• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 45
  • Tagged with
  • 46
  • 37
  • 24
  • 20
  • 17
  • 17
  • 16
  • 9
  • 8
  • 8
  • 8
  • 7
  • 6
  • 6
  • 6
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
31

Ανάπτυξη μεθόδων και εργαλείων μέτρησης ευχρηστίας : υλοποίηση εργαλείου ταξινόμησης καρτών

Σιώζος, Κώστας 04 October 2011 (has links)
Στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ανάπτυξη ενός διαδικτυακού συστήματος το οποίο παρέχει την δυνατότητα εκτέλεσης πειραμάτων Ταξινόμησης Καρτών καθώς και ανάλυσης των αποτελεσμάτων που προκύπτουν. Αφότου έγινε συστηματική μελέτη της θεωρίας προσδιορίστηκαν οι κύριες αρχές, πάνω στις οποίες βασίστηκε η σχεδίαση και ανάπτυξη του συστήματος. Δόθηκε έμφαση στην ευχρηστία και στον διαδικτυακό χαρακτήρα του συστήματος καθώς και στην δημιουργία περιβάλλοντος υψηλής διαδραστικότητας. Για την επίτευξη του στόχου αξιοποιήθηκαν τεχνολογίες βάσεων δεδομένων και διαδικτύου. Η ευχρηστία του συστήματος είναι απόρροια διαδοχικών αξιολογήσεων από ειδικούς ευχρηστίας αλλά και δοκιμής του σε πραγματικές συνθήκες χρήσης. Το σύστημα αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια ενός ερευνητή, αποκαλύπτοντας τις εννοιολογικές δομές ή κατηγοριοποιήσεις των ατόμων που εκτελούν το πείραμα, αλλά και ενός σχεδιαστή πληροφοριακών συστημάτων, ώστε να κατανοήσει καλύτερα τους χρήστες στους οποίους απευθύνεται και να βελτιώσει με αυτό τον τρόπο την ευχρηστία και την εμπειρία χρήστη. Τέλος, η λογική της μεταφοράς μιας μεθόδου όπως η Ταξινόμηση Καρτών σε ένα διαδικτυακό σύστημα μπορεί να επεκταθεί και σε άλλες ερευνητικές μεθόδους, απολαμβάνοντας αντίστοιχα οφέλη. / The aim of this thesis is to develop an online system that provides the ability to perform Card Sorting experiments and analysis of Card Sorting results. After a systematic study of theory, the main principles were identified upon which the design and development of the system was based on. Emphasis was placed on achieving a high level of usability and to create an online and highly interactive environment using RIA (Rich Internet Applications). To achieve this goal, database technologies and internet technologies as well as RIA were used. The usability of the system is the result of successive evaluations by experts and usability test in real conditions. The system is a useful tool for a researcher to reveal the conceptual structure or classifications(user mental model) of people participating in a Card Sorting experiment, but also for a designer of information systems to better understand the users to whom the design refers to and thereby to improve the usability and user experience. Finally, the logic of transferring a method such as Card Sorting from the "real world" in an online system can be extended to other research methods, enjoying the benefits of modern computer and internet technologies .
32

Σχεδιασμός και υλοποίηση συστήματος διαχείρισης και ενοποίησης διαφορετικών ταυτοτήτων χρηστών σε δίκτυα νέας γενιάς

Λαμπρόπουλος, Κωνσταντίνος 17 September 2012 (has links)
Η διδακτορική διατριβή με τίτλο «Σχεδιασμός και υλοποίηση συστήματος διαχείρισης και ενοποίησης διαφορετικών ταυτοτήτων χρηστών σε δίκτυα νέας γενιάς» πραγματεύεται την οργάνωση και διαχείριση των ταυτοτήτων χρηστών σε ένα ενοποιημένο δικτυακό περιβάλλον αποτελούμενο από διαφορετικά δίκτυα, τεχνολογίες και υπηρεσίες. Η διατριβή, αρχικά εξετάζει τις προτεινόμενες αρχιτεκτονικές και υπηρεσίες του Μελλοντικού Διαδικτύου και ανάμεσα στα προβλήματα που παρουσιάζονται επικεντρώνεται στην επίλυση της Διαχείρισης Ψηφιακών Ταυτοτήτων (Identity Management – IdM). Μέχρι τώρα οι προτεινόμενες λύσεις είναι λειτουργικές μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, όπως π.χ. την εφαρμογή νέων παγκόσμιων προσδιοριστικών ή τη δημιουργία μεγάλων ομοσπονδιών εμπιστοσύνης. Στην πράξη όμως τέτοιες πρακτικές δεν μπορούν να υιοθετηθούν από μεγάλης κλίμακας δίκτυα. Σε αντίθεση με αυτές τις προσεγγίσεις, η συγκεκριμένη διατριβή προτείνει τον σχεδιασμό ενός συστήματος που θα έχει ως σκοπό να βοηθάει τα εκάστοτε πλαίσια (δίκτυα, ομοσπονδίες, παρόχους κ.τ.λ.) να αντιμετωπίζουν μόνα τους τα προβλήματα διαχείρισης ταυτοτήτων που παρουσιάζονται στις υπηρεσίες τους. Για να επιτευχθεί αυτό, αρχικά αποδεικνύεται πως είναι αναγκαίος ο διαχωρισμός της διαδικασίας ανακάλυψης δεδομένων που σχετίζονται με τις ψηφιακές ταυτότητες, από τις υπόλοιπες διαδικασίες διαχείρισης (π.χ. ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ παρόχων). Με βάση αυτή την προσέγγιση δημιουργήθηκε το σύστημα DIMANDS, το οποίο δίνει την δυνατότητα στους παρόχους να ανακαλύπτουν τα δεδομένα ταυτότητας που απαιτούνται για την ολοκλήρωση μιας δεδομένης υπηρεσίας, ενώ παράλληλα τους επιτρέπει να διαχειρίζονται αυτόνομα τις υπόλοιπες διαδικασίες που σχετίζονται με την υπηρεσία αυτή. Το σύστημα πληροί όλες τις απαιτήσεις ασφάλειας, εμπιστοσύνης, διαφύλαξης ιδιοαπόρρητου και απόδοσης ενός μεγάλης κλίμακας συστήματος διαχείρισης ψηφιακών ταυτοτήτων. Αυτό αποδεικνύεται από προσομοιώσεις που έγιναν στο περιβάλλον εξομοίωσης OPNET. Τέλος σημειώνεται πως ένα δοκιμαστικό σενάριο χρήσης του συστήματος υλοποιήθηκε σε περιβάλλον Ruby on Rails. / This PhD thesis entitled “Design and implementation of a system for the management and unification of users’ diverse identities in next generation networks” examines the organization and management of users’ identity data in a unified network environment composed by diverse networks, technologies and services. The dissertation, initially examines the proposed future Internet architectures and services and among the identified problems, it focuses on the management of Digital Identities (Identity Management – IdM). Until now, the proposed solutions are only functional if specific conditions are met, such as the implementation of new global identifiers or creating large scale federations of trust. In practice though, these conditions cannot be enforced in large-scale networks. Contrary to these approaches, this dissertation proposes the design of a system capable of helping the individual contexts (federations, networks, service providers, etc.) to independently deal with their own identity management problems that appear in their services. To achieve this, initially we prove that it is necessary to separate the process of discovering identity related data from the all the rest of the identity management procedures (e.g. data exchange between providers). Based on this approach we created DIMANDS, a system which allows providers to discover the necessary data required to complete a specific service, while enabling them to manage autonomously the remaining procedures associated with this service. The system meets all the requirements of security, trust, privacy and performance of a large scale identity management system. This is evidenced by simulations made in the OPNET simulation environment. Finally it must be noted that a demo based on the system’s functionality was implemented in Ruby on Rails environment.
33

Τεχνικογεωλογικές συνθήκες στη λεκάνη δυτικής Θεσσαλίας - Γεωμηχανικά χαρακτηριστικά των τεταρτογενών αποθέσεων : ανάλυση με χρήση γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών / Engineering-geological conditions in the western Thessaly basin - Geomechanical characteristics of the quaternary deposits : analysis using geographic information systems

Αποστολίδης, Εμμανουήλ 07 May 2015 (has links)
Η παρούσα διατριβή έχει ως στόχο τη διερεύνηση των τεχνικογεωλογικών συνθηκών που επικρατούν στη λεκάνη Δυτικής Θεσσαλίας, με χρήση και εφαρμογή των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, καθώς επίσης τον προσδιορισμό και τη στατιστική επεξεργασία των τιμών των γεωμηχανικών χαρακτηριστικών των τεταρτογενών αποθέσεων που δομούν το πεδινό της τμήμα. Στο πλαίσιο αυτό σχεδιάστηκαν ογδόντα (80) θεματικοί χάρτες με χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, από τους οποίους επιλέχτηκαν τελικά για παρουσίαση, εντός και εκτός κειμένου, οι πενήντα εννέα (59). Επίσης, συντάχτηκε πλήθος πινάκων, σχημάτων, χαρτογραφικών ή στατιστικών διαγραμμάτων, ενώ παράλληλα παρουσιάστηκε σειρά φωτογραφιών. Αναλυτικότερα, δίνεται κατ΄αρχήν το τεχνικογεωλογικό πλαίσιο της λεκάνης στην οποία εντάσσεται η παραπάνω έρευνα, με βάση την ανάλυση και σύνθεση στοιχείων που αναφέρονται στις γεωμορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες, το υδρομετεωρολογικό καθεστώς, τη σεισμικότητα και σεισμική επικινδυνότητα, τη λιθολογική σύσταση και δομή των σχηματισμών, τις υδρογεωλογικές και υδρολιθολογικές συνθήκες, καθώς και τις αποσαθρωτικές και διαβρωτικές διεργασίες των γεωλογικών σχηματισμών που δομούν την περιοχή έρευνας. Ακολούθως, παρουσιάζονται αναλυτικά οι τεχνικογεωλογικές συνθήκες που επικρατούν στη λεκάνη Δυτικής Θεσσαλίας και συντάχτηκε τεχνικογεωλογικός χάρτης σε κλίμακα 1:100.000. Στον εν λόγω χάρτη διακρίνονται είκοσι τρείς (23) τεχνικογεωλογικές ενότητες, έξι (6) για τις τεταρτογενείς αποθέσεις, δύο (2) για τους μεταλπικούς σχηματισμούς (νεογενή και μολάσσες) και δέκα πέντε (15) για τους σχηματισμούς του αλπικού υποβάθρου. Ο χάρτης αυτός συνοδεύεται από αναλυτικό Υπόμνημα. Στη συνέχεια, αναλύονται τα γεωμηχανικά χαρακτηριστικά (φυσικές ιδιότητες και μηχανικές παράμετροι) των τεταρτογενών αποθέσεων της περιοχής έρευνας, περιγράφεται η Βάση Γεωτεχνικών Δεδομένων που δημιουργήθηκε και παρατίθεται στατιστική ανάλυση των τιμών από τις παραπάνω παραμέτρους, καθώς και των αποτελεσμάτων από τις επί τόπου δοκιμές πρότυπης διείσδυσης και υδροπερατότητας. Ειδικότερα, έγινε συγκέντρωση, αξιολόγηση, τυποποίηση και καταγραφή-αρχειοθέτηση στην παραπάνω Βάση Δεδομένων των Γεωτεχνικών Πληροφοριών οι οποίες προέρχονται από 1.039 γεωτρήσεις που είχαν εκτελέσει διάφοροι φορείς του Δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στο πεδινό τμήμα της λεκάνης Δυτικής Θεσσαλίας. Συνολικά καταχωρήθηκαν 22.463 εγγραφές σε έξι (6) Πίνακες, που στον καθένα αποθηκεύονται διαφορετικά τμήματα της γεωπληροφορίας. Επίσης, πραγματοποιήθηκε λεπτομερής ανάλυση του τεχνικoγεωλογικού πλαισίου και των σημαντικότερων παραμέτρων που υπεισέρχονται στο πρόβλημα των κατολισθήσεων. Ακολούθως, έγινε στατιστική επεξεργασία των στοιχείων της Βάσης Δεδομένων Κατολισθήσεων που δημιουργήθηκε και διερευνήθηκαν αναλυτικά οι σημαντικότεροι από τους παράγοντες που θεωρούνται υπεύθυνοι για την εκδήλωση κατολισθητικών φαινομένων και λαμβάνονται υπόψη στην εκτίμηση των επιδεκτικών προς κατολίσθηση περιοχών. Συνολικά αποτυπώθηκαν 979 θέσεις εκδήλωσης κατολισθήσεων, ενώ συντάχτηκε Χάρτης απογραφής κατολισθητικών φαινομένων και Χάρτης επιδεκτικότητας κατολισθήσεων στα όρια της λεκάνης Δυτικής Θεσσαλίας. Τέλος, καταγράφηκαν και αποτυπώθηκαν εδαφικές υποχωρήσεις που εκδηλώθηκαν σε οικισμούς (εντός ή εκτός οικιστικού ιστού) στην ευρύτερη περιοχή Φαρσάλων-Σοφάδων, ενώ διερευνήθηκαν τα πιθανά αίτια και ο μηχανισμός εκδήλωσης των φαινομένων αυτών. / The investigation of engineering-geological conditions of the Western Thessaly basin and the analysis of geomechanical characteristics of the Quaternary deposits, which occur in the flat part of the region, are examined in this thesis. In this framework, eighty (80) thematic maps have been produced using Geographic Information Systems. In addition, many tables, drawings, cartographic or statistical diagrams have been created. Moreover, a large number of photographs are also presented. The engineering-geological framework of the basin is given in detail, based on the analysis and composition of collected data, regarding, specifically, the geomorphological and hydrometeorological conditions, the seismicity and seismic hazard, the lithological characteristics and structure of the geological formations, the hydrogeological conditions, as well as the weathering and erosion processes exhibited in the geological formations that occur in the basin. Furthermore, an engineering-geological map of the Western Thessaly basin at a scale of 1:100,000 has been compiled, aiming to facilitate both urban planning and industrial development of the basin’s wider area. It is considered that this map may well contribute to the optimization of land use planning and improve the allocation and planning of civil engineering projects. The formations encountered in the basin are grouped into twenty three (23) engineering-geological unities, with regard to their geotechnical behaviour. The entire study, engaged to this thesis, was basically based on data from both in situ investigations and geotechnical information derived and evaluated from the utilisation of 1,039 existing boreholes and trial pits, in the plain part of the Western Thessaly basin. Totally 22,463 records were created and allocated in six (6) Tables. In each one of these tables different kind of geo-information were stored. The values of the above parameters were critically examined. Besides, statistical analysis was carried out on Standard Penetration and Permeability Tests result. All the geotechnical characteristics of the Quaternary deposits (physical properties and mechanical parameters) have been analyzed and a Geotechnical Database was created and presented in this thesis. Furthermore, a landslide inventory map of the Western Thessaly basin has been compiled. Many technical reports and studies, which refer to landslide occurrences, mainly obtained from the Institute of Geology and Mineral Exploration (IGME) were used to analyse and record all the landslides of the study area. A Database, using Microsoft Access, has been compiled. The connection between the Database system and Geographic Information Systems was established with the defined coordinates of the locations of existing landslide occurrences. After the necessary modifications, 979 landslide events were recorded and digitally stored. Also, a simple statistical evaluation of the available recordings was applied for the assessment of the engineering-geological data regarding the lithology and geomechanical characteristics of the encountered various geo-materials. Finally, the surface subsidence ruptures manifested in the basin’s area have been investigated.
34

Ηχοβολιστική αποτύπωση του αναγλύφου του πυθμένα και διερεύνηση της οικολογικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας, Ν. Μεσσηνίας, καθώς και ψηφιακή χαρτογράφηση των καλύψεων/ χρήσεων γης στην ευρύτερη προστατευόμενη περιοχή

Παπακωνσταντίνου, Μαρία 13 January 2015 (has links)
Στα πλαίσια της παρούσας έρευνας, μελετήθηκε η προστατευόμενη περιοχή του Οικολογικού Δικτύου Natura 2000: «Λιμνοθάλασσα Πύλου (Διβάρι), Νήσος Σφακτηρία, Αγ. Δημήτριος» με κωδικό GR2550004. Διεξάχθηκαν δύο εποχικές δειγματοληψίες, στις 31 Αυγούστου του 2012 και στις 21 Απριλίου του 2013. Η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας έχει έκταση περίπου 2,5 Km2, μέγιστο βάθος 1 m και επικοινωνεί με τον κόλπο του Ναυαρίνου μέσω ενός τεχνητού διαύλου. Αρχικά, πραγματοποιήθηκε η ηχοβολιστική αποτύπωση του πυθμένα, με χρήση ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης (Side Scan Sonar, SSS) με σκοπό να αποκαλυφθεί, τόσο η μορφολογία του βυθού, όσο και η παρουσία, η αφθονία και η χωρική κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων. Κατόπιν, σε 9 προεπιλεγμένους δειγματοληπτικούς σταθμούς, πραγματοποιήθηκε καταγραφή των φυσικοχημικών παραμέτρων και συλλέχθηκαν δείγματα υδρόβιας χλωρίδας. Με τη βοήθεια του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης μελετήθηκε, περίπου, το 37% της έκτασης της λιμνοθάλασσας. Μέσω αυτής της διαδικασίας, προέκυψαν 6 διαφορετικοί ακουστικοί τύποι που αντιστοιχούν σε 6 διαφορετικά ποσοστά φυτοκάλυψης: πυκνή (76-100%), λιγότερο πυκνή (51-75%), αραιή (26-50%), πολύ αραιή (6-25%), σπάνια (1-5%) και καθόλου (<1%). Αφού κατασκευάστηκε το μωσαϊκό του πυθμένα, με τη χρήση των λογισμικών Triton Isis και TritonMap (Delphmap) της Triton Imaging Inc., διαπιστώθηκε ότι, η λιμνοθάλασσα καλύπτεται από βλάστηση σε ποσοστό περίπου 25% ενώ, περίπου, το 75% δεν καταλαμβάνεται από κάποιο είδος υδρόβιας βλάστησης, και το υπόστρωμα είναι αμμώδες/ ιλυοαμμώδες (Μπούζος et al., 2002a). Τα αποτελέσματα του Αυγούστου έδειξαν ότι, η πυκνή φυτοκάλυψη φτάνει περίπου στο 2% της υπό μελέτη έκτασης, και χωρικά περιορίζεται κοντά στο δίαυλο επικοινωνίας με τη θάλασσα. Η υδρόβια χλωρίδα που απαντά στους σταθμούς αυτούς αποτελείται από τα είδη Ruppia cirrhosa σε μίξη με την Cymodocea nodosa, με κυρίαρχο είδος τη Ruppia cirrhosa. Όσο απομακρυνόμαστε από το δίαυλο, η πυκνή φυτοκάλυψη εναλλάσσεται με λιγότερο πυκνή, σε ποσοστό 1% επί του συνόλου, και αποτελείται από τα ίδια είδη. Η αραιή φυτοκάλυψη, απαντά σε ποσοστό 3% και χωρικά κατανέμεται στο δίαυλο επικοινωνίας, αλλά και στα νοτιοδυτικά της λιμνοθάλασσας, όπου, εκτός από τη Ruppia cirrhosa, απαντά και η Cladophora glomerata. To ποσοστό της πολύ αραιής φυτοκάλυψης κυμαίνεται γύρω στο 15% και χωρικά κατανέμεται, κυρίως, στα βορειοανατολικά της λιμνοθάλασσας, όπου απαντά μόνο η Ruppia cirrhosa, ενώ, σε ποσοστό 4%, η φυτοκάλυψη είναι σπάνια και απαντά στα βορειοδυτικά και στα κεντρικά σημεία της λιμνοθάλασσας. Τον Απρίλιο, η χωρική κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων είναι ακόμα πιο περιορισμένη, με συμμετοχή μόνο της Ruppia cirrhosa, η οποία συγκεντρώνεται κυρίως, κοντά στο δίαυλο επικοινωνίας με τον κόλπο του Ναυαρίνου, καθώς εκεί ευνοείται η ανανέωση του νερού και οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι κατάλληλες για την ανάπτυξή τους. Τονίζεται επίσης ότι, τον Απρίλιο, συλλέχθηκε από τα βόρεια της λιμνοθάλασσας ένα είδος του γένους Ulva spp, που αποτελεί δείκτη ευτροφικών συνθηκών (Orfanidis et al., 2005, Aliaume et al., 2007). Γενικά, το κυρίαρχο είδος στη λιμνοθάλασσα, και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, είναι το κοσμοπολίτικο είδος Ruppia cirrhosa το οποίο έχει καταγραφεί ξανά στην περιοχή (Tiniakos et al., 1997). Σε όλους τους δειγματοληπτικούς σταθμούς, καταγράφηκαν οι παράμετροι: θερμοκρασία, αλατότητα, pH και διαλυμένο οξυγόνο, αλλά και το βάθος της λιμνοθάλασσας, η διαφάνεια του νερού και η ένταση της φωτοσυνθετικά ενεργής ακτινοβολίας (PAR). Επιπλέον, υπολογίστηκαν οι συγκεντρώσεις της χλωροφύλλης-α, τα ολικά αιωρούμενα στερεά (TSS), οι συγκεντρώσεις των ανόργανων ενώσεων αζώτου και φωσφόρου, καθώς και τα επίπεδα της ολικής αλκαλικότητας των ανθρακικών και όξινων ανθρακικών ιόντων. Τα αποτελέσματα έδειξαν χωρική και χρονική διακύμανση όλων των παραμέτρων, με πιο σημαντικές τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, της αλατότητας και της συγκέντρωσης των θρεπτικών ενώσεων αζώτου και φωσφόρου. H εποχική διακύμανση των περιβαλλοντικών παραμέτρων προκαλεί φυσικό stress στους υδρόβιους οργανισμούς επηρεάζοντας την αφθονία και εξάπλωσή τους (Crouzet et al., 1999). O έλεγχος των στατιστικώς σημαντικών διαφορών των φυσικοχημικών παραμέτρων, πραγματοποιήθηκε με τον έλεγχο Mann-Whitney U, ο οποίος έδειξε ότι υπάρχουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές, μεταξύ των δύο εποχών, που αφορούν στις παραμέτρους: διαφάνεια, αλατότητα, θερμοκρασία, pH, TSS, NO2, CO3ˉ και HCO3=. Αντίθετα, δεν εντοπίστηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο εποχικών δειγματοληψιών στις παραμέτρους: βάθος, διαλυμένο οξυγόνο, χλωροφύλλη-α, NO3, NH4 και PO4. Ενδεικτικά, η θερμοκρασία παρουσίασε μεγάλη εποχική διακύμανση, σημειώνοντας πολύ υψηλές τιμές τον Αύγουστο (28,80 C - 30,50 C), και πολύ χαμηλότερες τον Απρίλιο (19,0 0C - 20,40C). Η αλατότητα παρουσίασε μεγάλες διακυμάνσεις από σταθμό σε σταθμό, κυρίως τον Αύγουστο, αλλά και από εποχή σε εποχή. Συγκεκριμένα τον Αύγουστο, κυμάνθηκε από 42,73‰ έως 54,42‰ ενώ τον Απρίλιο κυμάνθηκε γύρω στο 31‰ σε όλη την έκταση της λιμνοθάλασσας. Επιπρόσθετα, το pH παρουσίασε στατιστικώς σημαντικές διαφορές, καθώς τον Αύγουστο κυμάνθηκε στο 8,23 κατά μέσο όρο, αναφορικά για όλη τη λιμνοθάλασσα, ενώ τον Απρίλιο παρουσίασε πτωτική τάση, αφού η μέση του τιμή ήταν 6,99. Όσον αφορά στις συγκεντρώσεις των θρεπτικών, τα αμμωνιακά ιόντα ήταν η κυρίαρχη μορφή αζώτου, καθώς παρουσίασε υψηλές τιμές και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, ενώ, τα νιτρώδη ιόντα, παρόλο που διέφεραν στατιστικώς σημαντικά, σε γενικές γραμμές, κυμάνθηκαν σε χαμηλά επίπεδα και τους δύο μήνες (έως 0,010 mg/l). Το διαλυμένο οξυγόνο παρέμεινε σε φυσιολογικά επίπεδα και τους δύο μήνες, όπου η μέση τιμή του ήταν 8 mg/l. Το βάθος δεν μεταβλήθηκε σημαντικά, ενώ τα επίπεδα της χλωροφύλλης-α, ήταν υψηλά και τις δύο χρονικές περιόδους. Η ανάλυση Spearman έδειξε σαφείς συσχετίσεις μεταξύ των περιβαλλοντικών παραμέτρων. Ανάμεσα στις πιο σημαντικές συγκαταλέγονται, η αρνητική συσχέτιση της διαφάνειας με την εποχή και το βάθος. Επιπλέον, σημαντική είναι η αρνητική συσχέτιση της αλατότητας και της θερμοκρασίας με την εποχή, αλλά και η θετική συσχέτιση μεταξύ των δύο πρώτων. Στη συνέχεια, εξίσου σημαντική είναι η θετική συσχέτιση του pH με την αλατότητα και τη θερμοκρασία, αλλά αξιοσημείωτες είναι και οι θετικές συσχετίσεις που παρουσιάζουν τα TSS με τη θερμοκρασία και το pH, και η χλωροφύλλη-α με τη διαφάνεια. Σύμφωνα με τα κριτήρια που έθεσε η Οργάνωση για Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΕCD) για τα στάσιμα ύδατα, προέκυψε η τροφική κατάσταση της λιμνοθάλασσας, με βάση τις μέσες και οριακές τιμές των παραμέτρων: TP, χλωροφύλλη-α και διαφάνεια (Secchi depth) (OECD, 1982). Έτσι, με βάση τη μέση συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου χαρακτηρίζεται ως υπερτροφική τον Αύγουστο και ως ευτροφική τον Απρίλιο. Όσον αφορά στη χλωροφύλλη-α, με βάση τις μέσες και μέγιστες τιμές που σημειώθηκαν τον Αύγουστο, η λιμνοθάλασσα χαρακτηρίζεται ως ευτροφική, ενώ τον Απρίλιο χαρακτηρίζεται ως ευτροφική, με βάση τη μέση τιμή, αλλά ως μεσοτροφική, με βάση τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε. Τέλος, όσον αφορά στη διαφάνεια, σύμφωνα με τις μέσες και ελάχιστες τιμές της, η λιμνοθάλασσα, και τους δύο μήνες, χαρακτηρίζεται ως υπερτροφική. Με χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (ΓΣΠ), και με υπόβαθρο ένα μωσαϊκό ορθοφωτοχαρτών της Κτηματολόγιο Α.Ε., που αποκτήθηκαν κατά το διάστημα 2007-2009, κατασκευάστηκε ο χάρτης των καλύψεων/ χρήσεων γης του συστήματος ταξινόμησης Corine Land Cover 2000, για ολόκληρη την προστατευόμενη περιοχή. Ακολούθως, έγινε η αντιστοίχηση των κατηγοριών καλύψεων/ χρήσεων γης που προέκυψαν, με τους τύπους οικοτόπων του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΚ, στο 3ο επίπεδο ταξινόμησης. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε μια ποιοτική σύγκριση μεταξύ του νέου χάρτη και του χάρτη του Corine Land Cover, που κατασκευάστηκε για την περιοχή το 2000. Με βάση το χάρτη που κατασκευάστηκε διαπιστώθηκε ότι, υπάρχει ποικιλία φυσικών τύπων οικοτόπων, που προσδίδουν στην περιοχή ιδιαίτερη οικολογική και αισθητική αξία. Περιμετρικά της λιμνοθάλασσας απαντούν μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi), καλαμώνες, μεσογειακοί λειμώνες υψηλών χόρτων και βούρλων (Molinio Holochoenion), παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaricetea και Securinegion tinctoriae), σχηματισμοί με αρκεύθους (Juniperus spp.), υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria και μονοετή βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας. Επιπλέον, στη νήσο Σφακτηρία, στους λόφους του Παλαιόκαστρου και του Πετροχωρίου, απαντούν απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium spp.), Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου και φρύγανα ενώ, οι όχθες του ποταμού Σελά χαρακτηρίζονται από δάση ανατολικής πλατάνου (Platanus orientalis). Τονίζεται η σημειακή συμμετοχή του τύπου προτεραιότητας των θινών των παραλιών με αρκεύθους (Juniperus spp). Επιπλέον, σε μεγάλη έκταση, απαντούν οι αγροτικές καλλιέργειες, με κυρίαρχους τους ελαιώνες, περιοχές αστικού πρασίνου, δρόμοι αλλά και οικισμοί. Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας όπως η αποτύπωση της μορφολογίας του πυθμένα της λιμνοθάλασσας και των καλύψεων/ χρήσεων γης, στα όρια της προστατευόμενης περιοχής και η περαιτέρω εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας θα συμβάλλουν περαιτέρω στην ορθολογική διαχείριση της. / In the context of this research, the protected area of the «Natura 2000» ecological network: "Pylos Lagoon, Sfaktiria island, St. Dimitrios" with the sitecode GR2550004, has been studied. Two sampling campaigns were carried out, οn August 31st 2012 and on April 21st 2013. Gialova lagoon covers an area of 2.5 Km2 with a maximum depth of 1 m and is connected with the adjoining Navarino Bay, via a small channel. Firstly, side scan sonar bottom interpretation was carried out, in order to investigate, not only the morphology of the lagoon’s bottom, but also the presence, abundance and spatial distribution of aquatic macrophytes. In addition, physicochemical parameters were recorded in 9 different sampling stations. Furthermore, samplings of aquatic vegetation were carried out as well. Initially, with the use of SSS, roughly 37% of the lagoon’s surface has been studied. Side scan sonar imagery resulted in 6 different acoustic types, which correspond to 6 different percentages of plant cover: thick (76-100%), less than thick (51-75%), sparse (26-50%), too sparse (6-25%), rare (1-5%) and absent (<1%). Having built the mosaic of the bottom of the lagoon, with the use of software Triton Isis and Triton Map (Delphmap) of Triton Imaging Inc., it was found that, the lagoon is covered by vegetation at 25%, while 75% is not occupied by any kind of aquatic vegetation, but the substrate is sandy/mudsandy (Bouzos et al., 2002a). The results of August showed that the thick plant cover reaches approximately 2% of the study area, and it is spatially restricted near the communication channel with the sea. The aquatic flora which responds to these stations is Ruppia cirrhosa in mixing with the Cymodocea nodosa, with the Ruppia cirrhosa as the dominant species. When we move away from the communication channel, the thick plant cover alternates with less than thick, representing 1% of the total, and consists of the same species. The sparse plant cover responds to 3% and is spatially distributed in the communication channel, but also in the southwest of the lagoon, where, apart from the Ruppia cirrhosa, Cladophora glomerata is found as well. The percentage of too sparse vegetation is around 15%, and it is spatially distributed mainly in the north-east of the lagoon, where only Ruppia cirrhosa is found, while, the vegetation is rare at 4%, and responds to the northwest and the central points of the lagoon. In April, the spatial distribution of aquatic macrophytes is even more limited, involving only the Ruppia cirrhosa, which is mainly concentrated near the communication channel with the adjoining Navarino Bay, which favored the renewal of water and where the environmental conditions are suitable for their development. It should be also noted that, in April, an occasional species of the genus Ulva spp., was collected from the northern section of the lagoon. This species is an indicator of eutrophic conditions (Orfanidis et al., 2005, Aliaume et al., 2007). In general, the dominant species in the lagoon, in both sampling periods, is the cosmopolitan species Ruppia cirrhosa, which has been recorded before in the region (Tiniakos et al., 1997). The following parameters were recorded in all the sampling stations: temperature, salinity, pH and dissolved oxygen, but also the depth of the lagoon, the transparency of the water’s column and the volume of photosynthetically active radiation (PAR). Furthermore, chlorophyll-a, total suspended solids (TSS), inorganic nitrogen and phosphorus compounds, as well as the levels of total alkalinity of carbonates and acid carbonates were calculated. The results showed spatial and temporal variability of all parameters, and the most significant fluctuations were observed in temperature, salinity and in nitrogen and phosphorus concentrations. This seasonal variation of environmental parameters causes natural stress on aquatic organisms affecting their abundance and their spatial distribution (Crouzet et al., 1999). The control of the statistically significant differences in physicochemical parameters was carried out with the Mann-Whitney U test, which has shown that, there are statistically significant differences between the two seasons, relating to parameters: transparency, salinity, temperature, pH, TSS, NO2, CO3ˉ and HCO3=. In contrast, there were not statistically significant differences between the two sampling periods for parameters: depth, dissolved oxygen, Chl-a, NO3, NH4 and PO4. More specifically, the temperature has large seasonal variation, noting very high values in August (28.8ᵒ C – 30.5ᵒ C) and much lower in April (19.0ᵒ C – 20.4ᵒ C). The salinity showed large fluctuations from station to station, especially in August, but also from season to season. Specifically in August, it ranged from 42.73‰ to 54.42‰ and in April fluctuated around 31‰ throughout the lagoon. In addition, the pH values presented statistically significant differences. In August, pH ranged from around 8.23 on average, with respect to the entire lagoon, while in April showed a downward trend, when the average value was around 6.99. With regard to the concentrations of nutrients, ammonium ions were the dominant form of nitrogen, as it presented high values in both sampling periods, while the nitrite ions, although differed statistically significantly, in general, varied in low levels both months. Dissolved oxygen, remained at normal levels in both sampling periods, where the average value was around 8 mg/l. The depth did not change significantly, while the levels of Chl-a, were very high in both time periods. The Spearman analysis showed clear correlations between environmental parameters. Among the most important is, the negative correlation of transparency with season and depth. In addition, significant is the negative correlation of salinity and temperature with season, but also the positive correlation between the first two. Of course, equally important is the positive correlation of pH with salinity and temperature, but also significant are the positive correlations of the TSS with temperature and pH, and Chl-a with transparency. Finally, it is mentioned that there is negative correlation of total phosphorus with season and acid carbonates, and positive correlation with salinity, temperature, pH and TSS. In accordance with the standards set by the Organization for Cooperation and Development (OECD) for stagnant water, the trophic status of the lagoon has been established, on the basis of the average and maximum values of parameters: TP, Chl-a and transparency (Secchi depth) (OECD, 1982). So, on the basis of the average concentration of total phosphorus, it is characterized as hypereutrophic in August and as eutrophic in April. As regards the Chl-a, on the basis of the average and maximum values occurred in August, the lagoon is characterised as eutrophic, while in April it is characterized as eutrophic, based on the average value, but as mesotrophic, on the basis of the maximum value recorded. Finally, with regard to transparency, in accordance with the average and minimum values, the lagoon is characterized as hypereutrophic in both seasons. With the use of Geographical Information Systems (GIS) and with the help of ortho-corrected aerial photographs, acquired during 2007 and 2009, a Land Cover Land Use map was constructed. Subsequently, the categories of Corine Land Cover that came up, matched with the habitat types included in the Annex I of the Directive 92/43/EC, according to the 3rd classification level. Furthermore, the land cover/ land use categories of the new map compared with those of the map that constructed in 2000 for the same area, in order to estimate the changes during the years that have passed. The map, which was constructed in the context of this research, showed that there is a variety of natural habitat types, which gives the area special ecological and aesthetic value. In particular, around the lagoon, we found mediterranean salt meadows (Juncetalia maritimi), reedbeds, mediterranean grassland with high grass and rush (Molinio Holochoenion), southern riparian forest-arcades and scrubs galleries (Nerio-tamaricetea and Securinegion tinctoriae), formations with juniper thickets (Juniperus spp.), embryonic dunes, shifting dunes along the shoreline with Ammophila Arenaria and vegetation of drift lines. In addition, on the Sfaktiria island, in Paleokastro and Petrochori hills respond vegetated sea cliffs of the Mediterranean coasts (with endemic Limonium spp.), Garrigues of eastern Mediterranean and phrygana, while the banks of the river Selas are characterized by oriental plane woods (Platanus orientalis). The spot presence of dune juniper thickets is emphasized (Juniperus spp), which is a priority habitat. In addition, to a large extent, there are agricultural crops with olive groves, urban areas, roads and different kinds of settlements. The ultimate aim of this study is the visual interpretation of the morphology of the bottom of the lagoon and the Land Cover Land Uses, within the limits of the protected area and the further assessment of the ecological status of the lagoon.
35

Άτλας γεωμυθολογίας της Πελοποννήσου, σύνδεση αρχαιολογίας και γεωλογίας

Φαρμάκη, Σοφία 16 May 2014 (has links)
Η παρούσα διατριβή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού πεδίου της Γεωμυθολογίας. Σκοπός της είναι να αποτελέσει έναν εμπεριστατωμένο, επιστημονικό Άτλαντα της Γεωμυθολογίας της Πελοποννήσου. Πιο συγκεκριμένα, να συγκεντρώσει τα απαραίτητα δεδομένα που μπορούν να οδηγήσουν στην πληρέστερη ερμηνεία των αρχαίων ελληνικών μύθων υπό το πρίσμα της επιστήμης της Γεωλογίας. Η Γεωμυθολογία υποστηρίζει ότι οι γεωμύθοι ενός τόπου είναι πιθανό να έχουν προκύψει είτε γιατί οι αρχαίοι άνθρωποι ήταν μάρτυρες ενός γεωλογικού γεγονότος είτε γιατί ήθελαν να ερμηνεύσουν εκ των υστέρων την ιδιαίτερη γεωλογική πραγματικότητα που τους περιέβαλλε. Προκειμένου να συγκροτηθεί ο Άτλας Γεωμυθολογίας της Πελοποννήσου, αρχικά, συγκεντρώθηκαν και μελετήθηκαν οι μύθοι της Πελοποννήσου που αναφέρονται στα κλασικά κείμενα (Παυσανίας, Στράβωνας, Διόδωρος και Απολλόδωρος), καθώς και όλες οι αρχαιολογικές και γεωγραφικές πληροφορίες που μας παραδόθηκαν μέσω αυτών των κειμένων. Από το σύνολο των μύθων διακρίθηκαν οι γεωμύθοι, δηλαδή οι μύθοι που εμπεριέχουν γεωλογικές πληροφορίες. Στη συνέχεια έγινε συγκέντρωση ή/και διαμόρφωση όλων των διαθέσιμων σύγχρονων χαρτών της Πελοποννήσου που αφορούν σε γεωλογικά φαινόμενα (σπήλαια, θερμομεταλλικές πηγές, λίμνες, ποταμοί και ρήγματα) καθώς και των ορατών αρχαιολογικών μνημείων. Πραγματοποιήθηκε χωρική ανάλυση και στατιστική επεξεργασία όλων των δεδομένων, με σκοπό αυτή η μαθηματική διαδικασία, να προσδιορίσει και να κατηγοριοποιήσει τους γεωμυθότοπους. Τους τόπους δηλαδή, που συγκεντρώνουν γεωμυθολογικά, αρχαιολογικά και γεωλογικά δεδομένα, και αποτέλεσαν τον πραγματικό πυρήνα ενός γεωμύθου. Τα προαναφερθέντα δεδομένα μελετήθηκαν με δύο διαφορετικούς τρόπους: Πρώτα εξετάστηκαν κατά νομό. Για κάθε έναν νομό έγινε χαρτογράφηση των δεδομένων ξεχωριστά, ανά είδος, αλλά και συνδυαστικά. Απομονώθηκαν οι γεωμυθότοποι, μελετήθηκαν τα αποσπάσματα από την αρχαία ελληνική και τη λατινική γραμματεία που περιέχουν γεωλογικές πληροφορίες αλλά και η σύγχρονη βιβλιογραφία. Από το σύνολο της έρευνας προέκυψαν και καταγράφηκαν τα αποτελέσματα-ερμηνεία των γεωμύθων. Στη συνέχεια, έγιναν επιλεγμένες μελέτες περιπτώσεων, δηλαδή εξετάστηκαν θέματα με κεντρικό άξονα έναν Θεό ή ήρωα. Συνολικά, η έρευνα απέδειξε ότι σε ποσοστο 75% οι γεωμύθοι έχουν επηρεαστεί από το γεωλογικό περιβάλλον. Τα αποτελέσματα αυτά διευκολυνουν τη μελλοντική διαγνωστική και προγνωστική έρευνα, τόσο στο χώρο της γεωμυθολογίας, της γεωλογίας και της αρχαιολογίας, όσο και στο χώρο της ιστορίας και της λαογραφίας. / This thesis pertains to the scientific field of Geomythology. Its purpose is to contract a comprehensive, scientific Geomythological Atlas of the Peloponnese. Specifically, the research was carried out in order to gather the necessary data that can lead to a more complete interpretation of the ancient Greek myths, in the light of the science of Geology. Geomythology argues that the geomyths of a site are likely to have arisen either because the ancient people were witnesses of a geological event or because they wanted to explain, a posteriori, the special geological reality that surrounded them. To set up the Geomythological Atlas of Peloponnese, the Peloponnesian myths mentioned in classical texts (Pausanias, Strabo, Diodorus and Apollodorus) were gathered and studied and also, all the archaeological and geographical information, delivered to us through these texts. Among these myths, geomyths are distinguished, namely the myths involving geological information. Afterwards, a concentration and/or a configuration of all the available modern maps of the Peloponnese was conducted, related to geological phenomena (caves, thermal and mineral springs, lakes, rivers and faults) and the visible archaeological remains as well. Α spatial and statistical analysis of all the data was achieved, in order to determine and classify, by this mathematical process, the geomythological places (geomythotopoi). These are the sites who gather geomythological, archaeological and geological data that constitute the true core of a geomyth. The foregoing data were studied in two different ways: First, they were examined by counties. For each county the data was mapped separately by species, but also combined. The geomythotopoi were isolated, passages from ancient Greek and Latin literature containing geological information and the current literature were studied. The results-interpretations, that stem from the data study and were obtained and recorded. Then, were performed case studies, namely were studied themes around one god or hero. Overall, the study showed that 75% of the geomyths were affected by their geological environment. These results may facilitate future diagnostic and prognostic research, both in the field of geomythology, geology and archeology but also in history and folklore studies.
36

Θέματα στην εφαρμογή προτύπων ποιότητας στην ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων : Η περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος

Παναγόπουλος, Αιμίλιος-Χρήστος 13 January 2015 (has links)
Η χρήση των Πληροφοριακών Συστημάτων συνεχώς αυξάνεται. Πλέον οι περισσότεροι οργανισμοί βασίζονται στην λειτουργία τους. Αχίλλειος πτέρνα αυτών είναι η ασφάλεια τους. Στη παρούσα μελέτη παρουσιάζονται τα βασικά θέματα που αφορούν την διαχείριση προσωπικών δεδομένων αναλύοντας την πολιτική ασφαλείας μιας εταιρείας του ελληνικού τραπεζικού τομέα . Αρχικά εντάσσεται η έννοια των Πληροφοριακών Συστημάτων. Ακολουθεί η έννοια της Πολιτικής Ασφάλειας στον ευρύτερο τομέα της Διαχείρισης της Ασφάλειας των Πληροφοριακών Συστημάτων καθώς και οι κατηγοριοποιήσεις των κινδύνων και των ζημιογόνων γεγονότων. Έπειτα προσδιορίζονται οι βασικές αρχές για την ανάπτυξη Πολιτικών Ασφάλειας των Πληροφοριακών Συστημάτων, διευκρινίζοντας το νομικό πλαίσιο προστασίας τραπεζικών δεδομένων και το απόρρητο τους. Η επόμενη ενότητα αφορά την εφαρμογή των Πολιτικών Ασφάλειας στο πλαίσιο της εταιρείας και καταγράφει τα απαραίτητα μέτρα για την επιτυχή και αποτελεσματική εφαρμογή τους. Ακολουθούν τα αποτελέσματα της μελέτης και οι προτάσεις για την βελτιστοποίηση της παρούσας κατάστασης και την αποφυγή μελλοντικών κινδύνων. / The use of Information Systems is constantly increasing. Now most of the organizations rely on them for their operation. Their vulnerable spot is their security. This study presents the main issues related to the management of personal data by analyzing the security policy of a company of Greek banking sector. Firstly, the concept of Information Systems is presented.Then a part of the concept of security policy in the broader field of Safety Management Information Systems and classifications of risks and loss events is presented. Afterwards identifying the key principles for the development of Rules of Security of Information Systems, specifying the legal framework for the protection of bank data and their privacy. The next section involves the implementation of security policies within the company and record the necessary steps for the successful and effective implementation. Then are the results of the study presented and recommendations for optimization of this situation and avoiding future risks.
37

Η αξιοποίηση του Παγκόσμιου Ιστού μέσα από τους διαδικτυακούς χώρους των σχολείων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Αχαΐα

Κόκκαλη, Άννα 05 February 2015 (has links)
Η παρούσα εργασία αποτελεί μια ερευνητική προσέγγιση στην οποία μελετήθηκε η αξιοποίηση του διαδικτύου και συγκεκριμένα των σχολικών διαδικτυακών χώρων στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση της Αχαΐας. Σκοπός της εργασίας ήταν να διερευνηθεί: α) ο ρόλος των σχολικών διαδικτυακών χώρων στην εκπαίδευση, β) τα στοιχεία που προβάλλονται από τους σχολικούς διαδικτυακούς χώρους και γ) αν διευκολύνουν την επικοινωνία ανάμεσα στη σχολική και την ευρύτερη κοινότητα. Για τη συλλογή των δεδομένων εφαρμόστηκε πολυμεθοδολογική προσέγγιση. Πιο συγκεκριμένα, έγινε παρατήρηση όλων των σχολικών διαδικτυακών χώρων των σχολείων της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Αχαΐας, ώστε να διαπιστωθεί η δομή τους και οι πληροφορίες που προβάλλονται. Για την επίτευξη της αντικειμενικότητας της παρατήρησης, πραγματοποιήθηκε επιπρόσθετη παρατήρηση και αξιολόγηση των σχολικών διαδικτυακών χώρων από ειδικευμένους γνώστες των Νέων Τεχνολογιών σε συγκεκριμένους άξονες, μέσα από φύλλο παρατήρησης. Κατόπιν, διεξήχθησαν συνεντεύξεις από επιλεγμένα άτομα, τα οποία σχετίζονται με τη χρήση των Νέων Τεχνολογιών στην εκπαίδευση και έχουν ταυτόχρονα μεγάλη εκπαιδευτική εμπειρία, ώστε να διευκρινιστούν οι λόγοι και ο σκοπός δημιουργίας των διαδικτυακών αυτών χώρων. Για την ερμηνευτική προσέγγιση της έρευνας χρησιμοποιήθηκε ως θεωρητικό πλαίσιο η σχέση των Τ.Π.Ε. και του Διαδικτύου με την Εκπαίδευση και η αξιολόγηση των διαδικτυακών χώρων μέσα από σχετικές έρευνες. Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η εργασία δείχνουν ότι ο ρόλος των σχολικών δικτυακών χώρων στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση της Αχαΐας είναι περισσότερο ενημερωτικός και λιγότερο εκπαιδευτικός και ψυχαγωγικός και ότι δεν παρέχουν μηχανισμούς αλληλεπίδρασης και ανατροφοδότησης με τον επισκέπτη. Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι οι παραπάνω διαδικτυακοί χώροι εστιάζουν περισσότερο στην προβολή πληροφοριών και πολιτιστικών δράσεων των σχολείων και λιγότερο στην επικοινωνία μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας και των σχολείων με την τοπική κοινωνία. Τέλος, προτείνονται τρόποι βελτίωσης, ώστε οι σχολικοί ιστότοποι να αποτελέσουν ένα χρήσιμο εκπαιδευτικό, επικοινωνιακό και ψυχαγωγικό εργαλείο. / The present paper work is a research approach in which we studied the use of the internet and specifically of school websites in the Primary Education of Achaia. The aim of this work was to investigate: a) the role of school websites in education, b) the items displayed by school websites, and c) if they facilitate communication between the school and the wider community. For the data collection we applied the multimethodological approach. In particular, we held an observation of all school websites of the primary schools of Achaia, to determine the structure and the information displayed. To achieve the objectivity of observation, we performed additional observation and evaluation of school websites by skilled and specialized users of New Technologies in specific categories, through observation sheet. Afterwards, we conducted interviews with selected individuals, who are related to the use of ICT in education and they also have great educational experience, in order to clarify the reasons and the purpose of creation of these websites. For the interpretive approach of this work we used as theoretical framework the relationship of ICT and the Internet with education and also the evaluation of websites through relevant researches. The conclusions in which ends up this work show that the role of school websites in the Primary Education of Achaia is more informative and less educative and recreational and that the school websites do not provide mechanisms of interaction and feedback with the visitor. Additionally, the research has shown that the school websites focus more on the projection of information and promotion of cultural activities in schools and less on communication between members of the school community and schools with the local community. Finally, we propose ways of improvement, so as the school websites will be able to constitute a useful educational, communication and entertainment tool.
38

Μελέτη της σχέσης μεταξύ δείκτη εμπιστοσύνης του καταναλωτή και χρηματιστηριακών αποδόσεων στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια

Πάκου, Αντωνία 07 January 2009 (has links)
Στην παρούσα εργασία μελετούμε τη σχέση μεταξύ χρηματιστηριακών αποδόσεων και δείκτη εμπιστοσύνης στις 27 χώρες-μέλη της ΕΕ για τα έτη 1985-2006. Βρήκαμε ότι για το μεγαλύτερο μέρος των χωρών της ΕΕ εμφανίζεται θετική συσχέτιση μεταξύ αποδόσεων και δείκτη εμπιστοσύνης του καταναλωτή στον βραχυχρόνιο ορίζοντα. Οι μεταβολές και στους δύο δείκτες τείνουν να κινούνται παράλληλα στην ίδια περίοδο, με εξαίρεση την πλειοψηφία των νεοεισελθέντων χωρών. Στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα, βρήκαμε ότι για τις περισσότερες χώρες ο συντελεστής γίνεται σχεδόν μηδενικός. Για το μεγαλύτερο μέρος των χωρών της ΕΕ υφίσταται σχέση αιτιότητας μεταξύ των μεταβλητών, με τις αποδόσεις να προκαλούν κατά Granger τον δείκτη εμπιστοσύνης του καταναλωτή και τον δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης, αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει. Αμφίδρομη σχέση αιτιότητας μεταξύ αποδόσεων και εμπιστοσύνης των καταναλωτών παρατηρείται μόνο για την Γαλλία οριακά, ενώ για την ΕΕ βρήκαμε οτι υπάρχει αμφίδρομη σχέση αιτιότητας μεταξύ αποδόσεων και δείκτη οικονομικής εμπιστoσύνης. / This paper studies the relationship between stock market developments and confidence index for the 27 EU countries - members over the years 1985-2006. We found that for the majority of the EU countries exists positive correlation between the stock market index and the confidence indicators (consumer confidence indicator and economic sentiment indicator) in the short horizon. The changes between these indexes tempt to move in the same direction contemporaneously and in the short horizon (of 1 month), with the new EU members to be an exception. The correlation becomes almost zero in the long horizon. For the most of the EU countries there is causality between the variables. Stock returns in general Granger-cause the Consumer Confidence Index and the Economic Sentiment Indicator, but not vice versa. We found also that there is feedback causality relationship between stock returns and confidence for France and the EU as a whole.
39

Μελέτη περιβαλλοντικών και γεωλογικών παραμέτρων στη θέση του νέου λιμένα Αιγίου με χρήση γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών (GIS)

Σουλιώτη, Σωτηρία 04 December 2008 (has links)
Η παρούσα εργασία μελετά τις περιβαλλοντικές και γεωλογικές παραμέτρους στη θέση κατασκευής του νέου λιμένα της πόλης του Αιγίου. Για την μελέτη αυτή, σημαντικό ρόλο έπαιξε η χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (GIS) και ειδικότερα του προγράμματος ArcGIS έκδοση 9, με το οποίο αναλύθηκαν και εκτιμήθηκαν οι διάφορες παράμετροι που επιλέχθησαν, αυξάνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα των μεθοδολογιών και συγκροτώντας ταυτόχρονα μία πολύτιμη τράπεζα δεδομένων για τη θαλάσσια περιοχή κατασκευής του λιμένα. Παρουσιάζονται δηλαδή τα αποτελέσματα μιας θαλάσσιας γεωφυσικής έρευνας που έλαβε χώρα στην παράκτια ζώνη του Αιγίου. Ο σκοπός της είναι διττός καθώς επιχειρείται να δοθούν λύσεις και απαντήσεις σε δύο σημαντικά ερωτήματα: α) στον εντοπισμό των επικινδυνοτήτων της περιοχής και β) στην ποσοτική ανάλυση των γεωφυσικών μεθόδων. Το μέγεθος της εργασίας εκτείνεται σε τέσσερα κεφάλαια στα οποία περιγράφονται αναλυτικά η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε καθώς και τα αποτελέσματα και συμπεράσματα που προέκυψαν για τον πυθμένα του λιμένα, από τις μετρήσεις και αναλύσεις που έγιναν μέσω των τομογραφιών. Πρέπει να τονιστεί ότι αφετηρία για τις οποιεσδήποτε μελέτες έγιναν, αποτέλεσαν οι αρχικοί χάρτες του προγράμματος Autocad καθώς και οι τομογραφίες που είχαν ληφθεί από τον τομογράφο υποδομής πυθμένα 3.5KHz. Έτσι στο πρώτο κεφάλαιο, γίνεται μία περιγραφή των γεωφυσικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή θαλάσσιων τεχνικών έργων. Επίσης γίνεται αναφορά στις γεωλογικές και ανθρωπογενείς επικινδυνότητες από τις οποίες επηρεάζεται ο πυθμένας και οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν βλάβες στα τεχνικά έργα μέσω των φορτίων που εξασκούν σε αυτά. Στο κεφάλαιο αυτό αναφέρονται και τα όργανα που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή των μεθόδων αυτών, όπως είναι οι τομογράφοι, οι ηχοβολιστές πλευρικής σάρωσης και τα κατευθυνόμενα βαθυσκάφη. Το δεύτερο κεφάλαιο της διπλωματικής εργασίας αναφέρεται στη θέση που βρίσκεται η περιοχή που μελετάται και στα γεωλογικά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν αυτή. Το τρίτο κεφάλαιο αφορά στις μεθοδολογικές προσεγγίσεις που εφαρμόστηκαν για α) την αποτύπωση της βυθομετρίας και της μορφολογίας του πυθμένα, β) τον προσδιορισμό της υποδομής και του πάχους των σύγχρονων επιφανειακών ιζημάτων, γ) τον υπολογισμό της κλίσης των υποεπιφανειακών στρωμάτων και δ) τον εντοπισμό πιθανών γεωλογικών επικινδυνοτήτων, όπως ρηγμάτων, κατολισθητικών φαινόμενων και αέριων υδρογονανθράκων στου πόρους των ιζημάτων. Επίσης αναφέρεται το μεθοδολογικό σχήμα ανάλυσης και επεξεργασίας των αναλογικών καταγραφών με βάση την ποσοτικοποίηση των αναλογικών καταγραφών του τομογράφου υποδομής πυθμένα και την εφαρμογή της πολυδιάστατης στατιστικής ανάλυση όπως της Παραγοντικής Ανάλυσης (Factor Anlysis) και της ανάλυσης Επιφανειών Τάσης (Trend Surface Analysis). Τέλος, το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας αυτής, αφορά τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις παραπάνω αναλύσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τις επιφανειακές κατανομές της βυθομετρίας τόσο του πυθμένα και των υποεπιφανειακών οριζόντων όσο και των άλλων παραμέτρων που μετρήθηκαν, αλλά και τα αποτελέσματα της παραγοντικής ανάλυσης, επιχειρείται η εξαγωγή συμπερασμάτων για την κατανόηση των όσων αναφέρθηκαν και μετρήθηκαν στην εργασία αυτή. / The present master thesis examines the environmental and geologic parameters of the new harbour site in the city of Aegio. In this research the Geographic Information Systems (GIS) played a major role and more specifically the software ArcGIS version 9, which was used to analyze and evaluate the various parameters, increasing thus the methodology effectiveness and at the same time creating a valuable data bank concerning the sea area of the harbour site. In the research below are presented the results of a marine geophysical survey that took place in the coastal region of Aegio. The object of this survey is double, as it attempts to provide answers and solutions to two substantial questions: a) the localization of the areas risks and b) the quantitative analysis of the geophysical techniques. The research is extended in four chapters, in which it is detailed the whole process followed as well as the results and the conclusions arising from the seafloor of the harbour, from the measurements and the analysis done through the tomographies. We should point out that the starting point of our research were the original maps of the Autocad as well as the tomographies taken from the subbottom profiler 3.5 KHz In the first chapter, we describe the geophysical techniques used for the construction of the sea technical works. It is also mentioned the geologic and anthropogenic risk which affects the seafloor and could damage the works due to the pressure put on them. There are also mentioned the instruments used for the implementation of these techniques, such as the subbottom profilers, side scan sonars and the bathyscaphes. The second chapter is dedicated to the location of the region and its typical geologic phenomena. The third chapter is about the methods we implemented for: a) the plotting of the seafloor bathymetry and morphology, b) the definition of the substructure and the thickness of the contemporary superficial sediments, c) the estimation of the gradient of the sub-superficial beds and d) the detection of possible geological risks, such as faultings, landslides and hydrocarbon gases in the sediments pores. It is also mentioned the methodological plan used for the analysis and the processing of the analogue recordings on the basis of the quantification of the subbottom profilers analogue recordings and the application of the multidimensional statistical analysis, such as the Factor Analysis and the Trend Surface Analysis . Finally in the fourth chapter of this master thesis are included the results and the conclusions that arose from the aforementioned analysis. Taking into account the superficial distribution of the bathymetry of the seafloor and of the sub-superficial horizons as well as of the other parameters counted, but also the results of the factor analysis, we attempted to arrive at a conclusion in order to make more intelligible what has been mentioned in this master thesis.
40

Αρχιτεκτονικές και υλοποίηση κωδικών διόρθωσης λαθών / Architectures and implementation of error correcting codes

Γκιουλέκας, Φώτιος 23 October 2007 (has links)
Η ενσωμάτωση των κωδίκων Turbo σε ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών λόγω της εκπληκτικής αποδόσεώς τους που προσεγγίζει το θεμελιώδες όριο του Shannon, απαιτεί αποδοτικές αρχιτεκτονικές και υλοποιήσεις υψηλού ρυθμού διεκπεραίωσης και χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας όσον αφορά την εξαιρετικά πολύπλοκη και χρονοβόρα επαναληπτική αποκωδικοποίησή τους. Η παρούσα διδακτορική διατριβή μελετά την χρήση της τεχνολογίας Πυριτίου-Γερμανίου (SiGe) BiCMOS σε αναλογικές αρχιτεκτονικές για την υλοποίηση αποκωδικοποιητών Turbo υψηλού ρυθμού διεκπεραίωσης και όσο το δυνατόν χαμηλής κατανάλωσης ισχύος. Η σχεδίαση βάσει των διπολικών τρανζίστορ ετεροεπαφής προσδίδει ιδιαίτερα υψηλή ταχύτητα στην απόκριση του αναλογικού συστήματος σε αντίθεση με τα συμβατικά διπολικά τρανζίστορ ή με τα τρανζίστορ πεδίου MOS, τα οποία λειτουργούν στην περιοχή υποκατωφλίου για τη διατήρηση της διαγραμμικής αρχής. Στα πλαίσια της διατριβής αυτής παρουσιάζεται μια γενική μεθοδολογία χρησιμοποιώντας τους γράφους παραγόντων για την προδιαγραφή συστημάτων ελέγχου λαθών. Έπειτα, πραγματοποιείται η σύζευξη της επιτευχθείσας προδιαγραφής με την κυκλωματική συμπεριφορά των τοπολογιών λαμβάνοντας υπ’ όψιν φυσικά τα χαρακτηριστικά της τεχνολογίας SiGe BiCMOS και καταλήγουμε στην αποδοτική σχεδίαση και ολοκλήρωση αποκωδικοποιητών διόρθωσης λαθών υψηλής ταχύτητας. Χρήσιμα συμπεράσματα, για την υιοθέτηση της προτεινόμενης μεθοδολογίας και τη χρήση της τεχνολογίας Πυριτίου-Γερμανίου, αναφέρονται με την παρουσίαση της πρώτης επιτυχούς υλοποίησης σε τεχνολογία 0.35μm AMS SiGe BiCMOS ενός αναλογικού Trellis αποκωδικοποιητή και των εξομοιωτικών αποτελεσμάτων του αντίστοιχου αποκωδικοποιητή Turbo, ο οποίος ενσωματώνει τον παραπάνω Trellis αποκωδικοποιητή. / The incorporation of Turbo codes into a wide range of applications due to their amazing performance close to the fundamental Shannon limit, demands efficient architectures and implementations of high-throughput and low energy consumption in the case of the extremely complex and time consuming procedure of iterative decoding. The present dissertation studies the use of SiGe BiCMOS technology in analog architectures for the implementation of high-throughput and moderate power consumption Turbo decoders. The design is based on Heterojunction Bipolar Transistors and leads to a significant increment of the analog system’s speed in contrast to the designs based on conventional bipolar transistors or MOS transistor, which operate in the subthreshold region in order to conform to the translinear principle. A generic methodology, using factor-graphs for the specification procedure of error control systems, is also presented. Furthermore, we map the derived specification onto the appropriate acircuit topology taking into account the characteristics of the SiGe BiCMOS technology. Finally, the methodology leads to an efficient design and consistent integration of high-speed analog decoders. We report useful conclusions for the adoption of the proposed methodology, and the use of Silicon-Germanium technology by presenting the first successful implementation of an analog Trellis decoder, and the simulation results of the relevant Turbo decoder in a 0.35μm AMS SiGe BiCMOS technology.

Page generated in 0.0321 seconds