• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 45
  • Tagged with
  • 46
  • 37
  • 24
  • 20
  • 17
  • 17
  • 16
  • 9
  • 8
  • 8
  • 8
  • 7
  • 6
  • 6
  • 6
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
21

Η επίδραση του electronic world of mouth στη συμπεριφορά του καταναλωτή

Ζωγόπουλος, Γιάννης 03 October 2011 (has links)
Στη διπλωματική αυτή εργασία θα αναλύσουμε, θεωρητικά και εμπειρικά, ένα παράγοντα που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την καταναλωτική συμπεριφορά. Ειδικότερα, θα ασχοληθούμε με την Electronic Word of Mouth επικοινωνία που ασκείται από τους καταναλωτές στα διάφορα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα. Στην προσπάθεια μας να ερμηνεύσουμε τον όρο αυτό όσο γίνεται καλύτερα θα σας παρουσιάσουμε τη θεωρητική ανάλυση του Word of Mouth και του Electronic Word of Mouth όπως έχει καταγραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία. Στα πλαίσια αυτής της ανάλυσης θα προσπαθήσουμε να σας παρουσιάσουμε το θεωρητικό υπόβαθρο της επικοινωνίας αυτής και να αναδείξουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που αποκομίζουν οι καταναλωτές αλλά και οι επιχειρήσεις από την κατάλληλη αξιοποίηση της Word of Mouth και της Electronic Word of Mouth επικοινωνίας. Θα σας παρουσιάσουμε τα συμπεράσματα μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί και αναφέρονται στην ισχύ της Word of Mouth και της Electronic Word of Mouth επικοινωνίας έναντι της διαφήμισης, την στάση του καταναλωτή απέναντι στα προϊόντα που έχει σχηματίσει θετική ή αρνητική εντύπωση, μέσω της κατανάλωσής τους, και τις ανάλογες συστάσεις που πραγματοποιεί σε φίλους και γνωστούς του. Έπειτα θα σας παρουσιάσουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στη Word of Mouth και την Electronic Word of Mouth επικοινωνία, καθώς και την εμπλοκή της Electronic Word of Mouth επικοινωνίας στα διάφορα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα. Επιπρόσθετα, θα σας παρουσιάσουμε τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποιήσαμε, με τη συλλογή πρωτογενών δεδομένων, ώστε να καταφέρουμε να αναλύσουμε την καταναλωτική συμπεριφορά των νέων ανθρώπων και να εκτιμήσουμε το βαθμό που ο παράγοντας αυτός, δηλαδή η Electronic Word of Mouth επικοινωνία που πραγματοποιείται στα διάφορα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα, επιδρά στις αγοραστικές τους αποφάσεις. Εν κατακλείδι, θα σας παρουσιάσουμε τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη στατιστική ανάλυση του ερωτηματολογίου καθώς και τις προτάσεις μας προς τα στελέχη του τμήματος μάρκετινγκ των διαφόρων επιχειρήσεων. / In this dissertation we will analyze theoretically and empirically, a factor that significantly affects consumer behavior. In particular, we address the Electronic Word of Mouth communication brought by consumers in various online social networks. In our effort to interpret the condition as best we will present the theoretical analysis of Word of Mouth and Electronic Word of Mouth as recorded in the literature. In this analysis we will try to present the theoretical background of this communication and to highlight the advantages and disadvantages accruing to consumers and businesses by exploiting the Word of Mouth and Electronic Word of Mouth Communication. We will present the findings of studies conducted and reported in the power of Word of Mouth and Electronic Word of Mouth Communication over the ad, its attitude toward consumer products has made a positive or negative impression through their consumption, and relevant recommendations made to friends and acquaintances. Then we will present the similarities and differences between the Word of Mouth and Electronic Word of Mouth communication and involvement Electronic Word of Mouth communication in various online social networks. Additionally, we will present the results of the survey we conducted by collecting primary data that we can analyze the consumer behavior of young people and to assess the extent to which this factor, namely the Electronic Word of Mouth communication involved in various online social networks, it affects their purchasing decisions. In conclusion, we will present the findings of the statistical analysis of the questionnaire as well as our proposals to the executives of the marketing department of various companies.
22

Σχεδιασμός και ανάπτυξη πρότυπου συστήματος ηλεκτρονικής μάθησης που αξιοποιεί τεχνολογίες κινητών συσκευών (κινητή ηλεκτρονική μάθηση - mobile e-Learning)

Καμπανά, Σουλτάνα 14 February 2012 (has links)
Η εισαγωγή των νέων Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην εκπαίδευση άλλαξε σημαντικά τη μορφή και τη λειτουργία της. Με την υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται ακόμα η ηλεκτρονική μάθηση (e-learning), m-learning και η εξ αποστάσεως εκπαίδευση απέκτησε μια νέα διάσταση και νέες δυνατότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση αποτελεί έναν από τους βασικούς προπομπούς της νέας εποχής στο χώρο της εκπαίδευσης. Η κινητή ηλεκτρονική μάθηση θα χαρακτηρίσει τις νέες στρατηγικές, τις πρακτικές, τα εργαλεία, τις εφαρμογές, και τους πόρους για να εκπληρώσει την υπόσχεση της πανταχού παρούσας, προσωπικής, και συνδεδεμένης εκμάθησης, καθώς βασίζεται στην ιδέα της εκμάθησης με κινητές συσκευές οπουδήποτε οποιαδήποτε στιγμή, παρέχοντας μεγαλύτερη ευκολία στην κίνηση, τη σύνδεση σε κάποιο δίκτυο και τέλος χαρακτηρίζεται άπό νέες στρατηγικές και τα εργαλεία. Επομένως, προσφέρει ανεξαρτησία. Στόχος της διπλωματικής εργασίας είναι να υλοποιηθεί ένα σύστημα που θα βασίζεται στα διεθνή τεχνολογικά πρότυπα για ανοικτή, σύγχρονη και ασύγχρονη εκμάθηση για κινητά τηλέφωνα και ειδικότερα για iPhones. Θα χρησιμοποιηθεί και επεκταθεί η πλατφόρμα ανοικτού κώδικα Moodle και το σύστημα θα πληρεί όλες τις τεχνικές προδιαγραφές καθώς τα κινητά τηλέφωνα απαιτούν ειδικές τεχνικές και λειτουργικές απαιτήσεις. Πιο συγκεκριμένα, αποσαφηνίζονται βασικοί όροι για την μάθηση και την εκπαίδευση, καθώς επίσης παρουσιάστηκαν ακροθιγώς και οι τύποι εκπαίδευσης και μάθησης. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η υφιστάμενοι κατάσταση στα παραδοσιακά Συστήματα Διαχείρισης Μάθησης και στα Προσαρμοστικά Συστήματα Ηλεκτρονικής Μάθησης. Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί ως βασικός πυρήνας του συστήματος ένα παραδοσιακό σύστημα διαχείρισης μάθησης, το Moodle, βασιζόμενοι σε μια αξιολόγηση (Sabine 2005) που διεξήχθει σε εννιά Εφαρμογές Ανοικτού Κώδικα (Open Source) εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Ο κύριος στόχος της αξιολόγησης ήταν οι ικανότητες και τα χαρακτηριστικά των συστημάτων αυτών στην προσαρμογή και την εξατομίκευση και το Moodle έλαβε τη μέγιστη αξιολόγηση σε πέντε από τα οκτώ κριτήρια που τέθηκαν. Στόχος αυτής της έρευνας ήταν να βρεθεί το καλύτερο σύστημα ηλεκτρονικής μάθησης ανοικτού κώδικα το οποίο θα μας επέτρεπε να αναπτυχθεί μια πλατφόρμα κινητής μάθησης που θα συνδίαζε τα πλεονεκτήματα των σύγχρονων Προσαρμοστικών Συστημάτων Ηλεκτρονικής Μάθησης, όπως η προσαρμοστικότητα και την εξατομίκευση με τα βασικά χαρακτηριστικά των παραδοσιακών Συστημάτων Διαχείρισης Μάθησης, όπως είναι η επαναχρησιμοποίηση και η ολοκλήρωση. Πραγματοποιήθηκε εγκατάσταση του Moodle σε διαθέσιμο server της σχολής Μηχανικών Η/Υ και Πληροφορικής και πραγματοποιήθηκε κατάλληλη επέκταση του με τέτοιο τρόπο ώστε τα μαθήματα να προσαρμόζονται στις δυνατότητες κάθε μαθητή, στους μαθησιακούς στόχους του, καθώς και στα επίπεδα γνώσης, και το τρόπο μάθησης του κάθε μαθητή, ενώ ταυτόχρονα να είναι προσβάσιμα και από κινητές συσκευές όπως iPhones και iPads. Για να επιτευχθεί η πρόσβαση στα μαθήματα της πλατφόρμας από κινητές συσκευές εγκαταστάθηκαν σε ένα iPhone οι εφαρμογές mPage και mTouch. Ύστερα από πειράματα που διενεργήθηκαν η εφαρμογή mPage παρουσιάζει πλεονεκτήματα έναντι της εφαρμογής mTouch και του web browser. Τα πλεονεκτήματα που εμφανίζονται και αναλύονται στην παρούσα διπλωματική οφείλονται στο γεγονός ότι η mPage επικοινωνεί με τη δική της web service και είναι σε θέση να ζητά μόνο τα δεδομένα που χρειάζεται. / The integration of the Information and Communication Technologies (ICT) has changed significantly the field of education. Due to the adoption of the new technologies, e-learning has been emerged and developed. As a result, distance learning has transformed and new possibilities have appeared while m-learning gives new potentials. The m-learning will feature new strategies, practices, tools, applications, and resources to fulfill the promise of ubiquitous, personal, and connected learning, as it is based on the idea of learning with mobile devices anywhere at any time, providing greater ease of movement, connecting to a network and finally filled by new strategies and tools. Therefore, it offers independence. The aim of the thesis is to implement a system based on international technology standards for open, synchronous and asynchronous learning for mobile phones and especially for iPhones. The open source platform Moodle will be used and be extended and the system will meet all technical specifications as well as mobile phones require specific technical and functional requirements. More specifically, initiallly this thesis clarify key terms of learning and education as well as present briefly the types of education and learning. Then, it presents the current situation in the traditional Learning Management Systems and Adaptive e-Learning Systems. Based on an evaluation (Sabine 2005) conducted in nine open source platforms of elearning management system, we decided to use as a core system of our platform, a traditional learning management system, the Moodle, The main objective of the evaluation was the skills and the characteristics of such systems to be adaptive and personalized. Moodle received the highest evaluation in five out of eight criteria. The objective of this research was to find the best system of e-learning open source which will allow us to develop a mobile learning platform that combines the advantages of modern e-Learning Adaptive Systems, such as adaptability and customization with the essential features of traditional systems Learning Management, such as reuse and integration. An installation of Moodle took place in a server of Computer Engineering and Informatics and an extension carried out so that the courses appear to be customized to each student, the learning objectives, and the levels of knowledge and learning styles of each student, while are accessible from mobile devices like iPhones and iPads. mPage and mTouch applications installed on an iPhone to gain access to the courses of the platform from mobile devices Following experiments carried out proved that mPage has advantages over the mTouch and web browser to the fact that mPage communicates with its own web service and be able to request only the data needed.
23

Χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S.) για επίλυση προβλημάτων περιβαλλοντικής υδρογεωλογίας στο νομό Κορινθίας

Αντωνάκος, Ανδρέας 31 January 2013 (has links)
Η παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάζει τις πιθανές εφαρμογές των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (ΓΣΠ) στο επιστημονικό πεδίο της περιβαλλοντικής υδρογεωλογίας. Ως περιοχή έρευνας για την εφαρμογή των μεθόδων αυτών οριοθετείται το ΒΑ τμήμα του νομού Κορινθίας που περιλαμβάνει της λεκάνες απορροής Ξεριά, Ράχιανης, Ζαπάντη και Ασωπού. Η γεωλογική δομή της ευρύτερης περιοχής έρευνας περιλαμβάνει σχηματισμούς τόσο του Προνεογενούς υποβάθρου όσο και μεταλπικούς χερσαίους, λιμνοθαλάσσιους και θαλάσσιους σχηματισμούς. Το κυρίαρχο από γεωμορφολογικής και γεωτεκτονικής άποψης στοιχείο στην ευρύτερη περιοχή έρευνας αποτελεί ο Κορινθιακός κόλπος ο οποίος είναι ένα ευρύ τεκτονικό βύθισμα με υψηλούς ρυθμούς απομάκρυνσης, μεταξύ των δυο τεμαχών, της Πελοποννήσου και της στερεάς Ελλάδας, αποτέλεσμα της εφελκυστικής τεκτονικής που επέδρασε και συνεχίζει να επιδρά στην ευρύτερη περιοχή μετά το τέλος των αλπικών πτυχώσεων κατά το Μέσο Μειόκαινο. Το προνεογενές υπόβαθρο της περιοχής έρευνας δομείτε από τις γεωτεκτονικές ζώνες της Υποπελαγονικής, της ζώνης Γαβρόβου-Τριπόλεως και της ζώνης Πίνδου οι οποίες εμφανίζονται σε μικρά τμήματα στο ΝΑ και ΝΔ άκρο της περιοχής έρευνας. Τα ιζήματα του Τεταρτογενούς αποτελούνται από ποταμοχερσαία αλουβιακά ριπίδια και παράκτια λιμνοθαλάσσια κροκαλοπαγή στα νότια, λιμνοθαλάσσια δελταϊκά κροκαλοπαγή τύπου Gilbert και λιμνοθαλάσσιες μάργες στο κέντρο και τέλος λιμνοθαλάσσιες μάργες και θαλάσσιες αναβαθμίδες από μάργες, ψαμμίτες και κροκαλοπαγή στο βορειότερο παράκτιο τμήμα. Η νεοτεκτονική της περιοχής έρευνας χαρακτηρίζεται από τις έντονες εφελκυστικές τάσεις που είναι υπεύθυνες για την δημιουργία της Κορινθιακής τάφρου και των πολυάριθμων κανονικών και πλαγιοκανονικών ρηγμάτων παράλληλα και κάθετα προς τον άξονα της τάφρου. Μεγάλο ποσοστό των ρηγμάτων αυτών είναι ενεργά και υπεύθυνα για την γένεση σεισμών μεσαίου και μεγάλου μεγέθους κατά τους ιστορικούς χρόνους. Το ανάγλυφο της περιοχής έρευνας χαρακτηρίζεται από τρεις μεγάλες πεδινές ενότητες, την παράκτια περιοχή μεταξύ Κορίνθου και Κιάτου γνωστή και ως κάμπος της Βόχας, την περιοχή Αγίου Βασιλείου – Σπαθοβουνίου και την πεδινή περιοχή Νεμέας. Το υπόλοιπο της περιοχής έρευνας μπορεί να χαρακτηρισθεί ως λοφώδες-ημιορεινό με μέτριες κλίσεις πρανών και ομαλές απολήξεις κορυφογραμμών με εξαίρεση το ΝΔ και ΝΑ άκρο της περιοχής όπου η επικράτηση των ανθρακικών σχηματισμών του προνεογενούς υποβάθρου δημιουργεί ορεινό ανάγλυφο με μεγάλες κλίσεις πρανών βαθιές χαραδρώσεις και οξύληκτες κορυφογραμμές. Η μορφομετρική ανάλυση καταδεικνύει ότι οι λεκάνες της περιοχής έρευνας αναμένεται να παρουσιάζουν υδρογραφήματα «βραδείας απορροής» και χαμηλό δυναμικό εκδήλωσης πλημμυρών. Οι λεκάνες των Ζαπάντη, Ελλισώνα και Σέλιανδρου είναι αυτές που ο συνδυασμός μορφομετρικών χαρακτηριστικών καθιστούν πιο επιδεκτικές στην εκδήλωση «ταχείας απορροής» και «αστραπιαίων» πλημμυρικών επεισοδίων. Από υδρογεωλογικής άποψης στην περιοχή αναπτύσσονται μια σειρά από υδροφόρα συστήματα καθώς και πρακτικά στεγανοί σχηματισμοί. Για την διερεύνηση της κίνησης του υπόγειου νερού στα υδροφόρα συστήματα αυτά εφαρμόστηκαν έξι διαφορετικές μέθοδοι χωρικής παρεμβολής και διαπιστώθηκε πώς η επιλογή μεθόδου, επηρεάζει καθοριστικά το τελικό αποτέλεσμα. Τα κριτήρια για την αξιολόγηση κάθε μεθόδου ήταν αφενός το κατά πόσο η επιφάνεια που προκύπτει δεν αλλοιώνει τις φυσικές ιδιότητες που πρέπει να έχει μια πιεζομετρική επιφάνεια (μικρές υδραυλικές κλίσεις, συμφωνία με την τοπογραφία κ.τ.λ.) και αφετέρου μια σειρά από στατιστικούς δείκτες σφάλματος που εκφράζουν ποσοτικά την συμφωνία της παραγόμενης επιφάνειας με τις υφιστάμενες τιμές στα σημεία μέτρησης. Συνδυάζοντας τις ανωτέρω παρατηρήσεις καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, η πλέον ενδεικνυόμενη μέθοδος για την δημιουργία κατανομής στάθμης με την διαδικασία της χωρικής παρεμβολής, για περιπτώσεις ευρύτερων περιοχών με εναλλαγές υδροφόρων και πρακτικά μη υδροφόρων σχηματισμών και γενικά ανομοιογένεια στα υδραυλικά χαρακτηριστικά είναι η μέθοδος Ordinary Cokriging με απομάκρυνση των τάσεων (trend remove). Σχετικά με την υπερετήσια μεταβολή της στάθμης του υπόγειου νερού, όπως προκύπτει από την σύγκριση των επιφανειών στάθμης μεταξύ των περιόδων 5/2003 και 10/2004 στους προσχωματικούς υδροφόρους, εκτός του παράκτιου τμήματος του υδροφόρου της Βόχας, παρατηρούμε μια άνοδο του επιπέδου στάθμης που κυμαίνεται από 1 έως και 10 μέτρα ενώ στους υδροφόρους των κροκαλοπαγών αλλά και του υπό πίεση ορίζοντα που αναπτύσσεται εντός του σχηματισμού των μαργών παρατηρούμε μια μικρή πτώση που κυμαίνεται από 1 έως και 10 μέτρα. Η διαφοροποίηση αυτή μπορεί να αποδοθεί στο ότι οι αβαθείς προσχωματικοί υδροφόροι έχουν ταχύτερη επαναπλήρωση σε σχέση με τους βαθύτερους ελεύθερους ή υπό πίεση ορίζοντες και επηρεάζονται από το υδρολογικό ισοζύγιο μόνο του τρέχοντος υδρολογικού έτους ενώ οι βαθύτεροι υδροφόροι ορίζοντες επηρεάζονται από παραπάνω από ένα υδρολογικά έτη. Η αντίστοιχη εικόνα για τις περιόδους 10/2004 και 10/2005 είναι σχεδόν αντεστραμμένη με την άνοδο της στάθμης να παρατηρείται τόσο στους βαθύτερους υδροφόρους όσο και στο παράκτιο τμήμα του προσχωματικού υδροφόρου της Βόχας, ενώ πτώση στάθμης παρατηρείται στους υπόλοιπους προσχωματικούς υδροφόρους. Η επανάληψη της διαφοροποίησης μεταξύ προσχωματικών και βαθύτερων υδροφόρων ενισχύει την άποψη ότι επηρεάζονται με διαφορετική χρονική υστέρηση από το υδρολογικό ισοζύγιο. Με βάση κυρίως την υδρολιθολογική κατάταξη των σχηματισμών αλλά και την χωρική τους κατανομή όπως αποτυπώνεται στον υδρογεωλογικό χάρτη αλλά επιπρόσθετα με βάση πληροφορίες από τις τομές των γεωτρήσεων που απογράφτηκαν αλλά και από την κατανομή της στάθμης του υπόγειου νερού καταλήγουμε στην οριοθέτηση των υδρογεωλογικών ενοτήτων για την περιοχή έρευνας. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στοιχεία οριοθετούνται πέντε κοκκώδη υδροφόρα συστήματα, και δύο καρστικά υδροφόρα συστήματα στα νότια όρια της περιοχής έρευνας. Και τα δύο καρστικά υδροφόρα συστήματα αναπτύσσονται τμηματικά στην περιοχή έρευνας με το μεγαλύτερο τμήμα τους να βρίσκεται εκτός περιοχής. Για το λόγο αυτό δεν ερευνήθηκαν διεξοδικά στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής. Το χαρακτηριστικό που εξετάστηκε σε αυτά τα συστήματα ήταν ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούν με τα υπόλοιπα υδροφόρα συστήματα αλλά και ο τρόπος που επηρεάζουν τα υδρολογικά ισοζύγια των λεκανών απορροής της περιοχής έρευνας. Από τα πέντε κοκκώδη υδροφόρα συστήματα τα τρία (Βόχας, Αγίου Βασιλείου και Νεμέας) αναπτύσσονται εξ ολοκλήρου στην περιοχή έρευνας και περιλαμβάνουν κυρίως αβαθείς προσχωματικούς υδροφόρους οι οποίοι αναπτύσσουν ενιαία ή και επάλληλη υδροφορία με βαθύτερους υδροφόρους ορίζοντες των Πλειο-Πλειστοκαινικών ιζημάτων. Τα υπόλοιπα δύο κοκκώδη συστήματα (Αηδονίων-Πετρίου και Κρυονερίου-Βάλτου) αναπτύσσονται εντός των κροκαλοπαγών του Πλειστοκαίνου (Καλάβρια κροκαλοπαγή) και παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνονται τμηματικά στην περιοχή έρευνας ερευνήθηκαν διεξοδικά διότι παίζουν καθοριστικό ρόλο στην υδροοικονομία της περιοχής έρευνας εντός της οποίας εκφορτίζονται μέσω υψηλής δυναμικότητας πηγών επαφής με τις υποκείμενες μάργες του Πλειοκαίνου. Οι αποδοτικότεροι υδροφόροι στην περιοχή έρευνας είναι εκείνοι των κροκαλοπαγών ενώ οι υδροφόροι που αναπτύσσονται στα υδροφόρα συστήματα Βόχας, Νεμέας και Αγίου Βασιλείου-Σπαθοβουνίου παρουσιάζουν κυμαινόμενη απόδοση με γενικά μέσες έως χαμηλές αποδόσεις. Τέλος διαπιστώνεται ότι η υδροφορία που αναπτύσσεται εντός του σχηματισμού των μαργών είναι χαμηλής απόδοσης χωρίς ιδιαίτερη πρακτική σημασία. Η ανάπτυξη των καλλιεργειών στην περιοχή έρευνας επιφέρει σημαντικές πιέσεις στους υδατικούς πόρους τόσο στο ποσοτικό κομμάτι λόγω των αυξημένων αρδευτικών αναγκών όσο και στο ποιοτικό κομμάτι λόγω της διάχυτης μόλυνσης που καταλήγει στους υδατικούς πόρους από τις καλλιεργητικές πρακτικές (λιπάσματα, φυτοφάρμακα). Οι διάφοροι υδροφόροι της περιοχής έρευνας παρουσιάζουν σημαντικές υδροχημικές διαφοροποιήσεις οι οποίες εντοπίζονται τόσο από την κατανομή τους στο διάγραμμα Piper όσο και από τους διάφορους συσχετισμούς μεταξύ των υδροχημικών παραμέτρων όπως για παράδειγμα η σχέση αλκαλικότητας – ασβεστίου, αλκαλικότητας-συγκέντρωσης σπάνιων γαιών και Eh–pH, αλλά και στους στατιστικούς δείκτες υδροχημικών παραμέτρων όπως η αλκαλικότητα, η αγωγιμότητα, τα θειικά και νιτρικά ιόντα και η συγκέντρωση βαρέων μετάλλων. Οι διαφοροποιήσεις αυτές οφείλονται στην διαφορετική σύσταση του σκελετού των υδροφόρων, στην διαφορά του χρόνου παραμονής του υπόγειου νερού εντός των υδροφόρων, των οξειδοαναγωγικών συνθηκών και άλλων παραγόντων οι οποίες βέβαια ομαλοποιούνται στις περιπτώσεις που υφίσταται υδραυλική επικοινωνία μεταξύ των υδροφόρων. Όπως προκύπτει από την μελέτη της κατανομής του pH, όξινες συνθήκες επικρατούν σχεδόν στο σύνολο του παράκτιου προσχωματικού υδροφόρου συστήματος της Βόχας με επίκεντρο τις περιοχές Βέλου και Άσσου-Λεχαίου, ενώ αλκαλικές συνθήκες επικρατούν στα υδροφόρα συστήματα των κροκαλοπαγών αλλά και στην περιοχή Ισθμίων-Εξαμιλλίων-Αρχαίας Κορίνθου στον βαθύτερο υδροφόρο ορίζοντα που αναπτύσσεται στην περιοχή. Αντίστοιχα από την κατανομή του δυναμικού οξειδοαναγωγής προκύπτει ότι οξειδωτικές συνθήκες επικρατούν στο μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής έρευνας με εξαίρεση το τμήμα Βραχατίου-Κοκκωνίου-Ευαγγελίστριας στον προσχωματικό υδροφόρο της Βόχας το τμήμα Πάσιου-Λαλιώτη-Σικυώνος καθώς και μεγάλα τμήματα των υδροφόρων που αναπτύσσονται στον σχηματισμό των μαργών. Από την μελέτη των κατανομών των ενώσεων αζώτου στο υπόγειο νερό, διαπιστώνεται μια ευρεία ρύπανση του υπόγειου νερού από νιτρικά ιόντα κυρίως στο παράκτιο υδροφόρο σύστημα της Βόχας με εξαίρεση την περιοχή μεταξύ Βραχατίου-Κοκκωνίου-Νεράτζας αλλά και σε ολόκληρη την ζώνη μεταξύ Εξαμιλίων-Σολωμού-Σπαθοβουνίου-Αγίου Βασιλείου τόσο στους ελεύθερους όσο και στους βαθύτερους υπό πίεση υδροφόρους ορίζοντες. Όπως φαίνεται από την κατανομή των παραμέτρων που σχετίζονται με υφαλμύρινση, επέκταση του μετώπου υφαλμύρινσης φαίνεται να έχουμε στον άξονα μεταξύ Άσσου και Σπαθοβουνίου και μάλιστα σε μεγάλη απόσταση από την ακτογραμμή. Η παρατήρηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι γεωτρήσεις μεγάλου βάθους στην περιοχή του Σπαθοβουνίου έχουν εγκαταλειφθεί λόγω υφαλμύρινσης. Αντίστοιχα υποχώρηση του μετώπου υφαλμύρινσης, φαίνεται να έχουμε στην περιοχή Ισθμίων-Εξαμιλλίων. Όπως λοιπόν διαπιστώνουμε, από την ταυτόχρονη παρατήρηση και μελέτη της κατανομής των χλωριόντων, της πιεζομετρίας και των υδροχημικών τύπων του υπόγειου νερού, στην περιοχή έρευνας εντοπίζονται έντονα προβλήματα υφαλμύρινσης, τα οποία αναπτύσσονται κυρίως κατά μήκος άξονα που προαναφέρθηκε. Στην υπόλοιπη παράκτια ζώνη αν και οι συνθήκες άντλησης δεν διαφοροποιούνται έχουμε περιορισμένες ενδείξεις υφαλμύρινσης γεγονός που μπορεί να αποδοθεί τόσο στην καλή τροφοδοσία και επαναπλήρωση των υδροφόρων όσο και στην σχετική ανύψωση του λεπτομερούς σχηματισμού των μαργών ο οποίος λειτουργεί ως φυσικό φράγμα προς την διείσδυση του θαλασσινού νερού. Οι προσχωματικοί υδροφόροι της περιοχής έρευνας παρουσιάζουν την μεγαλύτερη συγκέντρωση βαρέων μετάλλων ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι τιμές είναι τόσο υψηλές που παραπέμπουν σε μόλυνση του υδροφόρου από σημειακή πηγές ή σε επίδραση από υδροθερμικά ρευστά. Στο πλαίσιο διερεύνησης των υδρογεωλογικών και υδροχημικών διεργασιών στους υδροφόρους της περιοχής έρευνας, μελετήθηκαν τόσο οι κατανομές των σπάνιων γαιών, όσο και οι μεταβολές των συγκεντρώσεών τους κατά μήκος γραμμών ροής του υπόγειου νερού, σε συνάρτηση με τις μεταβολές των υπόλοιπων υδροχημικών παραμέτρων, όπως οι συγκεντρώσεις των κύριων στοιχείων και οι οξειδοαναγωγικές συνθήκες. Υψηλότερες τιμές σπάνιων γαιών παρουσιάζουν οι υδροφόροι που αναπτύσσονται εντός του σχηματισμού των μαργών και των θαλάσσιων αναβαθμίδων, γεγονός που αποτελεί ένδειξη ότι ουσιαστικά πρόκειται για υδροφόρους σε πλήρη υδραυλική επικοινωνία ή ακόμα και για ένα ενιαίο υδροφόρο τουλάχιστον στην βαθύτερη υπό πίεση υδροφορία. Οι υδροφόροι των κροκαλοπαγών και οι προσχωματικοί υδροφόροι Βόχας και Νεμέας παρουσιάζουν γενικά χαμηλότερες τιμές ενώ στο υδροφόρο σύστημα Αγίου Βασιλείου-Σπαθοβουνίου έχουμε υψηλές γενικά τιμές γεγονός που ομοίως αποτελεί ένδειξη ότι η βαθύτερη υδροφορία του συστήματος αυτού είναι σε υδραυλική επικοινωνία ή αναπτύσσεται εντός των υδροφόρων στρωμάτων που εντοπίζονται στις μάργες του Πλειο-Πλειστοκαίνου. Η αθροιστική συγκέντρωση των σπάνιων γαιών φαίνεται να αυξάνεται με την μείωση του δυναμικού οξειδοαναγωγής όπως επίσης και με την μείωση του pH. Όξινες και αναγωγικές συνθήκες φαίνεται ότι ευνοούν την εν διαλύσει παραμονή των σπάνιων γαιών στο υπόγειο νερό Βάση της κατανομής δ18Ο και σύμφωνα με την σχέση της τιμής του δ18Ο με το υψόμετρο της περιοχής προέλευσης, τα υδροφόρα συστήματα των κροκαλοπαγών φαίνεται να τροφοδοτούνται απευθείας από την περιοχή στην οποία αναπτύσσονται επιφανειακά ή ενδεχομένως και πλευρικά με υπόγειο νερό των καρστικών υδροφόρων που προέρχεται από περιοχές με υψηλότερο υψόμετρο. Το υπόλοιπο της περιοχής έρευνας φαίνεται να τροφοδοτείτε αποκλειστικά από τις περιοχές στις οποίες οι σχηματισμοί που φιλοξενούν την υδροφορία αναπτύσσονται επιφανειακά, με εξαίρεση τις περιοχές Σικυώνος-Βέλου και Λεχαίου που φαίνεται να τροφοδοτούνται με νερά από περιοχές με υψηλότερα υψόμετρα. Υψηλές τιμές τριτίου παρατηρούνται σε τμήματα του παράκτιου προσχωματικού υδροφόρου της Βόχας αλλά και στο κοκκώδες υδροφόρο σύστημα Νεμέας και κυρίως στην περιοχή Κουτσίου χωρίς να παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ δ18Ο και υψομέτρου δειγματοληψίας στις ίδιες θέσεις. Οι υψηλές τιμές τριτίου μπορούν να αποδοθούν κυρίως στην προβληματική τροφοδοσία και εκφόρτιση του υδροφόρου που οδηγεί σε μεγάλους χρόνους παραμονής του υπόγειου νερού στον υδροφόρο. Στο πλαίσιο εφαρμογής προηγμένων μεθόδων με την χρήση ΓΠΣ εφαρμόσθηκαν και δημιουργήθηκαν μοντέλα προσομοίωσης και μοντέλα πολυκριτηριακής χωρικής ανάλυσης για την επίλυση προβλημάτων που αφορούν τις υδρολογικές και υδροχημικές διεργασίες σε κλίμακα λεκάνης απορροής, την τρωτότητα των υδροφόρων οριζόντων και την χωροθέτηση νέων υδρομαστευτικών έργων. Το μοντέλο προσομοίωσης λεκάνης απορροής που εφαρμόσθηκε είναι το SWAT, ακρωνύμιο των λέξεων Soil and Water Assessment Tool, το οποίο είναι ένα πλήρως κατανεμημένο (fully distributed), φυσικής βάσεως (physically based) μοντέλο που εκτελείται σε περιβάλλον ArcGIS. Η εφαρμογή του μοντέλου SWAT στην περιοχή έρευνας πραγματοποιήθηκε για τις τέσσερις κύριες υδρολογικές λεκάνες (Ασωπός, Ζαπάντης, Ράχιανη, Ξεριάς) και για την περίοδο 1991-2001 με ετήσιο και μηνιαίο χρονικό βήμα. Μετά την αρχική εφαρμογή του μοντέλου ακολούθησε χειροκίνητη ρύθμιση του μοντέλου με την χρήση χρονοσειράς μετρήσεων απορροής από σταθμό μέτρησης στον ποταμό Ασωπό και συγκεκριμένα στη γέφυρα Νεμέας-Πετρίου. Στα αποτελέσματα του μοντέλου περιλαμβάνονται οι κατανομές ανά υδρολογική υπολεκάνη και ανά υδρολογική λεκάνη παραμέτρων όπως η άμεση και η ολική επιφανειακή απορροή, η τροφοδοσία του φρεάτιου υδροφόρου ορίζοντα και η ποσότητα αζώτου και νιτρικών που φτάνει στο επιφανειακό νερό και στο νερό τροφοδοσίας του υδροφόρου. Η μελέτη της τρωτότητας των υδροφόρων πραγματοποιεί¬ται με την βελτιστοποίηση της πρότυπης μεθόδου DRASTIC και προτείνονται διάφορες τροποποιήσεις και μετασχηματισ¬μοί, που βασίζονται στις στατιστικές παραμέτρους της κατανομής της συγκέντρωσης νιτρικών ως δείκτη μόλυνσης. Τελικά επιτυγχάνεται η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης μεθόδου, η οποία θα μπορεί να προβλέπει επιτυχώς την ειδική (specific) τρωτότητα ή το δυναμικό μόλυνσης (Pollution Risk) ενός υδροφόρου ορίζοντα, ο οποίος βρίσκεται κάτω από έντονη περιβαλλοντική πίεση. Εκτός της παραπάνω διαδικασίας βελτιστοποίησης αναπτύσσονται και δύο άλλες μεθοδολογίες οι οποίες βασίζονται στις αρχές της μεθόδου DRASTIC αλλά χρησιμοποιούν δύο μεθόδους χωρικής στατιστικής και πιο συγκεκριμένα την μέθοδο της «πολλαπλής λογιστικής παλινδρόμησης» (multiple logistic regression) και την μέθοδο «βαρύτητας των στοιχείων» (weighted evidence), για τον προσδιορισμό της ειδικής τρωτότητας των υδροφόρων. Τα αποτελέσματα των τριών μεθόδων συγκρίνονται με κριτήριο επιτυχίας την σύμπτωση των υψηλών τιμών δυναμικού μόλυνσης με τις υψηλές συγκεντρώσεις νιτρικών στο υπόγειο νερό. Με την δημιουργία ενός μοντέλου πολυκριτηριακής ανάλυσης με την χρήση μεθόδων ασαφούς λογικής και κριτήρια υδρογεωλογικά, περιβαλλοντικά και οικονομοτεχνικά προσδιορίζεται η κατανομή της καταλληλότητας κάθε θέσης της περιοχής έρευνας για την ανόρυξη νέων υδρομαστευτικών έργων. Από την κατανομή της καταλληλότητας φαίνεται ότι μεγάλες εκτάσεις της περιοχής έρευνας είναι εντελώς ακατάλληλες για ανόρυξη νέων υδρομαστευτικών έργων, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην ύπαρξη πολυάριθμων υδρομαστευτικών έργων που καθιστούν αδύνατη την ανόρυξη νέων έργων στην περιοχή γειτονίας τους αλλά και στην ευρεία εξάπλωση του σχηματισμού των μαργών εντός του οποίου δεν αναπτύσσεται αξιόλογη υδροφορία. Η επιλογή της μεθόδου της ασαφούς λογικής και του συνδυασμού τελεστών που χρησιμοποιήθηκαν αποκλείουν εντελώς τις περιοχές αυτές και καταφέρνουν να επικεντρώσουν τα αποτελέσματα σε θέσεις κατάλληλες από κάθε άποψη, βαθμονομώντας περαιτέρω τις θέσεις αυτές με βάση τη συγκέντρωση των βέλτιστων συνθηκών. Η μεθοδολογία της πολυκριτηριακής ανάλυσης με την χρήση ασαφούς λογικής διαθέτει μεγάλη ευελιξία και προσαρμοστικότητα. Με αλλαγές στο είδος και τους δείκτες των συναρτήσεων συμμετοχής αλλά και επιλογή διαφορε / The present doctoral thesis examines the potential applications of Geographic Information Systems (GIS) in the scientific field of environmental hydrogeology. The research area for the application of these methods is the northeastern part of the prefecture of Corinth which includes from east to the west the Xerias, Rachianis, Zapantis and Asopos river basins. The wider study area includes both prealpine and postalpine geological formations of terrestrial, lagoonal and marine origin. The dominant geomorphological and tectonic structure in the wider study area is the Corinthian Gulf which is a wide rift zone with high rates of displacement between the two parts of the Peloponnese and Central Greece, as a result of the tensile tectonics that has affected and still affects the region after the end of the Alpine Orogenic episode in the middle Miocene. The neotectonic of the study area is characterized by intense tensile stresses responsible for the creation of the Corinthian trench and numerous normal and oblique faults, parallel and perpendicular to the axis of the trench. A large proportion of these faults are active and responsible for the genesis of medium and large magnitude earthquakes during historical times. The relief of the survey area is characterized by three large plane sections, the coastal area between Corinth and Kiato known as Vochas plane, the area between Agios Basilios and Spathovouni villages and the plane area around the historical city of Nemea. The remainder of the study area can be described as hilly or semi - mountainous with moderate slopes and rounded mountain peaks, with the exception of the SW and SE edge of the area where the predominance of carbonate formations of the prealpine basement creates mountainous terrain with steep slopes Slope deep ravines and sharp mountain peaks. The morphometric analysis shows that watersheds in the study area are expected to have hydrographs of “slow runoff” and low flooding potential. The morphometric characteristics of Zapantis, Ellison and Seliandros basins make them more susceptible to “flash flood” events. From the hydrogeological point of view, a number of ground water bodies (aquifers) and practically impermeable formations are developing in the study area. To investigate the movement of groundwater in aquifers, six different spatial interpolation methods were implemented and it was found that the interpolation method, considerably affects the final formation of the piezometric surface. The criteria for the evaluation of each method were firstly whether the resulting surface does not alter the physical properties a piezometric surface must have (small hydraulic gradient, agreement with the topography, etc.) and secondly a number of statistical error indicators quantify the agreement of the resulting surface with the existing values at the measuring points. Combining the above mentioned observations, we conclude that the most appropriate method for creating groundwater level surfaces, with the process of spatial interpolation, for cases of regional areas with alternating aquifer and practically non- aquifer formations and general heterogeneity in hydraulic characteristics, is the method of Ordinary Cokriging with prior removal of data trends. The annual variation of ground water level, as it was shown by the comparison of ground water level surface of periods 5/2003 and 10/2004 in alluvial aquifers, except the coastal portion of Vocha aquifer, we observe an increase in ground water levels varying from 1 to 10 meters while within the conglomerate aquifers and the confined aquifer that develops within the marl formation we observe a slight decline ranging from 1 to 10 meters. This variation can be attributed to the fact that shallow alluvial aquifers are recharged faster than the deeper confined aquifers and are influenced by the water balance of only the current hydrological year while the deeper confined aquifers are affected by more than one hydrologic year. The corresponding situation for the periods 10/2004 and 10/2005 is almost inverse because a rising in ground water level is observed both in the deeper confined aquifers and in the coastal part of the alluvial aquifer of Vocha while drawdown is observed in other alluvial aquifers. The repeated differentiation between aluvial and deeper confined aquifers suggests that they are responding to recharge with a different time lag. Based mainly on hydrolithological classification of geological formations but also on their spatial distribution as it is represented in the hydrogeological map but additionally on the basis of information from borehole lithological sections and also the spatial distribution of the groundwater level we end in the delineation of “groundwater bodies” or “aquifer systems” for the study area. According to the above mentioned evidence five porous and two karstic aquifer systems were defined. Both karstic aquifer systems are developed partly in the study area with their bigger part located outside of the study area. For this reason, they were not investigated thoroughly in this research. The feature that was examined in these systems was the way they interact with other aquifer systems and how they affect the hydrological balance of the watersheds of the study area. Three of the five porous aquifer systems (Vocha, Agios Basilios and Nemea) developed entirely within the study area and they include mostly shallow alluvial aquifers which form unified or multilevel aquifers with deeper confined aquifers of the Plio - Pleistocene formations. The other two porous aquifer systems (Aidonia - Petri and Kryoneri - Baltos) develope within the Pleistocene conglomerates (Calabrian conglomerates) and despite the fact that they are partially included in the study area they were investigated in detail because they play a key role in water balance of the study area within which they are discharged through high capacity contact springs in places where with come in contact with the underlying impermeable Pliocene marls. The most prolific aquifers in the study area are the conglomerate aquifers while aquifers of Vocha, Nemea and Agios Basilios - Spathovouni have a highly variable productivity and have average to low yields. Finally it was found that the aquifer developed in the marl formation has low productivity and small practical importance. The extensive development of cultivations in the study area bring significant pressures on water resources in both the quantitative part due to increased irrigation needs and the qualitative part because of diffuse pollution on water resources resulting from agricultural practices (fertilizers, pesticides etc.). The various aquifers in the study area have significant hydrochemical variations which are found both in the distribution they have in Piper diagram and from the various relationships between hydrochemical parameters such as the relationship between alkalinity and calcium or alkalinity and concentrations of REE and Eh-pH, but also in the statistical indicators of hydrochemical parameters such as alkalinity, conductivity, sulphate, nitrate and heavy metals concentrations. These variations are due to the different composition of the aquifer materials, the difference in residence time of groundwater within the aquifer, the redox conditions and other factors. These variations are normalized in cases where there is hydraulic connection between different aquifers. As it was shown by the spatial distribution of pH values, acidic conditions prevailing almost in the entire coastal alluvial aquifer system of Vocha with the most acidic conditions located in the areas of Velo and Assos - Lecheo while alkaline conditions prevailing in the water systems of conglomerates and also in the deeper confined aquifer that develops in the Isthmia - Examillia - Ancient Corinth area. Correspondingly the spatial distribution of redox potential reveal that oxidizing conditions prevail in most of the study area except for the part Vrahati -Kokoni - Evangelistria in Vocha alluvial aquifer, the Pasio - Laliotis – Sikyon area and large parts of the aquifer developed in the formation of marls. By studying the spatial distribution of nitrogen compounds in groundwater, we come to the conclusion that there is a widespread contamination of groundwater by nitrate, mainly in the Vocha coastal aquifer system except the area between Vrahati - Kokoni - Neratza and also throughout the whole area between Examilia - Solomos - Spathovouni - Agios Basilios both in the upper unconfined and deeper confined aquifers. As shown by the spatial distribution of the parameters associated with seawater intrusion, there seems to be a propagation of the seawater intrusion front, to the axis between Assos and Spathovouni even at great distance from the coast. This conclusion is confirmed by the fact that, deep boreholes in the Spathovouni area have been abandoned due to salinization. Similarly there seems to be a retreat of the seawater intrusion front near Isthmia-Examillia area. From the simultaneous observation and study of the spatial distribution of chloride, ground water level and the hydrochemical types of groundwater, it is obvious that in the study area, sea water intrusion represent a very serious problem mainly along the axis indicated above. In the rest of the coastal zone, although hydrogeological conditions do not differs seawater intrusion is quite limited. This fact may be attributed both on good recharge of coastal aquifers and on the relative uplift of the practically impermeable marl formation which acts as a natural barrier to seawater intrusion. The alluvial aquifers of the study area are showing the greatest concentration of heavy metals. In some cases the concentration values are so high that they can be attributed to contamination of groundwater from point sources or to the influence by hydrothermal fluids. For the better understanding of hydrogeological and hydrochemical processes in aquifers in the study area, the spatial distributions of rare earth elements (REE), as well as their evolution along groundwater flow lines were investigated in response to evolution of other hydrochemical parameters such as concentrations of main elements and redox conditions. The aquifers developed in marls and marine terraces show the higher values of REE elements, which is an indication that in fact these aquifers are in full hydraulic connection or even compose a single confined aquifer. The conglomerates and alluvial aquifers of Vocha and Nemea show generally lower REE concentration values while the aquifer system of Agios Basilios-Spathovouni generally have high REE concentration values which also indicates that the deeper confined aquifer of the system, is hydraulically connected or developed within the Plio - Pleistocene marls. The cumulative concentration of rare earth elements seems to increase with the decrease in redox potential as well as the decrease in phi Acidic and reducing conditions appear to favor the preservation of dissolved rare earth elements in groundwater. According to the spatial distribution of δ18Ο values and according to the relationship between δ18Ο values and the altitude of the sampling point, the aquifer systems of the conglomerates appears to be recharged directly from the area where they have surface development, or possibly laterally recharged with groundwater of the adjacent karst aquifers initially recharged in areas of higher altitude. The remainder of the study area appears to be recharged from the areas where the formations that host the aquifer have surface development, excluding the areas of Sikyon-Velo and Lecheo that seems to be recharged with water from areas with higher altitudes. High tritium values were observed in parts of the coastal alluvial aquifer of Vocha, but also in the porous aquifer system of Nemea, particularly around Koutsi while no big discrepancies between δ18Ο and altitude of sampling points occurred in the same sites. High rates of tritium can be attributed mainly to problematic recharge and discharge of aquifers, resulting in long residence times of groundwater in the aquifer. Under the framework of application of advanced methods using GIS, simulation models and spatial multi-criteria analysis models were used and developed, for solving problems related to hydrological and hydrochemical processes at river basin scale, the vulnerability of aquifers and the placement of new water wells. The river basin simulation model that was applied is called “SWAT”, acronym for Soil and Water Assessment Tool, which is a fully distributed physically based model that may be applied in ArcGIS environment. Application of SWAT model in the study area was conducted for the four main river basins (Asopos, Zapantis, Rachiani and Xerias) for the period 1991-2001 with annual and monthly time step. After the initial implementation, the model was manually calibrated using time series of runoff measurements from a station on the River Asopos, namely the bridge between Nemea and Petrio. The results of the model include distributions of parameters such as the direct and total runoff, recharge of the phreatic aquifer and the quantity of nitrogen and nitrate that reaches the surface water and water of aquifer recharge, on a sub basin or basin scale. The investigation of aquifer vulnerability is carried out by the optimization of the standard DRASTIC method and various modifications and transformations are proposed, based on statistical parameters of the distribution of nitrate concentration as an indicator of aquifer pollution. Eventually, an integrated method, that can successfully determine the specific vulnerability or the pollution risk of an aquifer under intense environmental pressure, is provided. Besides the above optimization process of the DRASTIC model, two other hybrid methodologies based on the principles of DRASTIC method were developed. These two methodologies are based on two methods of multivariate spatial statistics and more specifically the method of " multiple logistic regression » and the method of “weighted evidence”, in order to determine the specific vulnerability (pollution risk) of aquifers. The results of the three methods are compared in terms of success on the coincidence of high values of pollution risk with high nitrate concentrations in groundwater. By creating a multi-criteria analysis model using fuzzy logic methods and hydrogeological, environmental and socioeconomic criteria, the distribution of the suitability of each location of study the area for drilling new water wells was accomplished. From the distribution of suitability it appears that large parts of the study area are totally unsuitable for drilling new water wells. This is due to the large number of existing water wells and the large extend of the marl formation which holds very low productivity aquifers. The choice of the method of fuzzy logic and the combination of criteria used, manage to focus in fully appropriate areas for the drilling of new water wells. These areas are then further classified based on the combination of the above mentioned criteria. The methodology of multi-criteria analysis using fuzzy logic has great flexibility and adaptability. By altering the type and coefficients of fuzzy functions and choosing a different combination of operators the final result can be tailored to the priorities of research. The best positions in the study area are located in the formation of conglomerates, west of Nemea plane area and around villages Kryoneri and Souli as well as the upstream part of the alluvial aquifer of Vocha and within recent river deposits nearby all the rivers of the study area.
24

Συμβολή στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς με τη χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών : Αρχαιολογική πληροφορία και πολεοδομικός σχεδιασμός : Η περίπτωση του Σχεδίου Πόλεως Πατρών

Σιμώνη, Ελένη 30 April 2014 (has links)
Κεντρικό σημείο αναφοράς της διατριβής είναι η σύγχρονη πόλη, στο υπέδαφος της οποίας σώζονται αρχαιολογικά στρώματα. Η ανακάλυψή τους κάτω από τον ενεργό οικιστικό ιστό καθώς και η αρχαιολογική έρευνα που ακολουθεί θεωρούνται από πολλούς αιτία ανάσχεσης της κατασκευαστικής και αναπτυξιακής διαδικασίας. Ωστόσο, εδώ υποστηρίζεται ότι η ύπαρξη αρχαιολογικού υποστρώματος στην πόλη αποτελεί ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της αναπτυξιακής της προοπτικής. Προς τούτο η ερευνητική μεθοδολογία χρησιμοποιεί ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα, ενώ ως μελέτη περίπτωσης επιλέγεται το Σχέδιο Πόλεως των Πατρών. Αρχικά η έρευνα βασίζεται στην αρχειακή και βιβλιογραφική επισκόπηση και στη διεξαγωγή δομημένων συνεντεύξεων με ειδικούς επιστήμονες. Στη συνέχεια, γίνεται χρήση της τεχνολογίας των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών και της Στατιστικής για τη δημιουργία βάσης δεδομένων, την ψηφιακή επεξεργασία της, την παραγωγή και δημιουργία προγνωστικών μοντέλων και την ανάδειξη της στατιστικής σχέσης της πολεοδομικής με την αρχαιολογική πληροφορία. Από τα αποτελέσματα, αποδεικνύεται ότι είναι δυνατή η κατασκευή μοντέλου πρόβλεψης της πιθανολογούμενης ύπαρξης αρχαίων σε μια πόλη, αλλά και του πιθανολογούμενου βάθους εντοπισμού τους, βασισμένη στην καταγραφή και επεξεργασία της πολεοδομικής και αρχαιολογικής πληροφορίας, που προέρχεται από τις εκσκαφές 5 συνεχόμενων ετών, ακόμα κι αν δεν γνωρίζει κανείς ή δεν λαμβάνει υπόψη τίποτε άλλο από την ιστορία της πόλης αυτής. Χρησιμοποιώντας αρχαιολογικές παραμέτρους σε συνδυασμό με πολεοδομικά δεδομένα είναι δυνατόν να κατασκευαστούν εξειδικευμένα μοντέλα, που μπορούν να αποτυπώσουν τις επιπτώσεις του αρχαιολογικού υποβάθρου μιας πόλης στις τρέχουσες λειτουργίες της και το αντίθετο. Τα αποτελέσματα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο σε επιχειρησιακό επίπεδο, στην άσκηση της αρχαιολογικής έρευνας και της παρακολούθησης της οικοδομικής δραστηριότητας στην πόλη, όσο και ως συμβολή σε μια ευρύτερη διερεύνηση για τη θέση της πολιτιστικής κληρονομιάς στη διαμόρφωση και προβολή της σύγχρονης πόλης. / The dissertation focuses on the contemporary city located on top of archaeological strata. Archaeological remains underneath, as well as their investigation, are considered by many as an obstacle towards the construction and development process. However, it is assumed here that the archaeological remains (below modern cities) consist a comparative advantage towards development. To justify this, qualitative and quantitative research methodology has been employed while the Town Plan of Patras, Greece is used as a case-study. Initially, an archive and literature survey takes place and structured interviews with field experts are conducted. Next, Geographical Information Systems and Statistics are applied for data processing and predictive modeling. Eventually, predictive models of the potential existence of archaeological sites and their expected depth are constructed, based on data from the excavations and the ground disturbance actions of 5 consecutive years. It becomes apparent that the results differ within the built and the unbuilt zones of a town. Using archaeological and urban parameters the impact of the archaeological background, over modern urban functions can be modeled and assessed. Moreover, the outcomes may be used by those involved in making and evaluating policies for the management of cultural heritage within planning.
25

Οικολογική αξιολόγηση εκβολικών οικοσυστημάτων στον Πατραϊκό κόλπο με τη χρήση των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS)

Κυριακοπούλου, Νίκη 17 July 2014 (has links)
Στην παρούσα εργασία πραγματοποιείται οικολογική αξιολόγηση των εκβολικών οικοσυστημάτων των ποταμών Εύηνου και Πείρου που εκβάλλουν στον Πατραϊκό κόλπο. Αποτελούν συνδυασμό χερσαίων και υγροτοπικών περιοχών με σημαντική οικολογική αξία και λειτουργίες. Ο Εύηνος σχηματίζει τυπικό δέλτα σε αντίθεση με τον Πείρο, στην περιοχή εκβολής του οποίου οι συνθήκες δεν ευνοούν μια τέτοια διαδικασία. Στόχοι της μελέτης ήταν: η καταγραφή και χαρτογράφηση των τύπων οικοτόπων στις επιμέρους περιοχές με τη χρήση των GIS, η μελέτη των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και των επιπτώσεών τους στη δομή των οικοτόπων, η εκτίμηση της κατάστασης τους με τη βοήθεια δεικτών οικολογικής αξιολόγησης και τελικά, η ανάπτυξη κατάλληλου διαχειριστικού σχεδίου. Για την πραγματοποίηση της εργασίας αυτής προηγήθηκαν επισκέψεις και στα δύο εκβολικά οικοσυστήματα, φωτογραφήσεις, καθώς και συλλογή και προσδιορισμός φυτικού υλικού από τους κυριότερους τύπους βλάστησης. Για την αναγνώριση των τύπων οικοτόπων χρησιμοποιήθηκε ο Τεχνικός Οδηγός Χαρτογράφησης του δικτύου NATURA 2000. Για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των εξεταζόμενων περιοχών εφαρμόστηκαν τα κριτήρια της ποικιλότητας, φυσικότητας, σπανιότητας, απειλής και δυνατότητας αποκατάστασης στο επίπεδο των οικοτόπων και των συνδυασμών τους σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Επιπλέον, εφαρμόστηκε η ανάλυση DPSIR σε επίπεδο λεκάνης απορροής των υπό μελέτη ποταμών, με έμφαση στα εκβολικά τους συστήματα, με τη χρήση 45 δεικτών. Οι τύποι οικοτόπων, η αξιολόγηση με βάση τα κριτήρια και οι πιέσεις-επιπτώσεις σε κάθε περιοχή μελέτης οπτικοποιήθηκαν σε ψηφιακούς χάρτες με τη χρήση των GIS. Καταγράφηκαν 322 taxa στο δέλτα του Εύηνου και 225 taxa στις εκβολές του Πείρου, εκ των οποίων τα 112 είναι κοινά μεταξύ των περιοχών μελέτης. Πραγματοποιήθηκε περιγραφή και χαρτογράφηση 22 φυσικών και 3 ανθρωπογενών τύπων οικοτόπων. Οι κυριότερες αλλοιώσεις που καταγράφηκαν ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας ανθρώπινης παρουσίας είναι: η έντονη διάβρωση και οπισθοχώρηση της ακτογραμμής, η επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων εις βάρος των φυσικών και η έντονη ρύπανση των υδάτων. Από την αξιολόγηση προέκυψε ότι οι οικότοποι στις δύο περιοχές βρίσκονται σε μια μέτρια έως καλή κατάσταση διατήρησης, με την περιοχή του Εύηνου να λαμβάνει την υψηλότερη βαθμολογία ως προς τα κριτήρια. Το πλαίσιο DPSIR ανέλυσε την επικρατούσα κατάσταση και ανέδειξε τη σοβαρή υποβάθμιση που υφίστανται τα εκβολικά συστήματα. Συμπερασματικά, τα GIS αποτέλεσαν ένα σημαντικό διαχειριστικό εργαλείο, καθώς επιτρέπουν τη συνεχή καταγραφή των διαχρονικών αλλαγών και την εκτίμηση του βαθμού αλλοίωσης των δύο εκβολικών οικοσυστημάτων με σκοπό τη διατήρηση και την προστασία τους. / In the present study an ecological evaluation of the estuary ecosystems of the rivers Evinos and Piros flowing into the Gulf of Patras was carried out. They constitute a combination of terrestrial and wetland areas with significant ecological value and functions. Evinos forms a typical delta unlike Piros, in the estuarine region of which the conditions do not favor such a process. The objectives of the study were: the recording and mapping of habitat types in each area with the use of GIS, the study of human activities and their impact on the structure of habitats, the assessment of their state with the use of indicators of ecological value and finally, the development of an appropriate management plan. For the accomplishment of this study visits to both estuarine ecosystems, photography and collection and identification of the plant material from the main vegetation types was performed. For the identification of habitat types the Technical Guide for Mapping of the network NATURA 2000 was used. To assess the ecological status of the areas concerned the criteria of diversity, naturalness, rarity, threat and replaceability were applied, at the level of habitats and their combinations, according to the Directive 92/43/EEC. Moreover, the DPSIR analysis was applied at the basin level of the studied rivers, with emphasis on their estuarine systems. The habitat types, the evaluation based on the criteria and the pressures-impacts on each of the studied areas were visualized into digital maps using GIS. 322 taxa were recorded for the Evinos delta and 225 for the mouth of Piros, of which 112 are common among the study areas. Description and mapping of 22 natural and 3 anthropogenic habitat types was carried out. The main alterations that were recorded as a result of long-term human presence are: the intense erosion and retreat of the coastline, the expansion of cultivated land at the expense of natural one and the strong water pollution. Assessment revealed that the habitats in both regions are at a moderate to good conservation status, with the area of Evinos receiving the highest rating concerning the above criteria. The DPSIR framework analysed the present state and highlighted the serious degradation that occurs in estuaries. In conclusion, the GIS are an important management tool, as they allow the continuous recording of the diachronic changes and the evaluation of the degree of deterioration of both estuary ecosystems in order to conserve and protect them.
26

Ο "λόγος" για την ένταξη των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών στο εκπαιδευτικό πλαίσιο και τη διδασκαλία των θετικών επιστημών στην Ελλάδα : μια προσέγγιση εκπαιδευτικών κειμένων της περιόδου 1984-2006

Νικολακοπούλου, Αικατερίνη 07 April 2015 (has links)
Η παρούσα διατριβή στοχεύει να απαντήσει στο ερώτημα: «Ποιος είναι ο «Λόγος» για την ένταξη των ΤΠΕ στο εκπαιδευτικό πλαίσιο και τη διδασκαλία των Θετικών Επιστημών στην Ελλάδα» και αποτελεί προσέγγιση εκπαιδευτικών κειμένων. Η μελέτη θεωρητικά αναφέρεται στα γενικά χαρακτηριστικά, τις ευρύτερες απόψεις ένταξης των ΤΠΕ και σε μοντέλα ενσωμάτωσης των ΤΠΕ στην εκπαίδευση. Δεδομένα της έρευνας αποτελούν ενενήντα επτά κείμενα του ελληνικού, εκπαιδευτικού περιοδικού «Σύγχρονη Εκπαίδευση» που αναφέρονται στην ενσωμάτωση των ΤΠΕ στο εκπαιδευτικό πλαίσιο και τη διδασκαλία των Θετικών Επιστημών στην Ελλάδα στο χρονικό διάστημα 1984-2006. Η εμπειρική εργασία στηρίζεται σε μεγάλο μέρος στο θεωρητικό και μεθοδολογικό εργαλείο των Aviram&Tami (2004), στο πλαίσιο του οποίου οι απόψεις για την ενσωμάτωση των ΤΠΕ αναλύονται υπό το φως δύο παραμέτρων: των προσεγγίσεων και των τοποθετήσεων των συγγραφέων, οι οποίες από κοινού διαμορφώνουν μία μήτρα χαρτογράφησης του διατυπωμένου «λόγου». Επίσης, αξιοποιούνται και κάποιες θεωρητικές έννοιες του Foucault για το «λόγο» και του Bernstein για τον «παιδαγωγικό μηχανισμό» και τον «παιδαγωγικό λόγο». Εντός της πρώτης παραμέτρου, «των προσεγγίσεων», οι οποίες υιοθετούνται από τους συγγραφείς του υπό μελέτη υλικού, αναφορικά με τους στόχους της ενσωμάτωσης των ΤΠΕ στο εκπαιδευτικό πλαίσιο και τη διδασκαλία των Θετικών Επιστημών διαπιστώνεται η ύπαρξη έξη προσεγγίσεων. Οι συγγραφείς υιοθετούν Διοικητικές, Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών, Διδακτικές, Οργανωτικές, Πολιτιστικές και Ιδεολογικές Προσεγγίσεις. Εντός της δεύτερης παραμέτρου, «των τοποθετήσεων», τις οποίες ακολουθούν οι συγγραφείς αναφορικά με την έκταση και το επίπεδο των αλλαγών στις οποίες η ένταξη των ΤΠΕ μπορεί να οδηγήσει την εκπαίδευση, αναδεικνύεται η υιοθέτηση τεσσάρων διαφορετικών τοποθετήσεων: αγνωστικιστικών, συντηρητικών, μετριοπαθών και ριζοσπαστικών. Οι προκύπτοντες συνδυασμοί των προσεγγίσεων και των τοποθετήσεων των συγγραφέων περιγράφουν και αποκαλύπτουν το πλήθος των διαφορετικών και συχνά αντιτιθέμενων απόψεων, αλλά και εκείνων που είναι αδύνατο να παρουσιαστούν, στο συγκεκριμένο, δομολειτουργικό και συναινετικό περιβάλλον που κυριαρχεί στον ελληνικό εκπαιδευτικό χώρο. Η εργασία οδηγεί στην παρουσίαση ενός θεωρητικού μοντέλου περιγραφής όλων των απόψεων (τετριμμένων και καινοτόμων) που εμφανίζει ο μελετώμενος «λόγος» για την ένταξη των ΤΠΕ στο εκπαιδευτικό πλαίσιο και τη διδασκαλία των Θετικών Επιστημών στην Ελλάδα, στη χρονική περίοδο 1984-2006 και την ένταξή τους σε τρεις διαφορετικές «Προοπτικές Ενσωμάτωσης» των ΤΠΕ, που ουσιαστικά αντιπροσωπεύουν τρία διαφορετικά «Παραδείγματα». Καταδεικνύεται η αναμενόμενη κυριαρχία της «Τεχνοκρατικής Προοπτικής» ενσωμάτωσης των ΤΠΕ (ρυθμίσεις και αλλαγές, αγνωστικιστικού και συντηρητικού χαρακτήρα, σε επίπεδο διοικητικό, εκπαιδευτικού έργου και διδασκαλίας), όπως και η ισχυρή παρουσία της «Ολιστικής Προοπτικής» (συντηρητική και σπανιότερα ριζοσπαστική αποδόμηση των επερχόμενων της ένταξης των ΤΠΕ αλλαγών, σε επίπεδο πολιτιστικό και ιδεολογικό), προοπτικών που συνυπάρχουν σε όλη το μελετώμενη χρονική περίοδο, (1984-2006). Ωστόσο, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα καθίσταται η μετά το έτος 1997 σχετικά ήπια εμφάνιση και διατήρηση της «Μεταρρυθμιστικής Προοπτικής» ένταξης των ΤΠΕ στο εκπαιδευτικό πλαίσιο και τη διδασκαλία των Θετικών Επιστημών (δηλαδή της μεταρρυθμιστικής στροφής προς ένα δυναμικό, εναλλακτικό, διδακτικό παράδειγμα εποικοδομιστικής μάθησης) στο μελετώμενο «λόγο» στην Ελλάδα. / Τhe present thesis aims to answer the question: «What is the “Discourse” that stems from the integration of ICT, the educational context and the teaching of Natural Sciences in Greece», by studying educational “texts”. The study focuses theoretically on the general characteristics, the wider aspects of ICT integration and the derived ICT integration educational models. Ninety-seven texts published in the educational magazine "Modern Education" (ΣύγχρονηΕκπαίδευση), all referring to the integration of ICT in the educational context and teaching of science in Greece during the period 1984-2006, served as survey data. The empirical work is largely based on the theoretical and methodological tool of Aviram & Tami (2004), in which the views about the integration of ICT are characterized in the light of two parameters: the “approaches” and the “attitudes” of the authors, which combined form a matrix mapping the studied “Discourse”. In addition, the study exploits certain theoretical concepts described by Foucault concerning the “Discourse” and those by Bernstein concerning the “Pedagogical Device” and “Pedagogical Discourse”. Within the first parameter, “the approaches”, which are adopted by the authors of the study material, regarding the aims and/or the nature of the ICT integration in the educational context and teaching of Science, six distinct approaches are found. The authors adopt Administrative, Curricula, Didactic, Organizational, Cultural and Ideological approaches. Within the second parameter, “the attitudes”, followed by the authors, in reference to the kind and the level of change that the merging of ICT with education will, or should lead to, four different attitudes emerged: Agnostic, Conservative, Moderate and Radical. The resulting combinations of approaches and attitudes of the authors describe and reveal the existence of highly varying different and often conflicting views, including those that cannot be identified in the specific, functional and consensual environment that dominates the Greek educational “champ”. The study proposes a novel theoretical model describing all views (trivial and innovative) as revealed by the envisaged “Discourse” by classifying them according to three different “Integration Prospects”, three essentially different “Paradigms”. The anticipated prevalence of the "Technocratic Perspective” integration of ICT (settings and changes, agnostics and conservative nature, in terms of administration, educational work and teaching), as well as the strong presence of the coexisting “Holistic Perspective”(conservative and rarely radical deconstruction of the upcoming integration of ICT changes on cultural and ideological bases) throughout the studied period (1984-2006), is demonstrated. Interestingly, from 1997 onwards, the “Reformistic Perspective” appears and is maintained throughout the studied period (that is a reform shift to the dynamic, alternative, instructive example of constructivist learning).
27

Τα ελληνικά ενδημικά χλωριδικά στοιχεία του εθνικού πάρκου Χελμού - Βουραϊκού : βάση δεδομένων (χαρτογράφηση με χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών και συσχετισμός με τους τύπους οικοτόπων της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ)

Μακρή, Δήμητρα 07 July 2015 (has links)
Το εθνικό Πάρκο Χελμού – Βουραϊκού βρίσκεται στη βόρεια Πελοπόννησο, η έκταση του είναι περίπου 544,4 Km2 και περιλαμβάνει τέσσερεις (4) Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (Ε.Ζ.Δ.) του δικτύου Natura 2000 και 21 τύπους οικοτόπων, εκ των οποίων, δύο (2) αποτελούν οικότοπους προτεραιότητας της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Αρχικά η παρούσα εργασία, καταγράφει τα ελληνικά ενδημικά χλωριδικά στοιχεία του Εθνικού Πάρκου, τα οποία ανέρχονται σε 136 taxa, 33 εκ των οποίων είναι ενδημικά της Πελοποννήσου και από αυτά, τα 6 είναι τοπικά ενδημικά. Στη συνέχεια επιχειρεί την συσχέτιση των ελληνικών ενδημικών taxa με τους τύπους οικοτόπων της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, σύμφωνα με τη θέση όπου έχει αναφερθεί η παρουσία τους εντός της περιοχής μελέτης, καθώς και με τις Ειδικές Ζώνες Διατήρησης του δικτύου Natura 2000 και τις περιοχές προστασίας του Εθνικού Πάρκου όπως ορίζονται στην ΚΥΑ 40390/01-10-2009. Παράλληλα, γίνεται ανάλυση της υψομετρικής κατανομής των μελετώμενων taxa και διερευνώνται οι φυτογεωγραφικές σχέσεις του Χελμού με τα όρη της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας και της περιοχής μελέτης με τις υπόλοιπες φυτογεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας. Επισημάνονται τα χλωριδικά στοιχεία που κατατάσσονται σε κάποια κατηγορία εξαφάνισης ή βρίσκονται σε καθεστώς προστασίας, ο συνολικός αριθμός των οποίων είναι 54 taxa. Τέλος, δημιουργείται βάση δεδομένων που περιλαμβάνει για κάθε taxon, τις συνώνυμες ονομασίες του, την περιγραφή του βιοτόπου και το εύρος των υψομέτρων στα οποία απαντάται, την εμφάνισή του σε άλλες φυτογεωγραφικές περιοχές, εκτός της Πελοποννήσου, την βιομορφή του, το καθεστώς προστασίας, την κατηγορία επικινδυνότητας εξαφάνισης στην οποία κατατάσσεται, τον οικότοπο, την Ειδική Ζώνη Διατήρησης και την Ζώνη Προστασίας του Εθνικού Πάρκου στην οποία βρίσκεται. Στη βάση δεδομένων περιλαμβάνεται, επίσης, για όσα taxa βρέθηκε σχετική πληροφορία, η γεωγραφική τους θέση στην περιοχή μελέτης καθώς και οι παρατηρήσεις των μελετητών που τα συνέλεξαν σε κάθε θέση συλλογής. / The Chelmos - Vouraikos National Park is located in northern Peloponnese, covers about 544,4 Km2 and includes four (4) Special Areas of Conservation (SAC) of Natura 2000 network and 21 habitat types, of which, two (2) are priority habitats according to Directive 92/43/EEC. Initially, this thesis catalogues the Greek endemic floristic elements of the National Park, which numbers 136 taxa, 33 of them are endemic to the area under study and six local endemics. Furthermore, it attempts to correlate the Greek endemic taxa with the habitat types of Directive 92/43/EEC, the Special Areas of Conservation of Natura 2000 network and the conservation zones of National Park, as defined in Joint Ministerial Decision 40390/01-10-2009. At the same time, it is carried out an analysis of taxa’s altitudinal distribution and the phytogeographical relationships between Chelmos and the mountains of Peloponnese and Central Greece as well as among the study area and other phytogeographical regions of Greece are investigated. The floristcs elements under the threat of extinction or under protection status are highlighted, the number of which is 54 taxa. Finally, a database is contracted, that includes for each taxon, synonyms, habitat description, altitude range, presents in other phytogeographical regions, except for the Peloponnese, life form, protection status, category of extinction risk, habitat type, the Special Areas of Conservation and the conservation zones of National Park, where it has been referred. The database includes, also, when the information exists, the geographical location and the observations of researchers who have collected it within the area under study.
28

Επιθερμική μεταλλοφορία Au-Ag στη νήσο Λέσβο

Βαμβουκάκης, Κωνσταντίνος 03 August 2009 (has links)
Στη διδακτορική αυτή διατριβή διερευνάται κατά πόσον η τηλεσκόπηση μπορεί να χρησιμεύει ως αρωγός για την κοιτασματολογική έρευνα και ειδικότερα για την εύρεση "στόχων" επιθερμικής μεταλλοφορίας πολύτιμων μετάλλων μέσω της αναγνωρίσεως ηφαιστειακών και τεκτονικών δομών και ζωνών υδροθερμικών εξαλλοιώσεων από αέρος. Το πεδίο έρευνας είναι το μειοκαινικό ηφαιστειακό-γεωθερμικό πεδίο της νήσου Λέσβου. Ερευνάται η ορυκτολογία των μεταλλικών ορυκτών και συνοδευόντων ορυκτών εξαλλοίωσης. Γίνονται πάραυτα μικροθερμομετρικοί προσδιορισμοί, προσδιορισμοί χρυσού-αργύρου, ιχνοστοιχείων- ιχνηλατών και άλλων ιχνοστοιχείων στις περιοχές-στόχους και τα γεωχημικά δεδομένα τίθενται σε περιβάλλον GIS (θεματικοί χάρτες). / In this phd dissertation it is investigated if remote sensing techniques can be used successfully as an aid in the ore deposits research and specifically for the localization by air "target" areas of epithermal mineralization of precious metals through the recognition of volcanic and tectonic structures and detection of hydrothermal alteration zones. The research area is the miocene volcanic-geothermal field of the island of Lesvos. The research includes also identification of ore and alteration minerals microthermometric measurements, measurement of the Au-Ag parts, of pathfinder and other trace elements in the target areas. The geochemical data are subsequently placed in a GIS environment for future research and/or mineral exploration purposes.
29

Διερεύνηση των τεχνικογεωλογικών συνθηκών στο Νομό Αχαΐας σχετικά με την αναζήτηση αδρανών υλικών για διάφορες χρήσεις / Research of the engineering geological conditions of Achaia prefecture in order to find materials suitable for aggregates

Σπυρόπουλος, Ανδρέας 22 June 2007 (has links)
Σκοπός της διατριβής είναι η διερεύνηση των τεχνικογεωλογικών συνθηκών στο Νομό Αχαΐας σχετικά με την αναζήτηση αδρανών υλικών για διάφορες χρήσεις. Εξετάζονται οι γενικές, γεωμετρικές, φυσικές και μηχανικές ιδιότητες των χαλαρών αποθέσεων του Νομού οι οποίες βρίσκονται σε αφθονία στην περιοχή και μπορούν να αποτελέσουν φυσικά κοιτάσματα απόληψης αδρανών υλικών χαμηλής ποιότητας και των ασβεστολιθικών σχηματισμών που χρησιμοποιούνται κατά βάση για την παραγωγή θραυστών αδρανών. Δημιουργήθηκε βάση δεδομένων με τη βοήθεια των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών όπου αποτυπώνονται σε χάρτες οι περιοχές που πληρούν τα κριτήρια για να χρησιμοποιηθούν ως πηγές λήψης αδρανών υλικών με στόχο την ορθολογική διαχείριση. Τα κυριότερα προβλήματα που παρουσιάζουν οι χαλαρές αδρομερείς αποθέσεις που εξετάστηκαν είναι το μεγάλο ποσοστό παιπάλης σε πολλές περιοχές καθώς και η παρουσία κερατολιθικού υλικού που φτάνει σε ποσοστό μέχρι και 23%. / In this thesis the engineering geological conditions in Achaia prefecture are examined, in order to find materials suitable for aggregates. The general, geometrical, physical and mechanical parameters of the sand and gravel deposits examined as they are in abundance in the wider area in order to locate areas suitable for the quarrying of low quality aggregates. Moreover limestone representative samples were examined as crushed stone aggregates. Issues such as location, abundance, type and quality and general characteristics of aggregate addressed using GIS technology, while because statutory regulations, technological capabilities and available funding change with time, the maps are designed to provide a resource data base that will be useful over the years. The main problems of the examined deposits are the localy high percentage of filler which deminish the results of the sand equivalent and the quite high percentage of chert content which deminish their density and increase their soundness.
30

Ο ρόλος των τεχνολογιών της πληροφορίας και των επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην οργάνωση και διοίκηση των πανεπιστημίων : το παράδειγμα των γραμματειών του Πανεπιστημίου Πατρών

Κασόλα, Σοφία 10 August 2011 (has links)
Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια για να διαπιστωθεί ο ρόλος των τεχνολογιών των Επικοινωνιών και της Πληροφορίας (ΤΠΕ) στην Οργάνωση και Διοίκηση της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα, θα προσπαθήσουμε να διαπιστώσουμε αν χρησιμοποιούνται οι ΤΠΕ στην οργάνωση και στην καθημερινή διοίκηση των Γραμματειών, τον τρόπο, τα οφέλη, τα προβλήματα και τους ανασταλτικούς παράγοντες. Σαν παράδειγμα μελετήσαμε τις Γραμματείες του Πανεπιστημίου Πατρών. Κύριος σκοπός της έρευνας είναι να διαπιστωθεί ο ρόλος των ΤΠΕ και οι επιμέρους στόχοι είναι να καταγραφούν οι αντιλήψεις των εμπλεκομένων προσώπων για την χρήση των ΤΠΕ στην οργάνωση και διοίκηση αλλά και τα θετικά και αρνητικά στοιχεία από την χρήση ή μη των ΤΠΕ. Η έρευνά μας θα μελετηθεί σε σχέση με τις προκλήσεις της εποχής αλλά και τις ανάγκες της, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από την επίδραση της παγκοσμιοποίησης, αλλά και την επίδραση των ΤΠΕ στην καθημερινότητα του πολίτη. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε ήταν η ποιοτική έρευνα και τα δεδομένα καταγράφηκαν με συνεντεύξεις από την ομάδα στόχο που είναι οι εργαζόμενοι στις Γραμματείες του Πανεπιστημίου Πατρών. Στην συνέχεια παρουσιάζονται τα δεδομένα και αναλύονται ενώ στο τέλος της έρευνας γίνεται μια προσπάθεια ερμηνείας των δεδομένων αυτών και παρατίθενται οι προβληματισμοί για περαιτέρω έρευνα. / An attempt for realising the role of Information and Communications technologies (ICT) in the Organisation and Administration of Higher Education is performed in this thesis. More specific, we will try to realise if the ICTs are used in the organisation and in the daily administration of Secretariats, and especially the way, the profits, the problems and the suspensive factors. As a case study we focused on the group of the Secretariats of the University of Patras. Main target of our research is to realise the role of ICT and the individual objectives are to record the perceptions of the involved persons about the use of ICT in the organisation and administration, but also the positive and negative elements from the use or non-use of ICT. Our research will be studied concerning the challenges of our century but also the needs, as these have been shaped by the globalisation effect, but also the ¬influence of ICT in the everyday routine of citizen. The followed methodology was based on the qualitative research and the data have been recorded with interviews from the target group. The target group was the employees in the Secretariats of University of Patras. Following up, we present the data and we analyze them. At the end of our research, we try to interpretation them and we mention the ideas and the reflections for further research.

Page generated in 0.0881 seconds