Spelling suggestions: "subject:"ηλικία"" "subject:"ηλικίας""
11 |
Ορθογραφικά λάθη Ελλήνων και αλλοδαπών μαθητών ΔημοτικούΤζωρτζάτου, Κυριακούλα 21 April 2013 (has links)
Στην εργασία αυτή εστιάζουμε την προσοχή μας στα ορθογραφικά λάθη που εντοπίσαμε σε εκθέσεις αλλοδαπών μαθητών που φοιτούν στις τρεις τελευταίες τάξεις του ελληνικού δημοτικού σχολείου. Στόχος μας είναι η διερεύνηση των εξωγλωσσικών παραγόντων της καταγωγής των αλλοδαπών μαθητών, της περιοχής όπου διαβιούν, του φύλου και της ηλικίας τους στην ανάπτυξη της ορθογραφικής τους ικανότητας στην ελληνική γλώσσα. / In this paper we focus our attention on spelling errors we found in writings of immigrant pupils who study at the three last classes of primary greek school. Our aim is to research the impact of exoglossic parametres, such as the pupil's origin, the region of their living, the puppil's gender and their age, on the development of their spelling capacity in greek language.
|
12 |
Η εγκυμοσύνη μετά τη χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας : Θρεπτική κατάσταση και έκβαση / Pregnancy following bariatric surgery : Nutritional status and outcomeMead, Nancy 09 October 2014 (has links)
Nutritional status during pregnancy and the effects of nutritional deficiencies on pregnancy outcomes following bariatric surgery is an important issue that warrants further study.
Objective: To investigate pregnancy outcomes and nutritional indices following restrictive and malabsorptive procedures.
Setting: University Hospital, Greece.
Methods: We investigated pregnancy outcomes of 113 women who gave birth to 150 children following biliopancreatic diversion (BPD), Roux-en-Y gastric bypass (RYGB) and sleeve gastrectomy (SG) between June 1994 and December 2011. Biochemical indices and pregnancy outcomes were compared among the different types of surgery and to overall 20-year hospital data, as well as to 56 pre-surgery pregnancies in 36 women of the same group.
Results: Anemia was observed in 24.2% and 15.6% of pregnancies following BPD and RYGB, respectively. Vitamin B12 levels decreased postoperatively in all groups, with no further decrease during pregnancy; however, low levels were observed not only after BPD (11.7%) and RYGB (15.6%), but also after SG (13.3%). Folic acid levels increased. Serum albumin levels decreased in all groups during pregnancy, but hypoproteinemia was seen only after BPD. Neonates after BPD had significantly lower average birth weight without a higher frequency of low birth weight defined as less than 2500gr. A comparison of neonatal data between babies born before surgery (BS) and siblings born after surgery (AS) showed that AS newborns had lower average birth weight with no significant differences in body length or head circumference and no cases of macrosomia.
Conclusions: Our study showed reasonably good pregnancy outcomes in this sample population following all types of bariatric surgery provided nutritional supplement guidelines are followed. Closer monitoring is required in pregnancies following malabsorptive procedures especially regarding protein nutrition. / Η θρεπτική κατάσταση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και οι συνέπειες διατροφικών ανεπαρκειών στην έκβαση της, που ακολουθεί μια χειρουργική επέμβαση για κλινική σοβαρή παχυσαρκία αποτελεί θέμα που χρήζει περαιτέρω έρευνας.
Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν η διερεύνηση της θρεπτικής κατάστασης και της έκβασης της εγκυμοσύνης, τόσο στις μητέρες όσο και στα νεογνά, σε γυναίκες που είχαν υποβληθεί στο παρελθόν σε περιοριστικές και δυσαπορροφητικές επεμβάσεις για κλινικά σοβαρή παχυσαρκία.
Μελετήθηκαν 113 γυναίκες που γέννησαν 150 παιδιά μετά από χολοπαγκρεατική εκτροπή (BPD), Roux-en-Y γαστρική παράκαμψη (RYGB) και επιμήκη γαστρεκτομή μεταξύ Ιουνίου 1994 και Δεκεμβρίου 2011. Συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα των θρεπτικών δεικτών και της έκβασης της εγκυμοσύνης μεταξύ των επεμβάσεων καθώς και με τα 20ετή στοιχεία γεννήσεων του νοσοκομείου μας και τα αποτελέσματα από 56 προεγχειρητικές εγκυμοσύνες σε 36 από τις ίδιες γυναίκες.
Αναιμία παρατηρήθηκε σε 24.2% και 15.6% των κυήσεων μετά από BPD και RYGB, αντίστοιχα. Τα επίπεδα της βιταμίνης B12 μειώθηκαν μετεγχειρητικά σε όλες τις ομάδες, χωρίς περαιτέρω μείωση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης• όμως, χαμηλά επίπεδα παρατηρήθηκαν σε κάποιες γυναίκες όχι μόνο μετά από BPD (11.7%) και RYGB (15.6%), αλλά και μετά από SG (13.3%). Τα επίπεδα του φυλλικού οξέος αυξήθηκαν μετεγχειρητικά και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η τιμή της αλβουμίνης μειώθηκε σε όλες τις ομάδες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά υποπρωτεϊναιμία παρατηρήθηκε μόνο μετά από BPD. Τα νεογνά μετά από BPD είχαν χαμηλότερο μέσο όρο βάρους γέννησης (p<0.05), χωρίς να υπάρχει μεγαλύτερη συχνότητα χαμηλού βάρους γέννησης (<2500gr). Η σύγκριση μεταξύ των νεογνών που γεννήθηκαν πριν και μετά το χειρουργείο έδειξε ότι τα νεογνά που γεννήθηκαν μετά είχαν χαμηλότερο βάρος (p<0.001) χωρίς σημαντικές διαφορές στη διάρκεια κύησης, στο μήκος ή στην περίμετρο της κεφαλής και καθόλου μακροσωμία.
Συμπερασματικά, η δική μας μελέτη έδειξε σχετικά καλή θρεπτική κατάσταση και έκβαση στη εγκυμοσύνη μετά από όλους τους τύπους επεμβάσεων στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα εφόσον υπάρχει συστηματική παρακολούθηση και ακολουθούνται οι διατροφικές οδηγίες. Πιο στενή παρακολούθηση χρειάζεται μετά από δυσαπορροφητικές επεμβάσεις ιδιαίτερα ως προς το θέμα της πρωτεϊνικής θρέψης
|
13 |
Επίδραση ψυχοκινητικής αγωγής με στοιχεία θεατρικού παιχνιδιού στην ανάπτυξη νηπίων με και χωρίς ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες / The effect of psychomotor education with elements of dramatical play on preschoolers' development with and without special educational needsΣπανάκη, Ειρήνη 05 February 2015 (has links)
Στην προσχολική παιδαγωγική, το σώμα του παιδιού αποτελεί το μέσο για την ολοκλήρωση της ολόπλευρης και ισόρροπης ανάπτυξής του. Το παιδί ολοκληρώνει τη συνολική ανάπτυξή του, καθώς εξελίσσεται το σώμα του· εξέλιξη που επηρεάζει και τη μαθησιακή και κοινωνικο- συναισθηματική ζωή του και, εν συνεχεία, κατά πολύ την ακαδημαϊκή του πορεία (Ευαγγελινού & Παππά, 2002). Σε κάθε κινητική δραστηριότητα, άλλωστε, συμμετέχει πάντα ολόκληρο το άτομο με αποτέλεσμα οι κινήσεις του να έχουν συναισθηματικές, νοητικές και κοινωνικές προεκτάσεις (Zimmer, 2007).
Η διδασκαλία της ψυχοκινητικής αγωγής (ΨΑ) στηρίζει τις βάσεις της στα γενικά αναλυτικά προγράμματα του Νηπιαγωγείου, δίνοντας έμφαση στην ολόπλευρη ανάπτυξη των νηπίων, μέσα από τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες τους. Από τα αποτελέσματα της μέχρι σήμερα ερευνητικής δραστηριότητας, η ψυχοκινητική αγωγή έχει ευεργετική επίδραση στις κινητικές δεξιότητες των μαθητών και υποστηρίζει σημαντικά εκείνους που παρουσιάζουν φτωχή κινητική απόδοση ή αναπτυξιακές διαταραχές (Cooley, Oakman, McNaughton & Ryska, 1997; Hamilton, Goodway & Haubensticker, 1999; Karabourniotis, Evaggelinou, Tzetzis & Kourtessis, 2002; Rintala, Pienimäki, Ahonen, Cantell & Kooistra, 1998; Σπανάκη, 2008; Σπανάκη, Σκορδίλης & Βενετσάνου, 2010; Zimmer, Christoforidis, Xanthi, Aggeloussis & Kambas, 2008; Venetsanou, Kambas, Sagioti, Giannakidou, 2009).
Παράλληλα, στο χώρο του Νηπιαγωγείου, μεγάλη αξία έχουν οι δραστηριότητες που εμπεριέχουν τεχνικές θεατρικών δράσεων, καθώς υποστηρίζουν την ομαλή ένταξη του νηπίου στην ομάδα του Νηπιαγωγείου και την κοινωνικοποίησή του και αναπτύσσουν τις δεξιότητές του, που εξελίσσονται σε αυτήν την ηλικία (Μπουρνέλη, 2002). Σημαντικός, όμως, είναι ο ρόλος τους όσον αφορά την αντιμετώπιση μαθητών με κοινωνικο- συναισθηματικές και μαθησιακές δυσκολίες (Κουρετζής, 2008), με δυσκολίες προσαρμογής ακόμα και άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (Κουρκούτας, 2007; Λενακάκης, 2001).
Η παρούσα διδακτορική διατριβή εξέτασε την επίδραση ενός παρεμβατικού προγράμματος ΨΑ με στοιχεία θεατρικού παιχνιδιού στην κινητική, γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη μαθητών/τριών προσχολικής ηλικίας με ή χωρίς ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Η επίδραση του παραπάνω προγράμματος εξετάστηκε σε μαθητές γενικού σχολείου, σε μαθητές με κώφωση/ βαρηκοΐα, αλλά και σε μαθητές που φοιτούσαν σε τμήματα ένταξης ‘γενικού’ Νηπιαγωγείου.
Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 63 μαθητές/ τριες που φοιτούσαν σε Νηπιαγωγεία, Αθήνας και Ηρακλείου Κρήτης. Συγκεκριμένα: α) Ν = 13 από 2 Νηπιαγωγεία με μαθητές με κώφωση β) Ν = 41 από 2 Νηπιαγωγεία με μαθητές ‘γενικού’ πληθυσμού και γ) Ν = 9 από 2 Νηπιαγωγεία με μαθητές που φοιτούσαν σε τμήματα ένταξης. Με τυχαία δειγματοληψία, το ένα τμήμα Νηπιαγωγείου από κάθε ομάδα πληθυσμού αποτέλεσε την πειραματική ομάδα και το άλλο τμήμα την ομάδα ελέγχου, αντίστοιχα (Thomas & Nelson, 2003).
Η αρχική αξιολόγηση συμπεριλάμβανε δοκιμασίες που αξιολογούσαν την κινητική, γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη όλων των συμμετεχόντων, με τη χρήση των ‘Bruininks- Oseretsky Test of Motor Proficiency’ (Bruininks, 1978), ‘ΑΘΗΝΑ τεστ’ (Παρασκευόπουλος & Παρασκευοπούλου, 2011), και το ‘Ερωτηματολόγιο Δια- προσωπικής και Ενδο- προσωπικής Προσαρμογής’ (ΕΔΕΠ) (Παρασκευόπουλος & Γιαννίτσας, 1999), για κάθε μία από τις παραπάνω αξιολογήσεις, αντίστοιχα. Στη συνέχεια, σχεδιάστηκε το παρεμβατικό πρόγραμμα ΨΑ με στοιχεία θεατρικού παιχνιδιού, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς των επιλεγμένων τμημάτων, για τις πειραματικές ομάδες.
Το πρόγραμμα ΨΑ βασιζόταν στις εξατομικευμένες ανάγκες και δυνατότητες του κάθε μαθητή ξεχωριστά και εμπεριείχε δραστηριότητες προσαρμοσμένες στις αρχές ΨΑ της Zimmer (2007) σε συνδυασμό με στοιχεία θεατρικού παιχνιδιού και πραγματοποιήθηκε η υλοποίησή του στις πειραματικές ομάδες. Οι ομάδες ελέγχου ακολούθησαν το ημερήσιο πρόγραμμα του κάθε Νηπ/είου. Η πειραματική παρέμβαση είχε χρονική διάρκεια δυόμιση μήνες (10 εβδομάδες) συνολικά, με συχνότητα δύο φορές την εβδομάδα. Στο τέλος της παρέμβασης ακολούθησε η επαναξιολόγηση των συμμετεχόντων των δύο ομάδων, ως προς την κινητική, γνωστική και ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, με τα ίδια ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για την αρχική αξιολόγηση.
To Στατιστικό Πρόγραμμα των Κοινωνικών Επιστημών (Statistical Package for the Social Sciences, SPSS) (Norusis, 1993) χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες της έρευνας. Συγκεκριμένα, τρεις ομάδες από παραγοντικές αναλύσεις διασποράς (2 x 2 ANOVAs) αξιολόγησαν την επίδραση του παρεμβατικού προγράμματος ΨΑ, στην κινητική, γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη μαθητών Νηπιαγωγείου. Στα αποτελέσματα της έρευνας υπήρξαν σημαντικές αλληλεπιδράσεις παρεμβατικού προγράμματος και χρονικού σημείου μέτρησης σχετικά με τις κινητικές ικανότητες των τριών ομάδων μαθητών/τριών (‘γενικό’, κωφών και φοιτούντων σε τμήματα ένταξης). Επίσης, υπήρχαν σημαντικές αλληλεπιδράσεις αναφορικά με τις γνωστικές δεξιότητες. Τα αποτελέσματα έδειξαν, επίσης, σημαντική αλληλεπίδραση στις ψυχοκοινωνικές δεξιότητες των συμμετεχόντων στην ομάδα του ‘γενικού’ πληθυσμού, ενώ δεν υπήρχε αντίστοιχη σημαντική αλληλεπίδραση για την ομάδα των κωφών και των μαθητών/τριών σε τμήματα ένταξης.
Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας παρουσιάζουν τη σημαντικότητα ψυχοκινητικών προγραμμάτων μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία, προκειμένου να υποστηριχτεί ο μαθητής αναφορικά με την κινητική αλλά και τη γνωστική και την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη. Σύγχρονοι παιδαγωγοί οφείλουν να ενημερώνονται και να αξιοποιούν προγράμματα σαν το παρόν παρεμβατικό προκειμένου να στοχεύουν στην περαιτέρω βελτίωση των δυνατοτήτων των μαθητών/τριών τους. Το κατάλληλο πρόγραμμα παρέμβασης στηριζόμενο στην ψυχοκινητική εκπαίδευση μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη και εξέλιξη του ατόμου συνολικά. Σημαντική, εξάλλου, είναι η πρώιμη ανίχνευση δυσκολιών και ο προσδιορισμός των ιδιαίτερων εκπαιδευτικών αναγκών του κάθε μαθητή, και, εν συνεχεία, ο σχεδιασμός παρεμβατικών προγραμμάτων κατάλληλων για την αντιμετώπιση των προαναφερόμενων και την κατάλληλη υποστήριξη. / In preschool pedagogy, child's body is the instrument for the integration of comprehensive and balanced development. Children complete their overall development, as their body evolves; this development affects their learning and socio-emotional life and, subsequently, to a large extent, their academic course. However, in several motor activities, the whole person is always involved and the movements have an emotional, cognitive and social implication.
The teaching of psychomotor bases its foundation on the general curricula of kindergarten, emphasing in all-round growth of infants, through their specific educational needs. From the results of research activity up to now, psychomotor therapy has a beneficial effect on motor skills of students and supports significantly those who have poor motor performance or developmental disorders (Cooley, Oakman, McNaughton & Ryska, 1997; Hamilton, Goodway & Haubensticker, 1999; Karabourniotis, Evaggelinou, Tzetzis & Kourtessis, 2002; Rintala, Pienimäki, Ahonen, Cantell & Kooistra, 1998; Σπανάκη, 2008; Spanaki, Skordilis & Venetsanou, 2010; Zimmer, Christoforidis, Xanthi, Aggeloussis & Kambas, 2008; Venetsanou, Kambas, Sagioti, Giannakidou, 2009).
Simultaneously, in the space of kindergarten, the activities with some technical theatrical actions have high value , as they support the smooth integration of infants in the nursery team and their socialization as well as develop their skills, which evolve in this age. However, their role as far as dealing with students facing socio- emotional or learning difficulties difficulties in adapting, even people with special educational needs can be considered really important.
This thesis examined the effect of the intervention psychomotor program with elements of theatrical play in motor, cognitive and emotional development of preschoolers with and without special educational needs. The effect of this program was examined in public school students, students with deafness / hearing loss, but also in students attending integration classes in 'general' kindergarten.
The sample consisted of two parts, from: a) 2 kindergartens with deaf students (N = 13), b) two kindergartens with pupils 'general' population (N = 41) and c) two kindergartens with students attending rehabilitation classes (N = 9). Through random sampling, the one part of each population group formed the experimental group and the other part the control group, respectively (random selection) (Thomas, & Nelson, 2003).
The initial assessment included tests evaluating motor, cognitive and emotional development of all participants, using the ‘Bruininks-Oseretsky Test of Motor Proficiency’ (Bruininks, 1978), ‘Athena test’ (Paraskevopoulos & Paraskevopoulou, 2011), and ‘Questionnaire inter-personal and intra-personal adjustment’ (ALCO) (Paraskevopoulos & Giannitsas, 1999), each of the above evaluations, respectively. The design of the intervention program Psychomotor Education with signs of dramatic play was done in collaboration with the teachers of the selected sections, attended the experimental groups proceeded to execution.
The psychomotor program was based on the individual needs and abilities of each student and included activities well adapted to the principles of PsA, according to Zimmer (2007), in combination with elements of theatrical game and was held in the groups that were selected as experimental groups randomly (Thomas, & Nelson, 2003). The groups remained as control groups OE followed the normal daily schedule of every kindergarten. The experimental intervention period lasted two and a half months (10 weeks) in total, with a frequency of two times a week. At the end of the experimental intervention, the reassessment of participants regarding kinetic, cognitive and emotional development, for all groups (experimental and control) followed, with the same research tools used for the initial evaluation.
To Statistical Program of Social Sciences (Statistical Package for the Social Sciences, SPSS 13) was used for the purposes of research. Specifically, three 2x2 ANOVA analyses evaluated the effect of the intervention program on kinetics, cognitive and emotional development of kindergarten students. The survey results showed significant interactions existing between the experimental group and the time of assessment regarding the motor skills of all populations ('general', deaf and those attending inclusive classes). Moreover, there were significant interactions of the intervention program for the experimental group compared with the control group of all populations on cognitive skills. The results of the research also showed significant interaction to the psychosocial skills of participants in the group of 'general' population, while there was no significant interaction for the group of deaf and those attending inclusive classes, regarding psychosocial skills.
The results of this study highlight the importance of psychomotor programs in the educational process in order to support students with respect to their motor, cognitive and psychosocial development. Modern educators should be informed and take advantage of programs like this intrusive one, in order to aim at further improvement of the capabilities of their students. The appropriate intervention program based on psychomotor education can affect the growth and development of the whole person. Besides, the early detection and identification of the difficulties as well as the special educational needs of each student, and, subsequently, the design of appropriate intervention programs to address the above with the appropriate support is a very important issue.
|
14 |
Συστηματική και βιολογία των κεφαλοπόδων στο Βόρειο ΑιγαίοΛευκαδίτου, Ευγενία 02 December 2008 (has links)
Σκοπός της παρούσας διατριβής, ήταν α) η μελέτη της συστηματικής των Κεφαλοπόδων και ειδικώτερα της κατανομής και των συναθροίσεών τους στο Θρακικό πέλαγος και τους κόλπους Στρυμωνικό, Συγγιτικό, Τορωναίο, Θερμαϊκό και β) η μελέτη του βιολογικού κύκλου των ειδών Loligo vulgaris (καλαμάρι), Illex coindetii (θράψαλο) και Sepietta oweniana. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε προήλθε κυρίως από 8 δειγματοληψίες (9/91 – 12/93) που πραγματοποιήθηκαν από το EΛ.ΚΕ.Θ.Ε., με τράτα βυθού, σε βάθη 17- 400 m. Για τη μελέτη της βιολογίας των 2 Τευθοειδών το υλικό συμπληρώθηκε με μηνιαία λήψη δειγμάτων (2/92 – 6/93) από την επαγγελματική αλιεία στο ΒΑ Αιγαίο. Συνολικά προσδιορίστηκαν 28 είδη Κεφαλοπόδων, από 8 διαφορετικές οικογένειες: Enoploteuthidae (1 είδος), Histioteuthidae (1 είδος), Loliginidae (3 είδη), Ommastrephidae (3 είδη), Sepiidae (3 είδη), Sepiolidae (9 είδη), Argonautidae (1 είδος) και Octopodidae (7 είδη). Πολυπαραγοντικές αναλύσεις των λογαριθμικά τροποποιημένων δεδομένων αφθονίας των ειδών ανά δειγματοληπτική σύρση, έδειξαν διαφοροποιήσεις στη δομή των συναθροίσεων των Κεφαλοπόδων κατά κύριο λόγο με το βάθος και σε μικρότερο βαθμό με την εποχή και τη γεωγραφική περιοχή δειγματοληψίας. Στα είδη I. coindetii και S. oweniana διαπιστώθηκε αναπαραγωγική δραστηριότητα καθόλη τη διάρκεια του χρόνου, με μέγιστη ένταση αντίστοιχα το φθινόπωρο και χειμώνα – άνοιξη. Η αναπαραγωγική περίοδος για το νηριτικό L. vulgaris ήταν σχετικά πιό περιορισμένη (μέσα χειμώνα - αρχές φθινοπώρου) με μέγιστη ένταση την άνοιξη. Η ηλικία των 2 τευθοειδών, που εκτιμήθηκε απο την ανάγνωση των αυξητικών δακτυλίων σε στατολίθους, δεν ξεπερνά τους 14 μήνες ενώ ο ημερήσιος ρυθμός αύξησης του μανδύα φτάνει για το καλαμάρι τα 2-2,5 mm και για το θράψαλο τα 0,5-0,6 mm. Οι Οστειχθείς και τα Κεφαλόποδα αποτελούσαν τις πιο συχνά εμφανιζόμενες λείες στο στομαχικό περιεχόμενο των δύο Τευθοειδών, ενώ τα Καρκινοειδή την προτιμώμενη λεία για το είδος S. oweniana. / The twofold aim of this study was: firstly to contribute to the knowledge of the cephalopod species taxonomy in the Greek Seas, focusing particularly on faunistic composition at the N. Aegean (ΝΕ Mediterranean), and secondly to investigate the life history patterns of the species Loligo vulgaris, Illex coindetii and Sepietta oweniana. Faunistic study was based on samples collected from the N. Aegean Sea (N>39ο 50΄) during eight trawl surveys (9/91 – 12/93), carried out at depths 17 - 400 m. For the study of the two squid species biology, additional monthly samples were collected from commercial fishery in NE Aegean Sea during the period February 1992 - June 1993. In all, 28 species of cephalopods belonging to 8 families were identified including Enoploteuthidae (1 species), Histioteuthidae (1 species), Loliginidae (3 species), Ommastrephidae (3 species), Sepiidae (3 species), Sepiolidae (9 species), Argonautidae (1 species) and Octopodidae (7 species). To detect zonation patterns in cephalopod community structure, multivariate analyses of species abundance data per haul were performed. Considerable variability was shown in assemblage structure, determined primarily by depth, and to a lesser extent, by geographical location and season. Intermittent terminal spawning pattern has been shown for all 3 examined species. Spawning occurs throughout the year for I. coindetii and S. oweniana in the N. Aegean Sea, peaking respectively in autumn and winter-spring, as indicated by minimum ML50 values. The breeding season of neritic L. vulgaris extends from late winter to early autumn, with spawning intensity varying among years, due to variation in temperature and population age structure. Age of both teuthoid species, estimated by growth increment counts on statoliths, did not exceed 14 months. Daily growth rate (DGR) reached 2-2,5 mm in L. vulgaris and 0,5-0,6 mm in I. coindetii. L. vulgaris and I. coindetii feed primarily on fishes and cephalopods in the N. Aegean Sea, whereas S. oweniana on crustacean and fishes.
|
15 |
Συγκριτική μελέτη παρανοϊκής μορφής σχιζοφρένειας πρώιμης και όψιμης έναρξηςΣκώκου, Μαρία 17 September 2012 (has links)
Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και η συμπτωματολογία και της παρανοειδούς μορφής σχιζοφρένειας πρώιμης και όψιμης έναρξης μελετήθηκαν σε 88 ασθενείς, που νοσηλεύθηκαν στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών, από 15-3-2005 έως 7-5-2008. Εξ’ αυτών, 60, 46 άνδρες και 14 γυναίκες, ενεφάνιζαν πρώιμη έναρξη της νόσου, πριν από την ηλικία των 30 ετών, ενώ 21, 8 άνδρες και 13 γυναίκες, ασθένησαν όψιμα, με έναρξη νόσου σε ηλικία ≥35 ετών.
Συνεκρίθησαν τα δημογραφικά στοιχεία, η συχνότητα κατάχρησης ή εξάρτησης τον καπνό, οινόπνευμα και κάνναβη, τα στοιχεία προνοσηρών διαταραχών προσωπικότητας, ο αριθμός και ο τύπος των προδρόμων συμπτωμάτων, η διάρκεια της πρόδρομης φάσης και η συμπτωματολογία της ενεργού φάσης μεταξύ των ασθενών πρώιμης και όψιμης έναρξης, συνολικά και χωριστά για τα δύο φύλα, καθώς και μεταξύ ανδρών και γυναικών, στις δύο ηλικιακές ομάδες. Οι κλίμακες που εφαρμόσθηκαν ήταν οι SCID-I/P, PANSS, Calgary Depression Scale, SCID-II, καθώς και κλινική συνέντευξη για τα πρόδρομα συμπτώματα.
Τα στοιχεία αναλύθηκαν με τις στατιστικές δοκιμασίες Wilcoxon rank-sum και χ2.
Οι ασθενείς πρώιμης έναρξης, και ιδιαίτερα οι άνδρες, είχαν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν γεννηθεί σε αστική περιοχή σε σχέση με τους ασθενείς όψιμης έναρξης. Οι γυναίκες όψιμης έναρξης είχαν το μεγαλύτερο ποσοστό έγγαμης συμβίωσης από όλες τις άλλες ομάδες.
Δεν παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά στη χρήση καπνού, οινοπνεύματος και κάνναβης μεταξύ των ομάδων πρώιμης και όψιμης έναρξης, συνολικά ή χωριστά στα δύο φύλα. Στην ομάδα πρώιμης έναρξης, οι άνδρες παρουσίαζαν σε μεγαλύτερη συχνότητα χρήση αλκοόλ και κάνναβης σε σχέση με τις γυναίκες. Παρομοίως, οι άνδρες όψιμης έναρξης κάπνιζαν και έτειναν να χρησιμοποιούν κάνναβη σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις γυναίκες.
Στην προνοσηρή περίοδο, οι πρώιμης έναρξης ασθενείς έχουν σημαντικά περισσότερα στοιχεία αποφευκτικής διαταραχής προσωπικότητας σε σχέση με τους όψιμης έναρξης. Αυτό το εύρημα πλησιάζει τη στατιστική σημαντικότητα και στο δείγμα των γυναικών. Οι ασθενείς όψιμης έναρξης, στο συνολικό δείγμα και στο δείγμα των ανδρών, εμφανίζουν στατιστικώς σημαντικά περισσότερα στοιχεία παθητικο-επιθετικής διαταραχής προσωπικότητας σε σχέση με τους ασθενείς πρώιμης έναρξης. Στην ομάδα με την πρώιμη έναρξη, οι άνδρες είχαν περισσότερα στοιχεία σχιζότυπης και παρανοειδούς διαταραχής προσωπικότητας από τις γυναίκες, ενώ οι τελευταίες είχαν περισσότερα στοιχεία καταθλιπτικής διαταραχής προσωπικότητας. Στους ασθενείς όψιμης έναρξης, οι άνδρες είχαν περισσότερα στοιχεία ιστριονικής, ναρκισσιστικής και αντικοινωνικής διαταραχής από τις γυναίκες.
Στην πρόδρομη φάση, οι ασθενείς πρώιμης έναρξης παρουσιάζουν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό αρνητικών συμπτωμάτων, στο συνολικό δείγμα και στο δείγμα των ανδρών. Στο συνολικό δείγμα, τα συμπτώματα της εκσεσημασμένης κοινωνικής απομόνωσης και της έκπτωσης της συγκέντρωσης παρατηρούνται σε στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό στην ομάδα με την πρώιμη έναρξη σε σχέση με την ομάδα όψιμης έναρξης. Στους ασθενείς που νόσησαν πρώιμα, οι γυναίκες είχαν μικρότερη διάρκεια πρόδρομης περιόδου από τους άνδρες.
Κατά την ενεργό φάση, η ομάδα πρώιμης έναρξης εμφάνιζε βαρύτερη συνολική αρνητική συμπτωματολογία, καθώς και βαρύτερα τα συμπτώματα της έλλειψης αυθορμητισμού και των διαταραχών της βούλησης. Αντίθετα, οι ασθενείς όψιμης έναρξης έτειναν νε έχουν βαρύτερο το σύμπτωμα της καχυποψίας/ιδεών δίωξης. Στο δείγμα των ανδρών, οι ασθενείς πρώιμης έναρξης είχαν στατιστικώς σημαντικά βαρύτερη συνολική αρνητική συμπτωματολογία, συναισθηματική αμβλύτητα και έλλειψη αυθορμητισμού. Στο δείγμα των γυναικών δεν ανευρέθησαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές. Στους ασθενείς όψιμης έναρξης, οι άνδρες εμφάνιζαν σημαντικά βαρύτερες παραληρητικές ιδέες σε σχέση με τις γυναίκες. Ως προς την καταθλιπτική συμπτωματολογία, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ των ομάδων.
Συνολικά τα παραπάνω ευρήματα υποδεικνύουν την τροποποιητική επίδραση του φύλου και της ηλικίας έναρξης στην κλινική εμφάνιση της παρανοϊκής μορφής σχιζοφρένειας, κατά την προνοσηρή περίοδο, πρόδρομη και ενεργό φάση, πιθανόν ως αποτέλεσμα των διεργασιών ανάπτυξης και ωρίμανσης του εγκεφάλου με την πάροδο της ηλικίας, στα δύο φύλα. / The demographic features and symptomatology of young and late onset paranoid schizophrenia were studied in a sample of 88 patients who were consecutively hospitalized in the Psychiatric Department of the University Hospital of Patras, from 3-15-2005 to 5-7-2008. The sample consisted of 60 patients, 46 men and 14 women, with young onset paranoid schizophrenia, before the age of 30, and 21 late onset patients, 8 men and 13 women, with onset of the illness after the age of 35 years old.
Demographic features, rates of smoking and alcohol and cannabis use, premorbid personality disorder features, the number and type of prodromal symptoms, the duration of the prodromal period and the symptomatologies of the active phase were compared between young and late onset groups, in the total sample and separately for the two sexes, and between the two sexes in each age group. SCID-I/P, PANSS, Calgary Depression Scale, SCID-II, and a clinical interview for the prodromal symptoms were applied.
Statistical analysis was performed by applying the Wilcoxon rank-sum and chi-square tests.
Young onset patients, particularly men, were more likely to have been born in urban regions, compared with late onset patients. Late onset women were most frequently married, compared with all other groups.
There was not any significant difference regarding use of nicotine, alcohol or cannabis between young and late onset patients. In the young onset group, men more frequently used alcohol and cannabis than women. Similarly, late onset men smoked and tended to use cannabis more often than late onset women.
In the premorbid period, young onset patients have significantly more traits of avoidant personality disorder compared with late onset patients. This finding tended to be significant in the female sample, as well. Late onset patients had significantly more traits of passive-aggressive personality disorder than young onset patients, in the total and male sample. In the young onset group, men had significantly more traits of paranoid and schizotypal personality disorder than women, whereas women had more traits of the depressive personality disorder. In the late onset group, men had more histrionic, narcissistic and antisocial traits than women.
In the prodromal phase, young onset patients present with significantly more negative prodromal symptoms, in the total and the male sample. In the total sample, marked isolation and impairment of concentration are observed at a significantly higher rate in the young onset group, than in late onset patients. Also, in the young onset group, women had significantly shorter duration of prodromal period than men.
During the active phase, young onset patients had significantly heavier total score of negative symptomatology, heavier lack of spontaneity and heavier disturbances of volition. On the other hand, late onset patients tended to suffer from heavier suspiciousness/ideas of persecution. In the male sample, young onset patients had heavier total negative symptomatology, blunted affect and lack of spontaneity. There were not any significant differences in the female sample. In the late onset group, men had heavier delusions than women. There was not any significant difference regarding depressive symptoms among the groups.
Our findings indicate the modulatory effect of age of onset and sex on the clinical presentation of paranoid schizophrenia, in the premorbid period, prodromal and active phases, possibly following the developmental and maturational procedures that take place in the brain, throughout the life span, in the two sexes.
|
Page generated in 0.0297 seconds