• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 23
  • Tagged with
  • 23
  • 8
  • 7
  • 7
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Κίνητρα επίδοσης σε αλλοδαπούς και γηγενείς μαθητές : μια πειραματική έρευνα σε μαθητές Ε΄ και ΣΤ΄ τάξης δημοτικών σχολείων του Ν. Αχαΐας

Κουνέλη, Βασιλική 11 November 2008 (has links)
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση των κινήτρων και του βαθμού της αυτοεκτίμησης των γηγενών και των αλλοδαπών μαθητών και ο ρόλος τους στην επίδοσή τους. Αρχικά, θα αναφερθούν θεωρίες σχετικές με τη μάθηση και παράγοντες που την υποβοηθούν και στη συνέχεια τα βασικά σημεία της θεωρίας των κινήτρων επίδοσης τα οποία αποτελούν τους άξονες του θεωρητικού υπόβαθρου της έρευνας. Εν συνέχεια, θα παρουσιάσουμε τα αποτελέσματα της έρευνάς μας για το βαθμό αυτοεκτίμησης γηγενών και αλλοδαπών μαθητών, των κινήτρων που θέτουν τόσο χωρίς την επίδραση εξωτερικών παραγόντων όσο και μετά την παρέμβαση και τις παραινέσεις των δασκάλων. Τέλος, θα παρουσιαστούν τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήχθη. / -
2

Αξιολόγηση αποδοτικότητας και συστήματα αμοιβής προσωπικού στις ελληνικές επιχειρήσεις

Δρίβα, Αναστασία 18 June 2009 (has links)
Κύρια ζητήματα της διπλωματικής εργασίας είναι η διαμόρφωση του συστήματος αξιολόγησης και ειδικότερα ο καθορισμός των στόχων της επιχείρησης και του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού, η εφαρμοζόμενη μέθοδος αξιολόγησης, η χρήση των εξαγόμενων συμπερασμάτων και ο βαθμός πληροφόρησης των άμεσα ενδιαφερομένων, του αξιολογούμενου και της Διεύθυνσης Προσωπικού. Παράλληλα εξετάζονται τα συστήματα ανταμοιβής που έχουν υιοθετηθεί και η ενδεχόμενη σύνδεσή τους με την απόδοση των εργαζομένων όπως αυτή προκύπτει από τη διαδικασία αξιολόγησης. Η εμπειρική έρευνα εστιάζεται στον τραπεζικό κλάδο και συγκεκριμένα γίνεται προσπάθεια παρουσίασης του προφίλ της Τράπεζας EFG Eurobank Ergasias και της Τράπεζας Κύπρου, δύο επιχειρήσεων του Ιδιωτικού Τομέα με ενδιαφέροντα στοιχεία για επιπρόσθετη έρευνα και συγκριτική μελέτη. / The intention of this study is to describe the most common and widely used performance appraisal systems and compensation systems which have been developed by enterprises. The empirical search is concentrated to the Greek banking system examining and comparing the cases of two banks with differences in the appraisal systems and the linkage with the wages in each organization.
3

Μέτρηση απόδοσης επιχειρήσεων / Business performance measurement

Μυγδάκος, Γρηγόριος 03 July 2009 (has links)
Η παρούσα εργασία αποτελεί μία βιβλιογραφική διερεύνηση των κυριότερων Μεθόδων Μέτρησης Απόδοσης των επιχειρήσεων. Έγινε μια προσπάθεια να συγκεντρωθούν οι σημαντικότερες μέθοδοι, να αναλυθούν και τελικά να συγκριθούν για την επιλογή της μέχρι τώρα καταλληλότερης μεθόδου. Η αρθρογραφία πάνω στη Μέτρηση της Απόδοσης των Επιχειρήσεων, είναι πλούσια και συνεχώς αυξανόμενη. Αυτό οφείλεται στην ανάγκη των επιχειρήσεων να πρωταγωνιστήσουν σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο και πλήρως ανταγωνιστικό επιχειρησιακό περιβάλλον, με μεγάλες αλλαγές να διαδραματίζονται στους κοινωνικο-τεχνικούς παράγοντες αλλά και στα χαρακτηριστικά λειτουργίας των επιχειρήσεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε: την παγκοσμιοποίηση των αγορών, την απελευθέρωση των αγορών, την «Οικονομία των Υπηρεσιών», τις ταχύτατες εξελίξεις στην πληροφορική και τις επικοινωνίες, την αύξηση της επιρροής και της εστίασης στις ανάγκες των πελατών από πλευράς επιχείρησης, την διαφοροποίηση των αναγκών και την αύξηση των προσδοκιών εξυπηρέτησης των πελατών κλπ. Όλα αυτά συνθέτουν ένα νέο κοινωνικό, οικονομικό, τεχνολογικό, ηθικό και πολιτικό πλαίσιο λειτουργίας της κοινωνίας, της οικονομίας και των επιχειρήσεων γενικότερα. Κυριότεροι ερευνητές που ασχολήθηκαν με το θέμα της Μέτρησης της Απόδοσης των επιχειρήσεων είναι οι: Kaplan R., Norton D., Neeley A., Gregory M., Platts k., Eccles R., με τις εργασίες “The balance Scorecard – Translating Strategy into Action” Kaplan and Norton , “Performance Measurement – Why, What and How” του Neeley και “The performance Prism perspective” των Neeley και Adams , να είναι οι κυριότερες και με τον μεγαλύτερο αριθμό αναφορών(citations) σε αυτές μέχρι σήμερα. Η μέθοδος που ξεχωρίζει τόσο σε πλήθος βιβλιογραφίας όσο και σε πλήθος αναφορών είναι η Balance Scorecard, καλύπτοντας τα ¾ όλης της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, με το υπόλοιπο ¼ να μοιράζεται στις υπόλοιπες μεθόδους. Δεν είναι τυχαίο επομένως η μεγάλη χρήση της μεθόδου αυτής από παγκόσμιες επιχειρήσεις που κατατάσσονται στο τοπ 10 των επιχειρηματικών περιοδικών Fortune και Business Week. Το γεγονός αυτό έρχεται να επικυρώσει και η συγκεκριμένη εργασία κατατάσσοντας την μέθοδο Balance Scorecard ως πληρέστερη - πιο ολοκληρωμένη έναντι των υπολοίπων μεθόδων. Η παρούσα εργασία απαρτίζεται από εννέα κεφάλαια. Στο 1ο Κεφάλαιο περιγράφεται η έννοια της αποδοτικότητας, η ανάγκη μέτρησης της αποδοτικότητας που έχει ανακύψει στο σύγχρονο περιβάλλον των επιχειρήσεων και ένα σύνολο δεικτών που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία μέτρησής της. Στο 2ο Κεφάλαιο περιγράφεται η έννοια της μέτρησης τη απόδοσης, δίνεται μία περιληπτική περιγραφή των μεθόδων που υπάρχουν στην βιβλιογραφία και των συνθηκών που πρέπει να ικανοποιούνται για τη σωστή εφαρμογή των μεθόδων μέτρησης αποδοτικότητας. Στο κεφάλαιο 3 περιγράφεται: η μέθοδος Balance Scorecard, οι μέθοδοι προσδιορισμού των δεικτών - κλειδιά απόδοσης της επιχείρησης (SWOT, QFD, PVA), η μέθοδος της Αναλυτικής Ιεράρχησης για την επιλογή των βασικών δεικτών-κλειδιά απόδοσης και τον καθορισμό των στατιστικών τους βαρών, οι προϋποθέσεις για τον επιτυχή προσδιορισμό και επιλογή των δεικτών κλειδιά στον πινάκα ισορροπημένης στοχοθεσίας, η προσαρμογή του πινάκα ισορροπημένης στοχοθεσίας στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του περιβάλλοντος και ο διαχρονικός διαχωρισμός αίτιου και αποτελέσματος. Στο 4ο Κεφάλαιο γίνεται περιγραφή του Κοινού πλαισίου Αξιολόγησης Στο 5ο Κεφάλαιο γίνεται περιγραφή της μεθόδου Διοίκησης Ολικής Ποιότητας, αναφέρονται οι κύριες αρχές εφαρμογής της μεθόδου, οι στόχοι ενός συστήματος αυτής της μεθόδου, οι κρίσιμοι παράγοντες επιτυχής εφαρμογής της και εργαλεία και μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή της. Στο 6ο Κεφάλαιο περιγράφεται το Μοντέλο επιχειρηματικής Αριστείας (EFQM), τα επίπεδά του και τα θετικά αποτελέσματα από την εφαρμογή της μεθόδου στην επιχείρηση. Στο 7ο Κεφάλαιο περιγράφεται η μέθοδος της Συγκριτικής Αξιολόγησης, οι στόχοι τα οφέλη και οι παγίδες που κρύβει η εφαρμογή της, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεθόδου, η διαδικασία εφαρμογής καθώς και μία σειρά εργαλείων απαραίτητα για την εφαρμογή της. Στο 8ο Κεφάλαιο γίνεται αναφορά στις μεθοδολογίες SEM, ISO, στο Πλαίσιο των 7-S, στο Performance Prism και στο Activity based Business Modeling for Government. Αναλύονται τα κύρια σημεία της κάθε μεθοδολογίας τα κύρια σημεία εφαρμογής της κάθε μίας μεθόδου και τα πλεονεκτήματα εφαρμογής τους σε μία επιχείρηση. Στο 9ο Κεφάλαιο γίνεται μία προσπάθεια να συγκριθούν οι κυριότερες μέθοδοι μέτρησης αποδοτικότητας, υιοθετείται ένα σύνολο 10 κριτηρίων, γίνεται μία σύνοψη των αποτελεσμάτων της σύγκρισης και προτείνεται από την εργασία ένα πλαίσιο μεθοδολογίας. / The present study is a bibliographic investigation concerning the main Performance Measurement Methods. Important methods are assembled, analyzed and compared in an attempt to find the best one applied to the research study subject. The work is composed from nine chapters. The 1st chapter describes the significance of an enterprise performance, the need for its measurement that emerged in the frame of the modern environment of the enterprises and the total number of indices used in the process of measurement. The 2nd one describes the significance of the output measurement by summarizing the relevant methods existing in bibliography, along with the conditions satisfied for a correct application of the methods referring to the efficiency measurement. In chapter three, the various methods such as: Balance Scorecard, the methods of determining the indices – keys of enterprise output (SWOT, QFD, PVA), the method of Hierarchy Analysis for selecting the basic indicators of output, as well as, the determination of it statistical weights, the conditions for a successful determination, the choice of indicator keys in the table balanced target setting, the adaptation of table of balanced target setting in the altered conditions of environment and the diachronic segregation of cause and effect, are presented. Chapter 4th presents the common frame of evaluation. In the 5th chapter the description of the Total Quality Management method is reported with references to the main application methods, the objectives of the system, the critical factors of its successful application and the tools and methodologies used for their application. In the 6th chapter the model of enterprise description (EFQM), its levels and the positive results obtained from the model application in an enterprise, are described. The method of Comparative Evaluation, the objectives and profits, the conditions and the process of application along with the tools essentially for its application, are presented in chapter 7th. Chapter 8th reports the methodologies SEM, ISO, the frame of 7-S methodology, the Performance Prism and the Activity Based Business Modeling for Governments. Finally, in chapter 9th an attempt is made to compare the most important and effective methods based on a total number of ten criteria, followed by a synopsis of the comparative analysis results, along with a proposed frame of new methodologies.
4

Προσεγγιστικά αναλυτικά μοντέλα για τη μελέτη της απόδοσης πολυβάθμιων διασυνδεμένων δικτύων μεταγωγής

Στεργίου, Ελευθέριος 05 January 2011 (has links)
H παρούσα ερευνητική εργασία αφορά την εκτίμηση της απόδοσης πολυβάθμιων διασυνδεδεμένων δικτύων μεταγωγής. Για την εκτίμηση της απόδοσης αναπτύχθηκαν προσεγγιστικά αναλυτικά μοντέλα τα οποία και παρουσιάζονται στην εργασία αυτή. Πιο συγκεκριμένα: 1. Παρουσιάζεται μια πρωτότυπη ολοκληρωμένη μεθοδολογία εύρεσης της απόδοσης αυτό-δρομολογούμενων απλών πολυβάθμιων διασυνδεδεμένων δικτύων (πχ κλασσικά δίκτυα banyan) τα οποία συγκροτούνται από συμμετρικά στοιχειώδη συστήματα μεταγωγής (πχ 2x2 Switch Element). Το μοντέλο που δημιουργήθηκε βασίστηκε στην λειτουργία και την συμπεριφορά μιας τυχαίας μνήμης (ουράς) ενός στοιχειώδους συστήματος μεταγωγής. Βασιζόμενοι στην ανάλυση, η οποία συμπεριλαμβάνει έναν επαναληπτικό αλγόριθμο ο οποίος συγκλίνει σε πολύ λίγες επαναλήψεις, υπολογίζουμε την Χρησιμοποίηση των ουρών του συστήματος. Στην συνεχεία προσδιορίζουμε τους λοιπούς δείκτες απόδοσης. 2. Παρουσιάζεται διαδικασία εκτίμησης της απόδοσης πολυβάθμιων διασυνδεδεμένων δικτύων μεταγωγής, τα οποία έχουν την ικανότητα να εξυπηρετούν φορτίο με δύο οι περισσότερες προτεραιότητες. Προτάθηκε ένα στοιχειώδες σύστημα μεταγωγής (SE- Switch Element) το οποίο διαθέτει παράλληλες μνήμες σε κάθε είσοδο, μία για κάθε υποστηριζόμενη προτεραιότητα φορτίου, και το οποίο μοντελοποιήθηκε με την βοήθεια ουρών. Βασιζόμενοι στην ανάλυση του μοντέλου αυτού και με την βοήθεια σχετικού επαναληπτικού αλγορίθμου ο οποίος συγκλίνει με λίγες επαναλήψεις, υπολογίστηκαν με ακρίβεια όλοι οι δείκτες απόδοσης. 3. Επιπρόσθετα, αναπτύσσεται μια ακόμη πρωτότυπη αναλυτική προσέγγιση η οποία παρέχει την εκτίμηση της απόδοσης πολυβάθμιων διασυνδεδεμένων δικτύων μεταγωγής με ένα ή περισσότερα επίπεδα τα οποία εφαρμόζουν ως τεχνική εκπομπής πακέτων την τεχνική ‘full multicast’, όταν τα δίκτυα αυτά εξυπηρετούν φορτίο απλής και πολλαπλής εκπομπής (multicast). Δημιουργήθηκε σχετικό μοντέλο για την μελέτη των δικτύων αυτών. Απεδείχθη ότι τα διασυνδεδεμένα δίκτυα τα οποία διαθέτουν περιορισμένο αριθμό επιπέδων, υποστηρίζουν με εξαιρετική αποτελεσματικότητα φορτίο απλής και πολλαπλής εκπομπής (multicast). 4. Αναπτύσσεται και άλλη αναλυτική μελέτη η οποία παρέχει την εκτίμηση της απόδοσης πολυβάθμιων διασυνδεδεμένων δικτύων μεταγωγής με ένα ή περισσότερα επίπεδα τα οποία όμως εφαρμόζουν ως τεχνική εκπομπής πακέτων την τεχνική ‘partial multicast’. 5. Παρουσιάζεται αναλυτική προσέγγιση απόδοσης η οποία αφορά αυτο-δρομολoγούμενα πολυβάθμια συστήματα με περιορισμένα επίπεδα τα οποία όμως εφαρμόζουν ταυτόχρονα δύο διαφορετικές πολιτικές εκπομπής πακέτων, μία σε κάθε τμήμα τους. Και πάλι ακολουθώντας παρόμοια διαδικασία προσδιορίστηκαν όλοι οι δείκτες απόδοσης των πολυβάθμιων δικτύων αυτών 6. Για διευκόλυνση των μελετητών, ορίστηκε ένας γενικός συντελεστής απόδοσης (CPF) του συστήματος ο οποίος εκφράζει την γενική απόδοση μιας πολυβάθμιας συσκευής μεταγωγής πακέτων, λαμβάνοντας υπ όψιν όλους τους ανεξάρτητους δείκτες, με βάση συγκεκριμένα κριτήρια. Αξιοσημείωτο είναι ότι όλες οι αναλυτικές μέθοδοι παρέχουν αναλυτικά αποτελέσματα για όλα τα ενδιάμεσα στάδια. Όλα τα αποτελέσματα τα οποία προέκυψαν από εφαρμογή των αναλυτικών μεθόδων επιβεβαιώθηκαν με προσομοιώσεις που δημιουργήθηκαν γι αυτό τον σκοπό. Επίσης τα αποτελέσματα τα οποία ελήφθησαν από τις αναλυτικές μεθόδους, συγκρίθηκαν με αποτελέσματα από παλαιότερες εργασίες. Η σύγκριση αναδεικνύει την μεγαλύτερη ακρίβεια και ταχύτητα των αναλυτικών μεθόδων που παρουσιάζονται στην παρούσα εργασία έναντι όλων των παλαιοτέρων ερευνητικών τεχνικών. Εξετάζοντας τις σχετική ερευνητική βιβλιογραφία καθίσταται πρόδηλο ότι υπάρχει ανεπάρκεια αναλυτικών μελετών οι οποίες να καλύπτουν θέματα εκτίμησης απόδοσης συγχρόνων δικτύων μεταγωγής, όπως πχ είναι τα πολυεπίπεδα δίκτυα. Οι παραπάνω αναλυτικές προσεγγίσεις αναμένεται να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τους σχεδιαστές και κατασκευαστές δικτυακών συστημάτων στην προσπάθειά τους να πετύχουν κατασκευή δικτύων με καλύτερη ποιότητα εξυπηρέτησης (QoS). / This research work concerns the performance evaluation of multistage, interconnected switching networks. To assess the performance, approximated analytical models are developed and presented. In particular: 1. A novel integrated methodology for assessing the performance of simple, self-routing, multistage, interconnected networks (e.g. banyan networks), which are formed by symmetrical switch elements, is presented. The model that is created is based on the function and behaviour of a random simple multistage switch system in a memory level (queue). Based on analysis, which includes a repetitive algorithm that converges within a small number of iterations, the queue's’ utilisation is estimated. Subsequently, other performance indicators are determined. 2. A performance evaluation process for multistage interconnection networks, which has the ability to service traffic with two or more classes of priorities, is presented. Particularly, a new switch element which has parallel memories in each entry is proposed to ensure effective servicing of multi-priority traffic. This switch element has one memory for each supported class of priority, and is modelled by means of queues. Based on the analysis provided by this model, and in conjunction with the application of a repetitive algorithm which converges with few iterations, all performance indicators were precisely calculated. 3. In addition, a novel analytical approach was developed that provides a performance evaluation of multistage interconnection networks that have one or more levels which apply the packet transmission ‘full multicast’ method when these networks serve unicast and multicast traffic. A relevant study model for those networks was created. It appears that the interconnected networks which have a limited number of levels lend excellent support with effective unicast and multicast traffic. 4. The study provides a performance evaluation of multistage interconnection networks with one or more levels, and uses a technical transmission packet technique for multicast traffic, the ‘partial multicast’ operation. 5. Also is presented an analytical approach that estimates a performance evaluation of self-routing, multistage interconnection networks (which have a limited number of levels) that apply two different transmission packet techniques in each segment. By application of a similar procedure, all the performance indicators of multistage networks are identified. 6. To assist designers, a compound performance factor (CPF) is defined which expresses the overall performance evaluation of multistage interconnection network devices (taking into account all the individual performance factors, according to a specific set of criteria). It is noteworthy that all of the analytical methods provide detailed results for all intermediate stages. All of the results obtained by application of analytical methods are confirmed by simulations. The results garnered by analytical methods are also compared with the results from previous work. The comparison highlights the greater accuracy and speed that these analytical methods have over older research techniques. Examination of the relevant research literature makes it evident that there is an insufficient number of analytical studies which cover the performance evaluation issue relating to modern switched networks; for example, multi-layered networks. This gap in the field of research is completed by this work. These analytical approaches will be useful tools for designers and manufacturers of network systems in their efforts to provide better quality of service (QoS).
5

Σχεδίαση εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ (φωτοβολταϊκών συστημάτων σε λειτουργία μέγιστης απόδοσης) / Designing of renewable energy systems (maximum power point tracker)

Κρομμύδας, Κωνσταντίνος 21 October 2011 (has links)
Στην παρούσα διπλωματική εργασία προσομοιώθηκε μέσω του προγράμματος Simulink ένα φωτοβολταϊκό σύστημα το οποίο αποτελούνταν από ένα φωτοβολταϊκό πλαίσιο των 60W, έναν DC/DC μετατροπέα Buck-Boost και ένα φορτίο. Στη συνέχεια εφαρμόσθηκαν τέσσερις διαφορετικές μέθοδοι ελέγχου στο φωτοβολταϊκό σύστημα με στόχο να λειτουργεί στο σημείο απόδοσης μέγιστης ισχύος (MPP) και συγκρίναμε τα αποτελέσματα της κάθε μια μεθόδου. Οι μέθοδοι που εφαρμόσθηκαν ήταν η μέθοδος Ανοιχτού Κυκλώματος (Open Voltage Method), η μέθοδος Διαταραχής και Παρατήρησης (Perturb and Observe Method), η μέθοδος Διαφορικής Αγωγιμότητας (Incremental Conductance) και προτείναμε και μια βελτιωμένη μέθοδο Διαταραχής και Παρατήρησης (Improved Perturb and Observe Method). / In this diploma thesis a photovoltaic system was simulated with the program Simulink. The photovoltaic system consisted of a photovoltaic panel of 60W, a buck-boost DC/DC converter and a load. Then four different control methods where applied so that the photovoltaic system would operate at the maximum power point (MPP) and the results of each control method were compared. The control methods which were applied were the Open Voltage Method, the Perturb and Observe Method, the Incremental Conductance Method and we proposed an improved Perturb and Observe Method.
6

Συγκριτική μεταβολομική ανάλυση παρεγκεφαλίδας σε μοντέλο μακρόχρονου υποθυρεοειδισμού ενηλίκων αρσενικών και θηλυκών μυών

Μάγγα-Ντεβέ, Χριστονίκη 28 February 2013 (has links)
Στην εποχή της συστημικής βιολογίας, οι υψηλής απόδοσης (-ομικές) τεχνικές βιομοριακής ανάλυσης επέτρεψαν την ολιστική ανάλυση των διαφόρων μοριακών επιπέδων κυτταρικής λειτουργίας μέσω της ταυτόχρονης μέτρησης εκατοντάδων έως χιλιάδων αντιπροσωπευτικών μοριακών ποσοτήτων. Η μεταβολομική αναφέρεται στην ποσοτικοποίηση του (σχετικού) προτύπου συγκέντρωσης των ελεύθερων μικρών μεταβολιτών. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν, το ρόλο των μεταβολιτών ως, αντιδρώντα ή/και προϊόντα των μεταβολικών αντιδράσεων, το πρότυπο συγκέντρωσης τους επηρεάζει και επηρεάζεται από την κατανομή των μεταβολικών ροών, αποτελώντας επομένως ένα αποτύπωμα της μεταβολικής κατάστασης ενός βιολογικού συστήματος. Μεταξύ των πλεονεκτημάτων της μεταβολομικής ανάλυσης είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταβαλλόμενη κατάσταση φυσιολογίας, ενώ δεν απαιτεί ολοκληρωμένη γνώση του μεταβολικού δικτύου ενός οργανισμού. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα πλεονεκτικά για τη μελέτη της μεταβολικής ενεργότητας του εγκεφάλου, λαμβάνοντας υπ’όψιν την ανατομική, μορφολογική και φαινοτυπική πολυπλοκότητα αυτού του οργάνου και την έως τώρα κατανόηση των μεταβολικών του μηχανισμών. Πιο συγκεκριμένα για την επίδραση του ενήλικου υποθυρεοειδισμού στον μεταβολισμό του εγκεφάλου, η μέχρι σήμερα γνώση παραμένει αποσπασματική, ενώ προέρχεται από διαφορετικά πειράματα και διάφορες εγκεφαλικές περιοχές. Μια ολιστική θεώρηση του μεταβολισμού σε συνθήκες υποθυρεοειδισμού σε συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές αναμένεται να αυξήσει σημαντικά τη γνώση μας για την ασθένεια αυτή. Σε μια πρόσφατη μελέτη της ερευνητικής μας ομάδας, που ήταν η πρώτη μεταβολική ανάλυση εγκεφαλικού ιστού σε ζωικό μοντέλο μακρόχρονου υποθυρεοειδισμού, η πολυπαραμετρική στατιστική ανάλυση των μεταβολικών προτύπων της παρεγκεφαλίδας μυός έδειξε διαφορές στη μεταβολική φυσιολογία του ιστού στα ευ- σε σχέση με τα υποθυρεοειδικά ζώα, παρέχοντας ισχυρές ενδείξεις ότι ο μεταβολισμός της παρεγκεφαλίδας θηλαστικών επηρρεάζεται από τον μακρόχρονο υποθυρεοειδισμό. Στην παρούσα εργασία, συγκρίθηκε η επίδραση του μακρόχρονου υποθυρεοειδισμού στη μεταβολική φυσιολογία της παρεγκεφαλίδας μεταξύ αρσενικών και θηλυκών Balb/cJ μυών, αφού επεκτάθηκε για επιπλέον μεταβολίτες η αυτοματοποιημένη μέθοδος προσδιορισμού κορυφών στο χρωματογράφημα. Ο μακρόχρονος υποθυρεοειδισμός επήχθη με χορήγηση 1% υπερχλωρικού καλλίου για 64 μέρες στο πόσιμο νερό των ζώων. Αυτή είναι και η πρώτη μελέτη της επίδρασης του ενήλικου υποθυρεοειδισμού στην μεταβολομική φυσιολογία του 4 εγκεφάλου των θηλυκών μυών. Τα μεταβολικά πρότυπα αναλύθηκαν με το λογισμικό ανοικτού κώδικα ΤΜ4/ MEV(www.tm4.org/MEV) για την πολυπαραμετρική στατιστική ανάλυση των -ομικών δεδομένων. Τα αποτελέσματα συζητήθηκαν στο πλαίσιο ενός κατάλληλα ανακατασκευασμένου μεταβολικού δικτύου για την παρεγκεφαλίδα μυός με βάση τις μεταβολικές βάσεις δεδομένων KEGG και EXPASY και δεδομένα από τη βιβλιογραφία. Η ανάλυση των προτύπων έδειξε ότι η επίδραση της δίμηνης χορήγησης υπερχλωρικού καλλίου στη μεταβολική φυσιολογία της παρεγκεφαλίδας ήταν πιο οξεία στα αρσενικά απ’ότι στα θηλυκά ζώα. Αυτή η παρατήρηση υποστηριζόταν και απο την σημαντικά μικρότερη μείωση του μέσου βάρους των υποθυρεοειδικών σε σχέση με αυτό των ευθυρεοειδικών ζώων στο τέλος της δίμηνης χορήγησης στα θηλυκά σε σχέση με τα αρσενικά. Τέος, σύγκριση των μεταβολικών προτύπων της παρεγκεφαλίδας των ευθυρεοειδικών αρσενικών και θηλυκών μυών έδειξε τους μισούς από τους μεταβολίτες στην παρεγκεφαλίδα των αρσενικών να έχουν σημαντικά μεγαλύτερη συγκέντρωση απ’ ότι στον ιστό των θηλυκών. Αυτή η παρατήρηση καταδεικνύει την ανάγκη της παρεγκεφαλίδας των θηλυκών σε μικρότερες συγκεντρώσεις ελεύθερων μικρών μεταβολιτών για την εύρυθμη λειτουργία της ως ένα πιθανό παράγοντα «προστασίας» του μεταβολισμού της από την επίδραση του μακρόχρονου ενήλικου υποθυρεοειδισμού. Καθώς η παρεγκεφαλίδα των αρσενικών χρειάζεται μεγαλύτερες ποσότητες ελεύθερων μικρών μεταβολιτών, η αναμενώμενη μείωση της συγκέντρωσης των μεταβολιτών που λαμβάνει ο εγκέφαλος μέσω του αιματοεγκεφαλικού φραγμού λόγω του υποθυρεοειδισμού θα την επηρεάσει πιο γρήγορα και πιο δραστικά από αυτή των θηλυκών. Αυτές οι σημαντικές παρατηρήσεις χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση μέσω κατάλληλα σχεδιασμένων αναλύσεων μεταβολομικής και φυσιολογίας και άλλων εγκεφαλικών περιοχών, συνδυάζοντας επίσης μετρήσεις των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών με μεταβολομική ανάλυση του εγκεφαλικού ιστού με Υγρή Χρωματογραφία- Φασματομετρίας Μάζας, καθώς και μετρήσεις ομικών αναλύσεων από άλλα επίπεδα κυτταρικής λειτουργίας, κυρίως της πρωτεωμικής. / In the systems biology era, the high-throughput “omic” technologies have enabled the holistic analysis of the various molecular levels of cellular function through the simultaneous measurement of hundreds to thousands of relevant molecular quantities. Metabolomics refers to the quantification of the (relative) concentration profile of the free small metabolites. Taking into consideration the role of the metabolites as reactants and products of the metabolic reactions, their concentration profile affects and is affected by the metabolic pathway flux distribution. Thus, the metabolic profile provides a fingerprint of the metabolic state of a biological system. Among the advantages of the metabolomic analysis is that it can be easily used to monitor transient metabolic conditions without requiring extensive knowledge of the structure and regulation of the investigated metabolic networks. This characteristic is especially advantageous for the analysis of brain metabolism, considering the anatomical, morphological and phenotypic complexity of this organ and our current shortages in understanding its metabolic mechanisms. For the effect of adult onset hypothyroidism (AOH) on brain metabolism in particular, the current knowledge remains fragmented, concerning different experimental setups and recovered from various brain regions. A holistic view of metabolism under AOH in particular brain regions is expected to significantly enhance the current knowledge about the disease. In a recent study of our group, which was the first metabolomic analysis of brain tissue in a prolonged AOH mouse model, multivariate statistical analysis of the metabolic profiles of the mouse cerebella indicated differences in the metabolic physiology of the tissue in the eu- compared to the hypo- thyroid animals, providing strong evidence that the mammalian cerebellum is metabolically responsive to prolonged AOH. In the present work, we compared the effect of prolonged AOH on the cerebellar metabolic physiology between male and female Balb/cJ mice, after enhancing the metabolite peak identification method to include additional metabolites. The prolonged AOH was induced by a 64-day treatment with 1% potassium perchlorate in the drinking water of the animals. This is the first reported analysis of the effect of AOH on the brain metabolic physiology of female mice. The raw metabolic profiles were normalized and appropriately filtered. The normalized metabolic profiles were analyzed using the open-source TM4/MeV software (www.tm4.org/MeV) for the multivariate statistical analysis of “omic” data. The acquired results were interpreted in the context of an appropriately reconstructed metabolic network for the mouse cerebellum based on the metabolic databases, KEGG and Expasy, and a plethora of information mined from the literature. The analysis of the metabolic profiles 6 indicated that the effect of the 2-month potassium perchlorate treatment on the metabolic physiology of the cerebellum is more acute in the male with respect to the female mice. The time profile of the body weight of the female compared to the male mice indicated a significantly smaller decrease in the mean weight of the hypothyroid compared to the euthyroid mice in the female compared to the male population at the end of the KClO4 treatment, an observation that further supports the metabolic profiling results. Finally, comparison between the metabolic profiles of the euthyroid male and female cerebellum indicated a significantly higher concentration in half of the measured free metabolites in the male compared to the female animals. This indicates the “leanness” of the metabolic profile of the female cerebellum as a potential “protective” parameter to the effect of AOH on its metabolic physiology, in the sense that the expected due to AOH decrease in the concentrations of the metabolites that are transferred to the brain through the blood brain barrier may affect more the male cerebellum that requires higher levels of free metabolites for its regular activity. These significant observations are in need of further investigation through appropriately designed physiological and metabolomic studies, integrating also thyroid hormone measurements from Liquid Chromatography-MS metabolomic analysis of brain tissue as well as omic measurements from other molecular levels of cellular function, mainly from proteomics.
7

Ανάπτυξη και εφαρμογή μεθοδολογίας περιβαλλοντικής αξιολόγησης σε ηλεκτροχρωμικά παράθυρα / Development of an environmental evaluation methodology and application for electrochromic windows

Συρράκου, Ελένη 31 May 2007 (has links)
Στη διατριβή αυτή έχει αναπτυχθεί ένας νέος συνδυασμός της Ανάλυσης Κύκλου Ζωής (ΑΚΖ) και της Ανάλυσης Οικολογικής Απόδοσης, που εφαρμόζεται για την αξιολόγηση της περιβαλλοντικής και ενεργειακής απόδοσης και της απόδοσης κόστους ενός πρότυπου ηλεκτροχρωμικού παραθύρου, η οποία έχει σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως διάταξη εξοικονόμησης ενέργειας σε κτήρια. Ο κύριος στόχος είναι να επισημάνουμε πώς η συγκεκριμένη μέθοδος συμπληρώνει τις δύο μεθόδους, ενσωματώνοντας τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματά τους σε ένα πληρέστερο και πιο ισχυρό διαγνωστικό εργαλείο. Η αποδοτικότητα της μεθόδου αποδεικνύεται με εφαρμογή σε έναν ηλεκτροχρωμικό υαλοπίνακα (K-Glass/WO3/πολυμερής ηλεκτρολύτης/V2O5/K-Glass), διαστάσεων 40cmx40cm. Αξιολογείται ολόκληρος ο κύκλος ζωής του εφαρμόζοντας τη μέθοδο της ΑΚΖ (ISO 14040). Για να μετρηθεί και να καταγραφεί η οικολογική απόδοση, χρησιμοποιούνται δείκτες περιβαλλοντικής απόδοσης, οι οποίοι βασίζονται σε ισοζύγια υλικών και ενέργειας και ορίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη διάφορες παραμέτρους, (σενάριο ελέγχου, προσδοκώμενος χρόνος ζωής, κλιματικές συνθήκες, κόστος αγοράς). Ο συνδυασμός των αποτελεσμάτων οδηγεί σε σημαντικά συμπεράσματα για τον συνδυασμό ιδιοτήτων και τις πιθανές βελτιώσεις, που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στη λήψη αποφάσεων για το σχεδιασμό και την ανάπτυξη του προϊόντος και για την επιλογή της βέλτιστης περίπτωσης μεταξύ διαφόρων υαλοπινάκων για ειδικές κλιματικές συνθήκες. Τέλος, μια τέτοια μεθοδολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καθιέρωση ενεργειακής σήμανσης, ή ενεργειακής ταξινόμησης των παραθύρων, ενώ επιπλέον είναι σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Οδηγία (2002/91/EC) για την ενεργειακή απόδοση των κτηρίων, που απαιτεί πιστοποιητικά ενεργειακής απόδοσης για υφιστάμενα και νέα κτήρια. / In this study, a novel combination of the Life Cycle Assessment (LCA) and the Eco-efficiency analysis has been developed and implemented to evaluate the environmental, energy and cost efficiency potential of an electrochromic (EC) window prototype that aims to be used as an energy saving component in the building. The main objective is to mark out how the proposed method complements the traditional techniques, namely LCA and Eco-efficiency integrating their individual advantages into a more complete and a further more powerful diagnostic tool. The efficiency of the method is demonstrated with implementation to a 40cm x 40cm EC glazing (K-Glass/WO3/polymer electrolyte/V2O5/K-Glass). The whole life cycle of the EC glazing is evaluated by implementing the method of LCA (ISO 14040). In order to measure and report the ecological efficiency, environmental performance indicators were used, based on material and energy balances. The indicators were suitably defined taking into consideration various parameters (control scenario, expected lifetime, climatic type, purchase cost). Significant conclusions can be drawn for the development and the potential applications of the device compared to other commercial fenestration products. The combination of the results leads to significant conclusions for the balance of its properties and possible improvements that can be utilized in decision making for the product design and development and for the selection of an optimum case among various fenestration products for specific areas/climates. Finally, such a methodology can be utilized to establish a system for energy labeling or energy rating of windows and it is in accordance with the European Directive (2002/91/EC) on the energy performance of buildings, which calls for energy performance certificates to be available for new and existing buildings.
8

Αλγόριθμοι εξισορρόπησης φόρτου σε p2p συστήματα και μετρικές απόδοσης

Μιχαήλ, Θεοφάνης-Αριστοφάνης 05 February 2015 (has links)
Πρόσφατα η ιντερνετική κοινότητα έστρεψε την προσοχή και το ενδιαφέρον της στα peer-to-peer συστήματα, όπου οι χρήστες προσφέρουν τους πόρους τους (αποθηκευτικό χώρο, υπολογιστικό χρόνο) και περιεχόμενο (αρχεία) στην διάθεση της κοινότητας. Οι χρήστες θεωρούνται ίσοι μεταξύ τους και ο καθένας συμμετέχει με διπλό ρόλο, τόσο σαν πελάτης, όσο και σαν εξυπηρετητής. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται κοινότητες με αποκεντρωμένο έλεγχο, ευελιξία, σταθερότητα, κλιμάκωση, ανωνυμία κι αντοχή στην λογοκρισία. Ενώ όμως οι δυνατότητες αυτών των συστημάτων είναι ποικίλες, την μεγαλύτερη αποδοχή έχουν γνωρίσει τα συστήματα ανταλλαγής αρχείων όπως το Napster, Kazaa, Gnutella, eDonkey, BitTorrent. Το ενδιαφέρον των ερευνητών δεν έχει περιοριστεί μόνο στην ανταλλαγή δεδομένων μιας και η ανοιχτή φύση των peer-to-peer συστημάτων προσφέρει πολύ περισσότερες προκλήσεις. Ένα ενδιαφέρον πεδίο έρευνας είναι αυτό των τεχνικών εξισορρόπησης φόρτου. Η έρευνα που διεξάγεται μπορεί να χωριστεί σε δύο κατηγορίες. Στην μια κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε τεχνικές για την καλύτερη κατανομή των αντικειμένων στον χώρο ονομάτων για βελτιστοποιήσεις στην απόδοση της δρομολόγησης και αναζήτησης [Pastry, Tapestry, Chord]. Στην δεύτερη μπορούμε να εντάξουμε τεχνικές για την κατανομή αντιγράφων των αντικειμένων στους κόμβους του δικτύου, για βελτιστοποίηση του ρυθμού εξυπηρέτησης των χρηστών και της ποιότητας υπηρεσίας που τους προσφέρει το σύστημα, η οποία μπορεί άμεσα να συσχετιστεί με την διαθεσιμότητα. Ενώ η δεύτερη κατηγορία μπορούμε να πούμε ότι φαίνεται να είναι πιο ενδιαφέρουσα από την σκοπιά του τελικού χρήστη, η έρευνα στον τομέα αυτό δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη της έναν ρεαλιστικό υπολογισμό του κόστους εφαρμογής των προτεινομένων τεχνικών. Έτσι κάποιες εργασίες δεν υπολογίζουν καθόλου το κόστος δημιουργίας αντιγράφων, ενώ κάποιες άλλες το θεωρούν σταθερό και ανεξάρτητο από το μέγεθος των αντικειμένων και τη σύνδεση των δυο κόμβων μεταξύ των οποίων γίνεται η επικοινωνία. Κάποιες λιγότερο ή περισσότερο προχωρούν λίγο παραπέρα και ορίζουν το κόστος να είναι ανάλογο του απαιτούμενου αποθηκευτικού χώρου. Η διαφορά με την παρούσα εργασία είναι ότι δεν εμπεριέχουν την έννοια της εξισορρόπησης του φόρτου των κόμβων μεταξύ τους. Σε αυτή την εργασία προσπαθήσαμε να καθορίσουμε ένα σύνολο μετρικών απόδοσης μέσα από ένα πλαίσιο εργασίας για έναν όσο το δυνατόν περισσότερο ρεαλιστικό τρόπο υπολογισμού τους. Για να το πετύχουμε αυτό, καταρχήν σχεδιάσαμε ένα p2p σύστημα διαμοίρασης αρχείων με αρχιτεκτονική που βασίζεται στην οργάνωση των κόμβων σε ομάδες, ενώ στη συνέχεια ορίζοντας την έννοια του φόρτου υλοποιήσαμε τεχνικές για την εξισορρόπησή του. Για την αξιολόγηση των τεχνικών, ορίστηκε ένα σύνολο μετρικών οι οποίες καταγράφουν την απόδοση του συστήματος τόσο από την οπτική γωνία του συστήματος (επιθυμητή η δίκαιη κατανομή του φόρτου και η βέλτιστη χρήση των πόρων όπως κυρίως η διαθέσιμη χωρητικότητα των συνδέσεων των κόμβων μεταξύ τους), όσο κι από την οπτική γωνία του χρήστη (καλύτερη «ποιότητα υπηρεσίας» με το ελάχιστο δυνατό κόστος). Η πειραματική αξιολόγηση των τεχνικών έγινε μέσα σε ένα περιβάλλον προσομοίωσης, το οποίο υλοποιήθηκε από μηδενική βάση, έπειτα από μια μελέτη παρόμοιων συστημάτων. Τα κύρια χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος αυτού είναι α) η επεκτασιμότητα κι ευχρηστία του, β) απλή και ρεαλιστική βάση προσομοίωσης, γ) ύπαρξη πληθώρας παραμέτρων της προσομοίωσης που δίνονται σαν είσοδος από τον χρήστη και δ) δυνατότητα προσομοίωσης μεγάλου μεγέθους συστημάτων. / Recently the internet community has focused its interest on peer-to-peer systems, where users contribute their resources (storage space, computation time) and content (documents, files) to the community. The users are considered equivalent, each one participating with a dual role, both as a client and server. The communities formed under this simple peer-to-peer paradigm are characterized by the decentralized control, robustness, stability, scaling, anonymity and resistance to censorship. While there are various potential application domains of peer-to-peer systems, depending on the type of shared resources, the file sharing systems, such as Napster, Kazaa, Gnutella, eDonkey, BitTorrent, has known the greater acceptance. The “open nature” of peer-to-peer systems offers a wider area of research interest and much more challenges than just content sharing; interesting research domains include infrastructure, collaboration, searching, routing, load balancing, security etc Load balancing is a very interesting domain on such systems. The carried out research in this domain may be categorized in two categories. In the first, one can include techniques for better item distribution in the name space so as improvements in routing and searching can be accomplished [ref2 Pastry, Tapestry, Chord]. In the second, one can include techniques for items’ replicas placement to the network nodes, for improving the throughput and the Quality of Service provided to the users. The QoS can be straightforward related to the availability While the second category seems to be more interesting from the user’s perspective, the research in this domain does not seem to take into account a realistic cost evaluation of the proposed techniques. Some research studies just ignore it, while some others consider it constant and irrelative to the objects’ size and the connection between the two nodes where the object transfer occurs. Some others (less) (or more) get a little further and define the cost to be proportional to the needed storage capacity. The difference with our study is that the previous studies do not comprise the notion of load balancing among users as well as evaluate the cost under different assumptions. With our work we try to define a set of performance metrics through a framework based on a measurement as realistic as possible. To accomplish this, at first we designed a cluster based file sharing p2p system, then we defined the notion of load and finally implemented load balancing techniques. To evaluate these techniques we defined a set of metrics that record the system’s performance both from the system’s perspective (desirable the fair load distribution and the optimum use of resources like the available bandwidth of nodes’ connections) and the user’s (better “quality of service” with the least cost). For the experimental evaluation of these techniques we developed from scratch a simulation environment, after we studied similar systems. The main characteristics of this simulator are a) extensibility and usability, b) simple and realistic simulation base, c) availability of plenty simulation parameters given as input from the user d) scalability to simulate large scale systems.
9

Μελέτη αέργου ισχύος και μέθοδοι βελτίωσης συντελεστή ισχύος και βαθμού απόδοσης συστημάτων μετατροπής ενέργειας αποτελούμενα από ηλεκτρονικούς μετατροπείς εξαναγκασμένης μετάβασης

Γεωργάκας, Κωνσταντίνος 20 October 2009 (has links)
Η διατριβή αυτή επικεντρώθηκε στη μείωση της αέργου ισχύος και των απωλειών σε συστήματα μετατροπής ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία περιέχουν ηλεκτρονικούς μετατροπείς ισχύος. Ως γνωστόν, συνήθως, όταν χρησιμοποιούνται ελεγχόμενοι μετατροπείς ισχύος για τον έλεγχο ηλεκτρικών και ηλεκτρομηχανικών μεγεθών, επέρχεται μείωση του συντελεστή ισχύος και του βαθμού απόδοσης. Για να επιτευχθεί υψηλός συντελεστής ισχύος, συνήθως, χρησιμοποιούνται τεχνικές παλμοδότησης των ημιαγωγικών στοιχείων του εκάστοτε μετατροπέα, οι οποίες λειτουργούν με υψηλή διακοπτική συχνότητα. Μ’ αυτό τον τρόπο μειώνεται η άεργος ισχύς, με αποτέλεσμα να μειώνεται και το συνολικό ρεύμα που ρέει από το δίκτυο παροχής της ηλεκτρικής ενέργειας. Με τον τρόπο αυτό μειώνονται οι απώλειες του δικτύου, αλλά αυξάνονται οι απώλειες του ηλεκτρονικού μετατροπέα ισχύος. Στην εργασία αυτή μελετάται εκτενώς η επίδραση της διακοπτικής συχνότητας επί του συνολικού συντελεστή ισχύος και επί του βαθμού απόδοσης. Προσδιορίζεται η διακοπτική συχνότητα, για την οποία επιτυγχάνεται ο υψηλότερος δυνατός συντελεστής ισχύος και βαθμός απόδοσης. Αυτή η συχνότητα εξαρτάται άμεσα από το παθητικό φίλτρο ανώτερων αρμονικών, που συνήθως είναι τοποθετημένο στην είσοδο του ηλεκτρονικού μετατροπέα ισχύος. Η διερεύνηση για την εύρεση της διακοπτικής συχνότητας για την οποία ο συντελεστής ισχύος και ο βαθμός απόδοσης αποκτούν τη μέγιστη δυνατή τιμή, πραγματοποιείται για ένα μονοφασικό μετατροπέα εναλλασσόμενης τάσης σε συνεχή με διπλή κατεύθυνση ρεύματος. Στις περισσότερες εφαρμογές, στις οποίες υπάρχει ένα δίκτυο εναλλασσόμενης τάσης, λόγω της φύσεως των φορτίων δημιουργείται καθυστέρηση του ρεύματος ως προς την τάση του δικτύου αυτού. Ένα από τα σημαντικά θέματα που πραγματεύεται η παρούσα διδακτορική διατριβή είναι η αναίρεση αυτής της καθυστέρησης μέσω κατάλληλης έναυσης των ημιαγωγικών στοιχείων του μετατροπέα. Η καταλληλότητα αυτής της τεχνικής παλμοδότησης εξετάζεται τόσο για την περίπτωση ενός μετατροπέα εναλλασσόμενης τάσης (Ε.Τ.) σε συνεχή τάση (Σ.Τ.), όσο και για έναν ελεγχόμενο μετατροπέα εναλλασσόμενης τάσης σε εναλλασσόμενη σταθερής συχνότητας λειτουργίας. Κατά τον έλεγχο της λειτουργίας ορισμένων φορτίων μέσω ηλεκτρονικού μετατροπέα ισχύος εμφανίζονται ανώτερες αρμονικές στο ρεύμα του δικτύου με χαμηλές συχνότητες (π.χ. 150 Hz). Στη διατριβή αυτή μελετάται η μείωση αυτών μέσω της έγχυσης ανώτερων αρμονικών στο σήμα που αποτελεί τη βάση της δημιουργίας των παλμών έναυσης των ημιαγωγικών στοιχείων του μετατροπέα. Συγκεκριμένα, το πρώτο κεφάλαιο περιλαμβάνει την εισαγωγή και τους στόχους της διατριβής. Το δεύτερο κεφάλαιο περιλαμβάνει τους απαραίτητους ορισμούς βασικών ενεργειακών μεγεθών καθώς και τον προσδιορισμό των προβλημάτων, η λύση των οποίων αποτελεί το σκοπό της παρούσας διατριβής. Το τρίτο κεφάλαιο ασχολείται με τη σύγκριση των τυπικότερων ηλεκτρονικών μετατροπέων ισχύος τύπου μονοφασικής γέφυρας με κριτήρια το συντελεστή ισχύος και το βαθμό απόδοσης. Επίσης, προτείνεται η χρήση ενός ηλεκτρονικού μετατροπέα ισχύος Ε.Τ. σε Σ.Τ. διπλής κατεύθυνσης ρεύματος, ο οποίος πλεονεκτεί έναντι των συνήθως χρησιμοποιούμενων και μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλος για εφαρμογές στα ηλεκτροκίνητα μέσα μεταφοράς για την αντιστροφή ισχύος π.χ. κατά την πέδηση αυτών. Στο τέταρτο κεφάλαιο διερευνάται η τεχνική παλμοδότησης των ημιαγωγικών στοιχείων ενός μετατροπέα και προτείνεται εκείνη για την οποία ο συντελεστής ισχύος και ο βαθμός απόδοσης αποκτούν τις υψηλότερες δυνατές τιμές. Στο πέμπτο κεφάλαιο προτείνεται μία μεθοδολογία, μέσω της οποίας καθορίζεται η τιμή των στοιχείων του παθητικού φίλτρου και της διακοπτικής συχνότητας, για την οποία ο συντελεστής ισχύος και ο βαθμός απόδοσης αποκτούν ταυτόχρονα τις μέγιστες δυνατές τιμές. Στο έκτο κεφάλαιο πραγματοποιείται πειραματική διερεύνηση επιβεβαιώνοντας έτσι τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την προσομοίωση. Ο ηλεκτρονικός μετατροπέας ισχύος, τα τροφοδοτικά καθώς και οι επαγωγές των φίλτρων σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν στο Εργαστήριο Ηλεκτρομηχανικής Μετατροπής Ενέργειας στο πλαίσιο της εκπόνησης της παρούσας διατριβής. Στο έβδομο κεφάλαιο προτείνεται η χρήση μιας τεχνικής παλμοδότησης, με την οποία αναιρείται η καθυστέρηση της βασικής αρμονικής ως προς την τάση του δικτύου. Η τεχνική αυτή στην παρούσα διατριβή ονομάζεται α-sPWM. Με τη χρήση της μεθόδου αυτής βελτιώνεται ο συντελεστής ισχύος και ο βαθμός απόδοσης. Η μελέτη της εφαρμογής της τεχνικής παλμοδότησης α-sPWM πραγματοποιείται μέσω προσομοίωσης και μέσω πειραματικών μετρήσεων. Στο όγδοο κεφάλαιο μελετάται η αποτελεσματικότητα της προτεινόμενης τεχνικής παλμοδότησης σε ένα σύστημα, το οποίο αποτελείται από ένα διακοπτικό μετατροπέα εναλλασσόμενης τάσης σε εναλλασσόμενη τάση σταθερής συχνότητας λειτουργίας αλλά μεταβαλλόμενης ενεργού τιμής. Στο ένατο κεφάλαιο πραγματοποιείται πειραματική επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων της προσομοίωσης για το προηγούμενο σύστημα, του οποίου ο ηλεκτρονικός μετατροπέας ισχύος σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε από τον υποψήφιο στο Εργαστήριο. Στο δέκατο κεφάλαιο προτείνεται μία μέθοδος έγχυσης ανώτερων αρμονικών στο ρεύμα της πηγής μέσω των παλμών έναυσης της τεχνικής παλμοδότησης α-sPWM για την αναίρεση των σημαντικότερων ανώτερων αρμονικών του ρεύματος αυτής. Αυτές οι αρμονικές είναι μικρά πολλαπλάσια της συχνότητας της πηγής και δεν είναι εύκολο να απορροφηθούν από το παθητικό φίλτρο στην πλευρά του δικτύου εναλλασσόμενης τάσης λόγω του μεγάλου μεγέθους των στοιχείων αυτού. Στη συνέχεια προτείνεται ένας τρόπος προσδιορισμού του πλάτους της εκάστοτε προς αναίρεση ανώτερης αρμονικής του ρεύματος, της οποίας η συχνότητα είναι γνωστή. Στο ενδέκατο κεφάλαιο διατυπώνονται τα συμπεράσματα και η συμβολή της διατριβής, στο δωδέκατο μία σύντομη περίληψη και στο δέκατο τρίτο παρατίθεται η βιβλιογραφία. Στο τέλος της διατριβής περικλείεται μία σύντομη περίληψη στα Αγγλικά. / This Ph.d. dissertation deals with the reactive power and power losses reduction. It is well known that the use of a power electronic converter to control the output electrical and electromechanical variables is the best choice. In this case the power electronic converter causes influences on the power efficiency and on the power factor. If the converter’s switching frequency is low (e.g. 50 Hz), the power efficiency is high but the power factor is significant low. On the contrary, by increasing the switching frequency of the semiconductor converter elements the power factor increases while the converter’s efficiency decreases. In this work a study of the switching frequency influence on the power factor and on the power efficiency is curried out. From the results we can determine a frequency by which both the efficiency and the power factor get optimal. This frequency depends on the converter’s input passive filter. For the investigation a controlled bidirectional AC-DC converter is used. Which enables the achieve of high power factor. Τhis work also deals with a switching technique to eliminate the phase angle between the grid’s voltage and the current basic harmonic. The idea is to remove this phase angle through the converter switching pulses. The effect of the proposed switching technique on the power factor and the power efficiency has been investigated for an AC-DC converter as well as for an AC-AC converter. Usually, to control a load through a power electronic converter some high order harmonics with low frequency are generated (e.g 150 Hz). It is well known that it is not easy to eliminate these high order harmonics. In the present work this is curried out through a current injection technique. The idea is to inject the required current harmonic through the converter switching pulses. In this thesis the studied issues were mainly realized through simulation (using the program Matlab/Simulink) as well as experimentally. For the experimental work the prototype converters and the electrical devises were designed and constructed in the laboratory.
10

Επίδραση της εν σειρά αντίστασης στις βέλτιστες τιμές των χαρακτηριστικών παραμέτρων των φωτοβολταϊκών κυττάρων

Γιαννιού, Αικατερίνη 20 October 2009 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στο εργαστήριο Aσύρματης Τηλεπικοινωνίας του τμήματος των Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Πατρών, και έχει ως σκοπό τη μελέτη της επίδρασης της εν σειρά αντίστασης στις βέλτιστες τιμές των χαρακτηριστικών παραμέτρων των φωτοβολταϊκών κυττάρων τύπου CIS. Το θεωρητικό μέρος της εργασίας αποσκοπεί στην παράθεση των βασικών αρχών της φυσικής των ημιαγωγών με ιδιαίτερη έμφαση στις φωτοηλεκτρικές τους ιδιότητες και συγκεκριμένα στο λόγο ύπαρξης της εν σειρά αντίστασης ενός φωτοβολταϊκού κυττάρου. Παρουσιάζονται πρόσφατες μελέτες σχετικές με το θέμα, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως αναφορά για τη διεξαγωγή της πειραματικής διαδικασίας. Ακολουθώντας τη μελέτη των Priyanka, M. Lal, S.N. Singh, πήραμε μετρήσεις σε συνθήκες σκότους, και από τις I-V χαρακτηριστικές υπολογίσαμε την εσωτερική αντίσταση σειράς του κυττάρου. Στη συνέχεια πραγματοποιήσαμε μετρήσεις τάσεως και ρεύματος στα άκρα του κυττάρου, όταν αυτό φωτίζεται, για να δούμε την επίδραση της αντίστασης σειράς στα χαρακτηριστικά του μεγέθη. Αναλυτικότερα, η πειραματική διαδικασία έγινε αρχικά σε εργαστηριακό περιβάλλον, και στη συνέχεια σε πραγματικές συνθήκες, με χρήση εξωτερικών αντιστάσεων συνδεδεμένων σε σειρά με το κύτταρο CIS. Στην πρώτη περίπτωση η διέγερση του κυττάρου έγινε με λάμπα τόξου υδραργύρου, και η προσπίπτουσα στο κύτταρο ακτινοβολία διατηρείτο σταθερή κατά τη διάρκεια του πειράματος όπως επίσης και η θερμοκρασία περιβάλλοντος. Πραγματοποιήσαμε μετρήσεις για δύο διαφορετικές κλίσεις του κυττάρου ως προς το οριζόντιο επίπεδο, τις 350 και τις 900, ενώ η δέσμη ακτινοβολίας παρέμενε παράλληλη στο οριζόντιο επίπεδο και για τις δύο περιπτώσεις. Το ίδιο προσπαθούσαμε να πετύχουμε και στις πραγματικές συνθήκες, (όπου το κύτταρο ήταν εκτεθειμένο σε ηλιακή ακτινοβολία) δηλαδή για όσο ήταν δυνατόν σταθερή ακτινοβολία και θερμοκρασία περιβάλλοντος, ώστε οι μετρήσεις να επηρεάζονται μόνο από τη μεταβολή της εν σειρά αντίστασης. Στην περίπτωση αυτή πραγματοποιήσαμε μετρήσεις για τρείς διαφορετικές κλίσεις του κυττάρου ως προς τον ορίζοντα, τις 900, τις 580, και τις 00.Υπολογίσαμε τη μέση ημερήσια αλλά και τη μέση μηνιαία αποδιδόμενη ενέργεια σε kWh, τόσο για τις πειραματικές όσο και για τις θεωρητικές τιμές της ισχύος και της ηλιακής ακτινοβολίας. Η διαφορά τους είναι της τάξης του 28%, και δικαιολογείται λόγω των παραγόντων απωλειών. Στη συνέχεια, πήραμε μετρήσεις από ένα πλαίσιο των 75W με τη βοήθεια κατάλληλης συνδεσμολογίας με υπολογιστή, τον οποίο προγραμματίσαμε να παίρνει μετρήσεις ανά 10 λεπτά. Υπολογίσαμε την ημερήσια ποσότητα ενέργειας σε kWh που μας δίνει το πλαίσιο και επεκτείναμε τον υπολογισμό στη μέση μηνιαία αποδιδόμενη ενέργεια χρησιμοποιώντας αρχικά τις πειραματικές μετρήσεις και στη συνέχεια τις θεωρητικές τιμές της ισχύος του πλαισίου και της ηλιακής ακτινοβολίας. Η διαφορά που προκύπτει είναι της τάξης του 10%. Η μελέτη ολοκληρώθηκε με την επεξεργασία των πειραματικών δεδομένων και την εξαγωγή χαρακτηριστικών καμπυλών του κυττάρου, μέσα από τις οποίες γίνεται δυνατή η σύγκρισή τους με τα θεωρητικά δεδομένα από τη βιβλιογραφία. / -

Page generated in 0.0423 seconds