21 |
Εκτίμηση των επιπέδων λιποδιαλυτών βιταμινών στον ορό του αίματος υπερ-παχύσαρκων ασθενών που έχουν υποβληθεί σε βαριατρική επέμβαση τύπου Roux-en-Y γαστρικής παράκαμψης με χολοπαγκρεατική εκτροπήΠαναγή, Ζωή 19 February 2009 (has links)
Η βαριατρική χειρουργική είναι η μόνη διαδικασία που μπορεί να εφαρμοσθεί προκειμένου να επιτευχθεί μόνιμη απώλεια βάρους στην πλειονότητα των ασθενών με υπερ-νοσογόνο παχυσαρκία (130). Οι βαριατρικές χειρουργικές επεμβάσεις ορίζονται ως περιοριστικές, δυσαπορροφητικές ή περιοριστικές και δυσαπορροφητικές ταυτόχρονα. Οι περιοριστικού τύπου χειρουργικές επεμβάσεις έχουν συνδεθεί με αυξημένα ποσοστά αποτυχίας όσον αφορά στην απώλεια βάρους στους υπερ-παχύσαρκους ασθενείς, με αποτέλεσμα να παρατηρείται προοδευτική αύξηση της εφαρμογής βαριατρικών εγχειρήσεων δυσαπορροφητικού τύπου σε όλο τον κόσμο για αυτήν την υπο-ομάδα παχυσαρκίας (100, 108, 130, 131).
Παρά την απώλεια βάρους που μπορεί να επιτευχθεί με αυτές τις χειρουργικές επεμβάσεις, οι μετεγχειρητικές ανεπάρκειες σε πρωτεΐνη, σίδηρο, βιταμίνες, άλατα και λιποδιαλυτές βιταμίνες αποτελούν σύνηθες φαινόμενο και απαιτούν χορήγηση συμπληρωμάτων προκειμένου να διατηρηθούν σε φυσιολογικά επίπεδα. Οι ανεπάρκειες αυτές οφείλονται στη δυσαπορρόφηση που προκύπτει από τη χειρουργική παράκαμψη τμημάτων του γαστρεντερικού σωλήνα, όπου τα διάφορα διατροφικά συστατικά απορροφούνται (118).
Αν και αναμενόμενες, οι μεταβολικές ανωμαλίες πολύ συχνά δε διαγιγνώσκονται ή υποεκτιμούνται. Τα βιβλιογραφικά δεδομένα που αναφέρονται στις διατροφικές ανεπάρκειες που παρατηρούνται μετά τις βαριατρικές εγχειρήσεις είναι περιορισμένα, και απαρτίζονται από αναφορές σε μεμονωμένα περιστατικά ασθενών (124-126), από επισκοπήσεις αποτελεσμάτων παλαιότερων ερευνών (118, 132) και από περιστασιακές προοπτικές μελέτες (118, 131). Αν και υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για διατροφικά συστατικά, όπως είναι η πρωτεϊνη, ο σίδηρος, η βιταμίνη Β12, το φυλλικό οξύ και το ασβέστιο (118, 131), τα στοιχεία που παρατίθενται για τις λιποδιαλυτές βιταμίνες είναι ελάχιστα και ελλιπή. Αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη δυσκολία απομόνωσης και προσδιορισμού των λιποδιαλυτών βιταμινών από τον ορό του αίματος, διαδικασία αρκετά επίπονη, δαπανηρή και χρονοβόρα. Οι περισσότεροι χειρούργοι προσπαθούν να ελέγξουν με έμμεσο τρόπο τα επίπεδα των λιποδιαλυτών βιταμινών, όπως για παράδειγμα με παρακολούθηση των τιμών της PTH, άνοδος της οποίας συνηγορεί σε πιθανή ελάττωση των επιπέδων της βιταμίνης D3 (133), ή με παρακολούθηση του χρόνου προθρομβίνης των ασθενών ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αύξηση του οποίου μπορεί να υποδεικνύει την ελάττωση των επιπέδων της βιταμίνης Κ (134). Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ανεπάρκεια των λιποδιαλυτών βιταμινών γίνεται αντιληπτή μόνο από τις κλινικές της εκδηλώσεις ( 124, 125, 135).
Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η προεγχειρητική εκτίμηση των επιπέδων λιποδιαλυτών βιταμινών στο αίμα υπερ-παχύσαρκων ασθενών που υποβλήθηκαν σε δυσαπορροφητική επέμβαση κατά Roux-en-Y γαστρικής παράκαμψης με χολοπαγκρεατική εκτροπή, καθώς και η μετεγχειρητική παρακολούθησή τους για ένα έτος, ώστε να καταστεί δυνατή η άμεση εκτίμηση της κατάστασης των ασθενών ως προς τα αποθέματα βιταμίνης A, D E και Κ και να διερευνηθεί κατά πόσο η χειρουργικά προκαλούμενη δυσαπορρόφηση λίπους επηρεάζει την απορρόφησή και τα επίπεδα των λιποδιαλυτών βιταμινών στο αίμα. / Background: Bariatric surgery seems to be the only effective approach for the long-term management of morbid obesity. Weight loss after Roux-en-Y Gastric Bypass with Biliopancreatic Diversion (RYGBP/BPD) is mainly due to decreased calorie absorption secondary to fat malabsorption. Fat malabsorption may also cause essential fat-soluble vitamin deficiencies which may become clinically significant if not recognized and properly treated. Prevention of these vitamin deficiencies includes both supplementation and routine measuring of serum values. In this work, an investigation was undertaken to examine preoperative and short-term (1 year) postoperative levels of fat-soluble vitamins in patients undergoing RYGBP/BPD.
Methods: Study population consisted of 15 super-obese (BMI>50kg/m2) patients who had undergone RYGBP/BPD. Routine postoperative daily supplementation consisted of 4000 IU (1200 μg) vitamin A, 2000 IU (50 μg) vitamin D3, 10 mg vitamin E and 2000 mg calcium. Preoperative and postoperative serum levels of fat-soluble vitamins A, D3, 25(OH)D3, E, K2, were measured in these patients by HPLC.
Results: All vitamin levels tended to decrease with time after RYGBP/BPD operation despite that all patients were taking daily multivitamin supplements p.o. postoperatively. One year after the bariatric operation, a significant decrease (P<0.05) in D3, 25(OH)D3, E and K2 levels was observed compared to the preoperative levels. This decrease led to vitamin deficiency one year after the operation, the incidence of which was 7,7% for vitamin A, 41.7% for vitamin 25(OH) D3 and 27.3% for K2. Concerning vitamin E, all patients had lower than normal levels even before operation and the deficiency insisted even after operation, despite the administration of vitamin supplements to the patients. The low preoperative serum vitamin E levels in the patients confirmed that obese individuals are at high risk of vitamin E deficiency.
Conclusions: The serum levels of fat-soluble vitamins A, D, E and K decreased with time following RYGBP/BPD operation in morbidly obese patients, despite that the patients received vitamin supplements postoperatively. The results of our study indicate that patients undergoing the RYGBP/BPD operation need long-term postoperative monitoring of serum fat-soluble vitamin levels. This will facilitate the administration of appropriate doses of multivitamin supplements to these patients, preventing vitamin deficiency to become of clinical significance.
|
22 |
Μελέτη του βασικού μεταβολισμού, της αντίστασης στην ινσουλίνη και των πολυμορφισμών των α2Β και β3 αδρενεργικών υποδοχέων, του γονιδίου του υποδοχέα της ινσουλίνης, του PPARγ γονιδίου και του γονιδίου του HSD17B5 σε ελληνίδες με σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκώνΣαλταμαύρος, Αλέξανδρος 27 April 2009 (has links)
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) είναι η συχνότερη ενδοκρινοπάθεια σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, προσβάλλοντας το 6%-10% του πληθυσμού και είναι το κυριότερο αίτιο ανωοθηλακιορηκτικής υπογονιμότητας στις γυναίκες. Χαρακτηρίζεται από υπερτρίχωση, ανωοθηλακιορηξία και υπερανδρογοναιμία και σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη (IR). Ο σκοπός της μελέτης μας ήταν να διερευνήσουμε αν πολυμορφισμοί των γονιδίων τα οποία σχετίζονται με ειδικά χαρακτηριστικά του PCOS συνδέονται με κλινικές παραμέτρους του συνδρόμου, όπως η υπερανδρογοναιμία, ο βασικός μεταβολικός ρυθμός (BMR) και αντίσταση στην ινσουλίνη. Τα υποψήφια γονίδια τα οποία επιλέχθηκαν σε αυτήν την μελέτη ήταν τα γονίδια των αδρενεργικών υποδοχέων α2Β, β3, το γονίδιο της 17β-Υδροξυστεροειδούς Δεϋδρογενάσης τύπος 5 (HSD17B5), το γονίδιο του υποδοχέα της ινσουλίνης (IRS-1) και το γονίδιο PPARγ.
Τα γονίδια των αδρενεργικών υποδοχέων α2Β, β3 είχαν συσχετισθεί με χαμηλό μεταβολικό ρυθμό και αύξηση του σωματικού βάρους σε προηγούμενες μελέτες. Καθώς η παχυσαρκία αποτελεί χαρακτηριστικό των γυναικών με PCOS, διερευνήσαμε εάν ο πολυμορφισμός του α2Β βρίσκεται στο PCOS.
Το γονίδιο της 17β-Υδροξυστεροειδούς Δεϋδρογενάσης τύπος 5, (HSD17B5) είναι το γονίδιο του ενζύμου για την αναγωγή της ανδροστενεδιόνης σε τεστοστερόνη.
Το γονίδιο IRS-1 έχει ένα σημαντικό ρόλο στην ρύθμιση του κυτταρικού αποτελέσματος της ινσουλίνης. Ο πολυμορφισμός της πρωτεΐνης του IRS-1 (Gly972Arg refSNP ID: rs1801278) απαντά στο 5-6% του γενικού πληθυσμού, διαταράσσει την λειτουργία του IRS-1 και σχετίζεται με την αντίσταση στην ινσουλίνη, την υπερλιπιδαιμία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Το γονίδιο PPARγ ρυθμίζει την έκφραση πολλών γονιδίων τα οποία ενέχονται στην ομοιοστασία της γλυκόζης και των λιπιδίων.
Εμείς βρήκαμε ότι ο πολυμορφισμός του α2Β (έλλειψη 301-303) δεν επηρεάζει τον βασικό μεταβολικό ρυθμό, την αντίσταση στην ινσουλίνη ή την αύξηση του σωματικού βάρους σε γυναίκες με PCOS και η επίπτωση του δεν διαφέρει από ότι στον γενικό πληθυσμό. Ο πολυμορφισμός του HSD17B5 σχετίσθηκε με αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης ορού και ελαττωμένο τον λόγο ανδροστενεδιόνης (Α)/ τεστοστερόνη (Τ). Η διάγνωση του PCOS βασίσθηκε στην ταυτόχρονη παρουσία βιοχημικής υπερανδρογοναιμίας, η οποία ορίσθηκε ως αυξημένη τεστοστερόνη ορού και/ή αυξημένο δείκτη ελευθέρων ανδρογόνων, χρόνια ανωορρηξία και πολυκυστική μορφολογία ωοθηκών στους υπερηχογραφικό έλεγχο. Τα αποτελέσματα της μελέτης μας επιβεβαιώνουν προηγούμενη αναφορά ότι ο πολυμορφισμός δεν έχει σημαντικό ρόλο στην γενετική παθογένεια του PCOS. Ωστόσο η παρουσία του πολυμορφισμού έχει κλινική σημασία καθώς συμβάλλει στην βαρύτητα της υπερανδρογοναιμίας. Οι συχνότητες των πολυμορφισμών των γονιδίων Pro12Ala στο PPARγ και Gly972Arg στο IRS-1στις γυναίκες με PCOS δεν διαφέρουν από το γενικό πληθυσμό, αν και η παρουσία του πολυμορφισμού Pro12Ala του PPARγ σχετίσθηκε με χαμηλό μεταβολικό ρυθμό (BMR). / Polycystic ovary syndrome (PCOS) is the most common endocrinopathy
of reproductive-age women, affecting 6%–10% of the population and is the leading cause of anovulatory infertility in women. It is characterized by hirsutism, anovulation, and hyperandrogenemia and is highly associated with obesity and insulin resistance (IR). The aim of our study was to investigate, whether polymorphisms of genes associated with certain characteristics of PCOS were linked with various clinical parameters of PCOS, such as hyperandogenemia, basic metabolic rate (BMR) and insulin resistance. The candidate genes chosen for this study were the α2Β, β3 adrenergic receptor gene, 17b-Hydroxysteroid dehydrogenase type 5 gene, the IRS-1 gene, and the PPARγ gene.
The α2Β, β3 adrenergic receptor gene polymorphisms were associated with low basal metabolic rate and weight gain in previous studies. As obesity is a characteristic of PCOS women, we investigated whether α2Β adrenergic receptor polymorphism is present in PCOS.
17b-Hydroxysteroid dehydrogenase type 5 (HSD17B5) is the enzyme responsible for reduction of androstenedione to testosterone.
IRS-1 has an important role in regulating the cellular effect of insulin. (Gly972Arg refSNP ID: rs1801278) the polymorphism of IRS-1 protein which occurs in about 5-6% of the general population, significantly impairs IRS-1 function and is associated with IR, lipid abnormalities, and type 2 diabetes mellitus.
PPARγ gene modulates the expression of many genes involved in glucose and lipid homeostasis.
We found that α2Β adrenoreceptor 301–303 deletion polymorphism does not influence basal metabolic rate, insulin resistance or weight gain in women with PCOS and its prevalence did not differ from the general population. HSD17B5 variant was associated with increased serum testosterone levels and decreased androstenedione (A)/testosterone (T) ratio. Diagnosis of PCOS was based on the simultaneous presence of biochemical hyperandrogenism, which was defined as increased serum Testosterone and/or increased free androgen index, chronic anovulation, and polycystic ovarian morphology on ultrasound. The results of our study confirm an earlier report that the polymorphism can not play a major role in the genetic pathogenesis of PCOS. However the presence of the polymorphism has a clinical significance as it contributes to the severity of hyperandrogenemia in PCOS patients with biochemical hyperandrogenism. Genotype frequencies of the Pro12Ala in PPARγ2 and the Gly972Arg in IRS-1 gene polymorphisms among PCOS women did not differ from that of the general population, still the presence of Pro12Ala polymorphism of PPARγ2 was associated with lower Basic Metabolic Rate (BMR).
|
23 |
Ο ρόλος των κυτταροκινών αντιπονεκτίνης TNF-α του λιπώδους ιστού στην εκδήλωση του μεταβολικού συνδρόμουΠαναγοπούλου, Παρασκευή 20 September 2010 (has links)
Ο λιπώδης ιστός είναι πλέον ένα ενδοκρινές όργανο το οποίο εκκρίνει ένα μεγάλο αριθμό βιοδραστικών μεσολαβητών που στοχεύουν σε όργανα μεταβολικής σημασίας όπως ο εγκέφαλος, το ήπαρ, οι σκελετικοί μύες και το ανοσοποιητικό σύστημα, ρυθμίζοντας την ομοιόσταση, την αρτηριακή πίεση, το μεταβολισμό των λιπιδίων και της γλυκόζης, την φλεγμονή και την αθηροσκλήρυνση. Η αντιπονεκτίνη κύρια πρωτεΐνη παραγόμενη από τον λιπώδη ιστό δρα προστατευτικά στην ανάπτυξη ινσουλινοαντίστασης, φλεγμονής και αθηρωμάτωσης. Η παχυσαρκία και κυρίως η κεντρική παχυσαρκία συνδέεται με την εμφάνιση πολλών νοσογόνων καταστάσεων. Στο σπλαχνικό λίπος εκκρίνεται TNF-α από τα λιποκύτταρα και τα μακροφάγα του στρώματος, ο οποίος καταστέλλει την παραγωγή και την δράση της αντιπονεκτίνης δρώντας ευωδοτικά στην ανάπτυξη του μεταβολικού συνδρόμου.
Μελετήσαμε τις διαφορές της έκφρασης της αντιπονεκτίνης και του TNF-α σε σπλαχνικό και υποδόριο λιπώδη ιστό με τη μέθοδο της έμμεσης ανοσοϊστοχημείας σε τρεις ομάδες ασθενών: υγιείς, παχύσαρκους υγιείς και σε παχύσαρκους με μεταβολικό σύνδρομο και Σ.Δ. / Adipose tissue, besides of its energy producting role, is now considered as an endocrine organ which releases numerous cytokines and adipokines. Adipose tissue crosstalks with immune, cardiovascular reproductive and other systems. In obesity (BMI>30) the adipocytes become hypertrophic, loosing their normal activity and increasing the risk of appearence of the Metabolic Syndrome (a cluster of risk factors which may lead to Coronary Artery Disease). Adiponectin is an adipokine which plays pivotal role protecting from Diabetes Melitus t. 2 and inflammation. In obesity, the level of serrum adiponektin is remarkably low. TNF-α is a multifunctional cytokine released mostly from the immune cells. Central obesity (waist circumference >102cm) is characterized of a low grade inflammation combined with decreased secretion of TNF-α from adipocytes and stroma cells of visceral adipose tissue. In central obesity TNF-α acts against insulin leading to the appearance of insulin resistance and M.S. In our study we examined the different levels of secretion of adiponectin and TNF-α from the adipocytes of subcutaneous and visceral fat between three categories of patients: a) Controls, b) Obese without central obesity M.S. and c) Obese with M.S.
|
24 |
Η μελέτη της γλοιότητας του πλάσματος σε γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) και η συσχέτιση της με τις ορμονικές και μεταβολικές παραμέτρουςΒερβίτα, Βασιλική 09 October 2009 (has links)
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) είναι ίσως η συχνότερη διαταραχή των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Οι κύριες κλινικές εκδηλώσεις του συνδρόμου είναι η υπερανδρογοναιμία και η χρόνια ανωοθυλακιορρηξία, ενώ σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Η αντίσταση στην ινσουλίνη έχει ένα σημαντικό ρόλο τόσο ως αίτιο όσο και ως αποτέλεσμα του συνδρόμου. Στις γυναίκες τόσο η υπερινσουλιναιμία όσο και η υπερανδρογοναιμία σχετίζεται με αυξημένο καρδιοαγγειακό κίνδυνο. Το PCOS σχετίζεται με αυξημένο καρδιοαγγειακό κίνδυνο, ενώ τόσο η αλλαγή τρόπου ζωής και η φαρμακολογική παρέμβαση έχει δειχθεί ότι βελτιώνει την υπερανδρογοναιμία και την υπογονιμότητα και ελαττώνει τον καρδιοαγγειακό κίνδυνο. Μαζί με τους κλασικούς καρδιοαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, αιμοδυναμικές και αιματολογικές μεταβλητές παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση της αθηρωσκλήρυνσης. Η γλοιότητα του πλάσματος είναι σημαντική αιματολογική μεταβλητή και εξαρτάται απο μακρομόρια όπως το ινωδογόνο, οι ανοσοσφαιρίνες και οι λιποπρωτεϊνες. Ο σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν να ερευνήσει τις μεταβολές της γλοιότητας του πλάσματος σε γυναίκες με PCOS και την συσχέτιση τους με την υπερανδρογοναιμία, την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Η μελέτη συμπεριέλαβε 96 ασθενείς με PCOS και 72 γυναίκες με φυσιολογική έμμηνο ρύση ως ομάδα ελέγχου. Η γλοιότητα πλάσματος ήταν 1.243±0.670 mm2/s στην ομάδα ελέγχου (n=72), και 1.250±0.079 στιν γυναίκες με PCOS (n=96) (p=0.524). Η γλοιότητα του πλάσματος εμφάνισε σημαντική συσχέτιση με BMI (b=0.315, p=0.013), Ολικές Πρωτείνες (b=0.348, p=0.005), AUCIns (b=0.320, p=0.011). Στις γυναίκες με PCOS με αντίσταση στην ινσουλίνη (PCOS-IR) η γλοιότητα του πλάσματος ήταν 1.300 ± 0.055 mm2/s, ενώ στις γυναίκες με PCOS χωρίς αντίσταση στην ινσουλίνη (PCOS-ΝIR) η γλοιότητα του πλάσματος ήταν 1.231± 0.49 mm2/s (p=0.004). Στη συνέχεια χωρίσαμε όλες τις γυναίκες με PCOS σε 2 υποομάδες: αυτές με BMI<25 και αυτές με BMI>25. Η γλοιότητα πλάσματος ήταν 1.235±0.786mm2/s στις γυναίκες με PCOS και BMI<25, και 1.273±0.756mm2/s στις γυναίκες με PCOS και BMI>25 (p=0.024). Σε νέες γυναίκες με PCOS η αύξηση της γλοιότητας του πλάσματος συσχετίσθηκε με την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Συμπερασματικά στις νέες γυναίκες με PCOS η γλοιότητα του πλάσματος επιδεινώθηκε από την αντίσταση στην ινσουλίνη. Καθώς η αυξημένη γλοιότητα του πλάσματος είναι ένας πρώιμος παράγοντας κινδύνου για καρδιοαγγειακή νόσο, ο κλινικός χειρισμός των νέων υπέρβαρων γυναικών με PCOS θα πρέπει πάντα να περιλαμβάνει μία μείωση του σωματικού τους βάρους και τη λελογισμένη και με προσοχή χρήση των αντισυλληπτικών δισκίων ως θεραπευτική προσέγγιση. / Polycystic ovary syndrome (PCOS) is the leading cause of anovulatory infertility in women. PCOS is characterized by hirsutism, anovulation, hyperandrogenemia and is also highly associated with obesity and insulin resistance. Insulin resistance plays a significant role, both as a cause and as a result of the syndrome. Both hyperinsulinemia and androgen excess in women is associated with increased cardiovascular risk. PCOS is linked to cardiovascular disease, while, altering lifestyle or pharmacological intervention has been shown to improve hyperandrogenism and infertility and reduce cardiovascular risk.
Along with classic cardiovascular risk factors, hemodynamic and hemorheologic variables play an important role in the pathogenesis of atherosclerosis. Plasma viscosity is an important hemorheologic variable and is mainly determined by several macromolecules, including fibrinogen, immunoglobulins, and large lipoproteins. Our objective was to investigate plasma viscosity in women with PCOS. The acquired data were tested for association with hyperandrogenemia, obesity and insulin resistance in PCOS patients. The study included 96 young PCOS women and 72 healthy controls. Plasma viscosity was 1.243±0.670 mm2/s in the control group and 1.250±0.079 in PCOS women (p=0.524). Total protein (B=0.348, p=0.005), AUC for Insulin (B=0.320, p=0.011) and BMI (B=0.315, p=0.013) were proven to be significantly correlated to plasma viscosity. Plasma viscosity was significantly increased in PCOS women with Insulin Resistance (IR) compared to matched for age and BMI PCOS women without IR (1.300±0.055 mm2/s versus 1.231±0.049 mm2/s) (p=0.004). Then we divided all PCOS women in two separate groups, lean PCOS with BMI<25 and obese PCOS with BMI>25. Plasma viscosity was 1.235±0.786mm2/s in PCOS women with BMI<25, in the group of women was and 1.273±0.756mm2/s in PCOS women with BMI>25 (p=0.024). Young PCOS women presented a plasma viscosity which was increased by obesity and IR. In conclusion, young PCOS women presented a plasma viscosity which was deteriorated by IR. As increased plasma viscosity is an early risk factor for cardiovascular disease, clinical management of young overweight PCOS women with IR should always include a serious reduction in body weight and the use of oral contraceptive treatment with cautious.
|
25 |
Στατιστική και μη παραμετρική ανάλυση δεδομένων με σκοπό την ανίχνευση επιδράσεων γενετικών και δημογραφικών παραγόντων στο δείκτη μάζας σώματοςΠαππάς, Ευάγγελος 20 October 2010 (has links)
Σε αυτή τη διπλωματική εργασία, με τη χρήση ενός δείγματος που αποτελούνταν από 4458 καυκάσια άτομα, για τα οποία ήταν γνωστά:
- ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ),
- το φύλο,
- η ηλικία, και
- τα γενετικά χαρακτηριστικά 23 γονιδίων τους (δηλ. τα αλληλόμορφα γονίδια),
διερευνήθηκε:
- η ύπαρξη κύριων (μεμονωμένων) επιδράσεων αυτών των παραγόντων (φύλο, ηλικία, αλληλόμορφα γονίδια) στον ΔΜΣ, και
- ο αντίκτυπος των αλληλεπιδράσεων μεταξύ έως και τριών παραγόντων στον ΔΜΣ.
Μετά από την απαραίτητη προ-επεξεργασία των δεδομένων (αναζήτηση διπλών καταχωρήσεων και διαγραφή τους, κωδικοποίηση, εξαγωγή περιγραφικών στατιστικών στοιχείων, κ.λπ.) εκτελέστηκαν παραμετρικοί και μη παραμετρικοί στατιστικοί έλεγχοι με τη χρήση των 26 συνολικά διαθέσιμων μεταβλητών.
Οι στατιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν οι ακόλουθες (σε παρένθεση δίνονται κάποια συνοπτικά χαρακτηριστικά των μεταβλητών που ελέγχονταν κατά περίπτωση):
- γραμμική συσχέτιση του Pearson (μεταξύ του ΔΜΣ και της Ηλικίας, καθώς και μεταξύ του ΔΜΣ και του Φύλου),
- ανάλυση της διακύμανσης (ANOVA) (με χρήση του ΔΜΣ ως ποσοτική συνεχής μεταβλητή και των υπόλοιπων μεταβλητών σε κατηγορική μορφή),
- μέθοδος x2 (chi-square):
o με χρήση του ΔΜΣ σε κατηγορική μορφή 4 κατηγοριών (λιποβαρείς, κανονικού σωματικού βάρους, υπέρβαροι, παχύσαρκοι) και των υπόλοιπων μεταβλητών σε κατηγορική μορφή, και
o με χρήση του ΔΜΣ σε κατηγορική μορφή 2 κατηγοριών [κανονικού βάρους (ενσωματώνει τις κατηγορίες λιποβαρών ατόμων και ατόμων κανονικού βάρους), μη κανονικού βάρους (ενσωματώνει τις κατηγορίες υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων)] και των υπόλοιπων μεταβλητών σε κατηγορική μορφή,
- μέθοδος μείωσης πολυπαραγοντικής διάστασης (MDR - Multifactor Dimensionality Reduction) με χρήση του ΔΜΣ σε κατηγορική μορφή 2 κατηγοριών [κανονικού βάρους (ενσωματώνει τις κατηγορίες λιποβαρών ατόμων και ατόμων κανονικού βάρους), μη κανονικού βάρους (ενσωματώνει τις κατηγορίες υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων)] και των υπόλοιπων μεταβλητών σε κατηγορική μορφή. / In this thesis, using a sample that consisted of 4458 Caucasian men, for which we had the following available:
- Body Mass Index (BMI)
- Sex,
- Age, and
- The genetic characteristics of 23 genes (ie alleles)
we examined:
- The existence of major (individual) effects of these factors (gender, age, alleles) in BMI, and
- The impact of interactions between up to three factors in BMI.
After the necessary pre-processing of data (search for duplicate entries and deletion, coding, extraction of descriptive statistics, etc.) we performed parametric and non parametric statistical tests using the total of 26 available variables.
The statistical methods used were as follows (in brackets are some brief features of the controlled variables as appropriate):
- Linear correlation of Pearson (between BMI and age, and between BMI and sex)
- Analysis of variance (ANOVA) (using BMI as a quantitative continuous variable and other variables in categorical form)
- Chi-square test:
o Using the BMI, in categorical form of four categories (underweight, normal weight, overweight, obese) and other variables in categorical form, and
o Using the BMI, in categorical form of two categories [normal weight (incorporates underweight and normal weight), non-normal weight (incorporates overweight and obese)] and other variables in categorical form
- Multifactor Dimensionality Reduction (MDR), using the BMI in categorical form of two categories [normal weight (incorporates underweight and normal weight), non-normal weight (incorporates overweight and obese)] and other variables in categorical form.
|
26 |
Προσχεδιασμένη συγκριτική διπλή τυφλή μελέτη της αποτελεσματικότητας της επιμήκους γαστρεκτομής και της μερικής γαστρικής παράκαμψης Roux-en-Y σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία (ΒΜΙ 35-49,9)Καραμανάκος, Σταύρος 20 April 2011 (has links)
Προσχεδιασμένη συγκριτική διπλή τυφλή μελέτη της αποτελεσματικότητας της επιμήκους γαστρεκτομής (LSG) και της μερικής γαστρικής παράκαμψης Roux-en-Y (LRYGB) σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία (BMI 35-49,9)
Η λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη (LRYGB) αποτελεί στις μέρες μας το χρυσό κανόνα για τη χειρουργική αντιμετώπιση της κλινικά σοβαρής παχυσαρκίας. Η λαπαροσκοπική επιμήκης γαστρεκτομή (LSG) είναι μία σχετικώς νέα επέμβαση περιοριστικού τύπου η οποία τελευταία έχει αρχίσει να εφαρμόζεται ως μοναδική επέμβαση για την κλινικά σοβαρή παχυσαρκία. Η παρούσα προοπτική διπλή τυφλή μελέτη έχει σκοπό να διερευνήσει την ασφάλεια των παραπάνω επεμβάσεων καθώς και την αποτελεσματικότητα τους σε χρονικό ορίζοντα τριών χρόνων.
Μέθοδος: Εξήντα ασθενείς με δείκτη σωματικής μάζας <50 Kg/m2 μετά από τυχαιοποίηση υπεβλήθησαν τριάντα σε LSG και τριάντα σε LRYGB. Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν μετεγχειρητικά για τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό καταγράφηκε η απώλεια βάρους, η πρώιμη και όψιμη νοσηρότητα και θνητότητα, η ίαση των συνοδών της παχυσαρκίας νόσων και η ανάπτυξη μικροθρεπτικών ανεπαρκειών μετά τους δύο τύπους χειρουργείων.
Αποτελέσματα: Η θνητότητα ήταν μηδενική και στους δύο τύπους επεμβάσεων. Δεν καταγράφηκε σημαντική διαφορά στην πρώιμη (10% μετά από LRYGBP και 13.3% μετά από LSG, P>0.05) και όψιμη νοσηρότητα (10% σε κάθε ομάδα) μετά και τους δύο τύπους χειρουργείων. Η απώλεια βάρους ήταν στατιστικώς μεγαλύτερη μετά από LSG καθόλη τη διάρκεια της μελέτης. Τον τρίτο μετεγχειρητικό χρόνο η επί τις εκατό απώλεια του υπερβάλλοντος βάρους κυμαίνονταν στο 62.09% μετά από LRYGBP και στο 68.46% μετά από LSG (p=0.02). Δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά ως προς την ίαση των συνοδών της παχυσαρκίας νόσων, εκτός από τη δυσλιπιδαιμία η οποία βελτιώθηκε σε σημαντικότερο βαθμό μετά από LRYGB και την υπέρταση η οποία βελτιώθηκε σε σημαντικότερο βαθμό μετά από LSG. Ανεπάρκεια μικροθρεπτικών συστατικών παρατηρήθηκε σε ανάλογο βαθμό μετά τις δύο επεμβάσεις εκτός από την έλλειψη βιταμίνης Β12 η οποία παρατηρήθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό μετά από LRYGB (P<0.001).
Συμπεράσματα: Και οι δύο επεμβάσεις είναι ασφαλείς και αποτελεσματικές ως προς την απώλεια βάρους και την ίαση των συνοδών της παχυσαρκίας νόσων. Η LSG συνοδεύεται από λιγότερες μεταβολικές ανεπάρκειες και δεν απαιτεί τη χορήγηση συμπληρωμάτων εφ’ όρου ζωής. Η LSG φαίνεται ότι είναι μία υποσχόμενη επέμβαση για την κλινικά σοβαρή παχυσαρκία η οποία στα τρία χρόνια μετεγχειρητικής παρακολούθησης επιτυγχάνει μεγαλύτερη απώλεια βάρους από την LRYGB. / The efficacy of sleeve gastrectomy (LSG) and Roux en Y gastric bypass (LRYGB) in patients with morbid obesity (BMI 35-49,9).
A comparative double-blind randomized trial
Background: Laparoscopic Roux-en-Y gastric bypass (LRYGB) is currently the gold
standard bariatric procedure for the treatment of morbid obesity. Laparoscopic sleeve
gastrectomy (LSG) is an innovative restrictive procedure which has been increasingly
applied as a sole bariatric procedure. A randomized trial was conducted to evaluate
perioperative safety (30-day) and 3-years results.
Methods: Sixty patients with body mass index (BMI) ≤ 50 Kg/m2 were randomized
to LRYGB or LSG. Patients were monitored for 3 years after operation and
throughout the study period weight loss, early and late complications, improvement of
obesity related comorbidities and nutritional deficiencies were compared between studied groups.
Results: There was no death in either group and no significant difference in early
(10% after LRYGBP and 13.3% after LSG, P>0.05) and late morbidity (10% in each
group). Weight loss was significantly better after LSG throughout the study period. At
3 years %EWL reached 62.09% after LRYGBP and 68.46% after LSG (p=0.02).
There was no significant difference in the overall improvement of comorbidities but
dyslipidemia improved more after LRYGB, whereas hypertension resolved more after
LSG. Nutritional deficiencies occurred at same rate in the two groups except to
vitamin B12 deficiency which was more common after LRYGB (P<0.001).
Conclusion: In conclusion, LSG and LRYGBP are equally safe and effective in the
amelioration of comorbidities, while LSG is associated with fewer postoperative
metabolic deficiencies, without the need of supplementation. Furthermore, LSG is a
promising bariatric procedure, since it seems to be superior to LRYGB at 3 years
follow up on weight reduction.
|
27 |
Συγκριτική μελέτη της χολοπαγκρεατικής εκτροπής με γαστρική παράκαμψη Roux-en-Y (BPDRYGBP) και της επιμήκους γαστρεκτομής (SG) σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και μεταβολικό σύνδρομοΤσώλη, Μαρίνα 09 July 2013 (has links)
Η χολοπαγκρεατική εκτροπή αποτελεί την πιο αποτελεσματική μέθοδο της βαριατρικής χειρουργικής όσο αφορά την απώλεια του βάρους και την υποχώρηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, συνοδεύεται όμως συχνά από σημαντική έλλειψη θρεπτικών συστατικών. Η επιμήκης γαστρεκτομή είναι μια σχετικά νέα επέμβαση, η οποία σύμφωνα με μελέτες προκαλεί σημαντικού βαθμού απώλεια βάρους και υποχώρηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2.
Σκοπός: Η προοπτική εκτίμηση και σύγκριση της επίδρασης της χολοπαγκρεατικής εκτροπής μακρών ελίκων και της λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής στην υποχώρηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, της υπέρτασης και της δυσλιπιδαιμίας, καθώς επίσης και στα επίπεδα ινσουλίνης, γλυκαγόνης, γκρελίνης, PYY και GLP-1( σε νηστεία αλλά και μετά από τη λήψη γλυκόζης ) σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου2.
Μέθοδος: Δώδεκα ασθενείς (ΔΜΣ 57.6±9.9 kg/m2) υποβλήθηκαν σε χολοπαγκρεατική εκτροπή μακρών ελίκων και δώδεκα (ΔΜΣ 43.7±2.1 kg/m2 ) σε λαπαροσκοπική επιμήκη γαστρεκτομή. Όλοι οι ασθενείς παρουσίαζαν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και μελετήθηκαν προεγχειρητικά και σε 1, 3 και 12 μήνες μετά το χειρουργείο. Σε όλους τους χρόνους υποβλήθηκαν σε από του στόματος δοκιμασία ανοχής γλυκόζης.
Αποτελέσματα: Το σωματικό βάρος σημείωσε σημαντική και αναλόγου μεγέθους μείωση και στις δύο ομάδες (Ρ<0.001). Στους 12 μήνες η ποσοστιαία απώλεια του υπερβάλλοντος σωματικού βάρους ήταν παρόμοια στις δύο ομάδες (Ρ=0.8) και ο σακχαρώδης διαβήτης είχε υποχωρήσει σε όλους τους ασθενείς. Η γλυκόζη, η ινσουλίνη και η αντίσταση στη δράση της παρουσίαζαν σημαντική μείωση έπειτα και από τις δύο επεμβάσεις, όμως η ευαισθησία στην ινσουλίνη ενισχύθηκε περισσότερο έπειτα από τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (Ρ=0.003). Η αρτηριακή πίεση, η ολική και η LDL χοληστερόλη μειώθηκαν σημαντικά έπειτα από τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (Ρ<0.001), όχι όμως και μετά την επιμήκη γαστρεκτομή. Τα τριγλυκερίδια μειώθηκαν σημαντικά και στις δύο ομάδες, ενώ η HDL χοληστερόλη παρουσίασε σημαντική αύξηση μόνο μετά την επιμήκη γαστρεκτομή (Ρ<0.001). Τα επίπεδα γκρελίνης νηστείας δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά μετά τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (Ρ=0.2), ενώ σημείωσαν σημαντική μείωση μετά την επιμήκη γαστρεκτομή (Ρ<0.001). Η απόκριση των ΡΥΥ και GLP-1 ενισχύθηκε σημαντικά και στις δύο ομάδες ασθενών (Ρ=0.001).
Συμπεράσματα: Η λαπαροσκοπική επιμήκης γαστρεκτομή οδήγησε σε αναλόγου βαθμού απώλεια σωματικού βάρους και υποχώρηση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 με τη χολοπαγκρεατική εκτροπή μακρών ελίκων. Η χολοπαγκρεατική εκτροπή όμως ήταν περισσότερο αποτελεσματική όσο αφορά τη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, της δυσλιπιδαιμίας και της αρτηριακής υπέρτασης. / Biliopancreatic diversion (BPD) is the most effective bariatric procedure in terms of weight loss and remission of diabetes type 2 (DM2) but it is accompanied by nutrient deficiencies. Sleeve gastrectomy (SG) is a relatively new restrictive operation that has shown promising results concerning DM2 resolution and weight loss.
Objective: To evaluate and compare prospectively the effects of BPD long limb (BPDLL) and SG on remission of DM2, hypertension and dyslipidemia and also on fasting, and glucose-stimulated insulin, glucose, glucagon, ghrelin, PYY and glucagon-like peptide-1 (GLP-1) levels in morbidly obese patients with DM2.
Methods: Twelve patients (BMI 57.6±9.9 kg/m2) underwent BPDLL and 12 (BMI 43.7±2.1 kg/m2) underwent SG. All patients had DM2 and were evaluated before and 1, 3 and 12 months after surgery. Oral glucose tolerance test and blood sampling were carried out after an overnight fast and 30, 60 and 120 minutes after glucose ingestion.
Results: Body weight decreased markedly in both groups (P<0.001); excess weight loss was similar in both groups at 12 months (P=0.08) and DM2 resolved in all patients. Glucose, insulin and insulin resistance decreased significantly after both procedures, but the BPDLL group had higher insulin sensitivity than the SG group at 1 year (P=0.003). Blood pressure, total and LDL cholesterol decreased markedly after BPDLL (P<0.001) but not after SG. Triglycerides decreased significantly after both operations but HDL increased significantly after SG only (p<0.001). Fasting ghrelin did not change significantly after BPDLL (P=0.2), but decreased markedly after SG (P<0.001). Fasting GLP-1 and PYY increased significantly after BPDLL only (P=0.01), however GLP-1 and PYY responses to glucose were significantly enhanced in both groups (P=0.001).
Conclusion: SG results in weight loss and resolution of DM2 comparable to BPDLL, but BPDLL is more effective in terms of dyslipidemia resolution and blood pressure reduction.
|
28 |
Επίδραση της επιμήκους γαστρεκτομής με ή χωρίς εκτομή του επιπλόου στην ευαισθησία στην ινσουλίνη, στην έκκριση των ορμονών του γαστρεντερικού και στα επίπεδα των λιποκυτταροκινών σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού παχυσαρκίαΣδράλης, Ηλίας 15 September 2014 (has links)
Ο αυξημένος σπλαχνικός λιπώδης ιστός αποτελεί σημαντικό παράγοντα
κινδύνου για μεταβολικές επιπλοκές, που συσχετίζονται με την παχυσαρκία, και
προάγει μία ήπιου βαθμού χρόνια φλεγμονώδη διαδικασία. Το επίπλουν έχει από
καιρό εμπλακεί στη, σχετιζόμενη με την παχυσαρκία, μεταβολική δυσλειτουργία.
Αυτό βασίζεται στη σημαντική του λειτουργία, της έκκρισης αντιποκινών. Η ιδέα της
εκτομής του μείζονος επιπλόου, στον ίδιο χρόνο με μία βαριατρική επέμβαση, έχει
προταθεί για την βελτίωση των μεταβολικών μεταβολών και την μεγιστοποίηση της
απώλειας βάρους. Ο σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να προσδιορίσει εάν η
εκτομή του μείζονος επιπλόου, στον ίδιο χρόνο με τη λαπαροσκοπική επιμήκη
γαστρεκτομή, έχει κάποια επίδραση στο μεταβολικό προφίλ, την έκκριση των
αντιποκινών, το στάτους της φλεγμονής και την απώλεια βάρους, σε βραχύ ή μακρό
βάθος χρόνου.
ΜΕΘΟΔΟΙ: Τριάντα – ένας παχύσαρκοι ασθενείς (Δείκτης Μάζας Σώματος (ΒΜΙ):
42.49±2.03 Kg/m2 ) τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες, λαπαροσκοπικής επιμήκους
γαστρεκτομής, με ή χωρίς επιπλεκτομή. Αντιπονεκτίνη, Ομεντίνη, Ιντερλευκίνη-6
(IL-6), tumor necrosis factor-α ((TNF-α), C-αντιδρώσα πρωτεΐνη υψηλής
ευαισθησίας (hs-CRP), high-density lipoprotein (HDL) χοληστερόλη, γλυκόζη
νηστείας, ινσουλίνη και αντίσταση στην ινσουλίνη (εκτιμωμένη με εφαρμογή
-‐
106
-‐
Quickie Test) μετρήθηκαν και εκτιμήθηκαν προεγχειρητικά και 7 μέρες, 1, 3 και 12
μήνες μετεγχειρητικά.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Κατά τη μετεγχειρητική παρακολούθηση, στη διάρκεια του
πρώτου χρόνου, ο δείκτης μάζας σώματος μειώθηκε αξιοσημείωτα και συγκριτικά
και στις δύο ομάδες (Ρ<0.001). Τα επίπεδα της ινσουλίνης, IL-6 και hs-CRP,
μειώθηκαν σημαντικά σε σχέση με τις τιμές αναφοράς (προεγχειρητικά) (Ρ<0.05) και
στις δύο ομάδες, χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Τα επίπεδα
αντιπονεκτίνης και HDL αυξήθηκαν ομοίως και σημαντικά, συγκρινόμενα με τα
επίπεδα αναφοράς (Ρ<0.001) και στις δύο ομάδες. Τα επίπεδα της Ομεντίνης
αυξήθηκαν σημαντικά (Ρ<0.05) στην ομάδα ελέγχου (επιμήκης γαστρεκτομή, χωρίς
εκτομή του επιπλόου) και παρέμειναν χαμηλά στην ομάδα της επιπλεκτομής
(επιμήκης γαστρεκτομή + επιπλεκτομή), στο ένα έτος μετεγχειρητικά. Δεν υπήρξε
στατιστικά σημαντική διαφορά στη μεταβολή των επιπέδων TNF-α σε κάθε ομάδα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα, μέχρι τώρα, θεωρητικά πλεονεκτήματα της επιπλεκτομής,
όσον αφορά την απώλεια βάρους και το μεταβολικό σύνδρομο, δεν
αντικατοπτρίζονται στην προοπτική αυτή μελέτη. Επιπλέον, δοθέντος του
προστατευτικού ρόλου της ομεντίνης σε συνδυασμό με τη θετική συσχέτισηή της με
τα επίπεδα αντιπονεκτίνης πλάσματος και HDL, ήδη γνωστών
καρδιοπροστατευτικών πρωτεϊνών, ανακύπτουν ερωτήματα γύρω από την αρνητική
επίδραση της επιπλεκτομής και καρδιαγγειακής φυσιολογίας, σε βάθος χρόνου. / Increased visceral adipose tissue is a risk factor for the metabolic
complications associated with obesity and promotes a low-grade chronic
inflammatory process. Resection of the great omentum in patients submitted to a
bariatric procedure has been proposed for the amelioration of metabolic alterations
and the maximization of weight loss. The aim of the present study was to investigate
the impact of omentectomy performed in patients with morbid obesity undergoing
sleeve gastrectomy (SG) on metabolic profile, adipokine secretion, inflammatory
status and weight loss.
Methods: Thirty-one obese patients were randomized into two groups, SG alone or
with omentectomy. Adiponectin, omentin, interleukin-6 (IL-6), tumor necrosis factor
α (TNF-α), high sensitivity C-reactive protein (hs-CRP), blood lipids, fasting glucose,
insulin and insulin resistance were measured before surgery and at 7 days, and 1, 3
and 12 months after surgery.
Results: During the one year follow up BMI decreased markedly and comparably in
both groups (P<0.001). Insulin, IL-6 and hs-CRP levels decreased significantly
compared to baseline (P<0.05) in both groups with no significant difference between
groups. Adiponectin and high-density lipoprotein choresterol levels were
significantly and similarly increased compared to baseline (P<0.001) in both groups.
Omentin levels increased significantly (p<0.05) in the control group and decreased in
-‐
108
-‐
the omentectomy group one year postoperatively. There was no significant change in
TNF-α levels in either group.
Conclusions: The theoretical advantages of omentectomy in regard to weight loss and
obesity related abnormalities are not confirmed in this prospective study.
Furthermore, omentectomy does not induce important changes in the inflammatory
status in patients undergoing SG.
|
29 |
Μελέτη της σχέσης λεπτίνης και αυξητικής ορμόνης κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και μετά φαρμακολογική πρόκληση σε παχύσαρκα παιδιάΝικολακοπούλου, Νικολέτα 24 January 2011 (has links)
Σκοπός της μελέτης ήταν: (1) να προσδιοριστεί η συχνότητα της διαταραχής ανοχής στη γλυκόζη (IGT) και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου II (ΣΔII) σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους στην Ελλάδα και (2) να καθοριστεί εάν οι συγκεντρώσεις γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας μπορούν να προβλέψουν τη διαταραχή ανοχής στη γλυκόζη (IGT)) στα παιδιά αυτά σε σχέση με τα επίπεδα της λεπτίνης, της γκρελίνης, της αδιπονεκτίνης και της σωματομεδίνης, και την έκκριση της αυξητικής ορμόνης (GH) και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) κατά τη διάρκεια του 24ωρου μαζί με την ημερήσια έκκριση της κορτιζόλης.
Έγινε καμπύλη σακχάρου (OGTT) μαζί με επίπεδα ινσουλίνης σε 117 παχύσαρκα παιδιά και εφήβους 12,1 2,7 ετών και μελετήθηκαν τα επίπεδα της λεπτίνης, της γκρελίνης, της αδιπονεκτίνης και της σωματομεδίνης (IGF-I) κατά τη δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη (OGTT). Επίσης, μελετήθηκαν τα επίπεδα της 24ωρης έκκρισης της GH και της TSH και της ημερήσιας έκκρισης της κορτιζόλης. Χρησιμοποιήθηκαν οι δείκτες HOMA-IR και ο ινσουλινογόνος δείκτης για την εκτίμηση της αντίστασης της ινσουλίνης και της λειτουργίας των β κυττάρων, αντίστοιχα.
17 ασθενείς (14,5%) είχαν IGT και σε κανένα δε διαγνώστηκε ΣΔII. Τα ποσοστά IGT και ΣΔΙΙ ήταν χαμηλότερα από αυτά μιας πολυεθνικής Αμερικανικής μελέτης. Η διαφορά εντοπίστηκε κυρίως στα προεφηβικά παιδιά (9% έναντι 25,4%), ενώ δεν παρατηρήθηκε διαφορά στους εφήβους (18% έναντι 21%). Ωστόσο, τα ποσοστά IGT ήταν υψηλότερα από αυτά που βρέθηκαν σε άλλες μελέτες από την Ευρώπη. Η γλυκόζη νηστείας, η ινσουλίνη και ο δείκτης HOMA-IR δεν προέβλεψαν την εμφάνιση IGT, όμως, η απόλυτη τιμή της ινσουλίνης στις 2 ώρες της OGTT και ο δείκτης AUCG προέβλεψαν την εμφάνιση IGT. Τα επίπεδα λεπτίνης και γκρελίνης ήταν υψηλότερα στα κορίτσια. Υπήρχε συσχετισμός μεταξύ BMI και λεπτίνης νηστείας, BMI και αδιπονεκτίνης, σωματομεδίνης (IGF-I) και λεπτίνης νηστείας, ενώ δεν υπήρχε καμιά συσχέτιση με τα επίπεδα της κορτιζόλης ή με τα 24ωρα επίπεδα της αυξητικής ορμόνης και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης.
Συμπερασματικά, η OGTT φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να προβλέψει την IGT, ενώ οι τιμές γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας και οι τιμές του δείκτη HOMA-IR, αν και υψηλότερες στους ασθενείς με IGT και ενδεικτικές για αντίσταση στην ινσουλίνη, δεν μπορούν να προβλέψουν την IGT. / The aims of the present study were: (1) to determine the prevalence of impaired glucose tolerance (IGT) and diabetes mellitus II (DMII) in obese children and adolescents of Greek origin and (2) to study the concentrations of leptin, ghrelin, adiponectin and IGF-I during an oral glucose tolerance test as well as the 24-hour concentrations of growth hormone (GH) and thyrotropin secreting hormone (TSH), and the diurnal secretion of cortisol in these children.
A total of 117 obese children and adolescents aged 12.1 2.7 years underwent an oral glucose tolerance test (OGTT) and the concentrations of leptin, ghrelin, adiponectin and IGF-I were studied during the duration of the OGTT in relation to the 24-hour secretion of GH and TSH and the diurnal secretion of cortisol. For the estimation of insulin resistance and beta cell function the homeostatic model assessment (HOMA-IR) and the insulinogenic index, respectively, were used.
A total of 17 patients (14.5%) had IGT and none had DMII. The overall prevalence rates of both IGT and DMII observed in the obese children and adolescents were lower than those reported in a recent multiethnic US study. Nevertheless, the difference between the data of this study and those of the US study was mostly due to the prepubertal children (9% vs. 25.4%), while no difference was observed in the pubertal population (18% vs. 21%). The prevalence rates of IGT in this study though, were greater than those reported in other European studies. Fasting glucose, insulin and HOMA-IR values were not predictive of IGT. The absolute value of insulin at 2h of the OGTT combined with the time-integrated glycemia (AUCG) strongly predicted IGT, whereas higher area under the curve for insulin (AUCI) values were found to be protective. Leptin and ghrelin concentrations were higher in the females. There was a correlation found between BMI and fasting leptin, BMI and adiponectin, IGF-I and fasting leptin although there was no correlation found with the GH, TSH or cortisol concentrations.
In conclusion, the OGTT seems to be capable of predicting IGT whereas the fasting glucose and insulin concentrations are unable to predict glucose intolerance since HOMA-IR values, although higher in IGT subjects and indicative of insulin resistance, cannot accurately predict IGT.
|
Page generated in 0.0384 seconds