• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 29
  • Tagged with
  • 29
  • 27
  • 7
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Γονοτυπικός-φαινοτυπικός συσχετισμός στην παγκρεατίτιδα

Παπαχρήστου, Γεώργιος 31 July 2007 (has links)
Εισαγωγή: Η κλινική πορεία της οξείας παγκρεατίτιδας (ΟΠ) αντανακλά την ένταση της φλεγμονώδους αντίδρασης και ταξινομείται σε ήπια ΟΠ (ΗΟΠ) και βαριά ΟΠ (ΒΟΠ). Η έκφραση του γονιδίου της χημειοτακτικής πρωτεΐνης των μονοκυττάρων (MCP-1) επηρεάζεται από έναν A/G πολυμορφισμό (-2518) με το G αλληλόμορφο να αυξάνει την παραγωγή της MCP-1. Παχύσαρκοι ασθενείς εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο για επιπλοκές από ΟΠ. Το σύστημα APACHE-O έχει προταθεί ότι βελτιώνει την ακρίβεια του συστήματος APACHE-ΙΙ στην πρόγνωση της ανάπτυξης ΒΟΠ. Στόχοι: 1) Να διευκρινίσουμε αν ο πολυμορφισμός στο γονίδιο της MCP-1 στη θέση -2518 επηρεάζει την βαρύτητα της ΟΠ, 2) αν το σύστημα APACHE-O βελτιώνει την προγνωστική αξία του συστήματος APACHE-ΙΙ και 3) να διερευνήσουμε την υπόθεση ότι οι παχύσαρκοι ασθενείς βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για την ανάπτυξη ΒΟΠ λόγω της μεγαλύτερης φλεγμονώδους απόκρισης που παρουσιάζουν στην παγκρεατική προσβολή. Μέθοδοι: Μελετήθηκαν 102 ασθενείς με ΟΠ και 116 άτομα αποτέλεσαν την ομάδα των υγιών μαρτύρων. Ο A/G γονότυπος της MCP-1 ανιχνεύθηκε με την μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυμεράσης και με προσδιορισμό της αλληλουχίας του DNA. Τα επίπεδα της MCP-1 στον ορό μετρήθηκαν με φθορίζουσα ανοσολογική μέθοδο. Υπολογίσθηκαν οι καμπύλες ROC των συστημάτων APACHE-II και APACHE-O. Η παχυσαρκία και άλλες κλινικές παράμετροι εκτιμήθηκαν ως παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη ΒΟΠ με τη χρήση ανάλυσης λογισμικής παλινδρόμησης. Συγκρίναμε τα επίπεδα των IL-6, MCP-1 και CRP στον ορό και των κριτηρίων του Ranson σε παχύσαρκους και μη-παχύσαρκους ασθενείς με ΟΠ. Αποτελέσματα: 19 ασθενείς ανέπτυξαν ανεπάρκεια οργάνων και ταξινομήθηκαν ως ΒΟΠ. Οι ασθενείς με ΒΟΠ βρέθηκαν να έχουν σημαντικά υψηλότερο ποσοστό του G αλληλομόρφου (86%) σε σχέση με τους ασθενείς με ΗΟΠ (46%) (p<0,007). Οι ασθενείς με ΒΟΠ είχαν επίσης υψηλότερα επίπεδα της MCP-1 στον ορό σε σχέση με τους ασθενείς με ΗΟΠ (p=0,002). Το 28% των ασθενών ήταν παχύσαρκοι (BMI >30). Τα συστήματα APACHE-O (AUC: 0,895) και APACHE-ΙΙ (AUC: 0,893) έδειξαν παρόμοια ακρίβεια στην πρόγνωση της ανάπτυξης ΒΟΠ. Η παχυσαρκία βρέθηκε να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη ΒΟΠ (OR: 2,8, p=0,048) και θνητότητας (OR: 11,2, p=0,022). Τα επίπεδα της CRP (p=0,0001) και τα κριτήρια Ranson (p=0,021) βρέθηκαν σημαντικά υψηλότερα στους παχύσαρκους ασθενείς. Τα επίπεδα των IL-6 και MCP-1 βρέθηκαν υψηλότερα στους παχύσαρκους ασθενείς, χωρίς όμως να είναι στατιστικώς σημαντικά. Συμπεράσματα: Το -2518 G αλληλόμορφο της MCP-1 αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη ΒΟΠ. Τα επίπεδα της MCP-1 δείχνουν να αποτελούν ακριβή προγνωστικό δείκτη για την ανάπτυξη ΒΟΠ και θανάτου. Η παχυσαρκία αποτελεί επίσης ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη ΒΟΠ. Το σύστημα APACHE-O κατά την εισαγωγή των ασθενών δεν είναι πιο ακριβές από το σύστημα APACHE-ΙΙ. Τα αποτελέσματα της μελέτης μας προτείνουν ότι η παχυσαρκία αυξάνει την βαρύτητα της ΟΠ λόγω της μεγαλύτερης ανοσολογικής απόκρισης στην παγκρεατική προσβολή. / Background: Acute pancreatitis (AP) reflects the intensity of the inflammatory response and is divided into mild AP (MAP) or severe AP (SAP). Monocyte chemotactic protein-1 (MCP-1) gene expression is altered by an A/G polymorphism (-2518), with the G allele increasing MCP-1 production. Obese patients appear to be at risk for complications of AP. APACHE-O score has been suggested to improve APACHE-II accuracy in predicting severe outcome in AP. Aims: Τo determine whether: 1) the MCP-1 −2518 A/G polymorphism affects the severity of AP, 2) if APACHE-O score adds any predictive value to APACHE-II score and 3) to test the hypothesis that obese patients are at increased risk of SAP because of a more intense inflammatory response to pancreatic injury. Methods: 102 consecutive AP patients and 116 controls were evaluated. The A/G genotype was evaluated by polymerase chain reaction amplification and DNA sequencing. MCP-1 serum levels were quantified using a fluorescence bead-based immunoassay. Receiver operating curves (ROC) for prediction of SAP were calculated using admission APACHE-II and APACHE-O scores. Binary logistic regression was performed to assess if obesity is a risk for SAP and to determine the clinical factors associated with severe disease. Serum levels of IL-6, MCP-1 and CRP as well as Ranson’s scores were compared between obese and non-obese patients. Results: Nineteen patients developed organ dysfunction and were classified as SAP. Patients with SAP had a significantly greater proportion of the G allele (86%) than did MAP patients (46%) (p<0.007). As predicted by the genotype, the serum MCP-1 levels were significantly higher in the SAP patients when compared with the MAP patients (p=0.002). Using a body mass index (BMI) >30, 28% of the subjects were obese. Admission APACHE-O (Area under the curve AUC: 0.895) and APACHE-II (AUC: 0.893) showed similar accuracy in predicting severe outcome. BMI>30 was identified as a significant risk for SAP (OR: 2.8, p=0.048) and mortality (OR: 11.2, p=0.022). CRP levels were significantly higher in obese AP patients (p=0.0001) as well as Ranson’s score (p=0.021). IL-6 and MCP-1 levels were higher in obese patients but did not reach statistical significance. Conclusions: MCP-1 −2518 G allele is a risk factor for severe AP. MCP-1 serum levels, measured early in the course of AP, appear to be an accurate predictor of severity of acute pancreatitis and death. Obesity is an independent risk for severe acute pancreatitis. Admission APACHE-O score is not more accurate than APACHE-II score. Our study results suggest that obesity increases the severity of AP by amplifying the immune response to injury.
12

Ο ρόλος του ενζύμου 11β-υδροξυστεροειδική αφυδρογονάση τύπου 1 (11β-HSD-1) στο λιπώδη ιστό στην εκδήλωση του μεταβολικού συνδρόμου σε ασθενείς με σοβαρή παχυσαρκία / The role of the enzyme 11β-hydroxysteroid dehydrogenase type 1 to the visceral fat in the development of the metabolic syndrome in severe obesity

Μιχαλάκη, Μαρίνα 23 October 2007 (has links)
Η παχυσαρκία και ειδικά η συσσώρευση σπλαχνικού λίπους αποτελεί σημαντικό προδιαθεσικό παράγοντα για την εκδήλωση μεταβολικού συνδρόμου. Οι μηχανισμοί που συνδέουν την κοιλιακή παχυσαρκία με τις μεταβολικές επιπλοκές δεν είναι γνωστοί, αλλά έχουν προταθεί διάφορες υποθέσεις. Μια εξ αυτών, πηγάζει από τις ομοιότητες ανάμεσα στο σύνδρομο Cushing και το μεταβολικό σύνδρομο σε παχύσαρκα άτομα και προτείνει ότι αυξημένη τοπική δράση γλυκοκορτικοειδών στο σπλαχνικό λιπώδη ιστό , λόγω αυξημένης μετατροπής της ανενεργής κορτιζόνης σε ενεργή κορτιζόλη μέσω του ενζύμου 11β- υδροξυστεροιειδική αφυδρογονάση τύπου 1 (11β-HSD-1) οδηγεί στην εκδήλωση του συνδρόμου. Η δική μας υπόθεση είναι η εξής: Μεταβολικό σύνδρομο εκδηλώνουν τα παχύσαρκα άτομα που έχουν αυξημένη έκφραση και δραστικότητα του ενζύμου 11β-HSD-1 στο σπλαχνικό λιπώδη ιστό, ενώ αυτά που δεν έχουν προστατεύονται από την εκδήλωση των μεταβολικών επιπλοκών της παχυσαρκίας. Θα μελετηθούν 40 συνολικά άτομα τα οποία θα χωρισθούν σε 4 ομάδες. 1η Ομάδα: 10 άτομα με φυσιολογικό σωματικό βάρος (ΔΜΣ 18.5-25) χωρίς Μεταβολικό Σύνδρομο 2η Ομάδα: 10 άτομα με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία (ΔΜΣ>40) χωρίς μεταβολικό σύνδρομο 3η Ομάδα: 10 άτομα με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία (ΔΜΣ>40) και μεταβολικό σύνδρομο. Τα κριτήρια του μεταβολικού συνδρόμου θα είναι αυτά που ορίζονται από τον οργανισμό National Cholesterol Education Program`s Adult Treatment Panel III report (NCEP/ ATP) III. Μεταβολικό σύνδρομο υφίσταται εάν πληρούνται 3 ή περισσότερα κριτήρια του πίνακα 1. 4η Ομάδα: 10 άτομα με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία (ΔΜΣ>40), μεταβολικό σύνδρομο και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Στην συνέχεια τα άτομα αυτά θα υποβληθούν σε προγραμματισμένα βαριατρικά χειρουργεία από όπου θα ληφθούν διεγχειρητικά βιοψίες υποδορίου και σπλαχνικού λίπους. Θα γίνει απομόνωση RNA και στη συνέχεια ταυτοποίηση και ποσοτικοποίηση του mRNA του ενζύμου 11β HSD-1 με real time RT-PCR. Επίσης θα μελετηθεί η δραστικότητα του ενζύμου 11β HSD-1. Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα μας είναι περιορισμένα λόγω του ότι η συλλογή του υλικού δεν έχει ολοκληρωθεί, υπολείπονται 4 άτομα από την 3η και 4η ομάδα και δεν έχει γίνει RT-PCR σε όλους τους ασθενείς. Φαίνεται ότι υπάρχει τάση να υπερεκφράζεται το ένζυμο στους παχύσαρκους ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η μελέτη συνεχίζεται και ελπίζουμε ότι με την ολοκλήρωση της να αποδείξουμε την υπόθεση μας. / Obesity and especially visceral fat is a risk factor for the development of the metabolic syndrome. The mechanisms linking obesity and its metabolic complications remain elusive, though several hypotheses have been proposed. One hypothesis emerged from the similarities between syndrome Cushing and the metabolic syndrome. According to this hypothesis, increased action of glucocorticoids in the visceral fat, due to increased conversion of inactive cortisone to active cortisol via the enzyme 11β- hydroxysteroid dehydrogenase type 1 (11β-HSD-1) leads to the development of the metabolic syndrome. Our hypothesis is: Metabolic syndrome is present in the obeses with increased expression and activity of the enzyme 11β-HSD-1 to the visceral fat while those they do not have are protected from the metabolic complications. We study 40 individuals, divided in 4 groups. 1η Group: n ═ 10 with normal body mass index (BMI 18.5-25) without metabolic syndrome 2η Ομάδα: n ═ 10 with severe obesity (BMI >40) without metabolic syndrome 3η Ομάδα: n ═ 10 with severe obesity (BMI >40) with metabolic syndrome. 4η Ομάδα: n ═ 10 with severe obesity (BMI >40) with metabolic syndrome and diabetes type 2. All obese subjects will undergo bariatric surgery and we take biopsies from visceral and subcutaneous fat. We extract RNA and will be identification and qualification of the mRNA of the enzyme 11β HSD-1 with real time RT-PCR. Also we will study the activity of the enzyme 11β HSD-1. At the time present are results are inconclusive because the study is ongoing, however it seems that there is a trend of hyperexpression of the enzyme in the obese individuals with metabolic syndrome and diabetes type 2.
13

Επίδραση της χειρουργικής θεραπείας παχυσαρκίας στο καρδιαγγειακό σύστημα

Μαζαράκης, Ανδρέας 03 May 2010 (has links)
Η αύξηση του σωματικού βάρους και η παχυσαρκία αντιπροσωπεύουν μία ραγδαία αναπτυσσόμενη απειλή για την υγεία του πληθυσμού που επηρεάζει χώρες σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, κατά μείζονα λόγο τις χώρες του αναπτυγμένου κόσμου και λιγότερο τις αναπτυσσόμενες, και αποτελεί μείζονα πηγή ανησυχίας για τους ασθενείς, τους παροχείς υγείας, τα εμπλεκόμενα στο σύστημα υγείας άτομα και τις κατά τόπου ρυθμιστικές υγειονομικές αρχές. Πράγματι πλέον στις ημέρες μας η παχυσαρκία είναι τόσο συχνό πρόβλημα που πιο κλασικές νοσηρές καταστάσεις όπως ο υποσιτισμός και τα λοιμώδη νοσήματα χάνουν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο σαν αιτιολογικοί παράγοντες κακής υγείας. Η μόνη αποδεκτή στρατηγική που θα μπορούσε να είναι αποδοτική, όχι μόνο με υγειονομικούς αλλά και οικονομοτεχνικούς όρους, θα ήταν μία πληθυσμιακή θεραπευτική προσέγγιση, όμως μία τέτοια στρατηγική σήμερα αν όχι ουτοπική, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον θεραπευτική πρόκληση. Συνεπώς σήμερα στηριζόμαστε αποκλειστικά στους θεράποντες ιατρούς, οι οποίοι σε καθημερινή βάση έρχονται σε επαφή με παχύσαρκα άτομα. Η βασική επιθυμία αυτής της ομάδας ατόμων, είναι η απώλεια σωματικού βάρους και η μακροχρόνια διατήρηση αυτής της απώλειας. Έχοντας εξαντλήσει κάθε άλλη προσέγγιση (είτε πρόκειται για απλό διαιτητικό πρόγραμμα, είτε για δίαιτα με διαιτολογική καθοδήγηση, είτε για εμπορικά διαθέσιμα προγράμματα απώλειας βάρους), αποτυγχάνοντας να επιτύχουν σταθερή και μακροπρόθεσμη απώλεια βάρους μία μεγάλη ομάδα νοσηρά παχύσαρκων ατόμων φαίνεται να στρέφονται σήμερα στα χειρουργεία παχυσαρκίας. Φαίνεται πλέον σήμερα ότι η χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι η πιο αποτελεσματική διαθέσιμη θεραπεία για τη νοσογόνο παχυσαρκία, η οποία εξασφαλίζει μακροπρόθεσμη απώλεια σωματικού βάρους και πλήρη ή σχεδόν πλήρη υποχώρηση μίας σειράς συνοσηρών καταστάσεων που σχετίζονται αιτιολογικά με την υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους. Ο σκοπός της μελέτης μας ήταν να δούμε εάν το γαστρικό bypass σχετίζεται με μεταβολές της λειτουργίας της αορτής και της αριστερής κοιλίας, σε νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς 3 και 36 μήνες μετά από το χειρουργείο. Χρησιμοποιήθηκε υπερηχογράφημα καρδιάς για την εκτίμησης 60 νοσηρά παχύσαρκων ασθενών που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση , 20 νοσηρά παχύσαρκων ασθενών που δεν υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση και 40 ατόμων με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας. Όλοι είχαν παρόμοια ηλικία, φύλο και παράγοντες κινδύνου στην επίσκεψη αναφοράς. Μετρήσαμε την αορτική τάνυση, διατασιμότητα, δείκτη ανενδοτότητας, το συντελεστή αορτική πίεσης – τάνυσης καθώς επίσης και υπερηχογραφικούς δείκτες doppler διαστολικής λειτουργίας της αριστερής κοιλίας (το λόγο του κύματος Ε προ; το κύμα Α, το χρόνο ισοογκωτικής χάλασης και το χρόνο επιβράδυνσης). Οι υπερηχογραφικές μετρήσεις που αφορούσαν τόσο την αορτή, όσο και τη διαστολική λειτουργία της αριστερής κοιλίας, ήταν επηρεασμένα στους νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς σε σχέση με την ομάδα ελέγχου με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης τόσο στους 3 όσο και στου 36 μήνες, τόσο η μάζα της αριστερής κοιλίας, όσο και οι δείκτες λειτουργικότητας της αορτής και οι διαστολικοί δείκτες της αριστερής κοιλίας επανήλθαν στο φυσιολογικό(διατασιμότητα αορτής 1.9 προεγχειρητικά, 3,4 στους 3 μήνες και 4,3 στους 36 μήνες, συγκρινόμενο με το 3,36 των ατόμων με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας), φυσιολογικοποίηση ου δεν παρατηρήθηκε στη ομάδα των ασθενών που δεν έχασαν βάρος. Η ελάττωση του δείκτη σωματικής μάζας μετά το χειρουργείο σχετιζόταν σε στατιστικά σημαντικό ποσοστό (p < .01) με την ελάττωση τόσο των δεικτών της αορτικής λειτουργίας όσο και με το χρόνο ισοογκωτικής χάλασης, μετά από ρύθμιση με βάση την ηλικία, το φύλο, τη συνυπάρχουσα αρτηριακή πίεση, τα λιπίδια και τη συγκέντρωση χοληστερόλης. Συμπερασματικά η απώλεια σωματικού Βάρους που επιτυγχάνεται με τα χειρουργεία παχυσαρκίας, ελαττώνει την κοιλιακή υπερτροφία και συνεπώς, βελτιώνει τη λειτουργία της αριστερής κοιλίας σε νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς σε μια περίοδο παρακολούθησης διάρκειας 3 ετών. / Body weight gain and obesity represent a rapidly growing threat for public health that affect countries all over the world, mainly of the developed world and less the developing countries, consisting a major topic of interest, for patients, health provider and persons involved in the health system. Nowadays obesity considered to be so frequent as a problem that other classic clinical entities as malnutrition and infectious diseases lose their main role as reasons for bad hygiene. The only acceptable strategy that could be efficient not only in relation to with health, but also under logistic conditions, would be a therapeutical approach for the entire population. However such a strategy could be characterized at least a therapeutic challenge if not utopic. Having depleted any other approach (either a simple dietary program, commercial weight loss programs or dietician guidance) and failing to achieve stable and long term weight loss, a large group of morbidly obese people seems to prefer surgical solutions. Surgical management of obesity seems to be the most efficient therapeutic approach that ensures complete resolution of comorbidities that are related with body weight gain. The purpose of our study was to observe if gastric bypass is related with aortic and LV functional changes, in morbidly obese patients in 3 and 36 months after surgery. We performed echocardiographic measurements in 60 morbidly obese patients who had gastric bypass, 20 morbidly obese that did not had surgery and 40 persons with normal body mass index. All of them had similar age, sex and risk factors as it was mentioned in the reference visit. We measured aortic tension, distensability and aortic pressure, we conducted Doppler echocardiography for diastolic function of LV , E/A ratio, isovolumic relaxation time and deceleration time. Echocardiographic measurements of the aorta and diastolic function of LV were affected more in morbidly obese patients than the control group with normal blood pressure. During observation time in 3 and 36 months , LV mass, functional measurements of the aorta and diastolic function of LV were normalized. Aortic distensability 1,9 presurgically, 3,4 in 3 months and 4,3 in 36 months, correlated with 3,36 in persons with normal BMI. No relation was observed in the group of patients that did not lose weight. BMI reduction after surgery is correlated statistically significant with improvement of aortic function, as well as , isovolumic relaxation time based on age, sex, hypertension and lipid profile. Conclusively body weight loss achieved with obesity surgery, decreases ventricular hypertrophy and consequently improves LV function in morbidly obese patients in a period of 3 years.
14

Η επίδραση των κυτταροκινών/ορμονών σε λιπώδη ιστό παχύσαρκων και φυσιολογικών παιδιών: In vitro συγκριτική μελέτη

Καρβέλα, Αλεξία 25 January 2012 (has links)
Εισαγωγή: Η παιδική παχυσαρκία αποτελεί μία επιδημία του σύγχρονου δυτικού κόσμου και ορίζεται λειτουργικά ως η υπέρμετρη αύξηση του λιπώδους ιστού. Η παχυσαρκία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη μίας πληθώρας συνοσηροτήτων όπως την αντίσταση στην ινσουλίνη, το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καρδιοαγγειακά νοσήματα και μεταβολικό σύνδρομο. Ο λιπώδης ιστός είναι ένα παρακρινές και ενδοκρινές όργανο, το οποίο μέσω της έκκρισης κυτταροκινών και φλεγμονογόνων παραγόντων έχει την ικανότητα να ρυθμίσει το ενεργειακό ισοζύγιο του οργανισμού. Η αντιπονεκτίνη μία από τις πιο σημαντικές κυτταροκίνες του λιπώδους ιστού, μέσω των υποδοχέων της AdipoR1 και AdipoR2, ενεργοποιεί την ινσουλινοεπαγώμενη πρόσληψη της γλυκόζης από το λιποκύτταρο, ενώ έχει αντι-φλεγμονώδης και αντι-αθηρωματική δράση σε άλλους ιστούς του οργανισμού. Ο PPAR-γ, ανήκει στην υπερ-οικογένεια των πυρηνικών υποδοχέων PPARs (peroxisome proliferative-activated receptors) και είναι ένας μεταγραφικός παράγοντας, ο οποίος σε ανταπόκριση στα κυκλοφορούντα ελεύθερα λιπαρά οξέα, ενεργοποιεί τη διαφοροποίηση των προλιποκυττάρων σε ώριμα λιποκύτταρα μικρού μεγέθους με πολλά λιποσταγονίδια. Το PPAR-γ μέσω της ενεργοποίησης του από τους ενδογενείς υποκαταστάτες του, τις θειαζολιδινεδιόνες, επάγει την ινσουλινοευαισθησία και αυξάνει την έκφραση της αντιπονεκτίνης. Τα ενδοκανναβινοειδή, μέσω των υποδοχέων τους CB1 και CB2, ρυθμίζουν την όρεξη στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ενώ μπορούν να ενεργοποιήσουν περιφερικά τη λιπογένεση και να μειώσουν τη γονιδιακή έκφραση της αντιπονεκτίνης. Τα ενδοκανναβινοειδή βρίσκονται υπερενεργοποιημένα σε ενήλικες παχύσαρκους, ενώ τα επίπεδα της αντιπονεκτίνης μειώνονται σημαντικά. Σκοπός: Να μελετηθούν τα επίπεδα έκφρασης του AdipoR1, του PPAR-γ, του CB1 και των ενζύμων των ενδοκανναβινοειδών FAAH και DAGL-α, σε λεπτόσωμα και παχύσαρκα προεφηβικά παιδιά και να συσχετιστούν με τα κυκλοφορούντα επίπεδα της αντιπονεκτίνης και της ινσουλίνης. Μεθοδολογία: Για το σκοπό αυτό αναπτύχθηκαν πρωτογενείς καλλιέργειες προλιποκυττάρων και ώριμων λιποκυττάρων από βιοψίες κοιλιακού υποδόριου λιπώδους ιστού 17 παχύσαρκων (BMI>95%) και 36 λεπτόσωμων (BMI<85%) προεφηβικών παιδιών. Τα παιδιά χωρίστηκαν σε δύο ηλικιακές ομάδες, ομάδα Α: 2μηνών-7 ετών και ομάδα Β: 9-12 ετών. Η γονιδιακή και πρωτεϊνική έκφραση του AdipoR1, PPAR-γ και CB1 μελετήθηκαν με τη μέθοδο RT-PCR και Western Immunoblotting. Επίσης, η γονιδιακή έκφραση των ενζύμων των ενδοκανναβινοειδών FAAH και DAGL-α, μελετήθηκαν με Real-Time PCR. Τα κυκλοφορούντα επίπεδα της ολικής και HMW αντιπονεκτίνης όπως και της ινσουλίνης μετρήθηκαν με ELISA, ενώ υπολογίστηκε ο δείκτης ινσουλινοαντίστασης HOMA-IR και μετρήθηκε η περίμετρος κοιλίας σε κάθε παιδί. Αποτελέσματα: Η πρωτεϊνική έκφραση του AdipoR1 βρέθηκε μειωμένη στα προλιποκύτταρα και ώριμα λιποκύτταρα των μικρότερων παχύσαρκων παιδιών της ομάδας Α, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα λεπτόσωμά τους. To PPAR-γ βρέθηκε αυξημένο στα ώριμα λιποκύτταρα των λεπτόσωμων και παχύσαρκων παιδιών, σε σύγκριση με τα προλιποκύτταρά τους, ενώ ήταν και σημαντικά αυξημένο στα ώριμα λιποκύτταρα των μικρότερων παχύσαρκων παιδιών, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα λεπτόσωμά τους. Ο υποδοχέας των ενδοκανναβινοειδών, CB1, ήταν σημαντικά μειωμένος στα ώριμα λιποκύτταρα των παχύσαρκων παιδιών και των δύο ηλικιακών ομάδων, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα λεπτόσωμά τους, ενώ παρουσίασε μία σημαντική αύξηση με την ηλικία. Επιπρόσθετα, το ένζυμο αποδόμησης FAAH (για την ανανδαμίδη) μειώθηκε με την ηλικία στα μεγαλύτερα λεπτόσωμα παιδιά της ομάδας Β, ενώ στα μεγαλύτερα παχύσαρκα παιδιά ήταν αυξημένο σε σύγκριση με τα αντίστοιχα λεπτόσωμά τους. Το ένζυμο βιοσύνθεσης DAGL-α (για το 2-AG) βρέθηκε αυξημένο στα μεγαλύτερα λεπτόσωμα και παχύσαρκα παιδιά της ομάδας Β σε σύγκριση με τα λεπτόσωμα και παχύσαρκα παιδιά της ομάδας Α. Η ινσουλίνη και το HOMA-IR ήταν σημαντικά αυξημένα στα μεγαλύτερα παιδιά, λεπτόσωμα και παχύσαρκα, σε σύγκριση με τα μικρότερα παιδιά. Η HMW αντιπονεκτίνη βρέθηκε μειωμένη στα λεπτόσωμα και παχύσαρκα παιδιά της ομάδας Β σε σύγκριση με τα αντίστοιχα παιδιά της ομάδας Α, ενώ ήταν σημαντικά αυξημένη στα μικρότερα παχύσαρκα παιδιά σε σύγκριση με τα αντίστοιχα λεπτόσωμά τους. Η περίμετρος κοιλίας ήταν σημαντικά αυξημένη στα μεγαλύτερα παχύσαρκα αγόρια σε σύγκριση με τα αντίστοιχα λεπτόσωμά τους. Συμπεράσματα: Η μειωμένη έκφραση του CB1 και η αυξημένη έκφραση του PPAR-γ στα μικρότερα παχύσαρκα προεφηβικά παιδιά της ομάδας Α, σε συνάφεια με τα αυξημένα επίπεδα της HMW αντιπονεκτίνης, πιθανόν να αντικατοπτρίζουν έναν προστατευτικό μηχανισμό ελεγχόμενης λιπογένεσης και διατήρησης της ινσουλινοευαισθησίας στα παιδιά αυτά που ήδη παρουσιάζουν μειωμένα επίπεδα έκφρασης του υποδοχέα της αντιπονεκτίνης, AdipoR1. Επιπλέον, τα μειωμένα επίπεδα της HMW αντιπονεκτίνης και τα αυξημένα επίπεδα της ινσουλίνης στα μεγαλύτερα παιδιά πιθανόν απεικονίζει την προετοιμασία των παιδιών αυτών για την «φυσιολογική» ινσουλινοαντίσταση της εφηβείας. Η αύξηση των ενζύμων FAAH και DAGL-α στα μεγαλύτερα παχύσαρκα παιδιά της ομάδας Β, μπορεί έμμεσα να μας δείχνει ότι τα επίπεδα της ανανδαμίδης στα παιδιά αυτά είναι μειωμένα, ενώ τα επίπεδα του ενδοκανναβινοειδούς 2-AG αυξάνονται, θέτοντας πιθανόν τα παχύσαρκα παιδιά σε μεγαλύτερο κίνδυνο για λιπογένεση. Η μειωμένη έκφραση του CB1 στα μεγαλύτερα παχύσαρκα παιδιά όμως, μπορεί να απεικονίζει είτε την προσπάθεια του οργανισμού να περιορίσει την λιπογένεση στα παιδιά αυτά, που ήδη βρίσκονται σε κίνδυνο λόγω της παχυσαρκίας τους, είτε αντικατοπτρίζει τη μειωμένη ικανότητα του υποδόριου λιπώδους ιστού να αποθηκεύσει λίπος αυξάνοντας τον κίνδυνο εναπόθεσης λίπους ενδοκοιλιακά, το οποίο μπορεί να διαταράξει την ενεργειακή ισορροπία του οργανισμού τους προκαλώντας διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη. / Introduction: Childhood obesity is the new epidemic of the western world and reflects the excessive storage of body fat. Obesity is a risk factor for the development of metabolic comordities like insulin resistance, diabetes mellitus type 2, cardiovascular diseases and metabolic syndrome. Adipose tissue is an endocrine and paracrine organ, which through the secretion of adipokines and pro-inflammatory molecules it can regulate the body’s energy homeostasis. Adiponectin is one of the most important secreted adipokines of adipose tissue and through its AdipoR1 and AdipoR2 it can activate the insulin-dependent glucose uptake of adipocytes. In addition, adiponectin has anti-inflammatory and anti-atherogenic action in other peripheral tissues of the body. PPAR-γ belongs to the family of nuclear receptors PPARs (peroxisome proliferative-activated receptors) and it is a transcription factor, which responds to circulating Free Fatty Acids activating the preadipocyte differentiation into small multilocular mature adipocytes. PPAR-γ through its activation from its endogenous ligands, the thiazolidenidions, can regulate the body’s insulin sensitivity and can increase the transcription of adiponectin. The endocannabinoids, through their receptors CB1 and CB2, can regulate food intake via their central nervous system action, they activate lipogenesis in the periphery and reduce the gene expression of adiponectin. The endocannabinoids are found to be upregulated in adult obesity, whereas adiponectin levels are decreased. Aim: To study the expression of AdipoR1, PPAR-γ, CB1 and the endocannabinoid enzymes FAAH and DAGL-α, in prepubertal lean and obese children in relation to their adiponectin and insulin levels in their blood serum. Materials & Methods: Primary cultures of preadipocytes and mature adipocytes were developed from surgical biopsies of abdominal subcutaneous adipose tissue of 17 obese (BMI>95%) and 36 lean (BMI<85%) prepubertal children. The gene and protein expression of AdipoR1, PPAR-γ and CB1 were investigated by RT-PCR and western immunoblotting. The gene expression of the endocannabinoid enzymes FAAH and DAGL-α were studied by Real-Time PCR. Total and HMW adiponectin together with insulin were measured in blood serum by ELISA, whereas the insulin resistance index HOMA-IR was estimated and waist circumference was measured in every child. Results: The protein expression of AdipoR1 was significantly decreased in the preadipocytes and the mature adipocytes of the younger obese prepubertal children of group A when compared to their respective lean. PPAR-γ was increased in the mature adipocytes of all the children in comparison to their respective preadipocytes, whereas it was significantly increased in the mature adipocytes of the younger obese children compared to their respective lean. The endocannabinoid receptor, CB1, was significantly decreased in the mature adipocytes of the obese children in both age groups, when compared to their respective lean, whereas it increased with age in the older lean children. Furthermore, the degradation enzyme FAAH (for anandamide) decreased significantly with age in the older lean prepubertal children of group B, in comparison to the younger lean and it was significantly increased in the older obese children in comparison to their respective lean. The biosynthetic enzyme DAGL-α (for 2-AG) was found significantly increased in the older lean and obese prepubertal children of group B when compared to the younger children of group A. Insulin and the HOMA-IR were significantly increased in the older children, both lean and obese in comparison to their respective younger children. HMW adiponectin was decreased in the older prepubertal children of group B in comparison to group A, whereas it was significantly increased in the younger obese children of group A when compared to their respective lea. Waist circumference was significantly increased in the older obese boys when compared with their respective lean. Conclusions: The decreased expression of CB1 together with the increased expression of PPAR-γ and the increased levels of HMW adiponectin in the younger obese prepubertal children of group A, possibly reflects their body’s attempt to further limit their pathologic lipogenesis and to maintain normal insulin sensitivity in these obese children, who already have decreased AdipoR1 expression. In addition, the decreased HMW adiponectin levels and the increased insulin in the older children could be indicative of their “physiological” insulin resistance during puberty. The increased expression of the enzymes FAAH and DAGL-α in the older obese prepubertal children of group B, may indirectly demonstrate that anandamide is decreased and 2-AG is increased in these children, possibly pre-empting them for increased lipogenesis. The decreased expression of CB1 in the older obese children may also indicate either the body’s attempt to further limit lipogenesis since they are already at risk due to their obesity or it reflects their decreased ability of storing fat in their subcutaneous adipose tissue, increasing the risk of visceral fat disposition that can disrupt their energy homeostasis and could possibly lead to the development of glucose intolerance.
15

Έρευνα για τα αδυνατιστικά σκευάσματα της ελληνικής αγοράς. Αποτελεσματικότητα και ικανοποίηση των καταναλωτών από την χρήση τους / Survey about weight loss supplements in Greece. Efficiency and costumers' satisfaction

Ασημακόπουλος, Κωνσταντίνος 08 May 2012 (has links)
Η παχυσαρκία, είναι μια σύγχρονη νόσος της ανθρωπότητας που χαρακτηρίζεται από περίσσεια σωματικού λίπους και συνδέεται άμεσα με πολλές ασθένειες με αυξημένο ιατρικό και κοινωνικό κόστος. Στην μάχη για την αντιμετώπιση της, πέραν της πληθώρας διαιτών, των προγραμμάτων εκγύμνασης και των χειρουργικών επεμβάσεων, έρχονται να προστεθούν και τα αδυνατιστικά σκευάσματα. Η αγορά των αδυνατιστικών σκευασμάτων, μια αγορά με έντονο ανταγωνισμό που απευθύνεται σε ένα μεγάλο μερίδιο της αγοράς, παρέχει σήμερα μία τεράστια γκάμα προϊόντων που τις περισσότερες φορές υπόσχονται απώλεια κιλών με ελάχιστη προσπάθεια. Η αποτελεσματικότητα τους όμως, καθώς και η ασφάλεια τους δεν υπόκεινται σε αυστηρούς ελέγχους όμοιους με των φαρμάκων με αποτέλεσμα να υπάρχει σύγχυση, φόβος και ανασφάλεια για την χρήση των προϊόντων αυτών. Η συγκεκριμένη έρευνα έγινε με σκοπό να αποκαλύψει την αποτελεσματικότητα και την ικανοποίηση που προσφέρουν στους χρήστες τους τα αδυνατιστικά σκευάσματα που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, καθώς και τους τρόπους πληροφόρησης αυτών για τα σκευάσματα. Από την έρευνα προκύπτουν επιπλέον πληροφορίες όσον αφορά στο καταναλωτικό προφίλ των χρηστών και τις αξίες τους και προτεραιότητες στην ζωή τους. Τα σκευάσματα στα οποία αφορά η έρευνα είναι τα μη συνταγογραφούμενα αδυνατιστικά χάπια, εκχυλίσματα, καθώς και υποκατάστατα γευμάτων. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά τους θερινούς μήνες του έτους 2011 με τυχαία δειγματοληψία 100 ερωτηθέντων. / Obesity, a disease of modern humanity, is characterized by excess body fat and is directly linked to many diseases with increased medical and social costs. At the battle to tackle obesity, in addition to the many diets, fitness programs and surgical procedures, slimming products are added such as pills, herbs and.meal substitutes. The market of slimming products, a market with intense competition addressed to a large market share, currently provides a huge range of products promising weight loss with minimal effort. Their effectiveness, however, and their safety are not subject to strict controls similar to those of drug leading in that way to confusion, fear and insecurity for the use of these products. This research was designed to reveal the effectiveness and satisfaction that slimming products offer to their users in the Greek market, as also to reveal how consumers get informed about this products. The investigation, also provides additional information regarding the general profile and their values and priorities in life. The products examined in this research, is non-prescription herbal slimming pills, herbal extracts and meal substitutes. The survey was conducted during the summer months of 2011 on a random sampling of 100 respondents.
16

Μοριακή ανάλυση μικροοργανισμών σε κοπρανώδη δείγματα από παχύσαρκους και νορμοβαρείς και η συσχέτισή τους με διατροφικούς δείκτες

Χατζηπέρη, Χριστίνα 12 April 2013 (has links)
Η ανθρώπινη εντερική χλωρίδα είναι ένα «ουσιώδες» όργανο, το οποίο συμβάλλει στη θρέψη, την ανοσία, την ανάπτυξη των εντερικών επιθηλιακών κυττάρων του ξενιστή, αλλά και συμμετέχει σε διάφορα μεταβολικά μονοπάτια αυτού. Επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, όπως η ηλικία, ο γονότυπος του ξενιστή, το περιβάλλον, το στρες, η δίαιτα, καθώς και η πρόσληψη προβιοτικών, πρεβιοτικών, αντιβιοτικών. Η ανθρώπινη εντερική χλωρίδα αποτελείται κυρίως από δύο φύλα βακτηρίων: τα Bacteroidetes και τα Firmicutes. Τα τελευταία χρόνια πολλοί ερευνητές έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στη μελέτη της σχέσης που έχει η παχυσαρκία με την εντερική χλωρίδα. Τα αποτελέσματα είναι αντικρουόμενα. Συγκεκριμένα, έχει αποδειχθεί ότι σε παχύσαρκα άτομα υπάρχει χαμηλότερο ποσοστό Bacteroidetes και μεγαλύτερο Firmicutes, σε σχέση με άτομα φυσιολογικού βάρους. Στη συγκεκριμένη μελέτη ερευνήθηκε η επιρροή της παχυσαρκίας, της απώλειας βάρους, της διατροφής και της μεσογειακής δίαιτας στη σύσταση της εντερικής χλωρίδας. Η πειραματική πορεία που ακολουθήθηκε είναι η εξής: απομόνωση DNA, ηλεκτροφόρηση, φωτομέτρηση και Real Time – PCR. Η παχυσαρκία και ο αυξημένος Δείκτης Μάζας Σώματος σχετίστηκε, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό, με μειωμένα ποσοστά Bacteroides και Bifidobacterium στα κόπρανα. Ακόμα, η απώλεια βάρους σχετίστηκε με μειωμένη ποσότητα Lactobacillus. Η υιοθέτηση της Μεσογειακής Διατροφής δε φάνηκε να σχετίζεται με διαφορές στην εντερική χλωρίδα σε στατιστικά σημαντικό βαθμό. Ενώ, όσον αφορά τη διατροφική πρόσληψη, βρέθηκε η κατανάλωση φρέσκων φρούτων, μοσχαριού και αναψυκτικών να σχετίζεται αρνητικά με την ποσότητα Clostridium. Η κατανάλωση οσπρίων σχετίστηκε θετικά με την ποσότητα Bacteroides, ενώ την ποσότητα των Bifidobacterium φάνηκε να επηρεάζει αρνητικά η κατανάλωση φρέσκων φρούτων και θετικά η κατανάλωση λαχανικών. / Gut flora is an «essential» part of human life that contributes positive to nutrition, to immunity and to the growth of the epithelial gut cells of the host. Moreover, it sprigthfully participates at host’s different metabolic paths. Gut flora is affected by various factors, such as the age, host’s genotype, environment, stress, diet and intake of probiotics, prebiotics or antibiotics. The gut flora of human consists of two main bacterial genders: The Bacteroidetes and the Firmicutes. Last years, many scientists have focused their interest on researches which deal with the correlation between the obesity and the gut flora. But, there are conflicting results on these researches. In particular, it is proved that the humans who suffer from obesity have smaller percentage of Bacteroidetes and bigger percentage of Firmicutes concerning with humans with normal weight. This research tries to correlate the obesity, the weight loss, the nutrition and the Mediterranean diet with the gut flora. The research has the next experimental development: DNA isolation, electrophoresis, photometry and Real Time – PCR. Obesity and increased Body Mass Index were related, in significant level, with reductions in Bacteroides and Bifidobacterium percentage in feces. Additionally, weight loss was related with decreased Lactobacillus percentage in feces. Adherence to Mediterranean Diet was not related with significant changes in gut microbiota. The consuming of fresh fruits, beef and soft drinks was, in significant level, related negatively with Clostridium levels in feces. The consuming of legumes was related positively with Bacteroides levels and, finally, Bifidobacterium levels in feces were affected negatively by fresh fruits consuming and positively by salads consuming.
17

Συγκριτική μελέτη των αποτελεσμάτων της μερικής γαστρικής παράκαμψης κατά Roux en Y (RYGBP) σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ανοικτή ή λαπαροσκοπική επέμβαση

Παναγιωτόπουλος, Σπυρίδων 09 January 2014 (has links)
Η γαστρική παράκαμψη κατά Roux en Y αποτελεί την πλέον δημοφιλή επέμβαση αντιμετώπισης της νοσογόνου παχυσαρκίας. Στη σύγχρονη εποχή, πάνω από τις μισές επεμβάσεις γαστρικής παράκαμψης διενεργούνται λαπαροσκοπικά. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η σύγκριση μεταξύ της ανοικτής και της λαπαροσκοπικής τεχνικής, σε χρονικό ορίζοντα παρακολούθησης 5 ετών από την επέμβαση. Μέθοδος: Οι πρώτοι 60 ασθενείς, που υποβλήθηκαν σε ανοικτή γαστρική παράκαμψη και οι αντίστοιχοι 60 ασθενείς, που υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική επέμβαση, μελετήθηκαν για 5 χρόνια μετεγχειρητικά. Οι παράμετροι, που καταγράφηκαν περιελάμβαναν την απώλεια βάρους και τη διατήρηση αυτής, τη βελτίωση ή πλήρη ίαση των συνοδών της παχυσαρκίας νόσων, τις πρώιμες και όψιμες μετεγχειρητικές επιπλοκές, τη διάρκεια επέμβασης και το χρόνο νοσηλείας των ασθενών. Αποτελέσματα: Όλοι οι ασθενείς παρουσίασαν απώλεια βάρους, χωρίς να παρατηρούνται στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων, που διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια του follow-up. Μικρή επανάκτηση του απολεσθέντος βάρους παρατηρήθηκε μετά τον 3ο χρόνο μετεγχειρητικά. Η ίαση ή βελτίωση των συνοδών νοσημάτων δεν παρουσίασε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. Ισοδύναμες παρουσιάζονται και οι δύο τεχνικές, όσον αφορά στην εμφάνιση μετεγχειρητικών επιπλοκών. Η διάρκεια της λαπαροσκοπικής επέμβασης παρουσιάζεται μεγαλύτερη, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί βάσει της καμπύλης εκμάθησης. Η διάρκεια νοσηλείας δεν παρουσιάζει διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. Συμπεράσματα: Η λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη, συγκρινόμενη με την ανοικτή επέμβαση, αποτελεί μία εξίσου ασφαλή και αποτελεσματική τεχνική για την αντιμετώπιση της κλινικά σοβαρής παχυσαρκίας. / Roux en Y gastric bypass (RYGBP) is the most popular operation between patients, undergoing bariatric operation. In modern times, over half of the gastric bypass operations are performed by the laparoscopic way. The aim of the present study is the comparison between open and laparoscopic technique, in a follow-up period of 5 years post surgically.`Methods: The first 60 patients, who underwent open gastric bypass and the respective 60 patients, who underwent the laparoscopic approach, were studied for 5 years post surgically. The parameters recorded, included the excess weight loss and the following maintenance of the loss, the improvement or healing of the obesity related comorbidities, early and late complications, the duration of the operation and the duration of the patients’ hospitalization. Results: All patients exhibited excess weight loss, without statistically significant differences between the two groups, which maintained throughout the follow-up period. A small proportion of regaining the lost weight was observed after the 3rd year post surgically. Healing or improvement of the obesity related comorbidities didn’t appear statistically significant difference between the two groups. There were no differences between the two groups regarding the post surgically complications. The duration of the laparoscopic approach was longer, which can be attributed to the learning curve. The duration of the patients’ hospitalization didn’t differ between the two groups. Conclusion: Laparoscopic gastric bypass, compared to the open procedure, is an equally safe and effective technique for the confrontation of clinically severe obesity.
18

Δομικός και λειτουργικός χαρακτηρισμός της HDL σε ασθενείς με υπερνοσογόνο παχυσαρκία που υποβάλλονται σε χολοπαγκρεατική εκτροπή με γαστρική παράκαμψη κατά Roux en Y

Ζβίντζου, Ευαγγελία 27 May 2014 (has links)
Η παχυσαρκία και οι σχετιζόμενες με αυτήν παθολογικές καταστάσεις συνιστούν μία από τις κυριότερες αιτίες θανάτου παγκοσμίως, με τα επίπεδά της να αυξάνονται σε ανησυχητικό βαθμό. Επιδημιολογικές έρευνες σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο έδειξαν ευθεία συσχέτιση μεταξύ παχυσαρκίας και χαμηλών επιπέδων HDL χοληστερόλης πλάσματος, ενώ μελέτες σε πειραματικά μοντέλα ποντικών αποδεικνύουν πως η συσχέτιση αυτή είναι αιτιολογική. Η HDL είναι ένα μίγμα λιποπρωτεϊνικών σωματιδίων που, ανάλογα με τη σύστασή τους σε λιπίδια, μπορούν να είναι δισκοειδή ή σφαιρικά. Η σημαντικότερη αθηροπροστατευτική δράση της HDL οφείλεται στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη λιποπρωτεΐνη συλλέγει την περίσσεια χοληστερόλης από τους περιφερικούς ιστούς και τη μεταφέρει στο ήπαρ, όπου καταβολίζεται, μια διαδικασία γνωστή και ως ανάστροφη μεταφορά χοληστερόλης. Κύρια πρωτεΐνη της HDL είναι η απολιποπρωτεΐνη Α-Ι (apoA-I), η οποία αλληλεπιδρώντας με τον μεταφορέα λιπιδίων ABCA1 προάγει την de novo σύνθεση δισκοειδών HDL σωματιδίων, τα οποία μετατρέπονται σε σφαιρικά με τη δράση του ενζύμου LCAT. Μία πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι οι απολιποπρωτεΐνες E (apoE) και CIII (apoCIII) είναι ικανές να προάγουν την de novo βιογένεση HDL σωματιδίων ανεξάρτητα από την apoA-I. Η παρατήρηση αυτή ενίσχυσε την ιδέα ότι ο πληθυσμός της HDL είναι ένας συνδυασμός διαφορετικών σωματιδίων που έχουν διακριτή απολιποπρωτεϊνική σύνθεση. Επιπλέον, μεταβολές στις αναλογίες των απολιποπρωτεϊνών της HDL φαίνεται να καθορίζουν την κατανομή και τη λειτουργικότητα των υποπληθυσμών της. Στην παρούσα μελέτη στόχος ήταν ο δομικός και λειτουργικός χαρακτηρισμός της HDL σε ασθενείς με υπερνοσογόνο παχυσαρκία που υποβλήθηκαν σε χολοπαγκρεατική εκτροπή με γαστρική παράκαμψη κατά Roux en Y. Μελετήθηκαν 20 ασθενείς με υπερνοσογόνο παχυσαρκία, πριν και μετά την χειρουργική επέμβαση, και 7 υγιή άτομα ελέγχου. Απομονώθηκε πλάσμα από την ομάδα ελέγχου και από τους 20 ασθενείς πριν την επέμβαση καθώς και έξι μήνες μετά. Ακολούθησε κλασματοποίηση λιποπρωτεινών του πλάσματος με υπερφυγοκέντρηση σε βαθμίδωση πυκνότητας KBr και ανάλυση των κλασμάτων με Western Blot για ανίχνευση και ποσοτικοποίηση των επιπέδων των απολιποπρωτεινών apoA-I, apoE και apoCIII. Ακολούθησαν περαιτέρω βιοχημικές αναλύσεις των κλασμάτων, δομικές αναλύσεις με μη αποδιατακτική ηλεκτροφόρηση δύο διαστάσεων (2D-PAGE) και ηλεκτρονική μικροσκοπία, προκειμένου να υπάρξει μία πιο ξεκάθαρη εικόνα για τα σωματίδια που απαρτίζουν την HDL ενώ μετρήθηκε και η αντιοξειδωτική ικανότητα της HDL και στις τρεις ομάδες. Τέλος, μετρήθηκε η δραστικότητα του ενζύμου LCAT και συσχετίστηκε με την ηπατική εναπόθεση τριγλυκεριδίων των ασθενών. Η σειρά αναλύσεων των λιποπρωτεϊνικών κλασμάτων με Western Blot έδειξε ότι, έξι μήνες μετά την επέμβαση, υπάρχει μείωση των απολιποπρωτεϊνών A-I, E και CIII των ασθενών. Τα αποτελέσματα από την δισδιάστατη ηλεκτροφόρηση και την ηλεκτρονική μικροσκοπία αποδεικνύουν την ύπαρξη διαφορετικών σωματιδίων της HDL με διακριτή απολιποπρωτεϊνική σύνθεση, ενώ η μέτρηση του αντιοξειδωτικού δυναμικού της HDL φανερώνει τη ύπαρξη πιο λειτουργικής HDL μετά την επέμβαση. Η αυξημένη δραστικότητα της LCAT στους ασθενείς σε σχέση με την ομάδα ελέγχου και η μείωσή της μετά την επέμβαση υποδηλώνει ένα πιθανό αντιρροπιστικό μηχανισμό για την αναστολη της συσσώρευσης δισκοειδούς HDL. Έτσι προάγεται ο σχηματισμός περισσότερης ώριμης σφαιρικής HDL, ενώ αποτρέπεται και η εναπόθεση ηπατικών τριγλυκεριδίων που παρατηρείται στο ήπαρ των ασθενών αυτών. Η παρατήρηση ότι η δομή και η λειτουργικότητα της HDL βελτιώνονται στους ασθενείς έξι μήνες μετά την επέμβαση, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβάλλονται οι ασθενείς επιδρά θετικά στην ποιότητα της HDL. / Obesity and its related pathologies are one of the leading causes of death worldwide, with levels increasing to an alarming extent. Epidemiological studies in patients with metabolic syndrome showed a direct correlation between obesity and low levels plasma of HDL cholesterol and experimental studies in mice show that this correlation is causative. HDL is a mixture of lipoprotein particles, which, depending on their composition in lipids, may be discoidal or spherical. The most important atheroprotective action of HDL is due to the fact that this lipoprotein collects excess cholesterol from peripheral tissues and transports it to the liver where it is catabolized. The main protein of the HDL is apolipoprotein A-I (apoA-I), which interacts with the lipid carrier ABCA1 and promotes de novo synthesis of discoidal HDL particles, which are converted to spherical with the LCAT enzyme. A recent study showed that apolipoprotein E (apoE) and CIII (apoCIII) areable to promote de novo biogenesis of HDL particles regardless of apoA-I. This observation supported the idea that the population of HDL is a combination of different particles with distinct apolipoprotein composition. Moreover, changes in the apolipoprotein ratiosof HDL appear to determine the distribution and function of its subpopulations. Although HDL cholesterol (HDL-C) has been traditionally associated to atheroprotection, recently it became clear that HDL particle functionality is also a key in reducing cardiovascular mortality. To this date the effects of obesity on HDL structure and functionality remain unclear. In this study, the objective was the structural and functional characterization of HDL frommorbidly obese patients undergoing biliopancreatic diversion by Roux en Y before and six months after the operation, and in lean control subjects. We studied 20 morbidly obese patients before and after surgery, and 7 control healthy individuals. Plasma was isolated from the control group and 20 patients before surgery and six months. Plasma was fractionated by KBr density gradient ultracentrifugation and lipoprotein fractions were isolated and analyzed, by Western Blot, for detection and quantification of the levels of apolipoproteins apoA-I, apoE and apoCIII. Further biochemical analysis of fractions, structural analysis with non denaturing two-dimensional electrophoresis (2D-PAGE) and electron microscopy, in order to have a more clear picture of the particles that compose HDL. In order to determine whether or how the efficiency of HDL is affected by the operation, we performed an assay measuring the antioxidant capacity of HDL in all three groups. Finally, the activity of the LCAT enzyme was measured and was correlated with the triglyceride deposition observed in the liver of these patients. The sequence analyzes of lipoprotein fractions by Western Blot showed that six months after surgery, there was a decrease in the levels of apolipoproteins AI, E and CIII. The results from the two-dimensional electrophoresis and electron microscopy showed the existence of different particles with distinct HDL apolipoprotein composition while the increased antioxidant potential of HDL indicates the existence of a more functional HDL after surgery. The increased activity of LCAT in patients plasma compared with the control group and its reduction after surgery, suggests that perhaps there may be a saving grace that tries to overcome the accumulation of discoidal HDL and promotes the formation of more mature, spherical HDL, so as to prevent the triglyceride deposition observed in the liver of these patients. The observation that the structure and function of HDL improved six months after surgery, leads to the conclusion that the surgery undergone by patients has a positive effect on the quality of HDL.
19

Ο ρόλος της παχυσαρκίας στην ανοσολογική απάντηση ασθενών με σύνδρομο σήψης / The role of obesity in the immune response during sepsis

Κολυβά, Αναστασία 01 April 2015 (has links)
Η σήψη αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αιτίες νοσηλείας και θνησιμότητας στον ανεπτυγμένο κόσμο, όπου σχεδόν τα δύο - τρίτα του πληθυσμού υποφέρουν από παχυσαρκία. Σαν αποτέλεσμα, η συνύπαρξη των δύο αυτών καταστάσεων έχει γίνει όλο και συχνότερη στην κλινική πράξη και ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός κλινικών μελετών προσπαθεί να προσεγγίσει την πιθανή επίδραση της παχυσαρκίας στην νοσηρότητα και θνησιμότητα των ασθενών με σήψη, με έως τώρα αντιφατικά αποτελέσματα. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο η παχυσαρκία επηρεάζει την ανοσιακή απάντηση των σηπτικών ασθενών, εκτιμώντας τον αριθμό και την κατάσταση ενεργοποίησης των μακροφάγων του λιπώδους ιστού, τα επίπεδα του TNFα στον ορό και στον λιπώδη ιστό και δείκτες οξειδωτικού stress στο πλάσμα. Ασθενείς και Μέθοδοι: Μελετήθηκαν 106 ασθενείς, οι οποίοι χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες (Ελέγχου n=26, Παχυσαρκίας n=27, Σήψης n=27, Σήψης & Παχυσαρκίας n=26). Ο αριθμός των μακροφάγων στο υποδόριο και ενδοκοιλιακό λίπος και οι υπότυποί τους (M1 και M2) αναγνωρίστηκαν με ανοσοϊστοχημική τεχνική υπό μικροσκόπηση. Τα επίπεδα του TNFα mRNA στο υποδόριο και ενδοκοιλιακό λίπος μετρήθηκαν με real-time reverse transcription-PCR. Στον ορό τα επίπεδα του TNFα μετρήθηκαν με sandwich enzyme-linked immunosorbent assay (ELISA). Το οξειδωτικό stress στο πλάσμα εκτιμήθηκε χρησιμοποιώντας επιλεγμένους βιοδείκτες [TBARS (thiobarbituric acid-reactive substances), Πρωτεϊνικά Καρβονύλια, TAC (total antioxidant capacity)]. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε ότι η σήψη αυξάνει τον ολικό αριθμό και τον Μ2 υπότυπο των μακροφάγων στο ενδοκοιλιακό λίπος, ενώ η παχυσαρκία δεν φάνηκε να επηρεάζει τη συγκέντρωση των μακροφάγων στο λίπος. Η παχυσαρκία βρέθηκε ότι αυξάνει τα επίπεδα του TNFα mRNA (P<0.05) στο ενδοκοιλιακό λίπος καθώς επίσης και τα επίπεδα των TBARS (P<0.001) και Πρωτεϊνικών Καρβονυλίων (P<0.001) στο πλάσμα των σηπτικών ασθενών. Τα επίπεδα της TAC στο πλάσμα βρέθηκε ότι μειώνονται και τα επίπεδα TNFα στον ορό ότι αυξάνονται με τη σήψη, ενώ δεν επηρεάζονταν από την παχυσαρκία. Συμπεράσματα: Η παχυσαρκία σχετίζεται με αυξημένη παραγωγή TNFα στον λιπώδη ιστό και αύξηση του οξειδωτικού stress, προάγοντας την προ-φλεγμονώδη απάντηση στους σηπτικούς ασθενείς. / Sepsis is one of the most important causes of mortality in the developed world, where almost two thirds of the population suffer from obesity. Therefore, the coexistence of both conditions has become frequent in clinical practice and a growing number of clinical studies attempts to examine the potential effect of obesity on sepsis with controversial results up to now. The present study investigates how obesity influences the immune response of septic patients, by assessing the number and activation state of adipose tissue macrophages, serum and adipose tissue tumor necrosis factor-alpha (TNFα) levels and plasma oxidative stress markers. Subjects/methods: The study included 106 patients, divided into four groups (control n = 26, obesity n = 27, sepsis n = 27 and sepsis and obesity n = 26). The number of macrophages in subcutaneous and visceral adipose tissue (SAT and VAT) and their subtypes (M1 and M2) were defined with immunohistochemical staining techniques under light microscopy. TNFα mRNA levels were determined in SAT and VAT using real-time reverse transcription-PCR. Serum levels of TNFα were determined with sandwich enzyme-linked immunosorbent assay. Plasma oxidative stress was evaluated using selective biomarkers [thiobarbituric acid-reactive substances (TBARS), protein carbonyls and total antioxidant capacity (TAC)]. Results: Sepsis increased the total number of macrophages and their M2 subtype in VAT, whereas obesity did not seem to affect the concentration of macrophages in fat. Obesity increased TNFα mRNA levels (P < 0.05) in VAT as well as the plasma TBARS (P < 0.001) and protein carbonyls (P < 0.001) in septic patients. The plasma TAC levels were decreased and the serum TNFα levels were increased in sepsis although they were not influenced by obesity. Conclusions: Obesity is associated with elevated TNFα adipose tissue production and increased oxidative stress biomarkers, promoting the proinflammatory response in septic patients.
20

Η επίδραση της απώλειας βάρους, μετά από βαριατρική χειρουργική επέμβαση, στην ποιότητα ζωής σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία

Ευθυμίου, Βασίλειος 01 July 2015 (has links)
Όπως φαίνεται από τα ερευνητικά δεδομένα, η παχυσαρκία αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα των συγχρόνων κοινωνιών, καθώς αυτή αποτελεί μια προδιαθεσική κατάσταση και έναν παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση διαφόρων παθήσεων. Η παχυσαρκία αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη καρδιοαγγειακής νόσου, σακχαρώδη διαβήτη, διαφόρων μορφών καρκίνου και άλλων χρόνιων παθήσεων όπως οστεοαρθρίτιδας, νόσων του ήπατος και των νεφρών, υπνικής άπνοιας, ουρικής αρθρίτιδας, γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και κατάθλιψης. Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της δίαιτας, της άσκησης και της φαρμακευτικής αγωγής στην μείωση του σωματικού βάρους παραμένουν σχετικά πτωχά, έως αναποτελεσματικά. Η βαριατρική χειρουργική είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία για την παχυσαρκία και συνιστάται για όλους τους ασθενείς με ΒΜΙ ≥40 kg/m2 (νοσογόνος παχυσαρκία) και για όσους έχουν ΒΜΙ ≥35 kg/m2 οι οποίοι παρουσιάζουν και συμπαρομαρτούσες διαταραχές, οι οποίες αποτελούν συννοσηρότητα της παχυσαρκίας, έπειτα από αποτυχία άλλων θεραπευτικών προσπαθειών, όπως η αλλαγή του τρόπου ζωής με δίαιτα, άσκηση και φαρμακευτική αγωγή, οι οποίες είναι τις περισσότερες φορές αναποτελεσματικές. Η παρούσα μελέτη διενεργήθηκε στην Χειρουργική Κλινική του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών, μεταξύ του Οκτωβρίου του 2008 και του Απριλίου του 2010. Το δείγμα των ασθενών της μελέτης αποτελούσαν 80 διαδοχικοί ασθενείς (50 γυναίκες και 30 άνδρες), οι οποίοι εισήχθησαν στην χειρουργική κλινική για να υποβληθούν σε βαριατρική χειρουργική επέμβαση. Οι ασθενείς ενημερώθηκαν για την μελέτη προτού υποβληθούν στην χειρουργική επέμβαση, και συμφώνησαν να λάβουν μέρος σε αυτή. Ο σκοπός της μελέτης ήταν να εκτιμήσει την ποιότητα ζωής (HRQOL) και την σεξουαλική λειτουργικότητα (SF), πριν και μετά από βαριατρική χειρουργική επέμβαση σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία. Η ποιότητα ζωής είναι μια πολυδιάστατη έννοια η οποία περιλαμβάνει τομείς που σχετίζονται με την φυσική (σωματική), ψυχική, συναισθηματική και κοινωνική λειτουργικότητα του ατόμου. Η ποιότητα ζωής (HRQOL), εκφράζει τον αντίκτυπο που έχει μια νοσηρή κατάσταση ή μια θεραπευτική αγωγή, στην αίσθηση σωματικής και ψυχικής ευεξίας του ατόμου και στην καθημερινή προσωπική και κοινωνική του ζωή. Η σεξουαλικότητα είναι μια εξίσου σημαντική παράμετρος της ανθρώπινης ευεξίας και ευημερίας. Παρουσιάζει αμφιδρομη αλληλεπίδραση με την ψυχική υγεία και με την ποιότητα ζωής. Τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι η παχυσαρκία επιδρά αρνητικά στην σεξουαλική ζωή του ατόμου. Σχετίζεται με σεξουαλική δυσλειτουργία στις παχύσαρκες γυναίκες και με στυτική δυσλειτουργία και γενικότερη σεξουαλική δυσλειτουργία στους παχύσαρκους άνδρες. Αυτό καθιστά πλέον αναγκαία την εκτίμηση της σεξουαλικής λειτουργικότητας, όταν αξιολογούμε την αποτελεσματικότητα των διαφόρων θεραπειών για την παχυσαρκία. Όλοι οι ασθενείς που αποδέχθηκαν την συμμετοχή τους στην μελέτη συμπλήρωσαν το SF-36 ερωτηματολόγιο για την εκτίμηση της HRQOL. Η σεξουαλική λειτουργικότητα εκτιμήθηκε με το δείκτη γυναικείας σεξουαλικής λειτουργίας (FSFI-Female Sexual Function Index), για τις γυναίκες και με το Διεθνή Δείκτη της στυτικής λειτουργίας ( IIEF -International Index of Erectile Function), για τους άνδρες. Οι ασθενείς συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια με την συνδρομή ενός ατόμου από την ερευνητική ομάδα, το οποίο καθοδηγούσε τους ασθενείς για να καταλάβουν τις ιδιαιτερότητες των ερωτηματολογίων και να διευκρινίσει τυχόν ασάφειες στις ερωτήσεις που δεν μπορούσαν να διαχειριστούν οι ίδιοι οι ασθενείς, πρόσφερε βοήθεια όπου χρειαζόταν και έλεγχε για τυχόν παραλείψεις στην απάντηση των ερωτήσεων . Οι ασθενείς συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια πριν το χειρουργείο(Τ1), καθώς και 1 μήνα(Τ2), 6 μήνες(Τ3) και 1 χρόνο(Τ4) μετά το χειρουργείο. Κοινωνικο-δημογραφικά δεδομένα συλλέχτηκαν που συμπεριλάμβαναν την ηλικία, το φύλο, την χρήση καπνού, το μορφωτικό επίπεδο καθώς και την οικογενειακή κατάσταση. Η παρουσία συμπαρομαρτούντων παθολογικών καταστάσεων διαπιστώθηκε από τα ιστορικά των ασθενών. Οι γυναίκες ερωτήθηκαν και για την γυναικολογική τους κατάσταση (για τον αν είχαν κανονικό ή ακανόνιστο κύκλο ή αν ήταν μετεμμηνοπαυσιακές). Η μελέτη εγκρίθηκε από την αρμόδια Επιτροπή Ηθικής και Δεοντολογίας του Νοσοκομείου και όλοι οι ασθενείς έδωσαν την έγγραφη ενημερωμένη συγκατάθεσή τους πριν την είσοδό τους στην μελέτη. Όλοι οι ασθενείς ήταν κατάλληλοι για βαριατρική χειρουργική επέμβαση σύμφωνα με τις υφιστάμενες ενδείξεις. Η σοβαρότητα της παχυσαρκίας μετρήθηκε με τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΒΜΙ) σε Kg βάρους σώματος διηρημένα με το ύψος του ατόμου σε μέτρα εις το τετράγωνο (kg/m2). Ενήλικες με ΒΜΙ ≥25kg/m2 θεωρούνται υπέρβαροι, με ΒΜΙ ≥30 kg/m2 θεωρούνται παχύσαρκοι και με ΒΜΙ ≥40 kg/m2 ως πάσχοντες από νοσογόνο παχυσαρκία (νοσηρά παχύσαρκοι). Το είδος της χειρουργικής επέμβασης που εφαρμόσθηκε σε κάθε ασθενή βασίστηκε σε ειδικά χειρουργικά κριτήρια σύμφωνα με χειρουργικό πλάνο το οποίο εφαρμόζεται στην χειρουργική κλινική. Σύμφωνα με αυτό, ασθενείς με ΒΜΙ ≥50 kg/m2 υπεβλήθησαν σε χολοπαγκρεατική εκτροπή με Roux-en-Y διαμόρφωση,όπως τροποποιήθηκε στο κέντρο μας (BPD), ενώ ασθενείς με ΒΜΙ<50kg/m2 υποβλήθηκαν σε γαστρικό bypass με μακρές έλικες (RYGBP-LL), ή επιμήκη γαστρεκτομή (SG), ανάλογα με τις συνυπάρχουσες νοσηρότητες και τις διαιτητικές συνήθειες. Αποτελέσματα Η στατιστική ανάλυση έδειξε μια σημαντικού βαθμού μείωση του ΒΜΙ με πάροδο του χρόνου(p<0,001). Όλοι οι τομείς της σεξουαλικής λειτουργίας βελτιώθηκαν μεταξύ του Τ1 και Τ4, με μόνη εξαίρεση την ανδρική οργασμική λειτουργία. Όλοι οι τομείς της HRQOL βελτιώθηκαν και αυτή η βελτίωση έφθασε στο μέγιστο επίπεδο ανάμεσα από το Τ2 και Τ3 χρονικό διάστημα. Το βασικό επίπεδο της HRQOL (Τ1), βρέθηκε να συσχετίζεται σημαντικά με την βελτίωση όλων των τομέων της HRQOL μετεγχειρητικά και η μείωση του ΒΜΙ βρέθηκε να συσχετίζεται μόνον με την βελτίωση στις βαθμολογίες στους τομείς του σωματικού ρόλου, του σωματικού πόνου και της ψυχικής υγείας. Τα βασικά επίπεδα της συνολικής σεξουαλικής ικανοποίησης, αποτελούσαν ανεξάρτητο στατιστικά σημαντικό προγνωστικό παράγοντα για την βελτίωση μετεγχειρητικά της συνολικής σεξουαλικής ικανοποίησης και στα δύο φύλα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η σωματική λειτουργία, η ζωτικότητα, ο σωματικός πόνος, και η γενική υγεία, βελτιώθηκαν όλα με την πρόοδο του χρόνου. Ο σωματικός ρόλος βελτιώθηκε με την πρόοδο του χρόνου και τελικά οι πορείες του συναισθηματικού ρόλου, και της ψυχικής υγείας, ακολούθησαν τις ίδιες τάσεις. Τα αποτελέσματα για κάθε ηλικία και φύλο ήταν στατιστικά παρόμοια. Η σεξουαλική ποιότητα ζωής βελτιώθηκε 1 χρόνο μετά την βαριατρική χειρουργική επέμβαση και στους άνδρες και στις γυναίκες. Όλοι οι δείκτες συνηγορούν για το ότι η HRQOL και η σεξουαλική ποιότητα ζωής βελτιώθηκαν μετά το χειρουργείο σε σύγκριση με τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν προ του χειρουργείου . Συμπεράσματα Η Βαριατρική χειρουργική συνοδεύεται από σημαντικού βαθμού μείωση του σωματικού βάρους (ΒΜΙ) και βελτίωση στην ποιότητα ζωής (HRQOL) και στην σεξουαλική λειτουργικότητα σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία. Ο μεγαλύτερος βαθμός βελτίωσης παρατηρήθηκε ανάμεσα από τον 1 και 6 μήνες μετεγχειρητικά. Η βελτίωση στην HRQOL και στην σεξουαλική λειτουργικότητα συσχετιζόταν σημαντικά με τα βασικά προεγχειρητικά επίπεδα αυτών, ενώ η μείωση του ΒΜΙ συσχετιζόταν σημαντικά με βελτίωση μόνο σε 3 τομείς της HRQOL. Η τιμή του ΒΜΙ προεγχειρητικά συσχετιζόταν αντίστροφα με την επακόλουθη βελτίωση στην σωματική λειτουργικότητα και στο επίπεδο του σωματικού πόνου 1 χρόνο μετεγχειρητικά. / Obesity is considered one of the most relevant problems of modern societies, as it constitutes a predominant risk factor in the development of various diseases. Obesity is a significant risk factor for cardiovascular disease (CVD) and diabetes, for cancer and chronic diseases, including osteoarthritis, liver and kidney disease, sleep apnea and depression. The long term effects of diet, exercise and medical therapy on weight are relatively poor. Bariatric surgery is the most effective treatment for obesity and is considered for all patients with BMI more than 40 kg/m2 and for those with a BMI of more than 35 kg/m2 with concomitant obesity related conditions, after failure of other options as dietary, lifestyle and drug administration, which are often ineffective. The current study was conducted in the Department of Surgery of the University of Patras Medical School, between October 2008 and April 2010. Our sample are 80 (30 men and 50 women) patients who admitted in the Surgery Clinic to undergo a Bariatric Operation.The patients were approached before the operation and invited to take part in the study. The purpose of the study was to measure the Health related quality of life and Sexual functioning, before and after a Bariatric surgery in patients with morbid obesity. Health-related quality of life (HRQOL) is a multi-dimensional concept that includes domains related to physical, mental, emotional and social functioning. HRQOL focuses on the impact of a disease or a medical treatment, on one’s physical and mental wellbeing and on his every day private and social life. Sexuality is an equally important aspect of human well-being and prosperity. Sexual functioning interacts and influences the mental health and the quality of life. The research results show that obesity negatively affects the sexual quality life of the individual, associated with sexual dysfunction in obese women and with erectile dysfunction and general sexual dysfunction in obese men. This makes it necessary to assess sexual functioning when evaluating the effectiveness of several treatments for obesity. All the patients who accepted, were administered the questionnaires accessing Health related quality of life as the sort form 36 questionnaire (SF36). Sexual Functioning was estimated by the Female Sexual function Index (FSFI) for the women, and the International Index of Erectile Function (IIEF) for the men. Patients were administered the questionnaires by a member of our research team who offered assistance when needed and checked the answers for omissions. The patients completed the questionnaires before the operation and 1 month, 6 months and 1 year after the weight loss operation. Sociodemographic data were elicited including age, gender, smoking, educational level and marital status. Comorbidities information was obtained from the hospital charts. The women asked for their gynecological status. If the cycle was regular, irregular or if they were after menopausal. The study protocol was approved by the Institutional Review Board of The University Hospital of Patras, and all participants gave written inform consent before study entry. All the patients were eligible for bariatric operation according the indications for bariatric surgery. The severity of obesity was measured by the B.M.I. (kg/m2). Adults with BMI >25 kg/m2 are overweight, >30 kg/m2 are obese and >40 kg/m2 are considered morbidly obese. The type of procedure performed, was based on specific selection criteria according to an algorithm developed in our center, whereby patients with body mass index (BMI) over 50 kg/m2 undergo biliopancreatic diversion with RYGB (BPD-RYGB) as modified in our center, while patients with BMI under 50 kg/m2 undergo RYGB with long limb (RYGB-LL) or Sleeve Gastrectomy (S.G.), depending on comorbidities and eating habits. RESULTS: Body mass index (BMI) significantly decreased over time (p<0.001). Apart from male orgasm, all sexual functioning components as well as all SF-36 sub-scales improved between T1 and T4. The maximum improvement was observed between T2 and T3. Baseline HRQOL scores correlated with postoperative improvement in all HRQOL components. BMI improvement was correlated with improvement in role physical, bodily pain and mental health scores. Baseline total sexual satisfaction score independently predicted total satisfaction improvement in both genders. The basic levels of total sexual satisfaction (T1-Total Satisfaction score) were independent significant predictor for postoperative improvement in overall sexual satisfaction in both sexes. The results showed that Physical Function,Vitality, the Bodily Pain, and General Health, all improved with the progress of time. The Role Physical improved over time, and finally the improvement in Role Emotional, and Mental Health, followed the same trends. The results for each age and sex were statistically similar. Sexual quality of life improved 1 year after bariatric surgery, in both men and women. All indicators suggest that HRQOL and sexual quality of life improved postoperatively compared to the levels before surgery. CONCLUTIONS The Bariatric surgery accompanied by a significant degree of reduction in body weight (BMI) and improvement in quality of life (HRQOL) and sexual function in patients with morbid obesity. The greatest degree of improvement was observed between the 1 and 6 months postoperatively. The improvement in HRQOL and sexual function correlated significantly with basic preoperative levels of these, while the reduction in BMI was associated with significant improvement in only three aspects of HRQOL. The baseline levels of BMI was reversely significant associated with postoperatively improvement in physical functioning and bodily pain aspects of HRQOL, 1 year postoperatively.

Page generated in 0.0272 seconds