• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 34
  • 1
  • 1
  • Tagged with
  • 39
  • 34
  • 13
  • 11
  • 10
  • 10
  • 9
  • 8
  • 8
  • 8
  • 7
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
31

Δυνατότητες εκπαιδευτικής αξιοποίησης εκ μέρους της τυπικής εκπαίδευσης του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας α΄ γενιάς. Η επίδραση εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στο Μουσείο Ζωολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών στην οικοδόμηση της έννοιας της ταξινόμησης από παιδιά προσχολικής ηλικίας

Γκούσκου, Ειρήνη 02 April 2014 (has links)
Στη παρούσα διατριβή παρουσιάζονται τα αποτελέσματα μιας έρευνας σχετικής με το σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση μιας διδακτικής παρέμβασης σχετικής με την οικοδόμηση της έννοιας της κατηγοριοποίησης των ζώων από παιδιά προσχολικής ηλικίας, στα πλαίσια της τυπικής και της μη τυπικής εκπαίδευσης. Η διδακτική αυτή παρέμβαση βασίζεται στις αρχές της ‘εποικοδομητικής’ προσέγγισης για τη διδασκαλία και μάθηση των φυσικών επιστημών και συμπεριλαμβάνει δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα τόσο στο χώρο του σχολείου όσο και σε χώρο ενός μουσείου Ζωολογίας. Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας παρέχονται ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες τα παιδιά μετά το πέρας της διδακτικής παρέμβασης είναι δυνατόν να οικοδομήσουν την έννοια της κατηγοριοποίησης των ζώων με τη χρήση μορφολογικών αντί λειτουργικών ή/και ανθρωπομορφικών κριτηρίων που συνήθως χρησιμοποιούν. Πιο συγκεκριμένα φαίνεται (α) να βελτιώνουν τις γνώσεις τους σχετικά με την αναγνώριση και ονοματοδοσία δειγμάτων ζώων που ανήκουν στις κατηγορίες ‘ερπετό’, ‘πτηνό’, ‘ψάρι’ και ‘θηλαστικό’ και (β) να αναγνωρίζουν μια κατηγορία ζώων από ένα δείγμα ζώου αναφερόμενα στα βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά του. Επίσης διαπιστώνεται ότι η επίσκεψη στο μουσείο ζωολογίας και οι δραστηριότητες που πραγματοποιούνται επί τόπου φαίνεται να συμβάλλουν καθοριστικά στο μετασχηματισμό και την εξέλιξη των νοητικών παραστάσεων των παιδιών για την έννοια της κατηγοριοποίησης των ζώων. / This thesis presents the results of a research concerning the design, implementation and evaluation of a teaching intervention relevant to the classification of animals within the formal and non-formal education. This teaching intervention refers to preschoolers, is based on the principles of 'constructive' approach of teaching and learning of science and includes educational activities which take place both at school and at the zoological museum. According to the findings of the research, there is indications accordance to which children after the end of the teaching intervention are able to construct the concept of classification of animals using morphological characteristics instead of function or anthropomorphic ones. More specifically, this thesis gives indications according to which children after the teaching intervention are able (a) to improve their knowledge on the recognition and denomination of specimens of animals belonging to the categories of 'reptile', 'bird', 'fish' and 'mammal' and (b) to recognize a category of animals by an animal sample based on the morphological characteristics. Finally, it is also noted that the visit to the zoological museum and the educational activities carried out in situ seems to make a significant contribution in the transformation and progress of cognitive representations of children for the concept of classifying animals.
32

Η διαπολιτισμική ικανότητα του εκπαιδευτή ενηλίκων : Μια έρευνα στο πεδίο της διδασκαλίας της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας

Σιμόπουλος, Γιώργος 19 August 2014 (has links)
Σκοπός της διατριβής ήταν να διερευνηθεί η συγκρότηση των παραδοχών, στάσεων και πρακτικών που συνδέονται με τη διαπολιτισμική ικανότητα των εκπαιδευτών ενηλίκων στο πεδίο της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας σε μετανάστες εκπαιδευόμενους. Εξετάστηκε η σχέση του βαθμού διαπολιτισμικής ικανότητας των εκπαιδευτών ενηλίκων με τις παραδοχές τους σε σχέση με την επαγγελματική τους ταυτότητα, καθώς και με βασικές αρχές της εκπαίδευσης ενηλίκων. Διερευνήθηκε, επίσης, η συνάφεια της ανάπτυξης της διαπολιτισμικής ικανότητας με επιλογές επαγγελματικής ανάπτυξης που σχετίζονται με θεωρητικές αναφορές σχετιζόμενες με το πλαίσιο της μετασχηματίζουσας μάθησης. Η έρευνα βασίστηκε σε μεθοδολογική τριγωνοποίηση, αξιοποιώντας ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε από 211 εκπαιδευτές που διδάσκουν την ελληνική γλώσσα ως δεύτερη ή ξένη, παρατήρηση 20 τμημάτων διδασκαλίας, συνεντεύξεις με τους εκπαιδευτές και δείγμα εκπαιδευομένων αυτών των τμημάτων (23 και 47 συνεντεύξεις αντίστοιχα) και συμμετοχική παρατήρηση των συναντήσεων και του εξ αποστάσεως διαλόγου μιας –σε εθελοντική βάση συγκροτημένης– ομάδας 18 εκπαιδευτών. Τα δεδομένα της έρευνας αποτυπώνουν την κυριαρχία, στο μεγαλύτερο μέρος των εκπαιδευτών, μονοπολιτισμικών οπτικών ως προς το στόχο διδασκαλίας της δεύτερης γλώσσας και τη διαχείριση πολιτισμικών πλαισίων αναφοράς. Οι εκπαιδευτές αυτοί υιοθετούν εκπαιδευτικές πρακτικές μετωπικής διδασκαλίας, ενώ, παράλληλα, η διάκριση ανάμεσα σε εκπαιδευόμενους «με» και «χωρίς» κουλτούρα, οδηγεί ένα μέρος τους σε έντονα αρνητικά συναισθήματα και πρακτικές υποτίμησης ορισμένων ομάδων εκπαιδευομένων. Μειοψηφική (της τάξης του 20-25%) εμφανίζεται η ομάδα των εκπαιδευτών που είναι ανοιχτοί στη διαπραγμάτευση των παραδοχών, δημιουργώντας χώρους διαλόγου, αποστασιοποίησης από τις «ασφαλείς παραδοχές» και κριτικού στοχασμού που ενδέχεται να λειτουργήσει μετασχηματιστικά. Οι εκπαιδευτές αυτοί αντιμετωπίζουν τους εκπαιδευόμενους ως ενεργούς συνδημιουργούς γνώσης, υιοθετούν σε μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχικές εκπαιδευτικές τεχνικές, ενώ αναζητούν και αξιοποιούν την ανατροφοδότηση από εκπαιδευόμενους και κριτικούς φίλους, σε συνδυασμό με πρακτικές ενδοσκόπησης, ως στοιχεία της επαγγελματικής τους ανάπτυξης. Από τα δεδομένα της έρευνας αναδεικνύεται, τέλος, η συμβατότητα της μεθοδολογίας ανάπτυξης της διαπολιτισμικής ικανότητας με εκείνη που οδηγεί σε μετασχηματίζουσα μάθηση, ως προς χαρακτηριστικά όπως ο βιωματικός προσανατολισμός και η εστίαση στην επεξεργασία των παραδοχών αλλά και στην ανάδυση των συναισθημάτων που τις συνοδεύουν. / The purpose of this thesis was to investigate the formation of assumptions, attitudes and practices related to intercultural competence of adult educators in the field of teaching Greek as a second language to immigrant students. The thesis examined the relationship between the degree of intercultural competence of adult educators and their assumptions in relation to their professional identity and basic principles of adult learning. It also investigated the relevance between the development of intercultural competence and professional development options related to the context of transformative learning. The research was based on a methodological triangulation, utilizing questionnaire completed by 211 educators who teach Greek as a second or foreign language, observation of 20 teaching groups, interviews with trainers and trainees sample of the above mentioned groups (23 and 47 interviews respectively) and participatory observation of the meetings and the distance conversation of a voluntary structured group formed by 18 trainers . The research data illustrate that monocultural views in relation to the target of teaching a second language, as well as management of cultural frames of reference, are common for the majority of trainers. These educators adopt frontal teaching educational practices, while at the same time the distinction between learners 'with' and 'without ' culture leads a number of trainers into intense negative emotions and practices of devaluation of certain groups of learners. The group of educators that appear open to assumptions’ negotiation seems to be a minority (approximately 20-25 %). These educators keep a distance from "consolidated assumptions" and create spaces of dialogue and critical reflection, that may have a transformational effect. They treat students as active co-creators of knowledge and adopt a greater degree of participatory training techniques, while seeking and utilizing feedback from students and “critical friends”, combined with introspection practices, as elements of their professional development. From the research data emerges, finally, the compatibility of the methodology for the development of intercultural competence and the methodology that leads to transformative learning, in terms of characteristics such as experiential orientation and focus on treatment of the assumptions and the emergence of feelings that accompany assumptions.
33

Επιχειρείν επιχειρηματολογείν : ο επιχειρηματολογικός λόγος στη δ΄ δημοτικού. Μια εμπειρική έρευνα

Σηφάκη, Αγγελική 27 October 2008 (has links)
Η παρούσα ερευνητική εργασία ασχολείται με τη διδασκαλία του γραπτού λόγου και, πιο συγκεκριμένα, με το ζήτημα του γραπτού επιχειρηματολογικού λόγου. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να διερευνηθεί αν και κατά πόσο μπορούν οι μαθητές / τριες της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, και συγκεκριμένα της Δ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου, να ανταποκριθούν σε γραπτά θέματα επιχειρηματολογικού λόγου, δηλαδή αν είναι σε θέση, κατόπιν συστηματικής διδασκαλίας, να αναπτύξουν λόγο επιχειρηματολογικό και κατά πόσο σε αυτήν την ηλικία διαθέτουν την κριτική σκέψη που απαιτείται για την πραγμάτευση με το συγκεκριμένο κειμενικό είδους. / The present study deals with the teaching of writing and especially with the teaching of argumentative writing. The aim of this study is to investigate if ten years old pupils are able to cope with this genre.
34

A case study on Maths Dance : The impact of integrating dance and movement in maths teaching and learning in preschool and primary school settings

Evangelopoulou, Polyxeni January 2014 (has links)
The use of kinaesthetic experiences associated with dance to support learning of curricular mathematics has been little represented in the available literature. Maths Dance is an approach to teaching and learning mathematics through dance and movement. The objectives of the study are related to assessing the impact of Maths Dance on students’ cognitive, affective and physical developmental areas in preschool and primary school settings. The investigation of the case study on Maths Dance took place in London, UK, with the participation of four teaching staff members, who were interviewed in detail, and thirty students of Reception, Year 2 and Year 3 classes, out of which eleven students were interviewed. All thirty students were observed once during three Maths Dance sessions, one session per each age group.      Based on a qualitative research approach, the data are analysed and discussed below around seven themes in relation to the theories of constructivism, Dienes’s theory of learning mathematics, Gardner’s theory of Multiple Intelligences and educational neuroscience. According to the main findings, students and teaching staff members express positive attitudes regarding most aspects of the research questions. Specifically, Maths Dance is believed to improve students’ maths skills, critical thinking and creativity, as well as enhance student motivation, socio-emotional and motor skills. The pleasant nature of the activities is also highlighted, an element that is believed to make this method adequate for students of low achievement in maths.  However, the small sample size, in addition to the fact that Maths Dance has recently started being implemented in schools, does not permit generalization of the results.
35

Η γραμματική στο δημοτικό σχολείο : η περίπτωση της Κύπρου : πρόταση πειραματικής εφαρμογής της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης στη Γ΄ δημοτικού

Χατζηλουκά-Μαυρή, Ειρήνη 22 September 2009 (has links)
Η διδακτορική αυτή διατριβή πραγματεύεται έναν επικοινωνιακό-κειμενοκεντρικό τρόπο διδασκαλίας της γραμματικής στο Δημοτικό Σχολείο της Κύπρου και, κατ’ επέκταση, της Ελλάδας. Περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή μίας πρότασης πειραματικής εφαρμογής της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης στην Γ΄ Δημοτικού, στην Κύπρο, βασισμένης στο παιδαγωγικό μοντέλο συστημικής-λειτουργικής γραμματικής της Αυστραλιανής Σχολής (του Halliday και των συνεργατών του), το οποίο εστιάζει στο κείμενο, ως προϊόν και κοινωνική διαδικασία, στο συγκείμενο, στη γραμματική των κειμενικών ειδών, στη γλωσσική επάρκεια και, ευρύτερα, στο γραμματισμό. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πειραματικής εφαρμογής διεξήχθη ημιπειραματική έρευνα με προπειραματικό και μεταπειραματικό έλεγχο, με δύο φυσικώς ισοδύναμες ομάδες. Σκοπός της έρευνας ήταν να εξετάσει την αποτελεσματικότητα ερευνητικού προγράμματος επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης της διδασκαλίας της γραμματικής ως προς τη γλωσσική επάρκεια (και τις δύο συνιστώσες της, τη γλωσσική ικανότητα και την επικοινωνιακή ικανότητα) των παιδιών που συμμετείχαν σε αυτή και ως προς το επίπεδο γραμματισμού τους, εν γένει. Η έρευνα ήταν ποσοτική. Μέσω ενός ειδικά καταρτισμένου δοκιμίου, που περιλάμβανε ποικιλία έργων και σχετικών ασκήσεων, μετρήθηκαν τόσο οι γλωσσικές όσο και οι επικοινωνιακές επιδόσεις των παιδιών των δύο ομάδων. Οι υποθέσεις της έρευνας εστίασαν σε ορισμένα γλωσσικής και επικοινωνιακής φύσεως εννοιακά υποεπίπεδα, συναρτήσει του ευρύτερου εννοιακού επιπέδου «γλωσσική επάρκεια», και σχετίζονται με τα ακόλουθα ερωτήματα: 1. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στην ορθογραφική γνώση του διδασκομένου; 2. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στην «αμιγώς γραμματική» (μορφοσυντακτική) γνώση (ή γνώση γραμματικών κανόνων παραδοσιακού τύπου) του διδασκομένου; 3. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στη γνώση του διδασκομένου σε σχέση με τη μεταγλώσσα (βασική γραμματική ορολογία); 4. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στο γενικό επίπεδο της γλωσσικής ικανότητας (γλωσσικές επιδόσεις) του διδασκομένου; 5. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στην επικοινωνιακή ικανότητα του διδασκόμενου που αντιστοιχεί στη γνώση δόμησης γραπτού λόγου (άρα και παραγωγής γραπτών κειμένων) εντός επικοινωνιακού πλαισίου (και αναλύεται βάσει επιμέρους σχετικών δεικτών]; 6. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στο γενικό επίπεδο της επικοινωνιακής ικανότητας (επικοινωνιακές επιδόσεις) του διδασκομένου; 7. Ποια είναι, εν τέλει, η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στην καλλιέργεια της γλωσσικής επάρκειας του διδασκομένου; Τα ευρήματα της έρευνας, αναφορικά με τα παραπάνω ερωτήματα και στη βάση των υποθέσεών της, ειδικότερα, κατέδειξαν ότι υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς: α. τις «γλωσσικές» και τις «επικοινωνιακές επιδόσεις» των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας έναντι των αντίστοιχων επιδόσεων της Ομάδας Ελέγχου, κατά την τελική αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειάς τους (της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής ικανότητάς τους, αντίστοιχα) β. τις «γλωσσικές επιδόσεις» και τις «επικοινωνιακές» επιδόσεις των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας, ανάμεσα στην αρχική και την τελική αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειάς τους (της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής ικανότητά τους, αντίστοιχα) γ. το τελικό γενικό επίπεδο γλωσσικής επάρκειας των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας έναντι του αντίστοιχου επιπέδου της Ομάδας Ελέγχου δ. το αρχικό και το τελικό γενικό επίπεδο της γλωσσικής επάρκειας των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας. Τα παραπάνω ευρήματα, όπως φαίνεται και από τη θεματική ανάλυση περιεχομένου των ποιοτικών δεδομένων που συλλέχθηκαν μέσω, κυρίως, της συμμετοχικής παρατήρησης και της συνέντευξης, η οποία ενισχύει σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική εγκυρότητα της έρευνας, σχετίζονται, δυνητικά, με το όλο ερευνητικό πρόγραμμα και την πειραματική παρέμβαση καθαυτή. Γενικά, τα ποσοτικά και ποιοτικά ευρήματα της έρευνας επικυρώνουν την ανάγκη για στροφή από την επικοινωνιακή προσέγγιση στην κειμενοκεντρική προσέγγιση, με έμφαση στη ρητή διδασκαλία των κειμενικών ειδών και της γραμματικής τους, γεγονός το οποίο μπορεί να συμβάλει θετικά στην καλλιέργεια της γλωσσικής επάρκειας, και εν γένει του γραμματισμού. Μία τέτοια αλλαγή αναμένεται ότι θα επιτρέψει τον απεγκλωβισμό από το "πώς" της γραμματικής διδασκαλίας και θα δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: "ποια είδη κειμένου πρέπει να διδάσκονται, σε ποια τάξη και με ποια σειρά". Η διατριβή εστιάζει συστηματικά στον προβληματισμό αυτό και καταθέτει τη δική της ολοκληρωμένη πρόταση για κειμενοκεντρική προσέγγιση της γραμματικής στην Γ΄ Δημοτικού, τάξη η οποία συνιστά ένα κομβικό σημείο στη γλωσσική αγωγή, αναγνωρίζοντας το ρόλο της γραμματικής διδασκαλίας στο γραμματισμό των παιδιών του δημοτικού σχολείου.Στην τελική αυτή πρόταση κυρίαρχη θέση έχει όχι απλώς η "παιδαγωγική του γραμματισμού" αλλά η "παιδαγωγική της γραμματικής του γραμματισμού", η οποία και θεμελιώνεται σε συγκεκριμένα κειμενολογικά κριτήρια. / This PhD thesis deals with a communicative-genre based way of grammar teaching in the Primary School of Cyprus and, additionally, of Greece. It describes in detail an experimental programme, which is based on the Hallidayian systemic-functional model of grammar and the relative Sydney School Theory, from a pedagogic perspective. For the application of the particular programme, which took place in Grade 3, a quasi experimental research was carried out. The design for this research was a pre test - post test, control group-experimental group design. The aim of the research was to examine the effectiveness of the particular experimental programme, regarding the student’s linguistic adequacy (and its two components, the linguistic competence and the communicative competence) and their literacy, in general. The research was quantitative. Via an appropriate test, that included various linguistic and communicative exercises, the linguistic competence and the communicative competence of all the students, who participated in the programme, were tested at the outset of the research. After the Experimental Group received an instruction which placed a strong emphasis on text, as a product and as a social process, context and grammar, for a three month period, both experimental and control group students were re-tested, in order to examine their literacy outcomes in various linguistic and communicative areas and subjects of linguistic adequacy, such as the orthographic knowledge, the grammatical knowledge, the metalinguistic knowledge and the knowledge for effective written text production. The main null hypothesis for the research stated that no change would take place, between the Experimental Group and the Control Group, in the competencies related to “knowledge about language” and “knowledge of the language use”, as a result of the Experimental Group's exposure to explicit grammar teaching and, specifically, to communicative and genre based strategies and activities. After the data were analysed, the main null hypothesis was rejected and the alternative hypothesis, positing that a significant positive change would take place in the Experimental Group’s literacy outcomes was affirmed. The results of the quantitative research were accompanied by the results of a parallel qualitative research. The thematic content analysis of the qualitative data, which were collected via a series of participative observations and interviews, increased the internal validity of the research and strengthened the possible relationship between the instruction, being described above, and the quantitative research results. Generally speaking, the quantitative and qualitative results of the research underline the possible effectiveness of the communicative and, especially, of the genre based grammar approach, regarding the linguistic adequacy of primary school students and their literacy. So, the most important conclusion of this PhD thesis is that, within the frame of a genre based grammar education, students can acquire the knowledge and skills to both write effectively and to deal knowingly with grammatical as well as textual forms. As genre based grammar education is related to a new way of grammar teaching, which aims to the social construction of language, it becomes equal to literacy based education. This new way allows the movement from the “how” of grammar teaching to the “how” of genres' teaching, during the primary years of schooling. The final proposal of the thesis refers to the “how” of genres' teaching in Grade 3, which is supposed to be a crucial point regarding language education and, obviously, regarding literacy itself.
36

Πολιτικές για τη σχολική υγιεινή στην ελληνική εκπαίδευση (1911 – 1949). Μια ιστορικο-συγκριτική προσέγγιση

Λεβεντάκης, Χαράλαμπος 27 December 2010 (has links)
Η πραγματοποίηση αυτής της μελέτης έγινε με σκοπό να διερευνήσει τις θεσμικές ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους τρόπους με τους οποίους σχεδιάσθηκε, συγκροτήθηκε, οργανώθηκε και ασκήθηκε η εκπαιδευτική πολιτική για την Σχολική Υγιεινή στη χώρα μας κατά την περίοδο 1911 - 1949. Η εργασία εστιάζεται στη συγκέντρωση, αξιολόγηση και θεματολογική ταξινόμηση του πρωτογενούς υλικού με την μέθοδο της ιστορικής έρευνας (ιστορικοσυγκριτική ανάλυση: Καζαμίας, 2002) με στόχο την κατανόηση με φαντασία (Carr, 1983) και την ερμηνεία των ιστορικών τεκμηρίων (ιστορική ερμηνευτική προσέγγιση: Πυργιωτάκης, Ι. & Παπαδάκης, Ν., 1998). Με την ενδελεχή διερεύνηση των ιστορικών μας τεκμηρίων επιχειρούμε την ανασύνθεση της ιστορικής πραγματικότητας, αλλά και την ανάλυση και ερμηνεία των γεγονότων σε μια χρονική περίοδο (1911-1949) που καλύπτει την περίοδο, όπου παρατηρούνται οι σημαντικότερες πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας και αντίληψης στο χώρο της σχολικής υγιεινής. Η δική μας, επομένως προσέγγιση δεν είναι γεγονοτογραφική (Δημαράς, 1988), δε μένει στο τι έγινε αλλά επιχειρεί και απαντήσεις στα γιατί; Ερμηνεύει (ερμηνεύουσα ιστορία: Δερτιλής, 1995) στηριγμένη σε θεωρητικές προσεγγίσεις περί Κράτους Πρόνοιας και Νέας Αγωγής. Χρησιμοποιώντας την ποιοτική ανάλυση περιεχομένου (Berelson, 1952), εξετάσαμε τις διαφοροποιήσεις που υπήρξαν για τη θεσμική εξέλιξή της στις χρονικές περιόδους – τομές και για τις εξής παραμέτρους – κατηγορίες ανάλυσης: την υγιεινή των διδακτηρίων, του μαθητή, των διδασκόντων, την σχολιατρική υπηρεσία και τον σχολιατρικό έλεγχο, τα μέτρα σχολικής μέριμνας που ελήφθησαν από το κράτος με ιδιαίτερες αναφορές στα μαθητικά – σχολικά συσσίτια καθώς και στην δημιουργία θεσμών ευρύτερης κοινωνικής αντίληψης όπως: οι παιδικές εξοχές – μαθητικές κατασκηνώσεις, τα υπαίθρια σχολεία, τα σχολικά λουτρά, τα μαθητικά ιατρεία – σχολικές κλινικές και τα κέντρα μαθητικής αντίληψης. Επίσης, τη διδασκαλία του μαθήματος της υγιεινής και τέλος, την εκλαΐκευση και τα περιοδικά σχολικής υγιεινής, ξεκινώντας από τις δύο βενιζελικές περιόδους, προχωρώντας στη μεταξική περίοδο και συνεχίζοντας στη μεταπολεμική περίοδο μέχρι και το 1949. Ιστορικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, επιστημονικοί και γεωγραφικοί παράγοντες επηρέαζαν την υγεία των παιδιών, η οποία ήταν συνυφασμένη με τις πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες και τους όρους διαβίωσης κάθε κοινωνικής ομάδας ή ατόμου σε κάθε εποχή στην χώρας μας. Εν κατακλείδι, η πρόβλεψη υπηρεσιών υγιεινής για τα παιδιά της σχολικής ηλικίας, σύμφωνα και με τις επιστημονικές επιταγές, κατείχε υψηλή προτεραιότητα στα προγράμματα υγειονομικής και κοινωνικής πολιτικής του κράτους, χαρακτηριζόμενη όμως, συχνά, από μια αναντιστοιχία των νομοθετημάτων με την πορεία υλοποίησης και εφαρμογής τους. Ως αιτίες αυτών των αναντιστοιχιών, πέραν των εσωτερικών πολιτικών αντιφάσεων, μπορούν να εντοπισθούν η πολιτική ρευστότητα της εποχής και η οικονομική δυσπραγία όσον αφορά στα δημοσιονομικά μεγέθη του Ελληνικού δημοσίου / The purpose of this study is to investigate the institutional regulations, processes and modes of planning, formation, organization and making education policy for the school sanitation and hygiene in Greece during the period 1911-1949. The study focuses on the collection, evaluation and thematic classification of the primary sources with the method of historical research (comparative-historical analysis: Kazamias, 2002) in order to comprehend with imagination (Carr, 1983) and to interpret the historical presumptions (an interpretive-historical approach: Pyrgiotakis, I. & Papadakis, N. 1998). Through the detailed research of our historical documents, we are attempting not only to recompose the historical reality but also to analyse and to interpret the facts during the period 1911-1949, a period characterized by the most important welfare state policies in the area of the school sanitation and hygiene. Thus, our approach is not a fact-based approach (Dimaras, 1988), it does not confine itself to what happened but it also attempts to provide answers to “why”. It interprets (interpreting history: Dertilis, 1995), based on welfare state and new education theoretical approaches. Using the qualitative content analysis (Berelson, 1952), we examined the differentiations of the institutional progress in the periods-sections and for the following parameters-analysis categories: school sanitation, students’ hygiene, teachers’ hygiene, medical and health service/control in school, medicare and perception measures in schools on behalf of the state (with special references to school lunch mess and to the creation of wider social perception institutions like: childhood countries-student camps, outdoor schools, student baths, student health centers-student clinics and the centers of student perception), hygiene education, popularization and the school hygiene magazines, from the two “venizelians” periods, the metaxian and the post war period to 1949. Historical, political, financial, scientific and geographical factors were affecting the children’s health, connected to the cultural and social conditions and the living conditions of every social group or individual during all epochs of our country. In conclusion, the health services for school age children were having a big priority in sanitation and social policy programs, characterised although quite often by discrepancy between laws and their implementation. This is due not only to the internal political contradictions but also to the political fluidity of that era and to the economic recession related to the greek state financial sizes.
37

Η συνεισφορά της διδασκαλίας μέσω επίλυσης προβλήματος στην κατανόηση των ανισώσεων και στην ανάπτυξη της ικανότητας μοντελοποίησης από μαθητές της β΄ γυμνασίου

Παπακωστόπουλος, Σπυρίδων 20 October 2010 (has links)
Σκοπός της παρούσης έρευνας είναι η μελέτη της συνεισφοράς που μπορεί να έχει η διδασκαλία μέσω επίλυσης προβλήματος στην κατανόηση των ανισώσεων και στην ανάπτυξη της ικανότητας μοντελοποίησης από μαθητές της Β΄ Γυμνασίου. Σχεδιάστηκε ένα οιονεί πείραμα που αφορούσε τη διαφοροποιημένη διδασκαλία του κεφαλαίου των ανισώσεων σε δύο τμήματα 17 μαθητών (πειραματική ομάδα και ομάδα ελέγχου). Αξιολογήθηκαν η κατάκτηση του γνωστικού αντικειμένου και η ικανότητα μοντελοποίησης-επίλυσης μιας κατάστασης-προβλήματος μέσω γραπτής δοκιμασίας, ενώ διενεργήθηκαν και συνεντεύξεις. Παράλληλα σκοπός μας ήταν η διερεύνηση της ικανότητας μοντελοποίησης-επίλυσης μιας κατάστασης-προβλήματος ενός ευρύτερου δείγματος μαθητών Β΄ Γυμνασίου, σχολείων αγροτικής, ημιαστικής και αστικής περιοχής. Πραγματοποιήθηκε επισκόπηση σε ένα δείγμα 39, 48 και 53 μαθητών αντίστοιχα, οι οποίοι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν γραπτώς μια κατάσταση-πρόβλημα, ενώ επίσης διενεργήθηκαν συνεντεύξεις. Από την ποσοτική και ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι οι μαθητές μεσαίας επίδοσης είναι αυτοί που κυρίως επωφελήθηκαν από την διδασκαλία μέσω επίλυσης προβλήματος. Επιβεβαιώθηκε η διάκριση τεσσάρων επιπέδων ανάπτυξης στην ικανότητα δόμησης και χρήσης μαθηματικών μοντέλων από μέρους των μαθητών, ενώ κατέστησαν εμφανείς οι μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι τελευταίοι στην ανωτέρω διαδικασία. / The purpose of this research is to study the contribution of teaching through problem solving, in understanding inequalities and in the development of modeling capacity by students of the 2nd high school. A quasi-experiment was designed on differentiated instruction of inequalities in two classes of 17 students (experimental and control group). The achievement of the knowledge object and the ability to resolve a problem situation through mathematical modeling, were assessed by means of a written test and interviews. At the same time, our aim was to investigate the modeling capacity of a larger sample of 2nd high school students, of rural, suburban and urban schools. A survey was carried out in a sample of 39, 48 and 53 students respectively, who were invited to address a problem situation in writing, while interviews were also conducted. The quantitative and qualitative analysis of the results shows that medium performance students were the ones who largely benefited from the “teaching through problem solving” approach. The identification of four levels in the development of constructing and using mathematical models was confirmed, while became apparent major problems faced by the students in the above process.
38

La Littérature dans les Départements de Langue et de Littérature françaises en Grèce : enjeux, représentations, méthodes, propositions didactiques / The Literature in the Departments of French Language and Literature in Greece : risks, representations, methods, didactic proposals

Kordoni, Angeliki 10 April 2015 (has links)
Ce travail de thèse a pour objectif d'étudier l'enseignement de la littérature française dans le système universitaire grec afin d’en dégager ses principales caractéristiques. Les départements de Français langue étrangère (FLE) des universités d'Athènes et de Thessaloniki seront les lieux de notre observation. Dans cette perspective, notre étude s’attachera à présenter l‘enseignement et l'apprentissage de la littérature en croisant les attentes et les conceptions des étudiants avec celles induites par les manuels mais aussi avec celles proposées par les professeurs et l‘institution universitaire. Toutefois, cette présentation ne pourra se faire sans une évocation préalable des environnements institutionnels et des programmes officiels de cette discipline parfois contestée voire en danger. A cette occasion, nous pourrons identifier le statut et la fonction de la littérature par rapport aux autres enseignements des départements FLE, puis mettre en lumière les objectifs et les méthodes d’enseignement de la littérature. Pour la réalisation de notre étude, nous mettrons en place des questionnaires auprès des étudiants et des entretiens auprès des professeurs afin d’identifier d’une part les représentations, les motivations et la nature des choix effectués en matière de textes et d’autre part les méthodologies adoptées. On s'interrogera enfin sur les évolutions possibles et souhaitables de cet enseignement de la littérature au sein des cursus de FLE dans les universités grecques. Des suggestions, des améliorations et des propositions didactiques seront faites afin de mieux atteindre les objectifs visés et de réduire l’échec. / This doctoral thesis aims to examine the teaching of French literature in the Greek university system in order to establish its main features. The departments of French as a foreign language (FLE) of the universities of Athens and Thessaloniki will be under observation.From this point of view, our study will attempt to present teaching and learning of the literature by crossing expectations and the concepts of the students with those induced by the handbooks as wells as those proposed by the professors and the university institution. However, this presentation could not be done without a preliminary evocation of the institutional environments and official programs of this discipline which sometimes contested or even in danger. From this scope, we will be able to identify the status and function of the literature compared to the other courses of the departments FLE and, then, to clarify the objectives and methods of teaching literature.For the realization of our study, we will distribute questionnaires to the students and interview the professors in order to identify, on the one hand, the representations, motivations and the nature of choices made in relation to texts and on the other hand, the adopted methodologies. Finally, this work will explore the possible and desirable evolutions in literature education within the courses of FLE in the Greek universities. Suggestions, identification of areas for improvement and didactic propositions will be made in order to attain the pursued goals and to reduce student failure. / Η παρούσα εργασία με αντικείμενο τη Διδακτική των Γλωσσών και των Πολιτισμών έχειστόχο να μελετήσει τη διδασκαλία της Γαλλικής Λογοτεχνίας στην ελληνική τριτοβάθμιαεκπαίδευση και να ανακαλύψει τα κύρια χαρακτηριστικά της. Η έρευνα πραγματοποιήθηκεστηριζόμενη στην παρατήρηση των πρακτικών των τμημάτων «Γαλλικής Γλώσσας καιΛογοτεχνίας» της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Αρχικά, περιγράφονται τα δύο Τμήματα, οοδηγός σπουδών τους καθώς και η θέση των λογοτεχνικών μαθημάτων, η χρησιμότητα τωνοποίων ορισμένες φορές αμφισβείται με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε κίνδυνο. Βασισμένησε ερωτηματολόγια και συνεντεύξεις τα οποία πραγματοποιήθηκαν με τη συνεργασίαφοιτητών και καθηγητών, η έρευνα αυτή επιχειρεί να ανιχνεύσει τις αναπαραστάσεις καθώςκαι τη φύση των επιλογών σχετικά με τα κείμενα και τις προσεγγίσεις που υιοθετούνται γιατη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Η παρούσα διατριβή διασταυρώνει τις προσδοκίες και τιςαντιλήψεις των φοιτητών με αυτές που προάγουν τα εγχειρίδια και προτείνουν οιπανεπιστημιακοί εκπαιδευτικοί. Τέλος, παρουσιάζει διδακτικές προτάσεις ικανές νασυνάδουν με τα ενδιαφέροντα των Ελλήνων φοιτητών και να ικανοποιούν τις ανάγκες τους.Έχοντας εκθέσει το θεωρητικό πλαίσιο και τους στόχους, προτείνεται η εισαγωγή θεατρικώνπρακτικών καθώς και τεχνικές δημιουργικής γραφής με σκοπό να μυηθούν οι φοιτητές σε μιαπιο διαδραστική και συνεργατική μάθηση.
39

Dialogue, philosophie, éducation et conscientisation

Petimeza, Chrisoula 04 1900 (has links)
No description available.

Page generated in 0.0349 seconds