• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 17
  • 1
  • Tagged with
  • 18
  • 15
  • 9
  • 6
  • 5
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Συμβουλευτική και πολυπολιτισμική συμβουλευτική στο δημοτικό σχολείο : οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών

Παπακωνσταντινοπούλου, Αρτεμισία 14 February 2012 (has links)
Το φαινόμενο της «παγκοσμιοποίησης» και η πολυπολιτισμικότητα που χαρακτηρίζει και τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μαθητικού «μωσαϊκού» στο χώρο της εκπαίδευσης. Προβλήματα που προϋπήρχαν σε αρκετούς τομείς, όπως η προσωπική ανάπτυξη και οι διαπροσωπικές σχέσεις, εντείνονται υπό τις νέες συνθήκες και η ανάγκη για συστηματική παροχή βοήθειας στους μαθητές προβάλλει επιτακτικότερη. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στη χαρτογράφηση της υπάρχουσας κατάστασης στην ελληνική εκπαίδευση μέσα από τις αναπαραστάσεις των εκπαιδευτικών και στη διερεύνηση των απόψεών τους για το θεσμό της Συμβουλευτικής – Πολυπολιτισμικής Συμβουλευτικής και για το ρόλο των εκπαιδευτικών ως λειτουργών συμβουλευτικής στα σχολεία. Ειδικότερα, παρουσιάζει τα ευρήματα μιας έρευνας μέσω ερωτηματολογίων, που εξέτασε τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση σχετικά με την αναγκαιότητα της Συμβουλευτικής στο χώρο αυτό και στους παλιννοστούντες και αλλοδαπούς μαθητές (δείγμα: 302 δάσκαλοι και 56 εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων από πολυθέσια, κυρίως, δημοτικά σχολεία αστικών περιοχών). Τα αποτελέσματα της έρευνας δίνουν στοιχεία για τη συμβουλευτική διαδικασία, τα οφέλη και τα μειονεκτήματα από την εφαρμογή του θεσμού στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Προκρίνουν ως καταλληλότερο για τη Σχολική Συμβουλευτική τον ειδικευμένο εκπαιδευτικό με την εποπτεία του συμβούλου και τονίζουν την ανάγκη για περισσότερη συμβουλευτική υποστήριξη στους παλιννοστούντες και αλλοδαπούς μαθητές σε σχέση με τους γηγενείς μαθητές, κυρίως, λόγω των προβλημάτων ένταξης και προσαρμογής τους σε ένα πολιτισμικά διαφορετικό περιβάλλον. Τέλος, αναφέρονται οι προτάσεις των εκπαιδευτικών ως προς την εφαρμογή του θεσμού της Συμβουλευτικής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. / -
12

Τα εικαστικά στο δημοτικό σχολείο : η σχολική πραγματικότητα, τα σχολικά εγχειρίδια και ο ρόλος του δασκάλου. Έρευνα δράσης στην Ε' τάξη του δημοτικού, προτάσεις και προοπτικές

Θεοδωροπούλου, Ιωάννα 01 February 2013 (has links)
Η διδασκαλία της τέχνης στο σχολείο συμβάλλει στην ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού, καλλιεργώντας τη δημιουργικότητά του και ενθαρρύνοντας την κοινωνικοποίησή του. Με την αλλαγή του αναλυτικού προγράμματος και την εισαγωγή του ΔΕΠΠΣ στην εκπαίδευση, εισήχθησαν και τα βιβλία των εικαστικών στα σχολεία. Ωστόσο, στο Δημοτικό Σχολείο το μάθημα των εικαστικών δεν διδάσκεται όπως ορίζεται από το αναλυτικό πρόγραμμα και οι εκπαιδευτικοί αποφεύγουν τη διδασκαλία του μαθήματος. Στην παρούσα μελέτη προσπαθούμε να διερευνήσουμε τους λόγους και τα αίτια που οδηγούν τους δασκάλους στην αποφυγή ή την τροποποίηση της διδασκαλίας του μαθήματος των εικαστικών και να προσδιορίσουμε κατά πόσο το βιβλίο των εικαστικών αποτελεί ή όχι χρηστικό εργαλείο για το δάσκαλο και τι στήριξη χρειάζεται για να νιώσει ικανός να συμπεριλάβει δράσεις εικαστικών στο πρόγραμμά του. Στόχος μας είναι, αξιοποιώντας την έρευνα δράσης ως ερευνητικό εργαλείο, να εντοπίσουμε ποια είναι η σύγχρονη σχολική πραγματικότητα, εάν υπάρχει ανταπόκριση από τους μαθητές στο μάθημα των εικαστικών και τι έχουν να προτείνουν οι εικαστικοί εκπαιδευτικοί για το θέμα. Από την έρευνα προέκυψε ότι αν και το βιβλίο των εικαστικών είναι ένα χρήσιμο εργαλείο δουλειάς για τα δάσκαλο, εντούτοις αισθάνεται αβεβαιότητα και ανασφάλεια να διδάξει το μάθημα αποφεύγοντας να το χρησιμοποιήσει. Προτείνεται η επιμόρφωση των δασκάλων στη διδακτική των εικαστικών, η αξιοποίηση των εικαστικών εκπαιδευτικών στα σχολεία και η βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής των σχολείων με τη δημιουργία εξοπλισμένων εικαστικών εργαστηρίων. / The teaching of art in schools contributes to the multifaceted development of the child, cultivating his/her creativity and encouraging his/her socialization. With the change in the curriculum and the introduction of the cross-thematic curriculum framework in education, art books were introduced in schools. However, in primary schools, art is not taught as specified by the curriculum and teachers avoid teaching it. In the present study, we are trying to investigate the reasons teachers are led to avoid or modify the teaching of art and to determine whether or not the art book is a useful tool as well as what kind of support teachers need to feel competent to include art activities in their program. Using action research as a research tool, our aim is to trace the current reality in schools, to determine students’ responses towards art as well as teachers’ feedback on this issue. The present research shows that although the art book is a useful tool for the teacher, he/she feels unsure and lacks self-efficacy to teach this lesson and thus avoids using it. Consequently, we recommend that teachers be trained in the teaching of art, that art teachers be utilized in schools and finally that well-equipped art labs be created.
13

Η αυτονομία του εκπαιδευτικού πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μία εμπειρική μελέτη

Καρακώστα, Αγγελική 11 July 2013 (has links)
Στην παρούσα εργασία προσεγγίζεται η έννοια της επαγγελματικής αυτονομίας του εκπαιδευτικού, τα χαρακτηριστικά που τη συνθέτουν καθώς και οι επιρροές της στο έργο του εκπαιδευτικού. Ειδικότερα, διερευνώνται οι αντιλήψεις ενός δείγματος εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχολεία του Δήμου Πατρέων σχετικά με το βαθμό αυτονομίας τους. Στο θεωρητικό μέρος της εργασίας εξετάζεται η αυτονομία του εκπαιδευτικού, συνδέεται η συζήτηση με το αναλυτικό πρόγραμμα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και αναδεικνύεται η σημασία της αυτονομίας του εκπαιδευτικού καθώς συσχετίζεται με σημαντικές παραμέτρους του εκπαιδευτικού έργου. Η εμπειρική έρευνα αποκαλύπτει ότι οι εκπαιδευτικοί του δείγματος αντιλαμβάνονται την αυτονομία σε υψηλό βαθμό, αναδεικνύει δύο παράγοντες που συνθέτουν την έννοια της αυτονομίας του εκπαιδευτικού – τη γενική αυτονομία στη διδασκαλία και την αυτονομία σε σχέση με το αναλυτικό πρόγραμμα – και διαφαίνεται η ύπαρξη θετικής συσχέτισης της αυτονομίας των εκπαιδευτικών με τον επαγγελματισμό (r=0,63, p<0,05) και με την ικανοποίησή τους στην εργασία (r=0,31, p<0,05). / In the present study, we approach the concept of teacher professional autonomy, the elements it consists of and its influence on teachers’ work. Specifically, we explore the perceptions of a sample of teachers in primary education in the city of Patras concerning the degree of their autonomy. In the theoretical part of the study we examine the concept of teacher autonomy, we discuss teacher autonomy in relation to the national curriculum in the greek educational system and we identify the importance of teacher autonomy, as it is related to important factors of teachers’ work. The research shows that teachers have high degree of perceived autonomy, identifies two factors that constitute the concept of teacher autonomy – general teaching autonomy and curriculum autonomy – and a positive relationship is depicted between teacher autonomy and professionalism (r=0.63, p<0.05) and job satisfaction (r=0.31, p<0.05).
14

Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) και Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (Α.Π.Σ.) στο δημοτικό σχολείο : η αλλαγή των θεσμικών προδιαγραφών διδασκαλίας ως ευκαιρία επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών φυσικής αγωγής της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης

Αδαμόπουλος, Κωνσταντίνος 27 December 2010 (has links)
Στην εργασία αυτή επιχειρείται η καταγραφή των απόψεων μίας μικρής ομάδας εκπαιδευτικών Φυσικής Αγωγής της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, από τη μια μεριά για τις επιδράσεις της πρόσφατης αλλαγής των θεσμικών προδιαγραφών διδασκαλίας στον επαγγελματικό τους ρόλο και από την άλλη μεριά για τις υποστηρικτικές επιμορφωτικές δραστηριότητες που ακολούθησαν. Η συγκεκριμένη εκπαιδευτική αλλαγή περιλαμβάνει το νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, καθώς και την εισαγωγή νέου διδακτικού υλικού για εκπαιδευτικούς και μαθητές. Η μελέτη προσεγγίζει τα αντικείμενα της έρευνας με εννοιολογικό πλαίσιο το πεδίο της «επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών» και εφαρμόζει ποιοτική ερευνητική μέθοδο που βασίζεται σε ανοιχτού τύπου ερωτήσεις με τους συνεντευξιαζόμενους. Διαπιστώνεται ότι η συγκεκριμένη εσωτερική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αξιοποιήθηκε ελάχιστα ως ευκαιρία επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών Φυσικής Αγωγής της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. / The present study focuses on the views of a small teachers’ group consisting of Physical Education teachers who teach in the Primary Education. On the one hand it investigates the influences on their professional role because of the recent institutional change in their teaching specifications and on the other hand it investigates the relative supporting training activities. This particular educational change includes the new National Curriculum and the introduction of new teaching material for teachers and students. The study approaches the research objects by using as conceptual framework the field of “teacher professional development” and applies a qualitative research method which based on open-asked questions to interviewed subjects. The conclusions indicate that the exploitation of this specific internal educational reform as a professional –development opportunity for the Physical Education teachers was of a minimum degree
15

Επαγγελματισμός, επαγγελματική ανάπτυξη, επαγγελματική ταυτότητα και εκπαιδευτικός. Η περίπτωση των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης

Φωτοπούλου, Βασιλική 11 October 2013 (has links)
Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν στον επαγγελματισμό, στην επαγγελματική ταυτότητα και στην επαγγελματική ανάπτυξη με αναφορά στον εκπαιδευτικό της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Για τη διεξαγωγή της εμπειρικής έρευνας χρησιμοποιήθηκε το ανώνυμο γραπτό ερωτηματολόγιο. Η επεξεργασία των δεδομένων έγινε με το στατιστικό πακέτο IBM SPSS Statistics (version 20) και αξιοποιήθηκαν οι στατιστικοί δείκτες: Mann-Whitney (U), Kruskal-Wallis (H), Friedman’s ANOVA (χ2), Wilcoxon (T) και χ2 ανεξάρτητων δειγμάτων. Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από 310 εκπαιδευτικούς, οι οποίοι υπηρετούσαν σε σχολεία της περιφερειακής ενότητας Αχαΐας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2011-2012, εκ των οποίων οι 234 είναι εκπαιδευτικοί Δημοτικής Εκπαίδευσης (ποσοστό απόκρισης: 17% του δειγματοληπτικού πλαισίου) και οι 76 είναι εκπαιδευτικοί Προσχολικής Αγωγής (ποσοστό απόκρισης: 19% του δειγματοληπτικού πλαισίου). Το μέγεθος του δείγματος είναι αντιπροσωπευτικό του υπό διερεύνηση πληθυσμού. Με βάση τα αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας, διαπιστώνεται ότι οι εκπαιδευτικοί Δημοτικής Εκπαίδευσης και οι εκπαιδευτικοί Προσχολικής Αγωγής παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν στις απαντήσεις τους, αποδίδουν ιδιαίτερη σημαντικότητα σε ουσιώδεις παραμέτρους των εννοιών που μας απασχολούν και αναδεικνύουν την ουσιαστική συμβολή τους στην επαγγελματική τους υπόσταση και στην ποιότητα του έργου τους στο σχολείο. / The purpose of this PhD thesis is to investigate primary and pre-primary education teachers’ perceptions on issues related to professionalism, professional identity and professional development. The empirical survey of this study was carried out by using anonymous written questionnaires. Data processing and statistical analysis were performed using the IBM SPSS Statistics Software package (version 20). The statistical tests used were Mann-Whitney (U), Kruskal-Wallis (H), Friedman’s ANOVA (χ2), Wilcoxon (T) and Chi-Square (χ2) Test for Association. The sample of the survey consists of 310 primary and pre-primary education teachers who were working in schools located in the region of Achaia, during the school year 2011-2012. The size of the sample is broadly representative to the population under investigation. Two hundred thirty four (234) of them were primary education teachers (response rate: 17% of the sampling frame) and 76 were pre-primary school teachers (response rate: 19% of the sampling frame). The findings of the empirical research indicate that, despite some differences in the responses between the two groups, both groups tend to attribute great importance to substantial aspects related to professionalism, professional identity, and professional development. Moreover, they underline the significant contribution of these aspects to their overall work at school.
16

Η συμβολή της πνευματικότητας και του συναισθήματος στην παιδαγωγική σχέση και στο συμβουλευτικό ρόλο των εκπαιδευτικών. Μία έρευνα σε γυναίκες εκπαιδευτικούς / The contribution of spirituality and emotion to the pedagogical relationship and counselling role of educators. A survey on female educators

Δεμαρτίνου, Ελισάβετ 01 October 2012 (has links)
Η ανα χείρας διατριβή σκοπό είχε να θέσει προβληματισμούς για τον επαναπροσδιορισμό του νοήματος της παιδαγωγικής σχέσης των εκπαιδευτικών με τους μαθητές τους, σε συνάρτηση με το συμβουλευτικό ρόλο των εκπαιδευτικών. Τα ερωτήματα τα οποία κίνησαν το ερευνητικό ενδιαφέρον αφορούσαν στην ταυτότητα και στο ρόλο των εκπαιδευτικών σήμερα μέσα στη σχολική τάξη. Η έρευνα έγινε με δύο μεθοδολογικές προσεγγίσεις :ποσοτική και ποιοτική. Το δείγμα αποτελούνταν από δύο διαφορετικές ομάδες: (α) μία ομάδα Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (εκπαιδευτικοί οι οποίες ασχολούντο με το θεσμό του ΣΕΠ) και (β) μία ομάδα Γενικής Παιδείας (ΓΠ) (εκπαιδευτικοί οι οποίες δεν ασχολούντο με το ΣΕΠ). Συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν τα ερωτήματα:  Πως επηρεάζεται η παιδαγωγική σχέση όταν οι εκπαιδευτικοί έχουν επίγνωση της πνευματικότητάς τους και του συναισθήματός τους;  Πως επηρεάζεται ο συμβουλευτικός ρόλος όταν οι εκπαιδευτικοί έχουν επίγνωση της πνευματικότητάς τους και του συναισθήματός τους; Τα ανωτέρω ερευνητικά ερωτήματα επιχειρήσαμε να τα απαντήσουμε μέσα από τη διερεύνηση: 1) των αντιλήψεων των γυναικών εκπαιδευτικών αναφορικά με τη συναισθηματική επίγνωση και την πνευματικότητά τους ως χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους, 2) των αντιλήψεων των γυναικών εκπαιδευτικών αναφορικά με την παιδαγωγική σχέση τους, 3) της επίδρασης του συναισθήματος και της πνευματικότητας των γυναικών εκπαιδευτικών (όπως οι ίδιες την αντιλαμβάνονται) κατά την πιθανή συμβουλευτική παρέμβαση τους σε διαχείριση κρίσιμων καταστάσεων μέσα στην τάξη (όπως τις αναγνωρίζουν οι ίδιες). Η έρευνα έγινε πρώτον μέσα από ποσοτική προσέγγιση και δεύτερον μέσα από ποιοτική προσέγγιση. Κατά την ποσοτική προσέγγιση ερευνώνται με ποσοτικά εργαλεία (κλίμακες Liekert) οι αντιλήψεις/εκτιμήσεις των γυναικών εκπαιδευτικών αναφορικά με  τον ρόλο της πνευματικής υπέρβασης στη ζωή τους , όπως εκφράζεται μέσα από τις διαστάσεις Πνευματικότητα/προσωπική σχέση με τον Θεό, της κλίμακας Δείκτης Πνευματικής Υπέρβασης (STrI Seidlitz et al. 2002)  τον ρόλο της Συναισθηματικής Νοημοσύνης στη ζωή τους, όπως εκφράζεται μέσα από τις διαστάσεις της κλίμακας συναισθηματικότητα (emotionality), ευζωίας (well-being),του αυτοελέγχου καθώς (self-control), και κοινωνικότητα/αντίληψη των συναισθημάτων των άλλων (sociability) (TEIQue-SF Petrides & Furnham,2001).  τη σχέση των διαστάσεων της κλίμακας Δείκτης Πνευματικής Υπέρβασης και των διαστάσεων της κλίμακας Συναισθηματικής Νοημοσύνης. Αναλυτικότερα :  Πως εκτιμούν οι γυναίκες εκπαιδευτικοί του δείγματός μας την Πνευματική Υπέρβαση και τις διαστάσεις της (παρουσία πνευματικότητας /προσωπική σχέση τους με τον Θεό);  Πως εκτιμούν οι γυναίκες εκπαιδευτικοί του δείγματός μας τη Συναισθηματική Νοημοσύνη σύμφωνα με τις διαστάσεις της;  Πως και αν σχετίζονται α) η Πνευματική Υπέρβαση και οι διαστάσεις της, β) η Συναισθηματική Νοημοσύνη και οι διαστάσεις της: με την ηλικία, τα έτη υπηρεσίας, την επιμόρφωση, την ενασχόληση με τον Σχολικό Επαγγελματικό προσανατολισμό  Οι δύο ομάδες ΓΠ και ΣΕΠ, διαφέρουν στις εκτιμήσεις τους ως προς τις δύο κλίμακες; Κατά την ποιοτική προσέγγιση ερευνώνται με ποιοτικά εργαλεία (συνέντευξη και αφηγηματικό ημερολόγιο) οι αντιλήψεις γυναικών εκπαιδευτικών αναφορικά με:  την επίγνωση της πνευματικότητάς τους-τα κριτήρια της πνευματικής Νοημοσύνης  την παιδαγωγική σχέση τους  την αφοσίωση και την κινητοποίηση στην εργασία τους  το συναίσθημα στην εργασία τους  τις υπαρξιακές ανησυχίες των μαθητών τους  τις αντιδράσεις τους στη διαχείριση αναγνωρισμένων κρίσιμων καταστάσεων μέσα στην τάξη  την επίγνωση και εμπλοκή ή μη εμπλοκή του συναισθήματος και των προσωπικών πιστεύω τους κατά τη συμβουλευτική ή μη παρέμβασή τους σε αναγνωρισμένες κρίσιμες καταστάσεις μέσα στην τάξη. Αναλυτικότερα:  Πώς επηρεάζει η επίγνωση της πνευματικότητας την παιδαγωγική σχέση των γυναικών εκπαιδευτικών;  Πώς επηρεάζει η επίγνωση της πνευματικότητας τον συμβουλευτικό ρόλο των γυναικών εκπαιδευτικών;  Πώς επηρεάζει η επίγνωση του συναισθήματος την παιδαγωγική σχέση των γυναικών εκπαιδευτικών;  Πώς επηρεάζει η επίγνωση του συναισθήματος το συμβουλευτικό ρόλο των γυναικών εκπαιδευτικών; Ο όρος «Πνευματικότητα» νοείται, στην παρούσα έρευνα, ως το στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, το οποίο το ωθεί στην εκζήτηση/αναζήτηση του νοήματος, υπερβαίνοντας τον εαυτό του, τόσο στην προσωπική ζωή του, όσο και στις σχέσεις του με τους άλλους. Το «Συναίσθημα» ερευνάται μέσα από τη θεωρία της Συναισθηματικής Νοημοσύνης. Με άλλα λόγια, αξιολογείται ως ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της προσωπικότητας. Μελετάται, πιο αναλυτικά, εξάλλου και μέσα από τη Συναισθηματική Επίγνωση. Η Συναισθηματική Νοημοσύνη περικλείει ένα σύνολο ικανοτήτων και δεξιοτήτων μέσα από τις οποίες το άτομο είναι σε θέση να κατανοήσει δικές του συναισθηματικές καταστάσεις αλλά και να ερμηνεύσει συναισθηματικές καταστάσεις των άλλων. Ειδικότερα, η Συναισθηματική Επίγνωση αφορά στην πλευρά εκείνη της συναισθηματικής νοημοσύνης, η οποία ενέχει την αυτοαντίληψη και την αυτοαξιολόγηση των συναισθημάτων. Η πνευματικότητα και το συναίσθημα στην παιδαγωγική σχέση, σε συνάρτηση με το συμβουλευτικό ρόλο των εκπαιδευτικών, σύμφωνα με την υπάρχουσα αρθρογραφία δε διαφαίνεται να έχει αρκούντως διερευνηθεί σε ποσοτικό αλλά και ποιοτικό επίπεδο. Τα κυριότερα ευρήματα της ποσοτικής έρευνας δείχνουν, αφενός την αξιοπιστία των εργαλείων (STrI Δείκτης Πνευματικής Υπέρβασης, και TEI-Que SF)και την καλή προσαρμογή τους στο εν λόγω δείγμα, αφετέρου ότι δε σημειώνονται σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες ΣΕΠ και ΓΠ με κριτήριο το συμβουλευτικό ρόλο. Το γεγονός της ενασχόλησης με το θεσμό του ΣΕΠ φάνηκε ότι δεν ήταν ισχυρό διαφοροποιητικό στοιχείο. Οι δύο ομάδες σημείωσαν σχεδόν ίδιες τιμές και στις δύο κλίμακες. Χαμηλή εν τούτοις συσχέτιση παρατηρήθηκε ανάμεσα στον παράγοντα Πνευματικότητα και τις συναισθηματικές διαστάσεις της κλίμακας συναισθηματικής νοημοσύνης. Τα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας, αναφορικά με το νόημα της παιδαγωγικής σχέσης, έδειξαν ότι οι συμμετέχουσες στην έρευνα έχουν επίγνωση της αναγκαιότητας για επαναπροσδιορισμό του νοήματος της παιδαγωγικής σχέσης, το οποίο, σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους, είναι συνάρτηση της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στο γνωστικό τους αντικείμενο, αλλά και στις εκάστοτε ψυχολογικές ανάγκες της μαθητικής κοινότητας. Όσον αφορά στις αντιλήψεις των συμμετεχουσών για τη σημασία της παιδαγωγικής σχέσης, διαφορές σημειώνονται ανάμεσα σε άτομα τα οποία έχουν επίγνωση της πνευματικότητάς τους και σε άτομα τα οποία δεν έχουν. Οι περισσότερες συμμετέχουσες κατά την ποιοτική έρευνα ανέφεραν ως δυνατό τους σημείο του χαρακτήρα τους την ενσυναίσθηση. Τα κυριότερα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας, αναφορικά με τη συναισθηματική επίγνωση για εμπλοκή ή συμμετοχή των συμμετεχουσών στην παιδαγωγική σχέση, αλλά και κατά τη διαχείριση κρίσιμων καταστάσεων μέσα στην τάξη, ήταν: α) η αγαπητική θέση και διάθεση προς τους μαθητές και β) η αναγνώριση, η επίγνωση αλλά και εκδήλωση των συναισθημάτων των συμμετεχουσών ως προϋποθέσεις για την παιδαγωγική σχέση. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι συμμετέχουσες οι οποίες δήλωσαν θρησκευτική πνευματικότητα ανέφεραν τη συναισθηματική τους εμπλοκή/συμμετοχή πλέον εντόνως από τις υπόλοιπες συμμετέχουσες, εμβαθύνοντας και εκθέτοντας διεξοδικά το συναίσθημά τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ποιοτικής έρευνας, η πνευματικότητα και η συναισθηματική επίγνωση επηρεάζουν θετικά την παιδαγωγική σχέση και το συμβουλευτικό ρόλο των εκπαιδευτικών. Δημιουργούνται δηλαδή από τις εκπαιδευτικούς οι προϋποθέσεις εκείνες ώστε η παιδαγωγική σχέση και ο συμβουλευτικός ρόλος να οδηγούν σε καρποφόρα αποτελέσματα για τους μαθητές, όχι μόνο σε επίπεδο γνώσεων αλλά και σε κατάκτηση ανθρωπιστικών αξιών. Επιπρόσθετα, οι εκπαιδευτικοί της ομάδας ΣΕΠ, σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους πλησίαζαν τους μαθητές τους και σε ώρα διαλείμματος για να συζητήσουν μαζί τους προβλήματα τα οποία ενέκυπταν κατά την ώρα του ΣΕΠ. Η πνευματικότητα ωστόσο, εκδηλώνεται και επηρεάζει τη παιδαγωγική σχέση στο βαθμό που επιτρέπει την εκδήλωση και εμπλοκή της στην παιδαγωγική σχέση το ίδιο το άτομο. Λέξεις κλειδιά: Πνευματικότητα, Πνευματική Νοημοσύνη, Πνευματική Υπέρβαση, Συναισθηματική Νοημοσύνη, Συναισθηματική Επίγνωση, Συμβουλευτικός, Ρόλος, Παιδαγωγική Σχέση, Γυναίκες Εκπαιδευτικοί. / This dissertation aims at raising questions about the redefinition of the notion of the pedagogical relationship with students, as well as about the counselling role of educators. The questions that triggered the investigative interest in the present dissertation concern the identity and role of educators in the modern school classroom. Two methodological approaches were used for the research: quantitative and qualitative. The sample tested consists of two distinct groups: a) a Career Counselling/Vocational Education group (C.C. /V.E.) (female educators involved in the School Career Counselling/Vocational Education institution) and b) a General Education group (G.E.) (female educators not involved in the School Career Counselling/Vocational Education institution). Specifically, the questions examined are the following: • If educators are aware of their own spirituality and emotion o How does this affect their pedagogical relationship? o How does this affect their counselling role? We attempted to answer these questions through the exploration of the following: 1) How female educators understand emotional awareness and their spirituality as characteristics of their identity 2) The conceptions of female educators concerning their pedagogical relationship 3) The impact of both emotion and spirituality of female educators (according to their own conceptions) on their role as counsellors in the event of a critical situation in the classroom (as this is identified by the educators). The research was carried firstly through a quantitative and secondly through a qualitative approach. On the quantitative research, we used the Spiritual Transcendence scale (Seidlitz et al., 2002) and the Petrides & Furnham scale (translation by Petrides, Pita & Kokkinaki, 2007) in order to explore female educators’ conceptions and evaluations concerning: • The role of spiritual transcendence in their lives, as this is expressed through the dimensions Spirituality/personal relationship with God, of the scale STrI (Seidlitz et al. 2002) • The role of Emotional Intelligence in their lives, as this is expressed through the dimensions of the chart emotionality, well-being, self-control, and sociability (TEIQue-SF Petrides & Furnham, 2001). • The relationship between the dimensions of the two scales. On the qualitative research, we carried out interviews and used narrative diaries as tools to explore the female educators’ perceptions concerning: • Their awareness of their own spirituality – the criteria for Spiritual Intelligence • Their pedagogic relationship • Their devotion and motivation in their work • The ontological concerns of their students • Their responses to recognisably critical situations in the classroom • Their awareness of their emotions, and the possible involvement of their emotions and personal beliefs when they give counsel, or their detachment in recognisably critical situations in the classroom In this study, “Spirituality” is understood as a quality each individual possesses as part of their personality, which urges them to seek meaning by transcending themselves both in their private lives and in their relationships with others. Emotion is explored through the theory of Emotional Intelligence. In other words, it is being assessed as a personality trait, which is also examined more thoroughly through the concept of Emotional Awareness. Emotional Intelligence encompasses a set of competences and skills, which enable individuals to comprehend their own emotional states as well as interpret those of other people. More specifically, the aspects of Emotional Intelligence involving notions of self-conception and self-evaluation of emotions constitute Emotional Awareness. According to the existing literature in the field, Spirituality and Emotion in the pedagogical relationship, in conjunction with the counselling role of educators, do not seem to have been sufficiently investigated on the quantitative and qualitative levels. The principal findings of the quantitative research indicate the reliability of the tools employed (STrI - Spiritual Transcendence Index – and TEI-Que SF) as well as their adaptability to the tested sample, whilst showing that there are no significant differences between the aforementioned C.C./V.E. and G.E. groups, as far as the educator’s counselling role is concerned. Involvement in the School Career Counselling/Vocational Education institution did not appear to be a strong differentiating element. Both groups manifested almost the same scores on both scales employed. Nevertheless, the correlation observed between the Spirituality parameter and the Emotion aspects of the Emotional Intelligence scale was weak, which led us to the implementation of the qualitative research. The findings of the qualitative research showed that the female participants in the survey were conscious of the necessity to redefine the meaning of the pedagogic relationship, which, in their view, is the correlation between further education for teachers in their fields and further instruction for the varying psychological needs of the school community. In contrast, with respect to the meaning of the pedagogic relationship, there were differences between individuals who were conscious of their spirituality and those who were not. Moreover, during the qualitative research, most female participants mentioned empathy as an asset to their characters. The most important finding in the qualitative research - relating to Emotional Awareness, both in the female participants’ intervention or involvement in the pedagogic relationship, and during crisis management in the classroom - was the loving stance and attitude towards the students: the identification, the awareness and the expression of emotions as preconditions for the pedagogic relationship. It is worth mentioning, however, that the female participants who had declared religious spirituality for themselves reported their emotional engagement/involvement more intensely than the rest of the female participants by further elaborating and describing their emotion thoroughly. Based on the research findings, we arrive at the conclusion that the Spirituality and Emotional Awareness parameters have a positive effect on the pedagogical relationship and the educators’ counselling role. Therefore, the educators set the preconditions necessary for the pedagogical relationship and the counselling role to lead to fruitful results for the students; not merely in terms of acquiring knowledge but also obtaining humanist values. Moreover, according to their own narratives, the educators from the C.C./V.E. group would approach their students during breaks if necessary, to talk about problems that surfaced during Career Counselling. Spirituality though, manifests itself and influences the pedagogical relationship to the extent that individuals themselves allow it to emerge and be part of that relationship. Key words: Spirituality, Spiritual Intelligence, Spiritual Transcendence, Emotional Intelligence, Emotional Awareness, Counselling Role, Pedagogical Relationship, Female Educators.
17

Διερεύνηση των απόψεων των ειδικών παιδαγωγών για την ειδική αγωγή στην Ελλάδα

Χρυσανθακοπούλου, Ελένη 01 February 2013 (has links)
Oι εκπαιδευτικοί Ειδικής Αγωγής, η διερεύνηση των αναγκών τους και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν αποτελούν ίσως ένα από τα πιο πολύπλευρα ερευνητικά ερωτήματα. Είναι γεγονός πως στην Ελλάδα δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη οι κατάλληλες δομές και συνήθως οι ειδικοί παιδαγωγοί βρίσκονται αντιμέτωποι με σημαντικά ζητήματα που καλούνται μόνοι τους να επιλύσουν χωρίς συνεχή συστηματική καθοδήγηση και υποστήριξη. Σκοπός της παρούσας εργασίας, η οποία αποτελεί μία εμπειρική προσπάθεια, είναι να διερευνηθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ειδικοί παιδαγωγοί, απαντώντας σε μία σειρά ερωτήσεων αναπτυγμένων σε θεματικούς άξονες που σχετίζονται με την ψυχολογική και ηθική τους υποστήριξη από τους αρμόδιους φορείς και την κοινωνία. Συγκεκριμένα, ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στις τάξεις τους από την έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, αναλυτικών προγραμμάτων και εποπτικών μέσων, στις απόψεις τους σχετικά με την ένταξη, στο επίπεδο συνεργασίας με τους συναδέλφους και τους γονείς των μαθητών τους, στην ανάγκη τους για επιμόρφωση και περαιτέρω εξειδίκευση, στο βαθμό της ικανοποίησής τους από την άσκηση του επαγγέλματός τους και στα συναισθήματα που βιώνουν κατά τη διάρκεια του εκπαιδευτικού τους έργου. Στην παρούσα εργασία αναδεικνύεται ο πολλαπλός ρόλος που καλείται να διαδραματίσει ο εκπαιδευτικός Ειδικής Αγωγής, καθώς επιφορτίζεται με όλο και αυξανόμενα καθήκοντα και υποχρεώσεις, αρμοδιότητες και ευθύνες λόγω των ιδιαίτερων αναγκών των μαθητών. Υπάρχει η κατάλληλη ευαισθητοποίηση και μέριμνα για την προάσπιση των δικαιωμάτων των μαθητών με Ειδικές Εκπαιδευτικές ανάγκες, αλλά και των Εκπαιδευτικών τους, οι οποίοι είναι οι αρωγοί της γνωστικής, συναισθηματικής ανάπτυξης και κοινωνικής αλληλεπίδρασής τους από το μέρος της Πολιτείας με τη δημιουργία του κατάλληλου μαθησιακού περιβάλλοντος; Στις περισσότερες έρευνες ο εκπαιδευτικός εξετάζεται βάσει των πρακτικών που αναπτύσσει μέσα στην τάξη του, θεωρώντας όμως πως πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία αυτοτελής προσωπικότητα θα ήταν θεμιτό αν μπορούσαν να εξεταστούν όλοι οι παράγοντες, ψυχολογικοί ή κοινωνικοί που επηρεάζουν το έργο του και επιδρούν στην αποκρυστάλλωση των απόψεών του ιδωμένοι μέσα από την πορεία και εξέλιξη της Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα. Αναφορικά με το ερευνητικό κομμάτι, εξετάστηκαν οι απόψεις 12 Ειδικών Παιδαγωγών εργαζόμενων σε σχολεία Ειδικής Αγωγής ή σε τμήματα ένταξης επάνω σε οκτώ θεματικούς άξονες μέσω ημι-δομημένων συνεντεύξεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δόθηκε στα συναισθήματα που βιώνουν ως εκπαιδευτικοί ατόμων με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες, τα οποία επιδρούν στη διδασκαλία τους. Επιπλέον, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο επίπεδο κατάρτισης και εξειδίκευσής τους, στις απόψεις τους για την ένταξη στα κοινά σχολεία και τους ανασταλτικούς παράγοντες που αποτελούν τροχοπέδη στην άσκηση του διδακτικού τους έργου, στα επίπεδα συνεργασίας τους με τους συναδέλφους, τη διεπιστημονική ομάδα και τους γονείς των μαθητών τους και στις προτάσεις τους για την εξυγίανση του χώρου της Ειδικής Αγωγής. Από τα αποτελέσματα που προέκυψαν μετά από το στάδιο της ανάλυσης του περιεχομένου φαίνεται ότι τα σχολεία δε διαθέτουν την κατάλληλη οργανωτική υποδομή για να εκπαιδεύσουν τα παιδιά με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες. Επιπλέον, αρκετοί από αυτούς, δεν έχουν καταρτιστεί επαρκώς σε ζητήματα Ειδικής Αγωγής, ενώ οι απόψεις τους για τη σπουδαιότητα της ανάπτυξης συνεργατικών δομών στο σχολείο, εμφανίζουν ασυνέπεια ως προς τις πρακτικές που ακολουθούν και αυτό που πραγματικά ισχύει στην καθημερινότητά τους. Οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζοντας τις δύσκολες εργασιακές καταστάσεις, τα δύσκαμπτα αναλυτικά προγράμματα, την ανυπαρξία υποστήριξης από τους αρμόδιους φορείς, τη μη κατοχύρωση των εργασιακών τους δικαιωμάτων και την έλλειψη ευαισθητοποίησης από την κοινωνία ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο, αγωνίζονται και προσπαθούν με τα λιγοστά μέσα που διαθέτουν να αντισταθούν στους χαλεπούς καιρούς και να εκπαιδεύσουν τους μαθητές με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες. Το ελπιδοφόρο πάντως είναι ότι η νέα γενιά εκπαιδευτικών οραματίζεται, επινοεί, καινοτομεί, αγαπά το επάγγελμά του και με διαρκή προσπάθεια μάχεται ενάντια σε κάθε δυσμενή κατάσταση. / Special Education Teachers, the investigation of their needs and the challenges they face, are probably one of the most versatile research questions. In Greece appropriate structures have even developed and special educators are often faced with insurmountable issues and they are not provided with any systematic guidance and support. This present study is a pilot effort to explore the problems faced by special educators in response to a series of questions developed in thematic areas related to the psychological and moral support from stakeholders, society, as well as the problems faced in their classrooms due to the lack of logistical, curricula and teaching aids. Furthermore the teachers’ views on integration, the level of cooperation with colleagues and parents, their need for further training and specialization, the degree of satisfaction with the exercise of their profession are also analyzed in this study. In this paper the multiple role to play as special education teacher is highlighted as they are charged with growing responsibilities and duties, due to the specialised needs of students. It will also determine the degree of development and the steps that have taken place in Special Education on behalf of the State. It will also be examined if proper awareness and care has been developed to protect the rights not only of the students with special educational needs, but also of their teachers, who are helpers of cognitive, emotional development and social interaction. In most studies the teacher is examined on the basis of the practices developed in the classroom, considering that should be seen as a totality, a self-existent entity. Though, it would be legitimate if they could consider all factors, psychological or social work that affect and influence the crystallization of views seen through the course and development of special education in Greece.
18

Les parents et l'école en Grèce. Etude contrastive des rapports dans un contexte d'hétérogénéité culturelle / Οι γονείς και το σχολείο στη Ελλάδα. Αντιθετική μελέτη των σχέσεων μέσα σε συνθήκες πολιτισμικής ετερογένειας

Παπακωνσταντίνου, Αντιγόνη Άλμπα 21 March 2011 (has links)
Suite à une immigration massive pendant les deux dernières décennies, la société grecque connaît de grands changements démographiques et se trouve face à des enjeux politiques, économiques, sociaux et donc aussi éducatifs. Face à une telle conjoncture le système scolaire oscille entre une organisation centralisée et traditionnelle, et l’adoption de mesures ponctuelles et progressistes qui visent d’une part à l’intégration des enfants d’immigrés et d’autre part à une meilleure collaboration entre les familles, les enseignants et l’institution scolaire. Se situant dans ce cadre marqué par des mutations sociales et éducatives, la présente étude a comme objectif de décrire, de comprendre et d’expliquer le rapport à l’école primaire des parents grecs et des parents immigrés, qui constituent par ailleurs la première génération migratoire en Grèce. Le rapport parental à l’école est examiné plus en termes de processus et de relations qu’en termes de situations. Par ailleurs, nous avons considéré qu’il ne peut être saisi, détecté et compris que par l’étude du rapport des parents aux savoirs scolaires, à l’institution scolaire elle-même ainsi qu'aux enseignants. Notre intérêt a porté sur les perceptions parentales concernant les savoirs dispensés par l’école primaire, sur les logiques familiales relatives à l’accompagnement scolaire de l’enfant et sur les contacts et les interactions des parents avec les enseignants. La recherche a été axée sur trois hypothèses de travail. La première hypothèse, portant sur le rapport parental aux savoirs scolaires, suggère que les parents immigrés favoriseraient plutôt les connaissances pratiques et intellectuelles, tandis que les parents grecs demanderaient de l’école primaire une éducation dite générale. La deuxième hypothèse repose sur l'idée que les parents grecs s’impliqueraient davantage dans la scolarité de leurs enfants et entreraient en contact avec l’institution scolaire plus souvent que les parents immigrés ; ces derniers ne se rendent dans l’institution scolaire que sur invitations ou convocations du personnel éducatif. Enfin, la troisième hypothèse concerne le rapport des parents avec les enseignants. Nous supposons que les parents grecs entretiendraient des relations plus amicales avec les enseignants que les parents immigrés, dont le rapport aux enseignants serait empreint de réticence et de soumission. Du fait que chaque groupe, que ce soit celui des parents grecs ou des parents immigrés, est profondément hétérogène et qu’il faut aussi tenir compte de la subjectivité des acteurs, l’accent est mis sur les différences et les contrastes entre les comportements, les réactions, les opinions, les perceptions et les choix de chaque acteur. Ce travail s’attache à analyser les expériences des parents, leurs logiques, leurs objectifs et leurs stratégies comportementales. En effet, nous partons du principe que l’acteur social, c’est-à-dire dans notre cas les parents, est porté par des désirs, des ambitions et des objectifs, qu'il est ouvert au monde social dans lequel il est actif et où il occupe une place singulière. Le rapport des parents à l’école est donc étudié en mettant en évidence la subjectivité de chaque acteur social inscrite dans des situations scolaires et sociales authentiques. Nous avons mené une recherche qualitative dans un quartier de la ville d’Athènes marqué par une forte hétérogénéité culturelle. La méthode choisie a été l’enquête et la technique celle de l’entretien semi-directif. Plus spécifiquement, conformément à certains critères d’échantillonnage, nous avons interviewé 41 parents (20 parents grecs et 21 parents immigrés) appartenant à différents milieux socio-économiques. L’analyse des entretiens s’est appuyée sur la technique de l’analyse de contenu de type thématique, qui permet une meilleure exploration des valeurs, des attitudes, des comportements, des relations et des opinions. Ainsi, tout en respectant les limites de généralisation que la recherche qualitative impose, nous avons dégagé certaines tendances générales, qui caractérisent et décrivent le rapport des parents grecs et immigrés à l’école primaire. Plus spécifiquement, la majorité des parents grecs interviewés attribuent une grande importance à la fonction socialisatrice de l’école primaire. Ils sous-estiment les savoirs pratiques et considèrent que l’école primaire a surtout comme vocation l’éducation générale des enfants. Leur rapport à l’institution scolaire prend plusieurs formes et dépend des plusieurs facteurs. En général, tant le fonctionnement de l’institution scolaire que l’hétérogénéité culturelle des classes sont vivement critiqués par les parents grecs, qui pourtant se rendent souvent dans l’espace scolaire et expriment toujours leurs mécontentements et leurs reproches. Les relations des parents grecs avec les enseignants sont décrites comme fréquentes, proches et souvent amicales. Ainsi, le rapport parent/enseignant se marque de solidarité, de soutien et de compréhension mutuelle. En revanche, les parents immigrés valorisent les apprentissages pratiques, qui pourraient faciliter l’insertion et même garantir la réussite professionnelle de leurs enfants. Leur rapport à l’institution scolaire est marqué d’ambiguïté ; la plupart des parents immigrés ne se rendent à l’espace scolaire que très rarement et toujours dans les dates prévues par l’école. Pourtant, ils disent qu'ils sont satisfaits du fonctionnement de l’école et ils affirment se sentir les bienvenus en son sein. Les relations des parents immigrés avec les enseignants sont décrites comme distantes, officielles et parfois inexistantes. Ainsi, la plupart des discours parentaux esquissent un rapport qui est marqué par de réticence, du repli et de la soumission aux demandes des enseignants. Le rapport à l’école des parents grecs et immigrés s’avère donc complexe, car influencé par de nombreux facteurs, et souvent contrasté et plein d’antithèses. L’expérience migratoire apparaît comme un facteur qui influence, détermine, voire règle les logiques familiales dans leurs rapports à l’institution scolaire, les objectifs parentaux face à l’éducation procurée par l’école et les comportements des parents à l’occasion des contacts et des interactions avec les enseignants. En guise de conclusion, il convient de noter que le fait d’être ou de se sentir étranger émerge à travers cette étude comme un facteur important et décisif concernant le rapport des parents à l’école et comme un fait social total dans la trajectoire de vie et dans l’expérience des acteurs. / Η ελληνική κοινωνία γνωρίζει σήμερα μεγάλες δημογραφικές αλλαγές ως συνέπεια της μαζικής μετανάστευσης των δύο τελευταίων δεκαετιών και βρίσκεται αντιμέτωπη με κοινωνικά, πολιτικά και εκπαιδευτικά διακυβεύματα. Συγχρόνως, το εκπαιδευτικό σύστημα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια συντηρητική και συγκεντρωτική οργάνωση από τη μια και στην υιοθέτηση από την άλλη προοδευτικών μέτρων που αποσκοπούν στην ένταξη των παιδιών των μεταναστών και στην καλύτερη συνεργασία των οικογενειών με τους εκπαιδευτικούς και το σχολικό θεσμό. Στόχος αυτής της μελέτης είναι να αποτυπώσει, να κατανοήσει και να εξηγήσει τη σχέση των Ελλήνων και των μεταναστών γονέων με το δημοτικό σχολείο. Η έρευνα αυτή επιχειρεί, λοιπόν, να περιγράψει και να προσδιορίσει τις οικογενειακές λογικές που σχετίζονται με την παρακολούθηση και τη φοίτηση εν γένει του παιδιού στο σχολείο, τους στόχους και τις αξιολογήσεις των γονέων σχετικά με την παρεχόμενη εκπαίδευση αλλά και τις σχέσεις των γονέων με τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι παράμετροι αυτές θεωρήθηκε ότι διαμορφώνουν και σκιαγραφούν τη σχέση των γονέων με το σχολείο και μας οδήγησαν στην διατύπωση τριών βασικών υποθέσεων. Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση η σχέση των Ελλήνων γονέων με τη σχολική γνώση είναι διαφορετική από εκείνη των μεταναστών γονέων, οι οποίοι αποτελούν, πρέπει να τονίσουμε, και την πρώτη γενιά μεταναστών στην Ελλάδα. Οι μετανάστες γονείς εκδηλώνουν μια προτίμηση στις πρακτικές γνώσεις που θα μπορούσαν να εισαγάγουν το παιδί γρηγορότερα και ευκολότερα στην αγορά εργασίας, ενώ οι Έλληνες γονείς θεωρούν ότι το δημοτικό σχολείο πρέπει να προσφέρει γενικές γνώσεις και πάντως όχι τόσο εξειδικευμένες γνώσεις. Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση οι Έλληνες γονείς, συγκριτικά με τους μετανάστες, εμπλέκονται πιο δυναμικά και πιο ενεργά στη σχολική ζωή του παιδιού τους και έρχονται συχνότερα σε επαφή με το σχολικό θεσμό. Τέλος, η τρίτη υπόθεση εστιάζει στις σχέσεις των γονέων με τους εκπαιδευτικούς, ο οποίες θεωρείται ότι κινούνται σε φιλικά επίπεδα Αντίθεση εκείνες των μεταναστών γονέων εμφανίζουν στοιχεία συγκράτησης, επιφυλακτικότητας και συχνά υποταγής στη θέληση και στις απαιτήσεις των εκπαιδευτικών. Αναγνωρίζοντας την εσωτερική ετερογένεια της εκάστοτε ομάδας δρώντων υποκειμένων αλλά και την υποκειμενικότητα του κάθε γονέα, η μελέτη επικέντρωσε στις διαφορές και στις αντιθέσεις που παρουσιάζουν οι συμπεριφορές, οι αντιδράσεις, οι απόψεις, οι αντιλήψεις και οι επιλογές των Ελλήνων και των μεταναστών γονέων σχετικά με τις σχολικές γνώσεις, το σχολικό θεσμό και τους εκπαιδευτικούς. Γενικά η έρευνα αυτή εστίασε στις εμπειρίες των γονέων, στις αντιλήψεις τους σχετικά με την εκπαίδευση, στις λογικές τους, στις δραστηριότητές τους αλλά και στις στρατηγικές συμπεριφοράς τους. Το δρών υποκείμενο, ο εκάστοτε γονέας στην περίπτωση αυτή, γίνεται αντιληπτό ως ένα άτομο το οποίο επηρεάζεται, κατευθύνεται, και τελικά λειτουργεί με βάση τις επιθυμίες του, τις φιλοδοξίες του και τους στόχους ζωής που έχει θέσει, καθώς το υποκείμενο είναι ανοιχτό στην κοινωνία αναλαμβάνοντας ποικίλες δράσεις και καταλαμβάνοντας μια θέση μοναδική κάθε φορά. Στα πλαίσια αυτής της έρευνας η σχέση των γονέων με το σχολείο μελετήθηκε ως μια διαδικασία δυναμική και όχι στατική, η οποία καθορίζεται και διαμορφώνεται τόσο από την υποκειμενικότητα του κάθε δρώντος υποκειμένου, όσο και από τη αυθεντικότητα των σχολικών καταστάσεων και συμβάντων. Με αφετηρία αυτές τις θεωρητικές συνισταμένες πραγματοποιήθηκε μια ποιοτική έρευνα σε περιοχή του κέντρου της Αθήνας που παρουσιάζει αυξημένα ποσοστά πολιτισμικής ετερογένεια γιατί ακριβώς η πλειοψηφία των κατοίκων της έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο. Επιλέχθηκε η μέθοδος της διερεύνησης και η τεχνική της συνέντευξης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με κάποια δειγματοληπτικά κριτήρια, διενεργήθηκαν 41 συνεντεύξεις σε Έλληνες και μετανάστες γονείς (21 μετανάστες γονείς και 20 Έλληνες γονείς), οι οποίοι ανήκουν σε διάφορες κοινωνικοοικονομικές ομάδες. Η πρώτη επαφή με τις οικογένειες έγινε μέσω του δασκάλου και κατόπιν οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν στα σπίτια των γονέων. Προκειμένου για την ανάλυση των συνεντεύξεων προτιμήθηκε η ανάλυση περιεχομένου θεματικού τύπου, η οποία επιτρέπει την καλύτερη αποτύπωση και κατανόηση των αξιών, των συμπεριφορών, των σχέσεων, των αντιλήψεων και των απόψεων των υποκειμένων που συμμετείχαν. Από την ανάλυσή μας προκύπτει η πολυπλοκότητα που διέπει τη σχέση των γονέων με το σχολείο αλλά και η πολλαπλότητα των παραγόντων που τη διαμορφώνουν, τη χαρακτηρίζουν και την προσανατολίζουν. Όπως αποδεικνύεται κάθε δρών υποκείμενο αντιλαμβάνεται, ερμηνεύει και ενεργεί απέναντι στις διάφορες καταστάσεις ανάλογα με τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις προσωπικές διαδρομές του αλλά και τις επιρροές που δέχεται από τις ποικίλες ομάδες στις οποίες ενδέχεται να ανήκει (πολιτισμικές, κοινωνικές, θρησκευτικές…). Δεχόμενοι ex definition ότι η ποιοτική έρευνα δεν επιδέχεται γενικεύσεις, με την προσπάθειά μας αυτή επιδιώξαμε να εμβαθύνουμε, να προσδιορίσουμε και να ερμηνεύσουμε τις λογικές που συγκροτούν και κατευθύνουν τη σχέση των γονέων με το σχολείο. Αρχικά λοιπόν αξίζει να σημειώσουμε πώς τόσο οι Έλληνες όσο και οι μετανάστες γονείς επιδεικνύουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη σχολική ζωή των παιδιών τους και παρουσιάζονται πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους εκπαιδευτικούς. Εντούτοις, η σχέση των Ελλήνων γονέων με το σχολικό θεσμό εμφανίζεται συχνά αντίθετη από εκείνη των μεταναστών γονέων. Όπως προκύπτει από την ανάλυση των συνεντεύξεων, οι Έλληνες γονείς διαμορφώνουν μια σχέση στενή αλλά συγχρόνως και πολύ επικριτική απέναντι στο σχολικό θεσμό. Αντίθετα, οι μετανάστες γονείς παρουσιάζονται ευχαριστημένοι από τη λειτουργία του σχολικού θεσμού παρόλο που όπως δηλώνουν οι επαφές τους είναι σχετικά περιορισμένες. Η αντίθεση που χαρακτηρίζει τη σχέση με το σχολείο των Ελλήνων και των μεταναστών γονέων αντικατοπτρίζεται επίσης και στις αντιλήψεις και τις αξιολογήσεις των γονέων τις σχετικές με τη σχολική γνώση. Οι περισσότεροι Έλληνες γονείς που συμμετείχαν στην έρευνα αυτή εμφανίζονται να επιθυμούν μια ολοκληρωτική σχολική εκπαίδευση για τα παιδιά τους, τονίζοντας σε πολλές περιπτώσεις τη σημαντική κοινωνικοποιητική λειτουργία του δημοτικού σχολείου. Οι μετανάστες γονείς αντίθετα αναπτύσσουν μια πιο χρηστική, η καλύτερα ωφελιμιστική σχέση με τις σχολικές γνώσεις, συνδέοντας τες άμεσα με την επαγγελματική επιτυχία των παιδιών τους. Οι σχέσεις με τους εκπαιδευτικούς παρουσιάζονται εξίσου αντιθετικές για τους Έλληνες και τους μετανάστες γονείς. Οι πρώτοι διατηρούν τις περισσότερες φορές στενές και φιλικές σχέσεις με το δάσκαλο ή τη δασκάλα του παιδιού τους, ενώ παράλληλα απέναντι στα όποια σχολικά προβλήματα δεν διστάζουν να εκφράσουν την αλληλεγγύη και την υποστήριξή τους στους εκπαιδευτικούς. Από την άλλη μεριά, οι μετανάστες γονείς χαρακτηρίζουν τις σχέσεις τους με τους εκπαιδευτικούς ως απόμακρες και τυπικές και δεν διστάζουν να εκφράσουν την έντονη κριτική τους για τον τρόπο συμπεριφοράς ή διδασκαλίας των εκπαιδευτικών. Μέσα από αυτήν την μελέτη, λοιπόν, η οποία δίνει ιδιαίτερο βάρος στην υποκειμενικότητα των ατόμων και απορρίπτει τις ντετερμινιστικές και κουλτουραλιστικές εξηγήσεις, η μετανάστευση αναδεικνύεται σε ένα κοινωνικό γεγονός ιδιαίτερης σημασίας για τη ζωή των ατόμων. Όπως αποδεικνύεται, η εμπειρία της μετανάστευσης επηρεάζει τις οικογενειακές λογικές που αφορούν τη γονική σχέση με το σχολικό θεσμό, προσανατολίζει τους γονικούς στόχους που σχετίζονται με τη σχολική εκπαίδευση και ρυθμίζει τις συμπεριφορές των γονέων ως προς τις επαφές και τις σχέσεις τους με τους εκπαιδευτικούς. Κλείνοντας, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, σύμφωνα πάντοτε με τις απαντήσεις, τα σχόλια, τις εξηγήσεις, τις περιγραφές και τις ερμηνείες των γονέων, ότι το να είναι ή το να νιώθει ένα άτομο ξένο μέσα σε μια δεδομένη κοινωνία ενδέχεται να οδηγήσει στην υιοθέτηση οικογενειακών λογικών απέναντι στο σχολείο οι οποίες να διαφοροποιούνται των γηγενών γονέων, οι οποίοι δρουν και αναπτύσσουν σχέσεις μέσα στο ίδιο κοινωνικό και απέναντι στο ίδιο εκπαιδευτικό πλαίσιο.

Page generated in 0.2002 seconds