• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 39
  • 6
  • 1
  • Tagged with
  • 48
  • 14
  • 11
  • 8
  • 7
  • 7
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
31

Σχεδιασμός, ανάπτυξη και σύνθεση οντολογιών για την υποστήριξη της εκπαίδευσης στην αντικειμενοστρεφή ανάλυση

Μπαγιαμπού, Μαρία 25 January 2012 (has links)
Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές έρευνες οι οποίες δείχνουν πως οι Οντολογίες και οι τεχνολογίες βασισμένες σε οντολογίες, βρίσκουν ευρεία εφαρμογή στην εκπαίδευση και αποτελούν έναν από τους πιο σημαντικούς τομείς έρευνας της εκπαιδευτικής τεχνολογίας. Μια οντολογία αποτελεί την τυπική προδιαγραφή κάποιας περιοχής γνώσης (Gruber, 1993). Παρέχει τις βασικές έννοιες του πεδίου γνώσης που περιγράφεται και τις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και την ορολογία με την οποία αναφερόμαστε στις έννοιες και τις σχέσεις αυτές. Δηλαδή, μια οντολογία παρέχει τόσο λεξιλόγια και όσο και σχήματα οργάνωσης της γνώσης, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν ως κοινά πλαίσια επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων, συστημάτων και οργανισμών, διευκολύνοντας το διαμοιρασμό, την διαλειτουργικότητα και την επαναχρησιμοποίηση πόρων (Uschold & Gruninger, 1996). Οι Οντολογίες συνδέονται στενά με το λεγόμενο Σημασιολογικό Ιστό, που αναφέρεται στη σημασιολογική διασύνδεση των πληροφοριών που υπάρχουν στον Παγκόσμιο Ιστό με τρόπο κατανοητό από μηχανές (Berners Lee et al., 2001). Μια τέτοια διασύνδεση θα έδινε πολύ μεγάλες προοπτικές όσον αφορά στο διαμοιρασμό, ανάκληση και επαναχρησιμοποίηση της πληροφορίας τόσο στην εκπαίδευση όσο σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων μας. Η εργασία μας συνίσταται στη δημιουργία μιας εκπαιδευτικής εφαρμογής για τη διαχείριση μαθησιακού υλικού και μαθησιακών στόχων σχετικών με το αντικείμενο της Αντικειμενοστρεφούς Ανάλυσης και συγκεκριμένα με το γνωστικό πεδίο των Διαγραμμάτων Περιπτώσεων Χρήσης, η οποία βασίζεται σε οντολογίες. Χρησιμοποιούμε οντολογίες για να περιγράψουμε με τυπικό τρόπο τρεις βασικές συνιστώσες της μαθησιακής διαδικασίας: το γνωστικό πεδίο, τα μαθησιακά αντικείμενα και τους μαθησιακούς στόχους, με σκοπό να γίνει δυνατή η αυτόματη επεξεργασία των παραπάνω συνιστωσών από εφαρμογές ηλεκτρονικής μάθησης και να προωθείται η επικοινωνία, η διαλειτουργικότητα και ο διαμοιρασμός πόρων. Ακόμα, ζητούμενο της εφαρμογής μας αποτελεί η ενσωμάτωση σε αυτήν δυνατοτήτων παροχής προσωποποιημένων υπηρεσιών. Αφού κάνουμε μια σύντομη επισκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τη χρήση οντολογιών στην Εκπαίδευση αναφερόμαστε στις Οντολογίες που δημιουργήσαμε και στον τρόπο που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για να επιτευχθούν οι προαναφερθέντες στόχοι. Σημειώνουμε ότι στην παρούσα εργασία δεν περιλαμβάνεται η εκπαιδευτική αξιολόγηση του συστήματος (μετά από πιλοτική χρήση), αλλά μόνο η επαλήθευση της λειτουργίας του. / An ontology is a formal specification of a conceptualization (Gruber, 1993). It provides terminology and conceptual schemas concerning a domain, and can be used as a communication framework between humans, software systems and organizations, promoting interoperability and reusability of resources. Our work concerns the creation of an ontology-based educational application that aims at the management of educational resources and instructional goals related to the field of Object-Orient Analysis and specifically the field of Use Case Diagrams. As part of our work, we have used ontologies to formally describe three basic components of the educational process: the learning material, the knowledge domain and the learning goals. We created three ontologies: the use case diagram ontology (domain ontology), the competency ontology (to model the learning goals) and the learning object ontology (to describe the learning material), which we ultimately combined in one application. The inclusion of components like learning objects and competencies in our application, as well as the use of ontologies to formally describe them, are features that can promote interoperability and resource reuse and can be used to provide personalised services. In this paper, we first describe ontologies and their current uses in the education field according to recent research and then we proceed with the analytic description of our ontologies and our application.
32

Εκπαίδευση ενηλίκων και τριτοβάθμια εκπαίδευση : Διερεύνηση δυνατότητας για ανάπτυξη κριτικού στοχασμού σε εκπαιδευόμενους εκπαιδευτικούς

Ράικου, Αναστασία 26 July 2013 (has links)
Η παρούσα διατριβή έχει ως αντικείμενο τη μελέτη επιλεγμένων διαστάσεων της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών και συγκεκριμένα τη διερεύνηση της δυνατότητας ανάπτυξης κριτικού στοχασμού σε εκπαιδευόμενους εκπαιδευτικούς στο πλαίσιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σκοπός είναι η μελέτη της εφαρμογής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μιας σύγχρονης μεθόδου η οποία στηρίζεται στη χρήση της τέχνης και προέρχεται από το χώρο της εκπαίδευσης ενηλίκων. Ένας από τους επιδιωκόμενους στόχους είναι η εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής της, σε τυπικό εκπαιδευτικό πλαίσιο και σε εκπαιδευόμενους που διανύουν τη φάση της πρώιμης ενηλικιότητας, προκειμένου να ενισχυθεί και να προωθηθεί η ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού. Παράλληλα, η παρούσα έρευνα στοχεύει στη διερεύνηση πιθανών αλλαγών στις παραδοχές των εκπαιδευομένων, οι οποίες συνδέονται με την εφαρμογή της μεθόδου, εστιάζοντας ιδιαίτερα στη μελέτη του βαθμού διάρκειας και ευρύτητας των αλλαγών αυτών. / The present dissertation has as its object the study of selected dimensions of teacher education and specifically the investigation of developing critical thinking in learners and educators in the context of higher education. The aim is to study the implementation in higher education of a modern method which relies on the use of art and comes from the field of adult education. One of the objectives is the examination of the applicability, in formal educational context and to learners who are going through the phase of early adulthood, in order to strengthen and promote the development of critical reflection. At the same time, this research aims to investigate possible changes to assumptions of trainees, which are associated with the implementation of the method, focusing particularly on the study of the degree of maturity and breadth of these changes.
33

Η επίδραση της αντισυλληπτικής αγωγής στους γενετικούς, αγγειακούς, βιοχημικούς και ορμονικούς πρώιμους δείκτες αυξημένου κινδύνου σε νέες γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS)

Μαρκαντές, Γεώργιος 26 July 2013 (has links)
Σκοπός: η μελέτη της επίδρασης εξάμηνης θεραπείας με από του στόματος αντισυλληπτικό δισκίο περιέχον 35μg αιθινυλ-οιστραδιόλης και 2mg οξικής κυπροτερόνης στη γλοιότητα πλάσματος νέων γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Σχεδίαση: Η γλοιότητα πλάσματος μετρήθηκε σε ασθενείς με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών πριν και 6 μήνες μετά από τη χορήγηση αντισυλληπτικού δισκίου περιέχοντος 35μg αιθινυλ-οιστραδιόλης και 2mg οξικής κυπροτερόνης. Η μέτρηση της γλοιότητας έγινε σε ιξωδόμετρο τύπου 53610/I SCHOTT-Instruments, Mainz στους 37ο C. Ασθενείς: Οι ασθενείς στρατολογήθηκαν από το τμήμα Αναπαραγωγικής Ενδοκρινολογίας της Μαιευτικής - Γυναικολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών Ελλάδας. Στη μελέτη περιλήφθηκαν 66 νέες γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Βασικοί προσδιορισμοί: Γλοιότητα πλάσματος Αποτελέσματα: Στις ασθενείς ως σύνολο, η γλοιότητα πλάσματος ήταν 1.249±0.049 mm2/s (n=66). Μετά από 6 μήνες θεραπείας με από του στόματος αντισυλληπτικό δισκίο περιέχον 35μg αιθινυλ-οιστραδιόλης και 2mg οξικής κυπροτερόνης, η γλοιότητα πλάσματος αυξήθηκε σε 1.268±0.065 mm2/s (p=0.038). Η διαφορά στη γλοιότητα πλάσματος πριν και 6 μήνες μετά τη θεραπεία (Δ Γλοιότητας) ήταν 0,01864±,071452 mm2/s. Η Δ Γλοιότητας σχετιζόταν με τη Δ Ινωδογόνου (r=0.270, p=0.046), τη Δ Αιματοκρίτη (r=0.514, p=0.09) και τη Δ Τριγλυκεριδίων (r=0.292, p=0.021). Συμπέρασμα: Νέες γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών εμφάνισαν αυξημένη γλοιότητα πλάσματος μετά από θεραπεία με από του στόματος αντισυλληπτικό, το οποίο θα πρέπει για το λόγο αυτό να χρησιμοποιείται με προσοχή στον εν λόγω πληθυσμό. / Objectives: To investigate the influence of 6 months of treatment with an oral contraceptive (OC) containing 35μg ethinyl estradiol and 2mg cyproterone acetate on plasma viscosity in young women with PCOS. Design: PCOS patients were assessed for plasma viscosity before and after 6 months of treatment with an OC containing 35μg ethinyl estradiol and 2mg cyproterone acetate. Plasma viscosity was determined by a viscometer Type 53610/I SCHOTT-Instruments, Mainz at 37o C. Settings: Subjects were recruited from the Department of Obstetrics and Gynaecology, Division of Reproductive Endocrinology at the University Hospital of Patras, Greece. Patients: The study included 66 young PCOS women. Main Outcome measures: Plasma viscosity. Results: In PCOS women as a whole, plasma viscosity at baseline was 1.249±0.049 mm2/s (n=66). After 6 months of treatment with an oral contraceptive containing 35μg ethinyl estradiol and 2mg cyproterone acetate, plasma viscosity increased to 1.268±0.065 mm2/s (p=0.038). The difference between plasma viscosity before and after 6 months of treatment with an oral contraceptive containing 35μg ethinyl estradiol and 2mg cyproterone acetate (Δviscosity) was 0,01864±,071452 mm2/s. Δviscosity was related to Δfibrinogen (r=0.270, p=0.046), to Δhaematocrit (r=0.514, p=0.09) and to Δtriglycerides (r=0.292, p=0.021). Conclusion: Young PCOS women presented an increased plasma viscosity under OC treatment, which therefore should be used with caution.
34

Ο αντίκτυπος των διατροφικών σκανδάλων στη συμπεριφορά του καταναλωτή. Τρόποι αντιμετώπισης από τις επιχειρήσεις και τους κρατικούς φορείς

Βλάχου, Περσεφόνη 09 October 2014 (has links)
Σκοπός αυτής της εργασίας είναι να διερευνήσει τον αντίκτυπο των διατροφικών σκανδάλων στην συμπεριφορά του καταναλωτή αλλά και τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να αντιμετωπιστούν αυτές οι κρίσεις στον κλάδο των τροφίμων, τόσο από τις επιχειρήσεις όσο και από τους κρατικούς φορείς. Για να επιτευχθεί αυτό, πραγματοποιήθηκε αρχικά μια βιβλιογραφική ανασκόπηση πάνω σε μελέτες και έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, και έπειτα διενεργήθηκε μια εμπειρική ανάλυση στην Ελλάδα για να προσδιοριστούν ειδικότερα οι επιπτώσεις που επέφεραν αυτές οι διατροφικές κρίσεις στην συμπεριφορά του Έλληνα καταναλωτή. Για την διεξαγωγή της έρευνας, χρησιμοποιήθηκε τυχαίο δείγμα 176 Ελλήνων καταναλωτών κυρίως από τη Δυτική Ελλάδα, και για τη συλλογή των απαραίτητων δεδομένων τους δόθηκε ερωτηματολόγιο με κλειστού, κυρίως, τύπου ερωτήσεις. Η επεξεργασία και ανάλυσή τους, πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ενός στατιστικού εργαλείου, ενώ για την εξαγωγή των συμπερασμάτων, χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι περιγραφικής ανάλυσης και έλεγχοι υποθέσεων. Ειδικότερα, ο στόχος αυτής της εμπειρικής ανάλυσης, είναι να προσδιορίσει τα κριτήρια τα οποία λαμβάνει περισσότερο υπόψη του ο Έλληνας καταναλωτής κατά την αγορά τροφίμων, το βαθμό που είναι ενημερωμένος για τα διάφορα διατροφικά σκάνδαλα που έχουν προκύψει παγκοσμίως, αλλά και τη συμπεριφορά και αντίδρασή του απέναντι σε αυτά. Ακόμη, εξετάσθηκε ο βαθμός εμπιστοσύνης του απέναντι σε διάφορες πηγές πληροφόρησης, όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων, ο βαθμός ικανοποίησής του από τα μέτρα που έχουν ληφθεί από τις επιχειρήσεις και τους κρατικούς φορείς για την αντιμετώπιση αυτών των διατροφικών σκανδάλων, αλλά και τα μέτρα τα οποία πιστεύουν οι ίδιοι οι καταναλωτές ότι θα πρέπει να ληφθούν για να αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια και εμπιστοσύνη για τα τρόφιμα που καταναλώνουν. Τα συμπεράσματα αυτής της διπλωματικής εργασίας αποσκοπούν, στο να αποτελέσουν ένα χρήσιμο εργαλείο τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους κρατικούς φορείς, για την εις βάθος κατανόηση της συμπεριφοράς του καταναλωτή όσον αφορά τις κρίσεις που έχουν κατά καιρούς πλήξει τον κλάδο των τροφίμων, αλλά και να αποτυπώσουν τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες των Ελλήνων καταναλωτών σε θέματα που αφορούν την ασφάλεια και την ποιότητα των τροφίμων που καταναλώνει. / --
35

Ανάλυση και σχεδίαση απευθείας ελέγχου πραγματικής και άεργου ισχύος σε αιολικό σύστημα με επαγωγική γεννήτρια διπλής τροφοδοσίας

Κεραμίδας, Αθανάσιος 03 April 2015 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται την ανάλυση και σχεδίαση απευθείας ελέγχου πραγματικής και άεργου ισχύος σε αιολικό σύστημα με επαγωγική γεννήτρια διπλής τροφοδοσίας (Doubly-Fed Induction Generator, DFIG). Κύριος σκοπός της εργασίας είναι η εξαγωγή ενός κατάλληλου δυναμικού μοντέλου του συστήματος, το οποίο περιέχει ως καταστάσεις τις ισχείς. Επιπλέον, μέσω του διανυσματικού ελέγχου με προσανατολισμό στην τάση του δικτύου (Voltage-Oriented Control, VOC) επιτυγχάνεται ο απευθείας έλεγχος των ισχύων χρησιμοποιώντας αναλογικό-ολοκληρωτικούς (Proportional-Integral, PI) ελεγκτές, επιβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο την επιθυμητή μεταβατική συμπεριφορά. Τελικά, η ανάλυση και η συμπεριφορά του αιολικού συστήματος επιβεβαιώνεται με τα αποτελέσματα της εξομοίωσης σε περιβάλλον MATLAB/Simulink. Ειδικότερα, στο κεφάλαιο 1 παρουσιάζονται το ενεργειακό πρόβλημα και τα διάφορα είδη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στο κεφάλαιο 2 αναφέρονται τα συστήματα αιολικής ενέργειας. Πιο συγκεκριμένα, περιγράφονται οι κυριότεροι τύποι ανεμογεννητριών και η δομή της, οι γεννήτριες και οι συσκευές ηλεκτρονικών ισχύος που χρησιμοποιούνται σε ένα αιολικό σύστημα, καθώς και ο μηχανικός έλεγχος ισχύος που μπορεί να εφαρμοστεί. Στη συνέχεια, στο κεφάλαιο 3 πραγματοποιείται η ανάλυση του αιολικού συστήματος με την DFIG όπου εξάγεται με την βοήθεια του μετασχηματισμού Park, το ζητούμενο μαθηματικό μοντέλο. Έπειτα, στο κεφάλαιο 4 αναφέρονται οι μέθοδοι ελέγχου που χρησιμοποιούνται στις ανεμογεννήτριες, εφαρμόζεται ο VOC στο αιολικό σύστημα που μελετάται και σχεδιάζονται οι απαιτούμενοι ελεγκτές PI ώστε να ελεγχθεί η ισχύς μέσω των δύο μετατροπέων ισχύος. Τέλος, στο κεφάλαιο 5 παρουσιάζεται η εξομοίωση του συστήματος και τα αποτελέσματα που προέκυψαν. / This diploma thesis deals with the analysis and design of a direct active and reactive power control system for a Doubly-Fed Induction Generator (DFIG) wind power system. The main purpose of this thesis is to extract a suitable dynamic model of the system that contains as states the active and reactive power. In addition, the direct control of the active and reactive power is achieved through voltage-oriented control (VOC) and the use of PI controllers, imposing the desirable transient behavior. Finally, the analysis and the performance of the wind system are verified through simulation results in MATLAB/Simulink. Specifically, in chapter 1 the energy problem and the different types of renewable energy sources are presented. The second chapter deals with the wind energy systems. In particular, the main types and the structure of wind turbines, the generators, the power electronic devices and the mechanic power control used in a wind power system are presented. Then, in chapter 3 the DFIG wind system is analysed and the required mathematical model is extracted using Park’s transformation. Next, in the fourth chapter the control methods for a wind turbine are presented and, using the VOC in the wind power system studied, the required PI controllers for the two power converters are designed. Finally, in chapter 5 the simulation results are presented and conclusions are drawn.
36

Διερεύνηση των καινοτόμων στοιχείων των εταιρικών σχολικών συμπράξεων : σύγκριση δύο προγραμμάτων Comenius 1

Διαμαντοπούλου, Αναστασία 04 May 2011 (has links)
Η παρούσα διατριβή διερευνά τα καινοτόμα στοιχεία και τις προβληματικές παραμέτρους των εταιρικών σχολικών συμπράξεων, με βάση τη συμμετοχή δύο ελληνικών σχολείων σε ευρωπαϊκή σχολική σύμπραξη (Comenius 1). Στη συνέχεια, προχωρά σε σύγκριση των δύο προγραμμάτων σε σχέση με τα κριτήρια αξιολόγησης που προσδιορίστηκαν πριν την έναρξη της έρευνας. Για το σκοπό αυτό, δόθηκαν συνεντεύξεις από τους εμπλεκόμενους εκπαιδευτικούς και απαντήθηκαν ερωτηματολόγια από τους συμμετέχοντες μαθητές και τους γονείς τους. Οι μεν εκπαιδευτικοί αναφέρθηκαν σε ζητήματα όπως η ιστορία και οι στόχοι των σχολικών συμπράξεων, τα οφέλη που αποκόμισαν μαθητές και εκπαιδευτικοί, τα προϊόντα που παρήχθησαν, οι μεθοδολογικές παράμετροι που πλαισίωσαν τα εν λόγω σχέδια, η διαχείριση των συμπράξεων, η αξιολόγηση και διάδοση των σχεδίων καθώς και το μέλλον παρόμοιων πρωτοβουλιών. Οι δε μαθητές ρωτήθηκαν για τους στόχους του προγράμματος, τα οφέλη που αποκόμισαν από τη συμμετοχή τους σε αυτό, τις μεθοδολογικές παραμέτρους που συνόδευσαν την εφαρμογή των σχεδίων, ενώ προέβησαν και σε αξιολογικές κρίσεις για το περιεχόμενο και τις δραστηριότητες των εν λόγω προγραμμάτων. Οι γονείς των εμπλεκόμενων μαθητών έκαναν αναφορά στους στόχους των προγραμμάτων, τα οφέλη που αποκόμισαν τα παιδιά τους από τις συμπράξεις και το βαθμό συμμετοχής των παιδιών τους και των ιδίων στα εν λόγω προγράμματα. Σε αυτό το πλαίσιο, επιχειρήθηκε σύνθεση των αποτελεσμάτων των ποιοτικών και ποσοτικών προσεγγίσεων με τη βοήθεια της τριγωνοποίησης (εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς) και για τα δύο προγράμματα, και αξιολογήθηκαν τα αποτελέσματα της έρευνας σε σχέση με τα ερευνητικά ερωτήματα. Οι ενδιαφερόμενοι συμφώνησαν σε αρκετά ζητήματα, ενώ δεν έλειψαν και οι διαφορετικές εκτιμήσεις για το περιεχόμενο και τις δραστηριότητες των εν λόγω συμπράξεων. Αν και, όπως διαπιστώθηκε, οι σχολικές συμπράξεις συνιστούν φορέα αλλαγής στο σύγχρονο σχολείο, δεν έχουν διερευνηθεί από το αρμόδιο υπουργείο οι δυνατότητες για την ενσωμάτωση των καινοτόμων στοιχείων τους στην επίσημη εκπαίδευση. Ωστόσο, είναι σαφές πως η φιλοσοφία των σχολικών συμπράξεων και των υπόλοιπων προαιρετικών προγραμμάτων βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση. Αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το θέμα της διαχείρισης της εκπαιδευτικής αλλαγής που προτείνεται μέσω των σχολικών συμπράξεων, της δημιουργίας δομών παρακολούθησης και αξιοποίησης των δεδομένων, της συνεργασίας όλων των φορέων που εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία, της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών και της συνεπούς υποστήριξης του εγχειρήματος. / The present thesis investigates the innovative elements and the problematic parameters of school partnerships, on the basis of the participation of two Greek schools in a European school partnership (Comenius 1). Then, it continues with the comparison of two programmes in relation to the evaluation criteria determined before the beginning of the research. To this end, involved teachers were interviewed and questionnaires were answered by the involved students and their parents. The teachers referred to subjects such as the history and the objectives of school partnerships, the profits acquired by students and teachers, the products, the methodological parameters, the management of the partnerships, the evaluation and distribution of the programmes as well as the future of similar initiatives. The students were asked about the objectives of the programmes, the profits they acquired through their participation, the methodological parameters of the programmes, while they also proceeded to the evaluation of the content and the activities of the programmes in question. The parents of the involved students referred to the objectives of the programmes, the profits their children acquired through the partnerships and the degree of their own participation and their children’ s participation in the programmes in question. In this framework, what was attempted, was a composition of the results of the qualitative and quantitative approaches in the framework of triangulation (teachers, students, parents) for both the programmes, and the results of the research were evaluated in relation to the inquiring questions. The participants agreed about various subjects, while there were some different opinions about the content and the activities of the partnerships in question. Although, as it was realised, school partnerships constitute an institution of change in modern schools, the possibilities for the incorporation of their innovative elements in formal education have not been investigated by the Ministry of Education. However, it is a fact that the philosophy of school partnerships and other optional programmes is in the right direction. What should be taken into consideration, is the subject of the management of the educational change proposed through school partnerships, the formation of structures for follow-up and exploitation of data, the collaboration of all institutions involved in the educational process, the teachers’ training and the support of the effort.
37

Μονόγλωσσα ελληνικά παιδαγωγικά λεξικά : ζητήματα σχεδιασμού και διδακτικής αξιοποίησης

Μάντζαρη, Ελένη 14 February 2012 (has links)
Η διατριβή επικεντρώνεται στη συζήτηση ζητημάτων σχεδιασμού και διδακτικής αξιοποίησης που αφορούν τους λεξικογραφικούς ορισμούς στα μονόγλωσσα ελληνικά παιδαγωγικά λεξικά. Κύριος σκοπός της είναι η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας διαφορετικών λεξικογραφικών προσεγγίσεων στη διατύπωση των ορισμών από την πλευρά του χρήστη. Με βάση το θέμα της και τη μεθοδολογική της προσέγγιση εντάσσεται στο επίκαιρο και αναπτυσσόμενο πεδίο της λεξικογραφίας που αφορά τη χρήση του λεξικού. Η πρωτοτυπία της έγκειται στο ότι διερευνά ζητήματα σχετικά με τη χρήση του λεξικού από μια ηλικιακή ομάδα που ελάχιστα μέχρι σήμερα έχει αποτελέσει ομάδα-στόχο πειραματικών ερευνών στη διεθνή λεξικογραφική βιβλιογραφία, πολύ λιγότερο δε στην ελληνική γλώσσα, για την οποία οι ελάχιστες ερευνητικές μελέτες σε αυτό το πεδίο βασίζονται σε ερωτηματολόγια και όχι σε πειραματικά δεδομένα. Στο θεωρητικό σκέλος, παρουσιάζονται παραδοσιακές τεχνικές (αναλυτικοί ορισμοί, ορισμοί με συνώνυμα και μορφολογικοί ορισμοί) και σύγχρονες τεχνικές (ορισμοί με πλήρη πρόταση) που κρίθηκε ότι επηρεάζουν το περιεχόμενο και τη μορφή των ορισμών, και τελικά το βαθμό κατανόησής τους από τους τελικούς αναγνώστες. Στο εμπειρικό σκέλος, παρουσιάζεται η πειραματική έρευνα στην οποία συμμετέχουν 351 μαθητές των δύο τελευταίων τάξεων του δημοτικού. Στόχος της έρευνας είναι να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα παραδοσιακών και των πιο σύγχρονων προσεγγίσεων στη διατύπωση των λεξικογραφικών ορισμών, με βάση την επίδοση των μαθητών σε δύο τεστ (παραγωγή προτάσεων και κατανόηση σημασίας). Το ποσοστό των σωστών απαντήσεων για τους μαθητές που συμβουλεύτηκαν τους προτασιακούς ορισμούς ανέρχεται στο 72,4%, ενώ τα ποσοστά των σωστών απαντήσεων των μαθητών που συμβουλεύτηκαν τους παραδοσιακούς ορισμούς με δυσκολότερο και απλούστερο λεξιλόγιο ανήλθαν στο 22,9% και 26,6% αντίστοιχα. Ειδικότερα, παρατηρήθηκε ότι οι προτασιακοί ορισμοί βοήθησαν στην αποτελεσματικότερη κατανόηση της σημασίας μιας λέξης αλλά και στην ενεργοποίηση παραγωγικών μηχανισμών σύνδεσης της περιγραφόμενης σημασίας με τις πραγματολογικές καταστάσεις στις οποίες αυτή συνήθως χρησιμοποιείται. Η δήλωση των συμφραστικών επιλογών και των σημασιολογικών προτιμήσεων μιας λέξης μέσα στο κείμενο του ορισμού, σε ρέοντα φυσικό λόγο, βοηθά την ορθή χρήση και την ορθή αναγνώριση της σημασίας των λέξεων, ενώ ειδικότερα στην παραγωγή προτάσεων ενεργοποιεί συνδέσεις μεταξύ συστηματικών σημασιολογικών σχέσεων μέσω λογικών συναγωγών, που βοηθούν τους μαθητές να χρησιμοποιούν παραγωγικότερα τις λέξεις στα δικά τους κείμενα. Η δήλωση της συντακτικής συμπεριφοράς μέσα στο κείμενο του ορισμού βοηθά τους μαθητές να αναπαραγάγουν σε ικανοποιητικό βαθμό τη συντακτική δομή των λέξεων κατά τη δημιουργία δικών τους προτάσεων. Τέλος, με βάση και τα αποτελέσματα της έρευνας, διατυπώνονται προτάσεις και δραστηριότητες για την εκπαίδευση των μαθητών στην αποτελεσματικότερη χρήση και αξιοποίηση των λεξικογραφικών ορισμών. / In the present thesis, we discuss issues concerning the design of Greek pedagogical dictionaries and the teaching of dictionary use. More specifically, emphasis is given on issues concerning the design of definitions in these dictionaries as well as students’s training for more effective use of dictionary definitions. We discuss traditional and contemporary defining approaches and we conduct an experimental research in order to investigate the effectiveness of these approaches, as they are represented by three Greek pedagogical dictionaries. The research aims at revealing which defining approach contributes more effectively in the comprehension and production of word’s meaning by students of senior primary school. In the Part I, we present the contemporary framework of pedagogical lexicography and we discuss the need for research on dictionary use. In order to better illustrate the contemporary scene of pedagogical lexicography, we present the component parts of dictionaries, as well as the structure of the lexicographic entry in the monolingual pedagogical dictionaries, and we summarise how computer has influenced the form and the content of the contemporary dictionary. In the Part II, we summarise the different views in the relevant bibliography regarding the term “definition”, and we also present traditional and contemporary defining techniques that seem to influence the content and the form of definitions, and accordingly their accessibility by the dictionary users. In the framework of traditional techniques, we examine the conventional dictionary definition, which, as regards its content, focuses in the description of the essential characteristics of the word meaning and, as regards its form is characterised by elliptical phrases, the use of synonyms and derivatives, certain formulaic defining components, and normally difficult vocabulary. As an alternative to the traditional defining approach, we examine the example of full-sentence definitions, which instead of elliptical phrases they make use of the full sentence scheme, in order to explain not only the meaning of words but also the most typical instances of the words’s use. In the Part III, we make a review of the methodological considerations on the research of dictionary use, illustrating thus the general framework according to which our own research is viewed. Next, we discuss issues concerning teaching of the so-called reference skills of the dictionary users, aiming at a most effective use of the dictionary in general and in a more effective grasp and exploitation of the dictionary definitions in particular. The Part IV presents the experimental research with 351 Greek native speakers, students of senior primary school. The aim of the research is to evaluate the effectiveness of the traditional and the more contemporary defining approaches that was analysed in the theoretical part of the study, measuring students’s performance in two tasks. The subjects that took part in the experiment were accidentally separated in three different teams; the first team consulted traditional definitions without vocabulary restrictions, the second team consulted traditional definitions with easier vocabulary, and the third team consulted full-sentence definitions. In the first task, students were asked to produce their own sentences, after they have read the relevant definitions for six (6) words, and in the latter task they were asked to identify the right meaning of nine (9) words in multiple choice exercises. At the end of this part we summarise the conclusions of the experiment. In both production and identification tasks, the full-sentence definitions yielded 72,4% correct answers, while the traditional definitions with difficult and less difficult vocabulary yielded 22,9% and 26,6% respectively. More specifically, it was observed that the full-sentence definitions, focusing on the description of prototypical characteristics, were proved more effective in helping students understand word meaning and also more effective in activating productive mechanisms towards linking of the described meaning to its typical instances of use. Inclusion of semantic preferences and syntactic structure of a word in its definition helped students to use the described word more effectively in their own sentences. Moreover, the definition’s simple vocabulary and simple structure made meaning of a word more accessible. Finally, the use of a full-sentence instead of an elliptical phrase directs the attention of students to the whole phrasing of the definition, thus helping them avoid basing interpretation of the word’s meaning in one word or one phrase of the definition, a behaviour that was proved to be triggered by the traditional definitions. In the Part V, taking in account the experiment’s results, we present classroom activities for training students towards more effective consulting and use of dictionary definitions.
38

Μελέτη των περιοχών της απολιποπρωτεΐνης Ε που διαμεσολαβούν τη de novo βιοσύνθεση HDL σε πειραματικά μοντέλα ποντικών / Study of the domains of apolipoprotein E that promote the de novo biosynthesis of HDL in experimental mouse models

Πετροπούλου, Περιστέρα-Ιωάννα 14 February 2012 (has links)
Η HDL είναι ένα μείγμα λιποπρωτεϊνικών σωματιδίων υψηλής πυκνότητας, που ανάλογα με τη σύσταση τους σε λιπίδια μπορούν να είναι δισκοειδή ή σφαιρικά. Η κύρια αθηροπροστατευτική δράση της HDL, οφείλεται στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη λιποπρωτεΐνη συλλέγει την περίσσεια χοληστερόλης από τους περιφερικούς ιστούς και τη μεταφέρει στο ήπαρ όπου καταβολίζεται. Επιπλέον, έχει αντιφλεγμονώδη και αντιοξειδωτική δράση. Η κύρια πρωτεΐνη της HDL είναι η απολιποπρωτεΐνη Α-Ι (apoA-I). Ωστόσο, πρόσφατα αποδείχθηκε ότι σε πειραματόζωα με έλλειψη στην apoA-I και κατά συνέπεια στην κλασσική HDL, η απολιποπρωτεΐνη Ε (apoE) αλληλεπιδρά με τον μεταφορέα λιπιδίων ABCA1 προάγοντας την de novo σύνθεση HDL σωματιδίων. Στην παρούσα μελέτη, στόχος ήταν η εύρεση της περιοχής της apoE που είναι υπεύθυνη για την λειτουργική αλληλεπίδραση με τον ABCA1 για το σχηματισμό HDL. Για το σκοπό αυτό, ανασυνδυασμένοι αδενοϊοί που εξέφραζαν καρβοξυ-τελικές συντετμημένες μορφές της apoE4 (AdGFP-E4[1-259], AdGFP-E4[1-229], AdGFP-E4[1-202], AdGFP-E4[1-185]), χορηγήθηκαν σε ποντίκια με έλλειψη στην ApoA-I σε δόση 8x108 pfu και πέντε μέρες μετά τη μόλυνση δείγματα πλάσματος αναλύθηκαν για το σχηματισμό HDL. Κλασματοποίηση των λιποπρωτεϊνών του πλάσματος με υπερφυγοκέντρηση σε διαβάθμιση πυκνότητας καθώς και FPLC χρωματογραφία αποκάλυψε ότι όλες οι συντετμημένες μορφές της apoE4 προάγουν το σχηματισμό HDL. Ανάλυση ηλεκτρονικής μικροσκοπίας με αρνητική χρώση των HDL κλασμάτων, επιβεβαίωσε ότι όλες οι συντετμημένες μορφές της apoE4 είναι ικανές να προάγουν το σχηματισμό σωματιδίων με διάμετρο στην περιοχή της HDL. Τα δεδομένα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αμινοτελική περιοχή της apoE που εκτείνεται από τα αμινοξέα 1 έως 185 αρκεί για το σχηματισμό HDL σωματιδίων in vivo. Αυτά τα ευρήματα, ανοίγουν το δρόμο στην έρευνα για το σχεδιασμό βιολογικών φαρμάκων με βάση την apoE για τη θεραπεία της δυσλιπιδαιμίας, της αθηροσκλήρωσης και της στεφανιαίας νόσου. / HDL is a mixture of high density lipoprotein particles that depending on the lipid composition may be discoidal or spherical. The main atheroprotective property of HDL is reverse cholesterol transport, a process that unloads excess cholesterol from peripheral tissues and transports it to the liver for catabolism. HDL has also anti-inflammatory and antioxidant properties. The main protein of HDL is apolipoprotein A-I (apoA-I). However, recently it was shown that in the absence of apoA-I and consequently classical HDL, apolipoprotein E (apoE) interacts functionally with the lipid transporter ABCA1, promoting the de novo synthesis of HDL-like particles. The present study focused on the identification of the domain of apoE that is responsible for the functional interaction with ABCA1 and the formation of apoE-containing HDL. Recombinant attenuated adenoviruses expressing carboxy-terminal truncated forms of apoE4 (apoE4[1-259], apoE4[1-229], apoE4[1-202], and apoE4[1-185]) were administered to apoA-I-deficient mice at a low dose of 8x108 pfu and five days post-infection plasma samples were isolated and analyzed for HDL formation. Fractionation of plasma lipoproteins of the infected mice by density gradient ultracentrifugation and FPLC revealed that all forms were capable of promoting HDL formation. Negative staining electron microscopy analysis of the HDL density fractions confirmed that all C-terminal truncated forms of apoE4 promoted the formation of particles with diameters in the HDL region. Taken together, these data establish that the aminoterminal 1 to 185 region of apoE suffices for the formation of HDL particles in vivo. These findings may have important ramifications in the design of apoE-based biological drugs for the treatment of dyslipidemia, atherosclerosis and coronary heart disease.
39

Promoting Community-Based Participation Interventions for Children and Youth with Neurodevelopmental Disorders. : A systematic literature review / Προάγωντας παρεμβάσεις της συμμετοχής με βάση την κοινότητα για παιδιά και εφήβους με νευροαναπτυξιακές διαταραχές. : Μία συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπιση.

Araniti, Aikaterini January 2020 (has links)
As every person has the right to participate in leisure, recreational and sports activities, children with disabilities have the same right to freely participate in the activities of their preference without restrictions. Community-based interventions aim to promote this right by modifying the whole environment or enhance the already existing onewith appropriate equipment. However, there is a lack of community-based interventions to promote participation in leisure activities for children and youth with neurodevelopmental disorders and physical disabilities. As a consequence, this systematic literature review aims to identify those community-based interventions and point out their characteristics that are described as effective concerning children’s and youth’s attendance, involvement and activity competence. Furthermore, it is crucial to specify whether those activities are based on children’s preferences. After a scholarly search, both quantitative and qualitative studies were evaluated. Six intervention studies were characterized as appropriate to be included in the review providing important information for those interventions approaches. A narrative analysis of the results was based on the Family Participation Related Construct (fPRC) theoretical framework. Results showed that interventions were based on the children’s and youth’s preferences and intervention referred to the environment rather than to the participants themselves. Furthermore, availability, accessibility, adaptability, acceptability and affordability were all considered in the intervention process while the modification or identification of appropriate environment played a vital role in the interventions’ implementation. However, despite the fact that studies aimed to increase participation, some of the used measurements focused on activity competence rather than participation. All the above were critically discussed, giving the incentive for further research implications in the emerged results. / Καθώς κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να συμμετέχει σε δραστηριότητες αναψυχής, ψυχαγωγίας και αθλητισμού, τα παιδιά με αναπηρία έχουν το ίδιο δικαίωμα να συμμετέχουν ελεύθερα στις δραστηριότητες της προτίμησής τους χωρίς περιορισμούς. Οι κοινοτικές παρεμβάσεις στοχεύουν στην προώθηση αυτού του δικαιώματος τροποποιώντας ολόκληρο το περιβάλλον ή ενισχύοντας το ήδη υπάρχον με κατάλληλο εξοπλισμό. Ωστόσο, υπάρχει έλλειψη κοινοτικών παρεμβάσεων για την προώθηση της συμμετοχής σε δραστηριότητες αναψυχής για παιδιά και νέους με νευροαναπτυξιακές διαταραχές και σωματικές αναπηρίες. Κατά συνέπεια, αυτή η συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση στοχεύει στον εντοπισμό αυτών των παρεμβάσεων που βασίζονται στην κοινότητα και επισημαίνει τα χαρακτηριστικά τους που περιγράφονται ως αποτελεσματικά όσον αφορά την παρουσία, τη συμμετοχή και τη δραστηριότητα των παιδιών και των νέων. Επιπλέον, είναι ζωτικής σημασίας να προσδιοριστεί εάν αυτές οι δραστηριότητες βασίζονται στις προτιμήσεις των παιδιών. Μετά από μια επιστημονική αναζήτηση, αξιολογήθηκαν τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές μελέτες. Έξι μελέτες παρέμβασης χαρακτηρίστηκαν κατάλληλες για να συμπεριληφθούν στην ανασκόπηση παρέχοντας σημαντικές πληροφορίες για αυτές τις προσεγγίσεις παρεμβάσεων. Μια αφηγηματική ανάλυση των αποτελεσμάτων βασίστηκε στο θεωρητικό πλαίσιο Οικογενειακής Συμμετοχής Σχεδιασμού (fPRC). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι παρεμβάσεις βασίστηκαν στις προτιμήσεις των παιδιών και των νέων και η παρέμβαση αναφέρεται στο περιβάλλον και όχι στους ίδιους τους συμμετέχοντες. Επιπλέον, η διαθεσιμότητα, η προσβασιμότητα, η προσαρμοστικότητα, η αποδοχή και η προσιτή τιμή εξετάστηκαν στη διαδικασία παρέμβασης, ενώ η τροποποίηση ή ο προσδιορισμός του κατάλληλου περιβάλλοντος έπαιξε ζωτικό ρόλο στην υλοποίηση των παρεμβάσεων. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι μελέτες αποσκοπούσαν στην αύξηση της συμμετοχής, ορισμένες από τις μετρήσεις που χρησιμοποιήθηκαν επικεντρώθηκαν στην ικανότητα δραστηριότητας παρά στη συμμετοχή. Όλα τα παραπάνω συζητήθηκαν κριτικά, δίνοντας το κίνητρο για περαιτέρω ερευνητικές επιπτώσεις στα αποτελέσματα που προέκυψαν.
40

Η εργαλειοκρατική αντίληψη για την επιστήμη ως αντιρεαλιστική θέση : η περίπτωση του Bas. C. van Fraassen

Βενέτη, Άννα 27 April 2015 (has links)
Αφορμή για τη συγγραφή της παρούσας εργασίας συνιστά η διαμάχη μεταξύ του επιστημονικού ρεαλισμού και της εργαλειοκρατίας σχετικά με τις μη παρατηρήσιμες οντότητες Στόχος είναι να μελετηθεί και να αξιολογηθεί η εργαλειοκρατική προσέγγιση της επιστήμης , με έμφαση στην μορφή εργαλειοκρατίας που υποστηρίζεται στο έργο του Bastian Cornelis van Fraassen (The Scientific Image), δηλαδή τον κατασκευαστικό εμπειρισμό (constructive empiricism). Τα βασικά ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν είναι τα εξής: 1)Τι πρεσβεύει ο επιστημονικός ρεαλισμός; 2)Τι εννοούμε όταν μιλάμε για την εργαλειοκρατική θεώρηση στην επιστήμη; 3)Ποια είναι η εργαλειοκρατική προσέγγιση της επιστήμης στο έργο του van Fraassen. Το πρώτο μέρος της εργασίας πραγματεύεται τον όρο «ρεαλισμός» θέτοντας ως αφετηρία τη Θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνος, φτάνοντας μέχρι τον σύγχρονο επιστημονικό ρεαλισμό. Έτσι έχουμε: 1) τον Πλατωνισμό, 2) τον Άμεσο Ρεαλισμό, 3) τον Έμμεσο Ρεαλισμό, 4) τον Επιστημονικό Ρεαλισμό. Το καθένα από τα παραπάνω εκφράζουν τον όρο ρεαλισμό με διαφορετικό τρόπο. Στην παρούσα εργασία θα αναλυθεί περισσότερο ο επιστημονικός ρεαλισμός, διότι θα την αντιπαραβάλουμε με τις εργαλειοκρατικές προσεγγίσεις για την επιστήμη. Ο Επιστημονικός ρεαλισμός υποστηρίζει οτι ο σκοπός της επιστήμης είναι να μας δώσει μία κυριολεκτικά αληθή περιγραφή για τον κόσμο και ότι οι καλύτερες (πιο ώριμες) επιστημονικές θεωρίες μας προσφέρουν προσεγγιστικά αληθείς περιγραφές του κόσμου. Επομένως, οι οντότητες που περιγράφουν είναι πραγματικές (πχ. ηλεκτρόνια). Θα διατυπωθούν επιχειρήματα υπέρ του επιστημονικού ρεαλισμού, όπως: Α) το επιχείρημα του μη θαύματος: (Νo Μiracle Αrgument, ΝΜΑ): «ο ρεαλισμός είναι η μόνη φιλοσοφία της επιστήμης που δεν καθιστά την επιτυχία της επιστήμης ένα θαύμα». (Putnam, 1975). Β)το επιχείρημα της συναγωγής στη βέλτιστη εξήγηση(Inference to the Best Explanation, IBE): συνίσταται στο ότι από την ικανότητα μιας θεωρίας να προσφέρει την καλύτερη δυνατή εξήγηση των φυσικών φαινομένων έπεται η αλήθεια της. Συνεχίζουμε με τις βασικές μορφές της εργαλειοκρατίας: 1) την εξαλειπτική: οι όροι που δηλώνουν φυσικές μη παρατηρήσιμες οντότητες (θεωρητικοί όροι) , π.χ. ‘ηλεκτρόνιο’, μπορούν να εξαλειφθούν εντελώς από την επιστημονική γλώσσα και 2) την μη εξαλειπτική: δεν είναι σκοπός των επιστημονικών θεωριών να αναζητήσουν κάτι περισσότερο πίσω από τα φαινόμενα είτε αυτά υπάρχουν είτε όχι. Η αντιρεαλιστική θέση του van Fraassen ονομάζεται κατασκευαστικός εμπειρισμός (constructive empiricism)και υποστηρίζει οτι η επιστήμη σκοπεύει να μας δώσει θεωρίες, οι οποίες είναι εμπειρικά επαρκείς και η αποδοχή μιας θεωρίας ενέχει την πεποίθηση μόνο ότι αυτή είναι εμπειρικά επαρκής. Προϋπόθεση της θέσης του είναι η διάκριση παρατηρήσιμου και μη παρατηρήσιμου, η οποία εγείρει ενστάσεις. Από την ανάλυσή μας καταλήγουμε ότι η προσέγγισή του van Fraassen είναι ενδιαφέρουσα γιατί επιχειρεί να αποδώσει συστηματικά τη θέση της μη εξαλειπτικής εργαλειοκρατίας ότι η επιστήμη επιδιώκει να περιγράψει με ακρίβεια τα φαινόμενα χωρίς να μπορεί να αποφανθεί για κάτι βαθύτερο που βρίσκεται πίσω από αυτά. Οπότε, δεν έχει καταφέρει να καταρρίψει την οντολογική θέση του ρεαλισμού ότι υπάρχουν μη παρατηρήσιμες οντότητες. Η προσπάθειά του να αποδείξει τη διάκριση παρατηρήσιμου – μη παρατηρήσιμου ακολουθώντας τον δρόμο του κατασκευαστικού εμπειρισμού τον οδήγησε μάλλον στο να κάνει λήψη του ζητουμένου και άρα σε αδιέξοδο. Βέβαια , κάτι τέτοιο δεν μειώνει την αξία της προσφοράς του van Fraassen, αφού εκείνος είναι εισηγητής μιας νέας θεωρίας και νέων όρων, όπως η εμπειρική επάρκεια, δίνοντας έτσι το έναυσμα για περαιτέρω μελέτη και έρευνα στο πεδίο της φιλοσοφίας της επιστήμης. / The occasion of this dissertation is the conflict between the scientific realism and instrumentalism with regard to the unobservable entities. Specifically, the aim is to study and evaluate the instrumentalist approach to science, emphasising on the form of instrumentalism supported in the work of Bastian Cornelis van Fraassen (The Scientific Image), the constructive empiricism. The basic questions to be dealt with are:1) What advocates scientific realism? 2)What do we mean when we talk about the instrumentalist approach to science? 3) What is the instrumentalist approach to science in van Fraassen's work? The first part of the thesis deals with the term "realism" setting as a starting point the theory of Ideas of Plato, reaching the modern scientific realism. So we have: 1) Platonism, 2) the Direct Realism, 3) the Indirect Realism, 4) the Scientific Realism. Each of the above-expressing the term "realism" differently. This thesis focus more on the analysis of the scientific realism, because it will be compared with the instrumentalist approaches to science. The Scientific realism argues that the purpose of science is to give us a literally true description of the world and that the best (more mature) scientific theories offer us approximately true descriptions of the world. Therefore, entities that describe is real (eg. electrons). Arguments in favor of the scientific realism are the following: A)the argument of non-miracle (NMA), according to which "realism is the only philosophy of science that does not make the success of science a miracle." (Putnam, 1975). B)the argument of the Inference to the Best Explanation( IBE) is that from the ability of a theory to offer the best possible explanation of natural phenomena follows the truth of a theory. We continue with the basic forms of instrumentalism: 1) the eliminative: the terms that indicate physical unobservable entities (theoretical terms), eg 'electron', can be eliminated completely by the scientific language and 2) the non-eliminative: the aim of the scientific theories is not to seek something more behind the phenomena whether they exist or not. The van Fraassen's antirealistic view called constructive empiricism and it can be classifiable in the non-eliminative instrumentalism. Supports that science aims to give us theories which are empirically adequate and acceptance of a theory involves the belief that this is only empirically adequate. Precondition of his position is the distinction between observable and non-observable, which raises objections. His attempt to distinguish the observable from unobservable seem to have led his to an impasse. Of course, this does not diminish the value of its offer, since he is rapporteur of a new theory and new terms, such as empirical adequacy, thus triggering further study and research in the field of philosophy of science.

Page generated in 0.0287 seconds