Spelling suggestions: "subject:"συστήματος""
381 |
Ανάπλαση του φυσικού περιβάλλοντος της παράκτιας ζώνης της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας (Αιγύπτου), με τη χρήση θαλάσσιων γεωφυσικών μεθόδων και γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών / Alexandrea ad Aegyptum : palaeoenvironmental reconstruction of the coastal zone, using geophysical techniques and Geographical Information Systems (GIS)Χάλαρη, Αθηνά 01 September 2009 (has links)
Η παρούσα διδακτορική διατριβή μελετά την παράκτια ζώνη, της Αλεξάνδρειας (Αιγύπτου) με σκοπό: (1) την ανάπλαση του παράκτιου παλαιοπεριβάλλοντος στο οποίο αναπτύχθηκε η Ελληνιστική Αλεξάνδρεια και πώς αυτό επηρέασε στην ίδρυση και στην εξέλιξη της πόλης, (2) τον εντοπισμό ναυαγίων, καταβυθισμένων λιμενικών εγκαταστάσεων και άλλων μαρτυριών ανθρώπινης δραστηριότητας.
Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων xρησιμοποιήθηκαν εξειδικευμένες θαλάσσιες γεωφυσικές τεχνολογίες, όπως ηχοβολιστής πλευρικές σάρωσης, τομογράφος υποδομής πυθμένα, απλό και διαφορικό GPS. Η ανάλυση και επεξεργασία των συλλεγέντων δεδομέμων πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια των υπολογιστικών πακέτων Matlab και ArcGIS. Δημιουργήθηκαν πρωτότυπα και εύχρηστα μεθοδολογικά σχήματα (PalaeogAn και TargAn), με τη βοήθεια σύγχρονων μεθόδων επεξεργασίας και ανάλυσης εικόνας, με σκοπό την επεξεργασία των αναλογικών γεωφυσικών καταγραφών, σε ένα αυτοματοποιημένο ψηφιακό περιβάλλον.
Η ανάλυση των γεωφυσικών καταγραφών έδειξε την ύπαρξη μίας kurkar δομής σχήματος Τ παρόμοιας σε σχήμα, σύσταση και προσανατολισμό με το δομικό σύστημα νήσος Φάρος-Επταστάδιο-Λιμένες της Αλεξάνδρειας, μετατοπισμένη προς τα ΒΑ. Η μελέτη των μεταβολών της στάθμης της θάλασσας και η ανάλυση των τομογραφιών, έδειξε ότι η παράκτια ζώνη της Αλεξάνδρειας διαμορφώνεται από μία σειρά επάλληλων παλαιοακτών, σε βάθη νερού 16, 14, 12, 10, 8 m, οι οποίες αντιστοιχούν στην ακτογραμμή της περιοχής το 3300π.Χ (βασίλειο Harpoon), 2700π.Χ, 2000π.Χ, 1400π.Χ (οικισμός Ραχώτιδας), και 300π.Χ (Πτολεμαϊκή Αλεξάνδρεια) αντίστοιχα. Η δομή Τ ήταν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και διαμόρφωνε ασφαλές αγκυροβόλιο (3300-2000π.Χ), ενώ αργότερα βυθίστηκε (2000-300π.Χ) αρχικά στα -2m (1400π.Χ) και στη συνέχεια στα -4m βάθος (300π.Χ), ενεργώντας ως φυσικός κυματοθραύστης που προστάτευε την ακτή από τη διάβρωση και τη θαλασσοταραχή. Επίσης φαίνεται ότι η είσοδος του Ανατολικού Λιμένα στα Πτολεμαϊκά χρόνια ήταν πολύ στενή (600m), στα ΒΑ της Άκρας Λοχιάδος και στο εσωτερικό του Ανατολικού Λιμένα εκείνη την εποχή υπήρχαν βραχονησίδες, το 92% της Άκρας Λοχιάδος είναι σήμερα καταβυθισμένο. Τέλος επιτεύχθηκε α) ο εντοπισμός ενός αρχαίου ναυαγίου, δύο περιοχών με έρματα αρχαίων πλοίων, δύο αρχαίων προβόλων, δύο σχηματισμών που πιθανώς αποτελούν αρχαία ναύδετα, β) ο εντοπισμός 57 στόχων, η αρχαιολογική σημασία των οποίων αξιολογήθηκε με τη βοήθεια του TargAn και πολυδιάστατων στατιστικών μεθόδων γ) η υπόδειξη νέων περιοχών αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. / The aim of this PhD is twofold: (a) to reconstruct the palaeoenvironmental setting where Hellenistic Alexandria was developed, (b) to detect the presence of any prehistorical and historical shipwrecks and evidence of human activity. In order to accomplish the above a geophysical survey was carried out, using a sidescan sonar and a subbottom profiler system, while the positioning was provided by a GPS and DGPS. The geophysical data were analyzed using a Matlab and an ArcGIS software. New, user-friendly methodological schemes, referred to as PalaeogAn και TargAn, were developed using image analysis techniques, in order to analyse analogue geophysical data in a digital environment.
The geophysical data analysis shows the presence of a Τ-shape kurkar ridge, which stands at a minimum water depth of 11m below the seasurface at the north end of the Eastern Harbour of Alexandria. This kurkar formation is almost identical with that of the Pharos island–Heptastadion-Alexandria Harbours. Sea level changes and geophysical data analysis suggest that Alexandria’s coastal zone is characterized by a series of parallel submerged palaeoshorelines, at water depths of 16, 14, 12, 10 and 8 m, which represent the coastlines of 3300 BC (kingdom of Harpoon), 2700 BC, 2000 BC, 1400 BC (ancient Rachotis), and 300 BC (Ptolemaic Alexandria) respectively. The Τ-shape structure between 3300-2000BC was above msl creating a safe anchorage for ancient ships. In 1400 BC and 300 BC it was 2m and 4m under msl respectively, acting as a natural breakwater and protecting the coast from wave action. During the Hellenistic times (300 BC) the Eastern Harbour entrance was much smaller (600m) than today. At the northeastern end of Cape Lochias and in the inner Eastern Harbour dangerous shoals and reefs were scattered. Cape Lochias was much larger than it is today as the most of it (92%) is at present submerged. The insonification revealed (a) the existence of an ancient shipwreck, two areas with ship ballast, two structures which might have been used as buoys, two structures that were propably used as moles, (b) the presence of 57 acoustic anomalies, which were analyzed using the TargAn and multivariate statistical methods, (c) new areas of archaeological importance to be surrveyed in the near future. The results of the statistical analysis classified the acoustic anomalies into groups showing their archaeological validity.
|
382 |
Η ενσωμάτωση της πληροφοριακής τεχνολογίας στη στρατηγική διοίκηση επιχειρήσεων και οργανισμών / Alignment between information & communication technology and business strategyΣτυλιάδου, Στέλλα 10 August 2011 (has links)
Στην παρούσα βιβλιογραφική μελέτη καταγράφονται οι αλλαγές στο περιβάλλον οικονομικό, κοινωνικό και τεχνολογικό, ακολουθούμενες από τις πρόσφατες αλλαγές στις βασικές παραμέτρους της παρουσίας και του ρόλου των πληροφοριακών συστημάτων σε οργανισμούς και επιχειρήσεις. Η παρακολούθηση των αλλαγών στα δυο βασικά συστατικά του θέματος της μελέτης, (Πληροφοριακή τεχνολογία- εφαρμογές & Επιχειρησιακή στρατηγική), έγινε σε δύο επίπεδα. Χρησιμοποιώντας σαν βάση συγγράμματα, άρθρα και απόψεις αποδεκτές στον επιστημονικό και στον επιχειρηματικό χώρο, και εμπλουτίζοντας αυτή με μια επιλογή νέων στοιχείων που έρχονται στα χέρια μας μέσω των εφαρμογών της τεχνολογίας πληροφοριών και αφορούν τις δυνατότητες, την επίδραση και την επιρροή της τεχνολογίας αυτής, στη στρατηγική και τη λειτουργία ενός οργανισμού. Το ζήτημα της ευθυγράμμισης, ενσωμάτωσης ή ολοκλήρωσης των δύο στρατηγικών αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο ο οργανισμός λαμβάνει υπόψη και χρησιμοποιεί τις δυνατότητες της πληροφοριακής τεχνολογίας και των εφαρμογών της, από τη φάση του σχεδιασμού της στρατηγικής του μέχρι την καθημερινή του λειτουργία. Τα βιβλιογραφικά ευρήματα αφορούν δημοσιεύσεις των τελευταίων κυρίως χρόνων και δεν είναι αριθμητικά σπουδαία. Κατά συνέπεια, έπρεπε να συμπληρωθούν με συμπεράσματα, σκέψεις και αναλύσεις βασισμένα σε συνεντεύξεις ειδικών, δημοσιεύματα εφημερίδων, στατιστικά στοιχεία κ.α. Η γενική φιλοσοφία στο κείμενο είναι οικονομικό-διοικητική χωρίς αυτό να βαίνει σε βάρος των συμπερασμάτων για την τεχνολογία της πληροφορικής. Προτάσεις για περαιτέρω έρευνα αλλά και πρακτικές συμβουλές για ζητήματα συγγενή με την ενσωμάτωση ΙΤ/Business, τη διαχείριση αλλαγών, τη διάρκεια της ευθυγράμμισης και τα αποτελέσματα της προσφέρονται και προκύπτουν από το κείμενο. / The study “Alignment of technology and business strategy in companies and organizations”, describes the changes in the financial, social and technological environment, followed by the changing role of information systems in the area of business, effectiveness and productivity. The detection of the changing facts in the two critical parts of the subject, (information technology and applications & business strategy) takes place in two different levels; mainly using books and articles with the addition of a wide selection of data and information available through internet surveys, statistics and business executives interviews which refer to the effect and the utility of information and communication technology and its applications in the acts of planning and forming the business strategy and in business in general. This study is characterized as managerial but that does not degrade any of the consumptions about information technology and information systems. Suggestions for research as well as practical advice are offered throughout the text.
|
383 |
Έλεγχος και βελτιστοποίηση λειτουργίας ασύρματα δικτυωμένων συστημάτων με έμφαση στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών / Quality-of-service based control and optimization techniques for wireless networked systemsΠανουσοπούλου, Αθανασία 18 February 2010 (has links)
Η παρούσα διατριβή κινείται στο χώρο των Ασύρματα Δικτυωμένων Συστημάτων και έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και τη σύνθεση μηχανισμών που βελτιώνουν τη λειτουργία τους. Ο όρος Ασύρματα Δικτυωμένα Συστήματα αναφέρεται στα συστήματα των οποίων τα δομικά στοιχεία συνδέονται μέσω ασύρματων δικτύων, με την έμφαση να δίνεται στα αυτό-οργανωμένα δίκτυα και στα δίκτυα αισθητήρων. Η βελτιστοποίηση και ο έλεγχος ενός Ασύρματα Δικτυωμένου Συστήματος γίνεται με γνώμονα την Ποιότητα των παρεχόμενων Υπηρεσιών του δικτύου, η οποία χρησιμοποιείται ως μέτρο αξιολόγησης και επαναπροσδιορισμού των παραμέτρων λειτουργίας αυτού. Προσεγγίζοντας το θέμα από την οπτική γωνία του δικτύου, οι μηχανισμοί που είναι υπεύθυνοι για τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας των Ασύρματα Δικτυωμένων Συστημάτων, αποστασιοποιούνται από την ανάπτυξη νέων πρωτοκόλλων για τα διάφορα επίπεδα του μοντέλου αναφοράς Ανοιχτής Διασύνδεσης Συστημάτων. Για τον λόγο αυτό, αναφορικά με το μοντέλο αναφοράς Ανοιχτής Διασύνδεσης Συστημάτων, το ζήτημα της βελτιστοποίησης της λειτουργίας των Ασύρματα Δικτυωμένων Συστημάτων προσεγγίζεται από τα ακραία επίπεδα της στοίβας πρωτοκόλλων, και συγκεκριμένα από την οπτική γωνία του Επιπέδου Εφαρμογής και του Φυσικού Επιπέδου.
Στο Επίπεδο Εφαρμογής το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην διασφάλιση των περιθωρίων ευστάθειας για τα Ασύρματα Δικτυωμένα Συστήματα Ελέγχου. Η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του συστήματος κλειστού βρόχου βασίζεται σε διακοπτικές δομές ελέγχου, των οποίων οι παράμετροι λειτουργίας καθορίζονται από την Ποιότητα Υπηρεσίας του δικτύου, και συγκεκριμένα από το ποσοστό των επιτυχώς ληφθέντων πακέτων.
Στο Φυσικό Επίπεδο εξετάζεται αρχικά το πρόβλημα αποκατάστασης της συνδεσιμότητας μεταξύ των μελών ενός Ασύρματα Δικτυωμένου Συστήματος και στην συνέχεια το πρόβλημα επαναπροσδιορισμού της ποιότητας των ασύρματων ζεύξεων. Οι κεντρικοποιημένοι και κατανεμημένοι μηχανισμοί που αναπτύσσονται για τη βελτιστοποίηση των παραμέτρων της Ποιότητας Υπηρεσίας των Ασύρματα Δικτυωμένων Συστημάτων στο Φυσικό Επίπεδο βασίζονται σε εργαλεία της Υπολογιστικής Γεωμετρίας, συνδυάζοντας τα χωρικά χαρακτηριστικά ενός Ασύρματα Δικτυωμένου Συστήματος με δημοφιλή μοντέλα διάδοσης μεγάλης κλίμακας.
Τέλος, η αξιολόγηση των μεθόδων ελέγχου και βελτιστοποίησης της λειτουργίας των Ασύρματα Δικτυωμένων Συστημάτων πραγματοποιείται με την εφαρμογή τους σε κατάλληλες πειραματικές διατάξεις και σε ένα καθορισμένο σύνολο σεναρίων εξομοίωσης. / The primary objective of the present PhD thesis is the analysis and the synthesis of mechanisms and algorithms that optimize the operation of Wireless Networked Systems. The term Wireless Networked Systems is used to describe the distributed systems, whose components are interconnected over wireless networks. Referring to wireless networking, the emphasis is given at the self-organized Ad-hoc and Sensor Networks. The effort made is focused on the reconfiguration of the Quality of Service of the underlying network. From such a perspective, the mechanisms responsible for improving the Quality of Service differentiate from the design of novel, specialized communication protocols. More specifically, with respect to the Open Systems Interconnection Reference Model (OSI-RM), the optimization issues of the Wireless Networked Systems’ operation are examined at the Application and Physical Layer.
At the Application Layer, problems related to the guarantee of the stability margins for Wireless Networked Controlled Systems are studied. More precisely, the assurance of the desired performance for the closed-loop controlled system is based on switching control techniques. The optimization decision variables are determined by the network’s Quality of Service parameters.
At the Physical Layer the objective is twofold: (a) to establish the physical connectivity among the members of the Wireless Networked System and (b) to optimize of the wireless link’s quality. Based on the combination of the spatial characteristics of the Wireless Networked Systems with large-scale radio propagation models, the centralized and distributed mechanisms, synthesized for the optimization of the network’s Quality of Service at the Physical Layer, exploit effectively concepts adopted by the Computational Geometry.
Finally, properly developed experimental testbeds and network simulation scenaria are utilized to examine the efficiency of the synthesized mechanisms for the control and optimization of the operation of Wireless Networked Systems at the Application and Physical Layer.
|
384 |
Τεχνικές μεταγλωττιστών και αρχιτεκτονικές επεξεργαστών για στατιστικές και δυναμικές εφαρμογέςΑλαχιώτης, Νικόλαος 19 July 2010 (has links)
Οι σημερινές εφαρμογές έχουν ολοένα και μεγαλύτερες ανάγκες επεξεργαστικής ισχύος προκειμένου να εκτελεστούν σε συντομότερο χρονικό διάστημα. Για να την ικανοποίηση αυτών των χρονικών περιορισμών απαιτείται η ανάπτυξη βελτιστοποιημένων τεχνικών σχεδιασμού.
Το αντικείμενο της παρούσας διατριβής σχετίζεται με την ανάπτυξη αρχιτεκτονικών και τεχνικών μεταφραστών με σκοπό την γρηγορότερη τροφοδότηση του επεξεργαστή με δεδομένα από την ιεραρχία μνήμης.
α) Μεθοδολογία επιτάχυνσης εκτέλεσης εφαρμογής πολλαπλασιασμού πινάκων
Παρουσιάζεται μία μεθοδολογία που βασίζεται στην τοπικότητα των δεδομένων με σκοπό την επιτάχυνση εκτέλεσης του πολλαπλασιασμού πινάκων. Μετά από διερεύνηση, παράγεται ο βέλτιστος τρόπος χρονοπρογραμματισμού των προσπελάσεων στη μνήμη λαμβάνοντας υπόψη την τοπικότητα των δεδομένων και τα μεγέθη των επιπέδων ιεραρχίας μνήμης. Ο χρόνος διερεύνησης είναι σύντομος καθώς απορρίπτονται όλες οι μη-βέλτιστες λύσεις. Η προτεινόμενη μεθοδολογία συγκρίνεται με άλλες υπάρχουσες και παρατηρείται αύξηση της απόδοσης μέχρι 55%.
β)Mεθοδολογία αποδοτικής υλοποίησης του Fast Fourier Transform (FFT)
Παρουσιάζεται μια νέα μεθοδολογία, που επιτυγχάνει βελτιωμένη απόδοση στην υλοποίηση του FFT, έχοντας ως γνώμονα την ελαχιστοποίηση των προσπελάσεων που πραγματοποιούνται στα δεδομένα. Η προτεινόμενη μεθοδολογία έχει σημαντικά πλεονεκτήματα. Πρώτον, την πλήρη αξιοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης των αποτελεσμάτων των πεταλούδων του FFT αλγορίθμου, της επαναχρησιμοποίησης δεδομένων και της συμμετρίας των twiddle συντελεστών του FFT αλγορίθμου. Δεύτερον, η βέλτιστη λύση χρονοπρογραμματισμού βρίσκεται λαμβάνοντας υπόψη τόσο τον αριθμό των καταχωρητών, όσο και το μέγεθος της κρυφής μνήμης κάθε επιπέδου, αναζητώντας μόνο τον αριθμό του επιπέδου του tiling του FFT. Τρίτον, ο χρόνος μετάφρασης και το μέγεθος του πηγαίου κώδικα είναι πολύ μικροί συγκρινόμενοι με την SOA βιβλιοθήκη υλοποίησης του FFT αλγορίθμου, την FFTW. Η προτεινόμενη μεθοδολογία επιτυγχάνει αύξηση της απόδοσης μέχρι και 63% σε σχέση με την βιβλιοθήκη FFTW.
γ)Ανάπτυξη Αρχιτεκτονικών για Διαχείριση Μνήμης
Παρουσιάζεται μια αποσυζευγμένη αρχιτεκτονική επεξεργαστών με μια ιεραρχία μνήμης που αποτελείται μόνο από μνήμες scratch-pad, και μια κύρια μνήμη. Η αρχιτεκτονική αυτή εκμεταλλεύεται τα οφέλη των scratch-pad μνημών και τον παραλληλισμό μεταξύ της επεξεργασίας δεδομένων και υπολογισμού διευθύνσεων. Η αρχιτεκτονική συγκρίνεται στην απόδοση με την αρχιτεκτονική MIPS με cache και με scratch-pad ιεραρχίες μνήμης και παρουσιάζεται η υψηλότερη απόδοσή της. Τα πειραματικά αποτελέσματα δείχνουν ότι η απόδοση αυξάνεται μέχρι 3,7 φορές.
Στη συνέχεια γίνεται περαιτέρω έρευνα σε αρχιτεκτονικές με Scratch-pad μνήμες. Παρουσιάζεται μια αρχιτεκτονική που είναι σε θέση να παρέχει πληροφορίες για το ακριβές περιεχόμενο δεδομένων της scratch-pad, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης και μπορεί επίσης να εκτελέσει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την τοποθέτηση των νέων δεδομένων στη scratch-pad. Με αυτόν τον τρόπο, αξιοποιείται η επαναχρησιμοποίηση δεδομένων που εμφανίζεται τυχαία και δεν μπορεί να προσδιοριστεί από το μεταγλωττιστή. Συγκρίνεται με αρχιτεκτονική MIPS που περιέχει cache και με scratch-pad μνήμες και αναδεικνύεται η μεγαλύτερη απόδοσή της. Τα πειραματικά αποτελέσματα δείχνουν ότι η απόδοση αυξάνεται μέχρι 5 φορές έναντι των αρχιτεκτονικών με scratch-pad και 2.5 φορές έναντι των αρχιτεκτονικών με cache. / Modern applications have indence needs in processing power in order to be executed in short time. For satisfying the time limits, there have to be generated new techniques for optimizing the designs.
The object of the present thesis is about developing new compiler techniques and hardware architectures which aim to transfer data faster, from the memory hierarchy to the CPU.
a) Methdology for accelerating the execution of matrix multiplications
A new methodology using the standard MMM algorithm is presented, achieving improved performance by focusing on data locality (both temporal and spatial). This methodology finds the scheduling which conforms with the optimum memory management. The scheduling used for the tile level is different from the element level’s one, having better data locality, suited to the sizes of memory hierarchy. Its exploration time is short, because it searches only for the number of the level of tiling used for finding the best tile size for each cache level. Compared with the best existing related work, which we implemented, better performance up to 55%
β)Methodology for increasing performance on Fast Fourier Transform (FFT)
A new methodology is presented based on minimizing the memory accesses for FFT. It exploits, the production and comsumption of the FFT batterfly results and the reuse of data. The optimum scheduling solution is found taking into account the number of registers and the cache memory size. The compile time and source code size are short comparing to SOA library. The methodology performance gains are up to 63% comparing to FFTW library.
γ)Ανάπτυξη Αρχιτεκτονικών για Διαχείριση Μνήμης
A decoupled processors architecture with a memory hierarchy is presented consisting only of scratch–pad memories, and a main memory. This architecture exploits both the benefits of scratch-pad memories and the parallelism between address computation and application data processing. The architecture is compared in performance with the MIPS architecture with cache and with scratch-pad memory hierarchies and with the existing decoupled architectures showing its higher normalized performance. Experimental results show that the performance is increased up to 3.7 times.
Continuing, more research is done on Scratch-pad memories. We present an architecture that is able to provide information about the exact data contents of scratch-pad during execution and can also do all the necessary operations for placing the new data blocks in scratch-pad. Thereby, the temporal locality which occurs randomly and can not be identified by the compiler is exploited. It is compared with the MIPS architecture with cache and with scratch-pad memories showing its higher normalized performance. Experimental results show that the performance is increased up to 5 times compared to cache architectures and 2,5 times compared to existing scratch-pad architectures.
|
385 |
Δυναμική χαμηλοδιάστατων τόρων και χάος σε χαμιλτώνια συστήματα πολλών βαθμών ελευθερίαςΧριστοδουλίδη, Ελένη 07 June 2010 (has links)
Η παρούσα εργασία αφορά στη μελέτη Χαμιλτώνιων συστημάτων Ν μη γραμμικών ταλαντωτών, όπως είναι αυτό των Fermi Pasta και Ulam (FPU), με στόχο την βαθύτερη κατανόηση της δυναμικής των σχεδόν-περιοδικών τροχιών και του ρόλου των αντίστοιχων τόρων στο χώρο φάσεων, καθώς αυξάνουμε την ενέργεια Ε και τον αριθμό βαθμών ελευθερίας Ν του συστήματος. Το βασικό μας αποτέλεσμα είναι ότι υπάρχουν τόροι χαμηλής διάστασης, που προκύπτουν από τη συνέχεια των αντίστοιχων του γραμμικού συστήματος, οι οποίοι ευθύνονται για τις FPU επαναλήψεις και εμποδίζουν την ισοκατανομή της ενέργειας μεταξύ όλων των κανονικών τρόπων ταλάντωσης. Αναλύοντας ευστάθεια αυτών των τόρων, μπορέσαμε να δώσουμε μια πληρέστερη ερμηνεία στο Παράδοξο των FPU, συνδέοντας και συμπληρώνοντας έτσι δύο από τις επικρατέστερες ερμηνείες του εν λόγω φαινομένου. / The present work concerns the study of Hamiltonian systems of N nonlinear coupled oscillators, as it is the one by Fermi Pasta and Ulam (FPU), in order to understand the dynamics of quasi-periodic orbits and the role of their corresponding tori in phase space, as we increase the energy E and the number N of the degrees of freedom. Our fundamental result is that there exist tori of low dimension, that come from the continuation of the corresponding tori of the linear system, which are responsible for the FPU recurrences and prevent the system from equipartition of the energy among all normal modes. By investigating the stability of these tori, we achieved to provide a more complete explanation for the FPU paradox, connecting and supplementing in this way two of the most dominant approaches for this paradox.
|
386 |
Σκέδαση ακουστικών κυμάτων από ζεύγος σφαιρικών σκεδαστώνΛουκάς-Λεκατσάς, Ιωάννης 21 March 2011 (has links)
Αντικείμενο της διατριβής είναι η επίλυση των προβλημάτων της σκέδασης επιπέδων ακουστικών κυμάτων χαμηλών συχνοτήτων από ένα διαπερατό σφαιρικό κέλυφος με έκκεντρο μαλακό, σκληρό ή διαπερατό πυρήνα και από μια μαλακή σφαίρα κάτω από ένα διαπερατό επίπεδο. Η λύση των προβλημάτων σκέδασης στην περιοχή χαμηλών συχνοτήτων επιδέχεται ανάπτυγμα Taylor σε δυνάμεις του κυματικού αριθμού k, όπου οι συντελεστές του αναπτύγματος (προσεγγίσεις χαμηλής συχνότητας) συνιστούν ακολουθία λύσεων στάσιμων προβλημάτων της θεωρίας δυναμικού. Ένα πρόβλημα σκέδασης μπορεί να δεχθεί προσέγγιση χαμηλών συχνοτήτων όταν το μήκος κύματος της κυματικής διαταραχής είναι πολύ μεγαλύτερο από την ακτίνα της ελάχιστης περιγεγραμμένης σφαίρας του σκεδαστή. Το δισφαιρικό σύστημα συντεταγμένων παρέχει κατάλληλο περιβάλλον για την επίλυση προβλημάτων πολλαπλής σκέδασης από δύο σφαίρες Αυτό ισχύει μόνο στη περιοχή των χαμηλών συχνοτήτων δεδομένου ότι η εξίσωση Laplace επιδέχεται διαμορφωμένο χωρισμό στις δισφαιρικές συντεταγμένες, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο στην εξίσωση Helmholtz. Προσαρμόζοντας το δισφαιρικό σύστημα συντεταγμένων στην δεδομένη γεωμετρία του κάθε προβλήματος απλουστεύεται η περιγραφή των χώρων που ορίζονται από το έκκεντρο σφαιρικό κέλυφος και οι σφαιρικές επιφάνειες του προβλήματός μας περιγράφονται από διαφορετικές τιμές της ίδιας συντεταγμένης μεταβλητής, ενώ ο απομακρυσμένος χώρος περιγράφεται από μια γειτονιά της αρχής των συντεταγμένων στο παραμετρικό χώρο των μεταβλητών η, θ. Επιλύοντας τα αντίστοιχα προβλήματα συνοριακών συνθηκών για μηδενική και πρώτης τάξεως προσεγγίσεις, καταλήγουμε σε αντίστοιχες αναγωγικές εξισώσεις ακολουθιών των συντελεστών ή αντίστοιχα συστήματα αναγωγικών εξισώσεων. Δεδομένου ότι οι ακολουθίες των συντελεστών συγκλείνουν ταχύτατα, περιοριζόμαστε στους πρώτους όρους συντελεστών και οι αναδρομικές εξισώσεις ή τα συστήματα αναγωγικών εξισώσεων ανάγονται σε εξισώσεις πινάκων ή γραμμικά συστήματα εξισώσεων με άγνωστους πίνακες στήλες και συντελεστές των αγνώστων τριδιαγώνιοι πίνακες. Με την πρωτότυπη αυτή μέθοδο προσδιορίζονται ακριβώς οι πρώτοι όροι χαμηλών συχνοτήτων των δύο προσεγγίσεων μηδενικής και οι πρώτης τάξεως, και στη συνέχεια οι προσεγγίσεις του πλάτους σκέδασης και των ενεργειακών διατομών σκέδασης. Μειώνοντας την απόσταση d των κέντρων συμπεραίνουμε ότι το πρόβλημα της σκέδασης ομόκεντρου σφαιρικού φλοιού δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδική περίπτωση του προαναφερθέντος προβλήματος. / A plane wave is scattered by an acoustically soft, hard or penetrable sphere, covered by a penetrable non-concentric spherical lossless shell which disturbs the propagation of the incident plane wave field. There is exactly one bispherical coordinate system that fits the given two-sphere obstacle. If the wavelength of the incident field is much larger than the radius of the exterior sphere, Low Frequency Theory reduces the scattering problem to a sequence of potential problems which can be solved iteratively Applying the corresponding boundary value problem for each case, a set of two equations results as well as a recurrence equation with three unknown sequence of coefficients for zero-th order, and the first-order approximation is obtained, by solving two sets of two equations and a recurrence equation with three unknown sequence coefficients each for the soft core or the calculation of the zero–th order coefficients of the hard or penetrable core, leads to a solution of a linear system of two equations with two unknown columns and tri-diagonal square matrices are coefficients of the unknown columns, while the first-order approximation is obtained, by solving two linear systems of two equations with four unknown columns and eight tri-diagonal matrices as coefficients of the unknown columns. Applying the cut-off method for soft, hard and penetrable sphere, the low-frequency coefficients of the zero-th and first-order for the near field as well as the first and second-order coefficients are obtained for the normalized scattering amplitude and cross section. Decreasing the distance d of the centres we conclude that the problem of scattering concentric cell cannot be considered special case of mentioned before problem. A plane wave is scattered by an acoustical soft acoustic sphere embedded into an acoustically lossless half space, which disturbs the propagation of the incident wave field. In the first step, the problem of sound diffraction by only a penetrable plane is solved, were the amplitudes of reflective and diffractive acoustical waves are calculated. In the second step the diffractive as an incident wave is scattered by the embedded acoustical soft sphere. The low frequency zero-th and first order coefficients of the near field are calculated for the soft scatterer and finally the scattering amplitude and cross-section are determined.
|
387 |
Ενεργειακή βελτιστοποίηση θερμοκηπίου με χρήση συστήματος θέρμανσης με υπέρυθρη ακτινοβολία : θεώρηση της μικρού μήκους κύματος ακτινοβολίας (NIR)Καυγά, Αγγελική 21 March 2011 (has links)
Μετά την πρώτη ενεργειακή κρίση την δεκαετία του ’70 κατά την οποία τα περιορισμένα αποθέματα ενέργειας προκάλεσαν την πρώτη σημαντική αύξηση στην τιμή της ενέργειας, η χρήση ενέργειας στα θερμοκήπια έχει γίνει κύριο ερευνητικό ζήτημα. Η ανάγκη για μείωση του ενεργειακού κόστους είναι σημαντική, γιατί η ενέργεια αποτελεί σημαντικό κλάσμα του συνολικού κόστους παραγωγής. Στις Μεσογειακές χώρες έχει υπολογιστεί ότι η χρήση ενέργειας για έλεγχο των συνθηκών περιβάλλοντος και ειδικότερα για τη θέρμανση, είναι 20% - 30% του συνολικού κόστους παραγωγής, ποσοστό το οποίο στις βορειότερες χώρες αυξάνεται. Ταυτόχρονα, με το έντονο ενδιαφέρον για το παγκόσμιο φαινόμενο του θερμοκηπίου και τις κλιματικές αλλαγές, η χρήση των συμβατικών καυσίμων είναι και πάλι στην πολιτική ατζέντα. Έτσι και η βιομηχανία θερμοκηπίων είναι αντιμέτωπη με οικονομική, πολιτική και κοινωνική πίεση για μείωση της χρήσης ενέργειας και βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των θερμοκηπίων μέσω τεχνολογικών καινοτομιών.
Η κατανάλωση ενέργειας για τη θέρμανση του θερμοκηπίου αποτελεί ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα διότι οι απώλειες του θερμοκηπίου σε θερμότητα λόγω των λεπτών τοιχωμάτων του και της κατασκευής του, είναι πολύ μεγάλες, 6-12 φορές μεγαλύτερες από εκείνες ενός συνήθους κτίσματος ίσου όγκου. Η θερμότητα παρέχεται στο θερμοκήπιο κυρίως μέσω συμβατικών συστημάτων θέρμανσης (συστήματα σωληνώσεων θερμού νερού, συστήματα θερμού αέρα) και σε περιορισμένη έκταση με χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ηλιακή, γεωθερμία, βιομάζα). Για να επιτευχθεί με αυτές τις μεθόδους η απαραίτητη θερμοκρασία στο επίπεδο των φυτών, το εσωτερικό του θερμοκηπίου πρέπει να θερμανθεί στην ίδια ή υψηλότερη θερμοκρασία από την επιθυμητή θερμοκρασία των φυτών με αποτέλεσμα την δημιουργία ισοθερμοκρασιακού κλίματος σε ολόκληρο το θερμοκήπιο (όλον κλίμα). Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής σε όλες τις μελέτες που διεξάγονται είναι ότι, τα θερμοκήπια καταναλώνουν απαράδεκτα υψηλά ποσά ενέργειας σε σχέση με την ενέργεια που απορροφάται από τα φυτά, για να καλύπτουν τις αυξημένες ενεργειακές απώλειες που λόγω κατασκευής παρουσιάζουν.
Στην παρούσα διατριβή αναπτύσσεται μια ολοκληρωμένη πρόταση για την δημιουργία ενός "ψυχρού θερμοκηπίου" στο οποίο τα φυτά θα λαμβάνουν απευθείας την ενέργεια που χρειάζονται προκειμένου να φτάσουν και να διατηρήσουν την επιθυμητή για την ανάπτυξή τους θερμοκρασία χωρίς να υπάρχει ανάγκη για αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα του θερμοκηπίου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιείται σύστημα θέρμανσης με μικρού μήκους υπέρυθρη ακτινοβολία (NIR). Σε αυτά τα συστήματα η θερμότητα μεταδίδεται απευθείας από την πηγή στον δέκτη, στην προκειμένη περίπτωση στα φυτά και το έδαφος και το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ισοθερμοκρασιακού κλίματος μόνο στην περιοχή του φυτικού θόλου (τοπικό κλίμα).
Ειδικότερα η παρούσα εργασία αντιμετωπίζει τη θερμική συμπεριφορά του θερμοκηπίου λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ουσιαστικά θερμικά φαινόμενα που συμβαίνουν κατά την διάρκεια θέρμανσης (με συμβατικό και με σύστημα θέρμανσης με ακτινοβολία) και παρουσία καλλιέργειας. Γι αυτό τον λόγο δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάπτυξη ενός μαθηματικού μοντέλου που προσομοιάζει επαρκώς τις κύριες διαδικασίες μεταφοράς θερμότητας μέσα στο θερμοκήπιο, το οποίο περιλαμβάνει ένα σύνολο λειτουργικών συνθηκών, και στο οποίο καθορίζονται με σχετική ακρίβεια οι παράγοντες που επηρεάζουν την θερμική συμπεριφορά του θερμοκηπίου. Το μοντέλο προσομοίωσης δίνει την δυνατότητα αξιόπιστης περιγραφής του περιβάλλοντος του θερμοκηπίου, και σαφούς εκτίμησης των ενεργειακών αναγκών του και με τις δυο τεχνικές θέρμανσης. Ετσι προσδιορίζεται το εξοικονομούμενο ενεργειακό όφελος που προκύπτει με τη χρήση συστήματος θέρμανσης με ακτινοβολία.
Ο έλεγχος της ποιότητας του μοντέλου προσομοίωσης και η περαιτέρω βελτίωσή του γίνεται με σύγκριση των θεωρητικών αποτελεσμάτων με πειραματικά δεδομένα, η συλλογή και επεξεργασία των οποίων αποτελεί τον πυρήνα της έρευνας. Τα πειραματικά δεδομένα προέρχονται από πειράματα που διεξήχθησαν σε δύο πειραματικά θερμοκήπια συζευγμένα με αυτόματο μετεωρολογικό σταθμό, στα οποία εφαρμόζεται συμβατικό σύστημα θέρμανσης και θέρμανση με υπέρυθρη ακτινοβολία αντίστοιχα. Αυτό δίνει την δυνατότητα πιστοποίησης των δυνατοτήτων της θέρμανσης με ακτινοβολία και ποσοτικοποίησης του ενεργειακού οφέλους που επιτυγχάνεται.
Συμπερασματικά, η συστηματική θεωρητική και πειραματική μελέτη ενός "ψυχρού" θερμοκηπίου με χρήση μικρού μήκους υπέρυθρης ακτινοβολίας (NIR) και ενός "θερμού θερμοκηπίου" με χρήση συμβατικού συστήματος θέρμανσης αναδεικνύουν το κύριο πλεονέκτημα της υπέρυθρης ακτινοβολίας, δηλαδή η θερμότητα να μεταδίδεται απευθείας από το σύστημα ακτινοβολίας στα φυτά και το έδαφος χωρίς να παρεμβάλεται ο αέρας του εσωτερικού περιβάλλοντος του θερμοκηπίου. Αυτό οδηγεί σε ομοιομορφία θέρμανσης του φυτικού θόλου και ταυτόχρονα σε σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας της τάξεως του 40-50%. / After the first energy crisis in the seventies during which limited energy supplies led to an important increase in energy prices, greenhouse energy consumption has again become a major research issue. The energy cost reduction need is significant, since energy forms a substantial fraction of the total production costs. In Mediterranean countries it has been estimated that energy consumption for environment conditions control and more specifically for heating, consists 20% - 30% of total production cost, a percentage that is higher in northern countries. Moreover, due to the recent pronounced interest in the global greenhouse effect and climatic change, the use of fossil fuels is once again in the political agenda. Therefore the greenhouse industry is confronted with economical, political and social pressure to reduce energy usage and improve the greenhouse energy efficiency via technological innovations.
Energy consumption for greenhouse heating represents a serious concern because greenhouse heat losses due to thin covers and construction specifics are 6-12 times higher than those of a common building of equal volume. Traditionally, thermal energy is transmitted to the greenhouse mainly through conventional heating systems (either by hot water circulation through a piping system or by air heaters) and, in a limited scale, through renewable energy sources (solar, geothermal, biomass). In order for the plants to reach required temperature through these methods, the greenhouse interior has to be heated to the same or even to a slightly higher temperature than the value targeted for the plants (entire climate). This practice results in extremely increased heat losses compared to the energy absorbed by plants, because of the increased energy losses due to construction specifications.
The present thesis formulates a complete proposal for the creation of a "cold greenhouse" where plants will directly receive the needed energy in order to reach and preserve the desirable growth temperature without having to increase the internal greenhouse air temperature. The near infrared radiation (NIR) is used for this purpose. In the radiation system, heating is transmitted straight from the source to the receiver, in this particular case plants and soil. The result is an isothermal climate formation in the plant canopy (local climate).
Specifically this study investigates the greenhouse thermal performance taking into account all the essential thermal phenomena that take place during heating (conventional and IR heating) and cultivation. For this reason, emphasis is given to the development of a mathematical model that simulates the main heating transfer procedures inside the greenhouse, takes into account a sum of operational conditions and determines all factors influencing the greenhouse thermal performance with relevant accuracy. The simulation model allows a credible description of greenhouse environment as well as a clear estimation of its energy needs with both heating systems. Thus the resulting energy saving by IR heating usage is determined.
Quality control of the simulation model and its forward improvement is done by comparing the theoretical results with experimental data. Collecting and processing these data forms the research kernel. The experimental data correspond to experiments that took place in two experimental greenhouse connected with automatic meteorological station where conventional and IR heating have been used respectively. This method makes possible the identification of IR heating potential and quantification of energy saving.
Concluding, the systematic theoretical and experimental study of a "cold" greenhouse using near IR heating, and of a "warm" greenhouse using conventional heating, proves the main advantage of IR heating that is that, the heat is directly transferred from the radiation system to the plants and the soil without interference of the internal greenhouse air. This leads to uniform heating of the plant canopy and at the same time to a significant energy saving of 40-50%.
|
388 |
Υποστήριξη ανάπτυξης εφαρμογών διαδικτύου προσανατολιζόμενες σε υπηρεσίες : μια προσέγγιση στο χώρο των ανοικτών συστημάτων υπερμέσωνΚαρούσος, Νίκος 24 January 2012 (has links)
Παρόλο που το υπερκείμενο ως τρόπος δόμησης πληροφορίας τυγχάνει ευρείας αποδοχής, μέχρι σήμερα τα Συστήματα Υπερκειμένου (ΣΥ) δεν έχουν καταφέρει να προσφέρουν τη λειτουργικότητά τους στο ευρύ κοινό σε ικανοποιητικό βαθμό. Οι σχεδιαστικές προσεγγίσεις των ΣΥ αλλά και η αδυναμία υποστήριξης των προγραμματιστών ξένων εφαρμογών για τη χρήση των υπηρεσιών υπερκειμένου οδήγησαν σε μία δυσμενή κατάσταση όσο αφορά στην αποδοτική παροχή υπηρεσιών υπερκειμένου. Το πρόβλημα αυτό ανέδειξε την αναγκαιότητα για την επαναπροσέγγιση των σχεδιαστικών αρχών των ΣΥ έχοντας ως βασική προτεραιότητα τη δημιουργία και την εύκολη παροχή υπηρεσιών υπερκειμένου στο ευρύ κοινό.
Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τη δημιουργία ενός πλαισίου για την παροχή υπηρεσιών υπερκειμένου σε ξένα συστήματα αλλά και την υποστήριξη της ανάπτυξης εφαρμογών διαδικτύου βασισμένες σε υπηρεσίες υπερκειμένου. Η υιοθέτηση της Αρχιτεκτονικής Προσανατολιζόμενης σε Υπηρεσίες – ΑΠΥ στο σχεδιασμό των ΣΥ αποτέλεσε την προτεινόμενη προσέγγιση της διατριβής. Η ανάπτυξη συστημάτων υπερκειμένου βασισμένα σε αρχές της ΑΠΥ αλλά και η παροχή υπηρεσιών υπερκειμένου στο διαδίκτυο με χρήση παγκοσμίων προτύπων επιχειρούν να διευκολύνουν την εκμετάλλευση της λειτουργικότητας των ΣΥ από χρήστες και από άλλα συστήματα.
Έχοντας ως παράδειγμα υπάρχοντα ΑΣΥ αλλά και συστήματα υπερμέσων βασισμένα σε ψηφίδες (ΑΣΥ-ΒΨ) - όπως ο Callimachus - μελετήθηκε και χρησιμοποιήθηκε η τεχνική των Web Services έτσι ώστε να είναι δυνατή η παροχή στο διαδίκτυο υπηρεσιών υπερμέσων διαφόρων λειτουργικών πεδίων (ταξινομίες, χωρική αναπαράσταση, πλοήγηση κ.α.) από υπάρχοντα συστήματα. Σημείο αναφοράς της εφαρμογής της προτεινόμενης τεχνικής υπήρξε το σύστημα Babylon. Το Babylon είναι ένα σύστημα παροχής υπηρεσιών ταξινόμησης, το οποίο σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε ως ψηφίδα του συστήματος Callimachus και κατόπιν μετεξελίχθηκε σε αυτόνομη υπηρεσία παγκόσμιου ιστού (Web Service).
Επιπλέον, αναπτύχθηκε ένα σύστημα υποστήριξης συνεργασίας και λήψης αποφάσεων βασισμένο σε τεχνολογίες συστημάτων χωρικού υπερκειμένου και υπερκειμένου υποστήριξης επιχειρηματολογίας. Η ανάπτυξη έγινε εξ’ολοκλήρου βασισμένη στις αρχές της αρχιτεκτονικής προσανατολιζόμενης σε υπηρεσίες και η εκμετάλλευση των υπηρεσιών του είναι δυνατή τόσο μέσω του παγκοσμίου ιστού όσο και από εξωτερικές εφαρμογές χρησιμοποιώντας εξειδικευμένα Web Services.
Τέλος, μελετήθηκε η δυνατότητα ανακάλυψης και αναζήτησης των υπηρεσιών υπερμέσων μέσα από ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο υποστήριξης ανάπτυξης εφαρμογών που χρησιμοποιούν υπηρεσίες υπερκειμένου. Με την εφαρμογή της προτεινόμενης προσέγγισης και την αξιολόγηση της χρήσης των συστημάτων παράχθηκαν θετικά συμπεράσματα όσο αφορά στην αξιοποίηση των ΑΠΥ σε συστήματα υπερμέσων και με τον τρόπο αυτό τεκμηριώθηκε η χρησιμότητα της συνολικής προσέγγισης. / Although hypertext is considered as a widely accepted mean for information structuring, the provision of hypertext-related services has not yet reached a satisfactory level. Both the design principles of hypertext systems and the lack of developer support for the exploitation of hypermedia services lead to a low level of provision of the hypertext functionality from the world. This problem has highlighted the need for re-approaching the design principles of HSs under a different perspective in which the creation and the provision of a hypermedia service are crucial issues.
This thesis focuses on the development of a framework aiming at both the provision of hypermedia service and the web application development support using hypermedia functionality. The adoption of Service Oriented Architecture (SOA) in the design of Hypermedia Systems (OHS) constitutes the main approach against the particular issue. The SOA based implementation of HSs together with the the provision of hypermedia services to the Internet through universal standards try to aid the exploitation of the hypermedia functionality from an open set of both users and systems.
The OHSs together with the Component Based – OHSs (CB-OHSs) like Callimachus were the leading paradigm in this approach in which the web-service technique was both studied and adopted in order to provide to the Internet hypermedia services based on different hypermedia fields (taxonomic, spatial, navigational etc) provided by existing systems. The case study of this approach regards the Babylon system. It is a hypertext system designed to provide taxonomic services in the context of the entire Callimachus system as a single component. The Babylon system was later transformed to a taxonomic internet based service using the Web Service standards.
Furthermore, a collaboration and decision making support tool based on spatial and argumentation support technologies was also implemented. The development was entirely based on SOA thus the provided services are available both from users or applications of the world wide web and 3rd party (external) applications by using the Web Services protocols.
Finally, a study which concerns capabilities of discovering and searching of the hypermedia services has also taken place. The evaluation of the proposed approach extracted many positive conclusions regarding the utilization of SOA in the area of hypermedia systems.
|
389 |
Experimental evaluation of single-crystal and granular scintillators in medical imaging detectors : application in an experimental prototype imaging system / Πειραματική αξιολόγηση μονοκρυσταλλικών και κοκκώδους μορφής σπινθηριστών σε ανιχνευτές ιατρικής απεικόνισης : εφαρμογή σε πειραματικό πρωτότυπο απεικονιστικό σύστημαΔαυίδ, Ευστράτιος 20 October 2010 (has links)
The aim of the present thesis is to evaluate fast scintillator materials, in both single-crystal and powder form, for possible usage in dedicated gamma ray imaging applications as well as in X-ray imaging techniques, requiring high frame rates. Powder scintillators are traditionally used in conventional X-ray imaging due to their property to produce high resolution images. This is because laterally directed optical photons, originating from the point of X-ray interaction, are strongly attenuated by light scattering effects on powder grains. This property however is their principal drawback for routine Nuclear Medicine applications. In these applications, photon counting accuracy rather than spatial resolution is required and to this aim high transparency crystals are used. In the present study we have tried to estimate whether the use of powder phosphors can improve the image quality in a dedicated gamma-ray system where spatial resolution than sensitivity is of primary significance. Evaluation was performed in thin and thick phosphor layers easily produced in the laboratory. In addition we present a low cost solution – consisting of a thick continuous powder scintillator screen – for use in dedicated high resolution small gamma imager. The advantages and disadvantages of proposed powder detector performance were compared to two standard 3 x 3 x 5mm3 and 2 x 2 x 3mm3 pixellated CsI:Tl scintillator detector configurations. System performance in terms of system sensitivity, system spatial resolution, energy resolution and linear energy response were measured at energy of 140 keV for close-proximity nuclear emission imaging. All measurements were carried out in photon counting mode in planar imaging configuration.
The investigation was divided into two parts:
Fast powder scintillators: In this part, powder scintillator screens of LSO:Ce, YAG:Ce and GOS:Pr were prepared in various coating thicknesses. Measurements concerning determination of emission spectra and absolute luminescence efficiency were carried out under X-ray excitation from 22 to 140 kV. Related parameters giving informations on luminescence and intrinsic properties of the phosphors such as X-ray luminescence efficiency, quantum detection efficiency, energy absorption efficiency and intrinsic conversion efficiency were also examined.
Low cost and high resolution detector module: The goal of this part was to propose and evaluate a low cost solution for detector module – consisting of a thick continuous powder scintillator screen – for use in dedicated high resolution small gamma imagers. For the latter purpose, we examined the performance of the aforementioned fast powder scintillators in the form of thick screens easily produced in the laboratory. System performance in terms of system sensitivity, system spatial resolution, energy resolution and linear energy response were measured and compared for two standard 3 x 3 x 5mm3 and 2 x 2 x 3mm3 pixellated CsI:Tl. / Ο σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η αποτίμηση φθοριζόντων υλικών υψηλής απόκρισης, τόσο σε κρυσταλλική όσο και σε κοκκώδη μορφή για πιθανή χρησιμοποίησή τους σε συγκεκριμένους τύπους ανιχνευτικών συστημάτων Πυρηνικής Ιατρικής όπως επίσης σε συστήματα απεικόνισης με ακτίνες Χ που απαιτούν πολύ γρήγορες λήψεις ιατρικής εικόνας. Τα φθορίζοντα υλικά κοκκώδους μορφής χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην απεικόνιση με ακτίνες-Χ λόγω της υψηλής διακριτικής ικανότητας που μπορεί να επιτευχθεί.
Στην παρούσα διατριβή μελετήθηκε κατά πόσο η χρήση νέων, γρήγορων φθοριζόντων υλικών κοκκώδους μορφής μπορεί να βελτιώσει την απόδοση συγκεκριμένων τύπων ανιχνευτικών συστημάτων Πυρηνικής Ιατρικής (π.χ. dedicated small nuclear imagers), στα οποία η διακριτική ικανότητα του συστήματος είναι πιο σημαντική από την ευαισθησία. Η αποτίμηση έγινε σε φθορίζοντα μεγάλου πάχους που παρασκευάστηκαν στο εργαστήριο. Επιπρόσθετα στην παρούσα διατριβή παρουσιάζεται η εφαρμογή ενός χαμηλού κόστους συμπαγούς ανιχνευτικού υλικού κοκκώδους μορφής σε ένα εξειδικευμένο σύστημα Πυρηνικής Ιατρικής. Γίνεται συστηματική μελέτη και εκτενής αναφορά στα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα αυτού του συστήματος. Τα αποτελέσματα συγκρίνονται με αντίστοιχα αποτελέσματα που ελήφθησαν με χρήση διακριτοποιημένων σπινθηριστών τύπου CsI:Tl, μεγέθους 3 x 3 x 5mm3 και 2 x 2 x 3 mm3. Η απόδοση του συστήματος ως προς την ευαισθησία (sensitivity), τη χωρική διακριτική ικανότητα (spatial resolution) και την ενεργειακή διακριτική ικανότητα (energy resolution) αποτιμήθηκε για ενέργεια 140 keV, που αντιστοιχεί στην ενέργεια του ισοτόπου 99mTc που χρησιμοποιείται ευρύτατα σε εξετάσεις Πυρηνικής Ιατρικής.
Η πειραματική μελέτη χωρίστηκε σε δύο μέρη:
Φθορίζοντα υλικά κοκκώδους μορφής: Στο πρώτο μέρος της παρούσας διδακτορικής διατριβής μελετήθηκαν τα φθορίζοντα υλικά κοκκώδους μορφής LSO:Ce, YAG:Ce και GOS:Pr σε διάφορα πάχη και για μεγάλη κλίμακα ενεργειών (Υψηλή τάση λυχνίας ακτίνων-Χ από 22 kV έως 140 kV).
Ανιχνευτής χαμηλού κόστους και υψηλής διακριτικής ικανότητας: Ο τελικός στόχος της παρούσας διατριβής ήταν η κατασκευή ενός ενιαίου ανιχνευτή, βασισμένου σε σπινθηριστή κοκκώδους μορφής, χαμηλού κόστους και υψηλής διακριτικής ικανότητας, κατάλληλου για χρήση σε εξειδικευμένα συστήματα Πυρηνικής Ιατρικής. Για το σκοπό αυτό μελετήθηκε η συμπεριφορά των υλικών κοκκώδους μορφής LSO:Ce, YAG:Ce και GOS:Pr υπό διέγερση ακτίνων γάμμα με ισότοπο Τεχνητίου (99mTc), ενέργειας 140 keV, που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Πυρηνική Ιατρική. Τα υλικά αυτά υπό την μορφή ενιαίου, μεγάλου πάχους ( ≥2mm) και διαμέτρου (9 cm), συμπαγούς ανιχνευτή αξιολογήθηκαν με τεχνικές απεικόνισης μονού φωτονίου (single photon counting mode).
|
390 |
Adaptive polarization mode dispersion equalizers for coherent optical communications systems / Αυτορυθμιζόμενοι εξισωτές διασποράς τρόπων πόλωσης για σύμφωνα οπτικά τηλεπικοινωνιακά συστήματα υψηλής φασματικής απόδοσηςΜαντζούκης, Νικόλαος 01 November 2010 (has links)
Polarization mode dispersion (PMD) arises as a result of the birefringence in optical fibers, due to inherent asymmetries and deformities from external stresses. The spectral components of the input optical pulse propagate with different group velocities. Consequently, pulse duration increases leading to intersymbol interference between consequent symbols, leading to performance reduction of the coherent systems. In order to compensate for the PMD, we use adaptive linear PMD equalizers.
Due to the dynamic and random nature of PMD, it is crucial for a system designer to efficiently simulate the PMD-induced outage probabilities of 10-5. Because of this stringent requirement, it is computationally costly to use the conventional Monte Carlo methods. To overcome this hurdle, Importance Sampling methods, such as the multicanonical Monte Carlo method have been applied in the past in order to efficiently reduce the simulation time required to estimate the statistics of these rare events. The multicanonical Monte Carlo method does not require any prior knowledge of which rare events contribute significantly to the PMD-induced outages. In essence, multicanonical Monte Carlo simulations adaptively bias the input random variables with a priori unknown weights. The PMD emulation model consists of a concatenation of birefringent sections, simulated based on MMC.
The objective of this dissertation is to apply, for the first time, the multicanonical Monte Carlo method to accurately and efficiently evaluate the performance of adaptive, blind, feed-forward PMD equalizers employed in coherent polarization division multiplexed (PDM) quadrature phase-shift keying (QPSK) systems in all order PMD emulation model. In the exclusive presence of PMD, we demonstrated that the half-symbol-period-spaced adaptive electronic equalizers, based on the constant modulus algorithm (CMA) equalizers perform slightly better than the decision directed least mean square (DD-LMS) counterparts at links with larger PMD values, whereas the opposite holds true for the low PMD regime. Due to their distinguishable performance in different regimes of the PMD, they provided an even better performance when running DD-LMS after a first round of CMA-based equalization than using either one of the equalization algorithms stand alone. Finally, the joint presence of PMD and intermediate frequency offset or PMD and random differential phase carrier shifts slightly worsened the performance of the coherent PDM QPSK systems, independently of the equalizer. Although these random differential carrier phase shifts are typically omitted in similar PMD studies in intensity modulated/direct detection (IM/DD) systems, they should be taken into account in due to the phase sensitivity of the PDM QPSK coherent systems. / Οι οπτικές ίνες παρουσιάζουν διπλοθλαστικότητα, η οποία οφείλεται σε κατασκευαστικές ατέλειες των οπτικών ινών και σε εξωτερικούς παράγοντες. Η διπλοθλαστικότητα προκαλεί διασπορά μεταξύ των φασματικών συνιστωσών ενός διαμορφωμένου οπτικού σήματος. Κάθε φασματική συνιστώσα, ανάλογα με την πόλωσή της στην είσοδο της οπτικής ίνας, υφίσταται διαφορετική αλλαγή φάσης κατά τη διέλευσή της μέσα από την οπτική ίνα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται διασπορά τρόπων πόλωσης. Η διασπορά τρόπων πόλωσης στην οπτική ίνα προκαλεί παραμόρφωση του οπτικού σήματος κι αλληλοπαρεμβολή συμβόλων στον οπτικό δέκτη, με αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσης ενός σύμφωνου οπτικού τηλεπικοινωνιακού συστήματος. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, χρησιμοποιούνται οι προσαρμοστικοί γραμμικοί εξισωτές διασποράς τρόπων πόλωσης.
Εξαιτίας της στατιστικής φύσης του φαινομένου, πιθανότητες διακοπής της λειτουργίας της τάξεως του 10-5 ενός σύμφωνου συστήματος, τετραδικής διαμόρφωσης φάσης με πολυπλεξία πόλωσης της τάξεως με εξισωτές διασποράς τρόπων πόλωσης, υπολογίστηκαν βάσει της πολυκανονικής Monte Carlo μεθόδου (MMC). Στην MMC μέθοδο. οι παράμετροι στην είσοδο του συστήματος κατευθύνονται, έτσι ώστε στην έξοδο, η (άγνωστη) συνάρτηση πυκνότητας πιθανότητας της παραμέτρου ελέγχου να υπολογίζεται με ακρίβεια ακόμα και στις ουρές της. Το πλεονέκτημα της ΜΜC, σε σχέση με τις μεθόδους δειγματοληψίας σημαντικότητας, είναι ότι δεν απαιτείται καμία γνώση για το ποιες περιοχές στην είσοδο πρέπει να δειγματοληφθούν, ώστε στην έξοδο να προκύψουν τα σπάνια εκείνα γεγονότα που μας ενδιαφέρουν. Με βάση την ΜΜC μέθοδο υλοποιήθηκε και το μοντέλο της ίνας, ως μια αλληλουχία διπλοθλαστικών πλακιδίων.
Σκοπός της διδακτορικής διατριβής, είναι η αξιολόγηση της απόδοσης του ενός σύμφωνου συστήματος με χρήση των εξισωτών, συναρτήσει της πιθανότητας διακοπής της λειτουργίας του συστήματος. Για την περίπτωση της αποκλειστικής παρουσίας της διασποράς τρόπων πόλωσης, ο εξισωτής ελαχίστου μέσου τετραγώνου (DD-LMS) έχει αποδοτικότερη λειτουργία, σε σχέση με τον εξισωτή σταθερής περιβάλλουσας (CMA), για χαμηλές τιμές της διασποράς τρόπων πόλωσης, ενώ ο εξισωτής CMA κυριαρχεί στις περιοχές με μεγαλύτερες τιμές της διασποράς τρόπων πόλωσης. Η βέλτιστη λειτουργία του σύμφωνου συστήματος σε μια ευρύτερη περιοχή τιμών της διασποράς τρόπων πόλωσης, επιτυγχάνεται με την χρήση ενός συνδυασμού των δύο εξισωτών CMA και LMS. Η αλληλεπίδραση της διασποράς τρόπων πόλωσης και της ενδιάμεσης συχνότητας επηρεάζει την απόδοση του σύμφωνου συστήματος, όπου ο εξισωτής CMA λειτουργεί αποδοτικότερα σε σχέση με τον εξισωτή DD-LMS, τόσο στις περιοχές χαμηλής όσο και υψηλής τιμής της διασποράς τρόπων πόλωσης. Επίσης, αν στο μοντέλο της ίνας, προσομοιώσουμε και τις τυχαίες διαφορικές ολισθήσεις της φέρουσας συχνότητας μεταξύ των πλακιδίων, λόγω της διπλοθλαστικότητας, τότε η επίδοση των εξισωτών ελαττώνεται. Επομένως, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν για την ορθότερη αξιολόγηση της απόδοσης του σύμφωνου συστήματος.
|
Page generated in 0.0525 seconds