιαία μέθοδος που να βρίσκει και να ομαδοποιεί γονίδια τα οποία θα παρέχουν βιολογικά χρήσιμες πληροφορίες. Αποτέλεσμα αυτής της «ασυμφωνίας» μεταξύ των ειδικών αποτελεί η εξαγωγή διαφορετικών βιολογικών συμπερασμάτων ανάλογα α) με τον αριθμό των δημιουργούμενων γονιδιακών ομάδων (που εξαρτάται άμεσα από τη διαφορετική μέθοδο ομαδοποίησης (clustering)) και β) με τις διαφοροποιήσεις που μπορεί να έχουμε στις παραμέτρους των διαφόρων μεθόδων ομαδοποίησης.
H παρούσα διατριβή στοχεύει στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πλαισίου για την επεξεργασία και ανάλυση εικόνων μικροσυστοιχιών με σκοπό την βελτιστοποίηση της εξαγωγής και κατά συνέπεια της ποσοτικοποίησης των γονιδιακών εντάσεων από εικόνες μικροσυστοιχιών κουκίδων (spotted cDNA microarray images). Οι στόχοι της παρούσας διατριβής συνοψίζονται ως εξής: α) μοντελοποίηση και περιορισμός των επιδράσεων του θορύβου σε εικόνες μικροσυστοιχιών κουκίδων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθεί η ακρίβεια των εξαγόμενων γονιδιακών εκφράσεων, β) μελέτη της επίδρασης του θορύβου και βελτιστοποίηση των μεθόδων ανάλυσης των γονιδιακών εκφράσεων με σκοπό τη διευκόλυνση των βιολόγων στην εξαγωγής βιολογικών συμπερασμάτων και την καλύτερη κατανόηση της βιολογικής διεργασίας που μελετάται, γ) εισαγωγή ενός ημιεποπτευόμενου (semi-supervised) κριτηρίου που στηριζόμενο σε βιολογικές πληροφορίες θα αποσκοπεί στην ανεύρεση βιολογικά σημαντικών ομάδων γονιδίων τα οποία ταυτόχρονα θα απαντούν σε συγκεκριμένα βιολογικά ερωτήματα ,δ) μελέτη της επίδρασης και της απόδοσης διαφόρων τεχνικών κατάτμησης εικόνων μικροσυστοιχιών κουκίδων, τόσο ανωτάτου επιπέδου (state-of-art) όσο και νέων, στην ποσοτικοποίηση γονιδιακών εκφράσεων.
Για την πραγματοποίηση των παραπάνω στόχων σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε μια πλήρως δομημένη μεθοδολογία (a complete and robust framework) που περιελάμβανε αλγοριθμους επεξεργασίας και ανάλυσης εικόνας κουκίδων μικροσυστοιχιών Η προτεινόμενη μεθοδολογία ενσωμάτωσε στην ήδη υπάρχουσα αλγοριθμική μεθοδολογία (microarray analysis pipeline) έναν πρωτότυπο συνδυασμό τεχνικών επεξεργασίας και ανάλυσης εικόνας βασισμένο στην εις βάθος ποσοτική έρευνα της επίδρασης του θορύβου στην κατάτμηση κουκίδων (spot segmentation), στην εξαγωγή εντάσεων και στην εξόρυξη δεδομένων (data mining). Επιπρόσθετα, κατά την παρούσα διατριβή προτάθηκαν, κατασκευάστηκαν και αξιολογήθηκαν νέες τεχνικές κατάτμησης εικόνας από μικροσυστοιχές κουκίδων. Η χρησιμότητα των προτεινόμενων μεθοδολογιών αξιολογήθηκε τόσο σε εικονικές (simulated) όσο και σε πραγματικές εικόνες μικροσυστοιχιών κουκίδων.
|
24 |
Οργάνωση βάσεων εικόνων βάσει περιγράμματος : εφαρμογή σε φύλλαΦωτοπούλου, Φωτεινή 16 June 2011 (has links)
Το αντικείμενο της μελέτης αυτής είναι η οργάνωση (ταξινόμηση, αναγνώριση, ανάκτηση κλπ.) βάσεων που περιλαμβάνουν εικόνες (φωτογραφίες) φύλλων δένδρων.
Η οργάνωση βασίζεται στο σχήμα των φύλλων και περιλαμβάνει διάφορα στάδια.
Το πρώτο στάδιο είναι η εξαγωγή του περιγράμματος και γίνεται με διαδικασίες επεξεργασίας εικόνας που περιλαμβάνουν τεχνικές ομαδοποίησης και κατάτμησης.
Από το περίγραμμα του φύλλου εξάγονται χαρακτηριστικά που δίνουν την δυνατότητα αξιόπιστης περιγραφής κάθε φύλλου. Μελετήθηκαν στη διατριβή αυτή οι παρακάτω γνωστές μέθοδοι:
Centroid Contour Distance, Angle code (histogram), Chain Code Fourier Descriptors. Προτάθηκαν επίσης και καινούριες μέθοδοι: Pecstrum (pattern spectrum), Multidimension Sequence Similarity Measure (MSSM).
Οι παραπάνω μέθοδοι υλοποιήθηκαν. Παράχθηκε κατάλληλο λογισμικό και εφαρμόσθηκαν σε μία βάση εικόνων φύλλων επιλεγμένη από το διαδίκτυο.
Η αξιολόγηση των μεθόδων έγινε μέσα από έλεγχο της συνολικής ακρίβειας κατηγοριοποίησης (με τον confusion matrix). H μέθοδος MSSM έδωσε τα καλύτερα αποτελέσματα.
Μία οπτική αξιολόγηση έγινε σε αναπαράσταση 2 διαστάσεων (biplot) μέσα απο διαδικασία Multidimensional Scaling. / The objective of this thesis is the leaf images data base organization (i.e classification, recognition, retrieval etc.).
The database organization is based on the leaf shape and is accomplished in a few stages.
The contour recognition and recording consist the first stage and is performed with image processing operations namely clustering and segmentation.
From the leaf contour several features are extracted appropriate for a reliable description of each leaf type. The following well known techniques were studied in this thesis:
Centroid Contour Distance, Angle code (histogram), Chain Code, Fourier Descriptors.
Two new metods were also proposed: Pecstrum (pattern spectrum), Multidimension Sequence Similarity Measure.
In the experimental study appropriate software was produced to realize all the above methods which was applied to the leaf data base downloaded from internet.
The overall evaluation of the methods was done by means of the classification in precision and using the confusion matrix. Best results were produced by the MSSM method.
|
25 |
Μελέτη και συγκριτική αξιολόγηση μεθόδων δόμησης περιεχομένου ιστοτόπων : εφαρμογή σε ειδησεογραφικούς ιστοτόπουςΣτογιάννος, Νικόλαος-Αλέξανδρος 20 April 2011 (has links)
Η κατάλληλη οργάνωση του περιεχομένου ενός ιστοτόπου, έτσι ώστε να αυξάνεται η ευρεσιμότητα των πληροφοριών και να διευκολύνεται η επιτυχής ολοκλήρωση των τυπικών εργασιών των χρηστών, αποτελεί έναν από τους πρωταρχικούς στόχους των σχεδιαστών ιστοτόπων. Οι υπάρχουσες τεχνικές του πεδίου Αλληλεπίδρασης-Ανθρώπου Υπολογιστή που συνεισφέρουν στην επίτευξη αυτού του στόχου συχνά αγνοούνται εξαιτίας των απαιτήσεών τους σε χρονικούς και οικονομικούς πόρους. Ειδικότερα για ειδησεογραφικούς ιστοτόπους, τόσο το μέγεθος τους όσο και η καθημερινή προσθήκη και τροποποίηση των παρεχόμενων πληροφοριών, καθιστούν αναγκαία τη χρήση αποδοτικότερων τεχνικών για την οργάνωση του περιεχομένου τους. Στην εργασία αυτή διερευνούμε την αποτελεσματικότητα μίας μεθόδου, επονομαζόμενης AutoCardSorter, που έχει προταθεί στη βιβλιογραφία για την ημιαυτόματη κατηγοριοποίηση ιστοσελίδων, βάσει των σημασιολογικών συσχετίσεων του περιεχομένου τους, στο πλαίσιο οργάνωσης των πληροφοριών ειδησεογραφικών ιστοτόπων. Για το σκοπό αυτό διενεργήθηκαν πέντε συνολικά μελέτες, στις οποίες πραγματοποιήθηκε τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική σύγκριση των κατηγοριοποιήσεων που προέκυψαν από συμμετέχοντες σε αντίστοιχες μελέτες ταξινόμησης καρτών ανοικτού και κλειστού τύπου, με τα αποτελέσματα της τεχνικής AutoCardSorter. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προέκυψε ότι η AutoCardSorter παρήγαγε ομαδοποιήσεις άρθρων που βρίσκονται σε μεγάλη συμφωνία με αυτές των συμμετεχόντων στις μελέτες, αλλά με σημαντικά αποδοτικότερο τρόπο, επιβεβαιώνοντας προηγούμενες παρόμοιες μελέτες σε ιστοτόπους άλλων θεματικών κατηγοριών. Επιπρόσθετα, οι μελέτες έδειξαν ότι μία ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή της AutoCardSorter τοποθετεί νέα άρθρα σε προϋπάρχουσες κατηγορίες με αρκετά μικρότερο ποσοστό συμφωνίας συγκριτικά με τον τρόπο που επέλεξαν οι συμμετέχοντες. Η εργασία ολοκληρώνεται με την παρουσίαση κατευθύνσεων για την βελτίωση της αποτελεσματικότητας της AutoCardSorter, τόσο στο πλαίσιο οργάνωσης του περιεχομένου ειδησεογραφικών ιστοτόπων όσο και γενικότερα. / The proper structure of a website's content, so as to increase the findability of the information provided and to ease the typical user task-making, is one of the primary goals of website designers. The existing methods from the field of HCI that assist designers in this, are often neglected due to their high cost and human resources demanded. Even more so on News Sites, their size and the daily content updating call for improved and more efficient techniques. In this thesis we investigate the efficiency of a novel method, called AutoCardSorter, that has been suggested in bibliography for the semi-automatic content categorisation based on the semantic similarity of each webpage-content. To accomplish this we conducted five comparative studies in which the method was compared, to the primary alternatives of the classic Card Sorting method (open, closed). The analysis of the results showed that AutoCardSorter suggested article categories with high relavance to the ones suggested from a group of human subjects participating in the CardSort studies, although in a much more efficient way. This confirms the results of similar previous studies on websites of other themes (eg. travel, education). Moreover, the studies showed that a modified version of the method places articles under pre-existing categories with significant less relavance to the categorisation suggested by the participants. The thesis is concluded with the proposal of different ways to improve the proposed method's efficiency, both in the content of News Sites and in general.
|
26 |
Τοπολογική ταξινόμηση δυναμικών συστημάτωνΑναστασίου, Σταύρος 31 August 2012 (has links)
Η τοπολογική ταξινόμηση και μελέτη διανυσματικών πεδίων αποτελεί το κύριο θέμα αυτής της διατριβής.
Στο Κεφάλαιο 1 δίνονται οι απαραίτητοι ορισμοί, καθώς και τα αποτελέσματα επί της ταξινόμησης διανυσματικών πεδίων σε μονοδιάστατες και δισδιάτατες πολλαπλότητες.
Στο Κεφάλαιο 2 τεχνικές της Θεωρίας Κόμβων χρησιμοποιούνται προκειμένου να μελετηθεί η τοπολογική δομή ορισμένων παράξενων ελκυστών που εμφανίζονται στη διεθνή βιβλιογραφία.
Στο Κεφάλαιο 3 αναπτύσσεται μία μέθοδος η οποία επιτρέπει την ολική τοπολογική ταξινόμηση διανυσματικών πεδίων σε ευκλείδειους χώρους οποιασδήποτε διάστασης. Η μέθοδος αυτή έπειτα εφαρμόζεται στην ταξινόμηση διανυσματικών πεδίων του R^2 και του R^3.
Στο Κεφάλαιο 4 μελετάται ένα διανυσματικό πεδίο του R^3 αμετάβλητο από την D_2 ομάδα. Δίνεται η ολική του μελέτη, για διάφορες τιμές των παραμέτρων, και το μερικό του διάγραμμα διακλάδωσης. Αποδεικνύεται η ύπαρξη χάους και συνδέεται με τις συμμετρικές ιδιότητες του συστήματος, ενώ η μελέτη ολοκληρώνεται με τη συμπεριφορά του συστήματος στο άπειρο. / The topological classification and study of vector fields is the subject of this thesis.
In Chapter 1 the necessary definitions are given, along with the known results on the classification of vector fields on 1-dimensional and 2-dimensional manifolds.
In Chapter 2 methods of Knot Theory are used for the clarification of the topological study of some strange attractors found in the bibliography.
In Chapter 3 a technique is developed, which can be used to classify globally vector fields defined on Euclidean spaces of any dimension.
This technique is then used to classify some vector fields of R^2 and R^3.
In the final Chapter 4 a vector field of R^3 is studied which is invariant under the D_2 symmetry group. We present its global phase portrait, for various parameter values, and its partial bifurcation diagram. The existence of chaos is proven and its connection to the symmetry properties of the attractor is discussed. We end its study presenting its behavior at infinity.
|
27 |
Διερεύνηση συμπεριφοράς μονωτήρων υψηλής τάσης μέσω μετρήσεων του ρεύματος διαρροήςΠυλαρινός, Διονύσιος 31 August 2012 (has links)
Η παρακολούθηση του ρεύματος διαρροής, και ειδικά της κυματομορφής του, είναι μια ευρύτατα διαδεδομένη τεχνική για την παρακολούθηση της επιφανειακής δραστηριότητας και κατάστασης των μονωτήρων υψηλής τάσης. Η παρακολούθηση στο πεδίο είναι απαραίτητη για να υπάρξει μια πιστή καταγραφή της δραστηριότητας και συμπεριφοράς σε πραγματικές συνθήκες, παρουσιάζει όμως σημαντικές δυσκολίες. Το πρόβλημα συνήθως παρακάμπτεται με την καταγραφή και μελέτη εξαγόμενων μεγεθών όπως η τιμή κορυφής και το φορτίο, μία προσέγγιση που οδηγεί όμως σε αμφίβολα αποτελέσματα. Η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στην διερεύνηση και ταξινόμηση κυματομορφών ρεύματος διαρροής καταγεγραμμένων στο πεδίο. Αρχικά, παρατίθεται μια λεπτομερής ανασκόπηση της καταγραφής και ανάλυσης ρεύματος διαρροής σε εργαστηριακές και πραγματικές συνθήκες. Στην συνέχεια, περιγράφεται το πεδίο μετρήσεων, δύο Υποσταθμοί Υψηλής Τάσης 150kV, το αναπτυχθέν λογισμικό αλλά και ο Υπαίθριος Σταθμός Δοκιμών όπου πρόκειται να αξιοποιηθούν τα αποτελέσματα. Μελετώνται περισσότερες από 100.000 κυματομορφές, που έχουν καταγραφεί σε μια περίοδο που ξεπερνάει τα δέκα έτη. Εξετάζεται και αξιολογείται το πρόβλημα του θορύβου και ταυτοποιούνται τρεις διαφορετικοί τύποι θορύβου. Εξετάζεται η επίδρασή τους στο πρόβλημα συσσώρευσης δεδομένων αλλά και στην ποιότητα της εξαγόμενης πληροφορίας. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος εφαρμόζονται και αξιολογούνται τρεις διαφορετικές τεχνικές. Για την περαιτέρω ταξινόμησή των κυματομορφών που απεικονίζουν δραστηριότητα, χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές επεξεργασίας σήματος, εξαγωγής και επιλογής χαρακτηριστικών καθώς και αναγνώρισης προτύπων όπως η Wavelet Multi-Resolution Ανάλυση, η Ανάλυση Fourier, τα Νευρωνικά Δίκτυα, το t-test, ο αλγόριθμος mRMR, ο αλγόριθμος κ-πλησιέστερων γειτόνων, ο απλός Μπεϋζιανός ταξινομητής και οι Μηχανές Διανυσμάτων Υποστήριξης. Συγκεντρωτικά, δίνεται μια συνολική εικόνα των διαφορετικών ζητημάτων που σχετίζονται με την παρακολούθηση του ρεύματος διαρροής. Παρατίθεται μια πλήρης εικόνα των κυματομορφών όπως αυτές καταγράφονται σε πραγματικές συνθήκες, υπογραμμίζοντας ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με την φύση της εφαρμογής. Εφαρμόζονται και αξιολογούνται νέες προσεγγίσεις για την ταξινόμηση των κυματομορφών. Τα συνολικά αποτελέσματα προσφέρουν σημαντική ενίσχυση στην αποτελεσματικότητα της τεχνικής της παρακολούθησης του ρεύματος διαρροής, συμβάλλοντας σημαντικά στην μελέτη της επιφανειακής δραστηριότητας και συμπεριφοράς των μονωτήρων υψηλής τάσης. / Leakage current monitoring is a widely applied technique for monitoring surface activity and condition of high voltage insulators. Field monitoring is necessary to acquire an exact image of activity and performance in the field. However, recording, managing and interpreting leakage current waveforms, the shape of which is correlated to surface activity, is a major task. The problem is commonly by-passed with the extraction, recording and investigation of values related to peak and charge, an approach reported to produce questionable results. The present thesis focuses on the investigation and classification of field leakage current waveforms. At first, a detailed background of measuring and analyzing leakage current both in lab and field conditions is provided. Then, the monitoring sites, two 150kV Substations, as well as the developed custom-made software and the newly constructed High Voltage Test Station where the results of this thesis are to be implemented, is briefly described. More than 100.000 waveforms are investigated, recorded through a period exceeding ten years. Field related noise is thoroughly described and evaluated. Three different types of noise are identified and their impact on the size of accumulated data and on data interpretation is investigated. Three different techniques to overcome the problem are applied and evaluated. Activity portraying waveforms are further investigated. Further classification of activity portraying waveforms is performed employing signal processing, feature extraction and selection algorithms as well as pattern recognition techniques such as Wavelet Multi-Resolution Analysis, Fourier Analysis, Neural Networks (NNs), student’s t-test, minimum Redundancy Maximum Relevance (mRMR), k-Nearest Neighbors (kNN), Naive Bayesian Classifier and Support Vector Machines (SVMs). Overall results provide a full image of the various aspects of field leakage current monitoring. A detailed image of field waveforms, revealing several new attributes, is documented. New approaches for the classification of leakage current waveforms are introduced, applied on field waveforms and evaluated. Results described in this thesis significantly enhance the effectiveness of the leakage current monitoring technique, providing a powerful tool for the investigation of surface activity and performance of high voltage insulators.
|
28 |
Σχεδίαση και ανάπτυξη ολοκληρωμένου συστήματος δυναμικής ανάλυσης και πρόβλεψης της επίδοσης εκπαιδευόμενων σε συστήματα ανοιχτής και εξ' αποστάσεως εκπαίδευσηςΧαλέλλη, Ειρήνη 05 February 2015 (has links)
Η ραγδαία ανάπτυξη και διείσδυση των νέων τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας έχει επιφέρει ριζικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης (Castells, 1998). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιρροή των τεχνολογιών αυτών στον τομέα της εκπαίδευσης. Οι εξελίξεις στον χώρο της τεχνολογίας και επικοινωνίας καθώς και η διάδοση του Internet μετεξέλιξαν αναπόφευκτα την εκπαιδευτική διαδικασία, από το κλασσικό συγκεντρωτικό μοντέλο σε ένα πιο άμεσο και ευέλικτο: η «εξ’ Αποστάσεως Εκπαίδευση» (e-learning) είναι μια εναλλακτική μορφή εκπαίδευσης, που επιδιώκει να καλύψει τους περιορισμούς της παραδοσιακής εκπαίδευσης.
Στην παρούσα μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε ένα ολοκληρωμένο σύστημα Δυναμικής Ανάλυσης και Πρόβλεψης της επίδοσης των εκπαιδευομένων, για ένα σύστημα εξ΄ αποστάσεως εκπαίδευσης. Η βασική ιδέα εμφορείται από την ανάγκη των ιδρυμάτων εξ΄ αποστάσεως εκπαίδευσης, για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών και την παροχή υψηλής ποιότητας σπουδών. Η εξόρυξη γνώσης για την πρόβλεψη της επίδοσης των εκπαιδευομένων συμβάλλει καθοριστικά στην επίτευξη υψηλής ποιότητας σπουδών. Η ικανότητα και η δυνατότητα πρόβλεψης της απόδοσης των εκπαιδευομένων μπορεί να φανεί χρήσιμη με αρκετούς τρόπους για την διαμόρφωση ενός συστήματος, που θα μπορεί να αποτρέψει την αποτυχία καθώς και την παραίτηση των εκπαιδευομένων. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα συστήματα εξ’ αποστάσεως εκπαίδευσης η συχνότητα «εγκατάλειψης» είναι αρκετά υψηλότερη από αυτή στα συμβατικά πανεπιστήμια.
Για την πρόβλεψη της επίδοσης των εκπαιδευομένων, η απαιτούμενη πληροφορία βρίσκεται «κρυμμένη» στο εκπαιδευτικό σύνολο δεδομένων (δλδ. βαθμοί γραπτών εργασιών, βαθμοί τελικής εξέτασης, παρουσίες φοιτητών) και είναι εξαγώγιμη με τεχνικές εξόρυξης. Η χρήση μεθόδων εξόρυξης δεδομένων (data mining) στον τομέα της εκπαίδευσης παρουσιάζει αυξανόμενο ερευνητικό ενδιαφέρον. Ο νέος αυτός «αναπτυσσόμενος» τομέας έρευνας, που ονομάζεται «Εκπαιδευτική Εξόρυξη Δεδομένων», ασχολείται με την ανάπτυξη μεθόδων εξόρυξης «γνώσης» από τα εκπαιδευτικά σύνολα δεδομένων. Πράγμα που επιτυγχάνεται με τη χρήση τεχνικών όπως τα δέντρα απόφασης, τα Νευρωνικά Δίκτυα, Naïve Bayes, k-means, κλπ. Η παρούσα εργασία έχει σχεδιαστεί να προσφέρει ένα μοντέλο εξόρυξης δεδομένων χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των δέντρων απόφασης, για το σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο ανοιχτό πανεπιστήμιο. Η «γνώση» που προκύπτει από τα δεδομένα εξόρυξης θα χρησιμοποιηθεί με στόχο την διευκόλυνση και την ενίσχυση της μάθησης, καθώς επίσης και στη λήψη αποφάσεων. Στην παρούσα εργασία, εξάγουμε «γνώση» που σχετίζεται με τις επιδόσεις των μαθητών στην τελική εξέταση. Επίσης, γίνεται εντοπισμός των ατόμων που εγκαταλείπουν το μάθημα και των μαθητών που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή και εντέλει δίνει τη δυνατότητα στους καθηγητές να παράσχουν την κατάλληλη παροχή συμβουλών. / The rapid development and intrusion of information technology and communications have caused radical changes in all sectors of human’s activity. (Castells, 1998). Of particular interest is the great technology’s influence on education. Due to the adoption of the new technologies, e-learning has been emerged and developed. As a result, distance learning has transformed and new possibilities have appeared. It is remarkable that distance learning became and considered as a scout of the new era in education and contributed to the quality of education: e-learning is trying to cover the limitations of conventional teaching environment.
In the present thesis, an integrated system of dynamic analysis and prediction of the performance of students in distance education has been designed and implemented. The initial idea for designing this system came from the higher distance education institutes’ need to provide quality education to its students and to improve the quality of managerial decisions. One way to achieve highest level of quality in higher distance education e-learning system is by discovering knowledge from educational data to study the main attributes that may affect the students’ performance. The discovered knowledge can be used to offer a helpful and constructive recommendations to the academic planners in higher distance education institutes to enhance their decision making process, to improve students’ academic performance, trim down failure rate and dropout rate, to assist instructors, to improve teaching and many other benefits. Dropout rates in university level distance learning are definitely higher than those inconventional universities, thus limiting dropout is essential in university-level distance learning.
|
29 |
Ανάπτυξη και εφαρμογή μεθοδολογίας περιβαλλοντικής αξιολόγησης σε ηλεκτροχρωμικά παράθυρα / Development of an environmental evaluation methodology and application for electrochromic windowsΣυρράκου, Ελένη 31 May 2007 (has links)
Στη διατριβή αυτή έχει αναπτυχθεί ένας νέος συνδυασμός της Ανάλυσης Κύκλου Ζωής (ΑΚΖ) και της Ανάλυσης Οικολογικής Απόδοσης, που εφαρμόζεται για την αξιολόγηση της περιβαλλοντικής και ενεργειακής απόδοσης και της απόδοσης κόστους ενός πρότυπου ηλεκτροχρωμικού παραθύρου, η οποία έχει σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως διάταξη εξοικονόμησης ενέργειας σε κτήρια. Ο κύριος στόχος είναι να επισημάνουμε πώς η συγκεκριμένη μέθοδος συμπληρώνει τις δύο μεθόδους, ενσωματώνοντας τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματά τους σε ένα πληρέστερο και πιο ισχυρό διαγνωστικό εργαλείο. Η αποδοτικότητα της μεθόδου αποδεικνύεται με εφαρμογή σε έναν ηλεκτροχρωμικό υαλοπίνακα (K-Glass/WO3/πολυμερής ηλεκτρολύτης/V2O5/K-Glass), διαστάσεων 40cmx40cm. Αξιολογείται ολόκληρος ο κύκλος ζωής του εφαρμόζοντας τη μέθοδο της ΑΚΖ (ISO 14040). Για να μετρηθεί και να καταγραφεί η οικολογική απόδοση, χρησιμοποιούνται δείκτες περιβαλλοντικής απόδοσης, οι οποίοι βασίζονται σε ισοζύγια υλικών και ενέργειας και ορίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη διάφορες παραμέτρους, (σενάριο ελέγχου, προσδοκώμενος χρόνος ζωής, κλιματικές συνθήκες, κόστος αγοράς). Ο συνδυασμός των αποτελεσμάτων οδηγεί σε σημαντικά συμπεράσματα για τον συνδυασμό ιδιοτήτων και τις πιθανές βελτιώσεις, που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στη λήψη αποφάσεων για το σχεδιασμό και την ανάπτυξη του προϊόντος και για την επιλογή της βέλτιστης περίπτωσης μεταξύ διαφόρων υαλοπινάκων για ειδικές κλιματικές συνθήκες. Τέλος, μια τέτοια μεθοδολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καθιέρωση ενεργειακής σήμανσης, ή ενεργειακής ταξινόμησης των παραθύρων, ενώ επιπλέον είναι σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Οδηγία (2002/91/EC) για την ενεργειακή απόδοση των κτηρίων, που απαιτεί πιστοποιητικά ενεργειακής απόδοσης για υφιστάμενα και νέα κτήρια. / In this study, a novel combination of the Life Cycle Assessment (LCA) and the Eco-efficiency analysis has been developed and implemented to evaluate the environmental, energy and cost efficiency potential of an electrochromic (EC) window prototype that aims to be used as an energy saving component in the building. The main objective is to mark out how the proposed method complements the traditional techniques, namely LCA and Eco-efficiency integrating their individual advantages into a more complete and a further more powerful diagnostic tool. The efficiency of the method is demonstrated with implementation to a 40cm x 40cm EC glazing (K-Glass/WO3/polymer electrolyte/V2O5/K-Glass). The whole life cycle of the EC glazing is evaluated by implementing the method of LCA (ISO 14040). In order to measure and report the ecological efficiency, environmental performance indicators were used, based on material and energy balances. The indicators were suitably defined taking into consideration various parameters (control scenario, expected lifetime, climatic type, purchase cost). Significant conclusions can be drawn for the development and the potential applications of the device compared to other commercial fenestration products. The combination of the results leads to significant conclusions for the balance of its properties and possible improvements that can be utilized in decision making for the product design and development and for the selection of an optimum case among various fenestration products for specific areas/climates. Finally, such a methodology can be utilized to establish a system for energy labeling or energy rating of windows and it is in accordance with the European Directive (2002/91/EC) on the energy performance of buildings, which calls for energy performance certificates to be available for new and existing buildings.
|
30 |
Η ιζηματολογική εξέλιξη της λεκάνης της Ιονίου ζώνης από το Τριαδικό έως το Ηώκαινο και η πιθανή σύνδεση τους με πεδία υδρογονανθράκων σε περιοχές του κεντρικού τμήματος της λεκάνης / The sedimentological evolution of the Ionian basin during Triassic to Eocene and the possible existence of hydrocarbon plays in the central part of the basin.Γκέτσος, Κοσμάς 22 June 2007 (has links)
Η περιοχή μελέτης καλύπτει ένα μέρος των ανθρακικών αποθέσεων της Κεντρικής και Εξωτερικής Ιόνιας ζώνης οι οποίες αποτέθηκαν από το Τριαδικό έως το Ηώκαινο. Γεωγραφικά οριοθετείται, κατά τον άξονα Ανατολή – Δύση, από τον εθνικό δρόμο Άρτας – Ιωαννίνων και το Ιόνιο Πέλαγος, και κατά Βορά – Νότο από νοητούς, παράλληλους προς τον Ισημερινό άξονες που διέρχονται από την Άρτα και την Ηγουμενίτσα. Η περιοχή βρίσκεται ανάμεσα στις συντεταγμένες 20ο 12΄ και 21ο 00΄ Ανατολικά, και 39ο 00΄ με 39ο 30΄ Βόρεια και καλύπτεται από τα ακόλουθα γεωλογικά φύλλα του Ι.Γ.Μ.Ε, κλίμακας 1:50.000: Άρτα, Καναλάκι, Πάργα, Θεσπρωτικό και Παραμυθιά. Από την μικροφασική ανάλυση και την ανάλυση φασικών ζωνών που προηγήθηκε σε συνδυασμό με την βιοχρονολόγηση εξάγεται το συμπέρασμα ότι κατά το Α.Τριαδικό αποτέθηκαν μικριτικοί και κατά θέσεις λιθοκλαστικοί ασβεστόλιθοι σε περιβάλλον υφαλοκρηπίδας περιορισμένης κυκλοφορίας. Από το Α.Τριαδικό και μέχρι το τέλος του Λιασίου αποτίθενται σε όμοιες περιβαλλοντικές συνθήκες grapestones, rudstones, floatstones και grainstones. Από το Λιάσιο και μέχρι το Σαντώνιο αποτίθενται mudstone – wackestone και σπανιότερα packstone σε περιβάλλον πρόσθιας κατωφέρειας έως και υφαλοκρηπίδας ανοιχτής θάλασσας. Από το Καμπάνιο έως το Πριαμπόνιο, όπου τοποθετείται και το τέλος της ανθρακικής ιζηματογένεσης στην Ιόνιο ζώνη, αποτίθενται εναλλαγές από mudstone – wackestone και floatstone – packstone σε περιβάλλον πρόσθιας κατωφέρειας και βαθύτερο όριο υφαλοκρηπίδας. Στρωματογραφικά οι αποθέσεις της περιοχής μελέτης αποτελούνται από τέσσερις συνολικά ακολουθίες 3ης τάξης, δύο χαμηλής στάθμης (LST), μία υψηλής στάθμης (HST) και μια επικλυσιγενής (TST). Ο συνολικός όγκος των μελετηθέντων ιζημάτων ανέρχεται σε 3064,796 χλμ3, καταλαμβάνοντας χρονικό διάστημα από το Ανώτερο Τριαδικό έως το Παλαιογενές, από τα όποια 1398,050 χλμ3 αποτελούνται από τους ασβεστόλιθους του Ιουρασσικού οι οποίοι λόγω της απουσίας το Ammonitico Rosso δεν διαχωρίζονται. Επιπλέον 796,777 χλμ3 αποτελούνται από τους ασβεστόλιθους της Βίγλας οι οποίοι μαζί με τις πελαγικές αποθέσεις του Μέσου – Άνω – Ιουρασσικού απαρτίζουν την πελαγική ακολουθία 2ης τάξης. Τέλος 449,921 χλμ3 και 420,048 χλμ3 ανήκουν στους ασβεστόλιθους το Α.Κρητιδικού και του Παλαιογενούς οι οποίοι απαρτίζουν την δεύτερη ακολουθία 3ης τάξης. Οι αποθέσεις του Τριαδικού λόγω του άγνωστου υποβάθρου τους και τις ευδιάλυτης φύσης τους δεν συμπεριλήφθηκαν στους υπολογισμούς όγκου. Από την μελέτη με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης προέκυψε ότι διεργασίες όπως μικριτίωση, ανακρυστάλωση, προσαύξηση και νεομορφισμός του υλικού τσιμεντοποίησης είναι καθολικές για όλα τα δείγματα. Σε κάποια δείγματα παρατηρήθηκαν πυριτικά συσσωματώματα τα οποία συνδέονται με την δράση θειοβακτηριδίων. Επίσης στο σύνολο των δειγμάτων παρατηρήθηκε ασήμαντο από άποψη υδραυλικών χαρακτηριστικών μεσοκρυσταλλικό και μεσοκοκκώδες πορώδες. Το πιο σημαντικό πορώδες παρατηρήθηκε σε δείγματα wackestone του Παλαιογενούς το οποίο συνίσταται από πορώδες διαλυσιγενών καναλιών, βιοδιάτρησης και ενδοκοκκώδες παρουσιάζοντας αυξημένο ενδιαφέρον από άποψη υδροχωριτικότητας και διαπερατότητας. Από την μελέτη των αργιλικών ορυκτών προκύπτει ότι τα ιζήματα το Μέσου Ιουρασσικού βρέθηκαν σε στάδιο Μέσης διαγένεσης και σε θερμοκρασίες που δεν υπερέβησαν τους 100 0C. Τα μεταγενέστερα ιζήματα βρεθήκαν όπως αναμένονταν σε ζώνες ασθενέστερης διαγένεσης με αποκορύφωμα τα ιζήματα του Παλαιογενούς που βρέθηκαν μόνο στο στάδιο της πρώιμης διαγένεσης ή ρηχής ταφής. Οι συνθήκες διαγένεσης κρίνονται ανεπαρκής για την ωρίμανση και γένεση υδρογονανθράκων. Από τη ανάλυση σταθερών ισοτόπων και οργανικού άνθρακα εξάγεται το συμπέρασμα ότι κανένα από τα δείγματα που μελετήθηκαν δεν συνδέεται με κανένα τρόπο με μητρικό πέτρωμα υδρογονανθράκων. Επίσης από ανάλυση μάζας πετρώματος δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα ως προς την θερμοκρασία που επικρατούσε στο περιβάλλον απόθεσης, λόγω των διαγενετικών αλλαγών. Όλα τα δείγματα που εξετάστηκαν έχουν δ τιμές μέσα στο εύρος των κανονικών πελαγικών αποθέσεων. Η υπό αμφισβήτηση παραδοχή ότι από τα παλαιότερα σε νεότερα πετρώματα το περιεχόμενο σταθερών ισοτόπων γίνεται ελαφρύτερο, δεν επιβεβαιώθηκε και επιπρόσθετα από τα αποτελέσματα τεκμηριώνεται η μη ορθότητα της παραδοχής. Το ποσοστό οργανικού άνθρακα καθορίζεται από τις οξειδωτικές ή αναγωγικές συνθήκες που επικρατούσαν και από τη δράση θειοβακτηριδίων και παραμένει εξαιρετικά χαμηλο στο σύνολο των δειγμάτων (<0,05 %). Η Ιόνιος ζώνη αναπτύχθηκε πάνω από ένα παθητικό περιθώριο με υπόβαθρο παλαιοζωικά μεταμορφωμένα πετρώματα τα οποία δεν έχουν επιφανειακές εμφανίσεις. Αρχικά και μετά από ηπειρωτική διάρρηξη αποτέθηκαν εβαποριτικά και ανθρακικά ιζήματα σε περιβάλλον περιορισμένης υφαλοκρηπίδας με εκτεταμένες και διάσπαρτες υπεράλμυρες λίμνες (sabkhas). Μετά από μία σύντομη περίοδο επιφανειακής έκθεσης η στάθμη της θάλασσας αυξήθηκε και αποτέθηκαν κανονικής αλμυρότητας ασβεστόλιθοι υφαλοκρηπίδας σε όλη τη διάρκεια του Λιασίου (Κ.Ιουρασσικό, κυρίως οι λεγόμενοι ασβεστόλιθοι ‘‘Παντοκράτορα’’). Στη συνέχεια και μέχρι το Σαντώνιο (Α.Κρητιδικό) αποτίθενται πελαγικοί ασβεστόλιθοι σε περιβάλλον υφαλοκρηπίδας ανοιχτής κυκλοφορίας με γεωμετρία ράμπας ίσης κλίσης (homoclinal ramp). Το περιβάλλον παραμένει ίδιο, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις, όπως μεταβολή της κλίσης σε συνάρτηση με τη απόσταση από την ακτή και μικρή μείωση της στάθμης της θάλασσας, μέχρι το τέλος του Ηωκαίνου (Παλαιογενές) οπότε γίνεται μετάβαση σε κλαστική ιζηματογένεση. Από όλα τα δείγματα που μελετήθηκαν αυτά που δείχνουν να έχουν εκτεθεί σε θερμοκρασίες πάνω από 90-100 0C είναι ηλικίας Ιουρασσικού ή παλαιότερα. Στη περιοχή μελέτης όλα τα δείγματα που μελετήθηκαν έχουν περιεκτικότητα σε οργανικό υλικό μέχρι 0,05 % το οποίο είναι πολύ χαμηλότερο από το ελάχιστο απαιτούμενο 0,7 % για να είναι πιθανή ή γένεση υδρογονανθράκων. Επιπλέον οι τιμές δ του σταθερού ισοτόπου 13C απέχουν πολύ από τις τιμές -18 ‰ έως -27 ‰ οι οποίες χαρακτηρίζουν τα μητρικά πετρώματα υδρογονανθράκων. Για τους παραπάνω λόγους πιθανά μητρικά πετρώματα φαίνεται να είναι οι Τοάρσιας ηλικίας, λεγόμενοι “Κατώτεροι σχιστόλιθοι με Poseidonia”, και οι πλούσιες σε οργανικό υλικό παρενστρώσεις που βρίσκονται μέσα στα Τριαδικής ηλικίας ιζήματα. Σημαντικό είναι ότι καμία από τις παραπάνω αποθέσεις δεν έχουν επιφανειακή εμφάνιση στην περιοχή μελέτης. Ταμιευτήρια πετρώματα μπορεί να είναι είτε οι ημιπελαγικές αποθέσεις του Α.Κρητιδικού και του Παλαιογενούς είτε οι μεταηωκαινικές κλαστικές αποθέσεις. Ολοκληρώνοντας το ρόλο καλυμμάτων μπορούν να παίξουν τόσο οι πελαγικές αποθέσεις από το Μ.Ιουρασσικό έως το Κ.Κρητιδικό όσο και οι μεταηωκαινικές κλαστικές αποθέσεις. / PhD Thesis title is “The sedimentological evolution of the Ionian basin during Triassic to Eocene and the possible existence of hydrocarbon plays in the central part of the basin”. The main target of the study is to reveal, in every detail, the sedimentation pattern during the above mentioned time interval. The study area is located in western Greece (Fig. 1). The sediments of the Ionian basin were studied in fifty outcrops and a number of 300 samples were collected (Fig 2). Thin sections were prepared for all the samples and they were studied under polar microscopy. The samples were classified using Dunham’s (1965) classification chart. Afterwards, SMF and FZ, after Flugel (1972) and Wilson (1975), were determined. In addition, stable isotope analysis; clay mineral analysis, organic carbon analysis and micropaleontological study were contacted. The Triassic rocks crop out sparsely and only in signs due to their stratigraphic position, the oldest rocks, and their soluble nature. The outcrops are consisted of chaotic masses with no preferred orientation and no primary structures, like bedding (Getsos et al., 2004). Often they have suffered extensive dissolution and collapsing giving rise to the formation “Solution Collapse Breccias” (Pomoni-Papaioannou, 1980; Pomoni-Papaioannou, 1985; Karakitsios & Pomoni-Papaioannou 1998). Extensive outcrops characterize lower Jurassic sediments with great thickness, completely absence of bedding or other similar primary structure and abundant fragments and fragmentation effects. Karstification, calichification and pedogenesis are common. The sediments were studied in the following six different outcrops: T45, T5, T6, T30, T33, and T38. Samples were studied under polar microscope and their sedimentological and diagenetical pattern were revealed. The studied Early to Late Cretaceous Vigla’s formation appear as extensive outcrops of thin to medium bedded limestones with an average thickness of 200-400 m. Samples were collected from fifteen outcrops around the study area and they were studied under polar microscope. The results of the sedimentological analysis were further combined with the results of low resolution stable isotope analysis, organic carbon and clay mineral analysis. The Paleogene limestones appear as extensive outcrops consisted of intercalations of thin bedded pelagic limestones and medium to thick bedded coarse bioclastic – lithoclastic limestones. Their thickness varies between 180 and 440 m. Triassic. The studied sediments are contributed to four 3rd order sequences, two low stand systems tracts (LST), one of high stand systems tract (HST) and one transressive systems tract (TST). The total volume of studied sediments amounts in 3000 km3, occupying the Late Triassic – Paleogene time interval. The first LST has a duration of 45 million years and average thickness more than 3000 metres. It is consisted of the Triassic rocks and the Early Jurassic shallow shelf limestones, the so called “Pantokrator Limestones”. The HST is constituted of the Late Jurassic to Late Cretaceous (Santonian) pelagic limestones with an average thickness of 600 metres. The duration of the sequence is almost 80 million years. Between the above mentioned sequences the TST were deposited. The deposition took part during the Middle Jurassic and duration was almost 20 million years with a maximum thickness of no more than 200 metres. Finally the last LST sequence is constituted by the Late Cretaceous (Campanian) to Paleogene (Eocene) limestones with an average thickness of 400 m. and 45 million years duration. The study of samples under SEM has revealed a common diagenetic pattern. It is consisted of early diagenetic micritization and early diagenetic neomorphism and recrystallization. In a small number of samples pyrite was studied. Usually pyrite is the product of sulphate reduction bacteria. The microporosity is mainly intecrystall and it has no importance for reservation and fluid circulation. The most important porosity was observed in samples consisted of wackestones and packstones Paleogene in age and it was consisted of solution channels, borings and intraparticle. Clay mineral analysis have revealed the Middle Jurassic sediments suffered the Middle diagenesis stage and their temperatures did not exceed 100 0C. The newer sediments reached up to the Middle stage as well with only exception the Paleogene sediments which suffered only Early diagenesis or “Shallow burial stage”. The diagenetical conditions are insufficient for the maturation and genesis of hydrocarbons. Oxygen and carbon stable isotopes analysis and organic carbon analysis has revealed that the studied sediments do not constitute oil source rocks or reservoirs. The obtained δ values of the studied sediments are within the -+ 4 ‰ which is the characteristic of the normal pelagic limestones. The organic carbon analysis was contacted with the wet oxidation method. The organic carbon content of the whole sediments is very low and do not exceeds the 0.05% value. The Ionian basin was developed on a Mesozoic passive margin. The basement is studied only in signs in nearby areas (Albania) and it is consisted of metamorphosed Palaeozoic rocks. The first sediments deposited were carbonates and sulfates. The depositional environment was restricted circulation shelf and tidal flats and evaporates on sabkhas – Salinas. During the transgressive phase the environment was deep shelf margin and it was part of a homoclinal ramp system (middle ramp). The homoclinal ramp was covered until the initialization of the deposition of the last LST phase when the environment was transformed into a distally steepened ramp or rimmed shelf. Afterwards the carbonate sedimentation came to an end and the clastic sedimentation was established in a foreland basin. The studied sediments with depositional age after the Middle Jurassic have been exposed in temperature much less than 100 0C and as a consequence they are immature. The older sediments have suffered diagenetical temperature almost 100 0C or more and as consequence they are mature. The organic carbon content, as have already been mentioned, is maximum 0.05 %. This value is much lower than minimum hydrocarbon source rock organic carbon content (0.7%). Furthermore the δ values of the carbon stable isotope are much heavier than the values -18 to -27 ‰ which are the typical values of the source rocks. Taking into account the above facts the possible source rocks of the studied area could be the Toarcian age “Lower Posidonia Shales” and the rich in organic matter clayey intercalation of Triassic age. These possible source rocks do not crop out anywhere in the study are. Potential reservoirs can be the hemipelagic LST sequence of Late Cretaceous – Paleogene age or the clastic post Eocene sediments. Potential seal rocks are the pelagic HST sequence of Middle Jurassic – Late Cretaceous limestone and the fine-grained post Eocene clastic sediments.
|
Page generated in 0.0309 seconds